Γεώργιος Σφραντζής………μια σύντομη κριτική προσέγγιση

στις

εξώφυλλο: Χάρτης της Κωνσταντινούπολης (1422) από τον Φλωρεντίνο χαρτογράφο Cristoforo Buondelmonte

© Copyright μετάφραση – επιμέλεια Ιωάννης Τζάνος

Όταν ο Edward Gibbon το 1786-1787 στη Λοζάνη της Ελβετίας συνέγραφε τον 6ο και τελευταίο τόμο του έργου με τίτλο «Η Ιστορία της παρακμής και  πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» είχε στην διάθεσή του ελάχιστες πηγές για την συγγραφή του περιβόητου κεφαλαίου της ιστορίας που αφορούσε στην κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1453 από τους Οθωμανούς.

Για το κυριότερο μέρος της διήγησής του ο Gibbon άντλησε στοιχεία και πληροφορίες από τρία βυζαντινά ιστοριογραφικά έργα: την Ιστορία Τουρκοβυζαντινή του Δούκα, την Ιστορία Τουρκική ή Ἀποδείξεις Ἱστοριῶν του Λαονίκου Χαλκοκονδύλη και το εκτενέστερο από τα δύο χρονικά που αποδίδονται πλέον στον συγγραφέα ονόματι Γεώργιο Σφραντζή (ή Φραντζή κατά τον Gibbon). Το επίθετο Σφραντζής καθιερώθηκε ως ο αρχικός και αυθεντικός τύπος του ονόματος του συγγραφέα (αντί του Φραντζής, τύπος που παραδίδεται κυρίως στα χειρόγραφα του Chronicus Maius) από τον V. Laurent, o οποίος ανέπτυξε την επιχειρηματολογία του υπέρ αυτού σε εκτενές άρθρο του στο Γερμανικό περιοδικό Byzantinische Zeitschrift. Άντλησε επίσης στοιχεία από την γραμμένη στη Λατινική γλώσσα επιστολή του Λέοντα του Χίου, δυτικό αρχιεπίσκοπο Μυτιλήνης, προς τον Πάπα Νικόλαο Ε΄.

Edward Emily Gibbon.jpg
Edward Gibbon

Τόσο ο Σφραντζής όσο και ο Λέων ο Χίος (εν αντιθέσει προς τους Δούκα και Χαλκοκονδύλη) αποδείχτηκε πως υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες της Άλωσης. Υπήρχαν δύο ακόμη έργα, τα οποία μολονότι δεν ήταν διαθέσιμα επί εποχής Gibbon, επρόκειτο  να εμπλουτίσουν τον επόμενο αιώνα τις ιστορικές πηγές, καθιστώντας δυνατή την άντληση λεπτομερέστερων στοιχείων για το κοσμοϊστορικό γεγονός της άλωσης της Κωνσταντινούπολης.

Το πρώτο από αυτά τα έργα που ήρθε στο φως, ήταν ένα ημερολόγιο (γραμμένο στην Ιταλική γλώσσα) προερχόμενο από την γραφίδα ενός γιατρού που ανήκε στο πλήρωμα του Βενετικού στόλου ονόματι Nicolo Barbaro, αυτόπτη μάρτυρα που είχε καταγράψει τα γεγονότα της άλωσης με χρονολογική ακρίβεια. Το αρχικό χειρόγραφο του έργου με τον τίτλο Giornale dell’ Assedio di Constanlinopoli (Χρονικό της άλωσης της Κωνσταντινούπολης) που φυλασσόταν μαζί με τα υπόλοιπα έγγραφα της οικογένειας των Barbaro μέχρι το 1829, πέρασε στην κατοχή της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης, που εδρεύει στη Βενετία, το 1837. H κριτική έκδοση του κειμένου είχε γίνει από τον Enrico Cornet και εκδόθηκε στη Βιέννη το 1856.

Το δεύτερο έργο ήρθε στο φως το 1865, όταν o Dethier ανακάλυψε στη βιβλιοθήκη του Σεραγλίου στην Κωνσταντινούπολη έναν κώδικα του 16ου αιώνα που περιελάμβανε την ιστορία του Μωάμεθ Β’ του Πορθητή, η οποία κάλυπτε το διάστημα από το 1451 έως το 1467 και προερχόταν από την γραφίδα του Κριτοβούλου του Ίμβριου, o οποίος είχε τεθεί στην πολιτική υπηρεσία των Οθωμανών μετά την άλωση του 1453.

Πρόκειται για ένα παράδοξο έργο, στο οποίο εγκωμιάζεται ο Μωάμεθ και η στρατιωτική του δράση, με έντονο το ρητορικό στοιχείο από υφολογικής άποψης, αναχρονιστικό ως προς τις γεωγραφικές και φυλετικές ενδείξεις, γραμμένο κατά μίμηση των κλασικών συγγραφέων και ιδίως του Θουκυδίδη.

Η λογοτεχνική και κυρίως η ιστορική του αξία έγκειται στο ότι ο συγγραφέας, ο οποίος είχε πρόσβαση τόσο σε Ελληνικές όσο και σε Τουρκικές μαρτυρίες για τα γεγονότα που περιγράφει, παρουσιάζει τα γεγονότα από καθαρά Τουρκικής πλευράς (αν και είναι εμφανής η ευαισθησία με την οποία αντιμετωπίζει την δυσμενή κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι Βυζαντινοί).

Απεικόνιση του Γεωργίου Σφραντζή (δεξιά) με τον Κων/νο Παλαιολόγο (αριστερά).

Μη διαθέσιμο επίσης ήταν το αποκαλούμενο Χρονικό (ή ημερολόγιο) του Πολωνού Γενίτσαρου γραμμένο από τον Σέρβο Michael Constantinovic καθώς και ένα Σλαβικό Χρονικό. Επίσης, ποικίλες Τουρκικές πηγές, λογοτεχνικές και μη που αποτελούσαν ιδιαίτερα σημαντικές μαρτυρίες για εκείνη την εποχή όπως επίσης και μια πληθώρα ελασσόνων ιστοριών γραμμένες στα Ελληνικά, Λατινικά και Ιταλικά.

Επομένως, στα χρόνια που ακολούθησαν την συγγραφή του κεφαλαίου του Gibbon παρατηρήθηκε μια εντυπωσιακή αύξηση των πηγών, σχετικά με την πτώση της Κωνσταντινούπολης ενώ παράλληλα καθίστατο δυνατή και η μελέτη των ποικίλων γλωσσικών στοιχείων που μετέρχεται ο ιστορικός στο κείμενό του. Μια πλειάδα λογίων, μεταξύ των οποίων και οι μελετητές που ασχολήθηκαν διεξοδικότερα και ειδικότερα με την συγκεκριμένη περίοδο, μπόρεσαν να επιδοθούν στην μελέτη μιας μεγάλης γκάμας γλωσσών (και διαλέκτων) που εντοπίζονταν στις πηγές.

Ωστόσο, οι μελετητές που ασχολήθηκαν σε ένα γενικότερο επίπεδο με την Μεσαιωνική ιστορία και λογοτεχνία δυσκολεύτηκαν αρκετά ως προς την μελέτη και την αποσαφήνιση των διαφόρων γλωσσικών στοιχείων, ενώ ακόμη περισσότερο δυσκολεύτηκε το ευρύ κοινό. Αυτό αποδεικνύει πως οι μεταφράσεις ενός κειμένου είναι ζωτικής σημασίας για τον απλό αναγνώστη, ιδιαίτερα χρήσιμες για τον ιστορικό ενώ είναι ιδιαίτερα σημαντικές ακόμη και για τους μελετητές που εξιδανικεύονται στην εν λόγω περίοδο, ειδικά όταν στηρίζονται σε πρόσφατες κριτικές εκδόσεις και όταν ενσωματώνουν στις εισαγωγές τους και στα σχόλιά τους τις διαπιστώσεις των μελετητών που έχουν διατυπωθεί μέχρι την εποχή του εκάστοτε μελετητή.

Σε αυτήν την κατηγορία εμπίπτει η πρώτη Αγγλική μετάφραση του έργου του Γεωργίου Σφραντζή, προερχόμενη από την πένα του Μάριου Φιλιππίδη, υπο τον τίτλο «Η πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας: το Χρονικό του Γεωργίου Σφραντζή, 1401-1477» (The University of Massachusetts Press: Amherst 1980). Η εν λόγω μετάφραση, η οποία περιλαμβάνει ολόκληρο το Chronicon Minus (Βραχύ Χρονικό) του Σφραντζή καθώς και το τμήμα του Chronicon Maius (Μείζον Χρονικό) που περιγράφει εκτενώς την Άλωση, το οποίο βασίστηκε στην έκδοση του V. Grecu το 1966.

Γενικότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εποχής και τον Σφραντζή δίνονται στην εισαγωγή της έκδοσης ενώ περισσότερες λεπτομέρειες δίνονται στα σχόλια και στις τελευταίες σελίδες του τόμου. Επίσης, δίνεται μια βιβλιογραφία των κύριων πηγών καθώς και των σύγχρονών μελετών σχετικά με τον Σφραντζή και την εποχή του. Περιλαμβάνονται επίσης χρονολογικός πίνακας των σημαντικότερων γεγονότων που σημάδεψαν την ζωή του Σφραντζή, χάρτες με τα σύνορα της αυτοκρατορίας, πίνακες των ηγετικών προσωπικοτήτων, κοσμικών και θρησκευτικών, σύντομες περιγραφές των άμεσα εμπλεκομένων στα γεγονότα – στοιχεία που εξυπηρετούν στο να κατανοήσει καλύτερα ο αναγνώστης τα ποικίλα γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά την διάρκεια του 15ου αιώνα.

Η μετάφραση ολοκληρώνει την σειρά Αγγλικών μεταφράσεων των σημαντικότερων Ελληνικών και δυτικών αναφορών τόσο εποχικών (αυτοπτών) όσο και σύγχρονων που αφορούν στην πολιορκία του 1453, η οποία μέχρι πρόσφατα περιελάμβανε: την μετάφραση του Charles T. Riggs στο έργο του Μιχαήλ Κριτόβουλου «Μωάμεθ ο Πορθητής», τις μεταφράσεις του J.R Jones στο έργο του Nicolo Barbaro «Ημερολόγιο της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης», καθώς και επτά ακόμη σύγχρονων ιστορικών αναφορών στην πολιορκία και τέλος την πλήρη μετάφραση του Harry Magoulias, στο έργο του Βυζαντινού ιστορικού Δούκα «Ιστορία» όπου περιγράφει την Άλωση της Κων/πολης.

Επιπροσθέτως, στις μέρες μας ολοένα και περισσότεροι μελετητές δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την περίοδο των Παλαιολόγων. Ωστόσο, παρά την όποια αύξηση των νεών ιστορικών και λογοτεχνικών πηγών, οι παλαιότεροι γνωστοί συγγραφείς εξακολουθούν να κατέχουν τα πρωτόλεια. Ένας εξ αυτών είναι ο Σφραντζής, ο οποίος μονοπώλησε το ενδιαφέρον των λογίων και στον οποίο ασκήθηκαν οι πιο αμφιλεγόμενες κριτικές ως προς την αξιολόγηση των δύο χρονικών που αποδίδονται στον ίδιο.

Αυτές οι αμφιλεγόμενες κρίσεις ξεκινούν την στιγμή που και τα δύο χρονικά έπεσαν, φαινομενικά τουλάχιστον, σε λήθη μετά τον θάνατό του (ή λίγα χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα μετά το 1478). Όταν στη Δύση, περίπου έναν αιώνα αργότερα, επανήλθαν στο προσκήνιο, το Maius ήταν εκείνο που τράβηξε αρχικά την προσοχή των λογίων. Ο αριθμός των σωζόμενων χειρογράφων του Maius αύξησε, χωρίς αμφιβολία, τις πιθανότητες να επανακαλύφθηκε πρωιμότερα από βιβλιογράφους και συλλέκτες χειρογράφων .

https://www.literaturportal-bayern.de/images/lpbauthors/2017/gross/pontanus_lpb_gross.jpg
Jacobus Pontanus

Ένας εξ αυτών, ο Ιησουίτης λατινιστής Jacobus Pontanus, ανακάλυψε στην Βαυαρική Βιβλιοθήκη στο Μόναχο ένα χειρόγραφο του Maius, του οποίου η αφήγηση ξεκινούσε «paulo supra annum Christi 1259». Ο Pontanus περί το 1604 προέβη στην συγγραφή μιας συντετμημένης εκδοχής του κειμένου στα Λατινικά και όχι στην έκδοσή του στην Ελληνική γλώσσα, παραλείποντας εκείνα τα τμήματα του Χρονικού, τα οποία έκρινε πως ήταν άνευ σημασίας για την ιστορία – διήγηση όπως για παράδειγμα την πολεμική κατά του Ισλαμισμού, χωρία όπου παρουσιαζόταν με όλες τις μικρολεπτομέρειες ο βίος του Σφραντζή, όπως κι εκείνα σχετικά με μετεωρολογικούς οιωνούς ή με το σχίσμα των δύο Εκκλησιών (Ορθόδοξης και Καθολικής).

Σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, ο Λέων Αλλάτιος, στο έργο του με τίτλο «Diatriba de Georgiorum scriptis» (1651) αναφέρει πως είχε στην κατοχή του ένα χρονικό του Σφραντζή αρκετά διαφορετικό και βραχύτερο από το χρονικό που μέχρι τότε ήταν γνωστό (κάλυπτε το διάστημα από το 1401 έως το 1477). Επιπλέον αναφέρει πώς είχε παραβάλλει αυτό το χειρόγραφο με ένα άλλο που παρέδιδε το ίδιο έργο το οποίο βρισκόταν στην Βιβλιοθήκη της Μονής των Αγίων Αποστόλων στη Νάπολη.

Παράσταση νίκης Οθωμανού σουλτάνου, Λαόνικος Χαλκοκονδύλης πηγή L’histoire de la decadence de l’empire grec, et establissement de celuy des Turcs, par Chalcondile Athenien Parisien, Claude Sonnius, 1632.

Παρότι ο ίδιος θέτει το ζήτημα σχετικά με τον συγγραφέα του Minus, τον απασχολεί περισσότερο να εξακριβώσει εάν αυτό ήταν μια σύνοψη του Maius ή το αρχικό έργο στο οποίο στηρίχτηκε η συγγραφή του εκτενέστερου κι επομένως μεταγενέστερου χρονικού. Η δεύτερη περίπτωση, που αφορά στην συγγραφή του βραχύτερου χρονικού από την πένα του Σφραντζή, έχει γίνει σιωπηρά αποδεκτή (η συγγραφή του εκτενέστερου έργου από τον ίδιο είναι αδιαμφισβήτητη). Η πρώτη περίπτωση είναι οπωσδήποτε αμφισβητήσιμη.

Από τις δύο υποθέσεις που εξέφρασε ο Αλλάτιος, o Johann Franz, o οποίος εξέδωσε την editio princeps του Minus to 1837, θεώρησε ορθότερη την πρώτη, ότι δηλαδή το Minus ήταν μεταγενέστερο έργο, μία επιτομή του Maius. Οι λόγοι που τον οδήγησαν προς αυτήν την κατεύθυνση ήταν κυρίως υφολογικοί, ήτοι σχετίζονταν με τα γλωσσικά και υφολογικά στοιχεία του κειμένου. Το Minus φαίνεται να είναι το πιο πρόσφατο από τα δύο διότι τα διαλεκτικά στοιχεία του κειμένου χαρακτηρίζονται από προχειρότητα και το ύφος του από σύνθετα λεκτικά σύνολα (verborum constructionisque perversitas).

O Franz, ενώ θεώρησε αρχικά ως αδιαμφισβήτητη την ύπαρξη ενός φανταστικού ανώνυμου συγγραφέα που προέβη στην σύνταξη του Minus, κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν αμφιβολία ως προς το ότι ο Σφραντζής συνέταξε το Minus: ο Σφραντζής απλώς εφάρμοσε/μετήλθε ένα λιγότερο προσεγμένο ύφος στο λιγότερο σημαντικό έργο. Έτσι, το Minus είναι σχεδόν απίθανο να συντάχθηκε νωρίτερα και να αποτέλεσε την βάση για την συγγραφή του Maius.

Karl Krumbacher

H αξία του ενέκειτο πρωτίστως, σχεδόν αποκλειστικά θα λέγαμε, στο ότι προσέφερε ποικίλες αναγνώσεις με σκοπό την τροποποίηση ή και την διόρθωση τμημάτων του κειμένου του Maius. Η δεύτερη από τις υποθέσεις του Αλλατίου, ότι το Minus ήταν το αρχικό κείμενο και απετέλεσε την βάση για την μετέπειτα συγγραφή του Minus, άρχισε να κερδίζει έδαφος περί το 1893, όταν θεωρήθηκε ως ορθότερη από τον Ρώσο ακαδημαϊκό Γαβριήλ Δεστούνη (1818 – 1895) και συμπεριλήφθηκε στην ιστορία Βυζαντινής λογοτεχνίας του Karl Krumbacher. Σε κάθε περίπτωση, όπως άλλωστε ήταν φυσικό, ή άποψη που ήθελε το Minus να προηγείται του Maius, θεωρήθηκε άστοχη: τα όποια στοιχεία του είχαν ενσωματωθεί πλήρως στο Maius, η γλώσσα και το ύφος του ήταν υποδεέστερα από τα αντίστοιχα του Maius, ενώ το Minus θα μπορούσε για ιστοριογραφικούς λόγους να απορριφθεί.

Η άποψη του Δεστούνη αμφισβητήθηκε ανοιχτά από τον Ιωάννη Παπαδόπουλο το 1932. Καθώς προετοίμαζε την κριτική έκδοση του Chronicon Maius, o εντυπωσιάστηκε από την πληθώρα των σημείων, τα οποία στο κείμενο του Maius μπορούσαν να συμπληρωθούν και να τροποποιηθούν μέσω της άντλησης στοιχείων από το κείμενο του Minus. H άποψη ότι το Minus μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μέσο διόρθωσης των σημείων του Maius που έπασχαν, όπως δηλώνεται κατηγορηματικά στην προηγούμενη παράγραφο, δεν ήταν κάτι καινούριο. Το νέο στοιχείο ήταν τα καταληκτικά συμπεράσματα του Παπαδόπουλου που την εμπλούτισαν: ότι μόνο το Minus ήταν το αυθεντικό κείμενο, ότι το Maίus ήταν το έργο ενός μεταγενέστερου συμπιλητή, υπεύθυνο για την μεταφορά τόσο ενδεικτικών σφαλμάτων όσο και ποικίλων λεπτομερειών στο κείμενο του Minus.

Στο άρθρο του που δημοσιεύει το 1932, ο Παπαδόπουλος πλησιάζει και σχεδόν κατορθώνει να προσδιορίσει την ταυτότητα του εικαζόμενου συμπιλητή, ο οποίος ήταν μέλος της επιφανούς οικογένειας των Μελισσηνών, απόγονος του Νικολάου Μελισσηνού ο οποίος παρουσιάζεται στο Maius ως μελλοντικός γαμπρός του Σφραντζή, για τον οποίο δεν γίνεται καμία μνεία στο Minus. Αυτό έγινε γνωστό δύο χρόνια αργότερα το 1934, στην διάλεξη που έδωσε ο Papadopoulos στο Δ’ Διεθνές Συνέδριο Βυζαντινών Σπουδών, που έλαβε χώρα στην Σόφια της Βουλγαρίας.

Εκεί λοιπόν αποδείχτηκε πως ο συμπιλητής για τις πολυάριθμες αναφορές στην οικογένεια των Μελισσηνών στο Maius (παρόμοιες αναφορές απουσιάζουν εντελώς από το Minus) δεν ήταν άλλος από τον Μακάριο Μελισσηνό, μητροπολίτη Μονεμβασίας, ο οποίος σταδιοδρόμησε στο δεύτερο ήμισυ του 16ου αιώνα ως τον θάνατό του το 1585. Η άποψη αυτή του Παπαδόπουλου δημιούργησε συγχύσεις, ενώ δεν έλειψε και η έντονα επικριτική στάση ορισμένων απέναντί του.

Ένας διακεκριμένος Βυζαντινολόγος επιχείρησε να χρησιμοποιήσει ως «όπλο» μια κριτική που γράφτηκε για την έκδοση του Maius από τον Παπαδόπουλο το 1935, όπου το θέμα άπτεται περισσότερο σε βιβλιογραφικές αναφορές και συμπεράσματα παρά άμεσα, με σκοπό να εφαρμόσει μια πολεμική κατά του ισχυρισμού του στη Σόφια το 1934. Σε αυτήν την κριτική, η θέση του Παπαδόπουλου χαρακτηρίστηκε ως πλασματική, χιμαιρική και παράτολμη. Ο κριτικός επιχειρηματολογεί, μεταξύ άλλων, υπέρ της αυθεντικότητας των χωρίων του Maius, στα οποία γίνεται μνεία στον Μελισσηνό και αναφέρει την ύπαρξη ενός χειρόγραφου χρονολογούμενου στις αρχές του 16ου αιώνα, το οποίο ο Παπαδόπουλος παρέβλεψε κατά την έρευνά του, απορρίπτοντας κατηγορηματικά τον ισχυρισμό του ότι δεν υπήρξε κανένα χειρόγραφο του Maius πριν το 1575.

Με λίγα λόγια, η θέση του Παπαδόπουλου αντιμετωπίστηκε ως αβάσιμη και αναληθής. Μόνο το Maius θεωρήθηκε αδιαμφισβήτητα ως το αυθεντικό χρονικό ενώ το Minus θεωρήθηκε μια επιτομή του Maius, η οποία συντέθηκε μετά τον θάνατο του Σφραντζή, αλλά λειτούργησε επικουρικά στην μεταγενέστερη σύνθεση του κειμένου του Maius.

Φαίνεται πως ο Παπαδόπουλος, μετά την έντονη πολεμική που δέχτηκε, απέσυρε σιωπηρά τον ισχυρισμό ότι το Maius απετέλεσε ένα πλαστογραφημένο συμπίλημα του πανούργου μητροπολίτη. Αυτός ωστόσο, παρέμεινε προσκολλημένος στην πεποίθησή του σχετικά με την πρωιμότερη εμφάνιση του Minus έναντι του Maius, το οποίο τώρα θεωρεί ως το αυθεντικό έργο του Σφραντζή και το οποίο αποτελεί μία αναθεωρημένη εκδοχή του πρόχειρου ημερολογίου του Minus με όλες τις λογοτεχνικές και ιστορικές του αξιώσεις. Με αυτήν την συμβιβαστική του τοποθέτηση έλαβε την άμεση υποστήριξη και αρωγή των βετεράνων των βυζαντινών διπλωματικών σπουδών, του Franz Dölger, ο οποίος υποστήριξε ότι το Maius ήταν μία αναθεωρημένη εκδοχή του Minus, που ουσιαστικά προήλθε από την πένα του ίδιου του Σφραντζή αλλά (όπως ο Παπαδόπουλος επίσης υποστήριξε) δεν γίνεται να παραλειφθούν ορισμένες σημαντικές αναφορές στον Μελισσηνό κατά τον 16ο αιώνα, οι οποίες επαληθευμένα προέρχονται από την πένα του Μακαρίου Μελισσηνού. Η τοποθέτηση αυτή του Παπαδόπουλου έλαβε την αμέριστη υποστήριξη του St. Binon το 1938. Αμέσως μετά, περί το 1940, ο R. J. Loenertz άσκησε εκ νέου πολεμική κατά της αυθεντικότητας του Maius.

H πολεμική του Loenertz, αρχικά έμπλεη μεροληπτικότητας, έγινε κατανοητή το 1946 με την δημοσίευση του άρθρου του με τίτλο «Autour du Chronicon Maius attribue Georges Phrantzes». Σε αυτό το άρθρο, ο Loenertz επιχείρησε μια λεπτομερή ανάλυση των δομικών στοιχείων του κειμένου του Maius, αναφερόμενος στα ενδεικτικά σημεία που συνενώθηκαν και στις ενδιάμεσες προσθήκες. Στηριζόμενος στο έργο του Παπαδόπουλου αλλά ξεπερνώντας το σε έκταση, εξέτασε τον πρόλογο του Maius για να αποδείξει με ποιον τρόπο τροποποιήθηκε από τον αντίστοιχο του Minus με σκοπό να αιτιολογήσει την μεγαλύτερη έκταση του στο Maius, με όσο το δυνατόν λιγότερες τροποποιήσεις σε λεκτικό επίπεδο, αλλά αντιστρέφοντας την σκοποθεσία του Minus: ο πρόλογος του Maius υποσχόταν να αφηγηθεί αυτά ακριβώς τα γεγονότα που δεν συμπεριλαμβάνονται στον πρόλογο του Minus.

Laonikos Chalkokondylis.JPG

O Loenertz αναφέρθηκε λεπτομερώς στην χρήση του Maius και στις περιστασιακές παρανοήσεις του Χαλκοκονδύλη σχετικά με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα από το 1360 έως το 1402, αλλά και στην εξάρτησή του, λιγότερο σε επίπεδο έκτασης και περισσότερο στην αντιγραφή υφολογικών και αφηγηματικών στοιχείων, από το αποκαλούμενο Χρονικό του Δωρόθεου που χρονολογείται στον 16ο αιώνα. O Loenertz κατέληξε στο συμπέρασμα, επαληθεύοντας κατά κάποιο τρόπο αυτό που είχε αρχικά προτείνει ο Παπαδόπουλος το 1934, ότι ο συμπιλητής του Maius δεν ήταν άλλος από τον Μακάριο Μελισσηνό.

Αυτή η άποψη επικράτησε εν τέλει. Πολλοί, συμπεριλαμβανομένων του Philippides και του Carroll, αποδέχονται πλέον ότι ο Μακάριος Μελισσηνός υπήρξε ο συντάκτης του Chronicon Maius· ακόμη κι εκείνοι που είχαν αμφιβολίες σχετικά με τον φερόμενο ως συγγραφέα έχουν πλέον πειστεί πως το Maius δεν είναι παρά μία αντιγραφή, μια «εναργής μίμηση» του Minus. H «νέα ορθοδοξία» αντιμετωπίζει πλέον το Minus με την δέουσα προσοχή καθώς μέχρι τότε βρισκόταν υπό την σκιά του Maius. It now stands on its own to be evaluated in and for itself.?? Μια τέτοια αξιολογική κρίση καταδεικνύει ότι το Minus αποδεικνύεται ένα κείμενο αξιώσεων για διάφορους λόγους. Μεταξύ αυτών είναι η συνεχής ροή χρονολογικών δεδομένων: δεν παραθέτει απλώς γεγονότα με χρονολογική σειρά αλλά και πολλές πλήρεις ημερομηνίες (κατά ημέρα, μήνα, εποχή, έτος) ιδιαίτερα όταν αναφέρεται σε γεννήσεις, βαπτίσματα, γάμους και θανάτους που σχετίζονται με την δική του ή με την αυτοκρατορική οικογένεια καθώς και στις αλλεπάλληλες αλλαγές στην αυτοκρατορική και πατριαρχική εξουσία, σε αφίξεις και αναχωρήσεις από την Πόλη, σε επιδημίες, συνθήκες και στρατιωτικές επιχειρήσεις.

Τέτοιες ημερομηνίες παρατίθενται τόσο συχνά σε ολόκληρο το κείμενο, που μας οδηγούν στο αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα ότι ο Σφραντζής, κατά την διάρκεια των υπηρεσιών του ως αξιωματούχος και διπλωμάτης, κρατούσε ένα ημερολόγιο, το οποίο αργότερα, σε κάποια απροσδιόριστη στιγμή του βίου του απετέλεσε «την πρώτη ύλη» για την μετέπειτα συγγραφή των Απομνημονευμάτων του, ήτοι του Chronicon Minus. Δεν επρόκειτο, ωστόσο, για μια εντελώς αναθεωρημένη εκδοχή του ημερολογίου με την μορφή απομνημονευμάτων διότι, αν και πολλές ημερολογιακές σημειώσεις διατυπώνονταν με τρόπο που προσιδιάζει στα απομνημονεύματα, πολλές άλλες ημερολογιακές σημειώσεις φαίνεται να έχουν ενσωματωθεί απαράλλαχτες στο Minus. Τέτοιες αρκετά σύντομες σημειώσεις, παρότι από την μία είναι κάπως απογοητευτικές, από την άλλη βοηθούν τον γράφοντα να ανακαλεί στη μνήμη του γεγονότα που τον σημάδεψαν. Επιπροσθέτως, ενισχύουν την εντύπωση ότι το Minus είναι ένα κείμενο, το οποίο δεν είναι διανθισμένο με πολλά λογοτεχνικά στολίδια και επομένως μπορεί πιο εύκολα να θεωρηθεί μία αξιόπιστη πηγή.

Byzantine Eagle.svg
Ο Βυζαντινός δικέφαλος αετός με το οικογενειακό έμβλημα της δυναστείας των Παλαιολόγων.

Αυτή η εντύπωση ενισχύεται ακόμη περισσότερο από όσα είναι γνωστά ή μπορούν να συναχθούν για την σταδιοδρομία, τον χαρακτήρα, την σκοποθεσία και τα όρια του συγγραφέα:

Σταδιοδρομία: ως έμπιστος και καλός φίλος των Παλαιολόγων, με τους οποίους δημιουργήθηκαν συγγενικοί δεσμοί μέσω γάμου, ο Σφραντζής είχε σταδιοδρομήσει για πολλά χρόνια ως κυβερνητικός υπάλληλος, ευκαιριακά ως διοικητής αλλά συχνότερα ως απεσταλμένος σε διάφορα μέρη εντός και εκτός (π.χ. στην Γεωργία και στην αυλή του σουλτάνου) των συνόρων του Βυζαντινού κόσμου. Οι ανταμοιβές του εν μέρει ήταν υλικές και εν μέρει είχαν τιμητικό χαρακτήρα, καθώς λάμβανε τίτλους αυλικών αξιωμάτων και κυρίως τον τίτλο που είναι άρρητα συνδεδεμένος με το όνομά του, ήτοι «πρωτοβεστιάριος» (υπεύθυνος για το αυτοκρατορικό ιματιοφυλάκιο).

Χαρακτήρας: γενικά χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια και τιμιότητα. Η μεροληπτική του στάση είναι εμφανής και εύκολα αντιληπτή. Παραμένει σταθερά πιστός στην αυτοκρατορική αυλή, διατηρεί πάντοτε επιθετική στάση απέναντι στους αυλικούς εχθρούς του όπως τον Λουκά Νοταρά (Μέγα Δούκα) και την οικογένεια του.

Σκοπός και όρια: σε γενικές γραμμές αυτοβιογραφικός, έχει ως σκοπό να αφηγηθεί τα γεγονότα που έλαβαν χώρα καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του και από αυτά μόνο εκείνα που γνώριζε με ακρίβεια. Αυτό σημαίνει ότι συχνά παραθέτει πληροφορίες μόνο για γεγονότα των οποίων υπήρξε αυτόπτης μάρτυς ή είχε ενεργό συμμετοχή, δηλαδή ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικός για όσα δεν είχε δει ιδίοις όμμασι. Συχνά η αφήγησή του είναι εκτενέστερη όταν αφηγείται ορισμένες διπλωματικές αποστολές και συζητήσεις στις οποίες εμπλεκόταν προσωπικά.

Εάν το Minus, επομένως, θεωρείται σήμερα μία πολύτιμη, παρότι ορισμένες φορές αρκετά σύντομη, αφήγηση, από την οπτική ενός αξιωματούχου της αυλής, των γεγονότων που φτάνουν και έπονται της πτώσης της Κωνσταντινούπολης, το Maius έχει «ξεπέσει» στην κατηγορία εκείνων των εγγράφων που ο καθηγητής Allan Nevins θα χαρακτήριζε ως «αμφίβολα». Βέβαια, δεν μπορούμε να το απορρίψουμε ολοκληρωτικά, διότι η συνοχή του δεν έχει κατακερματιστεί εντελώς, απλώς πάσχει σε πολλά σημεία. To καθαρό μέταλλο πρέπει να διαχωριστεί από τα άχρηστα στοιχεία, αρχικά μέσω της διαδικασίας της κριτικής των πηγών που εφάρμοσαν πρώτοι οι Papadopoulos και Loenertz και που σήμερα συνεχίζουν να εφαρμόζουν άλλοι μελετητές.

Όλως παραδόξως, ο Philippides, καθώς περιλαμβάνει στο βιβλίο του το τμήμα του Maius στο οποίο περιγράφεται η άλωση της Πόλης και το οποίο ο ίδιος αποδίδει στον Μακάριο Μελισσηνό, φαίνεται πως αγνοούσε μια σειρά άρθρων της Margaret Carroll στα οποία ακολουθώντας μια προτεινόμενη κρίση του Loenertz που διατύπωσε στο τέλος του σημαντικότερου άρθρου του, η συγγραφή του τμήματος που περιγράφεται η άλωση της πόλης από την πένα του Σφραντζή επαληθεύεται. Εάν λοιπόν η Carroll έχει δίκαιο, τότε υπάρχει ακόμη μεγαλύτερη σύνδεση ανάμεσα στα δύο ξεχωριστά χρονικά – ολόκληρο το Minus και από το Maius το κομμάτι της άλωσης – που επρόκειτο να μεταφραστούν στον τόμο του Philippides. Είτε έχει δίκαιο είτε όχι, το να συνεχίσει κανείς να μελετά τις πηγές του Maius παραμένει αξιοσημείωτο και ενδεχομένως σήμερα, μετά από τα ποικίλα άρθρα που έχουν γραφτεί σχετικά με το θέμα, θα ήταν προτιμότερο να ασχοληθεί κάποιος με έναν πολυεπίπεδο σχολιασμό του κειμένου του Maius.

Βιβλιογραφία

Keenan, JG. «George Sphrantzes: a Brief Review» in The Ancient World (1996), 27.2, 205-211.