εξώφυλλο: Ναυμαχία της Σαλαμίνας σε πίνακα του William Rainey William Rainey, (1852-1936) / Public domain
μετάφραση – επιμέλεια Χείλων
Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας διεξήχθη στις 22 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ, στα Στενά της Σαλαμίνας (στον Σαρωνικό Κόλπο, κοντά στην Αθήνα) μεταξύ συμμαχίας Ελληνικών πόλεων – κρατών και Περσικής Αυτοκρατορίας. Ήταν η σημαντικότερη σύγκρουση και η αρχή του τέλους της δεύτερης Περσικής εισβολής στην Ελλάδα, η οποία ξεκίνησε το 480 π.Χ.
Αρχικά, οι Έλληνες σχεδίαζαν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο (ξηρά και θάλασσα αντίστοιχα). Στη μάχη των Θερμοπυλών, οι Πέρσες νίκησαν τις Ελληνικές δυνάμεις που είχαν παραταχθεί στο ομώνυμο στενό, χάρη στην προδοσία του Εφιάλτη. Στο Αρτεμίσιο, ο συμμαχικός στόλος έχασε περίπου τα μισά πλοία, ενώ ο Περσικός στόλος έχασε το 1/4 των πλοίων του. Μόλις οι σύμμαχοι πληροφορήθηκαν την καταστροφή στις Θερμοπύλες αποφάσισαν να υποχωρήσουν, γεγονός που επέτρεψε στους Πέρσες να καταλάβουν τη Βοιωτία και την Αττική.
Οι Πελοποννήσιοι αρχικά ήθελαν να αντιμετωπίσουν τον Περσικό στόλο στον Ισθμό της Κορίνθου. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός Θεμιστοκλής έπεισε τους Έλληνες να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες στη Σαλαμίνα, ελπίζοντας ότι μια νίκη θα εμπόδιζε τους Πέρσες να εισβάλουν στην Πελοπόννησο. Ο Θεμιστοκλής ανάγκασε τον Ξέρξη να επιτεθεί στα Στενά της Σαλαμίνας, όπου η αριθμητική υπεροχή των Περσών ήταν άχρηστη και προβληματική. Ο βασιλιάς Ξέρξης, βέβαιος για τη νίκη, ανέβηκε σε μία πλαγιά του όρους Αιγάλεω για να παρακολουθήσει τη ναυμαχία, κατά την οποία ο Ελληνικός στόλος πέτυχε μια σημαντική νίκη, αφού κατέστρεψε 300 Περσικά πλοία.
Μετά τη ναυμαχία, ο Ξέρξης, μαζί με μεγάλο μέρος του στρατού, επέστρεψε στην Ασία, ενώ στην Ελλάδα παρέμεινε ο Μαρδόνιος με τον υπόλοιπο Περσικό στρατό. Αλλά το 479 π.Χ. οι Πέρσες υπέστησαν σοβαρή ήττα στις Πλαταιές και στη Μυκάλη και σταμάτησαν τις επιθέσεις τους στην ηπειρωτική Ελλάδα. Λίγο αργότερα, οι Έλληνες πέρασαν στην αντεπίθεση. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, αν οι Πέρσες νικούσαν στη Σαλαμίνα, θα είχε σταματήσει η ανάπτυξη της Ελλάδος και κατά συνέπεια ο δυτικός πολιτισμός δεν θα ήταν αυτό που είναι σήμερα. Γι’ αυτό, η ναυμαχία της Σαλαμίνας θεωρείται από τις σημαντικότερες μάχες της ιστορίας.

Ακολουθεί η εξιστόρηση της μάχης βασιζόμενη στο έργο του Ηροδότου «Ιστορία» βιβλίο Η’ Ουρανία. Η απόδοση στην νεοελληνική προέρχεται από την σειρά «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ» των εκδόσεων Οδυσσέα Χατζόπουλου (8.40 – 8.100).
Ο στόλος των Ελλήνων, αφού απέπλευσε από το Αρτεμίσιο, έδεσε, σύμφωνα με το αίτημα των Αθηναίων, στη Σαλαμίνα. Σκοπός των Αθηναίων, που πίεσαν τους διοικητές να αγκυροβολήσουν εκεί, ήταν να έχουν τον χρόνο να βγάλουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους από την Αττική και να συζητήσουν την επόμενη κίνησή τους, όπως απαιτούσαν οι νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν και διέψευδαν τις ελπίδες τους. Πίστευαν ότι ολόκληρος ο Πελοποννησιακός στρατός θα συγκεντρωνόταν στη Βοιωτία, για να εμποδίσει την προέλαση των Περσών, αλλά δεν έγιναν έτσι τα πράγματα· αντίθετα, είχαν αναφορές ότι οι Πελοποννήσιοι ενδιαφέρονταν αποκλειστικά για τη δική τους ασφάλεια και οχύρωναν τον Ισθμό, για να προστατεύσουν την Πελοπόννησο, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο που διέτρεχε η υπόλοιπη Ελλάδα. Αυτή η είδηση τους ώθησε να αγκυροβολήσει ο στόλος στη Σαλαμίνα.
Έτσι οι άλλοι κατευθύνθηκαν στη Σαλαμίνα, ενώ οι Αθηναίοι στη χώρα τους. Όταν οι Αθηναίοι γύρισαν στα λιμάνια τους προκήρυξαν ότι όσοι ζούσαν στην πόλη και τα περίχωρα, έπρεπε να πάνε τα παιδιά και τις οικογένειές τους σε ασφαλές μέρος. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς στάλθηκαν στην Τροιζήνα καθώς και άλλοι στην Αίγινα και άλλοι στη Σαλαμίνα. Η μετακίνηση των οικογενειών έγινε με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα, από τη μια επειδή βιάζονταν να συμμορφωθούν με τη συμβουλή του χρησμού αλλά και για έναν ακόμα σοβαρότερο λόγο. Οι Αθηναίοι λένε ότι η ακρόπολη φρουρείται από ένα μεγάλο φίδι, που ζει μέσα στον ναό· έχουν μάλιστα τόση πίστη στην ύπαρξή του, ώστε του προσφέρουν κάθε μήνα πίτες με μέλι. Στο παρελθόν, οι πίτες αυτές εξαφανίζονταν πάντα, αλλά αυτή την περίοδο έμεναν ανέγγιχτες. Η ιέρεια τους το είπε και κατά συνέπεια, πιστεύοντας ότι η προστάτιδα θεά είχε εγκαταλείψει την ακρόπολη, ανυπομονούσαν ακόμα περισσότερο να εκκενώσουν την πόλη. Αφού μετέφεραν τα πάντα, επέστρεψαν στο στρατόπεδο.
Όταν πληροφορήθηκε ότι ο υπόλοιπος στόλος είχε φύγει από το Αρτεμίσιο για τη Σαλαμίνα, το υπόλοιπο στράτευμα ξεκίνησε με τα πλοία να τον συναντήσει εκεί από την Τροιζήνα. Διότι πρωτύτερα είχε δοθεί διαταγή να συγκεντρώνονται στον Πώγωνα, λιμάνι των Τροιζηνίων. Έτσι ο στόλος ήταν τώρα μεγαλύτερος απ’ αυτόν που είχε πολεμήσει στη ναυμαχία του Αρτεμισίου κι απαρτιζόταν από πλοία περισσότερων πόλεων. Είχε ακόμα τον ίδιο ναύαρχο, τον Ευρυβιάδη, γιο του Ευρυκλείδη, ένα Σπαρτιάτη που δεν ανήκε στη βασιλική οικογένεια. Πάντως, η πόλη που έδωσε τα περισσότερα και ταχύτερα πλοία ήταν και πάλι η Αθήνα.

Ελληνικός στόλος
Η σύνθεση του στόλου είχε ως εξής: Από την Πελοπόννησο 16 πλοία των Λακεδαιμονίων, από την Κόρινθο όσα είχε και στο Αρτεμίσιο (40) 15 από τη Σικυώνα, 10 από την Επίδαυρο, 5 από την Τροιζήνα και 3 από την Ερμιόνη.
Ο στόλος των Αθηναίων με 180 πλοία.
Τα Μέγαρα είχαν τον ίδιο αριθμό πλοίων που είχαν και στο Αρτεμίσιο (20)· επιπλέον, υπήρχαν 7 πλοία από την Αμβρακία και 3 από τη Λευκάδα.
Από τα νησιωτικά κράτη, η Αίγινα συμμετείχε με 30 πλοία. Μετά ήταν ο στόλος από τη Χαλκίδα, που είχε τα 20 πλοία που πολέμησαν και στο Αρτεμίσιο· από την Ερέτρια ήταν επίσης τα αρχικά 7 πλοία. Οι δύο αυτοί λαοί είναι Ίωνες. Οι Κείοι είναι Ίωνες από την Αθήνα και έστειλαν τον ίδιο αριθμό που είχαν και πριν (2 πλοία και 2 πεντηκόντοροι) και η Νάξος έστειλε 4 πλοία. Οι Στυρείς παρείχαν τα ίδια πλοία που είχαν και στο Αρτεμίσιο (2) και η Κύθνος μία πεντηκόντορο. Οι Στυρείς και οι Κύθνιοι είναι Δρύοπες. Τα νησιά Σέριφος, Σίφνος και Μήλος συμμετείχαν επίσης· ήταν τα μόνα που δε δήλωσαν υποταγή στους βαρβάρους.
Οι Κροτωνιάτες έστειλαν 1 πλοίο, υπό τις διαταγές του Φαΰλλου, ενός άνδρα που είχε κερδίσει τρεις νίκες στους Πυθικούς αγώνες. Οι Κροτωνιάτες έχουν Αχαϊκή καταγωγή.
Όλες οι ναυτικές μοίρες που ανέφερα αποτελούνταν από τριήρεις, εκτός από τους Μηλίους, τους Σιφναίους και τους Σεριφίους, που έστειλαν πεντηκοντόρους. Οι Μήλιοι, που κατάγονται από τους Λακεδαιμονίους, έστειλαν δύο, ενώ οι νησιώτες της Σίφνου και της Σερίφου, που είναι Ίωνες από την Αθήνα, από ένα. Έτσι ο συνολικός αριθμός των πολεμικών πλοίων (χωρίς τις πεντηκοντόρους) ήταν τριακόσια εβδομήντα οχτώ (378).

Όταν οι διοικητές των στόλων συναντήθηκαν στη Σαλαμίνα, έγινε συμβούλιο κι ο Ευρυβιάδης ζήτησε ν’ ακούσει τις προτάσεις όποιου ήθελε να μιλήσει, σχετικά με το ποιο ήταν το καταλληλότερο μέρος μέσα στα ύδατα που ήταν ακόμα κάτω από τον έλεγχό τους, για να ναυμαχήσουν. Η Αττική είχε αποκλειστεί ήδη, αφού είχε εκκενωθεί, και έτσι ζητούσε τη γνώμη τους για τα υπόλοιπα μέρη. Η άποψη που φαινόταν να κυριαρχεί ήταν να πλεύσουν στον Ισθμό και να υπερασπιστούν την Πελοπόννησο, με το επιχείρημα ότι αν τους νικούσαν στη Σαλαμίνα, θα πολιορκούνταν σε ένα νησί όπου δεν μπορούσαν να ελπίζουν σε βοήθεια. Ενώ, αν πάθαιναν τέτοια καταστροφή στον Ισθμό, θα έβρισκαν τουλάχιστον καταφύγιο ανάμεσα στους συμπατριώτες τους.
Κι ενώ συνεχίζονταν οι συζητήσεις των Πελοποννησίων στρατηγών, έφτασε ένας άνδρας από την Αθήνα, με την είδηση ότι οι Πέρσες είχαν μπει στην Αττική κι έκαιγαν τα πάντα. Αυτό ήταν έργο του τμήματος του στρατού που είχε προχωρήσει με τον Ξέρξη δια μέσου της Βοιωτίας αυτοί έκαψαν τις Θεσπιές, αφού οι κάτοικοί της είχαν καταφύγει στην Πελοπόννησο και τις Πλαταιές κι έπειτα μπήκαν στην Αθήνα, προκαλώντας τεράστιες καταστροφές. Οι Θηβαίοι τους είπαν ότι οι Θεσπιείς κι οι Πλαταιείς είχαν αρνηθεί να συμπαραταχθούν με τους Πέρσες κι έτσι έκαψαν τις δύο αυτές πόλεις.
Πόλη |
Αριθμός |
Πόλη |
Αριθμός |
Πόλη |
Αριθμός |
Αθήνα | 180 | Κόρινθος | 40 | Αίγινα | 30 |
Χαλκίδα | 20 | Μέγαρα | 20 | Σπάρτη | 16 |
Σικυώνα | 15 | Επίδαυρος | 10 | Ερέτρια | 7 |
Αμβρακία | 7 | Τροιζήνα | 5 | Νάξος | 4 |
Λευκάδα | 3 | Ερμιόνη | 3 | Στύρα | 2 |
Κύθνος | 1 (1) | Κέα | 2 | Μήλος | (2) |
Σίφνος | (1) | Σέριφος | (1) | Κρότωνας | 1 |
Σύνολο | 366 ή 378 (5) Η διαφορά οφείλεται στη φρουρά (12 πλοία) που έπλευσε από την Αίγινα. | ||||
Τα πλοία είναι τριήρεις εκτός αυτών σε παρένθεση που είναι πεντηκόντοροι. |
Περσικός στόλος
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Περσικός στόλος είχε 1.207 τριήρεις. Ωστόσο, από αυτά το 1/3 χάθηκε στη Μαγνησία λόγω καταιγίδας, περισσότερα από 200 χάθηκαν στην Εύβοια, ενώ τουλάχιστον 50 πλοία καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας του Αρτεμισίου. Ο Ηρόδοτος ισχυρίζεται ότι αυτές οι απώλειες αντικαταστάθηκαν στο σύνολο τους, αλλά νωρίτερα αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Θράκης (και των κοντινών περιοχών) πρόσφεραν στους Πέρσες 120 πλοία. Ο Αισχύλος συμφωνεί με τον Ηρόδοτο και αναφέρει ότι 207 πλοία ήταν γρήγορα. Ο Διόδωρος Σικελιώτης και ο Λυσίας ισχυρίζονται ότι 1.200 πλοία του Περσικού στόλου συναθροίστηκαν στον Δορίσκο, την άνοιξη του 480 π.Χ. Ο αριθμός των 1.207 (μόνο για την αρχή) δίνεται επίσης από τον Έφορο της Κύμης (ιστορικός) καθώς ο διδάσκαλός του Ισοκράτης ισχυρίζεται ότι συναθροίστηκαν 1.300 πλοία στη Δορίσκο και 1.200 στη Σαλαμίνα. Ο Κτησίας δίνει 1000 πλοία, καθώς ο Πλάτωνας αναφέρει ότι οι Πέρσες είχαν χίλια πλοία και περισσότερα.
Κράτος |
Αριθμός |
Κράτος |
Αριθμός |
Κράτος |
Αριθμός |
Φοινίκη | 300 | Αίγυπτος | 200 | Κύπρος | 150 |
Κιλικία | 100 | Ιωνία | 100 | Ελλησποντική Φρυγία | 100 |
Καρία | 70 | Αιολία | 60 | Λυκία | 50 |
Παμφυλία | 30 | Δωριείς | 30 | Κυκλάδες | 17 |
Σύνολο | 1207 |
Ο αριθμός των 1.207 Περσικών πλοίων εμφανίστηκε πολύ νωρίς στις ιστορικές αναφορές (472 π.Χ) και οι Έλληνες φαίνεται πραγματικά να πίστευαν ότι αντιμετώπισαν τόσα πολλά πλοία. Εξαιτίας της συνοχής στις αρχαίες πηγές, μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι Πέρσες είχαν 1.207 πλοία – άλλοι δεν δέχονται αυτό τον αριθμό, αναφέροντας ότι μοιάζει περισσότερο με παραπομπή στον Ελληνικό στόλο στην Ιλιάδα και γενικά θεωρείται ότι οι Πέρσες διέθεταν περίπου 600 πολεμικά πλοία στο Αιγαίο. Τελικά όπως φαίνεται ελάχιστοι δέχονται ότι στη Σαλαμίνα συμμετείχαν τόσα Περσικά πλοία – ο ακριβέστερος, κατά τους περισσότερους, αριθμός είναι περίπου 600 – 800 Περσικά πλοία. Αυτός επίσης είναι ο αριθμός που δίνεται αν προσθέσουμε τον αριθμό των Περσικών πλοίων μετά το Αρτεμίσιο (~550) και των ενισχύσεων (120) που αναφέρονται από τον Ηρόδοτο.
Η καταστροφή των Αθηνών
Μετά το πέρασμα του Ελλησπόντου, απ’ όπου οι βάρβαροι ξεκίνησαν την πορεία τους, πέρασε ένας μήνας μέχρι να περάσουν στην Ευρώπη και άλλοι τρεις μέχρι να φτάσουν στην Αττική· έφτασαν στην Αττική στη διάρκεια της βασιλείας του Καλλιάδη. Οι Πέρσες βρήκαν την Αθήνα έρημη, εκτός από λίγους που είχαν μείνει στον ναό — ιερείς του ναού κι άπορους ανθρώπους — που είχαν οχυρώσει την ακρόπολη ενάντια στους εισβολείς με σανίδες και ξύλα. Αυτοί δεν είχαν ζητήσει καταφύγιο στη Σαλαμίνα εξαιτίας της φτώχειας τους και κυρίως επειδή νόμιζαν ότι ήξεραν το πραγματικό νόημα του χρησμού της Πύθιας, ότι «τα ξύλινα τείχη δεν θα έπεφταν». Πίστευαν ότι το ξύλινο τείχος δεν ήταν τα πλοία αλλά το καταφύγιο αυτό που θα τους έσωζε.
Οι Πέρσες κατέλαβαν τον λόφο που οι Αθηναίοι ονομάζουν Άρειο Πάγο, απέναντι από την ακρόπολη κι άρχισαν την πολιορκία. Η μέθοδος που επινόησαν ήταν να ρίχνουν στο φράγμα βέλη με φλεγόμενα στουπιά. Το ξύλινο τείχος τούς είχε προδώσει, αλλά οι Αθηναίοι, μολονότι αντιμετώπιζαν άμεσα θανάσιμο κίνδυνο και το φράγμα άρχισε να αχρηστεύεται, αρνήθηκαν να παραδοθούν ή να ακούσουν τις προτάσεις που τους έκαναν οι Πεισιστρατίδες για συνθηκολόγηση. Όλη τους η εφευρετικότητα διοχετεύτηκε στον αγώνα να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους· ανάμεσα στα άλλα, έσπρωξαν στρογγυλούς λίθους καταπάνω τους, όταν οι εχθροί επιχείρησαν να πλησιάσουν τις πύλες και για αρκετό διάστημα ο Ξέρξης δεν ήξερε τι να κάνει, για να τους καταλάβει.
Στο τέλος, όμως οι Πέρσες έλυσαν το πρόβλημα, βρίσκοντας δίοδο στην ακρόπολη· άλλωστε, ο χρησμός όριζε ότι όλο το Αττικό έδαφος μέσα στην ξηρά έπρεπε να καταληφθεί από τους Πέρσες. Υπάρχει ένα σημείο μπροστά στην ακρόπολη, πίσω από τον δρόμο που οδηγεί στις πύλες, όπου η πλαγιά είναι τόσο απόκρημνη ώστε δεν υπήρχαν σκοποί εκεί, γιατί το θεωρούσαν αδύνατο να σκαρφαλώσει κανείς· εκεί κοντά στον ναό της κόρης του Κέκροπα, της Αγλαύρου, μερικοί στρατιώτες κατάφεραν να ανέβουν στον απόκρημνο βράχο. Όταν οι Αθηναίοι τους αντίκρισαν στην κορυφή, άλλοι έπεσαν στο κενό από τα τείχη και σκοτώθηκαν κι άλλοι ζήτησαν καταφύγιο στο εσωτερικό του ναού· οι Πέρσες, πάντως, που είχαν καταφέρει ν’ ανέβουν, πήγαν στις πύλες, τις άνοιξαν διάπλατα και κατέσφαξαν τους ικέτες. Όταν δεν άφησαν κανένα ζωντανό, άρπαξαν όλους τους θησαυρούς από τον ναό κι έκαψαν τα πάντα πάνω στην ακρόπολη.
Ο Ξέρξης, κύριος πια της Αθήνας, έστειλε έναν ιππέα στα Σούσα να αναγγείλει την επιτυχία του στον Αρτάβανο. Την επόμενη μέρα, κάλεσε μπροστά του τους Αθηναίους εξόριστους οι οποίοι είχαν πάει με το μέρος του και τους διέταξε ν’ ανέβουν στην ακρόπολη και να κάνουν θυσίες σύμφωνα με το Αθηναϊκό τυπικό· ίσως τον ώθησε σ’ αυτή την απόφαση κάποιο όνειρο που είδε ή επειδή είχε τύψεις που έκαψε τον ναό. Οι Αθηναίοι εξόριστοι έκαναν ό,τι τους πρόσταξε.
Έχω ένα συγκεκριμένο λόγο που αναφέρω αυτές τις λεπτομέρειες. Στην ακρόπολη υπάρχει ένας ναός του Ερεχθέα που ονομάζεται γηγενής και μέσα σ’ αυτόν υπάρχει ένα ελαιόδεντρο και μια πηγή με αλμυρό νερό. Σύμφωνα μ’ έναν τοπικό μύθο, τοποθετήθηκαν εκεί από τον Ποσειδώνα και την Αθηνά, όταν ανταγωνίζονταν για την κατοχή της περιοχής, ως τεκμήρια της διεκδίκησης τους. Αυτή η ελιά, λοιπόν, είχε καταστραφεί από την πυρκαγιά, μαζί με τον υπόλοιπο ιερό χώρο από τους βαρβάρους· την επόμενη ακριβώς μέρα, όταν οι Αθηναίοι που διατάχτηκαν από τον βασιλιά να κάνουν θυσίες ανέβηκαν στον ιερό χώρο, είδαν ότι ένα καινούριο κλαδί, ένα πήχη μακρύ, είχε φυτρώσει από τον κορμό. Το ανέφεραν αμέσως στον βασιλιά.

Συμβούλιο Ελλήνων
Στο μεταξύ στη Σαλαμίνα, η είδηση για όσα έγιναν στην ακρόπολη της Αθήνας είχε τόσο μεγάλο αντίκτυπο, ώστε μερικοί από τους στρατηγούς δεν περίμεναν να συζητηθεί το θέμα σε συμβούλιο αλλά επιβιβάστηκαν στα πλοία τους κι ετοιμάστηκαν να αποπλεύσουν. Κι αυτοί που έμειναν στη θέση τους, ψήφισαν να φύγουν για να υπερασπιστούν τον Ισθμό. Στη διάρκεια της νύχτας, αφού διέλυσαν τη συνέλευση επιβιβάζονταν στα πλοία.
Ένας Αθηναίος ονόματι Μνησίφιλος πήγε στο πλοίο του Θεμιστοκλή και τον ρώτησε τι είχαν αποφασίσει. Όταν έμαθε ότι είχαν συμφωνήσει σχεδόν να φύγουν για τον Ισθμό και να υπερασπιστούν όλοι μαζί την Πελοπόννησο, είπε: «Ασφαλώς, μόλις ο στόλος φύγει από τη Σαλαμίνα, δε θα πολεμάτε πια για μια χώρα. Ο καθένας θα πάει στην πατρίδα του κι ούτε ο Ευρυβιάδης ούτε κανείς δε θα μπορέσει να εμποδίσει την ολοκληρωτική διάλυση του στόλου μας. Αυτό το σχέδιο είναι παράλογο και θα οδηγήσει την Ελλάδα στον όλεθρο. Προσπάθησε, αν μπορείς, να ανατρέψεις την απόφαση του Ευρυβιάδη και μείνετε εδώ».
Ο Θεμιστοκλής συμφώνησε μ’ αυτή την πρόταση και χωρίς να πει λέξη, πήγε στο πλοίο του Ευρυβιάδη και ζήτησε να τον δει για κάτι που αφορούσε στο γενικό συμφέρον. Ο Ευρυβιάδης τον κάλεσε στο πλοίο του και του ζήτησε να πει τη γνώμη του, οπότε ο Θεμιστοκλής κάθισε πλάι του, επανέλαβε ως δικές του ιδέες τα επιχειρήματα του Μνησίφιλου προσθέτοντας και μερικά άλλα, ώσπου τον έπεισε, με την επιτακτική έκκλησή του, ότι έπρεπε να πάει αμέσως στην ξηρά και να καλέσει νέο συμβούλιο των στρατηγών.
Το συμβούλιο συγκλήθηκε και πριν προλάβει ο Ευρυβιάδης να ανακοινώσει τον λόγο για τον οποίο συγκέντρωσε τους στρατηγούς, ο Θεμιστοκλής, συνεπαρμένος από την ανυπομονησία του, άρχισε ένα μεγάλο λόγο. Τον διέκοψε ο Αδείμαντος, γιος του Ωκύτου, διοικητής του Κορινθιακού στρατού λέγοντας: «Θεμιστοκλή αυτός που ξεκινά πριν δοθεί το σύνθημα μαστιγώνεται». Ο Θεμιστοκλής απάντησε: «Ναι αλλά αυτοί που αργούν να ξεκινήσουν δεν κερδίζουν κανένα έπαθλο».
Ήταν μια ήπια απάντηση προς τον Κορίνθιο για την ώρα. Στον Ευρυβιάδη δεν είπε κανένα από τα προηγούμενα επιχειρήματά του, σχετικά με τον κίνδυνο να διασπαστεί ο στόλος αν έφευγε από τη Σαλαμίνα, διότι ήταν ανάρμοστο να κατηγορήσει κατά πρόσωπο τους συμμάχους. Αυτή τη φορά, ακολούθησε έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο και είπε τα εξής: «Η σωτηρία της Ελλάδας εξαρτάται τώρα αποκλειστικά από σένα, αν ακολουθήσεις τη συμβουλή μου και αντιμετωπίσεις τον εχθρό εδώ, στη Σαλαμίνα, αντί να αποσυρθείς στον Ισθμό όπως σου προτείνουν οι άλλοι. Άφησε με να σου εκθέσω τα δυο σχέδια και μπορείς να τα συγκρίνεις και να διαλέξεις το καλύτερο. Ας μιλήσουμε πρώτα για τον Ισθμό. Αν πολεμήσεις εκεί, θα πρέπει, να γίνει στην ανοιχτή θάλασσα, πράγμα που είναι εναντίον μας, αφού έχουμε λιγότερα και πιο αργά πλοία. Επιπλέον, ακόμα κι αν όλα πάνε καλά, θα χάσεις τη Σαλαμίνα, Μέγαρα και την Αίγινα. Αν, πάλι, ο εχθρικός στόλος πλεύσει προς την Πελοπόννησο, ο στρατός θα τον ακολουθήσει· οπότε, εσύ ο ίδιος θα έχεις οδηγήσει τον εχθρό εκεί, βάζοντας έτσι ολόκληρη την Ελλάδα σε κίνδυνο. Το δικό μου σχέδιο, αν το ακολουθήσεις, θα έχεις τα εξής πλεονεκτήματα. Πρώτον, η ναυμαχία θα γίνει σε στενό πέρασμα εκεί, αν τα πράγματα έρθουν όπως είναι λογικό να ελπίζουμε, πολεμώντας με λιγότερα πλοία εναντίον πολλών, θα νικήσουμε. Πράγματι η σύγκρουση σε περιορισμένο χώρο ευνοεί εμάς, ενώ το ανοιχτό πέλαγος δίνει στους Πέρσες το πλεονέκτημα. Δεύτερον, θα διασωθεί η Σαλαμίνα, όπου έχουμε μεταφέρει τις γυναίκες και τα παιδιά μας· και τρίτον – και σπουδαιότερο για σας – υπερασπίζεστε την Πελοπόννησο εξίσου καλά μένοντας εδώ και κάνοντας ναυμαχία για την Πελοπόννησο, όπως και στον Ισθμό. Με αυτό τον τρόπο, αν σκέφτεσαι σωστά, δε θα προσελκύσεις τους εχθρούς στην Πελοπόννησο. Αν τους νικήσουμε στη θάλασσα, όπως πιστεύω ότι θα γίνει, δε θα προχωρήσουν να σας επιτεθούν στον Ισθμό, ούτε θα κάνουν βήμα πιο κάτω από την Αττική · θα τραπούν σε άτακτη φυγή κι εμείς θα διατηρήσουμε την κυριαρχία μας στα Μέγαρα, στην Αίγινα και στη Σαλαμίνα, όπου ο χρησμός πρόβλεψε τη νίκη μας. Όταν ένας άνδρας καταστρώνει τα σχέδιά του με βάση την κοινή λογική, συνήθως πετυχαίνει τον στόχο του· διαφορετικά, ούτε οι θεοί δεν είναι πρόθυμοι να στηρίξουν τα σχέδιά του».
Στη διάρκεια της ομιλίας του, ο Θεμιστοκλής δέχτηκε κι άλλες επιθέσεις από τον Κορίνθιο Αδείμαντο, ο οποίος του είπε ότι δεν είχε δικαίωμα να μιλά, αφού δεν είχε πια πατρίδα, και προσπάθησε να εμποδίσει τον Ευρυβιάδη να θέσει σε ψηφοφορία την παράκληση ενός άνδρα χωρίς πατρίδα. Ας αποκτήσει πρώτα πατρίδα ο Θεμιστοκλής, φώναξε, κι έπειτα ας δίνει τις συμβουλές του. Η ειρωνεία του, φυσικά, βασιζόταν στο γεγονός ότι η Αθήνα είχε πέσει στα χέρια των Περσών. Ο Θεμιστοκλής έλεγε πολλά κακά για τον Αδείμαντο και τους Κορίνθιους και ξεκαθάρισε με τα λόγια του ότι όσο η Αθήνα συμμετείχε στον συμμαχικό στόλο με διακόσια πολεμικά πλοία, είχε και πόλη και χώρα πολύ ισχυρότερη από τη δική τους, αφού δεν υπήρχε ούτε ένα Ελληνικό κράτος που μπορούσε να τους απωθήσει, αν αποφάσιζαν να του επιτεθούν.
Μετά απ’ αυτό, στράφηκε πάλι στον Ευρυβιάδη και, μιλώντας πιο βίαια από ποτέ, φώναξε: «Όσο για σένα, αν μείνεις εδώ θα αποδειχθείς ενάρετος άνδρας. Αν φύγεις, θα καταστρέψεις την Ελλάδα. Σ’ αυτό τον πόλεμο, όλα εξαρτώνται από τον στόλο. Σε ικετεύω ν’ ακολουθήσεις τη συμβουλή μου· αν αρνηθείς, θα επιβιβάσουμε αμέσως στα πλοία τις οικογένειές μας και θα φύγουμε για τη Σίρη της Ιταλίας· μας ανήκει εδώ και πολύ καιρό κι οι χρησμοί έχουν προβλέψει ότι οι Αθηναίοι πρέπει να ζήσουν κάποτε εκεί. Όταν εσείς χάσετε τέτοιους συμμάχους, να θυμηθείτε τα λόγια μου».
Τα λόγια αυτά του Θεμιστοκλή ήταν αρκετά για να μεταπείσουν τον Ευρυβιάδη· αναμφίβολα, το κυριότερο κίνητρό του ήταν ο φόβος μήπως έχανε την Αθηναϊκή υποστήριξη, υποχωρώντας στον Ισθμό. Γιατί χωρίς τους Αθηναίους δεν είχε καμιά ελπίδα αν εμπλεκόταν σε ναυμαχία. Έτσι αποφάσισε να μείνουν εκεί που βρίσκονταν και να αντιμετωπίσουν τον εχθρό στη Σαλαμίνα.

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, σε μια στιγμή έντασης, ο Σπαρτιάτης Ευρυβιάδης σήκωσε τη ράβδο του για να χτυπήσει τον Θεμιστοκλή. Εκείνος τότε ατάραχος τον αποστόμωσε με το περίφημο:
«Πάταξον μεν, άκουσον δε».
Μετά απ’ αυτές τις λογομαχίες κι αφού ο Ευρυβιάδης ανακοίνωσε την απόφασή του, άρχισαν οι ετοιμασίες για τη ναυμαχία. Ξημέρωνε πια όταν έγινε ένας σεισμός, αισθητός τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα. Οι Έλληνες αποφάσισαν να προσευχηθούν στους θεούς και να κάνουν έκκληση να πολεμήσουν στο πλευρό τους οι γιοι του Αιακού. Και δεν έχασαν στιγμή. Προσευχήθηκαν σε όλους τους θεούς, επικαλέστηκαν τον Αίαντα και τον Τελαμώνα από τη Σαλαμίνα κι έστειλαν ένα πλοίο στην Αίγινα, για να φέρει τον Αιακό και τους άλλους γιους.
Υπάρχει μια ιστορία που λεγόταν από τον Δίκαιο, γιο του Θεοκύδη, έναν Αθηναίο εξόριστο που είχε αρκετή δύναμη ανάμεσα στους Πέρσες. Μετά την εκκένωση της Αθήνας κι ενώ ο στρατός του Ξέρξη ρήμαζε τα περίχωρα, έτυχε να βρίσκεται στο Θριάσιο Πεδίο μαζί με τον Σπαρτιάτη Δημάρατο. Είδαν ένα σύννεφο σκόνης, όπως αυτό που σηκώνει ένα σώμα τριάντα χιλιάδων πολεμιστών που προελαύνει, να έρχεται από την κατεύθυνση της Ελευσίνας κι αναρωτήθηκαν ποιος στρατός μπορούσε να είναι· όταν, ξαφνικά, άκουσαν φωνές. Ο Δίκαιος νόμισε πως αναγνώρισε τον ύμνο του Ιάκχου αλλά ο Δημάρατος, που δεν ήταν εξοικειωμένος με τη θρησκευτική τελετή της Ελευσίνας, ρώτησε τον σύντροφό του σε ποιους ανήκαν αυτές οι φωνές. Και αυτός είπε: «Δημάρατε, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι ο στρατός του βασιλιά θα υποστεί φοβερή καταστροφή. Δεν έχει απομείνει ούτε ένας άνδρας ζωντανός στην Αττική· άρα η φωνή που ακούγεται πρέπει να ανήκει σε κάποιο θεό που έρχεται από την Ελευσίνα φέρνοντας βοήθεια στην Αθήνα και τους συμμάχους της. Αν κατέβει προς την Πελοπόννησο, ο στρατός κι ο ίδιος ο βασιλιάς θα διατρέξουν θανάσιμο κίνδυνο· αν κινηθεί προς τη Σαλαμίνα, ο Ξέρξης μπορεί να χάσει τον στόλο του. Κάθε χρόνο οι Αθηναίοι κάνουν μια γιορτή προς τιμήν της Μητέρας και της Κόρης, κι όποιος θέλει από τους ντόπιους ή και τους άλλους Έλληνες μπορεί να μυηθεί στα μυστήρια· αυτό που ακούς είναι ο ύμνος του Ιάκχου, που ψάλλεται πάντα σ’ αυτή τη γιορτή». «Μην πεις λέξη σε κανένα γι’ αυτό», είπε ο Δημάρατος. «Αν φτάσει στ’ αυτιά του βασιλιά, μπορεί να χάσεις το κεφάλι σου κι ούτε εγώ ούτε κανείς άλλος στον κόσμο δε θα μπορέσει να σε σώσει. Γι’ αυτό, κράτα το στόμα σου κλειστό και οι θεοί θα φροντίσουν τον στρατό του βασιλιά». Ενώ μιλούσε ο Δημάρατος, το σύννεφο της σκόνης, από το οποίο ακουγόταν η μυστηριώδης φωνή, υψώθηκε ψηλά στον ουρανό και απομακρύνθηκε πετώντας προς τη Σαλαμίνα, όπου ήταν αγκυροβολημένος ο Ελληνικός στόλος. Έτσι κατάλαβαν οι δυο άνδρες ότι η ναυτική δύναμη του Ξέρξη ήταν γραφτό να καταστραφεί. Αυτή ήταν η ιστορία του Δικαίου, του γιου του Θεοκύδη, που επικαλείται τη μαρτυρία του Δημάρατου και άλλων.

Συμβούλιο Περσών
Στο μεταξύ, οι Πέρσες ναύτες είχαν γυρίσει από την Τραχίνα στην Ιστιαία, αφού επισκέφτηκαν το πεδίο όπου καταστράφηκαν οι Λακεδαιμόνιοι και τρεις μέρες αργότερα ο στόλος απέπλευσε. Τα πλοία διέσχισαν τα στενά του Ευρίπου και μετά από τρεις μέρες, έφτασαν έξω από το Φάληρο. Υπολογίζω ότι οι δυνάμεις ξηράς και θάλασσας ήταν εξίσου ισχυρές όταν μπήκαν στην Αττική όπως και πριν μπουν στη Σηπιάδα και τις Θερμοπύλες· γιατί, αντί για τις απώλειες που είχαν στην καταιγίδα, στη μάχη των Θερμοπυλών και στο Αρτεμίσιο, υπολογίζω αυτές που αποτελούνταν από Μηλιείς, Δωριείς και Λοκρούς και δεν είχαν τότε ακόμη ακολουθήσει τον βασιλιά· οι Βοιωτοί συμμετείχαν σύσσωμοι, με μόνη εξαίρεση τους Θεσπιείς και τους Πλαταιείς· και υπήρχαν ακόμα οι νησιώτες από την Κάρυστο, την Άνδρο, την Τήνο κι όλα τα άλλα νησιά εκτός από τα πέντε που ήδη ανέφερα. Πράγματι, όσο πιο βαθιά στην Ελλάδα προχωρούσε ο Πέρσης, τόσο περισσότεροι λαοί τον ακολουθούσαν.
Όλες αυτές οι μονάδες προέλαυσαν μέχρι την Αττική εκτός από τους Παριανούς (αυτοί έμειναν πίσω στην Κύθνο για να παρακολουθήσουν την έκβαση του πολέμου). Ο στόλος έφτασε, όπως ανέφερα ήδη, στο Φάληρο. Εκεί τον επισκέφτηκε ο ίδιος ο Ξέρξης, γιατί ήθελε να μιλήσει με τους διοικητές του και ν’ ακούσει τις προτάσεις τους· αφού κάθισε λοιπόν ο ίδιος, κάλεσε να παρουσιαστούν μπροστά του οι τύραννοι των κρατών και οι διοικητές των διάφορων πλοίων, που πήραν τις θέσεις τους με την προτεραιότητα που είχε ορίσει ο βασιλιάς. Πρώτος ο άρχοντας της Σιδώνας, μετά της Τύρου κι ούτω καθεξής. Αφού κάθισαν όλοι με τη σειρά, ο Ξέρξης έστειλε τον Μαρδόνιο να ρωτήσει τη γνώμη του καθενός για την προοπτική μιας ναυμαχίας.

Αυτός πέρασε πράγματι απ’ όλους τους αξιωματούχους κάνοντας αυτή την ερώτηση, αρχίζοντας από τον άρχοντα της Σιδώνας. Όλες οι απαντήσεις, με μια μοναδική εξαίρεση, ήταν υπέρ μιας αναμέτρησης με τον ελληνικό στόλο. Η εξαίρεση ήταν η Αρτεμισία που είπε: «Μαρδόνιε, να μεταφέρεις στον βασιλιά την απάντηση που θα δώσω εγώ, που το θάρρος και τα επιτεύγματά μου στις ναυμαχίες της Εύβοιας δεν ήταν λίγα. Πες του: «Αφέντη, οι προηγούμενες υπηρεσίες μου δίνουν το δικαίωμα να σε συμβουλεύσω για την τακτική που θεωρώ την καλύτερη για σένα. Σώσε τα πλοία σου και μην ξεκινήσεις ναυμαχία, γιατί οι Έλληνες είναι τόσο ανώτεροι από μας σε ναυτικά θέματα όσο και οι άνδρες από τις γυναίκες. Τι σε πιέζει να διακινδυνεύσεις κι άλλες αναμετρήσεις στη θάλασσα; Δεν κατέλαβες την Αθήνα, τον κύριο στόχο της εκστρατείας σου; Δεν έχεις και όλη την άλλη Ελλάδα; Δεν υπάρχει κανείς τώρα που μπορεί να σου αντισταθεί, γιατί αυτοί που σου αντιστάθηκαν ήδη πήραν την τιμωρία που τους άξιζε. Άσε με να σου πω πώς πιστεύω ότι θα εξελιχθούν τα πράγματα για τον εχθρό· αν δε βιαστείς να ναυμαχήσεις μαζί τους και κρατήσεις τον στόλο εκεί που βρίσκεται τώρα, θα πετύχεις πολύ εύκολα τον σκοπό σου, είτε αποφασίσεις να μείνεις εδώ είτε προελάσεις στην Πελοπόννησο. Οι Έλληνες δε θα είναι σε θέση να σου αντισταθούν για πολύ· θα τους αναγκάσεις να διασπάσουν τις δυνάμεις τους· πολύ γρήγορα, θα διαλυθούν και θα γυρίσει ο καθένας στην πατρίδα του. Άκουσα ότι δεν έχουν προμήθειες στο νησί που βρίσκονται τώρα. Τουλάχιστον όσοι έχουν έρθει από την Πελοπόννησο είναι απίθανο να μείνουν άπραγοι, αν προελάσεις με τον στρατό σου προς τη Πελοπόννησο, και πολύ δύσκολα θα δεχτούν να μείνουν και να υπερασπίζονται την Αθήνα. Αν, αντίθετα, βιαστείς να διατάξεις μια ναυμαχία, φοβάμαι ότι η ήττα του στόλου σου θα έχει αντίκτυπο και στον στρατό σου. Και, υπάρχει άλλο ένα σημείο, βασιλιά μου, που πρέπει να λάβεις υπόψη σου· καλοί αφέντες έχουν συνήθως κακούς υπηρέτες κι οι κακοί αφέντες καλούς. Εσύ, λοιπόν, που είσαι ο καλύτερος αφέντης στον κόσμο, έχεις τους χειρότερους υπηρέτες· αυτοί οι λαοί που υποτίθεται πως είναι σύμμαχοί σου, οι Αιγύπτιοι, οι Κύπριοι, οι Κίλικες, οι Πάμφυλοι, δεν παρέχουν καμιά ωφέλεια».
Οι φίλοι της Αρτεμισίας έμειναν έκπληκτοι, όταν άκουσαν την απάντησή της στον Μαρδόνιο, και φοβήθηκαν ότι ο Ξέρξης θα την τιμωρούσε, επειδή ήθελε να τον αποτρέψει από τη ναυμαχία· αντίθετα, αυτοί που τη ζήλευαν επειδή ήταν ανάμεσα στις πιο ισχυρές προσωπικότητες της συμμαχικής δύναμης, ενθουσιάστηκαν με την απάντηση γιατί πίστευαν ότι θα έφερνε την πτώση της. Όταν ο βασιλιάς άκουσε τις απαντήσεις τους, έμεινε πολύ ικανοποιημένος απ’ αυτή της Αρτεμισίας· τη θεωρούσε και πρωτύτερα αξιοθαύμαστο άτομο, αλλά μετά απ’ αυτό την εκτίμησε περισσότερο από ποτέ. Παρ’ όλα αυτά, υποστήριξε την πρόταση της πλειοψηφίας, γιατί πίστευε ότι στις συμπλοκές στα παράλια της Εύβοιας οι άνδρες του απέφυγαν να κάνουν το καθήκον τους επειδή δεν ήταν παρών ο ίδιος, ενώ, αυτή τη φορά, είχε κανονίσει να παρακολουθεί τη ναυμαχία με τα ίδια του τα μάτια.
Η επόμενη διαταγή του ήταν να αποπλεύσουν τα πλοία, που βγήκαν ανοιχτά στο πέλαγος και κατευθύνθηκαν προς τη Σαλαμίνα, όπου πήραν τις θέσεις τους με ησυχία. Ήταν αργά το απόγευμα κι είχε σκοτεινιάσει αρκετά, ώστε να μην μπορούν να εξαπολύσουν αμέσως επίθεση· έτσι ετοιμάστηκαν για επίθεση την επομένη. Οι Έλληνες ήταν τρομοκρατημένοι και ιδιαίτερα οι Πελοποννήσιοι, που βρίσκονταν στη Σαλαμίνα· γιατί φοβούνταν ότι μένοντας στη Σαλαμίνα επρόκειτο να πολεμήσουν για τη γη των Αθηναίων κι αν τους νικούσαν, θα αποκλείονταν στο νησί, αφήνοντας ανυπεράσπιστη την πατρίδα τους.
Η οχύρωση του Ισθμού της Κορίνθου
Ο στρατός των βαρβάρων ξεκινούσε την πορεία του για την Πελοπόννησο το ίδιο κιόλας βράδυ. Είχαν επιστρατευτεί όλα τα μέσα για να εμποδίσουν τους βαρβάρους να περάσουν τον Ισθμό από την ξηρά. Μόλις έφτασαν τα νέα για την καταστροφή της δύναμης του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, μαζεύτηκαν στον Ισθμό στρατεύματα απ’ όλες τις πόλεις και μπήκαν στις διαταγές του Κλεόμβροτου, γιου του Αναξανδρίδη κι αδελφού του Λεωνίδα. Στρατοπέδευσαν στον Ισθμό και απέκλεισαν με χώματα τη Σκειρωνίδα οδό. Μετά, ακολουθώντας την απόφαση που πήρε το συμβούλιο, άρχισαν να χτίζουν τείχος στον Ισθμό. Αφού είχαν συγκεντρωθεί πολλές δεκάδες χιλιάδες και δούλευαν όλοι ανεξαιρέτως, το έργο προχωρούσε γοργά. Κουβαλούσαν πέτρες, πλίνθους, ξύλα, κοφίνια με άμμο, ενώ η δουλειά συνεχιζόταν αδιάκοπα μέρα νύχτα.
Οι λαοί που συμμετείχαν σύσσωμοι στο έργο στον Ισθμό ήταν οι εξής· οι Λακεδαιμόνιοι και όλοι οι Αρκάδες, οι Ηλείοι, οι Κορίνθιοι, οι Σικυώνιοι, οι Επιδαύριοι, οι Φλειάσιοι, οι Τροιζήνιοι και οι Ερμιονείς· όλοι αυτοί, φοβούμενοι για την ασφάλεια της Ελλάδας, βοήθησαν στο έργο, ενώ οι άλλες κοινότητες της Πελοποννήσου (παρ’ όλο που τα Ολύμπια και τα Κάρνεια είχαν τελειώσει) έμειναν αδιάφορες.
Στην Πελοπόννησο υπάρχουν επτά διαφορετικοί λαοί. Δύο απ’ αυτούς, οι Αρκάδες και οι Κυνούριοι, είναι αυτόχθονες και ως τώρα κατοικούν όπου κατοικούσαν και παλιά. Οι Αχαιοί ζούσαν πάντα στην Πελοπόννησο, μολονότι μετακινήθηκαν από τα αρχικά τους εδάφη· οι τέσσερις άλλοι από τους επτά —οι Δωριείς, οι Αιτωλοί, οι Δρύοπες και οι Λήμνιοι— είναι ξένοι μετανάστες. Οι Δωρικές κοινότητες είναι πολυάριθμες και πολύ γνωστές· οι Αιτωλοί έχουν μόνο μία, την Ηλεία· η Ερμιόνη και η Ασίνη κοντά στην Καρδαμύλη της Λακωνίας, ανήκουν στους Δρύοπες και όλοι οι Παρωρεάτες είναι Λήμνιοι. Οι αυτόχθονες Κυνούριοι φαίνεται πως ήταν οι μόνοι Ίωνες σ’ αυτή την περιοχή της Ελλάδας, με τον καιρό όμως έγιναν Δωριείς, στο διάστημα που ήταν υποτελείς του Άργους, καθώς ήταν Θυρεάτες και κάτοικοι των περιχώρων της Θυρέας. Από τις επτά αυτές κοινότητες, όλοι οι λαοί εκτός απ’ αυτούς που ανέφερα, προτίμησαν να μείνουν ουδέτεροι σ’ αυτόν τον πόλεμο, πράγμα που, για να μιλήσω πιο ελεύθερα, είναι το ίδιο σαν να είχαν συμπαραταχτεί με τους Πέρσες.
Οι Έλληνες που είχαν συγκεντρωθεί στον Ισθμό, ήταν σίγουροι πως αγωνίζονταν τον υπέρ πάντων αγώνα και χωρίς να τρέφουν πολλές ελπίδες για μια νίκη των Ελλήνων στη θάλασσα, συνέχισαν να πασχίζουν να ενισχύσουν με κάθε τρόπο την άμυνά τους. Τα νέα για τις προσπάθειές τους προκάλεσαν αναστάτωση στη Σαλαμίνα· κι όλοι φοβούνταν όχι τόσο για τους εαυτούς τους, όσο για την Πελοπόννησο. Στην αρχή ακούγονταν κάποιοι ψίθυροι για την απερισκεψία του Ευρυβιάδη· έπειτα οι συγκρατημένες κριτικές ξέσπασαν σε φανερή αντίθεση κι έγινε νέο συμβούλιο. Τα ίδια θέματα συζητήθηκαν ξανά, με ένα μέρος των αξιωματικών να επιμένουν ότι ήταν ανούσιο να μείνουν και να πολεμήσουν για μια χώρα που ήταν ήδη στα χέρια του εχθρού. Το καλύτερο που είχε να κάνει ο στόλος ήταν να αποπλεύσει και να υπερασπιστεί την Πελοπόννησο, ενώ οι Αθηναίοι, οι Αιγινήτες και οι Μεγαρείς υποστήριζαν πάντα ότι η ναυμαχία έπρεπε να γίνει στη Σαλαμίνα.

Το τέχνασμα του Θεμιστοκλή
Τότε ο Θεμιστοκλής, βλέποντας τον κίνδυνο να καταψηφιστεί από τους Πελοποννήσιους, έφυγε απαρατήρητος από το συμβούλιο κι έστειλε έναν άνδρα με πλοίο στον στόλο των Μήδων, με οδηγίες τι έπρεπε να πει φτάνοντας εκεί. Ο άνδρας αυτός ήταν ο Σίκιννος, ένας από τους σκλάβους του Θεμιστοκλή που φρόντιζε τους γιους του· αργότερα, όταν οι Θεσπιείς ενέγραφαν νέους πολίτες στην πόλη τους, ο Θεμιστοκλής τον εγκατέστησε εκεί και τον έκανε πλούσιο. Ακολουθώντας, λοιπόν, τις οδηγίες του αφέντη του, ο Σίκιννος πήγε στους Πέρσες στρατηγούς και είπε: «Φέρνω ένα μυστικό μήνυμα από τον Αθηναίο ναύαρχο (που τρέφει φιλικά αισθήματα για τον βασιλιά σας κι ελπίζει να κερδίσουν τη νίκη οι Πέρσες και όχι οι Έλληνες). Μου είπε να σας αναφέρω ότι οι Έλληνες δειλιάζουν και σχεδιάζουν να φύγουν. Αν τους εμποδίσετε να ξεγλιστρήσουν κρυφά, σας περιμένει μια ανεπανάληπτη νίκη. Δε συμφωνούν μεταξύ τους και δε θα προβάλουν αντίσταση, αντίθετα, θα δείτε αυτούς που είναι μυστικά με το μέρος σας να επιτίθενται στους υπόλοιπους». Μόλις παρέδωσε το μήνυμά του, ο Σίκιννος γύρισε αμέσως στη βάση του.
Οι Πέρσες πίστεψαν ό,τι τους είχε πει κι αποβίβασαν μια ισχυρή δύναμη στο νησάκι Ψυττάλεια, ανάμεσα στη Σαλαμίνα και την ακτή· έπειτα γύρω στα μεσάνυχτα, μετακίνησαν τη δυτική τους πτέρυγα σε κυκλική πορεία για να περικυκλώσουν τη Σαλαμίνα, ενώ ταυτόχρονα, τα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα κοντά στην Κέα και την Κυνόσουρα προχώρησαν επίσης κι έκλεισαν όλο το κανάλι μέχρι τη Μουνιχία. Έκαναν αυτά με σκοπό να αποκόψουν τους Έλληνες στη Σαλαμίνα και να τους εκδικηθούν εκεί για τις καταστροφές που τους προκάλεσαν στις ναυμαχίες του Αρτεμισίου. Τα στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην Ψυττάλεια γιατί έλπιζαν ότι, μόλις άρχιζε η σύγκρουση, πολλοί άνδρες και χτυπημένα πλοία θα κατέφευγαν εκεί, (γιατί το νησί βρίσκεται ακριβώς στο στενό της ναυμαχίας). Εκεί θα μπορούσαν να περιποιούνται τους δικούς τους και να σκοτώνουν τους εχθρούς. Αυτές οι κινήσεις έγιναν τελείως αθόρυβα, για να μην αντιληφθεί τίποτα εχθρός· κράτησαν ολόκληρη τη νύχτα με αποτέλεσμα κανένας από τους άνδρες να μην προλάβει να κοιμηθεί.
Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι υπάρχει αλήθεια στους χρησμούς και δεν έχω πρόθεση να τους υποτιμήσω αφού λένε τα πράγματα τόσο φανερά. Αλλά όταν την ιερή ακτή της Άρτεμης με το χρυσό ξίφος καλύψουν με πλοία και την παραθαλάσσια Κυνόσουρα, συνεπαρμένοι από ελπίδες με την καταστροφή της όμορφης Αθήνας, τότε η θεϊκή Δικαιοσύνη θα σβήσει την Υπερβολή, παιδί της Αλαζονείας, τρομερή κι έξαλλη, έτοιμη να καταβροχθίσει τα πάντα. O χαλκός θα χτυπηθεί με χαλκό κι ο Άρης με αίμα θα κοκκινίσει τη θάλασσα· τότε ελεύθερη μέρα στην Ελλάδα θα φέρουν ο γιος του Κρόνου που βλέπει μακριά και η σεβάσμια Νίκη.
Έχοντας αυτά τα λόγια του Βάκη (Βάκις=ονομασία ανδρών προφητών) κατά νου, ξεκάθαρα όπως είναι δεν τολμώ να πω τίποτα ενάντια στις προφητείες ούτε προτίθεμαι να ακούσω επικρίσεις από άλλους.
Οι Έλληνες διοικητές στη Σαλαμίνα δεν συμφωνούσαν ακόμη μεταξύ τους. Δεν ήξεραν ακόμα ότι τα εχθρικά πλοία είχαν κλείσει και τις δύο διεξόδους, αλλά νόμιζαν ότι βρίσκονταν ακόμα αραγμένα εκεί όπου τα είχαν δει στη διάρκεια της μέρας.

Ωστόσο, ενώ η συζήτηση συνεχιζόταν σε οξύτατους τόνους, ο Αριστείδης έφτασε με ένα πλοίο από την Αίγινα. Αυτός ο Αθηναίος, γιος του Λυσίμαχου, είχε εξοριστεί από την Αθήνα μετά από λαϊκή ψηφοφορία· όσο περισσότερα μαθαίνω για τον χαρακτήρα του, τόσο πείθομαι ότι ήταν ο καλύτερος κι εντιμότερος άνδρας που έζησε ποτέ στην Αθήνα. Φτάνοντας στη Σαλαμίνα ο Αριστείδης πήγε εκεί όπου γινόταν το συμβούλιο και μένοντας έξω, φώναξε τον Θεμιστοκλή. Μόνο φίλος του δεν ήταν αυτός· για την ακρίβεια, ήταν ο πια άσπονδος εχθρός του· ο Αριστείδης, όμως, μπροστά στο μέγεθος του κινδύνου που τους απειλούσε, ήταν πρόθυμος να ξεχάσει τις παλιές διαφορές κι ήθελε να συμφωνήσει μαζί του. Ήξερε την ανυπομονησία που είχε κυριέψει τους Πελοποννήσιους να αποσυρθούν με τα πλοία στον Ισθμό· έτσι μόλις βγήκε ο Θεμιστοκλής, του είπε: «Αυτή τη στιγμή, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, εμείς οι δυο θα έπρεπε να φιλονικούμε για το ποιος από μας μπορεί να κάνει μεγαλύτερο καλό στην πατρίδα. Αρχικά, πρέπει να σου πω ότι οι Πελοποννήσιοι μπορούν να συζητούν όσο θέλουν την αναχώρησή τους από τη Σαλαμίνα, γιατί δεν έχει καμιά σημασία πλέον. Αυτό που θα σου πω, το είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Δεν μπορούν να βγουν από τα στενά, όσο κι αν το θέλουν, ούτε οι Κορίνθιοι ούτε ο ίδιος ο Ευρυβιάδης, γιατί ο στόλος μας είναι περικυκλωμένος. Πήγαινε, λοιπόν να τους τα πεις».
Ο Θεμιστοκλής απάντησε: «Καλά τα νέα και καλή η συμβουλή αυτό που ευχόμουν πάνω απ’ όλα έγινε κι εσύ ο ίδιος είσαι αυτόπτης μάρτυρας ότι είναι αλήθεια. Εγώ είμαι υπεύθυνος γι’ αυτή την ενέργεια των Μήδων· αφού οι σύμμαχοί μας δεν ήθελαν να πολεμήσουν εδώ από δική τους ελεύθερη βούληση, ήταν απαραίτητο να τους υποχρεώσω είτε το ήθελαν είτε όχι. Πες τους εσύ τα καλά νέα· αν τους τα πω εγώ, θα νομίσουν ότι τα επινόησα και δε θα πιστέψουν ότι οι βάρβαροι έπραξαν έτσι. Σε παρακαλώ, λοιπόν, πήγαινε μέσα να αναφέρεις μόνος σου ό,τι είδες. Αν σε πιστέψουν, όταν τους τα πεις, τόσο το καλύτερο· αν όχι, δεν έχει σημασία· γιατί, αν είμαστε περικυκλωμένοι, όπως λες, δεν έχουν δυνατότητα διαφυγής πια».
Ο Αριστείδης πήγε πράγματι μέσα κι έκανε την αναφορά του, λέγοντας ότι μόλις είχε φτάσει από την Αίγινα και δυσκολεύτηκε πολύ να περάσει κρυφά μέσα από τον κλοιό του στόλου του Ξέρξη, αφού η Ελληνική δύναμη ήταν περικυκλωμένη. Τους συμβούλεψε, λοιπόν, ν’ αρχίσουν αμέσως τις προετοιμασίες για ν’ αποκρούσουν μια επίθεση. Αφού είπε αυτά, έφυγε από το συμβούλιο, όπου ξέσπασε καινούρια διαμάχη, γιατί οι περισσότεροι στρατηγοί αρνούνταν να πιστέψουν αυτή την αναφορά.
Ενώ όμως έτρεφαν ακόμα αμφιβολίες, μια τριήρης της Τήνου με διοικητή τον Παναίτιο, γιο του Σωσιμένη, αυτομόλησε και ήρθε με πλήρη αναφορά του αληθινού σχεδίου. Γι’ αυτή τους την υπηρεσία, το όνομα των Τηνίων χαράχτηκε αργότερα στον τρίποδα των Δελφών, ανάμεσα σ’ αυτά των άλλων πόλεων που βοήθησαν στη νίκη των Ελλήνων ενάντια στους εχθρούς τους. Μ’ αυτό το πλοίο που ήρθε να συμπαραταχτεί με τον Ελληνικό στόλο στη Σαλαμίνα κι εκείνο από τη Λήμνο που είχε πάει νωρίτερα στο Αρτεμίσιο, ο αριθμός των πλοίων συμπλήρωσε τα τριακόσια ογδόντα. Δυο έλειπαν μόνο ως τότε για να συμπληρωθεί ο αριθμός.

Η ναυμαχία
Ο Αισχύλος αναφέρει ότι όταν οι Πέρσες εισήλθαν στα στενά, πριν δουν τον Ελληνικό στόλο, άκουσαν τον παιάνα των Ελλήνων:
Ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε,ἐλευθεροῦτε πατρίδ’, ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη,θήκας τε προγόνων· νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών.
Εμπρός, γιοί των Ελλήνων,ελευθερώστε την πατρίδα, ελευθερώστε τα παιδιά σας, τις γυναίκες σας, τους βωμούς των θεών των πατέρων σας και τους τάφους των προγόνων σας: τώρα είναι ο αγώνας για τα πάντα.
Υποχρεωμένοι να δεχτούν την αναφορά των Τηνίων, οι Έλληνες άρχισαν επιτέλους να προετοιμάζονται για την επικείμενη ναυμαχία. Την αυγή, οι πολεμιστές είχαν συγκεντρωθεί και ο Θεμιστοκλής μίλησε πιο αξιόλογα από όλους. Ο λόγος του στηριζόταν σε μια σύγκριση ανάμεσα στα καλύτερα και χειρότερα πράγματα στη ζωή και την τύχη του ανθρώπου και στην προτροπή να διαλέξουν τα καλύτερα. Έπειτα, αφού ολοκλήρωσε τον λόγο του, έδωσε τη διαταγή για τον απόπλου. Τη στιγμή που οι άνδρες επιβιβάζονταν, έφτασε η τριήρης που είχε πάει στην Αίγινα για να φέρει τους Αιακίδες. Ολόκληρος ο στόλος είχε ξεκινήσει τώρα και την επόμενη στιγμή, οι Πέρσες κινήθηκαν κατά πάνω του
Οι Έλληνες άρχισαν να υποχωρούν με την πρύμνη, ενώ πήγαιναν εναντίον τους οι βάρβαροι· κόντευαν να ρίξουν τα πλοία στη στεριά, όταν ο Αμεινίας από την Παλλήνη κυβερνήτης ενός Αθηναϊκού πλοίου, όρμησε μπροστά και επιτέθηκε σ’ ένα εχθρικό πλοίο. Βλέποντας τα δύο πλοία σφηνωμένα μαζί, τα άλλα Ελληνικά πλοία έσπευσαν να βοηθήσουν τον Αμεινία κι έτσι άρχισε η ναυμαχία όπως ισχυρίζονται οι Αθηναίοι. Οι Αιγινήτες υποστηρίζουν ότι το πρώτο πλοίο που ρίχτηκε στον αγώνα ήταν αυτό που είχε πάρει τους γιους του Αιακού από την Αίγινα. Λέγεται επίσης ότι εμφανίστηκε ένα φάντασμα μιας γυναίκας και, με βροντερή φωνή που άκουσαν όλοι οι άνδρες του στόλου, φώναξε περιφρονητικά: «Ανόητοι, πόσο ακόμα σκοπεύετε να υποχωρήσετε;»
Οι Αθηναίοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους Φοίνικες (που αποτελούσαν τη δυτική πτέρυγα των Περσών προς την Ελευσίνα) οι Λακεδαιμόνιοι ήταν αντικριστά με τα πλοία των Ιώνων, που είχαν παραταχθεί προς τον Πειραιά, δηλαδή στο ανατολικό άκρο. Μερικοί από τους Ίωνες θυμήθηκαν την έκκληση του Θεμιστοκλή κι έμειναν πίσω στη διάρκεια της σύγκρουσης, αλλά οι περισσότεροι την αγνόησαν. Θα μπορούσα να δώσω τα ονόματα των τριηράρχων του εχθρικού στόλου που κατέλαβαν Ελληνικά πλοία, αλλά θα αρκεστώ στον Θεομήστορα, γιο του Ανδροδάμαντα και τον Φύλακο, γιο του Ιστιαίου, που ήταν κι οι δυο Σάμιοι. Ο λόγος για τον οποίο τους αναφέρω είναι ότι σε αμοιβή γι’ αυτή τους την υπηρεσία, ο Θεομήστορας διορίστηκε από τους Πέρσες τύραννος της Σάμου, ενώ ο Φύλακος εγγράφηκε στον κατάλογο των ευεργετών του βασιλιά και του παραχωρήθηκε μια μεγάλη έκταση γης. Η Περσική λέξη για τους ευεργέτες του βασιλιά είναι «οροσάγγες». Αυτοί οι δύο αξιωματικοί, όπως είπα, είχαν κάποια επιτυχία.
Όμως το μεγαλύτερο μέρος του στόλου έπαθε μεγάλες ζημιές στη Σαλαμίνα, από τις οποίες άλλες οφείλονταν στους Αθηναίους και άλλες στους Αιγινήτες. Από τη στιγμή που ο Ελληνικός στόλος άρχισε να ενεργεί ως σύνολο και με τάξη ενώ οι Πέρσες είχαν χαλάσει την παράταξή τους και δεν πολεμούσαν με βάση κάποιο σχέδιο, η κατάληξη ήταν αναπόφευκτη. Πολέμησαν ωστόσο καλά αυτή τη μέρα, πολύ καλύτερα απ’ ό,τι στις συμπλοκές κοντά στην Εύβοια. Κάθε άνδρας έδωσε τον καλύτερο εαυτό του από φόβο για την εκδίκηση του Ξέρξη, νιώθοντας το βλέμμα του βασιλιά καρφωμένο πάνω του.

Δεν μπορώ να δώσω ακριβείς πληροφορίες για τον ρόλο που έπαιξε σ’ αυτή τη ναυμαχία καθένας από τον στόλο των Ελλήνων και των βαρβάρων. Οφείλω, ωστόσο, να αναφέρω την Αρτεμισία και την πράξη που την ανέβασε ακόμα περισσότερο στην εκτίμηση του Ξέρξη. Όταν ο Περσικός στόλος βρισκόταν σε μεγάλη ταραχή, η Αρτεμισία καταδιωκόταν από μια Αθηναϊκή τριήρη. Αφού το πλοίο της έτυχε να βρίσκεται πιο κοντά στον εχθρό και μπροστά της υπήρχαν άλλα φιλικά πλοία, ήταν αδύνατο να ξεφύγει. Σ’ αυτή την απελπιστική κατάσταση, συνέλαβε ένα σχέδιο που την ωφέλησε όταν το εφάρμοσε. Με το Αθηναϊκό πλοίο πολύ κοντά στην πρύμνη της, έπλευσε ολοταχώς μπροστά και επιτέθηκε σ’ ένα από τα συμμαχικά της πλοία, συγκεκριμένα ένα από την Κάλυνδα στο οποίο μάλιστα επέβαινε ο Δαμασίθυμος, ο Καλυνδέας βασιλιάς. Δεν μπορώ να πω αν το έκανε εσκεμμένα, εξαιτίας κάποιας διαμάχης που είχε μ’ αυτό τον άνδρα όσο βρίσκονταν στον Ελλήσποντο, ή αν έτυχε απλώς να βρεθεί το πλοίο του στον δρόμο της· γεγονός όμως παραμένει ότι το χτύπησε και το βύθισε, με αποτέλεσμα, χάρη στην τύχη της, να έχει διπλό κέρδος. Από τη μια, ο Αθηναίος τριήραρχος βλέποντάς τη να επιτίθεται σ’ έναν εχθρό, υπέθεσε, όπως ήταν φυσικό, ότι το πλοίο ήταν Ελληνικό ή ότι ήταν κάποιος λιποτάκτης που είχε ταχτεί με το μέρος των Ελλήνων· έτσι, σταμάτησε την καταδίωξη κι επιτέθηκε σε άλλο πλοίο.
Αυτό ήταν μεγάλη τύχη, γιατί έσωσε τη ζωή της· επιπλέον, αυτή ακριβώς η πράξη της, αν και κακή, την ανέβασε ακόμα ψηλότερα στην εκτίμηση του Ξέρξη. Γιατί λέγεται ότι ο βασιλιάς, που παρακολουθούσε τη ναυμαχία, παρατήρησε το περιστατικό και κάποιος από τους παρόντες είπε: «Βλέπεις, αφέντη, πόσο καλά πολεμά η Αρτεμισία; Βύθισε ένα εχθρικό πλοίο». Ο Ξέρξης ρώτησε αν ήταν σίγουροι πως ήταν αυτή και του απάντησαν ότι δεν είχαν καμιά αμφιβολία, γιατί γνώριζαν το έμβλημά της. Φυσικά, υπέθεσαν ότι το πλοίο που βύθισε ήταν εχθρικό. Πράγματι, η Αρτεμισία στάθηκε τυχερή από πολλές απόψεις, αφού δεν επιβίωσε ούτε ένας από το Καλυνδικό πλοίο που θα μπορούσε να την κατηγορήσει. Λέγεται ότι ο Ξέρξης έκανε τότε το εξής σχόλιο: «Οι άνδρες μου μετατράπηκαν σε γυναίκες και οι γυναίκες σε άνδρες». Αυτά λέγεται ότι είπε ο Ξέρξης.
Ανάμεσα στους νεκρούς της ναυμαχίας αυτής ήταν ο Αριαβίγνης, ο γιος του Δαρείου κι αδελφός του Ξέρξη, καθώς και πολλοί άλλοι διακεκριμένοι άνδρες από την Περσία, τη Μηδία και άλλα συμμαχικά κράτη. Η Ελληνική πλευρά είχε λίγες απώλειες, αφού οι περισσότεροι Έλληνες ήξεραν κολύμπι κι όσοι έχαναν τα πλοία τους, δε σκοτώνονταν στη μάχη, κολυμπούσαν μέχρι τη Σαλαμίνα. Οι περισσότεροι από τους εχθρούς, αντίθετα, που δεν ήξεραν κολύμπι, πνίγηκαν. Η μεγαλύτερη καταστροφή έγινε όταν τα Περσικά πλοία που μπήκαν πρώτα στη συμπλοκή έκαναν μεταβολή, με αποτέλεσμα να συγκρούονται με αυτά που προσπαθούσαν να περάσουν στην πρώτη γραμμή και να μπουν στη δράση μπροστά στον βασιλιά που παρακολουθούσε.

Στη σύγχυση που δημιουργήθηκε έγιναν τα εξής. Μερικοί Φοίνικες που είχαν χάσει τα πλοία τους πήγαν στον Ξέρξη και υπαινίχτηκαν ότι η απώλεια των πλοίων τους οφειλόταν σε προδοσία των Ιώνων. Η κατάληξη ήταν ότι δεν εκτελέστηκαν οι στρατηγοί των Ιώνων για κακή συμπεριφορά αλλά αυτοί. Ενώ μιλούσαν, ένα πλοίο της Σαμοθράκης χτύπησε ένα Αθηναϊκό· αυτό άρχισε να βουλιάζει, όταν ένα πλοίο από την Αίγινα χτύπησε τους Σαμοθράκες και βύθισε το πλοίο τους· το πλήρωμα όμως, που ήταν οπλισμένο με ακόντια, πρόλαβε να ρίξει έξω όλους όσοι βρίσκονταν στο κατάστρωμα του Αιγινήτικου πλοίου και μετά πήδηξε πάνω και το κατέλαβε. Αυτό το κατόρθωμα έσωσε τους Ίωνες, γιατί όταν είδε ο Ξέρξης το Ιωνικό πλοίο να καταφέρνει κάτι τόσο αξιοθαύμαστο, γύρισε στους Φοίνικες και εκνευρισμένος όπως ήταν κι έτοιμος να ρίξει ευθύνες σε οποιονδήποτε, διέταξε να τους κόψουν το κεφάλι για να μη διαδίδουν συκοφαντίες ενάντια σε καλύτερούς τους. Ο Ξέρξης παρακολουθούσε τη ναυμαχία από τους πρόποδες του όρους που ονομάζεται Αιγάλεω απέναντι από τα στενά της Σαλαμίνας· όποτε έβλεπε κάποιον κυβερνήτη του στόλου του να διαπρέπει, μάθαινε το όνομά του κι έβαζε τους γραμματείς του να το σημειώσουν, μαζί με την πόλη και το όνομα του πατέρα του. Ο Πέρσης Αριαράμνης, που ήταν φίλος των Ιώνων και παρών στη διάρκεια της ναυμαχίας, είχε μια ανάμειξη στην τιμωρία των Φοινίκων. Αυτοί λοιπόν ξέσπασαν πάνω στους Φοίνικες.
Όταν άρχισε η φυγή των πλοίων των βαρβάρων, που προσπαθούσαν να επιστρέψουν στο Φάληρο, οι Αιγινήτες, που τους περίμεναν στα στενά, πολέμησαν αξιομνημόνευτα. Όσα πλοία αντιστέκονταν ή προσπαθούσαν να ξεφύγουν, συντρίφτηκαν από τους Αθηναίους μέσα στην ταραχή, ενώ οι Αιγινήτες αναλάμβαναν αυτούς που προσπαθούσαν ν’ απομακρυνθούν, έτσι ώστε, όσα πλοία γλίτωναν από τον πρώτο εχθρό, έπεφταν σίγουρα πάνω στον άλλο.
Έτυχε σ’ αυτό το στάδιο της ναυμαχίας ο Θεμιστοκλής, που καταδίωκε ένα εχθρικό πλοίο, να περάσει πολύ κοντά από το πλοίο που διοικούσε ο Αιγινήτης Πολύκριτος, γιος του Κριού. Αυτός είχε μόλις χτυπήσει ένα πλοίο Σιδωνίων, το ίδιο που είχε καταλάβει το πλοίο των Αιγινητών που περιπολούσε κοντά στη Σκιάθο, στο οποίο επέβαινε ο Πυθέας, ο γιος του Ισχενόου, ο Αιγινήτης που οι Πέρσες είχαν περιθάλψει και κρατήσει μαζί τους από θαυμασμό για την ανδρεία του που αρνιόταν να παραδοθεί παρά τις τρομερές πληγές του. Όταν το πλοίο των Σιδωνίων που τον μετέφερε καταλήφθηκε μαζί με το πλήρωμά του, αυτός γύρισε ασφαλής στην Αίγινα. Τη στιγμή που ο Πολύκριτος πρόσεξε το Αθηναϊκό πλοίο κι αναγνώρισε το έμβλημα του ναυάρχου, φώναξε τον Θεμιστοκλή και τον ρώτησε ειρωνικά αν θεωρούσε ακόμα τους Αιγινήτες φίλους των Περσών. Τέτοια λόγια ξεστόμισε ο Πολύκριτος στον Θεμιστοκλή, όταν χτύπησε το εχθρικό πλοίο. Όσα Περσικά πλοία γλίτωσαν από την καταστροφή, γύρισαν στο Φάληρο και σύρθηκαν στην ακτή, κάτω από την προστασία του στρατού.
Όλοι παραδέχονται ότι αυτοί που διέπρεψαν κυρίως στη ναυμαχία της Σαλαμίνας ήταν οι Αιγινήτες και μετά ερχόταν η Αθήνα. Τη μεγαλύτερη ατομική διάκριση κέρδισε ο Αιγινήτης Πολύκριτος κι από τους Αθηναίους, οι Ευμένης ο Αναγυράσιος και ο Αμεινίας από την Παλλήνη. Ο Αμεινίας ήταν αυτός που είχε καταδιώξει την Αρτεμισία και αν το ήξερε ότι αυτή διοικούσε το πλοίο, δε θα είχε σταματήσει την καταδίωξη ώσπου να το βυθίσει ή να νικηθεί· γιατί οι Αθηναίοι, οργισμένοι επειδή μια γυναίκα είχε όπλα και πολεμούσε εναντίον τους, είχαν δώσει ειδικές διαταγές γι’ αυτή στους κυβερνήτες κι είχαν υποσχεθεί βραβείο δέκα χιλιάδων δραχμών σ’ όποιον την αιχμαλώτιζε ζωντανή. Όπως ανέφερα ήδη, αυτή κατάφερε να ξεφύγει, όπως και μερικοί άλλοι, που άραξαν στο Φάληρο.

Οι Αθηναίοι λένε ότι, στην αρχή της ναυμαχίας, ο Κορίνθιος διοικητής Αδείμαντος σήκωσε πανιά κι έφυγε πανικόβλητος. Βλέποντας οι Κορίνθιοι τον ναύαρχό τους να απομακρύνεται, τον ακολούθησαν. Ενώ όμως βρίσκονταν στο ύψος της ακτής της Σαλαμίνας όπου είναι χτισμένος ο ναός της Σκιράδας Αθήνας, συνάντησαν ένα παράξενο πλοίο που το έστειλε ο θεός. Αυτό πλησίασε τους Κορινθίους χωρίς να φανεί ότι το έστειλε κάποιος. Οι Κορίνθιοι, όταν τους έφτασε, δεν είχαν ιδέα τι έκανε ο υπόλοιπος στόλος. Απ’ αυτό που συνέβη αμέσως μετά, όμως, οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για θεϊκή επέμβαση· όταν το πλοίο τους πλησίασε αρκετά, άνδρες που βρίσκονταν στο κατάστρωμα φώναξαν: «Αδείμαντε, ενώ εσύ φέρεσαι ως προδότης λιποτακτώντας μαζί με τα πλοία σου, οι προσευχές της Ελλάδας εισακούστηκαν και νικά τους εχθρούς της». Ο Αδείμαντος δεν τους πίστεψε και τότε αυτοί του πρότειναν να τους πάρει ομήρους και να τους εκτελέσει όλους, αν οι Έλληνες δεν κέρδιζαν πράγματι στη ναυμαχία. Έτσι αυτός και τα υπόλοιπα πλοία του γύρισαν στον Ελληνικό στόλο αφού είχε τελειώσει η αναμέτρηση. Αυτή, όπως είπα ήδη, είναι μια ιστορία που λένε οι Αθηναίοι, ενώ οι Κορίνθιοι τη διαψεύδουν· αντίθετα, υποστηρίζουν ότι τα πλοία τους έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη ναυμαχία, πράγμα που παραδέχονται κι όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες.
Μέσα στη σύγχυση της ναυμαχίας στη Σαλαμίνα ο Αθηναίος Αριστείδης, γιος του Λυσιμάχου, του οποίου τον λαμπρό χαρακτήρα σχολίασα λίγο νωρίτερα, πρόσφερε πολύ σημαντική υπηρεσία. Πήρε ένα τμήμα των Αθηναίων οπλιτών με βαρύ οπλισμό, που ήταν συγκεντρωμένοι στα παράλια της Σαλαμίνας και τους πέρασε στην Ψυττάλεια, όπου σκότωσαν όλους τους Πέρσες στρατιώτες που είχαν αποβιβαστεί εκεί.
Μετά τη ναυμαχία
Μετά τη ναυμαχία, οι Έλληνες έσυραν στη Σαλαμίνα όλα τα χτυπημένα πλοία που είχαν μείνει έρμαια στη γύρω θαλάσσια περιοχή κι ετοιμάστηκαν για μια επανάληψη της σύγκρουσης, σίγουροι ότι ο Ξέρξης θα έστελνε τα υπόλοιπα πλοία του να επιχειρήσουν δεύτερη επίθεση. Πολλά από τα αχρηστευμένα πλοία καθώς και απομεινάρια από ναυάγια παρασύρθηκαν από τον ζέφυρο άνεμο σε ένα τμήμα των παραλίων της Αττικής που λέγεται Κωλιάδα. Έτσι δεν εκπληρώθηκαν μόνο οι χρησμοί του Βάκη και του Μουσαίου (επικός ποιητής) σχετικά μ’ αυτή τη ναυμαχία αλλά και μια άλλη προφητεία σχετική με αυτά τα ναυάγια που είχε ειπωθεί πριν πολλά χρόνια από έναν Αθηναίο μάντη που λεγόταν Λυσίστρατος. Όλοι οι Έλληνες είχαν ξεχάσει αυτό που είχε πει:
«Οι γυναίκες της Κωλιάδας θα μαγειρεύουν το φαγητό τους πάνω σε φωτιά από κουπιά».
Αυτό επρόκειτο να γίνει μετά την αποχώρηση του βασιλιά.
Ο Ξέρξης, όταν συνειδητοποίησε το μέγεθος της καταστροφής, φοβήθηκε μήπως οι Έλληνες, είτε ενεργώντας με δική τους πρωτοβουλία είτε μετά από προτροπή των Ιώνων, έπλεαν στον Ελλήσποντο και κατέστρεφαν τις γέφυρές του. Αν συνέβαινε αυτό, θα βρισκόταν αποκομμένος στην Ευρώπη και θα διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο. Έτσι άρχισε να σχεδιάζει τη φυγή του· ταυτόχρονα, όμως, για να κρατήσει μυστικό αυτό τον σκοπό του και από τους Έλληνες και από τους δικούς του, άρχισε να κάνει μια πρόσχωση προς τη Σαλαμίνα, δένοντας μαζί μερικά Φοινικικά εμπορικά πλοία, που χρησίμευαν ταυτόχρονα ως γέφυρα και τείχος. Επίσης, έκανε μερικές προετοιμασίες ώστε να φαίνεται ότι σχεδίαζε να ξαναεπιτεθεί με τον στόλο του. Η θέα αυτής της δραστηριότητας τους έπεισε όλους ότι σκόπευε να μείνει στην Ελλάδα και να συνεχίσει τον πόλεμο με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα· υπήρχε μια εξαίρεση. Ο Μαρδόνιος, που ήξερε πώς σκεφτόταν ο αφέντης του, δεν ξεγελάστηκε.
Ταυτόχρονα, ο Ξέρξης έστειλε αγγελιαφόρο στους Πέρσες με την είδηση της ήττας του. Τίποτα στον κόσμο δεν ταξιδεύει γρηγορότερα απ’ αυτούς τους Πέρσες αγγελιαφόρους. Αυτό το πετυχαίνουν με τον εξής τρόπο. Υπάρχουν ιππείς τοποθετημένοι κατά μήκος του δρόμου, ίσοι σε αριθμό με τον αριθμό των ημερών που χρειάζεται το ταξίδι, δηλαδή ένας άνδρας κι ένα άλογο για κάθε μέρα. Τίποτα δεν είναι ικανό να εμποδίσει αυτούς τους αγγελιαφόρους να καλύψουν την απόσταση που τους αντιστοιχεί στο συντομότερο δυνατό χρόνο, ούτε το χιόνι, η βροχή, η ζέστη ή το σκοτάδι. Ο πρώτος, στο τέλος του ταξιδιού του, παραδίδει το μήνυμα στο δεύτερο, αυτός στον τρίτο και ούτω καθεξής, ώσπου να καλυφθεί όλη η απόσταση, όπως στις λαμπαδηφορίες που οργανώνονται προς τιμήν του Ηφαίστου στην Ελλάδα. Η Περσική λέξη γι’ αυτού του είδους το τρέξιμο των αλόγων είναι «αγγαρείο».

Το πρώτο μήνυμα του Ξέρξη, που ανέφερε την κατάληψη της Αθήνας, προκάλεσε τέτοιο ενθουσιασμό στους Πέρσες που είχαν μείνει πίσω, ώστε έστρωσαν τους δρόμους με κλαδιά μυρσίνης, θυμιάτιζαν με λιβάνι και ρίχτηκαν σε κάθε είδους εορτασμούς· το δεύτερο, ωστόσο, που ακολούθησε πολύ σύντομα, έδωσε τέλος στη χαρά όλων· Τόση ήταν η απογοήτευσή τους, ώστε δεν υπήρχε ούτε ένας άνδρας που δεν έσκισε τα ρούχα του και δεν έκλαψε και θρήνησε από αβάσταχτη οδύνη, ρίχνοντας όλο το βάρος της ευθύνης στον Μαρδόνιο. Όλες αυτές οι εκδηλώσεις δεν προκλήθηκαν τόσο από λύπη για την απώλεια των πλοίων τους, όσο από φόβο για την προσωπική ασφάλεια του βασιλιά.
Μετά τη ναυμαχία, ο Ξέρξης δοκίμασε να χτίσει γέφυρα απέναντι από τα στενά για να επιτεθεί στους Αθηναίους, αλλά απέτυχε. Ο Ηρόδοτος αναφέρεται σε ένα πολεμικό συνέδριο μετά τη ναυμαχία, όπου ο Μαρδόνιος είπε:
Δέσποτα, μη λυπάσαι για αυτό που έγινε και μη το θεωρείς μεγάλη συμφορά. Δεν εξαρτάται από τα ξύλα ο αγώνας που θα μας τα δώσει όλα, αλλά από τους άνδρες και τα άλογα […] Αν θέλεις, θα επιτεθούμε στην Πελοπόννησο, αν όχι, μπορούμε να περιμένουμε […] Μη κάνεις τίποτα, Βασιλιά, που θα γελοιοποιήσει τους Πέρσες στους Έλληνες, γιατί δεν φάνηκαν οι Πέρσες δειλοί. Αν οι Φοίνικες και οι Αιγύπτιοι και οι Κύπριοι και οι Κύλικες φάνηκαν δειλοί, δεν φταίνε οι Πέρσες […] Αν δεν θέλεις να μείνεις στην Ελλάδα, γύρισε πίσω με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού και άφησέ με να υποδουλώσω την Ελλάδα για σένα με τριακόσιες χιλιάδες στρατού που θα διαλέξω εγώ.
Ο Ξέρξης, φοβούμενος ότι οι Έλληνες θα κατέστρεφαν τη γέφυρα του Ελλησπόντου, αποφάσισε να υποχωρήσει με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του- ο Μαρδόνιος έμεινε με τους στρατιώτες που διάλεξε. Ο Μαρδόνιος πέρασε τον χειμώνα στη Βοιωτία και στη Θεσσαλία, ενώ οι Αθηναίοι επέστρεψαν στην πόλη τους.

Οι Αιγινήτες έλαβαν αριστείο ανδρείας. Για τον στρατηγό που αρίστευσε, οι στρατηγοί ψήφισαν πρώτα τον εαυτό τους και μετά τον Θεμιστοκλή. Οι Σπαρτιάτες έδωσαν στεφάνι ανδρείας στον Ευρυβιάδη και στον Θεμιστοκλή στεφάνι αριστείας για τη σύνεση και την επιτηδειότητα
Το επόμενο έτος, ο Μαρδόνιος ανακατέλαβε την Αθήνα. Αλλά, οι Έλληνες, υπό την ηγεσία των Σπαρτιατών, αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν σε μάχη τον Μαρδόνιο, για αυτό βάδισαν για την Αττική. Ο Μαρδόνιος υποχώρησε στη Βοιωτία, για να δελεάσει τους Έλληνες να πολεμήσουν στις Πλαταιές Στη μάχη των Πλαταιών, το Ελληνικό πεζικό συνέτριψε τους Πέρσες, ενώ στη μάχη της Μυκάλης, ο Ελληνικός στόλος πέτυχε σοβαρή νίκη επί του Περσικού στόλου.
Αξιολόγηση
Η ναυμαχία της Σαλαμίνας αποτελεί κομβικό σημείο στους Περσικούς Πολέμους. Χάρη στη νίκη τους, οι Έλληνες κατάφεραν να επιβιώσουν, ενώ οι Πέρσες υπέστησαν σοβαρές υλικές ζημιές. Στις μάχες των Πλαταιών και της Μυκάλης, η απειλή για την κατάληψη της Ελλάδος διαλύθηκε και οι Έλληνες πέρασαν στην αντεπίθεση. Στις επόμενες τρεις δεκαετίες, οι Αθηναίοι, χάρη στους πολέμους της Δηλιακής Συμμαχίας, κατάφεραν να απελευθερώσουν τη Θράκη, τη Μακεδονία, τα νησιά του Αιγαίου, την Ιωνία, και βοήθησαν τους Αιγύπτιους στην εξέγερση τους κατά των Περσών – αυτά τα γεγονότα μείωσαν το γόητρο των Περσών.
Οι μάχες στις Θερμοπύλες, τον Μαραθώνα και την Σαλαμίνα θεωρούνται σήμερα «θρυλικές», λόγω των δυσμενών συνθηκών για τους Έλληνες και της μεγάλης ανισότητας δυνάμεων. Πολλοί ιστορικοί θεωρούν ότι η ναυμαχία της Σαλαμίνας είναι μια από τις σημαντικότερες μάχες στην ιστορία. Για να υποστηρίξουν αυτή την άποψη, δηλώνουν ότι αν οι Έλληνες είχαν ηττηθεί στη ναυμαχία, η πιθανή κατάληψη της Ελλάδας από τους Πέρσες θα σταματούσε την ανάπτυξη του ελληνικού και του μετέπειτα δυτικού πολιτισμού. Αυτή η οπτική βασίζεται στην προϋπόθεση ότι το μεγαλύτερο μέρος του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, όπως η φιλοσοφία, η επιστήμη, η ατομική ελευθερία και η δημοκρατία έχουν τις ρίζες τους στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο. Παρόλα αυτά, ο Χόλλαντ υποστηρίζει ότι ο ελληνικός πολιτισμός μπορούσε να αναπτυχθεί και υπό Περσική κυριαρχία – και φέρνει ως παράδειγμα τους Ίωνες που είχαν διατήρησαν τον πολιτισμό τους, παρόλο που αυτός δεν ήταν δημοκρατικός και στερείτο πολλών χαρακτηριστικών (ατομική ελευθερία, δημοκρατία) για τα οποία φημίζεται ο Αθηναϊκός πολιτισμός. Η πολιτιστική ακμή της Αθήνας σημειώθηκε αμέσως μετά τη νίκη στους Περσικούς Πολέμους.
Όσον αφορά στον στρατιωτικό τομέα, είναι δύσκολο να βγουν συμπεράσματα, λόγω της αβεβαιότητος για το τι πράγματι συνέβη. Οι Έλληνες επέλεξαν το χώρο όπου η αριθμητική υπεροχή των Περσών ήταν άχρηστη και προβληματική, αλλά ταυτόχρονα βασίστηκαν και στην άσκοπη επίθεση των Περσών. Πάντως, θεωρείται ότι το σημαντικότερο μάθημα είναι η εξαπάτηση των Περσών από τον Θεμιστοκλή.

Τύμβος των Σαλαμινομάχων
Προς τιμήν των πεσόντων στην Ναυμαχία της Σαλαμίνας o γλύπτης Αχιλλέας Βασιλείου, φιλοτέχνησε το έργο «Ο τύμβος των Σαλαμινομάχων», που εγκαινιάστηκε το 2006 στην Κυνόσουρα της Σαλαμίνας.
Στις 17 Μαρτίου 2017, οι αρχαιολόγοι ανακοίνωσαν ότι ανακάλυψαν τα μερικώς βυθισμένα υπολείμματα του αγκυροβολίου που χρησιμοποιούσαν τα Ελληνικά πολεμικά πλοία πριν από τη Μάχη της Σαλαμίνας. Η τοποθεσία του αρχαίου τόπου ελλιμενισμού βρίσκεται στο νησί της Σαλαμίνας, στον παραλιακό χώρο Αμπελάκι- Κυνόσουρας
Ταυτότητα μάχης | |
Χρονολογία: 22 Σεπτεμβρίου 480 π.Χ. Τόπος: Στενά Σαλαμίνας Έκβαση: Αποφασιστική νίκη των Ελλήνων |
|
Αντίπαλοι | |
Ελληνικές πόλεις – κράτη | Περσική αυτοκρατορία |
Διοικητές & ηγέτες | |
Ευρυβιάδης Θεμιστοκλής |
Ξέρξης Α’ Αρτεμισία Α’ Αραβίγνης + |
Δυνάμεις | |
366 – 378 πλοία (Ηρόδοτος) |
~1270 πλοία (αρχαίες πηγές) 600 – 800 πλοία (σύγχρονες εκτιμήσεις) |
Απώλειες | |
40 πλοία | 200 πλοία |
Βιβλιογραφία – πηγές
Ηροδότου «Ιστορίαι» βιβλίο Η’ Ουρανία παρ. 8.40 – 8.100
http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/maxes/Salamina.htm