Θουκυδίδης ο Αλιμούσιος (460 – 395 π.Χ.)

στις

© copyright γράφει ο Χείλων

«Η ψυχαγωγία μου, η προτίμησή μου, η θεραπεία μου έναντι του Πλατωνισμού, ανέκαθεν ήταν ο Θουκυδίδης. Ο Θουκυδίδης (ενν. τα έργα) και πιθανόν ο «Ηγεμόνας» του Machiavelli είναι τα έργα που με αγγίζουν, λόγω της αποφασιστικότητας των συγγραφέων να απορρίπτουν τις αυταπάτες και της εμμονής τους να υποστηρίζουν την λογική της πραγματικότητας.

Friedrich Nietzsche «Το λυκόφως των ειδώλων» 1888.

Βιογραφικά στοιχεία

Ο Θουκυδίδης υπήρξε Αθηναίος στρατηγός, «πατέρας της πολιτικής ιστορίας» και κορυφαίος αναλυτής πολιτικών θεμάτων και διεθνών υποθέσεων. Το έργο του «Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου» το οποίο θεωρείται «ιστορικό κειμήλιο διαχρονικής αξίας» αφηγείται τον πόλεμο μεταξύ Πελοποννησιακής Συμμαχίας της οποίας ηγείτο η Σπάρτη και της Συμμαχίας της Δήλου της οποίας ηγείτο η Αθήνα (431-404 π.Χ.).

Ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για τη ζωή του, τα περισσότερα των οποίων προέρχονται από αναφορές μεταγενέστερες της εποχής του (Βίοι του ΜαρκελλίνουΛεξικό Σουίδας) και απ’ όσα ο ίδιος έχει μεταφέρει μέσω του έργου του. Από την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου μαθαίνουμε ότι ήταν στρατηγός που βίωσε για πρώτη φορά μάχη στον εν λόγω πόλεμο (4.104.4, 4.105.1) ότι προσβλήθηκε από τον λοιμό ο οποίος έπληξε την Αθήνα μεταξύ 430 και 427 π.Χ. σκοτώνοντας το ¼ του πληθυσμού και μεταξύ αυτών τον Περικλή (2.48.3 – 3.87.3) και ότι εξορίστηκε από την Αθηναϊκή δημοκρατία λόγω της αποτυχίας του να σώσει την πόλη της Αμφίπολης από τους Σπαρτιάτες (5.26.5).

Ο ίδιος αναφέρει:

«Ο στρατηγός που είχε έρθει από την Αθήνα για να υπερασπιστεί τον τόπο, εστάλη στον άλλο διοικητή της Θράκης Θουκυδίδη, γιο του Ολόρου, συγγραφέα αυτής της ιστορίας, ο οποίος βρισκόταν στο νησάκι της Θάσου, μια Παριανή αποικία, μισή μέρα από την Αμφίπολη» (1.104.4).

Ο πατέρας του Όλορος καταγόταν από τον Αθηναϊκό δήμο του Αλίμου και είχε δεσμούς με την Θράκη και την εκεί αριστοκρατία. Ο Θουκυδίδης πιθανότατα μέσω της οικογένειας συνδέθηκε με τον Αθηναίο πολιτικό και στρατηγό Μιλτιάδη και τον γιο του Κίμωνα, ηγέτες της παλαιάς αριστοκρατίας, οι οποίοι αντικαταστάθηκαν από τους ριζοσπάστες δημοκράτες. Αποσπάστηκε στην Αμφίπολη ως στρατηγός το 424 π.Χ. επειδή «είχε αποκτήσει το δικαίωμα εκμετάλλευσης των ορυχείων χρυσού σε αυτό το μέρος της Θράκης και έτσι ασκούσε μεγάλη επιρροή στους κατοίκους της» (4.105.1).

Σύμφωνα με πληροφορίες μητέρα του Θουκυδίδη ήταν η Ηγησιπύλη με καταγωγή από το γένος του Μιλτιάδη. Με δεδομένο ότι ο Αθηναίος στρατηγός και νικητής του Μαραθώνα, Μιλτιάδης, είχε σύζυγο με το ίδιο όνομα (Ηγησιπύλη = κόρη του Θράκα ηγεμόνα Ολόρου παππού του πατέρα του Θουκυδίδη) και το γεγονός ότι ο Θουκυδίδης κατείχε μεταλλεία στη Θράκη, αλλά και με την αναφορά του Μαρκελλίνου ότι ο τάφος του ιστορικού στην Αθήνα βρισκόταν στα «Κιμώνεια» μνήματα (τάφοι του γένους του Μιλτιάδη) οδηγούν στην εκτίμηση ότι υπήρχε συγγένεια μεταξύ του μεγάλου ιστορικού και του γένους των Φιλαϊδών, στο οποίο ανήκαν ο Μιλτιάδης, ο γιος του Κίμων και ο τύραννος Πεισίστρατος. (Αθανασίου Σταγειρίτου «Βίος Μιλτιάδου του Αθηναίου» Βιέννη 1818).

Ο μέγας Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας, γνωρίζοντας ότι ο Θουκυδίδης βρισκόταν στην Θάσο ασκώντας μεγάλη επιρροή στον λαό της Αμφίπολης και φοβούμενος τις ενισχύσεις μέσω θαλάσσης, έσπευσε να προσφέρει ευνοϊκούς όρους παράδοσης στους Αμφιπολίτες, οι οποίοι τους αποδέχθηκαν. Έτσι όταν έφτασε ο Θουκυδίδης, η Αμφίπολη ήταν ήδη υπό Σπαρτιατικό έλεγχο. Η πόλη είχε μεγάλη στρατηγική σημασία και η είδηση της παράδοσης, προκάλεσε την αγανάκτηση των Αθηνών, θέτοντας τον Θουκυδίδη σε δυσμένεια με αποτέλεσμα την εξορία του.

«Ήταν επίσης της μοίρας μου να είμαι εξορία από τον τόπο μου για 20 έτη μετά την θητεία μου στην Αμφίπολη και όντας παρών σε αμφότερες τις πλευρές και ειδικότερα με τους Πελοποννήσιους, είχα την δυνατότητα να παρακολουθώ στενά τα γεγονότα (5.26.5)».

Ως εξόριστος από την Αθήνα μετακινείτο ελεύθερα μεταξύ των Πελοποννησίων συμμάχων έχοντας την δυνατότητα να εξετάσει τον πόλεμο υπό την οπτική γωνία αμφοτέρων των πλευρών. Ο Θουκυδίδης δεν αναφέρει κάτι περισσότερο για τον εαυτό του, οπότε πρέπει να ανατρέξουμε σε μεταγενέστερες πηγές για να πληροφορηθούμε επιπλέον βιογραφικά στοιχεία. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο Οινόβιος (Αθηναίος στρατηγός από την Δεκέλεια ο οποίος υπηρέτησε στην Θράκη) μπόρεσε να περάσει έναν νόμο ο οποίος επέτρεψε στον Θουκυδίδη να επιστρέψει στην Αθήνα, πιθανώς κάποια στιγμή μετά την παράδοση της πόλης το 404 π.Χ. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι ο Θουκυδίδης δολοφονήθηκε κατά την επιστροφή του στην Αθήνα, αλλά αρκετοί ιστορικοί το αμφισβητούν, επικαλούμενοι στοιχεία που υποδηλώνουν ότι έζησε μέχρι το 397. Ο Πλούταρχος ισχυρίζεται ότι τα λείψανά του επιστράφηκαν στην Αθήνα και τοποθετήθηκαν στο οικογενειακό οστεοφυλάκιο του Κίμωνα. Άλλοι θεωρούν το απότομο τέλος του έργου στο βιβλίο VIII το 411 π.Χ. ως απόδειξη ότι ίσως πέθανε ενώ συνέθετε το αριστούργημά του.

Άγαλμα του Θουκυδίδη_Κρατική Βιβλιοθήκη Μονάχου

Εισαγωγή στο έργο του Θουκυδίδη

Ο Θουκυδίδης έγραψε μόνο ένα έργο, την αξεπέραστη «Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου». Η εν λόγω ιστορία αποτελεί μια επιμελή περιγραφή των γεγονότων του πολέμου μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης, τον οποίο περιγράφει ως τον μεγαλύτερο και πιο τρομερό πόλεμο που γνώρισε (Ι.Ι, Ι.23).

Αν συγκρίνουμε την ιστορία του Θουκυδίδη με το κλασικό έργο πολιτικής φιλοσοφίας, «Πολιτεία του Πλάτωνα» θα διακρίνουμε σημαντικές διαφορές. Η «Πολιτεία» ασχολείται κυρίως με την βέλτιστη πολιτική τάξη, το καλύτερο καθεστώς. Αυτός ο προσανατολισμός οδηγεί στην απαξίωση του πραγματικού πολιτικού βίου, αφού αν εξετασθεί υπό το πρίσμα του βέλτιστου καθεστώτος, φαίνεται ανεπαρκής. Ο Θουκυδίδης, ωστόσο, προσεγγίζει τον πολιτικό βίο με  δικούς του όρους και εξετάζει πραγματικές πόλεις, κυρίως την Αθήνα και την Σπάρτη. Συνεπώς οι πόλεις του δεν είναι τόσο ιδανικές όσο αυτές που συναντούμε στις περιγραφές των βέλτιστων καθεστώτων στην «Πολιτεία» ή τους «Νόμους» του Πλάτωνα και στα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη. Αυτό που παρουσιάζεται στις σελίδες του Θουκυδίδη είναι πραγματικές πόλεις που ασχολούνται με «πραγματική» πολιτική.

Το έργο του Θουκυδίδη περιλαμβάνει οκτώ βιβλία ως εξής:

Α’ βιβλίο μετά την εισαγωγή, ακολουθεί η «Αρχαιολογία» όπου γίνεται σύγκριση μεταξύ του Πελοποννησιακού πολέμου και προηγουμένων γεγονότων της Ελληνικής ιστορίας. Ακολουθούν διάφορες εκτιμήσεις, διερευνώνται οι αιτίες του πολέμου και γίνεται αναφορά στην εξέλιξη της Αθηναϊκής ηγεμονίας.

Β’ βιβλίο αρχίζει η εξιστόρηση του πολέμου με χρονολογική σειρά, διαιρώντας κάθε έτος σε καλοκαίρι και χειμώνα. Σημαντικότερα μέρη του είναι εκείνα που αναφέρονται στις δύο επιθέσεις των Λακεδαιμονίων στην Αττική και στον Επιτάφιο του Περικλέους για τους νεκρούς κατά το 1ο έτος του πολέμου και στο φοβερό λοιμό των Αθηνών.

Γ’ βιβλίο παρατίθενται τα γεγονότα των τριών επόμενων χρόνων και αναφέρονται οι δημηγορίες του Κλέωνα και του Διόδοτου για την αποστασία και την τιμωρία των Μυτιληναίων. Σημαντική επίσης είναι η περιγραφή της παθολογίας του εμφυλίου πολέμου με αφορμή κάποια γεγονότα στην Κέρκυρα (82-83).

Δ’ βιβλίο (7ο, 8ο και 9ο έτος του πολέμου) ο Θουκυδίδης εξετάζει την κατάληψη της Πύλου από τους Αθηναίους και τις επιχειρήσεις του Σπαρτιάτη στρατηγού Βρασίδα στην Χαλκιδική.

Ε’ βιβλίο αναφέρεται στην επιχείρηση των Αθηναίων κατά της Μήλου, όπου δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην επεκτατική πολιτική των Αθηνών.

ΣΤ’ και Ζ’ βιβλία περιγράφουν την Σικελική εκστρατεία των Αθηναίων (415-413).

Η’ βιβλίο περιλαμβάνει τα πρώτα χρόνια του Δεκελειακού πολέμου, την παρέμβαση των Περσών στις Ελληνικές υποθέσεις και την αποστασία πολλών συμμάχων από τους Αθηναίους.

Ιστορία και πολιτική φιλοσοφία του Θουκυδίδη

Ο Θουκυδίδης ενίοτε υπονοεί ότι είναι ιστορικός μόνο υπό την έννοια του «χρονικογράφου». Ομιλεί για τον Ελλάνικο τον Λέσβιο (Ι.97) του οποίου το έργο δεν είναι αρκετά λεπτομερές και αναφέρει ότι θα το καλύψει ο ίδιος επαρκώς. Αλλά ακόμη και σε αυτό το πλαίσιο καθιστά σαφές ότι οι προθέσεις του είναι ευρύτερες και ουσιαστικότερες από την απλή χρονολόγηση γεγονότων……….η ιστορία του έχει σκοπό να διαρκέσει αιώνια (Ι.22.4). Ο Thomas Hobbes, ο οποίος μετέφρασε τον Θουκυδίδη στα Αγγλικά, συγκρίνει το έργο του Θουκυδίδη ως ιστορικού με εκείνον του Ομήρου ως ποιητή, του Αριστοτέλη ως φιλόσοφου και του Δημοσθένη ως ρήτορα. «Διότι μεταφέρει τον αναγνώστη του στις συζητήσεις της Γερουσίας, της Εκκλησίας του Δήμου, στις αποστασίες και στο πεδίο της μάχης. Εφόσον ο αναγνώστης είναι εχέφρων μπορεί από την εξιστόρηση να αντλήσει πολύτιμα διδάγματα για τον εαυτό του».

Εξώφυλλο μετάφρασης του Πελοποννησιακού Πολέμου «Οκτώ βιβλία του Πελοποννησιακού Πόλεμου που έγραψε ο Θουκυδίδης ο γιος του Ολόρου. Ερμηνεύθηκε με πίστη και επιμέλεια από τα Ελληνικά από τον Thomas Hobbes. Δημοσιεύθηκε: Λονδίνο, Βιβλιοθήκη Houghton, Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ»

Ο Θουκυδίδης ως χρονικογράφος, παρέχει στον αναγνώστη τροφή για πολιτικό και φιλοσοφικό προβληματισμό. Ένας απλός ιστορικός θα μπορούσε να επιλέξει συμβάντα όπως επί παραδείγματι τις αποφασιστικές μάχες του πολέμου, αλλά ο Θουκυδίδης επιλέγει και γεγονότα τα οποία δεν επηρέασαν την πορεία του, αλλά διαφώτισαν σκοτεινές πτυχές και είχαν διαχρονική αξία & ισχύ. Σκοπός της ιστορίας, σύμφωνα με τον Hobbes, είναι «το κέρδος γράφοντας την αλήθεια».

Ο Hobbes αναλύει περαιτέρω:

«Καθώς το πρωταρχικό και κύριο έργο της ιστορίας είναι να συμβουλεύει τους ανθρώπους και με την επίγνωση των γεγονότων του παρελθόντος, να τους δίνει την ικανότητα να διάγουν τον βίο τους με σύνεση στο παρόν και προνοητικά για το μέλλον. Δεν υπάρχει άλλος συγγραφέας που εκπληρώνει καλύτερα αυτόν τον σκοπό απ’ ό,τι ο Θουκυδίδης» (English Works of Thomas Hobbes vii).

Ο Θουκυδίδης διδάσκει μέσω της αφήγησης, η οποία όμως «λέει» πολύ περισσότερα από την ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου. Μας ομιλεί για τον άνθρωπο και την πολιτική εν γένει. Υπ’ αυτήν την έννοια, η πρόθεση και πρακτική του Θουκυδίδη ξεπερνούν εκείνους που σήμερα ονομάζουμε ιστορικούς.

Το μεγαλείο του Πελοποννησιακού πολέμου

Ο Θουκυδίδης αφηγείται τον Πελοποννησιακό πόλεμο όχι μόνο επειδή τον βίωσε, αλλά διότι ο εν λόγω πόλεμος ήταν πραγματικά μοναδικός, αφού σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής ήταν ένας παγκόσμιος πόλεμος.

Ο Θουκυδίδης αποδεικνύει αυτόν τον ισχυρισμό στην μακρά εισαγωγή του, την «Αρχαιολογία». Εκεί υποστηρίζει ότι ο διασημότερος Ελληνικός πόλεμος, ο Τρωικός, παρέμεινε αξέχαστος λόγω της δύναμης της ποίησης (αναφέρεται στα Ομηρικά έπη). Ο δε Περσικός πόλεμος ήταν μια εντυπωσιακή σύγκρουση, διότι αφορούσε τόσο βάρβαρους όσο και Έλληνες, αλλά επισημαίνει ότι σε σύγκριση με τον πόλεμο μεταξύ Σπάρτης και Αθηνών, επιλύθηκε «ταχύτατα» μετά από μόλις δύο χερσαίες συγκρούσεις και δύο ναυμαχίες.

Ο Θουκυδίδης περιγράφει την σταθερή μεγέθυνση του αστικού πλούτου και της εξουσίας με την πάροδο των αιώνων, με αποκορύφωμα την μεγάλη δύναμη και πλούτο των Αθηνών στην αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου. Αναφέρει επίσης ότι υπήρξε πρόοδος από την αρχική, καθολική βαρβαρότητα, στην διάκριση μεταξύ βαρβαρότητας και Ελληνικότητας – πολιτισμού. Έτσι, ο πόλεμος, ο οποίος επηρεάζει μόνο τα δύο μέρη της ανθρώπινης φυλής, τους Έλληνες και τους βάρβαρους, μπορεί να ονομαστεί «καθολικός» επειδή η ανθρώπινη φυλή έχει δύο πόλους: την βαρβαρότητα και την Ελληνικότητα. Ο Θουκυδίδης γνώριζε και άλλους προχωρημένους πολιτισμούς όπως οι Αιγύπτιοι, αλλά θέλει να μεταφέρει μια θεμελιώδη παραδοχή: η ανθρώπινη φυλή έχει δύο πόλους, βάρβαρους και Έλληνες και οι Έλληνες με την σειρά τους έχουν δύο πόλους, την Σπάρτη και την Αθήνα.

Η Σπάρτη και η Αθήνα βρίσκονταν στο απόγειο της δόξας όταν ξέσπασε ο πόλεμος, που σημαίνει ότι έζησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς πολεμικές συγκρούσεις. Το υψηλό επίπεδο ακμής αναφορικά με τον πόλεμο προϋποθέτει αντίστοιχα υψηλό επίπεδο σε περίοδο ειρήνης. Με δεδομένο ότι βασικοί αντίπαλοι δεν υπήρξαν μόνο η Σπάρτη και η Αθήνα, αλλά ο πόλεμος και η ειρήνη (ή η κίνηση και η ανάπαυση) τότε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος είναι ο πόλεμος που αναδεικνύει αυτές τις συγκρούσεις στον υπέρτατο βαθμό.

Απόσπασμα Οξύρρυγχου παπύρου με αναφορά στο βιβλίο IV 36-41 του Θουκυδίδη

Αθηναϊκός ιμπεριαλισμός και δικαιοσύνη

Το κεντρικό θέμα του Θουκυδίδη είναι ο Αθηναϊκός ιμπεριαλισμός. Επανειλημμένα στις σελίδες του αναφέρονται Αθηναίοι αγορητές να υπερασπίζονται τον ιμπεριαλισμό της πόλης αρνούμενοι την δυνατότητα στο «δικαίωμα αυτοδιάθεσης» ή το δικαίωμα να διαδραματίζουν ρόλο στις σχέσεις μεταξύ των πόλεων. Σύμφωνα με τους Αθηναίους, οι αδύναμοι παραμένουν υπό τον ισχυρότερο, αφού όποιος μπορεί να αποκτήσει κάτι με την βία δεν πρέπει να αποθαρρύνεται από το επιχείρημα ότι είναι άδικο να το πράξει και η δικαιοσύνη δεν έχει λόγο, εκτός αν πρόκειται μεταξύ ισοδύναμων (Ι.76.2, 5.89).

Οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους ισχυρίζονται ότι διεξάγουν πόλεμο εναντίον της Αθήνας για να σώσουν την Ελλάδα από τις τυραννικές φιλοδοξίες της Αθήνας. Θεωρούν ότι διεξάγουν έναν δίκαιο πόλεμο, ο οποίος ως εκ τούτου υποστηρίζεται από τους θεούς. Οι περισσότεροι Έλληνες σύμμαχοι των Σπαρτιατών στην αρχή του πολέμου, πίστευαν ότι μάχονταν έναν απελευθερωτικό πόλεμο, με την βοήθεια των θεών. Τελικά, οι Σπαρτιάτες αναδείχθηκαν νικητές.

Ο Θουκυδίδης μέσω των σελίδων του, παρέχει βήμα σε δύο αντιτιθέμενες απόψεις για την δικαιοσύνη. Σύμφωνα με τους Αθηναίους, η δικαιοσύνη δεν έχει θέση στην πολιτική εξουσίας, ενώ σύμφωνα με τους Σπαρτιάτες, η δικαιοσύνη εξουσιάζει τον κόσμο. Η αφηγηματική του Θουκυδίδη διερευνά αυτές τις δύο προσεγγίσεις, τους τρόπους ζωής, την πολιτική, την ευσέβεια και τους χαρακτήρες που διαμορφώνουν.

Οι «ρεαλιστικές» θέσεις των Αθηναίων

Την παραμονή της έκρηξης του πολέμου, οι Αθηναίοι απεσταλμένοι στη Σπάρτη ισχυρίζονταν ότι η Αθήνα δεν μπορεί να κατηγορηθεί για την οικοδόμηση της αυτοκρατορίας της, διότι ήταν υποχρεωμένη να το πράξει ορμώμενη από «μεγάλα κίνητρα» συμπεριλαμβανομένων «του φόβου, της τιμής και του συμφέροντος». Ο φόβος, η τιμή και το συμφέρον αποτελούν ακαταμάχητες παρορμήσεις που διέπουν όλα τα μεγάλα κράτη όπως την Αθήνα και ουδείς που είχε την δυνατότητα να συστήσει αυτοκρατορία αποθαρρύνθηκε από το επιχείρημα ότι είναι άδικο να το πράξει (Ι.75-76.2).

Σύμφωνα με τους Αθηναίους, επειδή το συμφέρον υπερισχύει του φόβου, η ιδιοτελής συμπεριφορά είναι υπεράνω κριτικής. Συνεπώς εφόσον κάθε ιδιοτελής πολιτική που ασκείται από ένα κράτος είναι θεμιτή και επομένως δεν μπορεί να καταδικαστεί, γιατί θεωρείται κακόβουλη;

Οι Αθηναίοι πρεσβευτές επαναδιατυπώνουν την θέση τους στο βιβλίο V στον περιβόητο «Διάλογο Αθηναίων – Μηλίων». Οι Αθηναίοι πρεσβευτές απορρίπτουν το περί δικαίου αίσθημα όσον αφορά στην απόφαση να επιτεθούν στον Μήλο, επειδή δικαιοσύνη ισχύει μεταξύ ισοδυνάμων (5.89). Αλλά οι Μήλιοι αρνούνται να συμμορφωθούν με την Αθηναϊκή άποψη και αντ’ αυτού υποστηρίζουν την θέση της Σπάρτης. Οι Μήλιοι πιστεύουν ότι οι θεοί θα τους βοηθήσουν επειδή «είναι ευσεβείς άνδρες που αγωνίζονται εναντίον αδίκων ανθρώπων» (5.104).

Με αυτόν τον τρόπο οι Μήλιοι αμφισβητούν τους Αθηναίους. Εφόσον οι Αθηναίοι ισχυρίζονται ότι η δικαιοσύνη δεν έχει εξουσία στους ανθρώπους, υποθέτουν ότι ο κόσμος είναι ουσιαστικά αδιάφορος γι’ αυτό και επομένως δεν υπάρχουν θεϊκές δυνάμεις που να επιβάλλουν τη δικαιοσύνη ανταμείβοντας τους δίκαιους και τιμωρώντας τους άδικους. Ο Θουκυδίδης ωθεί τον αναγνώστη να αναρωτηθεί πώς οι Αθηναίοι ή οποιοσδήποτε άλλος μπορεί να ξέρει ότι δεν υπάρχει ηθική τάξη και είναι τόσο σίγουροι για την άποψή τους σχετικά με την δικαιοσύνη.

Οι Αθηναίοι αποκρίνονται στο επιχείρημα των Μήλιων αρνούμενοι τον συλλογισμό τους ότι υπάρχουν θεοί που επιβραβεύουν και τιμωρούν τα ανθρώπινα όντα. Επιπλέον, οι Αθηναίοι ισχυρίζονται ότι με βάση τις υποθέσεις των Μηλίων, τέτοιοι θεοί δεν υπάρχουν. Αντίθετα, όλοι οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι από την φύση τους να θέλουν ό, τι είναι καλό για τους εαυτούς τους και να επιδιώκουν την δύναμη που τους εξυπηρετεί, ανεξάρτητα από τη δικαιοσύνη. Όλοι είναι αναγκασμένοι να ενδιαφέρονται περισσότερο για το συμφέρον από την δικαιοσύνη. Οι Μήλιοι δεν είναι ηθικά ανώτεροι από τους Αθηναίους – είναι απλώς αδύναμοι.

Χάρτης του Πελοποννησιακού Πολέμου κατά την έναρξη με τις συμμαχίες και τις στρατηγικές των αντιπάλων μερών_by U.S. Military Academy published on 26 April 2012

Η «ηθική» θέση των Σπαρτιατών

Ο Θουκυδίδης δεν αναφέρεται άμεσα στο Αθηναϊκό επιχείρημα στη Μήλο, αλλά υπονοεί ότι η ανυποχώρητη αντίσταση των Μηλίων στους Αθηναίους ήταν ριψοκίνδυνη και απερίσκεπτη. Πρέπει λοιπόν να εξετάσουμε τις θέσεις των Σπαρτιατών. Η Σπάρτη αν και μεγάλη δύναμη, δεν είναι μια καθαρά ιμπεριαλιστική πόλη. Οι εκπρόσωποι της Σπαρτιάτης ισχυρίζονται ότι ο πόλεμος γίνεται για να απελευθερώσει τις Ελληνικές πόλεις από την Αθηναϊκή τυραννία. Αυτό φαίνεται στην στάση του Σπαρτιάτη στρατηγού Βρασίδα, που επαινείται τόσο για την αρετή όσο και για την ευφυΐα του (4.81.2-3) σε μια εκστρατεία για την απελευθέρωση των βόρειων αποικιών της Αθήνας (4.78). Αρχικά, η Σπάρτη έρχεται σε αντίθεση με τον Αθηναϊκό ισχυρισμό ότι όλες οι πόλεις ενεργούν βάσει συμφέροντος, αφού εμφανίζεται να ενδιαφέρεται για την ελευθερία των Ελλήνων συμμάχων της.

Αλλά είναι όντως η προσέγγιση της Σπάρτης διαφορετική των Αθηνών; Είναι όντως τα κίνητρα τους η δικαιοσύνη ή ο φόβος και το συμφέρον; Ο Θουκυδίδης λέγει ότι ο πραγματικός λόγος για τους Σπαρτιάτες που ενεπλάκησαν στον πόλεμο ήταν ο φόβος για την αυξανόμενη δύναμη των Αθηνών και ότι δεν παραβαίνουν τους ιερούς όρκους επιδιώκοντας το συμφέρον τους. Αργότερα όταν συναίνεσαν στην Νικίειο ειρήνη, όχι μόνο εγκατέλειψαν τον πόλεμο ενάντια στην Αθήνα, αλλά και τις Ελληνικές πόλεις που είχε απελευθερώσει ο Βρασίδας, με αντάλλαγμα 300 κρατούμενους. Πράγματι, σκοπός της εισβολής του Βρασίδα ήταν να διαπραγματευτεί τις απελευθερωμένες πόλεις έναντι μιας ειρηνικής διευθέτηση ευνοϊκής για την Σπάρτη (4.81.2, 4.117). Τέλος, ο λόγος που οι Σπαρτιάτες απέφευγαν μια επεκτατική πολιτική ήταν ο φόβος των ειλώτων οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι την απουσία στρατευμάτων θα εξεγείρονταν. Ίσως η τοποθέτηση του Θουκυδίδη στη Σπάρτη χρησιμεύει στην ενίσχυση της Αθηναϊκής αντίληψης περί δικαιοσύνης και συμφέροντος.

Μηλίων Διάλογος – Αποστασία Μυτιλήνης

Οι Μήλιοι προτιμούν να πολεμήσουν τους άδικους Αθηναίους παρά να ζήσουν ως σκλάβοι κάτω από την άδικη κυριαρχία τους και εκφράζουν την ευσεβή ελπίδα ότι οι θεοί θα βοηθήσουν τον αγώνα και θα τους δικαιώσουν. Τελικά ο Διάλογος των Μηλίων ακολουθείται από την σφαγή και την υποδούλωσή τους. Η Αθηναϊκή θέση για δικαιοσύνη και συμφέρον  οδηγεί σε απάνθρωπη συμπεριφορά. Ωστόσο, η πράξη των Αθηναίων δεν είναι η αναγκαία συνέπεια του επιχειρήματός τους σε όλες ή τουλάχιστον τις περισσότερες περιστάσεις. Στην πραγματικότητα, καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, οι Αθηναίοι, ενώ δρουν με αμοραλισμό, είναι πιο ανθρώπινοι από τους Σπαρτιάτες. Μήπως η Αθηναϊκή άποψη, σωστά ερμηνευόμενη, παρέπεμπε σε μεγαλύτερη συγκαταβατικότητα και ευγένεια;

Οι Σπαρτιάτες, πεπεισμένοι για το δίκαιο του σκοπού τους, την απελευθέρωση της Ελλάδας, υποθέτουν ότι όλοι αυτοί που αντιτίθενται σε αυτούς είναι άδικοι. Συνεπώς, δεν διστάζουν, ξανά και ξανά, να καταδικάζουν και να εκτελούν εκείνους τους οποίους κατακτούν ή αιχμαλωτίζουν. Οι Σπαρτιάτες απλά υποθέτουν ότι η δικαιοσύνη συμπίπτει με τα συμφέροντα της Σπάρτης και επομένως, όλοι υποχρεούνται να υπηρετήσουν τα συμφέροντα της Σπάρτης. Όποιος αντιτίθεται είναι άδικος, άρα αξίζει την τιμωρία.

Οι Αθηναίοι όμως που πιστεύουν ότι όλοι οι άνθρωποι εκ φύσεως επιδιώκουν το συμφέρον τους, το βλέπουν ως κάτι αναπόφευκτο. Συνεπώς, δεν μπορούν να κατηγορηθούν ή να τιμωρηθούν διότι επιζητούν αυτό που θεωρούν καλό για τον εαυτό τους, εξαιρουμένων εκείνων που θα αντισταθούν στην Αθηναϊκή τυραννία.

Οι Αθηναίοι εκδηλώνουν ανθρωπισμό και ευγένεια στη μεταχείριση των Λέσβιων και ο Θουκυδίδης δράττοντας την ευκαιρία μας δίνει μια αναλυτική ματιά στις διαφορές μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης όσον αφορά στις συζητήσεις και τις πράξεις τους. Η πόλη της Μυτιλήνης εξεγέρθηκε ενάντια στην Αθηναϊκή κυριαρχία, προσπαθώντας να αποστατήσει στην πλευρά της Σπαρτιάτης. Αρχικά, οι Αθηναίοι είναι εξοργισμένοι, επειδή αντιμετώπιζαν με ήπιο τρόπο τους Λέσβιους και η χρονική στιγμή είναι επισφαλής. Τελικά όταν κατέστειλαν την εξέγερση αποφάσισαν αρχικά να θανατώσουν όλους τους άνδρες πολίτες της Μυτιλήνης και να υποδουλώσουν τις γυναίκες και τα παιδιά. Αλλά την επόμενη μέρα αλλάζουν γνώμη, πιστεύοντας ότι είναι βάναυσο να καταστρέψουν ολόκληρη την πόλη όταν μόνο οι ηγέτες είναι υπεύθυνοι για την εξέγερση (3.3.1, 3.36) και συγκροτούν μια δεύτερη συνέλευση για να επανεξετάσουν την μοίρα των Μυτιληναίων.

Σε αυτήν την δεύτερη συνάντηση ο Θουκυδίδης παρουσιάζει τον Κλέωνα «τον βιαιότερο Αθηναίο πολίτη» ο οποίος ισχυρίζεται ότι το Αθηναϊκό συμφέρον επιβάλλει την τιμωρία ολόκληρης της Μυτιλήνης. Εν τω μεταξύ, ο Διόδοτος (γιός του Ευκράτη) το όνομα του οποίου σημαίνει «δώρο Θεού», ο οποίος εμφανίζεται για μία και μοναδική φορά στο έργο του Θουκυδίδη, υποστηρίζει ότι η πλειοψηφία των Μυτιληναίων πρέπει να εξαιρεθεί της σφαγής. Σύμφωνα με την Αθηναϊκή θέση, ο Διόδοτος υποστηρίζει: «επειδή όλοι οι άνθρωποι επιδιώκουν το συμφέρον τους, ανεξάρτητα από δίκαιο – άδικο, δεν μπορούν οι Μυτιληναίοι να κατηγορηθούν για επανάσταση ενάντια στην Αθηναϊκή κυριαρχία. Οι Αθηναίοι δεν θα πρέπει να επικαλούνται την δικαιοσύνη, αλλά μόνο το συμφέρον. Έτσι πείθει τους Αθηναίους ότι δεν είναι προς όφελός τους να θανατώσουν όλους τους Μυτιληναίους. Απευθυνόμενος στην συνέλευση και ενθαρρύνοντας να μελετήσουν με ηρεμία το συμφέρον τους, ο Διόδοτος τους απελευθερώνει, τουλάχιστον σ’ αυτήν την περίπτωση, από το συναίσθημα της ηθικής αγανάκτησης και των εκδικητικών παθών τους.

Άγαλμα του Θουκυδίδη έμπροσθεν του Κοινοβουλίου της Αυστρίας _ Wienwiki / Walter Maderbacher, Wikimedia Commons, CC BY

Θουκυδίδης & Αθηναϊκός ιμπεριαλισμός

Ποια είναι λοιπόν η άποψη του Θουκυδίδη για την Αθηναϊκή ηγεμονία και την εν γένει πολιτική της; Ακριβώς όπως η Σπάρτη είναι υποκριτική, έτσι και η Αθήνα είναι αμοραλιστική. Η σκιαγράφηση του Θουκυδίδη στην Αθήνα υποδηλώνει ότι καμία πολιτική οντότητα δεν μπορεί να διεξάγει με επιτυχία εξωτερική πολιτική βασιζόμενη σε μια τόσο ανήθικη προσέγγιση. Εν αντιθέσει με την Σπαρτιατική ηθική η οποία παρά την υποκρισία, αποτελεί μια ηθικότερη βάση.

Πράγματι, ο Θουκυδίδης υποδηλώνει ότι ακόμη και οι ίδιοι οι Αθηναίοι δεν μπορούν να ζήσουν με αυτήν την θεώρηση. Παρουσιάζει πολλά παραδείγματα Αθηναίων που απέτυχαν να διαχειριστούν τους κατακτημένους λαούς ενεργώντας αμοραλιστικά, ενδίδοντας συχνά στην οργή και την επιθυμία για εκδίκηση με σφαγές και υποδούλωση εκείνων που θεωρούσαν ότι είναι προδοτικοί όπως οι Μήλιοι και οι Σκιωνείς (Η Σκιώνη υπήρξε αποικία των Αχαιών στην Χαλκιδική η οποία επαναστάτησε κατά της Αθηναϊκής ηγεμονίας και προσέγγισε την Σπάρτη. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να σφαγιασθούν οι κάτοικοί της από τους Αθηναίους). Πράγματι, ενώ αποδέχονται όλα τα κράτη πρέπει να ενεργούν βάσει συμφέροντος, ισχυρίζονται ταυτόχρονα ότι είναι δικαίως ανώτεροι από άλλα κράτη. Επειδή υπερέχουν σε ορισμένους τομείς, θεωρούν ότι αξίζουν να κρατήσουν την αυτοκρατορία και την δόξα που τους αναλογεί (1.76.3-1.77, 4.122.5-6, 5.32.1, 5.116.3-4).

Ο Περικλής προχωρεί ακόμη περισσότερο μιλώντας για ηθική υπεροχή των Αθηναίων από άποψη γενναιοδωρίας προς τους άλλους χωρίς υπολογισμό κέρδους ή απώλειας, λόγω του μεγαλείου της φιλοδοξίας τους να αναζητούν απεριόριστη δύναμη παρά τους κινδύνους. Έτσι, ενώ ισχυρίζονται ότι ενδιαφέρονται περισσότερο για το συμφέρον τους παρά για την δικαιοσύνη, ταυτόχρονα υποστηρίζουν ότι αξίζουν αυτοκρατορική επιτυχία και «αιώνια φήμη». Στην ουσία αποδέχονται σιωπηρά την δύναμη της δικαιοσύνης, αφού ο ισχυρισμός ότι αξίζουν τα οφέλη και την δόξα της αυτοκρατορίας, σημαίνει ότι δικαιούνται να λάβουν αυτό που τους αξίζει.

Παρά τον χλευασμό αυτών των «ευσεβών πόθων» χάριν του ανήθικου ιμπεριαλισμού, εντούτοις οι Αθηναίοι διατηρούν αυτές τις αρχές (5.10, 5.111). Σε περισσότερες από μία περιπτώσεις επιδιώκουν να εκκαθαρίσουν το ιερό νησί της Δήλου για να κερδίσουν την εύνοια των θεών, τελικά η προσπάθειά τους να καταστείλουν αυτές τις αντιδράσεις οδηγεί σε μια θρησκευτική έκρηξη τόσο ακραία, που καταλήγει σε καταστροφή και ήττα στην εκστρατεία της Σικελίας που περιγράφει ο Θουκυδίδης. Θα πρέπει επίσης να αναλογιστούμε την πιθανή επίδραση της Αθηναϊκής θέσης, μεταξύ των Αθηναίων πολιτών. Η δικαιοσύνη είναι μια αρχή που κανένα κράτος δεν μπορεί ή δεν πρέπει να αποφεύγει (7.18).

Η αξία του Θουκυδίδη

Ο Θουκυδίδης υπήρξε ο πρώτος ιστορικός που συνέγραψε ιστορία χρησιμοποιώντας ως πηγές  γραπτά ντοκουμέντα, αυτόπτες μάρτυρες και πρωταγωνιστές, σε αντίθεση με τον Ηρόδοτο που χρησιμοποίησε φήμες και δοξασίες. Επιπλέον εισήγαγε την μέθοδο της ιστορικής αιτιότητας, αναζητώντας τα βαθύτερα αίτια ενός γεγονότος.

Ο Θουκυδίδης αναδεικνύεται ως ένας ιστορικός αφοσιωμένος στην αλήθεια (1.20.3) η εργασία του οποίου ωφελεί τους αναγνώστες, όχι διδάσκοντάς τους πώς να κερδίσουν εξουσία ή δόξα, αλλά κατανοώντας την αλήθεια στις ανθρώπινες σχέσεις. Ο Θουκυδίδης στοχεύει στην διαχρονικότητα του έργου του και αυτό υποδηλώνει ότι η αλήθεια για τον πολιτικό βίο είναι πολυτιμότερη και ανώτερη από την δόξα της Αθήνας και της ηγεμονίας της. Ο Θουκυδίδης, με την ευγενή παρουσίαση της δικής του προόδου στην σοφία και την κατανόηση, μας επιτρέπει να δούμε την αριστεία ενός βίου που αναζητά την αλήθεια.

«Τι αγαπάω στον Θουκυδίδη, τι είναι αυτό που με κάνει να τον τιμώ περισσότερο από τον Πλάτωνα; Ο Θουκυδίδης αισθάνεται απέραντα μεγάλη και απροκάλυπτη χαρά για κάθε τυπικό γνώρισμα που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο και τα γεγονότα και αναγνωρίζει μέσα σε κάθε τέτοιο γνώρισμα μια ποσότητα λογικής ικανότητας την οποία προσπαθεί να ανακαλύψει. Ουσιαστικά στην πράξη είναι δικαιότερος του Πλάτωνα· δεν διασύρει ο Θουκυδίδης και δεν μειώνει τους ανθρώπους που δεν του αρέσουν ή του έχουν κάνει κακό στη ζωή. Απεναντίας, βλέπει κάτι αξιολογικά μεγάλο σε όλα τα πράγματα και σε όλα τα πρόσωπα, καθώς διακρίνει σε αυτά μόνον τύπους· γιατί να ενδιέφερε άλλωστε τον μεταγενέστερο κόσμο, στον οποίο αφιερώνει το έργο του, κάτι που δεν θα ήταν τυπικό;»

Friedrich Nietzsche

Βιβλιογραφία – πηγές

«Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου» μετάφραση Ελευθέριος Βενιζέλος

Martin Hammond Thucydides – The Peloponnesian War  Oxford University 2009

https://thegreatthinkers.org/thucydides/introduction/