Πυθέας ο Μασσαλιώτης (~380 – ~310 π.Χ.)

στις

εξώφυλλο: Άγαλμα του Πυθέα από τον Auguste Ottin (1811-1890) στην πρόσοψη του Palais de la Bourse στη Μασσαλία. Rvalette / CC BY-SA

Η δημοσίευση βασίστηκε σε άρθρο του Thomas S. Garlinghouse που δημοσιεύθηκε στο Ancient History Encyclopedia στις 14 Ιουλ. 2017.

μετάφραση – επιμέλεια Χείλων

Κάπου γύρω στα 330 π.Χ., ο Πυθέας, ένας σχεδόν άγνωστος Έλληνας έμπορος, ξεκίνησε ένα εκπληκτικό ταξίδι πέρα ​​από τα γνωστά όρια της Μεσογείου, σε μέρη που υπήρχαν μόνο σε μύθους και όταν επέστρεψε, το ταξίδι και τα εκπληκτικά πράγματα που είδε αποτελούσαν θέμα συζήτησης για αιώνες.

Ο Πυθέας ήταν κάτοικος της Ελληνικής αποικίας των Φωκαέων Μασσιλίας (σημερινή Μασσαλία) η οποία αποτελούσε σημαντική εμπορική δύναμη στη δυτική Μεσόγειο λόγω της ευνοϊκής θέσης κατά μήκος της νότιας ακτής της Γαλλίας. Ήταν γνωστός ως έμπειρος θαλασσοπόρος, αστρονόμος και ναυτικός. Συνέγραψε τα έργα «Περίοδος γης» και «Περί του Ωκεανού» στο οποίο περιγράφει ένα θαλάσσιο ταξίδι στη Βρετανία, την Βόρεια Θάλασσα και τις ακτές της βορειοανατολικής Ευρώπης, στις μέχρι τότε μυστηριώδεις βόρειες χώρες που αργότερα αποτέλεσαν πηγές κασσίτερου, ήλεκτρου και χρυσού. Το έργο το οποίο γράφηκε στα Ελληνικά περί το 325 π.Χ., αποτελεί ίσως την αρχαιότερη τεκμηριωμένη περιγραφή των Βρετανικών Νήσων και των κατοίκων της. Επιπλέον περιέχει εντυπωσιακές ενδείξεις ότι ο Πυθέας ίσως έφτασε μέχρι την Ισλανδία και τον Αρκτικό Ωκεανό, εδάφη που στους Ελληνικούς μύθους κατοικούνταν από τους Υπερβόρειους μια φυλή Γιγάντων. Δυστυχώς υπάρχουν ελάχιστες λεπτομέρειες για το ταξίδι, καθώς από το έργο έχουν διασωθεί αποσπάσματα και αναφορές – παραφράσεις σε γραπτά άλλων κλασικών συγγραφέων.

Ήλεκτρον (κεχριμπάρι) Hannes Grobe / CC BY-SA

Σε αντίθεση με πολλά από τα ναυτικά συγγράμματα της εποχής, το «Περί του Ωκεανού» δεν θεωρείται περίπλους, ή τουλάχιστον δεν θεωρείται τυπικός περίπλους αφού αυτά ήταν ουσιαστικά ναυτικά αρχεία ή οδηγοί πλοήγησης. Περιείχαν μια σειρά πρακτικών πληροφοριών, όπως τις αποστάσεις μεταξύ σημαντικών παράκτιων ορόσημων ή αστρονομικών παρατηρήσεων που προορίζονταν να βοηθήσουν στα θαλάσσια ταξίδια. Αντιθέτως, το έργο του Πυθέα, αν και περιέχει τέτοιες πληροφορίες, είναι πολύ μεγαλύτερο σε κλίμακα. Αποτελεί απολογισμό από πρώτο χέρι του ταξιδιού του και περιέχει πολλές αστρονομικές, γεωγραφικές, βιολογικές, ωκεανογραφικές και εθνολογικές παρατηρήσεις. Στην πραγματικότητα, πολλοί σύγχρονοι μελετητές το θεωρούν έγγραφο με σημαντική επιστημονική και ανθρωπολογική σημασία.

Ιστορικές αναφορές

Το ταξίδι του Πυθέα έγινε γνωστό μέσω συγγραφέων, όπως ο Τίμαιος ο Ταυρομενίτης, ο Ερατοσθένης ο Κυρηναίος, ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος, ο Διόδωρος Σικελιώτης, ο Στράβων και ο Πολύβιος. Οι δύο τελευταίοι ωστόσο, ήταν ανοιχτά αντίθετοι με την ιδέα ενός τέτοιου ταξιδιού. Ο γεωγράφος Στράβων (63 π.Χ. – 24 μ.Χ) για παράδειγμα στο διάσημο έργο του «Γεωγραφικά» ισχυρίστηκε ότι ο Πυθέας ήταν «ο χειρότερος ψεύτης» και ότι η πλειονότητα των γραπτών του ήταν απλά «επινοήσεις» (Roseman, 24). Παρ’ όλα αυτά, ο Στράβων αποτελεί σημαντική πηγή για τον Πυθέα, αφού παραθέτει τα λόγια του Έλληνα εξερευνητή σε πολλές περιπτώσεις στην «Γεωγραφία» αν και τα περισσότερα από αυτά παρουσιάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να τον δυσφημούν και να θέτουν υπό αμφισβήτηση την εγκυρότητα του ταξιδιού του.

῾Ο μὲν οὖν Μασσαλιώτης Πυθέας τὰ περὶ Θούλην τὴν βορειοτάτην τῶν Βρεττανίδων ὕστατα λέγει, παρ᾿ οἷς ὁ αὐτός ἐστι τῷ ἀρκτικῷ ὁ θερινὸς τροπικὸς κύκλος· παρὰ δὲ τῶν ἄλλων οὐδὲν ἱστορῶ, οὔθ᾿ ὅτι Θούλη νῆσός ἐστί τις οὔτ᾿ εἰ τὰ μέχρι δεῦρο οἰκήσιμά ἐστιν, ὅπου ὁ θερινὸς τροπικὸς ἀρκτικὸς γίνεται.

«Ο μεν λοιπόν Πυθέας ο Μασσαλιώτης σχετικά με την Θούλη λέει ότι είναι βορειότερη από τα Βρετανικά νησιά και αποτελεί το έσχατο μέρος του κόσμου, όπου και ο θερινός τροπικός κύκλος είναι ίδιος με τον αρκτικό κύκλο. Από δε τους άλλους τίποτε δε διηγούμαι (εννοεί συγγραφείς) ούτε ότι υπάρχει κάποιο νησί Θούλη, ούτε εάν τα μέρη αυτά τώρα είναι κατοικήσιμα, εκεί όπου ο θερινός τροπικός γίνεται αρκτικός» Στράβων – Γεωγραφικὰ Β’.5.8

Στράβων «Γεωγραφικά» έκδοση 1620

Πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι οι σκληρές κατηγορίες του Στράβωνα προέρχονται από το έργο του Πολύβιου (200 π.Χ. – 118 π.Χ.) Έλληνα ιστορικού του 2ου αιώνα, ο οποίος ήταν ακόμα πιο καυστικός στις κατηγορίες του για τον Πυθέα. Το έργο του «Ιστορίες» (Βιβλίο 34) αποσπάσματα του οποίου διασώζονται, αποτελεί εκτεταμένη πολεμική κατά του Πυθέα. Η έχθρα προς τον Πυθέα από αυτούς τους δύο συγγραφείς είναι αξιοπερίεργη και πιθανόν να οφείλεται σε κάτι περισσότερο από αυτό που ο Βρετανός αρχαιολόγος Barry Cunliffe χαρακτήρισε «επαγγελματική αντιζηλία» (Cunliffe, 173).

Αντιθέτως άλλοι κλασσικοί συγγραφείς, υπήρξαν ευνοϊκά διακείμενοι προς τον Πυθέα και αποδέχτηκαν το έργο του ως αξιόπιστο. Κυριότερος εξ’ αυτών ήταν ο ιστορικός Τίμαιος (περ. 345 π.Χ. – περ. 250 π.Χ.) που συνέγραψε μια εκτενή αναφορά για την ιστορία της Σικελίας και της δυτικής Μεσογείου. Πολύ πιθανόν να είχε αντίγραφο του «Περί του Ωκεανού» και να μετέφερε στοιχεία στα δικά του έργα. Ο διάσημος γεωγράφος και επικεφαλής βιβλιοθηκάριος στην Αλεξάνδρεια Ερατοσθένης ο Κυρηναίος (περ. 276 π.Χ. – 194 π.Χ.) αναφέρει τον Πυθέα σε μια πραγματεία η οποία είχε χαθεί αλλά ήταν ευρέως διαδεδομένη στον αρχαίο κόσμο.

Πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι ο Ρωμαίος ιστορικός και συγγραφέας Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23 μ.Χ. – 79 μ.Χ.) έλαβε μεγάλο μέρος των πληροφοριών του για τον Πυθέα από τον Τίμαιο και στο έργο του «Φυσική Ιστορία» αναφέρεται αρκετές φορές στο «Περί του Ωκεανού» χρησιμοποιώντας συχνά την φράση «σύμφωνα με τον Πυθέα …» ή «ο Πυθέας της Μασσαλίας έγραψε …». Ο Έλληνας ιστορικός Διόδωρος ο Σικελιώτης (περ. 90 π.Χ. – 30 π.Χ.) ο οποίος έγραψε τη μνημειώδη «Ιστορική Βιβλιοθήκη», ήταν γνωστό ότι δανείστηκε αποσπάσματα από τα γραπτά του Τίμαιου, ειδικά όσον αφορά στην αρχαία Βρετανία.

Αναπαράσταση εμπορικού πλοίου τύπου Ολκάδας

Το ταξίδι

Με βάση αυτά και άλλα αποσπάσματα, οι σύγχρονοι μελετητές προσπάθησαν να προσδιορίσουν στοιχεία του ταξιδιού του Πυθέα, αν και πολλές λεπτομέρειες παραμένουν ανεπιβεβαίωτες, όπως για παράδειγμα το είδος του σκάφους. Στην πραγματικότητα, πολλοί ιστορικοί – όπως ο Cunliffe – εικάζουν ότι ταξίδεψε ως επί το πλείστον πεζός και μπορεί να χρησιμοποίησε βάρκες Κελτικού τύπου για τις υδάτινες διαδρομές. Αλλά είναι επίσης πιθανό ο Πυθέας, ως έμπορος, να ταξίδεψε με Ολκάδα (Ολκάς=ιστιοφόρο φορτηγό πλοίο, το οποίο έφερε ένα η δύο τετράγωνα πανιά και ενδεχομένως δεν είχε κουπιά. Εκτός από τους Έλληνες, το χρησιμοποιούσαν και οι Αιγύπτιοι. Ένα παρόμοιο βυθισμένο πλοίο, εντόπισε σε άριστη κατάσταση το 1967 ο Αμερικανός αρχαιολόγος Μάικλ Κάτζεβ, που στη συνέχεια ονομάστηκε «Κυρήνεια», λόγω της θαλάσσιας περιοχής όπου βρέθηκε).

Χάρτης με την διαδρομή ταξιδιού του Πυθέα

Ανεπιβεβαίωτο παραμένει και το ακριβές δρομολόγιο, αλλά είναι γενικά αποδεκτό ότι ο Πυθέας ξεκίνησε το ταξίδι του από τη Μασσαλία και ταξίδεψε δυτικά μέσω των Ηράκλειων Στηλών (σύγχρονα στενά του Γιβραλτάρ). Έφθασε στον Ατλαντικό, ταξιδεύοντας βόρεια κατά μήκος των δυτικών ακτών της Ισπανίας και της Γαλλίας και πιθανόν αποβιβάσθηκε στη Βρετάνη. Από εκεί διέσχισε την Αγγλική Μάγχη σε ένα σημείο που ονόμασε Βελέριον, το οποίο οι σύγχρονοι μελετητές πιστεύουν ότι είναι η Κορνουάλη. Εκεί είδε τους Βρετανούς κατοίκους να εξορύσσουν κασσίτερο για το εμπόριο με την Γαλατία και κατόπιν με την Μεσόγειο. Ο Πλίνιος, παραθέτοντας τον Τίμαιο γράφει:

«υπάρχει ένα νησί που λέγεται Μίκτις, το οποίο βρίσκεται σε απόσταση πλεύσης έξι ημερών μέσω της Βρετανίας και στο οποίο υπάρχει κασσίτερος. Οι Βρετανοί διασχίζουν το νησί με βάρκες ραμμένες με δορές» (Cunliffe, 75).

Η ακριβής τοποθεσία αυτού του νησιού είναι άγνωστη, αλλά εκτιμάται ότι πρόκειται για το νησί Όρος του Αγίου Μιχαήλ στην Κορνουάλη, την χερσόνησο του Όρους Μπάτεν στο Ντέβον ή την Νήσο του Γουάιτ.

Ο Διόδωρος Σικελιώτης αποκάλεσε το νησί της Βρετανίας «Πρετανία» και τους κατοίκους του «Πρετάνι». Οι μελετητές πιστεύουν ότι και οι δύο λέξεις, οι οποίες πιθανότατα δανείστηκαν από τον Πυθέα, προέρχονται από την κοινή Πρωτο-Κελτική συνομοταξία της Κελτικής γλώσσας την οποία υιοθετεί ο Στράβων στις περισσότερες αναφορές του στο νησί. Πολλοί μεταγενέστεροι συγγραφείς, αντιθέτως, χρησιμοποιούν την ορθογραφία της Βρετανο-Κελτικής συνομοταξίας, χρησιμοποιώντας την λέξη «Βρετανία». Ο Διόδωρος Σικελιώτης περιγράφει το νησί της Βρετανίας ως «πυκνοκατοικημένο και το κλίμα του εξαιρετικά ψυχρό…» (Cunliffe, 108). Περιγράφει τους Πρετάνι ως έναν λαό που κυβερνάται από «πολλούς βασιλείς και αριστοκράτες…» (Cunliffe, 108). Σημειώνει ότι ζούσαν σε κατοικίες κατασκευασμένες από καλάμια ή ξύλο και ασχολούνταν με γεωργικές εργασίες (Cunliffe, 108). Συγκεκριμένα γράφει, παραθέτοντας τον Πυθέα:

«Ο τρόπος συγκομιδής των σιτηρών είναι να κόβουν τους καρπούς, να τους αποθηκεύουν σε στέγαστρα και αφού επιλέγουν καθημερινά τους ώριμους, να τους αλέθουν, παίρνοντας με αυτόν τον τρόπο, το φαγητό τους» (Cunliffe, 108).

Αφού μελέτησε τους κατοίκους της Κορνουάλης και της νοτιοδυτικής Βρετανίας, ο Πυθέας πιθανότατα προχώρησε βόρεια κατά μήκος της ακτής της Ουαλίας. Είναι πιθανό να κατέπλευσε στη Νήσο του Μαν πριν την πλεύση στη δυτική ακτή της Σκωτίας και τη διέλευση μεταξύ των Εσωτερικών και Εξωτερικών Εβρίδων. Σύμφωνα με διάφορες πηγές, έκανε αρκετές εξερευνήσεις και ο Στράβων αποδίδει στον Πυθέα την δήλωση ότι «διέσχισε όλη την Βρετανία με τα πόδια» προσθέτοντας χαρακτηριστικά ότι αυτό το κατόρθωμα είναι προφανώς παράλογο (Roseman, 48).

Απεικόνιση αστρονομικού οργάνου Γνώμονα

Ο Πυθέας εκτέλεσε επίσης μια σειρά από γεωγραφικές μετρήσεις χρησιμοποιώντας Γνώμονα ένα από τα αρχαιότερα και απλούστερα επιστημονικά αστρονομικά όργανα που χρησιμοποιείτο για τη χάραξη της μεσημβρινής γραμμής (διεύθυνση βορρά – νότου) την εύρεση της χρονικής στιγμής που ο ήλιος μεσουρανεί (αληθής μεσημβρία) την εύρεση των ισημεριών και των ηλιοστασίων, την εύρεση της διάρκειας των εποχών και ως δείκτης των ηλιακών ρολογιών. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι βόρεια της νήσου Βρετανίας βρίσκονται τα νησιά Ορκάδες, τα οποία οι περισσότεροι επιστήμονες θεωρούν ότι είναι τα σημερινά νησιά Orkney, αν και ο αριθμός που παραθέτει ο Πλίνιος δεν συμφωνεί με τον πραγματικό αριθμό. Από εκεί κάποιοι μελετητές πιστεύουν ότι ο Πυθέας ξεκίνησε το πιο τολμηρό σκέλος του ταξιδιού του, αφήνοντας πίσω τη Βρετανία και πλέοντας προς την Βόρεια Θάλασσα.

Η μυθική νήσος Θούλη όπως απεικονίζεται στην Carta Marina  Olaus Magnus / Public domain

Σύμφωνα με τον Στράβωνα, ο Πυθέας ταξίδεψε έξι ημέρες πριν συναντήσει την Θούλη, την οποία ορισμένοι ιστορικοί αναγνωρίζουν ως την Ισλανδία. Το αν ο Πυθέας αποβιβάσθηκε στην Ισλανδία είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενο και προβληματίζει τους ιστορικούς επί δεκαετίες. Ορισμένοι αποδέχονται ότι η Θούλη ήταν η Ισλανδία, ενώ άλλοι ισχυρίζονται ότι πρόκειται για την Νορβηγία. Ο Καναδός εξερευνητής Vilhjalmur Stefansson, ο οποίος εξερεύνησε εκτεταμένα την Αρκτική, υποστήριξε στο βιβλίο του Ultima Thule ότι η πιθανότητα να έφτασε ο Πυθέας στην Ισλανδία ήταν αρκετά μεγάλη. Εκεί ο Πυθέας υπήρξε μάρτυρας ενός φαινομένου πρωτόγνωρου στους κατοίκους της Μεσογείου, όπως η μεγάλη διάρκεια της ημέρας που βίωναν οι ταξιδιώτες σε μεγάλα γεωγραφικά πλάτη τους καλοκαιρινούς μήνες.

Ο Πλίνιος παρατηρεί:

«Τέλος, όσοι αναφέρονται στην Θούλη όπου όπως έχω πει, δεν υπάρχουν νύχτες κατά τη διάρκεια του ηλιοστασίου, όταν ο ήλιος περνάει από τον τροπικό του Καρκίνου και επίσης δεν υπάρχουν ημέρες κατά τη διάρκεια του χειμερινού ηλιοστασίου. Ορισμένοι πιστεύουν ότι αυτό διαρκεί για έξι μήνες» (Roseman, 92).

Μετά από μια μέρα πλεύσης βόρεια της Θούλης ο Πυθέας συνάντησε την «Παγωμένη Θάλασσα», έναν όρο που σύμφωνα με τους μελετητές περιγράφει τον παγωμένο Αρκτικό Ωκεανό. Σε αυτό το σημείο, είναι πολύ πιθανό η βαριά ομίχλη, το δριμύ ψύχος και τα παγωμένα ρεύματα να απέτρεψαν οποιαδήποτε περαιτέρω βόρεια διαδρομή. Παρ’ όλα αυτά, αναφερόμενος σε αυτό το μέρος το χαρακτήρισε ως ένα από τα πιο αινιγματικά περάσματα του ωκεανού. Ο Στράβων αποδίδει στον Πυθέα την δήλωση ότι αυτό ήταν ένα μέρος:

«Όπου ούτε γη, ούτε νερό, ούτε αέρας υπάρχουν ξεχωριστά, αλλά ένας συνδυασμός όλων αυτών, που μοιάζει με ένα θαλάσσιο πνεύμονα στον οποίο η γη, η θάλασσα και όλα τα στοιχεία της φύσης σχηματίζουν ένα ενιαίο σύνολο». (Roseman, 125).

Απεικόνιση φαινομένου «στρογγυλού πάγου»

Ο αινιγματικός όρος «θαλάσσιος πνεύμων» αποτελεί πεδίο προβληματισμού μεταξύ των σύγχρονων ιστορικών αφού δεν είναι ξεκάθαρο σε τι αναφέρεται ο Πυθέας όταν χρησιμοποίησε τον όρο. Η πιο ορθολογική εξήγηση και αυτή που υιοθετήθηκε από σύγχρονους ερευνητές ότι χρησιμοποίησε έναν Ελληνικό όρο για να περιγράψει τον «στρογγυλό πάγο» που δεν είχε δει ποτέ και ο οποίος είναι σχεδόν κυκλικός και επέπλεε στην επιφάνεια του νερού. Μία άλλη εξήγηση είναι ότι ο όρος αφορά στην μέδουσα (πλεύμων θαλάττιος) ένα πλάσμα που είχε ταυτοποιήσει ο Αριστοτέλης στο έργο του «Περί ζώων μορίων» το οποίο είναι στρογγυλό και επιπλέει στην επιφάνεια ή πολύ κοντά στην επιφάνεια του νερού. Αρκετοί μελετητές πιστεύουν ότι προσπαθώντας να περιγράψει αυτό το φαινόμενο, ο Πυθέας απλώς χρησιμοποίησε τον όρο θαλάσσιο πνεύμονα, διότι προσομοίαζε περισσότερο με αυτό το παράξενο θέαμα.

Εναλλακτικό δρομολόγιο του Πυθέα

Επιστρέφοντας από την Θούλη, ο Πυθέας πιθανόν ταξίδευσε στην ανατολική ακτή της Βρετανίας, που διαβρέχει την χερσόνησο Κέντις/Kentish, την οποία ονόμασε «Κάντιον», επιτυγχάνοντας έτσι τον διάπλου του νησιού. Αλλά αντί να στραφεί δυτικά και να κατευθυνθεί προς την πατρίδα του, υπάρχουν ενδείξεις ότι στράφηκε ανατολικά, ταξιδεύοντας κατά μήκος των βόρειων ακτών της Ευρώπης. Ο Πλίνιος υποστηρίζει ότι συνάντησε έναν Γερμανικό λαό, τους Γούτωνες (Γότθοι) που κατοικούσαν στις ακτές μιας μεγάλης εκβολής. Επίσης αποβιβάσθηκε σε ένα νησί πιθανώς την Ελιγολάνδη/Heligoland γνωστό για τα μεγάλα κοιτάσματα ήλεκτρου (κεχριμπαριού). Στην πραγματικότητα, το ταξίδι σε αυτό το τμήμα της Ευρώπης πιθανόν προκάλεσε η επιθυμία να ανακαλυφθεί η πηγή του ήλεκτρου, η οποία ασκούσε σημαντική έλξη για τους Έλληνες. Κάποιοι υποστήριξαν ότι από εκεί ο Πυθέας προωθήθηκε στη Βαλτική Θάλασσα και πιθανόν ταξίδεψε ανατολικά ως τον ποταμό Βιστούλα στη σημερινή Πολωνία πριν ξεκινήσει το μακρύ ταξίδι επιστροφής.

Κληρονομιά

Ο Πυθέας προφανώς έγραψε το «Περί του Ωκεανού» κάποια στιγμή αφού επέστρεψε στη Μασσαλία, κάτι που πιθανότατα δεν θα γίνει ποτέ γνωστό με ακρίβεια. Ο Cunliffe εκτιμά ότι πρέπει να έχει γραφεί την περίοδο πριν από το 320 π.Χ., επειδή λίγο μετά αναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον κλασικό συγγραφέα Δικαίαρχο τον Μεσσήνιο, μαθητή του Αριστοτέλη. Αργότερα κυκλοφόρησε ευρέως και προφανώς μελετήθηκε και αμφισβητήθηκε για τουλάχιστον δύο αιώνες. Για πολύ καιρό, μέχρι τα γραπτά του Τάκιτου και του Ιούλιου Καίσαρα, το έργο του ήταν πιθανόν η μόνη πηγή πληροφοριών για τη Βρετανία και τα βόρεια γεωγραφικά πλάτη και σίγουρα υπήρχαν αντίγραφα στις μεγάλες βιβλιοθήκες της Περγάμου και της Αλεξάνδρειας. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των αιώνων, ίσως λόγω αμέλειας, καταστροφής (η βιβλιοθήκη στην Αλεξάνδρεια υπέστη διαδοχικούς εμπρησμούς) ή συνδυασμό αυτών, τα έργα του χάθηκαν και μαζί τους ένα από τα πιο σημαντικά ερευνητικά ταξίδια της αρχαιότητας.

Πολύβιος Manfred Werner – Tsui / CC BY-SA

Όσο για τον Πυθέα, οι ιστορικοί δεν γνωρίζουν τίποτα για τον ίδιο. Εκτός από ένα πολύ σύντομο απόσπασμα στα γραπτά του Πολύβιου, ο οποίος τον αποκαλεί υποτιμητικά ως «ιδιώτη πολίτη» και «φτωχό» (Roseman, 48) οι σύγχρονοι ιστορικοί δεν έχουν κάτι συγκεκριμένο για την προσωπικότητά του, ή ακόμα και τα κίνητρα του ταξιδιού του. Τέτοιες περιγραφές, υπάρχουν μόνο από τα διάσπαρτα αποσπάσματα των κειμένων του ή από αυτά που έχουν γράψει άλλοι γι’ αυτόν. Αυτό όμως που προκύπτει είναι ένας άνθρωπος ειδικευμένος στην ναυσιπλοΐα και τους τρόπους της θάλασσας, με πνευματικές ανησυχίες και μια περιέργεια που ξεπέρασε τα όρια του τότε Μεσογειακού κόσμου.

Αυτή η περιέργεια είναι εμφανής στον έργο του. Πράγματι, παρά τις υπερβολικές αντιρρήσεις του Στράβωνα και του Πολύβιου, ότι είναι ένα σύγγραμμα γεμάτο λογικές αδυναμίες και άγριες ιστορίες τα αποσπάσματα που διασώζονται δείχνουν ένα νηφάλιο και αντικειμενικό απολογισμό που περιέχει πολύτιμες πληροφορίες για τους σύγχρονους μελετητές και επιστήμονες. Αυτές περιλαμβάνουν τον προβληματισμό για την επιρροή της σελήνης στις παλίρροιες, την περιγραφή του ήλιου του μεσονυκτίου, τις ακριβείς μετρήσεις του γεωγραφικού πλάτους και τις εθνογραφικές απεικονίσεις των ιθαγενών λαών. Όλα αυτά σκιαγραφούν έναν άνθρωπο ο οποίος σύμφωνα με την ακριβέστερη περιγραφή: «ξεχωρίζει από τους άλλους εξερευνητές και ταξιδιώτες της αρχαιότητας ως ένας επιστήμονας που ταξίδευσε…..για λόγους καθαρά έρευνας…που έγινε ο πρώτος που είδε ολόκληρο τον ωκεανό ως πεδίο έρευνας» (Roller, 63).

Σήμερα, ελάχιστοι ιστορικοί και λόγιοι αμφισβητούν την αυθεντικότητα του ταξιδιού του. Αν και η αντιπαράθεση συνεχίζει να περιστρέφεται στους τόπους που επισκέφθηκε πραγματικά και άλλες λεπτομέρειες του ταξιδιού, το γεγονός ότι πραγματοποίησε ένα τέτοιο ταξίδι σπάνια αμφισβητείται. Αν το ταξίδι είχε αρχικά σχεδιαστεί ως οικονομικό εγχείρημα, κάτι που έχουν υποδείξει ορισμένοι, σύντομα έγινε ταξίδι εξερεύνησης με την πραγματική έννοια της λέξης, μια προσπάθεια να κατανοήσουμε και να αποκτήσουμε γνώση για τον κόσμο μέσω της άμεσης παρατήρησης. Με τον τρόπο αυτό, ο Πυθέας διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην απομυθοποίηση αυτών των περίεργων βόρειων εδαφών που υπήρχαν στη φαντασία των Ελλήνων. Εξάλλου έδωσε στον σύγχρονο κόσμο μια άποψη, αν και αποσπασματική ενός κόσμου που έχει πλέον χαθεί.

Βιβλιογραφία

Fridtjof Nansen, «In Northern Mists» Martino Pub, 2003.

Barry Cunliffe, «The Extraordinary Voyage of Pytheas the Greek» Penguin Books, 2003.

Duanne Roller, «Through the Pillars of Herakles: Greco-Roman Exploration of the Atlantic» Routledge, New York, 2006.

Christina Roseman, «Pytheas of Massalia» Ares Pub, 1994.

Vilhjalmur Stefansson, «Ultima Thule» Macmillan, 2017.