Προσέγγιση της αρχαιοελληνικής αντίληψης της Δικαιοσύνης και άλλων συναφών όρων, από την διδακτορική διατριβή της Κας Κερασίας Γαλιγαλίδου (2008) με θέμα «Δικαιοσύνη Θεία και ανθρώπινη κατά τον Μέγα Βασίλειο»
Επιμέλεια παρουσίασης: Πυθεύς
Αναφορά στο Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών
http://hdl.handle.net/10442/hedi/18795,
DOI: 10.12681/eadd/18795
❧
(Αποσπάσματα από την εισαγωγή)
Ἡ δικαιοσύνη καὶ τὸ δίκαιο εἶναι ἔννοιες πανάρχαιες, τουλάχιστον συνομήλικες τῆς ἀνθρωπότητας. Στὴν ἐνδοκοσμική τους διάσταση ἐξαρτῶνται ἄμεσα καὶ καθοριστικὰ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος διαμορφώνει κατὰ καιροὺς καὶ τόπους τόσο τὸ περιεχόμενο ὅσο καὶ τὴν ἐφαρμογὴ αὐτῶν τῶν ἐννοιῶν. Ἡ ἰδέα περὶ Θεοῦ καὶ ἠθικῆς, καθὼς καὶ τὸ πολιτιστικὸ ἐπίπεδο τῶν ἐν κοινωνίᾳ βιούντων εἶναι οἱ ρυθμιστικοὶ παράγοντες τῆς δικαιικῆς ἰδέας καὶ τῆς ἔννομης τάξης. Ἡ λέξη «δικαιοσύνη» εἶναι πολύπλευρη καὶ πολυσήμαντη· νομική, κοινωνική, ἠθική, θρησκευτική. Στὴ νομική της διάσταση ἡ δικαιοσύνη ὑποδηλώνει μία κατάσταση κατὰ τὴν ὁποία ἕνα πρόσωπο, ποὺ ἀποτελεῖ φορέα τοῦ δικαιικοῦ συστήματος τοῦ τόπου καὶ τῆς ἐποχῆς του, ἀπονέμει τὸ δίκαιο μὲ βάση τὰ ἤθη, τὰ ἔθιμα καὶ τὸ νόμο. Στὴν κοινωνική της ἔκφανση ἡ δικαιοσύνη ἐκφράζεται ὡς ἡ ἰσότητα ποὺ πρέπει νὰ διακρίνει τὶς σχέσεις τῶν πολιτῶν μεταξύ τους καὶ μὲ τὸ κράτος σὲ μία κοινωνία δικαίου. Ἡ ἠθικὴ ἔννοια τῆς δικαιοσύνης εἶναι εὐρύτερη· κατ᾽ αὐτὴν ἡ δικαιοσύνη ἀπονέμει στὸν καθένα ὅ,τι τοῦ ὀφείλεται, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ δὲν προσδιορίζεται ἀπὸ κάποιο νόμο ἢ ἔθιμο. Στὴ θρησκευτική της, τέλος, ὄψη ἡ δικαιοσύνη ἐκλαμβάνεται ὡς μία ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς χαρακτηριστικὸ τοῦ ἀνθρώπου. Παρόμοια μὲ τὴν ἔννοια τῆς δικαιοσύνης νοηματοδοτεῖται καὶ ἡ ἔννοια τοῦ δικαίου, ἡ ὁποία καταλήγει νὰ σημαίνει, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα, καὶ τὸ σύστημα τῶν νομικῶν διατάξεων ἢ τῶν ἠθικῶν ἐπιταγῶν ποὺ συνιστοῦν τὸ πλαίσιο δράσης τῶν μελῶν μιᾶς κοινότητας. Ὅταν λοιπὸν γίνεται λόγος γιὰ ἀνθρώπινο δίκαιο, νοεῖται συνήθως τὸ σύνολο τῶν γραπτῶν καὶ ἄγραφων νόμων ποὺ ρυθμίζουν τὶς σχέσεις τῶν πολιτῶν μεταξύ τους καὶ μὲ τὴν πολιτεία. Ὅταν γίνεται ἀναφορὰ στὸ θεῖο δίκαιο, σημαίνεται τὸ σύνολο τῶν ἠθικῶν κανόνων ποὺ κάνουν γνωστὸ στὸν ἄνθρωπο τὸ θεῖο θέλημα.
Κατὰ τὴν κοινωνιολογικὴ θεώρηση ἡ δικαιοσύνη καὶ τὸ δίκαιο ἐμφανίζονται μὲ τὴν ἐξημέρωση τῶν ἠθῶν, καθὼς στὴν πρωτόγονη ἐποχὴ ἡ ἐπιβίωση καὶ ὑπερίσχυση τοῦ ἰσχυροτέρου ἦταν ὁ κανόνας ποὺ ρύθμιζε κατέξοχὴν τὴν ἀνθρώπινη συμβίωση. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἡ δικαιοσύνη διαμορφώνεται ὡς ἰδέα καὶ λαμβάνει ὑπόσταση καὶ μορφὴ θεία. Στὴν ἀρχαιοελληνικὴ κοινωνία τὸ δίκαιο θεραπεύουν ἢ ἀντιπροσωπεύουν ὄχι μόνο ἡ Θέμις καὶ ἡ ∆ίκη, ἀλλὰ καὶ ἄλλες θεότητες, εἴτε στὴ θετικὴ εἴτε στὴν ἀρνητική τους ἔκφραση. ∆ίκαιος εἶναι ὁ ∆ίας, ὁ πατὴρ θεῶν καὶ ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ οἱ Ἐρινύες, ποὺ τύπτουν τοὺς παραβάτες τοῦ φυσικοῦ δικαίου. Ἡ δικαιοσύνη ἐκφράζεται καὶ ἐφαρμόζεται ποικιλοτρόπως ἀπὸ τοὺς θεούς, γεγονὸς ποὺ ἀντικατοπτρίζει τὴν ἀντίστοιχη ἀνθρώπινη ἔκφραση καὶ ἐφαρμογὴ τῆς δικαιοσύνης.
Ἡ θεϊκὴ προέλευση τοῦ δικαίου δὲν ἀμφισβητήθηκε, ἀκόμη καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποφάσισε νὰ διατυπώσει γραπτὰ τὶς ρυθμιστικὲς τοῦ κοινωνικοῦ του βίου διατάξεις. Οἱ θετοὶ νόμοι διαπνέονταν ἀπὸ ἕνα δικαιικὸ πνεῦμα ποὺ ἀναγόταν στὴ σφαῖρα τοῦ θείου, ἰδέα ποὺ καλλιέργησαν καὶ ἀνέπτυξαν μεγαλειωδῶς οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι καὶ φυσιολόγοι. «Θεῖον εὕρημα» χαρακτηρίζει ὁ Πανδέκτης (1, 1, 13) τοὺς νόμους, «σοφία δὲ νόμου, τὸ εἰδέναι τὰ θεῖα καὶ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα, καὶ τὸ δίκαιον καὶ τὸ ἄδικον» (1, 1, 10). Σήμερα τὸ δίκαιο ὁρίζεται ὡς ἡ λογικο-ηθικὴ ρύθμιση τοῦ κοινωνικοῦ βίου. Ὅπως ὅλα σχεδὸν τὰ κοινωνικά, ἠθικά, πολιτικά, πολιτιστικὰ δρώμενα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ἔτσι καὶ ἡ ἔννοια τῆς δικαιοσύνης διαπερνᾶ τὴν τρίσημη διαχρονία τοῦ Ἑλληνισμοῦ (Ἀρχαιότητα-Βυζάντιο-Νεοελληνικὸ Κράτος), σημειώνοντας σημαντικὴ ἀπόκλιση ἀπὸ τὰ παραδεδομένα κατὰ τὴ μετάβαση ἀπὸ τὴν πολιτικὴ αἰχμαλωσία στὴν ἐλευθερία μὲν τοῦ κράτους, στὴν αἰχμαλωσία ὅμως τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος. Αὐτὸ δείχνουν ὄχι μόνο ὁ ἐκδυτικισμὸς τῶν νόμων καὶ τῶν ἠθῶν, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀποχρωματισμὸς τοῦ δικαίου καὶ τῆς δικαιοσύνης ἀπὸ κάθε θεολογικὴ ἔννοια.
Τὸ Α´ κεφάλαιο, τὸ ὁποῖο φέρει τὸν τίτλο «Ἡ ἔννοια τῆς δικαιοσύνης», ἀποτελεῖ μία γραμματολογικὴ καὶ ἱστορικο-φιλολογικὴ μελέτη τῶν ἐννοιῶν τοῦ δικαίου καὶ τῆς δικαιοσύνης καὶ συναφῶν ὅρων. Στὴν πρώτη ἑνότητα, ποὺ ἔχει τὸν τίτλο «Σημασίες τοῦ ὅρου ‹δικαιοσύνη› καὶ συναφῶν ὅρων», διερευνᾶται ἡ ἐτυμολογία, σημασία καὶ ἐξέλιξη τῶν λέξεων «δίκη», «δίκαιος», «δικαιοσύνη», «δικαιόω», «δικαίωσις» καὶ «δικαίωμα», βάσει τῶν στοιχείων ποὺ παρέχει τόσο ἡ σύγχρονη ὅσο καὶ ἡ προγενέστερη λεξικογραφία. Παρατίθενται ἐνδεικτικὰ φράσεις καὶ σύντομα ἀποσπάσματα ἀπὸ συγγράμματα ποὺ καλύπτουν τὸ χρονικὸ διάστημα ἀπὸ τὴν ὁμηρικὴ ἐποχὴ ἕως καὶ τοὺς ἰουδαίους Φίλωνα καὶ Ἰώσηπο. Ἀκολουθεῖ μία σύντομη ἔκθεση ποὺ ἀφορᾶ στὸ «∆ίκαιο καὶ δικαιοσύνη στὴν κλασικὴ ἀρχαιότητα», ποὺ κρίθηκε ἀναγκαία γιὰ τὴν κατανόηση τῶν μορφωτικῶν καταβολῶν τοῦ Βασιλείου, ποὺ ἐπηρέσαν τὴ σκέψη καὶ τὴ γραφίδα του. Ἐδῶ χρησιμοποιεῖται τὸ κριτήριο τοῦ χρόνου. Ἀρχικὰ ἐξετάζεται ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο κατανοοῦσαν τὴ δικαιοσύνη οἱ Μιλήσιοι φιλόσοφοι, ἐρευνᾶται ἡ σημασία ποὺ ἔδιναν σ᾽ αὐτὴν οἱ σπουδαῖοι φιλόσοφοι τῆς χρυσῆς ἐποχῆς τοῦ Πλάτωνα καὶ τοῦ Ἀριστοτέλη, καὶ ἡ ἑνότητα κατακλείεται μὲ ἀναφορὰ στὴ θεωρία τῶν στωικῶν περὶ δικαίου καὶ δικαιοσύνης.
❧
Κεφάλαιο πρώτο
Η ἒννοια τῆς δικαιοσύνης
1. Σημασίες τοῦ ὅρου «δικαιοσύνη» καὶ συναφῶν ὅρων [1]
Ἡ λέξη «δικαιοσύνη» προέρχεται ἀπὸ τὸ ἐπίθετο «δίκαιος», τὸ ὁποῖο ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὴν πολύσημη λέξη «δίκη». Ἡ σημασία τῆς «δίκης» ὡς τὸ ὀρθὸν καὶ δίκαιον διῆλθε μέσῳ σταδιακῆς ἐξέλιξης τῆς ἀρχικῆς σημασίας της ὡς ἕξις. Καθὼς ἡ διαμόρφωση τοῦ δικαίου ἀποτελοῦσε συνέπεια συνήθους πρακτικῆς, ἡ «δίκη» ταυτίστηκε ἐν τέλει μὲ τὴν ἔννοια τοῦ δικαίου [2]. Ἀπὸ τὶς ποικίλες λεπτὲς διαφοροποιήσεις τῆς νομικῆς ἔννοιας ἐπισημαίνονται στὴ συνέχεια οἱ σπουδαιότερες καὶ συνηθέστερες, κοινὸ γνώρισμα τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ἔκφραση μιᾶς σχέσης ἀμοιβαιότητας ἀνάμεσα σ ̓ αὐτὸν ποὺ δίνει καὶ σ ̓ αὐτὸν ποὺ λαμβάνει τὸ περιεχόμενο τῆς «δίκης», ὅποιο καὶ ἂν εἶναι αὐτό.
«∆ίκη» σημαίνει κρίση, γνώμη, ἀπόφαση [3], δικαστικὴ διαδικασία καὶ ἐκδίκαση μιᾶς ὑπόθεσης [4], ἀποτέλεσμα τῆς ἐκδίκασης, ἱκανοποίηση, ποινή, τιμωρία, πρόστιμο [5]. Στὴν ἔννοια τῆς τιμωρίας ἀνταποκρίνεται ἡ ἰδιότητα καὶ ἡ ἐνέργεια τῆς προσωποποιημένης θεᾶς ∆ίκης, κόρης τοῦ ∆ία καὶ τῆς Θέμιδος. Ἡ Δίκη, ἡ ἄσπλαγχνη θεὰ τῆς ἐκδίκησης καὶ τῆς τιμωρίας, ἡ θεὰ τῆς ποινικῆς δικαιοσύνης, εἶναι «ἔφορος τῶν ἀνθρωπείων πραγμάτων» καὶ «τιμωρὸς τῶν ἐπὶ γῆς ἁμαρτανόντων», καὶ ἡ τιμωρητική της ἐξουσία εἶναι καθολικὴ καὶ ἀπροσωπόληπτη· «οὐδὲ γὰρ διαφεύγει πονηρία θεοῦ χόλον, οὐδὲ ἀσθενὴς ἡ δίκη, χρόνῳ δὲ μέτεισι τοὺς εἰς αὐτὴν παρανομήσαντας καὶ χείρω τὴν τιμωρίαν ἐπιφέρει τοῖς πονηροῖς…» [6].
Ἡ σύνταξη «δίκην διδόναι ὑπό τινος» σημαίνει τιμωροῦμαι ἀπὸ κάποιον [7], ἐνῶ χωρὶς ποιητικὸ αἴτιο μεταφράζεται λαμβάνω ἐκδίκηση [8]. Ἡ σύνταξη «δίκην ἢ δίκας ὑπέχω» σημαίνει ὑφίσταμαι δίκη, ὑποβάλλομαι σὲ δίκη [9], ἐνῶ «δίκην ὀφλεῖν ὑπό τινος» δηλώνει καταδικάζομαι σὲ ποινή [10]. Συνήθη εἶναι καὶ τὰ συντακτικὰ σχήματα «δίκας διδόναι καὶ λαμβάνειν παρ ̓ ἀλλήλων» (= ἡ ὑποχρέωση τῶν ὑποτελῶν νὰ δικάζουν τὶς ὑποθέσεις τους στὰ δικαστήρια τῆς κρατούσης πολιτείας) καὶ «δίκας τῶν διαφορῶν ἀλλήλοις διδόναι καὶ δέχεσθαι» (= ἡ ὑπαγωγὴ τῶν διαφορῶν σὲ εἰρηνικὴ διευθέτηση), ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὴν πολιτικὴ καὶ διπλωματικὴ φρασεολογία [11].
Ἡ σημασία τοῦ ἐπιθέτου «δίκαιος» διαφοροποιεῖται ἀνάλογα μὲ τὶς ἐποχὲς καὶ τοὺς συγγραφεῖς. Χρησιμοποιούμενο ἐπὶ προσώπων δηλώνει αὐτὸν ποὺ τηρεῖ τὰ ἔθιμα καὶ νόμιμα. ∆ίκαιος εἶναι καὶ ὁ τηρῶν τοὺς νόμους ἢ κανόνες τοῦ ὀρθοῦ καὶ πρέποντος, ὁ ἀληθινός, γνήσιος, πιστὸς πολίτης, ὁ σωστὸς καὶ ἀκριβὴς σὲ ὅλα τὰ καθήκοντά του πρὸς τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς ἀνθρώπους· εἶναι ὁ ὅσιος καὶ δίκαιος. Εἶναι δύσκολος ὁ καθορισμὸς τῆς ἀκριβοῦς σημασίας τοῦ ἐπιθέτου, καθὼς συχνὰ συνδυάζει τὴ θρησκευτικὴ καὶ τὴ νομικὴ χροιά. Μὲ τὴ θρησκευτικὴ σημασία εἶναι ἀντίθετο τοῦ ἐπιθέτου «δυσσεβής». Σὲ συνδυασμὸ μὲ ἄλλα ἐπίθετα («σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνὴρ») δηλώνει αὐτὸν ποὺ ἐκπληρώνει στὸ ἀκέραιο τόσο τὰ κοινωνικοπολιτικὰ ὅσο καὶ τὰ θρησκευτικά του καθήκοντα. Στὴ νομικὴ σφαῖρα «δίκαιος» εἶναι ὁ «νόμιμος» καὶ «ἴσος», ὁ τηρητὴς τῶν νόμων, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν «ἄδικον», «ἀνόσιον» καὶ «ἄνομον». Συνεπῶς ὁ δίκαιος πολίτης εἶναι συνεπὴς στὶς ὑποχρεώσεις του ἔναντι τῶν συμπολιτῶν του καὶ τοῦ κράτους ἀλλὰ καὶ ἔναντι τῶν θεῶν. Ὁ Πλάτωνας γράφει· «τὸν δὲ τὰ δίκαια καὶ ὅσια πράττοντα ἀνάγκη δίκαιον καὶ ὅσιον εἶναι… Καὶ μὲν δὴ καὶ ἀνδρεῖόν γε ἀνάγκη… τὸν σώφρονα… δίκαιον ὄντα καὶ ἀνδρεῖον καὶ ὅσιον ἀγαθὸν ἄνδρα εἶναι τελέως». Συνεπείᾳ τῆς διττῆς σημασίας τοῦ ἐπιθέτου τὸ οὐσιαστικοποιημένο «δίκαιον» συνδέεται μὲ τὸ «ἀγαθὸν» καὶ «πρέπον» [12].
Ἀναφερόμενο συγκεκριμένα στὴν κοινωνικὴ τάξη τὸ ἐπίθετο «δίκαιος» συνιστᾶ τὸν καλῶς συντεταγμένο, τὸν πολιτισμένο, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ἄγριους καὶ ἀπολίτιστους. Στὸν Ὅμηρο οἱ «ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι» παραβάλλονται μὲ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι εἶναι «φιλόξεινοι καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής» [13]. Ὡς προσδιορισμὸς πράξεων ἢ λόγων χαρακτηρίζει τὴν ὀρθότητά τους [14]. Ὅταν ἀναφέρεται σὲ πράγματα δηλώνει τὸ ἴσο, ὁμαλό, ἰσόρροπο, σύμμετρο [15], ἐνῶ ὅταν προσδιορίζει ἀριθμοὺς καὶ μονάδες μέτρησης ἐπισημαίνει τὸ ἀκριβὲς καὶ αὐστηρό [16]. Ἡ κοινὴ χρήση τοῦ ἐπιθέτου —καὶ τοῦ οὐσιαστικοποιημένου— ἐντοπίζεται σ᾽ αὐτὸ ποὺ δηλώνει τὸ νόμιμο, ὀρθὸ καὶ δίκαιο [17]. Ἡ φράση «τὰ δίκαια πράττεσθαί τινα» δηλώνει τὴν ἐνέργεια τῆς ἐπιβολῆς πρέπουσας τιμωρίας [18]. Τὸ «δίκαιον» εἶναι ἐπίσης τὸ ὀφειλόμενο, ἡ νόμιμη ἀπαίτηση [19], οἱ ἀμοιβαῖες ὑποχρεώσεις, συμφωνίες ἢ ὅροι [20]. Τὸ ἐπίρρημα «δικαίως» σημαίνει ὀρθῶς [21], ἀληθῶς [22], εὐλόγως [23]. Τέλος, συνήθης εἶναι ἡ προσωπικὴ σύνταξη τοῦ ἐπιθέτου μὲ ἢ χωρὶς ἀπαρέμφατο [24] ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπρόσωπη μὲ ἀπαρέμφατο [25].
Ἡ λέξη «δικαιοσύνη» δὲν εἶναι σύγχρονη μὲ τὶς λέξεις «δίκη» καὶ «δίκαιος», ἀλλὰ ἐμφανίζεται μετὰ τὴν ὁμηρικὴ ἐποχή. Ὡστόσο, εὑρισκόμενη σὲ σχέση ἐξάρτησης μὲ τὶς λέξεις αὐτές, χρωματίζεται ἀνάλογα μὲ τὴ νομική, τὴν πολιτική, τὴν ἠθικὴ ἢ τὴ θρησκευτικὴ σημασία κατὰ περίπτωση. Ἔτσι «δικαιοσύνη» εἶναι ὁ χαρακτήρας τοῦ δικαίου [26], ἡ δικαστική, νομικὴ δικαιοσύνη [27], τὸ ἔργο τοῦ δικαστῆ [28]. Τὸ σπάνιο ἐπίθετο «δικαιόσυνος» ἀποδίδεται στὸ ∆ία καὶ ὑποδηλώνει τὴν ἰδιότητά του νὰ εἶναι φύλακας τῆς δικαιοσύνης [29]. Ἡ «δικαιοσύνη» συνιστᾶ τὴν πολιτικὴ ἀρετὴ τήρησης τοῦ νόμου καὶ ἐκ- πλήρωσης τῶν πολιτικῶν καθηκόντων ἤδη πρὶν τὸν 5ο αἰ. π.Χ. Ἡ πολιτεία τοῦ Πλάτωνα θεμελιώνεται πάνω στὴν ἀρετὴ τῆς δικαιοσύνης, ἡ ὁποία κατέχει ἐξέχουσα θέση ἀνάμεσα στὶς ἄλλες ἀρετές. Στὴν Ἁγία Γραφὴ ὁ ὅρος ἀποκτᾶ ἐκπληκτικὸ σὲ βάθος καὶ ἔκταση θρησκευτικὸ περιεχόμενο, ὅπως θὰ γίνει λόγος στὶς ἑπόμενες ἑνότητες.
Σχετικὸ μὲ τὴν ἔννοια τῆς δικαιοσύνης εἶναι τὸ ρῆμα «δικαιόω». Μία πρώτη σημασία τοῦ ρήματος ἀποδίδει τὴν ἐνέργεια τῆς ἐπανόρθωσης, διόρθωσης, μία ἐνέργεια ποὺ ἐκφράζει καὶ διασφαλίζει τὸ φυσικὸ δίκαιο καὶ τὴν τάξη τῶν νόμων [30]. Ἔτσι ἡ παθητικὴ μετοχὴ «δικαιωθὲν» εἶναι τὸ ὁρισθέν, τὸ ἐπιβεβλημένο [31]. Στὰ πλαίσια τῆς νομικῆς σφαίρας τὸ ρῆμα συντασσόμενο κυρίως μὲ ἀπαρέμφατο σημαίνει θεωρῶ σωστό, δίκαιο ἢ κατάλληλο, ἔχω τὴν ἀξίωση, ἀπαιτῶ κάτι ὡς δίκαιο [32]. Μία ἄλλη ἐνδιαφέρουσα σημασία ἀφορᾶ στὴν ἀπονομὴ δικαιοσύνης, κατὰ πρῶτον μὲ τὴν οὐδέτερη χροιὰ τοῦ ρήματος κρίνω [33], κατὰ δεύτερον, ἀφ ̓ ἑνὸς μὲν μὲ τὴν ἀρνητικὴ σημασία τῶν ρημάτων καταδικάζω, κολάζω, τιμωρῶ [34], ἀφ᾽ ἑτέρου δὲ μὲ τὴ θετικὴ σημασία τοῦ κηρύττω κάποιον ἀθῶο, δίκαιο, ποὺ ἀπαντᾶ συχνὰ στὴν Ἁγία Γραφή [35].
Ἀπὸ τὸ ρῆμα «δικαιόω» προέρχεται καὶ τὸ οὐσιαστικὸ «δικαίωμα», τὸ ὁποῖο δηλώνει νομικὴ ἀξίωση ἢ ἀπαίτηση [36], πολιτικὸ δικαίωμα [37], ἀπόδειξη [38], διάταξη ἢ ἐντολή [39], πράξη δικαιοσύνης [40], ἀλλὰ καὶ ἐπανόρθωση ἀδικήματος [41], τιμωρία, ποινή [42]. Ἡ ἐνέργεια ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα «δικαιόω» εἶναι ἡ «δικαίωσις», ποὺ σημαίνει τὸ νόμο [43], τὴν ἀπονομὴ δικαιοσύνης, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀρνητικὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς, δηλαδὴ τὴν καταδίκη, τὴν τιμωρία [44]. «∆ικαίωσις» εἶναι ἐπίσης ἡ δίκαιη ἀπαίτηση ἢ ἀξίωση [45], ἡ ὑπεράσπιση νομικοῦ δικαίου [46], ἐνῶ μπορεῖ νὰ δηλώνει ἁπλῶς τὴν κρίση καὶ γνώμη περὶ τοῦ δικαίου [47]. Στὴν ἁγιογραφικὴ γλώσσα λαμβάνει βαθύτερο, θεολογικὸ νόημα· «δικαίωσις» σημαίνει ὅτι ὁ ἁμαρτωλὸς ἀναδεικνύεται δίκαιος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἡ χριστιανικὴ νοηματοδότηση τοῦ ὅρου, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω, συνιστᾶ τὴν ὑψηλότερη ἔκφραση τῶν ποικίλων σημαινομένων. «∆ικαίωσις» εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ἀπολύτρωση, ποὺ ἀποτελεῖ ὄχι ἀνταμοιβὴ ἀλλὰ χαριστικὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο.
2. Δίκαιο καὶ δικαιοσύνη στὴν κλασικὴ ἀρχαιότητα
Ἡ δικαιοσύνη ὡς αὐτοαξία κατέχει ἐξέχουσα θέση στὴν ἱεραρχία τῶν ἀπόλυτων ἀξιῶν. Ἡ ἀναζήτηση, ὁ καθορισμὸς καὶ ἡ ἐφαρμογή της ἀποτελοῦν πανανθρώπινα καὶ διαχρονικὰ αἰτήματα, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ἔμφυτη ἀγάπη καὶ τάση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ ὀρθὸ καὶ δίκαιο. Τὰ γραμματειακὰ μνημεῖα, τὰ ὁποῖα ἀνάγονται στὸ ἀπώτερο παρελθόν, μαρτυροῦν τὴν προσπάθεια τῶν ἀνθρώπων νὰ ἐννοήσουν, νὰ ὁρίσουν καὶ νὰ πραγματώσουν τὴν ἰδανικὴ περὶ δικαίου ἰδέα. Τὸ ἀποκορύφωμα τῆς περὶ δικαίου καὶ δικαιοσύνης ἐνασχόλησης σημειώθηκε στὴν Ἑλλάδα κατὰ τὴν ἐπονομαζόμενη χρυσὴ ἐποχή. Ἡ περίφημη γιὰ τὴν ἔκταση καὶ τὸ βάθος της ἀρχαιοελληνικὴ φιλοσοφία ἦταν ἀδύνατο νὰ παραθεωρήσει ἕνα τόσο χρήσιμο καὶ συνάμα γοητευτικὸ θέμα, ποὺ ἄγγιζε τὰ ὅρια τῆς θεότητας. Ἂν καὶ οἱ φιλοσοφικὲς ἀφετηρίες τῶν διανοουμένων ἀνάγονται στὴ σχολὴ ποὺ ἀκολουθεῖ ὁ καθένας, ὡστόσο στὶς περὶ δικαίου ἀπόψεις παρατηροῦνται πολλὲς ὁμοιότητες, ποὺ συντείνουν στὴ διαπίστωση τῆς θεϊκῆς προέλευσής του. Τὸ ἀχανὲς πηγαῖο καὶ βοηθητικὸ ὑλικό, ἀλλὰ καὶ ὁ περιορισμὸς ποὺ μᾶς ἐπιβάλλει τὸ θέμα τῆς παρούσας ἐργασίας, δὲ μᾶς ἐπιτρέπουν παρὰ συνοπτικὴ καὶ ἁδρομερὴ παρουσίαση τῶν φιλοσοφικῶν περὶ δικαιοσύνης καὶ δικαίου ἰδεῶν, ὥστε νὰ διαφανεῖ ἀφ ̓ ἑνὸς μὲν ἡ συμφωνία ἢ διαφωνία τῶν διαφόρων πνευματικῶν ρευμάτων, ἀφ᾽ ἑτέρου δὲ ἡ ἐπίδραση αὐτῶν, ἐὰν ὑπάρχει, ἐπὶ τῆς ἁγιογραφικῆς καὶ ἁγιοπατερικῆς διδασκαλίας μὲ ἔμφαση στὴ διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
Ἡ βάση καὶ τὸ ἐπίκεντρο τῆς πρώιμης ἑλληνιστικῆς κοινωνίας μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 5ου αἰ. π.Χ. εἶναι ἡ ἰδέα τοῦ νόμου —καὶ τῆς δικαιοσύνης ποὺ αὐτὸς ἐκφράζει— ὡς μέγεθος ὄχι μόνο πολιτικὸ ἀλλὰ καὶ θρησκευτικὸ-ἠθικό. Ἡ ἰδέα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων περὶ θεϊκῆς προέλευσης τῆς δικαιοσύνης μετεξελίχθηκε στὴν ἀπόδοση πραγματικῆς ὑπόστασης σ᾽ αὐτὴν μὲ τὸ ὄνομα Θέμις. Ἡ θεότητα αὐτὴ ἐξασφάλιζε τὴν τάξη ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, ἐνῶ ἦταν ὑπεύθυνη καὶ γιὰ τὴν τάξη ποὺ διέπει τὸν κόσμο τῶν θεῶν. Ἡ διαφύλαξη, ἀκριβὴς τήρηση καὶ ἀπονομὴ τοῦ δικαίου ἦταν ἔργο τῆς θεᾶς ∆ίκης, γόνου τῆς Θέμιδος καὶ τοῦ ∆ία. Συνεπῶς γιὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες ἡ «δίκη» δὲν ἦταν ψιλὴ ἔννοια ἀλλὰ ὑποστατικὴ θεότητα [48]. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ πρώιμη φάση τῆς ἑλληνικῆς κοσμολογικῆς διανόησης, ποὺ ἐκπροσωπεῖται ἀπὸ τοὺς Ἀναξίμανδρο, Ἡράκλειτο καὶ Παρμενίδη, συνέδεσε ἄρρηκτα τὴν ἔννοια τοῦ «κόσμου» [49] μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «δικαίου» καὶ ἐξάρτησε τὴν ἑρμηνεία τῆς δομῆς καὶ λειτουργίας τοῦ σύμπαντος ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς «κοσμικῆς» δικαιοσύνης. Περαιτέρω ἡ ἐξέλιξη τῆς ἑλληνικῆς κοσμολογίας βασίστηκε στὰ θεμέλια ποὺ ἔθεσαν οἱ παραπάνω φιλόσοφοι, ἀλλὰ ἔλαβε νέες μορφὲς ἔκφρασης.

Οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι θεώρησαν τὸν κόσμο ὡς ἕνα ἄψογα ὀργανωμένο καὶ λειτουργικὸ σύνολο, λαμβάνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὶς ἔννοιες τῆς τάξης καὶ τῆς δικαιοσύνης ποὺ συγκροτοῦσαν τὸ κοινωνικὸ σύνολο ἐντὸς τοῦ ὁποίου ζοῦσαν καὶ φιλοσοφοῦσαν. Πρῶτος ὁ Ἀναξίμανδρος συνέλαβε τὴν ἰδέα τοῦ συσχετισμοῦ σύμπαντος καὶ πολιτείας διὰ τῆς συνεκτικῆς δύναμης τῆς δικαιοσύνης. Παρατηρώντας τὴ δικαιικὴ δομὴ καὶ ὀργάνωση τῆς ἀνθρώπινης πολιτείας συνεπέρανε ἀναλογικὰ τὴν ἁρμονία τῆς δομῆς καὶ λειτουργίας τῆς συμπαντικῆς «πολιτείας», ἐνῶ ταυτόχρονα διεῖδε τὴν ἀμοιβαιότητα «κοσμικῆς» καὶ ἀνθρώπινης δικαιοσύνης [50]. Στὸ κοσμολογικὸ σύστημα τοῦ Ἀναξιμάνδρου ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἡ δύναμη ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν ἰσορροπία ἀνάμεσα στὶς ἀμφίδρομες ἀντιθετικὲς «κοσμικὲς» σχέσεις. Ἤδη ἡ ἄποψη αὐτὴ ἀπηχεῖ τὴν ἔννοια τῆς «∆ίκης», ἡ ὁποία ἀνήχθη σὲ θεότητα ὡς «κοσμικὴ» ἔκφραση τῆς ἀνθρώπινης τάξης καὶ δικαιοσύνης κατόπιν ἐξέλιξης τῆς ἔννοιας-θεότητας τῆς Θέμιδος, ἡ ὁποία ἐξέφραζε τὴν κοινωνικὴ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη. Τὸ ἄπειρο, τὸ ὁποῖο ἀνάγεται ἀπὸ τὸ Μιλήσιο φιλόσοφο σὲ ἀρχὴ τοῦ κόσμου [51], εἶναι μέσα στὸ μεταβαλλόμενο κόσμο ἡ ἀμετάβλητη ἑνοποιητικὴ καὶ ἐξισορροπητικὴ ἀρχή, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν κοσμικὴ δικαιοσύνη. Χωρὶς αὐτὴν ἡ δημιουργία καὶ ἡ καταστροφή, ἡ γένεση καὶ ἡ φθορά, δηλαδὴ ἡ ἴδια ἡ ροὴ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ χρόνου θὰ κατέληγε σὲ ἀταξία, ἀκόμη καὶ σὲ ἀνυπαρξία [52].
Παρόμοια στὸν Ἡράκλειτο ἡ «δίκη» ἀνταποκρίνεται στὴν ἰδέα μιᾶς παγκόσμιας θεϊκῆς δύναμης ποὺ εὐθύνεται γιὰ τὴ σταθερότητα τοῦ σύμπαντος. Τὸ ἑνιαῖο συμπαντικὸ γίγνεσθαι ὀφείλει τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν ἁρμονία του στὶς διαλεκτικὲς ἀντιθέσεις ποὺ λαμβάνουν χώρα στὸ φυσικὸ κόσμο. ∆ιὰ τῆς λειτουργικῆς συνεργασίας τῶν ἀντιθέσεων πραγματώνεται ἡ «καλλίστη ἁρμονία», ἡ ὁποία εἶναι «παλίντροπος». Τὰ ἀντιθετικὰ στοιχεῖα βρίσκονται διαρκῶς σὲ πόλεμο, ὁ ὁποῖος εἶναι «ξυνός», δηλαδὴ κοινός, καὶ ὁδηγεῖ στὴ συμφιλίωση χωρὶς νὰ αἴρει τὴν τάξη τῶν ἀντιθέσεων. Ὁ λειτουργικὸς χαρακτήρας τῆς ἀντιθετικῆς φορᾶς τῶν πραγμάτων ὀφείλεται στὸ «πῦρ τὸ ἀείζωον», τὸ ὁποῖο συγκροτεῖ καὶ συνέχει τὸ σύμπαν [53]. Ὡς μέρος τοῦ ἑνιαίου γίγνεσθαι ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ μετέχει τοῦ «ξυνοῦ λόγου», πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ λειτουργεῖ αὐτόνομα καὶ ἀνεξάρτητα, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἐναρμονίζει τὸ δικό του ἐπιμέρους λόγο μὲ τὸν κοινό, παγκόσμιο λόγο ποὺ συνέχει τὸ σύμπαν. Ἡ ἔκπτωση ἀπὸ τὸν κοινὸ λόγο ἐπιφέρει παραμόρφωση τῆς ψυχῆς καὶ διάρρηξη τῆς κοινωνικότητας [54]. Ὡς μέλος δὲ τῆς κοινωνίας ὀφείλει νὰ ὑπακούει στοὺς πολιτειακοὺς νόμους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν θεία προέλευση καὶ ἀποτελοῦν ἔκφραση καὶ ἔκφανση τοῦ ἑνὸς καὶ μοναδικοῦ θείου νόμου. Ἀπὸ ἐδῶ προέρχεται ἡ ὑποχρέωση τῶν πολιτῶν νὰ καταβάλλουν κάθε προσπάθεια γιὰ τὴν ὑπεράσπιστη τοῦ θετοῦ δικαίου [55].
Στὸν Παρμενίδη ἡ «δίκη» ἢ «ἀνάγκη» εἶναι μία δύναμη τῆς κοσμικῆς τάξης, μία παγκόσμια ἀρχή, ἡ ὁποία συγκροτεῖ καὶ συγκρατεῖ τὸ σύμπαν. Ἐξαιτίας τῆς δεσμευτικῆς ἰσχύος καὶ τοῦ καταναγκαστικοῦ χαρακτήρα τῆς δικαιοσύνης τὸ «ὂν» εἶναι ἀπόλυτα δίκαιο καὶ τὰ κοσμολογικὰ ἀντίθετα τόσο τέλεια, ὥστε εἶναι ἀδύνατος ὁ στασιασμὸς καὶ ἡ ἐπικράτηση τοῦ ἑνὸς εἰς βάρος τοῦ ἄλλου. Ἡ «δίκη» βρίσκεται σὲ στενὴ καὶ ἄρρηκτη σχέση μὲ τὸ χρόνο. Καθὼς αὐτὴ ἔχει στὴν κατοχή της «κληῖδας ἀμοιβούς», ἀνοίγει καὶ κλείνει ἐναλλὰξ τὶς πύλες τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νύχτας κατὰ ὁρισμένα χρονι- κὰ διαστήματα, ὥστε ἡ κυριαρχία τῆς μιᾶς ἐπὶ τῆς ἄλλης νὰ ἐναλλάσσεται μὲ δικαιοσύνη καὶ ἰσότητα. Ἔτσι τὸ φαινόμενο τῆς κανονικῆς ἐναλλαγῆς τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νύχτας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν κοσμικὴ δικαιοσύνη [56].
Κατὰ τὴ θεωρία τοῦ Ἐμπεδοκλῆ τὰ τέσσερα στοιχεῖα τοῦ κόσμου («ριζώματα») καθορίζονται ἀπὸ δύο ἀντίθετες λειτουργικὲς δυνάμεις· τὴν «φιλίαν» ἢ «φιλότητα», ποὺ συνέχει τὰ στοιχεῖα σὲ συμφιλιωτικὴ ἑνότητα, καὶ τὸ «νεῖκος», ποὺ τὰ ὑποβάλλει σὲ διαλυτικὴ ἀταξία. Ἡ ἑνότητα καὶ ἡ διάλυση δὲν ἀλληλοαναιροῦνται, ἀλλὰ συνεργάζονται γιὰ τὴ διατήρηση τῆς ἁρμονίας τοῦ ἑνιαίου γίγνεσθαι. Ἐξάλλου καὶ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ἀποτελεῖται ἀπὸ τὰ τέσσερα συστατικὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου, τὰ ὁποῖα βρίσκονται σὲ ἰσομοιρία. Ἡ διατάραξη τῆς ἰσορροπίας αὐτῆς προκαλεῖ παρεκκλίσεις ἀπὸ τὴν ὑγεία καὶ ὁδηγεῖ στὴν ἀσθένεια [57].
Ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἰσότητα εἶναι θεμελιώδεις ἔννοιες καὶ στὴν ἰατρικὴ θεωρία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Ὁ Ἀλκμαίων κάνει λόγο γιὰ «ἰσονομίαν» τῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος καὶ γιὰ «κρῆσιν», δηλαδὴ γιὰ ἰσομοιρία μεταξὺ θερμοῦ καὶ ψυ- χροῦ, ξηροῦ καὶ ὑγροῦ, ποὺ ἐξασφαλίζει στὸν ἄνθρωπο τὴ σταθερότητα τῆς ὑγείας. Ἡ «ἀναρχία», δηλαδὴ ἡ ἐπικράτηση τῆς μιᾶς δύναμης ἐπὶ τῶν ἄλλων, δημιουργεῖ παθολογικὲς καταστάσεις [58]. Ὅταν ὁ Ἱπποκράτης λέει ὅτι «δίκαιον ἔχουσι τὸ σῶμα οἱ ἄνθρωποι», ἐννοεῖ τὴν τελειότητα καὶ ἁρμονία ποὺ χαρακτηρίζει τὸ σῶμα στὸ σύνολό του καὶ στὰ ἐπιμέρους σημεῖα του· «οὗτος ὁ τρόπος παραπολὺ κράτιστος ἐμβολῆς ὤμου· δικαιότατα μὲν γὰρ μοχλεύει, ἢν μοῦνον ἐσωτέρω ἔῃ τὸ ξύλον τῆς κεφαλῆς τοῦ βραχίονος· δικαιόταται δὲ αἱ ἀντιῤῥοπαί». Σημαντικὸ ρόλο διαδραματίζει ἡ «κρῆσις τῶν ὡρέων», δηλαδὴ ἡ ἰσορροπία τῶν δυνάμεων τῆς φύσης, ὥστε «μηδὲν ᾖ ἐπικρατέον βιαίως», φαινόμενο ποὺ ἐξασφαλίζει στὸν ἄνθρωπο ἕνα κατάλληλο καὶ βιώσιμο περιβάλλον [59].

Στὴν ποίηση τοῦ Σόλωνα ἡ δικαιοσύνη κατέχει σημαντικὴ θέση καὶ ἀναγνωρίζεται ὡς «γνωμοσύνης μέτρον», δηλαδὴ ἀσφαλὲς μέτρο κρίσης ἢ αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ γνώση τοῦ μέτρου, καὶ «σοφίης μέτρον». Ἡ «δίκη» εἶναι ἕνας παγκόσμιος νόμος ποὺ συνέχει τὸν κόσμο καὶ τὴν κοινωνικὴ ζωή. Ὁ νόμος ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν κοσμικὴ πραγματικότητα καὶ στὴν κοινωνικὴ ζωὴ ἔχει θεϊκὴ ἀρχή. ∆ὲν εἶναι μία ἐπινόηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἐνεργεῖ ἀνεξάρτητα ἀπὸ αὐτὸν χάρη στὴ θεϊκή του προέλευση. Ἡ δικαιοπραξία τοῦ πολίτη, δηλαδὴ τὸ «πράττειν δίκαια», ἐξασφαλίζει σ ̓ αὐτὸν καλύτερη κοινωνικὴ ζωή· «ἡδίων ἡμῖν ἡ βιοτὴ ἔνθα πᾶσι τὰ δίκαια καὶ ἴσα». Ὅταν ὁ Σόλων χαρακτηρίζει τὴν ἀτάραχη θάλασσα «δικαιοτάτην», τοποθετεῖ τὴ φύση μέσα στὸ εὖρος τῆς λειτουργικῆς δικαιοσύνης [60].
Ὁ Ἡσίοδος κάνει λόγο γιὰ μία δικαιοσύνη ποὺ εἶναι ἔντονα παρούσα στὸν ἀνθρώπινο νόμο, ἐνῶ ἀπουσιάζει παντελῶς ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ ζωικοῦ βασιλείου. Ἡ δικαιοσύνη αὐτὴ εἶναι ἡ «δίκη» ποὺ ἔδωσε ὁ ∆ίας στοὺς ἀνθρώπους, ὀνομάζεται δὲ καὶ «αἰδώς» [61]. Στὸν ποιητὴ Θέογνι ἀπαντᾶ τὸ πρῶτον ἡ γνωστὴ ρήση «ἐν δὲ δικαιοσύνηι συλλήβδην πᾶσ᾽ ἀρετή ̓στι», ποὺ ἀναφέρεται στὴν κοινωνικὴ συμπεριφορὰ ἡ ὁποία κατευθύνεται ἀπὸ τὸ θεσπισμένο πολιτειακὸ δίκαιο. Ἡ φράση κατέστη παροιμιακὴ καὶ χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα γιὰ νὰ δηλώσει τὸ περιεχόμενο τῆς θρησκευτικῆς ἔννοιας τῆς δικαιοσύνης, δηλαδὴ τὴν καθολικὴ ἀρετή [62]. Ὁ ποιητὴς Πίνδαρος γράφει: «Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί» [63].
Βασικὴ διδασκαλία τοῦ ἀτομικοῦ φιλοσόφου ∆ημοκρίτου εἶναι ἡ θειότητα τῆς ψυχῆς· «ψυχὴ οἰκητήριον δαίμονος». Ἡ ψυχὴ εἶναι τὸ πιὸ ἐκλεκτὸ καὶ δυναμικὸ μέρος τοῦ σύμπαντος καὶ ἀντιπροσωπεύει τὴν ἁρμονία ἀνθρώπου καὶ σύμπαντος. Μέσα στὴν ἐμπειρία τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητας ἡ θειότητα τῆς ψυχῆς δὲν ἀποδεικνύεται μόνο μὲ τὶς δίκαιες πράξεις ἢ μὲ τὴν ἀποφυγὴ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ μὲ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀποχὴ ἀπὸ τὴν ἀδικία, σὲ σημεῖο νὰ μὴ θέλει νὰ ἀδικεῖ· «ἀγαθὸν οὐ τὸ μὴ ἀδικεῖν, ἀλλὰ τὸ μηδὲ ἐθέλειν», «ἐχθρὸς οὐχ ὁ ἀδικέων, ἀλλὰ ὁ βουλόμενος» [64].
Μὲ τὴ θρησκευτικο-πολιτικὴ σημασία καλλιεργεῖται ὁ νόμος καὶ τὸ ἐν αὐτῷ δίκαιο ἀπὸ τὴ φιλοσοφικὴ πολιτικὴ θεωρία τοῦ 5ου αἰ. καὶ ἑξῆς. Ὁ μέγιστος τῶν φιλοσόφων Σωκράτης ὑπολειπτόταν ἰδιαίτερα τοὺς νόμους καὶ ἀπέδιδε μεγάλη σπουδαιότητα στὴν παιδευτικὴ ἀξία τῆς δικαιοσύνης [65]. Κατ᾽ αὐτὸν οἱ πολιτειακοὶ νόμοι ἀπηχοῦν τὸ ἴδιο τὸ δίκαιο τῶν θεῶν, καὶ συνεπῶς ἡ ὑπακοὴ καὶ ὑποταγὴ στοὺς νόμους εἶναι ἐπιβεβλημένη, ἀκόμη καὶ ἂν ὁδηγεῖ στὸ θάνατο [66]. Ὡς ἰδιότητα τοῦ ἀνθρώπου ἡ δικαιοσύνη ἐκλαμβάνεται ἀπὸ τὸν Ἕλληνα σοφὸ ὡς θεμελιώδης ἀρετή, ποὺ πρέπει νὰ χαρακτηρίζει τὸν πολίτη στὶς κοινωνικές του σχέσεις, ἀλλὰ καὶ στὴν καθαυτὸ ἀτομική του ὑπόσταση [67]. Ἡ ἀπουσία τῆς δικαιοσύνης καθιστᾶ κάθε γνώση καὶ κάθε ἐπιστήμη ἀρνητικὴ καὶ ἐπιζήμια, κατὰ τὴ γνωστὴ ρήση «πᾶσα ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται» [68].
Ἐξαιρετικὴ γιὰ τὸ βάθος καὶ γιὰ τὰ νέα δεδομένα ποὺ προσφέρει εἶναι ἡ σχετική διδασκαλία τοῦ Πλάτωνα, ὁ ὁποῖος ἀνάγει τὴ δικαιοσύνη στὸν κόσμο τῶν ἰδεῶν. Στὴν αἰσθητὴ πραγματικότητα εἶναι μία ἀπὸ τὶς τέσσερις γενικὲς ἀρετὲς (δικαιοσύνη, σοφία, ἀνδρεία, σωφροσύνη), τῶν ὁποίων ὑπέρκειται ὡς ἐναρμονιστικὴ αὐτῶν δύναμη [69]. Κατὰ συνέπεια ἡ δικαιοσύνη δὲν εἶναι ἁπλῶς μία πολιτικὴ ἀρετή, ἀλλὰ ἡ ἐξισορροπητικὴ καὶ ἐναρμονιστικὴ τῶν πνευματικῶν ἐνεργημάτων δύναμη [70]. Τὴν ἐξισορροπητικὴ αὐτὴ δύναμη τῆς δικαιοσύνης μεταφέρει ὁ Πλάτωνας ἀπὸ τὸ μικρόκοσμο τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς στὸ μακρόκοσμο τῆς ὀργανωμένης πολιτείας. Στὴν ἰδανικὴ πολιτεία ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἡ δύναμη ποὺ συγκρατεῖ τὸν πολιτειακὸ ὀργανισμὸ καὶ ἐξασφαλίζει τὴν ἁρμονικὴ συνύπαρξη καὶ συνεργασία τῶν τριῶν λειτουργιῶν του (ἄρχοντες, πολεμιστές, δημιουργοί). Στὴ διαρθρωμένη λειτουργικότητα τῆς πολιτείας ἀνταποκρίνεται ἡ δικαιικὴ τάξη, ἡ ὁποία ρυθμίζει τὴ συμπεριφορὰ τῶν πολιτῶν οὕτως, ὥστε νὰ ἀποτρέπεται ὁ στασιασμὸς καὶ ὁ σφετερισμὸς ἀλλότριας ἐξουσίας [71]. Στὴν πράξη ὁ Πλάτωνας ἀναγνωρίζει τὴν αὐθεντία τῶν νόμων. Ὡστόσο δὲν ἀπολυτοποιεῖ τὸ θετὸ δίκαιο, καθὼς ἀντιλαμβάνεται τὴν ἀδυναμία του νὰ προβλέψει ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς ἀνθρώπινης δραστηριότητας· «ὅτι νόμος οὐκ ἄν ποτε δύναιτο τό τε ἄριστον καὶ τὸ δικαιότατον ἀκριβῶς πᾶσιν ἅμα περιλαβὼν τὸ βέλτιστον ἐπιτάττειν· αἱ γὰρ ἀνομοιότητες τῶν τε ἀνθρώπων καὶ τῶν πράξεων καὶ τὸ μηδέποτε μηδὲν ὡς ἔπος εἰπεῖν ἡσυχίαν ἄγειν τῶν ἀνθρωπίνων οὐδὲν ἐ- ῶσιν ἁπλοῦν ἐν οὐδενὶ περὶ ἁπάντων καὶ ἐπὶ πάντα τὸν χρόνον ἀποφαίνεσθαι τέχνην οὐδ ̓ ἡντινοῦν» [72].

Κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη ἡ δικαιοσύνη μὲ τὴν ἔννοια τῆς «τοῦ δικαίου κρίσεως» εἶναι ἔμφυτη στὸν ἄνθρωπο [73]. Ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς γνωστὲς τέσσερις γενικὲς ἀρετές. Ἐκδηλώνεται ὡς διανεμητική, ὅταν ἀπονέμει τὸ κατ᾽ ἀξίαν, καὶ ὡς διορθωτική, ὅταν ἐπανορθώνει τὴ γενομένη ἀδικία· «καὶ ἡ μὲν δικαιοσύνη ἐστὶ καθ ̓ ἣν ὁ δίκαιος λέγεται πρακτικὸς κατὰ προαίρεσιν τοῦ δικαίου, καὶ διανεμητικὸς καὶ αὑτῷ πρὸς ἄλλον καὶ ἑτέρῳ πρὸς ἕτερον οὐχ οὕτως ὥστε τοῦ μὲν αἱρετοῦ πλέον αὑτῷ ἔλαττον δὲ τῷ πλησίον, τοῦ βλαβεροῦ δ᾽ ἀνάπαλιν, ἀλλὰ τοῦ ἴσου τοῦ κατ᾽ ἀναλογίαν, ὁμοίως δὲ καὶ ἄλλῳ πρὸς ἄλλον» [74]. Κατέχει ὑπερέχουσα θέση ἀνάμεσα στὶς ἀρετές, διότι ἡ ἐπιτυχία ὁποιασδήποτε ἀρετῆς προϋποθέτει τὴν κατοχὴ τῆς δικαιοσύνης· «κοινωνικὴν γὰρ ἀρετὴν εἶναί φαμεν τὴν δικαιοσύνην, ᾗ πάσας ἀναγκαῖον ἀκολουθεῖν τὰς ἄλλας». Ταυτόχρονα εἶναι ὁ ρυθμιστὴς τῶν ἀρετῶν στὴν ἀτομικὴ καὶ κοινωνική τους διάσταση [75]. Ἡ ἐξόχως τιμητική, πλὴν ὅμως ἀξιολογική, θέση τῆς δικαιοσύνης ὡς «κρατίστη τῶν ἀρετῶν» ὀφείλεται στὸ ρόλο ποὺ διαδραματίζει στὴν ἐπίτευξη τῆς «μεσότητος», ποὺ σημαίνει τὴν ἀποφυγὴ τόσο τῆς ὑπερβολῆς ὅσο καὶ τῆς ἔλλειψης, ἀμφότερες καταστάσεις παράνομες καὶ ἄνισες. Ἡ δικαιοσύνη εἶναι ταυτόχρονα ἡ ἀναγκαία συνεκτικὴ καὶ λειτουργικὴ δύναμη τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Ἡ ἀναγκαιότητά της προκύπτει ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ὡς λογικὸ ὂν ἔχει ἔμφυτη τὴν τάση τῆς κοινωνικότητας. Πρὸς ἱκανοποίηση τῆς φυσικῆς αὐτῆς ἀνάγκης συγκροτεῖ πολιτεία, τὴν ὁποία θεμελιώνει ἐπὶ τῆς δικαιοσύνης, τῆς δύναμης ποὺ μπορεῖ νὰ ἐξασφαλίσει τὴ μεσότητα καὶ στὴν κοινωνικὴ ζωή [76].
Κατὰ τοὺς στωικοὺς τὸ δίκαιο καὶ οἱ νόμοι ἐκπηγάζουν ἀπὸ τὸ «λόγο», τὴ συνεκτικὴ τοῦ σύμπαντος δύναμη. ∆ίκαιο, νόμος καὶ λόγος ὑπάρχουν «φύσει» καὶ ὄχι «θέσει», ὅπως ἐπιβάλλει τὸ ἑνιαῖο τῆς συμπαντικῆς πραγματικότητας καὶ ἡ ὀργανικὴ σχέση μεταξὺ παγκόσμιου καὶ ἀτομικοῦ λόγου [77]. Ἡ δικαιοσύνη εἶναι μία ἀπὸ τὶς τέσσερις ἀρετὲς τῆς ψυχῆς, καὶ συγκεκριμένα αὐτὴ ποὺ ἀπονέμει στὸν καθένα τὸ κατ᾽ ἀξίαν [78]. Ἐκδηλώνεται ὡς σεβασμὸς καὶ λατρεία πρὸς τοὺς θεούς, ὁπότε ὀνομάζεται «εὐσέβεια», ὡς «χρηστότης» πρὸς τοὺς συνανθρώπους, ὡς «εὐκοινωνησία» στὴν κοινωνικὴ ζωὴ καὶ ὡς «εὐσυναλλαξία» στὴν οἰκονομικὴ δραστηριότητα [79].
❧
Υποσημειώσεις
1. Πρὸς ἀποφυγὴ ἐπιβάρυνσης τῶν ὑποσημειώσεων περιοριζόμαστε στὴν ἀναφορὰ τῶν βοηθημάτων στὰ ὁποῖα βασίστηκε ἡ ἔρευνα καὶ ἡ μελέτη τῶν σχετικῶν λημμάτων. Χρησιμοποιήθηκαν τὰ λεξικὰ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας: H. STEPHANUS, Thesaurus Graecae Linguae, τόμ. 3 (Β-∆), Akademische Druck-U. Verlagsanstalt, Graz 1954. K. LATTE, ἐκδ., Hesychii Alexandrini lexicon, τόμ. 1-2 (Α-Ο), Munksgaard, Copenhagen 1953, 1966. M. SCHMIDT, ἐκδ., Hesychii Alexandrini lexicon, τόμ. 3-4 (Π- Ω), ἐπανέκδ. Hakkert, Amsterdam 1965. W. DINDORF, ἐκδ., Harpocrationis lexicon in decem oratores Atticos, ἐπανέκδ. Bouma, Gröningen 1969. A. ADLER, ἐκδ., Suidae lexicon, 4 τόμ., Lexicographi Graeci 1.1-1.4, ἐπανέκδ. Stuttgart 1967-1971. ΕΜΜ. ΚΡΙΑΡΑΣ, Λεξικὸ τῆς μεσαιωνικῆς Ἑλληνικῆς δημώδους Γραμματείας 1100-1669, τόμ. 5, Θεσσαλονίκη 1977. C. THEODORIDIS, ἐκδ., Photii patriarchae lexicon, τόμ. 1 (Α-∆), De Gruyter, Berlin 1982. E. A. SOPHOCLES, Greek Lexicon of the Roman and Byzantine Periods, Georg Olms Verlag, Hildesheim-Zürich-New York 1992. FR. W. DANKER, A Greek-English Lexicon of the New Testament and other early Christian Literature, 3η ἔκδ., (based on W. Bauer ̓s, Griechisch-deutsches Wörterbuch zu den Schriften des Neuen Testaments und der frühchristlichen Literatur, 6η ἔκδ., hrgs. K. und B. Aland, Walter de Gruyter-Berlin-New York 1988), The University of Chicago Press, Chicago-London 2000. LIDDELL-SCOTT, Μέγα Λεξικόν. Theological Dictionary of the New Testament (TDNT).
2. Ἔχουν προταθεῖ τρεῖς ρίζες προέλευσης τῆς λέξης «δίκη»: τὸ ἐπίρρημα «δίχα» (ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1132a), τὸ ρῆμα «δικεῖν» καὶ τὸ ρῆμα «δείκνυμι». Ἡ ἑρμηνεία τῆς ἐννοιολογικῆς ἐξέλιξης τοῦ ὅρου βάσει τοῦ ρήματος «δείκνυμι» (= δίνω κατεύθυνση, δηλώνω, ὑποδεικνύω) ἔχει ὡς ἑξῆς. «∆ίκη» εἶναι τὸ προϊὸν τῆς ὑπόδειξης, ποὺ μορφώνεται σὲ σταθερὴ στάση καὶ συμπεριφορά, παράδοση, ἔθιμο (βλ. ΟΜΗΡΟΣ, Ὀδύσσεια Τ, 168). Ἡ αἰτιατικὴ «δίκην» συντασσόμενη μὲ γενικὴ σημαίνει κατὰ τὸν τρόπο, κατὰ τὴ συνήθεια, καὶ χρησιμοποιεῖται ἐπὶ ζώων καὶ ἐπὶ πραγμάτων (βλ. ΑΙΣΧΥΛΟΣ, Ἀγαμέμνων 1444: «κύκνου δίκην τὸν ὕστατον μέλψασα θανάσιμον γόον». ΠΛΑΤΩΝ, Φαῖδρος 235d: «πεπληρῶσθαί με δίκην ἀγγείου»· 249d: «ὄρνιθος δίκην βλέπων ἄνω»). Στὴ συνέχεια «δίκη» σημαίνει τὸ ἁρμόζον, ὀρθό, εὐπρεπὲς (βλ. ΟΜΗΡΟΣ, Ἰλιὰς Τ, 180. Ὀδύσσεια Ω, 255), καὶ καταλήγει στὸ καθορισμένο καὶ μοιραῖο (ὅπ.π. Κ, 218: «ἀλλ᾽ αὕτη δίκη ἐστὶ βροτῶν, ὅτε τίς κε θάνῃσιν»). Ἀπὸ τὴν ἐξέλιξη τῆς λέξης καὶ τὴν ἐφαρμογή της στὴν καθαρὰ νομικὴ σφαῖρα σχηματίστηκαν οἱ ἔννοιες τάξη, ἁρμονία, νόμος, δίκαιο. Ἡ ἀπρόσωπη σύνταξη «δίκη ἐστὶ» ταυτίζεται μὲ τὸ «δίκαιόν ἐστι» (βλ. ΑΙΣΧΥΛΟΣ, ὅπ.π. 259-260). Ἐπίσης ἡ λέξη «δίκη» ἀποκτᾶ ποικίλες ἐπιρρηματικὲς χρήσεις καὶ ἐμπρόθετες συντάξεις (λ.χ. «δίκῃ», «ἄνευ δίκας», «ἐν δίκῃ», «πρὸς δίκης», «μετὰ δίκης»), ποὺ σημαίνουν δικαίως, προσηκόντως, ὀρθῶς. Βλ. ΟΜΗΡΟΣ, Ἰλιὰς Ψ, 541-542. ΑΙΣΧΥΛΟΣ, Εὐμενίδες 554. ΣΟΦΟΚΛΗΣ, Τραχίνιαι 1068-1069. Οἰδίπους Τύραννος 1014. ΠΛΑΤΩΝ, Νόμοι 643e.
3. Βλ. ΟΜΗΡΟΣ, Ἰλιὰς Σ, 508. Ὀδύσσεια Γ, 244. ΗΣΙΟ∆ΟΣ, Ἔργα καὶ ἡμέραι 225. Τὸ ρῆμα «δικάζω» μὲ αἰτιατικὴ πράγματος σημαίνει ἐκφέρω κρίση ἢ ἀποφασίζω περὶ ζητήματος (βλ. ΟΜΗΡΟΣ, Ἰλιὰς Α, 541-542). «∆ικάζω δίκην ἄδικον» δηλώνει τὴν ἐκφορὰ ἄδικης κρίσης (ΗΡΟ∆ΟΤΟΣ, Ἱστορία 5, 25). Χρησιμοποιούμενο ἀπόλυτα τὸ ρῆμα ἀναφέρεται στὸ δικαστὴ ποὺ ἐκφέρει γνώμη ἢ ἀπόφαση (βλ. ΟΜΗΡΟΣ, ὅπ.π. Σ, 506. ΗΡΟ∆ΟΤΟΣ, ὅπ.π. 1, 14). Ἡ λέξη «δικαιοκρισία» εἶναι μεταγενέστερη. Τὰ πρωιμότερα παραδείγματα ἀπαντοῦν στὴν ἰουδαϊκὴ ἑλληνιστικὴ γραμματεία (βλ. ∆ιαθῆκαι ΙΒ´ Πατριαρχῶν 3, 3, 2· 15, 2). Στὸ Β´ Μακ. 12, 41, ὁ Θεὸς εἶναι «δικαιοκρίτης» (ἅπαξ λεγόμενον), δηλαδὴ δίκαιος κριτής, καὶ στὸ Ρωμ. 2, 5, ἡ «δικαιοκρισία» (ἅπαξ λεγόμενον) εἶναι ἡ δίκαιη θεία κρίση.
4. Βλ. ΘΟΥΚΥ∆Ι∆ΗΣ, Ἱστορία 1, 141, 1· 2, 53, 4. ΠΛΑΤΩΝ, Εὐθύφρων 2a. ΦΙΛΩΝ, Περὶ τοῦ βίου Μωυσέως 1, 46: «κτείνει χωρὶς δίκης». Παρόμοια τὸ ρῆμα «δικάζω» δηλώνει τὴν ἐκδίκαση ὑπόθεσης μεταξὺ προσώπων (βλ. ΟΜΗΡΟΣ, Ἰλιὰς Θ, 430-431· Ψ, 574). Σχετικὲς μὲ τὴ δικαστηριακὴ πρακτικὴ λέξεις βλ. LIDDELL-SCOTT, Μέγα Λεξικόν, τόμ. 1, σσ. 623-626.
5. Βλ. ΣΟΦΟΚΛΗΣ, Αἴας 113. ΗΡΟ∆ΟΤΟΣ, Ἱστορία 9, 94. Οἱ συντάξεις «δίκην δίδωμι» καὶ «δίκην παρέχω» σημαίνουν δίνω ἀποζημίωση, πληρώνω τὰ ἴσα. Ἔτσι κατανοεῖται στὸ περίφημο ἀπόσπασμα τοῦ Ἀναξιμάνδρου ἡ φράση «διδόναι αὐτὰ δίκην καὶ τίσιν ἀλλήλοις τῆς ἀδικίας», πάνω στὴν ὁποία βασίζεται τὸ κοσμολογικὸ οἰκοδόμημα τοῦ Μιλήσιου φιλοσόφου. Βλ. ΒΕΪΚΟΣ, Κοσμολογία, σσ. 88-91. Ἡ σύνταξη «δίκας δικάζω» σημαίνει ἀποφασίζω ἢ ὁρίζω ποινή. Τὸ ρῆμα «καταδικάζω» δηλώνει ἀναγγέλλω ἀπόφαση καὶ συνηθέστερα ἐπιβάλλω ποινή. Μὲ τὴ δεύτερη σημασία συντάσσεται ποικιλοτρόπως: «καταδικάζω τινός», «καταδικάζω τινὸς χρημάτων», «καταδικάζω τινὸς θάνατον», «καταδικάζω τινὸς παθεῖν», «καταδικάζω ἐπὶ φόνῳ». Βλ. καὶ «καταδίκη» = καταδίκη (κοινὴ σημασία) ἢ χρηματικὴ ποινή, ἀποζημίωση, «κατάδικος» = ὑποκείμενος σὲ καταδικαστικὴ ἀπόφαση.
6. ΑΙΣΧΥΛΟΣ, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας 662-663. ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ, Ἠλέκτρα 771. ΦΙΛΩΝ, Βίος πολιτικοῦ ὅπερ ἐστι περὶ Ἰωσὴφ 170. ΣΤΟΒΑΙΟΣ, Ἐκλογαὶ 1, 3, 52. ΙΩΣΗΠΟΣ, Ἰουδαϊκὴ ἀρχαιολογία 6, 288· 7, 34.
7. Βλ. ΠΛΑΤΩΝ, Γοργίας 525b: «δίκην διδόντες ὑπὸ θεῶν τε καὶ ἀνθρώπων».
8. Βλ. ΛΥΣΙΑΣ, Ἀρεοπαγιτικὸς 6: «πῶς ἂν δικαίως ὑπὲρ τῶν τῇ πόλει γεγενημένων συμφορῶν ἐγὼ νυνὶ δίκην διδοίην;». Βλ. καὶ «ἐκδίκησις», «ἐκδίκημα» = ἐκδίκηση, «δικηφόρος», «ἐκδικαστής», «ἔκδικος» = ἐκδικητής, τιμωρός, «ἐκδικητικὸς» = αὐτὸς ποὺ ἔχει διάθεση γιὰ ἐκδίκηση, «ἐκδικάζω» = λαμβάνω ἐκδίκηση, «ἐκδικέω» = τιμωρῶ ἢ ἀπαιτῶ ποινὴ γιὰ κάποιο ἔγκλημα ἢ λαμβάνω ἐκδίκηση, ἀνταποδίδω.
9. Βλ. ΣΟΦΟΚΛΗΣ, Οἰδίπους Τύραννος 551-552: «Εἴ τοι νομίζεις ἄνδρα συγγενῆ κακῶς δρῶν οὐχ ὑφέξειν τὴν δίκην, οὐκ εὖ φρονεῖς». Ἐπίσης «δίκην φεύγω» σημαίνει εἶμαι κατηγορούμενος σὲ δίκη (βλ. ∆ΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, Κατὰ Ὀνήτορος 1, 16), ἀντίθετο «δίκην διώκω»=εἶμαι κατήγορος. Παρόμοια «δίκην δικάζεσθαί τινι» σημαίνει κρισολογοῦμαι, ἐνῶ ἡ σύνταξη μὲ γενικὴ ὑποδηλώνει τὴν αἰτία τῆς κατηγορίας (λ.χ. «δικάζεσθαί τινι κλοπῆς»). Στὴ μέση φωνὴ σημαίνει ὑπερασπίζω τὸ δίκαιό μου ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου (βλ. ΟΜΗΡΟΣ, Ὀδύσσεια Λ, 545-546. ΗΡΟ∆ΟΤΟΣ, Ἱστορία 1, 96. ΘΟΥΚΥ∆Ι∆ΗΣ, Ἱστορία 1, 77, 2-3). Τὴν ἴδια σημασία ἔχει τὸ ρῆμα «δικαιολογέομαι» (βλ. ΑΙΣΧΙΝΗΣ, Περὶ τῆς παραπρεσβείας 21).
10. Βλ. ΠΛΑΤΩΝ, Ἀπολογία Σωκράτους 39b: «καὶ νῦν ἐγὼ μὲν ἄπειμι ὑφ ̓ ὑμῶν θανάτου δίκην ὀφλών». Πρβλ. τὶς συντάξεις «δίκην ὀφλισκάνειν», «δίκας λαγχάνειν τινί», «δίκης τυγχάνειν παρά τινος».
11. ΗΡΟ∆ΟΤΟΣ, Ἱστορία 5, 83. ΘΟΥΚΥ∆Ι∆ΗΣ, Ἱστορία 1, 140, 2. Ἡ λέξη «δικαιοδοσία» δηλώνει ἐνίοτε τὴ συνθήκη μεταξὺ δύο πολιτειῶν περὶ ἑτεροδικίας, δηλαδὴ τὸν ὁρισμὸ δικαστικῆς ἁρμοδιότητας (βλ. ΠΟΛΥΒΙΟΣ, Ἱστορία 23, 1, 2· 32, 7, 4).
12. Βλ. ΑΙΣΧΥΛΟΣ, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας 598, 610. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1129a. ∆ΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, Ὀλυνθιακὰ 3, 21. ΞΕΝΟΦΩΝ, Ἀπομνημονεύματα 4, 4, 13-14. ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ, ∆ιατριβαὶ 1, 22, 1· 29, 54. ΠΛΑΤΩΝ, Γοργίας 507bc. Ὁ Πίνδαρος ἔχει «δικαιόπολις νᾶσος», ὅπου οἱ πολίτες ἀσκοῦν δικαιοσύνη (Πυθία 8, 22-24. Βλ. καὶ ΑΡΠΟΚΡΑΤΙΩΝ, Λεξικὸν 97). Μὲ τὸ συνδυασμὸ νομικῆς καὶ θρησκευτικῆς σημασίας τὸ ἐπίθετο «δίκαιος» ἀνάγεται σὲ κυρίαρχο ὅρο τῆς ἠθικῆς. Βλ. καὶ «δικαιοπραγέω» = πράττω δίκαια, ἀσκῶ δικαιοσύνη (ἀντίθετο «ἀδικοπραγέω»), «δικαιοπράγημα» = δίκαιη πράξη (ἀντίθετο «ἀδικοπράγημα»), «δικαιοπραγὴς» = ὁ δίκαιος (ἀντίθετο «ἀδικοπραγής»), «δικαιοπραγία» ἢ «δικαιοπραγμοσύνη» = δίκαιη διαγωγὴ ἢ πράξη, «ἔνδικος» = δίκαιος, ὀρθός, νόμιμος (ἀντίθετο «ἔκδικος» = παράνομος, ἄθεσμος, ἄδικος). Πρβλ. «ἀδίκημα», «ἀδικία» = ἄδικη πράξη, βλάβη, «ἀδικέω» = εἶμαι ἄδικος, διαπράττω ἀδικία, ἔχω ἄδικο, ἁμαρτάνω, «ἀδικέω τινὰ» = ἀδικῶ, βλάπτω, «ἀδικέομαι» = ὑφίσταμαι ἀδικία, «ἄδικος» (ἐπὶ προσώπων) = ὁ ἄδικος (καὶ «ἀδικομήχανος», «ἀδικότροπος», «ἀδικόχειρ», «ἀδικοχρήματος»), «ἄδικος» (ἐπὶ πραγμάτων) = τὸ ἀδίκως πεπραγμένο (λ.χ. «ἄδικος πλοῦτος», «ἀδικοδοξία»).
Ὁ ἰουδαῖος συγγραφέας Φίλων τοποθετεῖ τὴν ἰδιότητα τοῦ «δικαίου» ἀνάμεσα σὲ ἄλλες ἀρετὲς (βλ. Περὶ ἀποικίας 219: «τὸ δίκαιον ἢ τὸ φρόνιμον ἢ τὸ σῶφρον, τὸ ἀνδρεῖον, τὸ εὔβουλον». Νόμων ἱερῶν ἀλληγορίας 2, 18: «φρόνιμος ἢ σώφρων ἢ δίκαιος ἢ ἀνδρεῖος»). «∆ίκαιον» μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀξιέπαινης ἀρετῆς εἶναι ἡ «πίστις» καὶ «δίκαιος» καλεῖται ὁ «πιστὸς» (βλ. Περὶ τοῦ τίς ὁ τῶν θείων ἐστὶ κληρονόμος 94-95. Νόμων ἱερῶν ἀλληγορίας 3, 228 [Γέν. 15, 6]). Ὁ Φίλων χρησιμοποιεῖ συχνὰ τὸ ἐπίθετο ὡς κατηγόρημα τοῦ Θεοῦ (βλ. Περὶ τοῦ θεοπέμπτους εἶναι τοὺς ὀνείρους 2, 194. Περὶ τοῦ βίου Μωυσέως 2, 279. Περὶ φυγῆς καὶ εὑρέσεως 82). Καὶ στὸν Ἰώσηπο ὁ «δίκαιος» ἀπαντᾶ μὲ τὴ σύνθετη σημασία σὲ συνδυασμὸ μὲ ἄλλα ἐπίθετα (βλ. Ἰουδαϊκὴ ἀρχαιολογία 7, 369: «ἀγαθὸν καὶ δίκαιον»· 8, 295: «δικαίους καὶ ὁσίους»· 9, 133-134: «ἀνδρὶ χρηστῷ καὶ δικαίῳ»· 260: «φύσις χρηστὴ καὶ δικαία καὶ εὐσεβής»· 10, 215: «δικαίους καὶ θεοφιλεῖς»). Ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ ἐπιθέτου στὸν ἅγιο τῆς παλαιοδιαθηκικῆς ἐποχῆς ἀπαντᾶ ἐπίσης στὸν Ἰώσηπο (βλ. ὅπ.π. 9, 33: «ὁ Ἰωσαφάτης δίκαιος ὤν»). «∆ίκαιος» ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ὑπήκοος τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ (βλ. ὅπ.π. 6, 165: «βασιλεύειν αὐτὸν [ἐνν. ∆αβὶδ] ὁ θεὸς ᾕρηται, παρῄνει δ᾽ εἶναι δίκαιον καὶ κατήκοον αὐτοῦ τῶν προσταγμάτων»· 8, 208: «δίκαιος εἶναι πειρῶ καὶ φύλαττε τὰ νόμιμα»). Ὁ ἴδιος χρησιμοποιεῖ τὸ ἐπίθετο καὶ γιὰ τὸ Θεὸ (ὅπ.π. 2, 108-109. Ἱστορία ἰουδαϊκοῦ πολέμου 7, 323).
13. ΟΜΗΡΟΣ, Ὀδύσσεια Ζ, 120-121· Θ, 575-576· Ι, 175-176· Ν, 201-202. Παρόμοια οἱ «γλακτοφάγοι» εἶναι «δικαιότατοι» (Ἰλιὰς Ν, 6) καὶ ὁ Χείρων «δικαιότατος Κενταύρων» (ὅπ.π. Λ, 832).
14. Βλ. ΟΜΗΡΟΣ, Ὀδύσσεια Σ, 414: «ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ». ΗΡΟ∆ΟΤΟΣ, Ἱστορία 7, 109: «τῷ δικαιοτάτῳ τῶν λόγων». Πρβλ. ΘΟΥΚΥ∆Ι∆ΗΣ, Ἱστορία 3, 44, 4. Βλ. καὶ «δίκαιος πρὸς πᾶσαν ὁμιλίαν» = ἐπιτήδειος στὴν ὁμιλία.
15. Ὁ Σόλων μεταχειρίζεται τὸ ἐπίθετο γιὰ τὴ γαλήνια καὶ ἤρεμη θάλασσα (Ἀπόσπασμα 12: «ἐξ ἀνέμων δὲ θάλασσα ταράσσεται· ἢν δέ τις αὐτὴν μὴ κινῆι, πάντων ἐστὶ δικαιοτάτη»). Ὁ VLASTOS, «Equality and justice», σ. 156, θεωρεῖ ὅτι ἡ σημασία αὐτὴ ἀπηχεῖ τὴν ἀντίληψη τῶν ἀρχαίων περὶ κοσμικῆς δικαιοσύνης. Ἡ θάλασσα ποὺ δὲν ταράσσεται ἀπὸ ἀνέμους εἶναι «δικαιοτάτη», καθὼς καὶ ἡ ἴδια δὲν προκαλεῖ ἐνόχληση. «∆ικαίη ζόη» εἶναι ὁ κανονικός, ὁ συνήθης τρόπος ζωῆς, ποὺ ἀναγνωρίζεται ὡς καλὸς καὶ ἀ- ξιότιμος (ΗΡΟ∆ΟΤΟΣ, Ἱστορία 2, 177). Βλ. καὶ ΞΕΝΟΦΩΝ, Κύρου παιδεία 2, 2, 26: «ἅρμα δίκαιον» (= ἅρμα ποὺ κινεῖται ὁμαλά). Πρβλ. «ἵππον δίκαιον ποιεῖσθαί τινι» = κάνω ἵππο κατάλληλο πρός χρήση ἄλλου.
16. Βλ. ΗΡΟ∆ΟΤΟΣ, Ἱστορία 2, 149: «αἱ δ ̓ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαί εἰσι στάδιον ἑξάπλεθρον». Βλ. καὶ «δικαιόμετρος» = ὁ ἔχων μέτρο δίκαιο, ὀρθό, ἀκριβές, «δικαιόμετρον» = ἀγγεῖο.
17. Ἀντίθετο τοῦ «δικαίου» μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια εἶναι τὸ «ἄδικον». Βλ. ΑΙΣΧΥΛΟΣ, Προμηθεὺς δεσμώτης 186-187: «οἶδ ̓ ὅτι τραχὺς καὶ παρ ̓ ἑαυτῷ τὸ δίκαιον ἔχων Ζεύς». ΗΡΟ∆ΟΤΟΣ, Ἱστορία 1, 96: «τῷ δικαίῳ τὸ ἄδικον πολέμιόν ἐστι». Πρβλ. «δίκαια κἄδικα» (ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, Νεφέλαι 99. Ἱππεῖς 256. Ἀχαρνεῖς 373), «τοὐμὸν δίκαιον» (ΕΥΡΙΠΙ∆ΗΣ, Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι 810), «δίκαια πάσχειν», «δίκαια πεποιηκέναι» (ΞΕΝΟΦΩΝ, Ἑλληνικὰ 5, 3, 11· 7, 3, 11), «τὰ δίκαια ἔχωσιν», «τὰ δίκαια λαμβάνειν» (Κύρου Ἀνά- βασις 7, 7, 14· 18). Ὁ Φίλων διακρίνει ἀνάμεσα στὸ θετικό, συμβατικό, δίκαιο καὶ στὸ φυσικὸ δίκαιο (βλ. Περὶ μέθης 34: «θέσει δικαίοις προσέχειν, ἃ κατὰ πόλεις καὶ ἔθνη καὶ χώρας ἔθεντο». Βίος πολιτικοῦ ὅπερ ἐστι περὶ Ἰωσὴφ 29: «ἡ μὲν γὰρ μεγαλόπολις ὅδε ὁ κόσμος ἐστὶ καὶ μιᾷ χρῆται πολιτείᾳ καὶ νόμῳ ἑνί· λόγος δέ ἐστι φύσεως προστακτικὸς μὲν ὧν πρακτέον, ἀπαγορευτικὸς δὲ ὧν οὐ ποιητέον· αἱ δὲ κατὰ τόπους αὗται πόλεις ἀπερίγραφοί τέ εἰσιν ἀριθμῷ καὶ πολιτείαις χρῶνται διαφερούσαις καὶ νόμοις οὐχὶ τοῖς αὐτοῖς, ἄλλα γὰρ παρ ̓ ἄλλοις ἔθη καὶ νόμιμα παρεξευρημένα καὶ προστεθειμένα». Περὶ ἀποικίας 95: «ἐκεῖνα μὲν οἶν ἔοικε τοῖς φύσει, ταῦτα δὲ τοῖς θέσει νομίμοις»). Ὁ Ἰώσηπος χρησιμοποιεῖ τὴ νομικὴ ἔννοια μὲ ποικίλες ἀποχρώσεις. Μὲ τὸν ἴδιο ὅρο δηλώνει ἄλλοτε τὸν παλαιοδιαθηκικὸ νόμο (Ἰουδαϊκὴ ἀρχαιολογία 8, 296-297), ἄλλοτε τὸ νόμο τῆς πολιτείας (ὅπ.π. 12, 121-122), ἄλλοτε τὸ φυσικὸ νόμο (Ἱστορία ἰουδαϊκοῦ πολέμου 1, 507). Ὁ ἴδιος χρησιμοποιεῖ καὶ τὶς συντάξεις «διώκειν τὸ δίκαιον», «τὰ δίκαια ποιεῖν», «τὰ δίκαια πράττειν», «ἀξιοῦν δίκαια» (Ἰουδαϊκὴ ἀρχαιολογία 6, 263· 8, 126· 9, 169· 14, 305).
18. Βλ. ΑΙΣΧΥΛΟΣ, Ἀγαμέμνων 811-813.
19. Βλ. ΠΛΑΤΩΝ, Πολιτεία 332c: «διενοεῖτο… ὅτι τοῦτ ̓ εἴη δίκαιον, τὸ προσῆκον ἑκάστῳ ἀποδιδόναι, τοῦτο δὲ ὠνόμασεν ὀφειλόμενον». ΘΟΥΚΥ∆Ι∆ΗΣ, Ἱστορία 3, 54, 1: «παρεχόμενοι δὲ ὅμως ἃ ἔχομεν δίκαια πρός τε τὰ Θηβαίων διάφορα καὶ ἐς ὑμᾶς καὶ τοὺς ἄλλους Ἕλληνας». Τὰ οὐσιαστικοποιημένα «δίκαιον» καὶ «δίκαια» μὲ τὴ νομικὴ ἔννοια σημαίνουν δικαιώματα, διατάξεις, καθήκοντα, ἀξιώσεις.
20. Βλ. ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ, Ρωμαϊκὴ ἀρχαιολογία 3, 51, 2: «ἐπὶ συγκειμένοις δικαίοις».
21. Βλ. ΑΙΣΧΥΛΟΣ, Ἀγαμέμνων 375. ΗΡΟ∆ΟΤΟΣ, Ἱστορία 6, 137. Βλ. καὶ τὸ συνώνυμο «ἐνδίκως».
22. Βλ. ΣΟΦΟΚΛΗΣ, Αἴας 547: «εἴπερ δικαίως ἔστ ̓ ἐμὸς τὰ πατρόθεν».
23. Βλ. ΣΟΦΟΚΛΗΣ, Οἰδίπους τύραννος 675. ΘΟΥΚΥ∆Ι∆ΗΣ, Ἱστορία 6, 34, 8.
24. Βλ. ΗΡΟ∆ΟΤΟΣ, Ἱστορία 9, 60· πρβλ. 8, 137· 9, 27: «δίκαιοί ἐστε», «δίκαιοι εἶναι ἐξιέναι», «δίκαιοί εἰμεν ἔχειν». ΘΟΥΚΥ∆Ι∆ΗΣ, Ἱστορία 4, 17, 5: «δίκαιοί εἰσι καὶ ἀπιστότατοι εἶναι ταῖς εὐπραγίαις». ΑΡΙ- ΣΤΟΦΑΝΗΣ, Νεφέλαι 1434: «δίκαιός εἰμ ̓ ἐγὼ κολάζειν». ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Πολιτικὰ 1287b: «ὁ ἀνὴρ ὁ σπουδαῖος… ἄρχειν δίκαιος». Ἐπίσης ἀπαντᾶ στὸ συγκριτικὸ καὶ στὸν ὑπερθετικὸ βαθμό. ΘΟΥΚΥ∆Ι∆ΗΣ, ὅπ.π. 1, 76, 3: «ἑτέρων ἄρχειν δικαιότεροι». ΠΛΑΤΩΝ, Συμπόσιον 172b: «δικαιότατος εἶ ἀπαγγέλλειν».
25. Βλ. ΑΙΣΧΥΛΟΣ, Προμηθεὺς δεσμώτης 611: «δίκαιον πρὸς φίλους οἴγειν στόμα». ΗΡΟ∆ΟΤΟΣ, Ἱστορία 1, 39: «ἐμέ τε δίκαιόν ἐστι φράζειν».
26. Βλ. ΗΡΟ∆ΟΤΟΣ, Ἱστορία 1, 96· 7, 52. Ταυτόσημος εἶναι ὁ ὅρος «δικαιότης» (ΞΕΝΟΦΩΝ, Κύρου ἀνάβασις 2, 6, 26).
27. Βλ. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Πολιτικὰ 1291a.
28. Βλ. ΠΛΑΤΩΝ, Γοργίας 464bc.
29. Βλ. ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Παρεκβολαὶ εἰς τὴν Ὁμήρου Ἰλιάδα 3, 435.
30. Βλ. ΠΙΝ∆ΑΡΟΣ, Ἀπόσπασμα 169a: «Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρὶ» (πρβλ. ΠΛΑΤΩΝ, Γοργίας 484b. Νόμοι 690c, 715a). ΑΙΣΧΥΛΟΣ, Ἀγαμέμνων 392-393. ΦΙΛΩΝ, Περὶ τῶν ἐν μέρει διαταγμάτων 1, 140· 3, 172. ΙΩΣΗΠΟΣ, Ἰουδαϊκὴ ἀρχαιολογία 4, 278.
31. Βλ. ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ, Ρωμαϊκὴ ἀρχαιολογία 10, 1, 2-3: «τὸ μὲν ἀρχαῖον οἱ βασιλεῖς αὐτῶν ἔταττον τοῖς δεομένοις τὰς δίκας, καὶ τὸ δικαιωθὲν ὑπ᾽ ἐκείνων τοῦτο νόμος ἦν».
32. Βλ. ΣΟΦΟΚΛΗΣ, Οἰδίπους τύραννος 574-575: «ἐγὼ δὲ σοῦ μαθεῖν δικαιῶ· 639-640: «δεινά μ᾽ Οἰδίπους… δρᾶσαι δικαιοῖ». Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ 1350, 1642. ΗΡΟ∆ΟΤΟΣ, Ἱστορία 1, 89: «δικαιῶ σημαίνειν σοί»· 9, 42: «Τούτου δὲ οὕτω δικαιοῦντος ἀντέλεγε οὐδείς». ΘΟΥΚΥ∆Ι∆ΗΣ, Ἱστορία 2, 41, 5: «οἵδε τε γενναίως δικαιοῦντες μὴ ἀφαιρεθῆναι αὐτὴν μαχόμενοι ἐτελεύτησαν». Βλ. καὶ ΦΙΛΩΝ, Περὶ ἀποικίας 73. Περὶ τοῦ βίου Μωυσέως 1, 44. ΙΩΣΗΠΟΣ, Ἰουδαϊκὴ ἀρχαιολογία 9, 187· 12, 124· 19, 305. Ἀμφότεροι οἱ ἰουδαῖοι συγγραφεῖς χρησιμοποιοῦν τὸ ρῆμα κατὰ κανόνα μὲ τὴν κοινή του χρήση, ἐκτὸς εὐαρίθμων περιπτώσεων (λ.χ. ὁ Φίλων παραπέμπει στὴν παλαιοδιαθηκικὴ ἔννοια τοῦ ρήματος στὸ χωρίο Γέν. 38, 26 [Περὶ τῶν μετονομαζομένων καὶ ὧν ἕνεκα μετονομάζονται 136]). Ἔχει ἐπίσης τὴν ἔννοια τοῦ ρήματος ἀπαιτῶ (ὅπ.π. 19), θέλω (ΙΩΣΗΠΟΣ, ὅπ.π. 19, 178), συναινῶ (ΗΡΟ∆ΟΤΟΣ, ὅπ.π. 2, 172), ἐπιτρέπω (ὅπ.π. 3,118), παραχωρῶ (∆ΙΩΝ ΚΑΣΣΙΟΣ, Ρωμαϊκὴ ἱστορία 54, 24, 6).
33. Βλ. ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, Περὶ τύχης 97f. Κοντὰ στὴ νομικὴ ἔννοια εἶναι καὶ οἱ σημασίες ἐκφέρω ἀπόφαση (ΘΟΥΚΥ∆Ι∆ΗΣ, Ἱστορία 2, 71, 4), ἐξασφαλίζω τὸ δίκαιο κάποιου (ΠΟΛΥΒΙΟΣ, Ἱστορία 3, 31, 9), καθὼς καὶ ἡ παθητικὴ χρήση μὲ τὴ σημασία τοῦ τυγχάνω δίκαιης μεταχείρισης, «δικαιοῦσθαι» ἀντίθετο τοῦ «ἀδικεῖσθαι» (ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1136a).
34. Βλ. ΗΡΟ∆ΟΤΟΣ, Ἱστορία 1, 100: «κατ ̓ ἀξίην ἑκάστου ἀδικήματος ἐδικαίου». ∆ΙΩΝ ΚΑΣΣΙΟΣ, Ρωμαϊκὴ ἱστορία 38, 11, 3· 52, 24, 4. Στὴν παθητικὴ φωνὴ σημαίνει μοῦ ἀποδίδεται δικαιοσύνη, τιμωροῦμαι (ὅπ.π. 37, 41, 2· 41, 28, 4). Βλ. καὶ τοὺς συναφεῖς ὅρους «δικαιωτὴς» = κριτής, δικαστής, «δικαιωτήριον» = τόπος τιμωρίας, κολαστήριο (ΠΛΑΤΩΝ, Φαῖδρος 249a).
35. Βλ. ἐνδεικτικὰ Ἔξ. 23, 7. Λουκ. 16, 15.
36. Βλ. ΘΟΥΚΥ∆Ι∆ΗΣ, Ἱστορία 1, 41, 1: «∆ικαιώματα μὲν οὖν τάδε πρὸς ὑμᾶς ἔχομεν ἱκανὰ κατὰ τοὺς Ἑλλήνων νόμους». Ἐνίοτε ἐκφράζει τὴν ἔγγραφη ἀπαίτηση. Βλ. ΙΩΣΗΠΟΣ, Ἰουδαϊκὴ ἀρχαιολογία 17, 228: «Καῖσαρ δὲ Ἀρχελάου τε εἰσπέμψαντος ὡς αὐτὸν γράμματα, ἐν οἷς τὰ δικαιώματα προετίθει».
37. Βλ. ΙΩΣΗΠΟΣ, Ἰουδαϊκὴ ἀρχαιολογία 19, 285: «βούλομαι μηδὲν διὰ τὴν Γαΐου παραφροσύνην τῶν δικαίων τῷ Ἰουδαίων ἔθνει παραπεπτωκέναι, φυλάσσεσθαι δ᾽ αὐτοῖς καὶ τὰ πρότερον δικαιώματα ἐμμένουσι τοῖς ἰδίοις ἔθεσιν». Περὶ ἀρχαιότητος ἰουδαίων 2, 37: «τὴν στήλην τὴν ἑστῶσαν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ καὶ τὰ δικαιώματα περιέχουσαν, ἃ Καῖσαρ ὁ μέγας τοῖς Ἰουδαίοις ἔδωκεν». ∆ΙΩΝ ΚΑΣΣΙΟΣ, Ρωμαϊκὴ ἱστορία 37, 51, 1-2: «πρὸς τὰ τοῦ πλήθους δικαιώματα, ἐς αὐτόν σφων τὸν σύλλογον ἐσελθών, μετέστη».
38. Βλ. ΙΩΣΗΠΟΣ, Ἰουδαϊκὴ ἀρχαιολογία 17, 130: «…κατειργούσης αὐτὸν πανταχόθεν τῆς δίκης ἀπορίᾳ τῶν ἀλλαχόθεν δικαιωμάτων, οἷς ἀπολύσαιτο τὰ ἐγκεκλημένα».
39. Ἀπαντᾶ συχνότατα στὴν Παλαιὰ ∆ιαθήκη. Βλ. ἐνδεικτικὰ Γέν. 26, 5. Ἔξ. 15, 25-26. Ψαλμ. 118, 8. Τὴν παλαιοδιαθηκικὴ σημασία μὲ τὶς ποικίλες ἀποχρώσεις της ἀκολουθεῖ ὁ ΦΙΛΩΝ, Περὶ τοῦ τὸ χεῖρον τῷ κρείττονι φιλεῖν ἐπιτίθεσθαι 67-68. Περὶ τοῦ τίς ὁ τῶν θείων ἐστὶ κληρονόμος 8.
40. Ἀντίθετο τοῦ «δικαιώματος» μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια εἶναι τὸ «ἀδίκημα». ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Ρητορικὴ 1359a. Πρβλ. ὅπ.π. 1373b: «τἀδικήματα καὶ τὰ δικαιώματα διχῶς ἔστιν ἀδικεῖν καὶ δικαιοπραγεῖν».
41. Βλ. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1135a: «διαφέρει δὲ τὸ ἀδίκημα καὶ τὸ ἄδικον καὶ τὸ δικαίωμα καὶ τὸ δίκαιον· ἄδικον μὲν γάρ ἐστι τῇ φύσει ἢ τάξει· αὐτὸ δὲ τοῦτο, ὅταν πραχθῇ, ἀδίκημά ἐστι, πρὶν δὲ πραχθῆναι, οὔπω, ἀλλ᾽ ἄδικον. ὁμοίως δὲ καὶ δικαίωμα· καλεῖται δὲ μᾶλλον δικαιοπράγημα τὸ κοινόν, δικαίωμα δὲ τὸ ἐπανόρθωμα τοῦ ἀδικήματος».
42. Βλ. ΠΛΑΤΩΝ, Νόμοι 864e: «τὴν μὲν βλάβην ἣν ἄν τινα καταβλάψῃ πάντως ἁπλῆν ἀποτινέτω, τῶν δὲ ἄλλων δικαιωμάτων ἀφείσθω, πλὴν ἂν ἄρα τινὰ ἀποκτείνας μὴ καθαρὸς ᾖ τὰς χεῖρας φόνου».
43. Βλ. ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ, Ρωμαϊκὴ ἀρχαιολογία 3, 10, 3: «ἐὰν δὲ ἀναστρέψασα τὰς ἀνθρωπίνας δικαιώσεις ἡ φύσις…».
44. Βλ. ΘΟΥΚΥ∆Ι∆ΗΣ, Ἱστορία 8, 66, 2. ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, Ἀρταξέρξης 14, 3. Περὶ τῶν ὑπὸ τοῦ θείου βραδέως τιμωρουμένων 565a. ΙΩΣΗΠΟΣ, Ἰουδαϊκὴ ἀρχαιολογία 18, 315. ∆ΙΩΝ ΚΑΣΣΙΟΣ, Ρωμαϊκὴ ἱστορία 40, 43, 3. ΑΡΠΟΚΡΑΤΙΩΝ, Λεξικὸν 98.
45. Βλ. ΘΟΥΚΥ∆Ι∆ΗΣ, Ἱστορία 1, 141, 1. ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ, Ρωμαϊκὴ ἀρχαιολογία 1, 87, 1. ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ∆ημήτριος καὶ Ἀντώνιος 18, 6.
46. ΑΡΠΟΚΡΑΤΙΩΝ, Λεξικὸν 98.
47. Βλ. ΘΟΥΚΥ∆Ι∆ΗΣ, Ἱστορία 3, 82, 4: «καὶ τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει».
48. Βλ. TDNT 2, σ. 178. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Αἱ περὶ πολιτείας καὶ δικαίου ἰδέαι, σ. 105.
49. Μὲ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ σημασία τῆς εὐταξίας, εὐπρέπειας, εὐκοσμίας. Γιὰ τὴ σημασία καὶ ἐξέλιξη τοῦ ὅρου «κόσμος» βλ. LIDDELL-SCOTT, Μέγα Λεξικόν, τόμ. 2, σ. 763.
50. Βλ. ΒΕΪΚΟΣ, Κοσμολογία, σσ. 15-17. Ἡ «κοσμικὴ» δικαιοσύνη ἀποδόθηκε μὲ τὸν ὅρο «κοσμοδικία» κατ ̓ ἀναλογία πρὸς τὸν ὅρο «θεοδικία». Ὡστόσο ὡς φιλοσοφικὴ σύλληψη καὶ ἰδέα ἡ κοσμοδικία προηγεῖται τῆς θεοδικίας (ὅπ.π., σ. 17 ὑποσ. 1).
51. Γιὰ τὶς ἔννοιες τῆς «ἀρχῆς» καὶ τοῦ «ἀπείρου», καθὼς καὶ γιὰ τὴν ταύτιση αὐτοῦ μὲ τὸ θεῖο, ὅπως τὶς ἐκλαμβάνει ὁ Ἀναξίμανδρος, βλ. ΒΕΪΚΟΣ, Κοσμολογία, σσ. 36-41, 58-72.
52. ΑΝΑΞΙΜΑΝ∆ΡΟΣ, Ἀπόσπασμα 1: «ἀρχήν τε καὶ στοιχεῖον εἴρηκε τῶν ὄντων τὸ ἄπειρον… ἐξ ὧν δὲ ἡ γένεσίς ἐστι τοῖς οὖσι, καὶ τὴν φθορὰν εἰς ταῦτα γίνεσθαι κατὰ τὸ χρεών· διδόναι γὰρ αὐτὰ δίκην καὶ τίσιν ἀλλήλοις τῆς ἀδικίας κατὰ τὴν τοῦ χρόνου τάξιν…». Τὸ κείμενο διασώζουν ὁ ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ (Φυσικαὶ δόξαι 2) καὶ ὁ ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ (Ἀριστοτέλους φυσικὴ ἀκρόασις Α 24, 13 ἑξ.). Βλ. VLASTOS, «Equality and justice», σσ. 168-173. ΒΕΪΚΟΣ, Κοσμολογία, σσ. 44-57, 73-111, ὅπου ὁ συγγραφέας ἑρμηνεύει τὸ ἐπίμαχο ἀπόσπασμα τοῦ Ἀναξιμάνδρου μὲ προσοχή, λαμβάνοντας ὑπ᾽ ὄψιν τὴν πιθανότητα ἐπέμβασης τοῦ Θεοφράστου καὶ τοῦ Σιμπλικίου καὶ ἐνσωμάτωσης στὸ κείμενο τῶν δικῶν τους κοσμολογικῶν προϋποθέσεων. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, σσ. 109-112. Ο Ι∆ΙΟΣ, Λόγος καὶ μύθος, σσ. 45-47. Γιὰ τὴν προγενέστερη κοσμολογικὴ καὶ φιλοσοφικὴ παράδοση ποὺ ἐπέδρασε στὴ σκέψη τοῦ Ἀναξιμάνδρου βλ. ΒΕΪΚΟΣ, ὅπ.π., σσ. 18-30.
53. Βλ. ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ, Ἀπόσπασμα 8: «τὸ ἀντίξοον συμφέρον καὶ ἐκ τῶν διαφερόντων καλλίστην ἁρμονίαν καὶ πάντα κατ ̓ ἔριν γίνεσθαι»· 51: «παλίντροπος ἁρμονίη ὅκωσπερ τόξου καὶ λύρης»· 80: «εἰδέναι δὲ χρὴ τὸν πόλεμον ἐόντα ξυνόν, καὶ δίκην ἔριν, καὶ γινόμενα πάντα κατ᾽ ἔριν καὶ χρεών»· 94: « Ἥλιος γὰρ οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα· εἰ δὲ μή, Ἐρινύες μιν ∆ίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσιν». Βλ. καὶ VLASTOS, «Equality and justice», σσ. 164-168. ΒΕΪΚΟΣ, Κοσμολογία, σσ. 114-115. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, σσ. 94-99. Ο Ι∆ΙΟΣ, Λόγος καὶ μύθος, σσ. 42-43. Ὁ ὅρος «χρεὼν» εἶναι ἀναξιμάνδρειος. Ἔχει τὴν ἔννοια τῆς ἀναγκαιότητας, καὶ ἔτσι χρησιμοποιεῖται καὶ ἀπὸ τὸν Ἡράκλειτο. Βλ. ΒΕΪΚΟΣ, ὅπ.π., σσ. 85-86.
54. ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ, Ἀπόσπασμα 2: «διὸ δεῖ ἕπεσθαι τῶι ξυνῶι, τουτέστι τῶι κοινῶι· ξυνὸς γὰρ ὁ κοινός. τοῦ λόγου δ᾽ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἰδίαν ἔχοντες φρόνησιν». ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, σσ. 100-105.
55. ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ, Ἀπόσπασμα 44: «μάχεσθαι χρὴ τὸν δῆμον ὑπὲρ τοῦ νόμου ὅκωσπερ τείχεος»· 114: «ξὺν νόωι λέγοντας ἰσχυρίζεσθαι χρὴ τῶι ξυνῶι πάντων, ὅκωσπερ νόμωι πόλις, καὶ πολὺ ἰσχυροτέρως. τρέφονται γὰρ πάντες οἱ ἀνθρώπειοι νόμοι ὑπὸ ἑνὸς τοῦ θείου· κρατεῖ γὰρ τοσοῦτον ὁκόσον ἐθέλει καὶ ἐξαρκεῖ πᾶσι καὶ περιγίνεται». Ὁ Ἡράκλειτος κατηγορήθηκε ὡς ἐχθρὸς τῆς δημοκρατίας. Ὡστόσο στόχος τῆς φιλοσοφίας του -ὁ ὁποῖος δὲν ἐπιτεύχθηκε- ἦταν νὰ καθοδηγήσει τοὺς συμπατριῶτες του Ἐφεσίους στὴ σωστὴ δημοκρατία καὶ στὴν ἀνεξαρτησία τῆς πολιτικῆς ζωῆς. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, σσ. 80, 92.
56. ΠΑΡΜΕΝΙ∆ΗΣ, Ἀπόσπασμα 1· 8. Βλ. καὶ ΣΤΟΒΑΙΟΣ, Ἐκλογαὶ 1, 4, 7c: «οὗτοι (ἐνν. Παρμενίδης καὶ ∆ημόκριτος) πάντα κατ ̓ ἀνάγκην· τὴν δ ̓ αὐτὴν εἶναι εἱμαρμένην καὶ δίκην καὶ πρόνοιαν καὶ κοσμοποιόν». TDNT 2, σ. 179. VLASTOS, «Equality and justice», σσ. 161-164. ΒΕΪΚΟΣ, Κοσμολογία, σσ. 108-109, 115. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, σσ. 121-122.
57. ΕΜΠΕ∆ΟΚΛΗΣ, Ἀπόσπασμα 16 ἑξ.· 98. Ἂν καὶ στὰ σωζόμενα ἀποσπάσματα τοῦ Ἐμπεδοκλῆ δὲν ὑπάρχει ἀναφορὰ στὴ «δίκη», ὡστόσο τὸ θρησκευτικὸ στοιχεῖο εἶναι καὶ σ᾽ αὐτὸν ἔντονα παρόν. Βλ. VLASTOS, «Equality and justice», σσ. 158-161. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, σσ. 112-113. Ο Ι∆ΙΟΣ, Λόγος καὶ μύθος, σ. 54.
58. ΑΛΚΜΑΙΩΝ, Ἀπόσπασμα 4: «τῆς μὲν ὑγιείας εἶναι συνεκτικὴν τὴν ἰσονομίαν τῶν δυνάμεων, ὑγροῦ, ξηροῦ, ψυχροῦ, θερμοῦ, πικροῦ, γλυκέος καὶ τῶν λοιπῶν, τὴν δ᾽ ἐν αὐτοῖς μοναρχίαν νόσου ποιητικήν· φθοροποιὸν γὰρ ἑκατέρου μοναρχίαν. Καὶ νόσον συμπίπτειν ὡς μὲν ὑφ᾽ οὗ ὑπερβολῇ θερμότητος ἢ ψυχρότητος… ἐγγίνεσθαι δὲ τούτοις ποτὲ κἀκ τῶν ἔξωθεν αἰτιῶν, ὑδάτων ποιῶν ἢ χώρας ἢ κόπων ἢ ἀνάγκης ἢ τῶν τούτοις παραπλησίων. Τὴν δὲ ὑγείαν τὴν σύμμετρον τῶν ποιῶν κρᾶσιν». Βλ. καὶ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Προβλήματα 916a. ΒΕΪΚΟΣ, Κοσμολογία, σ. 26 ὑποσ. 2. VLASTOS, «Equality and justice», σσ. 156-157. Περὶ «ἰσονομίας» βλ. καὶ GR. VLASTOS, «Isonomia», AJP 74 (1953) 337-366.
59. ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, Περὶ ἄρθρων 7· 10. Περὶ ἀέρων, ὑδάτων, τόπων 12. Βλ. καὶ Περὶ φύσιος ἀνθρώπου 7. ΒΕΪΚΟΣ, Κοσμολογία, σσ. 115-116. VLASTOS, «Equality and justice», σσ. 157-158.
60. Βλ. ΣΟΛΩΝ, Ἀπόσπασμα 12, 1-2· 13, 52· 16, 1-2. ∆ΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, Βίοι φιλοσόφων 1, 67. Γιὰ τὴν κοσμικὴ δικαιοσύνη κατὰ τὸ Σόλωνα βλ. VLASTOS, «Equality and justice», σσ. 165-166. TDNT 2, σσ. 178-179. ΒΕΪΚΟΣ, Κοσμολογία, σσ. 23-25. Περισσότερα βλ. GR. VLASTOS, «Solonian Justice», Classical Philology 41 (1946) 65-83.
61. ΗΣΙΟ∆ΟΣ, Ἔργα καὶ ἡμέραι 256-257: «ἡ δέ τε παρθένος ἐστὶ ∆ίκη, ∆ιὸς ἐκγεγαυῖα, κυδρή τ᾽ αἰδοίη τε θεοῖς οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν»· 276-278: «τόνδε γὰρ ἀνθρώποισι νόμον διέταξε Κρονίων, ἰχθύσι μὲν καὶ θηρσὶ καὶ οἰωνοῖς πετεηνοῖς ἔσθειν ἀλλήλους, ἐπεὶ οὐ δίκη ἐστὶ μετ᾽ αὐτοῖς». Ὁ Ἡσίοδος συγχέει κοσμικὴ καὶ ἀνθρώπινη τάξη. Ἡ ἀπόδοση στὶς Ὧρες τῶν ὀνομάτων Εὐνομία, ∆ίκη καὶ Εἰρήνη (βλ. Θεογονία 901-902) δείχνει ὅτι ὁ ποιητὴς ζεῖ σὲ μία ἐποχὴ ἑνιαίας θεώρησης τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας καὶ τοῦ κοσμικοῦ συνόλου, ὅπου ἡ ∆ίκη κατέχει ξεχωριστὴ θέση, καθὼς ἀντιπροσωπεύει τὴν ἔννοια τῆς χρονικῆς τάξης στὴν ἀκολουθία τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Βλ. ΒΕΪΚΟΣ, Κοσμολογία, σσ. 20-21.
62. ΘΕΟΓΝΙΣ, Ἐλεγεῖαι 1, 147. TDNT 2, σ. 179. Βλ. καὶ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1129b. Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν πατρότητα τοῦ ἀποφθέγματος (ἀποδίδεται καὶ στὸ Φωκυλίδη) αὐτὸ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ κορυφαῖα γνωμικὰ τῆς παγκόσμιας διανόησης καὶ τὴν κορωνίδα τῶν περὶ δικαιοσύνης ρήσεων.
63. ΠΙΝ∆ΑΡΟΣ, Ἀπόσπασμα 169a. Βλ. ΙΩΑΝΝΙ∆ΗΣ, «Ρητὰ ἀρχαίων», σ. 19 ἑξ., ἀπ᾽ ὅπου ἀντλήσαμε τὸ παρὸν καὶ ἄλλα ἀρχαιοελληνικὰ ρητὰ περὶ νόμου.
64. ∆ΗΜΟΚΡΙΤΟΣ, Ἀπόσπασμα 62· 89. Βλ. καὶ ΣΤΟΒΑΙΟΣ, Ἐκλογαὶ 3, 9, 29. ΦΙΛΗΜΩΝ, Ἀπόσπασμα 94. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, σσ. 131-133.
65. Βλ. ΠΛΑΤΩΝ, Κρίτων 53c: «ὅστις γὰρ νόμων διαφθορεύς ἐστιν σφόδρα που δόξειεν ἂν νέων γε καὶ ἀνοήτων ἀνθρώπων διαφθορεὺς εἶναι. πότερον οὖν φεύξῃ τάς τε εὐνομουμένας πόλεις καὶ τῶν ἀνδρῶν τοὺς κοσμιωτάτους;».
66. Αὐτὸ δίδαξε ὁ μέγας καὶ ἀληθινὸς σοφὸς ἔμπρακτα ἀρνούμενος νὰ συναινέσει στὸ σχέδιο ἀπόδρασης, ἐνέργεια ποὺ θὰ συνιστοῦσε παράβαση τῶν κειμένων νόμων. Ἡ ὑπακοή του στὸ θετὸ δίκαιο τῆς πολιτείας, ἀλλὰ καὶ στὴν ἄδικη ἀπόφαση τῶν φορέων τῆς δικαστικῆς δικαιοσύνης κορυφώνεται, ὅταν προβαίνει χωρὶς δισταγμὸ στὴν κατάποση τοῦ κωνείου. Βλ. ΠΛΑΤΩΝ, Ἀπολογία Σωκράτους 32a ἑξ. ΚΟΡΣΟΣ, «Περὶ ἀγράφου νόμου», σσ. 7-8.
67. Βλ. ΠΛΑΤΩΝ, Πρωταγόρας 323a-c: « Ἵνα δὲ μὴ οἴῃ ἀπατᾶσθαι ὡς τῷ ὄντι ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς, τόδε αὖ λαβὲ τεκμήριον. ἐν γὰρ ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς, ὥσπερ σὺ λέγεις, ἐάν τις φῇ ἀγαθὸς αὐλητὴς εἶναι, ἢ ἄλλην ἡντινοῦν τέχνην ἣν μή ἐστιν, ἢ καταγελῶσιν ἢ χαλεπαίνουσιν, καὶ οἱ οἰκεῖοι προσιόντες νουθετοῦσιν ὡς μαινόμενον· ἐν δὲ δικαιοσύνῃ καὶ ἐν τῇ ἄλλῃ πολιτικῇ ἀρετῇ, ἐάν τινα καὶ εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστιν, ἐὰν οὗτος αὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τἀληθῆ λέγῃ ἐναντίον πολλῶν, ὃ ἐκεῖ σωφροσύνην ἡγοῦντο εἶναι, τἀληθῆ λέγειν, ἐνταῦθα μανίαν, καί φασιν πάντας δεῖν φάναι εἶναι δικαίους, ἐάντε ὦσιν ἐάντε μή, ἢ μαίνεσθαι τὸν μὴ προσποιούμενον δικαιοσύνην· ὡς ἀναγκαῖον οὐδένα ὅντιν ᾽ οὐχὶ ἁμῶς γέ πως μετέχειν αὐτῆς, ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις».
68. ΠΛΑΤΩΝ, Μενέξενος 246e-247a. Βλ. καὶ ΞΕΝΟΦΩΝ, Ἀπομνημονεύματα 3, 9, 5: «ἔφη δὲ καὶ τὴν δικαιοσύνην καὶ τὴν ἄλλην πᾶσαν ἀρετὴν σοφίαν εἶναι. τά τε γὰρ δίκαια καὶ πάντα ὅσα ἀρετῇ πράττεται καλά τε κἀγαθὰ εἶναι».
69. Βλ. ΠΛΑΤΩΝ, Νόμοι 963a ἑξ. Πολιτεία 427e ἑξ., 443d ἑξ. Φαίδων, 69b ἑξ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Αἱ περὶ πολιτείας καὶ δικαίου ἰδέαι, σσ. 106-107. Ἡ ἀρετὴ τῆς δικαιοσύνης ἀναγνωρίζεται ὡς ἡ πρώτη ἀρχὴ τῆς πλατωνικῆς ἠθικῆς. Πάντως ἡ τετραμερὴς διαίρεση τῶν ἀρετῶν δὲν εἶναι ἐπινόηση τοῦ Πλάτωνα. Ἂν καὶ μία πρώτη διαίρεση μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸν Αἰσχύλο (Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας 610: «σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρ»), πιθανότατα προϋπῆρχε στὸν ἀρχαιοελληνικὸ κόσμο. Βλ. TDNT 2, σ. 182 ὑποσ. 2.
70. Βλ. ΠΛΑΤΩΝ, Πολιτεία 443cd: «Τὸ δέ γε ἀληθές, τοιοῦτόν τι ἦν, ὡς ἔοικεν, ἡ δικαιοσύνη ἀλλ᾽ οὐ περὶ τὴν ἔξω πρᾶξιν τῶν αὑτοῦ, ἀλλὰ περὶ τὴν ἐντός, ὡς ἀληθῶς περὶ ἑαυτὸν καὶ τὰ ἑαυτοῦ, μὴ ἐάσαντα τἀλλότρια πράττειν ἕκαστον ἐν αὑτῷ μηδὲ πολυπραγμονεῖν πρὸς ἄλληλα τὰ ἐν τῇ ψυχῇ γένη, ἀλλὰ τῷ ὄντι τὰ οἰκεῖα εὖ θέμενον καὶ ἄρξαντα αὐτὸν αὑτοῦ καὶ κοσμήσαντα καὶ φίλον γενόμενον ἑαυτῷ καὶ συναρμόσαντα τρία ὄντα…».
71. Βλ. ΠΛΑΤΩΝ, Πολιτεία 431b ἑξ. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, σ. 175 ἑξ. Ο Ι∆ΙΟΣ, Λόγος καὶ μύθος, σσ. 118-119.
72. ΠΛΑΤΩΝ, Πολιτικὸς 294ab.
73. Βλ. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Ρητορικὴ 1373b: «…ὥρισται δὴ τὰ δίκαια καὶ τὰ ἄδικα πρός τε νόμους δύο καὶ πρὸς οὕς ἐστι διχῶς. λέγω δὲ νόμον τὸν μὲν ἴδιον, τὸν δὲ κοινόν, ἴδιον μὲν τὸν ἑκάστοις ὡρισμένον πρὸς αὐτούς, καὶ τοῦτον τὸν μὲν ἄγραφον, τὸν δὲ γεγραμμένον, κοινὸν δὲ τὸν κατὰ φύσιν. ἔστι γάρ τι ὃ μαντεύονται πάντες, φύσει κοινὸν δίκαιον καὶ ἄδικον, κἂν μηδεμία κοινωνία πρὸς ἀλλήλους ᾖ μηδὲ συνθήκη, οἷον καὶ ἡ Σοφοκλέους Ἀντιγόνη φαίνεται λέγουσα, ὅτι δίκαιον ἀπειρημένου θάψαι τὸν Πολυνείκη, ὡς φύσει ὃν τοῦτο δίκαιον… καὶ ὡς Ἐμπεδοκλῆς λέγει περὶ τοῦ μὴ κτείνειν τὸ ἔμψυχον· τοῦτο γὰρ οὐ τισὶ μὲν δίκαιον τισὶ δ ̓ οὐ δίκαιον…».
74. Βλ. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Πολιτικὰ 1253a, 1323a. Ἠθικὰ Νικομάχεια 1130ab, 1134a.
75. Βλ. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Πολιτικὰ 1283a. Ἠθικὰ Νικομάχεια 1129b. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Ἱστορία τῆς φιλο- σοφίας, σσ. 209-210.
76. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Πολιτικὰ 1253a, 1295a ἑξ. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, σσ. 210-212. Γιὰ τὶς περὶ γραπτοῦ καὶ ἄγραφου νόμου ἀντιλήψεις τοῦ Ἀριστοτέλη βλ. ΚΟΡΣΟΣ, «Περὶ ἀγράφου νόμου», σσ. 6-7.
77. Βλ. ∆ΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, Βίοι φιλοσόφων 7, 128: «φύσει τε τὸ δίκαιον εἶναι καὶ μὴ θέσει, ὡς καὶ τὸν νόμον καὶ τὸν ὀρθὸν λόγον, καθά φησι Χρήσιππος». ΚΟΡΣΟΣ, «Περὶ ἀγράφου νόμου», σσ. 10-12. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, σ. 220.
78. Βλ. ΓΑΛΗΝΟΣ, Περὶ Ἱπποκράτους 7, 2, 3-4: «ὅταν μὲν οὖν αἱρεῖσθαί τε δέῃ τἀγαθὰ καὶ φεύγειν τὰ κακά, τὴν ἐπιστήμην τήνδε καλεῖ σωφροσύνην· ὅταν δὲ πράττειν μὲν τἀγαθὰ μὴ πράττειν δὲ τὰ κακά, φρόνησιν· ἀνδρείαν δ᾽ ὅταν τὰ μὲν θαρρῇ, τὰ δὲ φεύγῃ· ὅταν δὲ τὸ κατ᾽ ἀξίαν ἑκάστῳ νέμῃ, δικαιοσύνην· ἑνὶ δὲ λόγῳ γιγνώσκουσα μὲν ἡ ψυχὴ χωρὶς τοῦ πράττειν τἀγαθά τε καὶ κακὰ σοφία τ᾽ ἐστὶ καὶ ἐπιστήμη, πρὸς δὲ τὰς πράξεις ἀφικνουμένη τὰς κατὰ τὸν βίον ὀνόματα πλείω λαμβάνει τὰ προειρημένα, φρόνησίς τε καὶ σωφροσύνη καὶ δικαιοσύνη καὶ ἀνδρεία καλουμένη». ΣΤΟΒΑΙΟΣ, Ἐκλογαὶ 2, 7, 5a-5b1: «Ἀγαθὰ μὲν τὰ τοιαῦτα· φρόνησιν, σωφροσύνην, δικαιοσύνην, ἀνδρείαν… δικαιοσύνην δὲ ἐπιστήμην ἀπονεμητικὴν τῆς ἀξίας ἑκάστῳ». Εἶναι ἐμφανὴς ἐδῶ ἡ ἐξάρτηση τῶν στωικῶν ἀπὸ τὸν Ἀριστοτέλη, ἀλλὰ καὶ ἡ διαφοροποίησή τους στὸ θέμα τῆς διορθωτικῆς δικαιοσύνης. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Αἱ περὶ πολιτείας καὶ δικαίου ἰδέαι, σ. 109.
79. Βλ. ΣΤΟΒΑΙΟΣ, Ἐκλογαὶ 2, 7, 5b2.
❦
Εικόνα εξωφύλλου
Χαιρετώ σας! Θαυμάσιο πόνημα, διαφωτιστικό και χρήσιμο. Ωραία αρχίσατε την χρονιά!! Απ’ οτι βλέπω, σας κάνω ποδαρικό με το σχόλιό μου, οπότε εύχομαι νάμαι και γούρικη και η εργασία σας εδώ, πολύτιμη που είναι, να έχει όλο και πιο ευρεία απήχηση! Καλή χρονιά λοιπόν και στον ιστότοπό σας!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Σας ευχαριστούμε για τα καλά σας λόγια και αντευχόμεθα, Καλή Χρονιά με Υγεία και προκοπή. Ευχόμαστε τα ίδια όσον αφορά στην δική σας ιστοσελίδα η οποία είναι πολύ αξιόλογη – καλαίσθητη με εξαιρετικά άρθρα.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο