εξώφυλλο: Η μάχη του Χαττίν, από χειρόγραφο του 13ου αιώνα της Chronica Majora. Matthew Paris, Public domain, via Wikimedia Commons
copyright © γράφει ο Χείλων
Η μάχη του Χαττίν διεξήχθη το 1187 στην πόλη Χαττίν της Τιβεριάδος στο σημερινό Ισραήλ, με αντιπάλους τους Σταυροφόρους υπό τον Γκυ των Λουζινιάν και τους Μουσουλμάνους Αγιουβίδες υπό τον Σαλαντίν. Το αποτέλεσμα υπήρξε καταστροφικό για τους Σταυροφόρους, γεγονός που οδήγησε στην κατάλυση του βασιλείου της Ιερουσαλήμ και αργότερα στη Γ’ Σταυροφορία.
Προοίμιο
Το 1099 όταν οι Σταυροφόροι κατέκτησαν την Ιερουσαλήμ οι Μουσουλμάνοι διασπάστηκαν. Μετά όμως από 80 χρόνια η κατάσταση άλλαξε, αφού στις τάξεις των Σταυροφόρων επικρατούσε διχόνοια, ενώ οι Μουσουλμάνοι ενώθηκαν με ηγέτη τον Σαλαντίν. Το 1186 οι Σταυροφόροι ταλανίζονταν από εμφύλια διαμάχη σχετικά με την διαδοχή του βασιλιά Βαλδουίνου IV της Ιερουσαλήμ από τον Γκυ των Λουζινιάν. Εν τω μεταξύ, είχαν νικήσει τον Σαλαντίν στη μάχη του Μονγκισάρ, αλλά ηττήθηκαν στη μάχη της Κρεσόν. Αργότερα, ο κόμης της Τρίπολης Ραϋμόνδος ΙΙΙ της Τρίπολης ήρθε σε συνεννόηση με τον Σαλαντίν και επέτρεψε στον στρατό του τελευταίου να εισχωρήσει από το βορρά στη Γαλιλαία, απειλώντας το βασίλειο της Ιερουσαλήμ.

Γκυ των Λουζινιάν/Guy of Lusignan (1150 – 1194)
Ο Γκυ των Λουζινιάν ήταν ο πέμπτος γιος του Ούγου VIII των Λουζινιάν/Hugh VIII de Lusignan και της Βουργουνδίας του Ρανκόν/Bourgogne de Rançon γεννημένος στο Πουατιέ μια περιοχή που ανήκε στο Δουκάτο της Ακουιτανίας, το οποίο υπαγόταν στην βασίλισσα Ελεωνόρα της Αγγλίας τον σύζυγό της Ερρίκο ΙΙ και τον γιο της Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο. Διετέλεσε Βασιλικός σύζυγος Ιεροσολύμων και έμεινε γνωστός στην ιστορία ως ο μοιραίος βασιλιάς που οδήγησε τα στρατεύματα των Σταυροφόρων στην ολέθρια μάχη του Χαττίν και την κατάκτηση των Ιεροσολύμων από τον Σαλαντίν. Ο Γκυ των Λουζινιάν ήταν ο ιδρυτής του Βασιλείου της Κύπρου.
Ο Γκυ έφυγε από την Γαλλία και έφτασε στην Ιερουσαλήμ μεταξύ 1174 και 1180. Ο αδελφός του Αμωρί ΙΙ/Amalric ΙΙ, παντρεύτηκε το 1174 την Εσίβα κόρη του Βαλδουίνου του Ιμπελέν αποκτώντας πρόσβαση στην βασιλική αυλή των Ιεροσολύμων. Λόγω της πρόσβασης ο Γκυ κέρδισε την εύνοια και προστασία της Άγκνες του Κουρτεναί/Agnes de Courtenay, μητέρας του βασιλιά Βαλδουίνου IV της Ιερουσαλήμ.
Σύμφωνα με τον Γουλιέλμο της Τύρου/William of Tyre η Άγκνες ανησυχούσε διότι οι πολιτικοί αντίπαλοι, με επικεφαλής τον Ραϋμόνδο της Τρίπολης, επιθυμούσαν να αποκτήσουν μεγαλύτερο έλεγχο στην Αυλή των Ιεροσολύμων ασκώντας πίεση στην πριγκίπισσα Σίβυλλα, κόρη της Άγκνες, να παντρευτεί άνδρα της επιλογής τους. Προνοώντας, η Άγκνες προειδοποίησε τον βασιλιά γιο της, για τα σχέδια των αντιπάλων και τον έπεισε να δώσει την Σίβυλλα στον Γκυ των Λουζινιάν.
Ο Γκυ και η Σίβυλλα παντρεύτηκαν βιαστικά το Πάσχα του 1180, προφανώς για να αποτρέψουν πραξικόπημα του Ραϋμόνδου, που προσπαθούσε να επιβάλλει γάμο με τον Βαλδουίνο του Ιμπελέν/Baldwin de Ibelin, κουνιάδο του Αμωρί ΙΙ ή με κάποιον άλλο ευγενή. Από τον γάμο με την αδελφή του βασιλιά, ο Γκυ απέκτησε τον τίτλο του κόμη Γιάφα/Jaffa και Ασκαλόν/Ascalon και του μπαϊγί/bailli της Ιερουσαλήμ (αντιβασιλέας κατά την απουσία του βασιλιά). Το ζευγάρι απέκτησε δύο κόρες, την Άλις και την Μαίρη, ενώ η Σίβυλλα είχε ήδη ένα γιο, τον Βαλδουίνο, από τον πρώτο της σύζυγο, Γουλιέλμο Μακρόξιφο του Μονφερά/William Longsword de Montferrat.
Όντας φιλόδοξος, ο Γκυ πείθει τον βασιλιά Βαλδουίνο να τον χρίσει Αντιβασιλέα στις αρχές του 1182, αλλά η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ τους θα ήταν βραχύβια. Το βασίλειο της Ιερουσαλήμ διάνυε περίοδο εκεχειρίας με τον Σαλαντίν, εναντίον του οποίου ο Γκυ, μαζί με τον Ραϋνάλδο του Σατιγιόν/Raynald of Chatillon απηύθυναν επανειλημμένες προκλήσεις. Η αντίδραση του Σαλαντίν ήταν αναμενόμενη, αλλά ο Γκυ δείλιασε στο πεδίο της μάχης, κατά την πολιορκία του Κεράκ.

Μετά την ολιγωρία, ο Βαλδουίνος IV τον αποκήρυξε από διάδοχο ζητώντας από την αδελφή του να ακυρώσει τον γάμο (1184) αλλά η Σίβυλλα αρνήθηκε πεισματικά. Ο Βαλδουίνος όρισε διάδοχο τον Βαλδουίνο του Μονφερά, παιδί της Σίβυλλας από τον πρώτο της γάμο και αφαίρεσε την διαδοχή από τον Γκυ και τους απογόνους του. Ο Βαλδουίνος IV απεβίωσε λόγω λέπρας και τον διαδέχθηκε ο μικρός ανεψιός του Βαλδουίνος V της Ιερουσαλήμ που πέθανε σε λίγους μήνες. Ο Γκυ και η Σίβυλλα μετέβησαν στα Ιεροσόλυμα με πρόφαση την κηδεία και στόχο να στεφτούν βασιλείς, αλλά συνάντησαν σκληρή αντίσταση από τον Ραϋμόνδο ΙΙΙ που είχε σύμμαχο την Μαρία Κομνηνή της Ιερουσαλήμ δεύτερη σύζυγο του Αμωρί Ι. Ο Ραϋνάλδος του Σατιγιόν πέτυχε την στήριξη λαού και εκκλησίας και ο Λατίνος Πατριάρχης Ηράκλειος των Ιεροσολύμων έστεψε τους νέους βασιλείς παρά τις αντιδράσεις. Η Σίβυλλα τότε σε ένδειξη σεβασμού στον σύζυγό της έβγαλε το στέμμα από το κεφάλι της και το τοποθέτησε στον Γκυ. Εν τω μεταξύ ο Ραϋμόνδος και οι Ιμπελέν κατάφεραν να ακυρώσουν τον γάμο των γονιών της Σίβυλλας και πρότειναν ως βασιλείς την Ισαβέλλα Ι της Ιερουσαλήμ και τον πρώτο της σύζυγο Χάμφρεϋ IV του Τορόν ο οποίος ορκίστηκε υποταγή στον Γκυ, ενώ το παράδειγμά του ακολούθησαν και οι λοιποί ευγενείς εκτός από τον Ραϋμόνδο.

Το σημαντικότερο μέλημα των νέων ηγετών ήταν να ελέγξουν την προέλαση του Σαλαντίν. Το 1187, παρά την συμβουλή του Ραϋμόνδου, ο Γκυ προσπάθησε να σπάσει την πολιορκία των Μουσουλμάνων στην πόλη Τιβεριάδα, αλλά οι δυνάμεις του περικυκλώθηκαν και αποκλείσθηκαν από την πρόσβαση σε νερό. Στις 4 Ιουλίου, ο στρατός της Ιερουσαλήμ εξολοθρεύτηκε πλήρως στην μάχη του Χαττίν. Ο Γκυ ήταν ένας από τους αιχμαλώτους που συνελήφθησαν, μαζί με τον αδερφό του Γοδεφρείδο/Godfrey, τον Ραϋνάλδο του Σατιγιόν/Raynald de Chatillon και τον Χάμφρεϋ του Τορόν/Humphrey de Toron.
Ενώ ο Γκυ παρέμενε φυλακισμένος στη Δαμασκό, η Σίβυλλα ανέλαβε την υπεράσπιση της Ιερουσαλήμ, αλλά στις 2 Οκτωβρίου, η πόλη έπεσε στα χέρια του Σαλαντίν, τον οποίον παρακάλεσε να ελευθερώσει τον σύζυγό της, ο οποίος επέστρεψε το 1188. Ο Γκυ και η Σίβυλλα αναζήτησαν καταφύγιο στην Τύρο, την μοναδική πόλη που παρέμεινε σε Χριστιανικά χέρια χάρη στην άμυνα που αντέταξε ο Κόνραντ του Μονφερά/Conrad de Montferrat, νεότερος αδελφός του πρώτου συζύγου της Σίβυλλας.
Ο Γκυ των Λουζινιάν πέθανε το 1194 χωρίς κληρονόμους και τάφηκε στη Λευκωσία, στην Εκκλησία των Ναϊτών. Τον διαδέχτηκε ο αδελφός του Αμωρί, ο οποίος έλαβε το στέμμα από τον αυτοκράτορα Ερρίκο VI. Οι απόγονοι του Οίκου των Λουζινιάν, συνέχισαν να κατέχουν το θρόνο της Κύπρου μέχρι το 1474.

Σαλαντίν (1138 – 1193)
Ο Σαλαντίν ή ακριβέστερα Σαλάχ αντ Ντίν Γιουσούφ ιμπν Αγιούμπ, γεννήθηκε στο Τικρίτ της Μεσοποταμίας το 1138 και ήταν Κούρδος Σουλτάνος, ένας από τους μεγαλύτερους στρατηγούς όλων των εποχών και ιδρυτής της δυναστείας των Αγιουβιδών στην Αίγυπτο, την Συρία και το Χετζάζ.
Ως νέος ο Σαλαντίν σπούδασε με λαμπρές επιδόσεις νομική και λογοτεχνία, σύμφωνα με το μοτίβο που ίσχυε κατά τη διάρκεια της Ισλαμικής εποχής, βάσει του οποίου κάθε μελλοντικός ηγέτης έπρεπε να διαθέτει ευρύ πεδίο γνώσεων. Παρά την ακαδημαϊκή του εκπαίδευσή, τέθηκε στην υπηρεσία των Ζενγκίδων (Μουσουλμανική δυναστεία) στη βόρεια Συρο-Ιρακινή περιοχή Τζαζίρα και από τον πατέρα του Αγιούμπ και τον θείο του Σιρκούχ, έλαβε εξαιρετική στρατιωτική εκπαίδευση, αν και διαφαίνεται ότι προτιμούσε τις σπουδές.
Στάλθηκε από τον Νουρεντίν/Nūr ad-Dīn μαζί με τον θείο του στην Παλαιστίνη, όπου πολέμησε εναντίον Σταυροφόρων, Φατιμίδων, Σελτζούκων και τοπικών ηγετών.
Το 1168 στάλθηκε στην Αίγυπτο, όπου ξέσπασε σοβαρή κρίση από τους Φατιμίδες ιμάμηδες, που θα εκμεταλλεύονταν ο σταυροφόρος Αμάλριχος Ι της Ιερουσαλήμ ή ο βασιλέας Μανουήλ Α’ Κομνηνός. Ο Χαλίφης Αλαντίντ διόρισε τον Σαλαντίν Βεζύρη (πρωθυπουργό), αλλά το 1171 ο Σαλαντίν καθαίρεσε τον Χαλίφη, τερματίζοντας τη Σιιτική δυναστεία που είχε κυβερνούσε από τον 10ο αιώνα. Η Αίγυπτος έγινε Σουνιτική και φίλα προσκείμενη στους Σελτζούκους Τούρκους. Ο Σαλαντίν έγινε Σουλτάνος και ίδρυσε μια νέα δυναστεία, τους Αγιουβίδες, από το όνομα του πατέρα του.
Μετά τον θάνατο του Νουρεντίν, διετέλεσε υποτελής (αμφίβολο) και ξεκίνησε το δικό του σχέδιο κατάκτησης της Συρο-Παλαιστινιακής περιοχής.
Ο Σαλαντίν επιτέθηκε στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ και χάρη στην ανόητη επιθετική μανία του βασιλέα, Γκυ των Λουζινιάν και των Ραϋνάλδου του Σατιγιόν, του Χάμφρεϊ ΙΙ του Τορόν και του νέου Πατριάρχη Ηράκλειου, Αρχιεπισκόπου Καισαρείας (ο οποίος ανέτρεψε την πολιτική του θανόντα βασιλιά της Ιερουσαλήμ, Βαλδουίνου IV, προσανατολισμένη σε συμφωνία με τις Μουσουλμανικές δυνάμεις της περιοχής) κατέκτησε τη Συρία. Ο στρατός του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ, της Αγίας Πόλης, συνετρίβη στην μάχη του Χαττίν κατά την οποία αιχμαλωτίστηκαν ο βασιλιάς Γκυ και ο Μάγιστρος των Ιπποτών Ζεράρ ντε Ριντφόρ/Gerard de Ridefort, χρησιμοποιούμενοι ως όμηροι για να απελευθερωθούν με αντάλλαγμα την παράδοση των προπυργίων (κάστρα, λιμένες).
Το κειμήλιο του Τίμιου Ξύλου, που φερόταν στη μάχη από τους Σταυροφόρους ως θαυματουργό σημάδι, πιάστηκε και τα ίχνη του χάθηκαν. Ο Σαλαντίν αποκεφάλισε τον Ραϋνάλδο του Σατιγιόν, εκπληρώνοντας όρκο εκδίκησης για ένα καραβάνι Μουσουλμάνων προσκυνητών που κατευθύνονταν στη Μέκκα και εκτελέστηκαν αδίστακτα από τον Ραϋνάλδο.
Ο δρόμος για την Ιερουσαλήμ ήταν πλέον ανοικτός για το Σαλαντίν, ο οποίος ετοιμαζόταν να την πολιορκήσει αλλά ο υπερασπιστής της, Μπαλιάν του Ιμπελέν, είχε τη σύνεση να διαπραγματευτεί μια έντιμη παράδοση με αντάλλαγμα την εκκένωση των περίπου 16.000 Χριστιανών κατοίκων, οι οποίοι έφυγαν σώοι και αβλαβείς. Ο Σαλαντίν εισήλθε θριαμβευτικά στα Ιεροσόλυμα στις 2 Οκτωβρίου 1187.
Οι επιθέσεις του συνεχίστηκαν με αποτέλεσμα να κατακτηθούν και άλλες Χριστιανικές πόλεις Σταυροφόρων, όπως η Γιάφα, η Βηρυτός και η Άκρα, σημαντικά κέντρα αντίστασης κατά της Μουσουλμανικής επέλασης επί 90 χρόνια. Όντας νικημένος από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο στο Αρσούφ απέκτησε καλές σχέσεις με τον Άγγλο βασιλέα, αλλά ο τελευταίος δεν παρέμεινε αρκετά στους Αγίους Τόπους για να δείξει την αναμφισβήτητη στρατιωτική του ικανότητα.
Ο Σαλαντίν κυβέρνησε με δυναμισμό και αποτελεσματικότητα την Αίγυπτο, την Συρία και την Υεμένη, ελέγχοντας τις δυο Ιερές πόλεις του Ισλάμ, Μέκκα και Μεδίνα.

Απεβίωσε από πυρετό στις 4 Μαρτίου 1193 στη Δαμασκό, λίγο μετά την αναχώρηση του βασιλιά Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου. Μετά θάνατον δεν υπήρχαν χρήματα για την ταφή αφού έχοντας δώσει την περιουσία του στους φτωχούς, βρέθηκαν στην κατοχή του ένα κομμάτι χρυσού και σαράντα τεμάχια αργύρου. Τάφηκε σε μαυσωλείο έξω από το τζαμί της Umayyad στη Δαμασκό της Συρίας. Αρχικά ο τάφος αποτελούσε τμήμα συγκροτήματος που περιλάμβανε σχολείο, το Madrassah al-Aziziah, από το οποίο σώζονται λίγα ερείπια και συγκεκριμένα μερικοί στύλοι και μια εσωτερική καμάρα. Επτά αιώνες αργότερα, ο αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β’ της Γερμανίας δώρισε νέα μαρμάρινη σαρκοφάγο στο μαυσωλείο, αλλά η αρχική δεν αντικαταστάθηκε. Αντίθετα το μαυσωλείο, διαθέτει δύο σαρκοφάγους, την μαρμάρινη τοποθετημένη στο πλάι και την αρχική ξύλινη, η οποία καλύπτει τον τάφο του Σαλαντίν. (Οι Μουσουλμάνοι θάβονται σε απλό τάφο, οπότε οι σαρκοφάγοι, συνήθως χρησιμοποιούνται για την κάλυψη).
Αιώνες μετά το θάνατο του Σαλαντίν, ο Δάντης στο έργο του «Θεία Κωμωδία – Κόλαση» κατατάσσει τον Μουσουλμάνο ηγέτη μεταξύ των γενναίων μη Χριστιανών στο Λίμπο/Limbo (θρησκευτικός όρος που αναφέρεται στον κόσμο μεταξύ κόλασης και παράδεισου) πιστοποιώντας την φήμη του ως δίκαιου, μεγαλόψυχου με ιπποτικές αρετές. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά, ότι ο Σαλαντίν δεν συμπεριφέρθηκε προς τους αντιπάλους του με την τυπική σκληρότητα της εποχής του, αλλά απέφυγε την βάρβαρη συμπεριφορά.

Χριστιανικές έριδες & Μουσουλμανική ομοψυχία
Το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ ουδέποτε υπήρξε ισχυρό, όπως η Κωνσταντινούπολη. Κατάφερε να αναπτυχθεί με μια επίπλαστη ομοιομορφία, παρά τις πολλές ασυνέπειες και αντιφάσεις, χάρη στο κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε στη Μέση Ανατολή κατά την περίοδο της Α’ Σταυροφορίας. Στην πραγματικότητα, υπέκυψε στην πρώτη σύγκρουση με έναν ισχυρό και αποφασιστικό αντίπαλο και μετά βίας επιβίωσε για έναν ακόμη αιώνα ως τοπική δύναμη.
Οι Χριστιανικές δυνάμεις έφθασαν στη κρίσιμη για την τύχη των Σταυροφορικών βασιλείων στους Αγίους Τόπους, μάχη του Χαττίν, διχασμένες και αναστατωμένες από εσωτερικούς αγώνες για την διαδοχή στο θρόνο του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Με το κύρος που απέκτησε μετά την νίκη στη μάχη του Μονζισάρ, ο Βαλδουίνος IV κατάφερε να κρατήσει ενωμένα τα πολυάριθμα τμήματα του βασιλείου, που διοικούνταν από απογόνους των πρώτων Σταυροφόρων. Αρκετές γενιές αργότερα, τα πρόσωπα (Βοημούνδος/Bohemond, Ραϋμόνδος/Raymond, Βαλδουίνος/Baldwin) παρέμειναν τα ίδια, χωρίς διάθεση για ενότητα και σεβασμό στο κοινό καλό που χαρακτήριζε την πρώτη γενιά κατακτητών.
Ο θάνατος του ηγέτη το 1185, πυροδότησε έναν σκληρό αγώνα διαδοχής στο όνομα του νεαρού Βαλδουίνου V και στη συνέχεια μετά το θάνατό του το επόμενο έτος, για την διαδοχή του. Οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές αντιπαρέβαλλαν η μία τον Ραϋμόνδο της Τρίπολης ο οποίος προερχόταν από λαμπρή οικογένεια και είχε μεγάλη εμπειρία και η άλλη πλευρά τον Γκυ του Λουζινιάν, αδελφό του αποθανόντος μονάρχη, ατιμασμένο λόγω δειλίας, πρόσφατα αφιχθέντα από την Ευρώπη και υποχείριο του Βαλδουίνου. Ο Γκυ υπερίσχυσε, υποστηριζόμενος από δύο εξέχουσες προσωπικότητες: τον Γεράρδο του Ριντφόρ/Gerard de Ridefort, Μέγα Μάγιστρο των Ιπποτών και εχθρό του Ραϋμόνδου και τον Ραϋνάλδο του Σατιγιόν/Raynald de Chatillon, ένα είδος «εγκληματία πολέμου» που πέρασε πολύ καιρό σε Μουσουλμανικές φυλακές.

Ενώ οι Χριστιανοί βρίσκονταν στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου, στους Μουσουλμάνους επικρατούσε διαφορετικό κλίμα. Ήδη στα μέσα του αιώνα, η επίθεση στην Δαμασκό από τον Νουρεντίν, είχε σηματοδοτήσει την σύγκλιση των Μουσουλμανικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, ενώ μετά από αυτόν, ο Σαλαντίν ως Σουλτάνος, ολοκλήρωσε την ένωση υπό το Σκήπτρο των Συριακών Εμιράτων της Βαγδάτης και των Φατιμιδικών Χαλιφάτων της Αιγύπτου. Με αυτόν τον τρόπο, οι Ισλαμικές δυνάμεις ενώθηκαν κατά μήκος της ερήμου μεταξύ Χαλεπίου – Δαμασκού – Αμμάν – Άκαμπα, περικυκλώνοντας και αποκλείοντας τα εδάφη των Σταυροφόρων.
Από το 1183 υπήρξε εκεχειρία μεταξύ των δύο πλευρών, αλλά ο Ραϋνάλδος του Σατιγιόν την άνοιξη του 1187, ενεργώντας απερίσκεπτα επιτέθηκε σε Μουσουλμανικά καραβάνια προσκυνητών από το προπύργιο του Καράκ. Τα αιτήματα για ικανοποίηση από τον Σαλαντίν, απορρίφθηκαν από τον βασιλιά Γκυ (ο οποίος δεν ήταν σε θέση να επιβληθεί στον Ραϋνάλδο) ενώ ο Ραϋμόνδος της Τρίπολης αποστασιοποιήθηκε και μαζί με τον Βοημούνδο της Αντιόχειας, αποσυνδέθηκε από τους άλλους βαρόνους και υπέγραψε μονομερή ανακωχή με τον Σουλτάνο.
Μουσουλμανική αντίδραση
Οι κινήσεις του Σαλαντίν μετατράπηκαν αμέσως σε γενική κινητοποίηση του Ισλαμικού κόσμου για «ιερό πόλεμο». Οι Εμίρηδες έλεγαν: «στην Ανατολή ο κόσμος μας βρίζει λέγοντας ότι σταματήσαμε να πολεμάμε τους άπιστους και θέλουμε να πολεμήσουμε τους Μουσουλμάνους. Πρέπει λοιπόν να κάνουμε κάτι γι’ αυτό και να φιμώσουμε την κριτική που μας ασκούν» γράφει ο Ιμπν αλ Αθίρ/Ibn al-Athìr.
Από τα μέσα Μαρτίου, ενώ επιχειρούσε στην περιοχή της Δαμασκού, ο Σαλαντίν ζήτησε από τον Κυβερνήτη της Αιγύπτου, τον αδερφό του Αλ-Αντίλ, να στείλει δυνάμεις στη Συρία, ενώ ο ανιψιός του Τάκι αλ Ντιν/Taqi al-Din έλεγχε την περιοχή του Χαλεπίου κατά μήκος των συνόρων με την Αντιόχεια. Κατόπιν άφησε τα στρατεύματά του στη διοίκηση του γιου του Αλ-Αφντάλ και μετακινήθηκε νότια της Μπουσρά για να προστατεύσει καραβάνια προσκυνητών που ταξίδευαν στη Μέκκα κατά τη διάρκεια του Μουσουλμανικού μήνα Μουχαράν. Το επόμενο βήμα του Σαλαντίν, στα τέλη Απριλίου, ήταν να πραγματοποιήσει εφόδους στην απέναντι όχθη του ποταμού Ιορδάνη, ταυτόχρονα με τον Αλ-Αφντάλ. Η αρχική αντίδραση του Γκυ των Λουζινιάν και των συμμάχων του, αντί να αναλάβουν πρωτοβουλία ενάντια στην απειλή, ήταν να τιμωρήσουν τον «προδότη» Ραϋμόνδο, ο οποίος βάδιζε κατά των υποτελών επαρχιών του στη Γαλιλαία.

Εν τω μεταξύ, ο Αλ-Αφντάλ ζήτησε την άδεια του Ραϋμόνδου προκειμένου να διέλθει μέσω της επικράτειάς του, ένα απόσπασμα 7.000 Μαμελούκων κατευθυνόμενο στην Παλαιστίνη. Ο κόμης, σεβόμενος τις συμφωνίες, αναγκάστηκε να συμφωνήσει με όρους. Ενημερωμένος για το θέμα από τον Ραϋμόνδο, ο Γεράρδος του Ριντφόρ (που εστάλη άκαιρα από τον βασιλιά για να διαπραγματευτεί τη συμφιλίωση μεταξύ των δύο πλευρών) συγκέντρωσε 130 Ιππότες 200 Τουρκόπουλους (εκχριστιανισμένοι μισθοφόροι Τουρκικής καταγωγής) και 400 πεζούς, με την πρόθεση να δώσουν μάχη.
Ο Ζακ ντε Βιτρύ/Jacques de Vitry γράφει: «Όταν οι Ναΐτες κλήθηκαν στη μάχη, δεν ρώτησαν πόσοι ήταν οι εχθροί, αλλά που βρίσκονται». Την πρώτη Μαΐου, παρά τις διαμαρτυρίες των κατωτέρων του, ο Μέγας Μάγιστρος αποφάσισε να επιτεθεί σε Μουσουλμάνους ενώ έπιναν στις πηγές του Κρεσόν, λίγα μίλια από τη Ναζαρέτ, αλλά από αυτή τη φοβερή σύγκρουση μόνο αυτός έμεινε ζωντανός. Ωστόσο, αυτή η σφαγή βοήθησε στην επανένωση του Ραϋμόνδου, αντιλαμβανόμενος τους κινδύνους που προκάλεσε η διφορούμενη πολιτική του. Έτσι μετά την ήττα, ο κόμης της Τρίπολης μετέβη στην Ιερουσαλήμ ως ένδειξη υποταγής στον Γκυ, αφήνοντας τη σύζυγό του Εσίβα/Eschiva στο προπύργιο της Τιβεριάδας.
Αντίπαλες δυνάμεις
Οι δυνάμεις του Σαλαντίν και του γιου του, ενώθηκαν στις 27 Μαΐου 1187 κατά μήκος των συνόρων με τις Σταυροφορικές πόλεις, στο Ταλ’ Ασταράχ, αναμένοντας ενισχύσεις. Στην άλλη πλευρά της Ιορδανίας, ο βασιλιάς αφού συγκέντρωσε τους βαρόνους στην Άκρα, αποφάσισε να συγκεντρώσει όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις στη Σεπφωρίδα, επτά χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Ναζαρέτ.
Στις 24 Ιουνίου 1187, όταν ο Σουλτάνος καταμέτρησε τα στρατεύματά του στο Ταλ Τασίλ κοντά στο στρατόπεδο Ταλ’ Ασταράχ, διαπίστωσε ότι διέθετε ένα στρατό ανδρών «πολλών όπως οι κόκκοι άμμου σε μια παραλία» και όπως γράφτηκε στο Μικρό βιβλίο για την κατάκτηση των Αγίων Τόπων από τον Σαλαντίν/Libellus de expugnatione Terrae Sanctae per Saladinum: «45.000 άνδρες, 12.000 εκ των οποίων ήταν ιππότες που είχαν έρθει από όλο τον Ισλαμικό κόσμο». Τα επίλεκτα στρατεύματα του Σουλτάνου αποτελούνταν κυρίως από Τούρκους Μαμελούκους, αλλά και από Κούρδους, Αρμένιους και Άραβες του Ιράν, σχεδόν όλοι πρώην σκλάβοι εκπαιδευμένοι στα όπλα. Μεταξύ τους, ξεχώριζε το Σουλτανικό Σύνταγμα Μαμελούκων με κίτρινες στολές, τόξα, πολεμικά ρόπαλα και το τυπικό γκαντάρα/ghaddara, μια ατσάλινη ράβδο μήκους περίπου 80 εκ. Υπήρχαν τμήματα ιπποτών και Αιγυπτίων, με ή χωρίς φολιδωτή πανοπλία και τουρμπάνι, οπλισμένα με λόγχες, ξίφη, τόξα και ασπίδες δίπλα σε Σουδανούς τοξότες, οπλισμένους επίσης με βαριά πολεμικά ρόπαλα.

Μαζί του αναπτύχθηκαν οι στρατοί των Συριακών και των Ιρακινών εμιράτων, στο Χαλέπι, την Μοσούλη, την Δαμασκό και την Χομς, εναντίον των οποίων πολεμούσε ο Σαλαντίν μέχρι πριν λίγο. Μεταξύ τους ήταν Τούρκοι ιπποτοξότες και το εντυπωσιακό βαρύ Αραβικό ιππικό, με την καπιτονέ ενδυμασία, την μεταλλική πανοπλία και τα εντυπωσιακά κράνη. Επιπρόσθετα υπήρχαν και βοηθητικά τμήματα της Μεσοποταμίας, Τουρκομάνοι και Κούρδοι μισθοφόροι, Βεδουίνοι και μονάδες πεζικού.
Η Χριστιανική στρατολόγηση οδήγησε στη Σεπφωρίδα (αρχ. Διοκαισάρεια πλησίον της Ναζαρέτ) 1.200 έως 1.500 βαριά οπλισμένους ιππότες, προερχόμενοι από φεουδαρχικούς υποτελείς και ιπποτικά τάγματα Ναϊτών/Templars και Ιωαννιτών/Hospitallers. Η πόλη διέθεσε περίπου 4.000 έως 5.000 ελαφρύ πεζικό αποτελούμενο από αξιωματικούς και Τουρκόπουλους, ενώ το πεζικό, το οποίο ήταν περίπου 15.000 έως 18.000 άνδρες, στελεχώθηκε από το υπάρχον ανθρώπινο δυναμικό….«στις πόλεις ή στα κάστρα δεν παρέμεινε ούτε ένας άνθρωπος ικανός για μάχη».
Οι περισσότεροι στρατιώτες ήταν μισθοφόροι βαλιστροφόροι (Ευρωπαίοι και ντόπιοι) – οι Μαρωνίτες συγκεκριμένα θεωρούνταν εξαίρετοι τοξότες – οι οποίοι προσλήφθηκαν χάρη στη λεγόμενη «αμοιβή Σαλαντίν» και τα χρήματα που κατέβαλε ο Ερρίκος ΙΙ της Αγγλίας ως εξιλέωση για τη δολοφονία του Αρχιεπισκόπου Τόμας Μπέκετ. Τέλος, υπήρχαν πολλοί Χριστιανοί ναυτικοί από την Ιταλία που υπερασπίζονταν τα οικονομικά της συμφέροντα στις πόλεις των Αγίων Τόπων και μεγάλος αριθμός απλών πολιτών οπλισμένων με ραβδιά και βέλη.
Πορεία Σταυροφόρων
Ανατολικά της Σεπφωρίδας, η οποία βρισκόταν κοντά στο τελευταίο σημαντικό απόθεμα νερού πριν τη λίμνη Τιβεριάδα, εκτεινόταν άγονο και αφιλόξενο οροπέδιο. Τα στοιχεία υποδείκνυαν στους Φράγκους να περιμένουν την επίθεση του Σαλαντίν, διότι ο Μουσουλμάνος ηγέτης είτε θα υποχωρούσε αδυνατώντας να κρατήσει ενωμένο έναν τόσο ογκώδη και ανομοιογενή στρατό είτε θα αναγκαζόταν να επιτεθεί σε έναν αντίπαλο που βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση.
Στην πραγματικότητα, ο Σουλτάνος μετακινήθηκε δυτικά μεταφέροντας το στρατόπεδο στα υψίπεδα του Γκολάν στις 26 Ιουνίου και μετά στις 30 του ιδίου μηνός εγκαταστάθηκε μεταξύ της λίμνης και του Χριστιανικού στρατοπέδου στο Κάφρ Σατ/Kafr Sat, προσπαθώντας να διώξει τους αντιπάλους του στη Σεπφωρίδα. Η επόμενη κίνησή του ήταν να επιτεθεί στις 2 Ιουλίου στην Τιβεριάδα, με μοναδικό σκοπό, όπως αναφέρει ο Ιμπν αλ Αθίρ/Ibn al-Athìr: «να απομακρύνει τους Φράγκους από τις θέσεις τους για να τους πολεμήσει». Η πόλη έπεσε εκείνη τη νύχτα και η μικρή φρουρά που άφησε ο Ραϋμόνδος για να προστατέψει την σύζυγό του βρήκε καταφύγιο στην ακρόπολη της πόλης.

Στο Χριστιανικό στρατόπεδο, φαίνεται ότι αρχικά υπερίσχυσε η άποψη του Ραϋμόνδου να αντιμετωπίσουν τον Σαλαντίν επί τόπου, παρά το γεγονός ότι αρκετοί στο συμβούλιο ήταν καχύποπτοι λόγω των σχέσεων του με τον Σαλαντίν. Τελικά ο επικεφαλής των Ναϊτών Γεράρδος του Ριντφόρ με την υποστήριξη του Ραϋνάλδου του Σατιγιόν πίεσε τον Γκυ να βαδίσουν κατά των Μουσουλμάνων και το βράδυ της 2 Ιουλίου αποφασίστηκε να ξεκινήσει ο στρατός για την Τιβεριάδα.
Την επόμενη μέρα, ο στρατός απογοητευμένος από την ξαφνική αλλαγή στρατηγικής, ξεκίνησε την αυγή για το οροπέδιο, βαδίζοντας σε ένα άνυδρο, ξηρό και αμμώδες περιβάλλον. Ελάχιστες φορές στην ιστορία, ένα πεδίο μάχης θα διαδραμάτιζε καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της μάχης. Επικεφαλής τέθηκε ο Ραϋμόνδος, ενεργώντας ως άρχοντας της περιοχής, ενώ στο κέντρο ήταν ο βασιλέας Γκυ και οι Επίσκοποι της Άκρα και της Λύδδας, ως φύλακες του Τιμίου Ξύλου. Η φάλαγγα έκλεινε με τους Ναΐτες και Ιωαννίτες Ιππότες, με επικεφαλής τον Μπαλιάν του Ιμπελέν, δεύτερο σύζυγο της βασιλομήτορος Μαρίας Κομνηνής. Στο κέντρο παρατάχθηκε το βαρύ ιππικό σε τρεις στοίχους, προστατευμένο από Τουρκόπουλους και βαλιστροφόρους, που αποτελούσε εξ αρχής βασικό στόχο των Τούρκων τοξοτών και παρενοχλούνταν ακουστικά από τον εκκωφαντικό ήχο των εχθρικών τυμπάνων που ακουγόταν και από τις δύο πλευρές, πολύ κοντά στον Χριστιανικό στρατό.

Η μάχη
Πλησιάζοντας στο όρος Τουράν, ο Γκυ αγνόησε την ευκαιρία να μετακινηθεί προς τις κοντινές πηγές και έτσι στα μέσα της ημέρας, μετά από 18 χιλιόμετρα, οι Σταυροφόροι βρέθηκαν να πορεύονται υπό αφόρητη ζέστη με άδεια δοχεία νερού, ενώ πολλά άλογα σκοτώθηκαν από Τούρκους τοξότες και οι πανοπλίες των στρατιωτών γέμισαν εχθρικά βέλη. Σύμφωνα με τα λόγια του Μουσουλμάνου χρονογράφου Ιμάντ αντ Ντιν/Imad ad-Din, «τα λιοντάρια είχαν γίνει σκαντζόχοιροι».
Η φάλαγγα άρχισε να καταρρέει, ενώ στα μετόπισθεν ο Γεράρδος αναγκάστηκε να σταματήσει λόγω των επιθέσεων της αριστερής πτέρυγας του Μουσουλμάνων, υπό τον Γκουκμπουρί. Ο Ραϋμόνδος που έφτασε στη διασταύρωση Μεσκενάχ, η οποία βρίσκεται 12 χιλιόμετρα από τη λίμνη, φοβήθηκε να προχωρήσει και επέλεξε να μετακινηθεί βορειοανατολικά. Ακριβώς στα έξι χιλιόμετρα υπήρχε ένας βραχώδης λόφος με δύο κορυφές, ύψους 30 μέτρων, γνωστός ως Τα κέρατα του Χαττίν, όπου οι στρατιώτες μπορούσαν να ξεδιψάσουν και να κατασκηνώνουν για τη νύχτα.

Η εν λόγω κίνηση αναμενόταν από τον Σαλαντίν που παραμόνευε στους λόφους κοντά στο Καφρ Σατ. Ο Σουλτάνος διέταξε την δεξιά πτέρυγα υπό την εντολή τον Τάκι αλ Ντιν να αποκόψει το δρόμο προς τις πηγές, αναγκάζοντας τον Ραϋμόνδο να κατασκηνώσει μεταξύ Μεσκενάχ και Νιμρίν, όπου το βράδυ, έφτασαν άλλα δύο τμήματα. Η νύχτα της 3-4 Ιουλίου σημαδεύτηκε από την συνεχή υπόκρουση τυμπάνων, ένα πραγματικό βασανιστήριο για τους Χριστιανούς, που ήταν εγκλωβισμένοι σε σημείο «που δεν μπορούσε να περάσει ούτε γάτα.»
Οι Μουσουλμάνοι είχαν αναπτυχθεί στους λόφους μέσα στα δέντρα και συγκεκριμένα ο Σαλαντίν στην Λουμπίγια και Γκουκμπουρί στη Μεσκενάχ και στο Νιμρίν. Όπως γράφει ο Γουλιέλμος της Τύρου: «ο Σαλαντίν διέταξε τους άνδρες του να μαζέψουν ξύλα, ξηρό γρασίδι, θημωνιές και οτιδήποτε μπορούσε να καεί και να στήσουν φράχτη περιμετρικά. Το πρωί διέταξε να ανάψουν φωτιές και αυτό σε συνδυασμό με την ζέστη, επιβάρυνε περισσότερο τους ήδη ταλαιπωρημένους Χριστιανούς».
Σύμφωνα με τον Γουλιέλμο της Τύρου: «Ενώ οι Τούρκοι άρχισαν να εκτοξεύουν βέλη που έπεφταν «σαν σμήνος ακρίδων» στο στρατόπεδο των Σταυροφόρων η δίψα των στρατιωτών επιδεινώθηκε από το στρατηγικό τέχνασμα του Σαλαντίν, ο οποίος διέταξε τους άντρες του να συγκεντρώσουν καμήλες με ασκούς γεμάτους νερό από τη λίμνη Τιβεριάδα και αφού παραταχθούν κοντά στο στρατόπεδο να τα αδειάσουν μπροστά στους διψασμένους Χριστιανούς, καταρρακώνοντας το ηθικό τους».
Ο Σουλτάνος εν τω μεταξύ επωφελήθηκε για να ενισχυθεί με 70 καμήλες, γεμάτες βέλη.

Οι Χριστιανοί αξιωματούχοι, με τον βασιλιά να ρωτά συνεχώς τι πρέπει να κάνει, αποφάσισαν να πολεμήσουν για να ανοίξουν τουλάχιστον μια δίοδο για τη λίμνη. Με χαμηλό ηθικό, με τις λίγες εναπομείνασες δυνάμεις και την επίγνωση ότι οδεύει σε αυτοκτονία, ο Χριστιανικός στρατός ξεκινά την πορεία προς τα «Κέρατα του Χαττίν». Κάποιοι Ιππότες αυτομόλησαν στον Σαλαντίν «αφού δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα και ήταν ήδη νεκροί». Η σύγκρουση ξεκίνησε με φωτιές που άναψαν οι Μουσουλμάνοι, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τον άνεμο για να στείλουν τον καπνό στους Φράγκους, αυτή τη φορά όχι για να εμποδίσουν την πορεία τους, αλλά για να θολώσουν το τοπίο. Ο Χριστιανικός στρατός «υπέφερε από τη δίψα, τη ζέστη, τη φωτιά, τον καπνό και την ένταση της μάχης» έγραψε ο Ιμπν αλ Αθίρ.

Όταν επιτέθηκαν οι Μουσουλμάνοι, ένα τμήμα του Χριστιανικού πεζικού λιποψύχησε πριν την σύγκρουση και κατέφυγε πρόσκαιρα σε έναν απότομο λόφο, μόνο και μόνο για να συλληφθεί και να εξολοθρευτεί λίγο αργότερα.

Τα ιπποτικά τάγματα της οπισθοφυλακής απομονώθηκαν από τα στρατεύματα του Γκουκμπουρί και του Σαλαντίν και οι αδύναμες πλέον επιθέσεις τους αποκρούσθηκαν εύκολα από τους Μαμελούκους.
Ο Ραϋμόνδος προσπάθησε να προχωρήσει προς τους λόφους και τις πηγές, αλλά το πεζικό και οι βαλιστροφόροι, που είχαν αναλάβει να προστατεύσουν τους Ιππότες, ήταν διασκορπισμένοι σε αναζήτηση νερού και προς το μεσημέρι ο βασιλιάς στερήθηκε της υποστήριξης του πεζικού και αποφάσισε να κατασκηνώσει, με τρεις σκηνές στους πρόποδες του λόφου του Χαττίν. Αντίθετα ο Ραϋμόνδος, μόλις συγκέντρωσε τα στρατεύματά του, επιχείρησε μια τελευταία επίθεση απελπισίας αλλά η αντίδραση των Μουσουλμάνων ήταν άμεση με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει την προσπάθεια και να συνεχίσει προς την Τύρο.

Νωρίς το απόγευμα και ενώ το απομονωμένο Χριστιανικό πεζικό στην πλαγιά είχε διασκορπιστεί ή συλληφθεί, οι μάχες επικεντρώθηκαν γύρω από την κόκκινη σκηνή του Γκυ, η οποία ήταν περικυκλωμένη και δεχόταν διαδοχικές επιθέσεις από τους Τούρκους ιπποτοξότες. Μετά τον θάνατο του Επισκόπου της Άκρας, θεματοφύλακα του Τιμίου Ξύλου, ακολούθησε επίθεση από τον Τάκι αλ Ντιν, η οποία απέφερε την αρπαγή του κειμηλίου, με την ανεκτίμητη συμβολική αξία. Ο Ιμπν αλ Αθίρ γράφει: «οι Μουσουλμάνοι κατάσχεσαν τον Μεγάλο Σταυρό (εννοεί το Τίμιο Ξύλο) όπου όπως λένε είναι ένα κομμάτι ξύλο στο οποίο σταυρώθηκε ο Μεσσίας. Αυτή η αρπαγή αποτέλεσε γι’ αυτούς πλήγμα, θεωρώντας ότι έφτασε το τέλος».
Οι περίπου 150 Ιππότες που παρέμειναν γύρω από τον Γκυ, βρήκαν τη δύναμη να επιτεθούν άλλες δύο φορές κατά του Σουλτάνου. Ο Ιμπν αλ Αθίρ μεταφέρει την μαρτυρία του γιου του Σαλαντίν Αλ Αφντάλ/al-Afdal: «Κοίταξα τον πατέρα μου και είδα ότι ήταν ταραγμένος, χλωμός και κρατούσε την ασπίδα». Ο γιός αναφώνησε: «Τους νικήσαμε!» αλλά ο πατέρας του τον σταμάτησε λέγοντας: «Σιωπή, θα τους νικήσουμε όταν πέσει η σκηνή του βασιλιά» και τότε έπεσε η κόκκινη σκηνή σημαίνοντας το τέλος της μάχης.
Εκτός από το τμήμα του Ραϋμόνδου της Τρίπολης, από το πεδίο μάχης γλύτωσαν περίπου 3.000 Ιππότες της οπισθοφυλακής του Μπαλιάν του Ιμπελέν.

Πέρα από τους νεκρούς, το Χρονικό αναφέρει για τους αιχμαλώτους, ότι ήταν τόσο πολλοί ώστε οι τιμές στο σκλαβοπάζαρο της Δαμασκού μειώθηκαν σε σημείο ένας σκλάβος να κοστίζει όσο ένα ζευγάρι σανδάλια. Σχεδόν όλοι οι ευγενείς του βασιλείου έπεσαν στα χέρια των Μουσουλμάνων, ξεκινώντας από τον βασιλιά, τον αδερφό του, τους Μάγιστρους των Ναϊτών και Ιωαννιτών ιπποτών μέχρι τους υποτελείς του Στέμματος. Ο Σαλαντίν τους μεταχειρίστηκε όλους με ευγένεια και αργότερα τους ελευθέρωσε, με εξαίρεση τον Ραϋνάλδο του Σατιγιόν, για τον οποίο επιφύλαξε ιδιαίτερη μεταχείριση. Συγκεκριμένα ο Μουσουλμάνος ηγέτης προσέφερε ένα κύπελλο νερό στον ομόλογό του Γκυ του Λουζινιάν ο οποίος αφού ήπιε, το έδωσε στον Ραϋνάλδο. Επειδή στον Αραβικό κόσμο η προσφορά τροφής ή νερού στον αιχμάλωτο σήμαινε προστασία της ζωής του, όταν ο Σαλαντίν είδε την εν λόγω κίνηση είπε: «ο εγκληματίας έλαβε νερό χωρίς την συγκατάθεσή μου και η προσφορά δεν ισχύει γι’ αυτόν» αναφερόμενος στην σφαγή των Μουσουλμάνων προσκυνητών. Κατόπιν τον αποκεφάλισε και άλειψε το πρόσωπό του με το αίμα του, ως ένδειξη ότι εκπλήρωσε τον όρκο εκδίκησης για την σφαγή.

Στα μέλη των ιπποτικών ταγμάτων δόθηκε η δυνατότητα επιλογής μεταξύ προσηλυτισμού και εκτέλεσης, την οποία ελάχιστοι αποδέχθηκαν με αποτέλεσμα να θανατωθούν 230 ιππότες από τους Μουταβίγια/Muttawyah, τους Μουσουλμάνους ομολόγους τους. Από την σφαγή γλίτωσε ο Γεράρδος του Ριντφόρ τον οποίο ο Σαλαντίν σκόπευε να χρησιμοποιήσει ως διαπραγματευτικό ατού.
Ουδέποτε ο Χριστιανικός κόσμος υπέστη παρόμοια ήττα ενάντια στον Ισλαμικό. Ανεξάρτητα από τις συνέπειες ούτε η ήττες στο Μαντζικέρτ ή το Γιαρμούκ/Yarmuk, υπήρξαν τόσο σημαντικές όσο η ήττα στο Χαττίν. Ο διάσημος Βυζαντινολόγος Στίβεν Ράνσιμαν/Steven Runciman γράφει: «Οι Χριστιανοί της Ανατολής είχαν ήδη υποστεί καταστροφές, καθώς βασιλείς και πριγκίπισσες είχαν αιχμαλωτιστεί και φυλακιστεί από αντιπάλους που απέβλεπαν σε υλικά αγαθά. Στα Κέρατα του Χαττίν εξολοθρεύτηκε ο μεγαλύτερος στρατός που είχε συγκεντρώσει ποτέ το Χριστιανικό βασίλειο, το Τίμιο Ξύλο χάθηκε και ο νικητής αναδείχθηκε σε ηγέτη ολόκληρου του Μουσουλμανικού κόσμου».
Συνέπειες
Μετά την ήττα, τα Χριστιανικά εδάφη έμειναν εκτεθειμένα στην επέλαση του Σαλαντίν. Ο Σουλτάνος γνώριζε ότι έπρεπε να εκμεταλλευτεί αμέσως την κατάληψη των παράκτιων πόλεων που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως βάση για τον έλεγχο των δυτικών ενισχύσεων, πριν οργανωθεί νέα σταυροφορία. Πράγματι στις 5 Ιουλίου, κατέκτησε την Τιβεριάδα, στις 10 Ιουλίου την Άκρα, η Σιδώνα παραδόθηκε στις 29 Ιουλίου, η Βηρυτός αλώθηκε στις 6 Αυγούστου και η Ασκελόν στις 4 Σεπτεμβρίου, ενώ μετά από πολιορκία, παραδόθηκε και η Γάζα.
Υπεύθυνος για την άμυνα της Ιερουσαλήμ του τελευταίου Χριστιανικού προπυργίου, ήταν ο Μπαλιάν του Ιμπελέν, ο οποίος είχε καταφέρει να διασωθεί από το Χαττίν. Στην πόλη έφτασαν, ειδικά μετά τις κατακτήσεις του Σαλαντίν, περίπου 60.000 άνθρωποι, αλλά μόνο το 10% ήταν στρατιώτες. Επιπλέον, πολλοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί επιθυμούσαν ένα πιο ανεκτικό καθεστώς και ο Μπαλιάν δεν μπορούσε να βασιστεί στην συνεργασία τους. Προς τούτο εξόπλισε όλους τους εφήβους άνω των 15 ετών και μερικούς πολίτες, ενώ για να πληρώσει τους μισθοφόρους, έλιωσε πολύτιμα μέταλλα που πήρε από τους ναούς.
Στις 20 Σεπτεμβρίου, ο Σουλτάνος έφτασε έξω από τα τείχη και ανέπτυξε τις δυνάμεις του δυτικά, υποθέτοντας εσφαλμένα ότι την δεδομένη στιγμή η πόλη ήταν πιο αδύναμη από ποτέ. Όταν πρότεινε αρχικά μέσω του Γκυ και του Γεράρδου την παράδοση της πόλης και την ασφαλή αποχώρηση των κατοίκων, ο Μπαλιάν αρνήθηκε απαντώντας ότι θα πολεμούσαν μέχρις εσχάτων. Τότε ο Σαλαντίν εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση εκμεταλλευόμενος ταυτόχρονα τον άνεμο για να μεταφέρει την σκόνη και άμμο από τους καταπέλτες στους πολιορκημένους, αλλά οι Χριστιανοί προέβαλαν σθεναρή αντίσταση πολεμώντας ακόμη και εκτός των τειχών.

Στις 26 Σεπτεμβρίου, ο Σουλτάνος άλλαξε μέτωπο και κατέλαβε τη βορειοανατολική πλευρά, στο Όρος των Ελαιών, βομβαρδίζοντας με 40 καταπέλτες ολόκληρη την περιοχή προκαλώντας σοβαρό ρήγμα στο τείχος, από το οποίο εισήλθαν οι Μουσουλμάνοι και επακολούθησε σφαγή. Βλέποντας ο Μπαλιάν ότι η αντίσταση ήταν μάταιη αποδέχθηκε τους αρχικούς όρους του Σαλαντίν ο οποίος απαίτησε επιπλέον την καταβολή 30.000 σολδίων (Γαλλικό χάλκινο ή ορειχάλκινο νόμισμα) και στις 2 Οκτωβρίου 1187 τα Μουσουλμανικά στρατεύματα εισέρχονταν στην πόλη.
Ο Σαλαντίν έδωσε διορία σαράντα ημέρες για να καταβληθούν τα χρήματα των λύτρων και όλο αυτό το διάστημα τα στρατεύματά του ήλεγχαν την πόλη χωρίς να διαπράξουν οποιαδήποτε πράξη βίας. Ο Ράνσιμαν αναφέρει: «Εκεί όπου πριν 88 έτη οι Φράγκοι έχυσαν ποτάμια αίματος τώρα δεν λεηλατήθηκε ούτε ένα κτίριο και δεν σκοτώθηκε ούτε ένα άτομο». Επιπλέον επιτράπηκε η μετοίκηση των Εβραίων και των Ορθοδόξων Χριστιανών, ένδειξη της μεγαθυμίας του Σαλαντίν.
Ο γραμματέας του Σαλαντίν, Ιμάντ αλ Ντιν αλ Ισφαχάνι/Imad al-Din al-Isfahani, ισχυρίζεται ότι ο Λατίνος Πατριάρχης Ηράκλειος αφαίρεσε χρυσά σκεύη από τις εκκλησίες στο Όρος του Ναού και πήρε μαζί του τους θησαυρούς. Μετά την άλωση της Ιερουσαλήμ, ο Ηράκλειος αναζήτησε καταφύγιο στην Αντιόχεια, μαζί με τη βασίλισσα Σίβυλλα. Στη συνέχεια συμμετείχε στην πολιορκία της Άκρας, όπου η άφιξή του ενθάρρυνε το στρατό. Απεβίωσε από ασθένεια κατά τη διάρκεια της Γ’ Σταυροφορίας τον χειμώνα του 1190-1191.
Η μοίρα των επιζώντων δεν ήταν καλύτερη αφού 15.000 εξ’ αυτών κατέληξαν αλυσοδεμένοι στα σκλαβοπάζαρα της Δαμασκού, ενώ όλοι σχεδόν οι Χριστιανικοί θύλακες των Αγίων Τόπων αρνήθηκαν να δεχτούν τους πρόσφυγες, λόγω έλλειψης τροφίμων, παρά μόνον στην Τρίπολη όπου έγιναν δεκτοί μόνο όσοι μπορούσαν να πολεμήσουν.
Ουσιαστικά τα μόνα προπύργια των Φράγκων που απέμειναν στην Μέση Ανατολή ήταν η Τρίπολη και η Αντιόχεια στις οποίες ο Σαλαντίν έδωσε χάρη, η Τύρος και ορισμένα απομονωμένα κάστρα. Η είδηση της πτώσης της Ιερουσαλήμ συγκλόνισε την Δύση, η οποία δύο χρόνια αργότερα οργάνωσε την Γ’ Σταυροφορία κατά την οποία διακρίθηκε ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος ο οποίος ανέκτησε ορισμένα εδάφη αλλά όχι την Ιερουσαλήμ. Ο Σαλαντίν απεδείχθη η «Νέμεσις» των Σταυροφόρων οι οποίοι έδωσαν μια άνιση μάχη η οποία δεν έπρεπε να χαθεί.
Βιβλιογραφία – πηγές
Steven Runciman «History of the Crusades» Cambridge University Press 1952.
David Nicole «Hattin 1187: Saladin’s Greatest Victory» Osprey Publishing 1993.
Amin Maalouf «The Crusades through Arab eyes» Schocken Books New York 1984.
Ευάγγελος Καρατζής «Η μάχη του Χαττίν» Στρατιωτική Ιστορία τεύχος 210 Ιούλιος 2014.
http://www.arsbellica.it/pagine/medievale/Hattin/hattin_eng.html
Το έργο με τίτλο μάχη του Χαττίν από τον δημιουργό Χείλων διατίθεται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές.