Ηράκλειος (575-645)….ο έξοχος αυτοκράτωρ (μέρος 1ο)

στις

εξώφυλλο: Απεικόνιση του Ηράκλειου του Rossen Toshev από το έργο «Rulers of the Byzantine Empire» published by KIBEA

Οι πρώτες εχθροπραξίες μεταξύ Βυζαντίου και Περσίας ξεκίνησαν με τον θάνατο του Μεγ. Κωνσταντίνου το 337 μ.Χ., καθώς ο Πέρσης βασιλέας θέλησε να εκμεταλλευθεί την έλλειψη ισχυρού αυτοκράτορα για να αναβαθμίσει τον ρόλο του στην περιοχή της Μεσοποταμίας και να αποκομίσει πολιτικά και εδαφικά οφέλη στην Μικρά Ασία και Αρμενία. Έκτοτε και μέχρι το 628 μ.Χ., έτος της οριστικής καθυπόταξης των Περσών, θα ακολουθούσαν τρεις αιώνες συγκρούσεων.

Πολιτική κατάσταση

Χοσρόης Β’

Το έτος 590 μ.Χ.(1) ο Χοσρόης Β’, νόμιμος διάδοχος της δυναστείας των Σασσανιδών, κατέφυγε στο Βυζαντινό οχυρό Κιρκέσιο κυνηγημένος από τον σφετεριστή του θρόνου Βαράμ. Ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος είχε να επιλέξει ανάμεσα στην υποστήριξη του Χοσρόη του Β’, που θα του απέφερε την Δάρα, την Μαρτυρούπολη, μεγάλο μέρος της Περσαρμενίας, αιώνια ειρήνη και παραίτηση από κάθε χορηγία, ή την ουδετερότητα, με αντάλλαγμα την Νίσιβη και ολόκληρη την περιοχή μέχρι τον Τίγρη ποταμό. Παρά την αντίθετη γνώμη των συμβούλων του προτίμησε να υποστηρίξει τον Χοσρόη. Έτσι παρουσιάζονταν ως υποστηρικτής της κληρονομικής νομιμότητας αλλά και προστάτης των Χριστιανικών πληθυσμών της Περσίας (η σύζυγος του Χοσρόη Β’ ήταν Χριστιανή) (2), πολιτική που ακολουθούσαν οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Αυτή η απόφαση δημιούργησε υποχρεώσεις που θα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μετέπειτα γεγονότων.

Οι Άβαροι, λαός Ουνικής καταγωγής, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στα σύνορα της αυτοκρατορίας το 558 μ.Χ. ζητώντας άδεια εγκατάστασης στα εδάφη της. Οι Ιουστινιανός Α’ και κατόπιν ο Ιουστίνος Β’ αρνήθηκαν να δώσουν την άδεια. Έτσι εγκαταστάθηκαν στα Βόρεια σύνορα, πέρα από τον Δούναβη, ως σύμμαχοι των Λογγοβάρδων. Με την αναχώρηση των Λογγοβάρδων για την Ιταλία και την εξόντωση των Γέπιδων κατόρθωσαν να γίνουν κύριοι της Ανατολικής Πανονίας, αντιμετωπίζοντας τους Φράγκους σε δύο αναμετρήσεις. Το 573 μ.Χ. ξεκίνησαν τις πρώτες επιδρομές σε Βυζαντινά εδάφη και μέχρι το 583 μ.Χ. η Βυζαντινή διοίκηση αποδείχθηκε ανίκανη να τους αντιμετωπίσει ικανοποιητικά. Της απέμενε μόνο η πληρωμή ετήσιων πακτών που χρόνο με τον χρόνο αυξάνονταν. Η συνθήκη ειρήνης του 591 μ.Χ. με τους Πέρσες, φάνηκε στον Μαυρίκιο ως η χρυσή ευκαιρία για να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τους επίβουλους των βόρειων συνόρων της αυτοκρατορίας. Ξεκίνησε μια σειρά πολεμικών επιχειρήσεων εναντίον των Σλάβων και από το 600 μ.Χ. εναντίον των Αβάρων, εκστρατεία που θα τελείωνε με την ανατροπή και τον θάνατό του.

Το 602 μ.Χ. το ηθικό του στρατού δεν βρίσκονταν στην καλύτερη κατάσταση. Το αντίθετο μάλλον. Οι στρατιώτες βρίσκονταν επί πολλά έτη σε εμπόλεμη κατάσταση, μακριά από τις εστίες τους, κι έβλεπαν τον μισθό τους να περιστέλλεται εξαιτίας της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης, στην οποία είχε περιέλθει η αυτοκρατορία, λόγω των πολέμων. Στις τάξεις του στρατού υπηρετούσαν, επίσης, στρατολογημένοι από την Αρμενία, Μονοφυσίτες, στους οποίους ο αυτοκράτορας είχε επιβάλλει το Δόγμα της Χαλκηδόνος. Επίσης ο Μαυρίκιος είχε αρνηθεί την καταβολή λύτρων για την απελευθέρωση Βυζαντινών αιχμαλώτων, με αποτέλεσμα αυτοί να σφαγιασθούν από τους Αβάρους. Δικαιολογημένα, λοιπόν, το ηθικό τους ήταν χαμηλό και θεωρούσαν τον Μαυρίκιο φιλάργυρο.(3) Την σπίθα για την έναρξη της στάσης εναντίον του, έδωσε η απόφασή του να διαχειμάσει το στράτευμα τον χειμώνα του 602 μ.Χ. σε εχθρικό έδαφος, οπότε να τροφοδοτείται από επιδρομές και λεηλασίες. Οι στρατιώτες ανακήρυξαν αυτοκράτορα τον εκατόνταρχο Φωκά και κινήθηκαν προς την Κωνσταντινούπολη. Ο Μαυρίκιος μη διαθέτοντας δυνάμεις ν’ αντιμετωπίσει την στάση, διέφυγε, συνελήφθη, όμως, αργότερα κι εκτελέστηκε στα τείχη του λιμανιού της Χαλκηδόνας.(4)

Νόμισμα του Φωκά
Νόμισμα του Φωκά

Η περίοδος διακυβέρνησης του Φωκά (602-610) χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως «τυραννίς», από τις αμαυρότερες σελίδες της Βυζαντινής ιστορίας. Καταγόταν από την Θράκη και ήταν κατώτερος αξιωματικός (ίσως εκατόνταρχος). Οι χρονογράφοι τον εμφανίζουν μέθυσο, ακόλαστο και θηριώδη και τονίζουν ότι επί των ημερών του «επερίσσευσε τοις ανθρώποις τα κακά»(5).

Η δολοφονία του αυτοκράτορα Μαυρίκιου έδωσε στον Πέρση βασιλέα, που ήδη είχε μετανιώσει για τις υπαναχωρήσεις του, και αισθάνονταν προσωπικό χρέος προς τον Μαυρίκιο, την ευκαιρία που ζητούσε για να επιτεθεί στην αυτοκρατορία. Προσκεκλημένος από τον στρατηγό Ναρσή (που στασίασε ενάντια στην τυραννία του Φωκά) το 603 μ.Χ., επιτέθηκε στη Δάρα, την οποία και κατέλαβε μετά από πολιορκία 1,5-2 χρόνων.

Έχοντας χάσει τον στρατό της Ανατολής το 603 μ.Χ. στην Έδεσσα και τον στρατό της Ευρώπης, ο οποίος μεταφέρθηκε στην Ασία, στο Αρξαμούν το 605 μ.Χ., η αυτοκρατορία έβλεπε τα εδάφη της να περνάνε στα χέρια των Περσών. Το 609 μ.Χ. οι Πέρσες έφθασαν μέχρι την Χαλκηδόνα και το 610 μ.Χ. είχαν χαθεί, όλη η Αρμενία, η Μεσοποταμία και για ένα χρόνο η Μικρά Ασία.

Για να μεταφέρει τον στρατό της Ευρώπης στην Ανατολή, ο Φωκάς αναγκάστηκε να υπογράψει επονείδιστη συνθήκη με αυξημένους πακτούς. Παρ’ όλα αυτά οι Αβαρικές επιδρομές δεν αποτράπηκαν αλλά συνεχίζονταν καθ’ όλη την διάρκεια των βυζαντινο-περσικών πολέμων. Η ανυπαρξία αποτρεπτικής ικανότητας, επέτρεψε στους Άβαρους να επανακτήσουν τον έλεγχο σε όλα τα σλαβικά και βουλγαρικά φύλα, να παραβιάσουν το σύνορο του Δούναβη, να λεηλατήσουν την Δαλματία, την Ιστρία και να κατακλύσουν όλο το βόρειο τμήμα της χερσονήσου του Αίμου, ως την Θεσσαλονίκη και την Θράκη.(6)

Δημοσιονομικά & Δημογραφικά

Η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν κράτος συγκεντρωτικό. Ο χαρακτήρας της Μοναρχίας μετέφερε κάθε πολιτική εξουσία (και κατ’ αναλογίαν τους φορείς της) στην πρωτεύουσα. Αυτό επέδρασε τόσο στην αυτονομία των πόλεων, όσο και στην κοινωνική τους διαστρωμάτωση. Κατά τόπους διατηρήθηκαν, κυρίως, οι ελεγκτικοί του Κράτους μηχανισμοί.

Οι πόλεις εντάχθηκαν στο πλέγμα της αυτοκρατορικής διοίκησης, αποκτώντας ρόλο κυρίως φοροεισπρακτικό, σε αντίθεση με τον δημοσιονομικό διοικητικό ρόλο που έπαιζε η κλασσική ρωμαϊκή πόλη civitas.

Στην ζωή των πόλεων εμφανίστηκαν νέες κοινωνικές δυνάμεις, όπως ο Επίσκοπος, ο οποίος εξέφραζε, συν τοις άλλοις, την θέση της Εκκλησίας στην κοινωνία την οποία εποίμανε (αντανακλώντας ταυτόχρονα και την ισχύ της). Επιφορτισμένος, αρχικά με το πειθαρχικό έργο επί των κληρικών, αναλάμβανε πολλές φορές και διαιτητικό ρόλο, αλλά ιδίως κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Η τοπική πλουτοκρατία απόκτησε την καλή συνήθεια-τάση να επενδύει σε θρησκευτικά οικοδομήματα και κοινωφελή μέσω της Εκκλησίας έργα. Συν τω χρόνω ως πόλη αναγνωρίζονταν αυτή που είχε έδρα Επισκόπου.

Από τον 3ο αιώνα και μετά, μια σειρά περιοριστικών μέτρων στην εξάσκηση των επαγγελμάτων, οδήγησαν στην αντικατάσταση του ελεύθερου επαγγελματία από το συντεχνιακό σύστημα (7). Δεδομένης της δημογραφικής συρρίκνωσης και της εξ αυτής μείωσης της καταναλωτικής δύναμης των τοπικών αγορών, έχουμε και την φθίνουσα πορεία της παραγωγής και του εμπορίου. Ο καλύτερος πελάτης, ο Στρατός, «επιβάλλει» την δημιουργία κρατικών μονοπωλίων και καθορισμό των τιμών από το Κράτος, τόσο στα προϊόντα των κρατικών εργαστηρίων, όσο και της ιδιωτικής παραγωγής.

Το οδικό δίκτυο, για το οποίο ήταν τόσο περήφανη η Ρωμαϊκή διοίκηση, χωρίστηκε σε δύο κατηγορίες. Στο δίκτυο στρατηγικής σημασίας (για χρήση από τον στρατό και το αυτοκρατορικό ταχυδρομείο) το οποίο συντηρούνταν τακτικά με κρατικά έξοδα και το υπόλοιπο δίκτυο (για εμπορικές κυρίως μεταφορές), του οποίου η συντήρηση ανατέθηκε στους δήμους, που ήδη βρίσκονταν σε αδυναμία να συντηρήσουν την πόλη τους. Οι χερσαίες μεταφορές, οι οποίες στηρίζονταν αποκλειστικά στα υποζύγια, ήταν ακριβές και υπόκειντο σε αυστηρή νομοθετική ρύθμιση και τελωνειακή επιβάρυνση. Αντίθετα οι θαλάσσιες μεταφορές ήταν ασύγκριτα φθηνότερες και ταχύτερες κι αυτό έδινε σημαντικό πλεονέκτημα στους παραλιακούς οικισμούς. Η διακίνηση προϊόντων μέσω των χερσαίων μεταφορών χρηματοδοτείτο από το κράτος (που εφοδίαζε τον στρατό) και από κάποιους εύπορους ιδιώτες. Εξυπακούεται ότι σε εμπόλεμες καταστάσεις ή καταστάσεις οικονομικής δυσπραγίας, οι χερσαίες μεταφορές παρέλυαν και η τροφοδοσία της ενδοχώρας εξαρτιόταν από την δική της παραγωγική ικανότητα και αυτάρκεια.

Συνέπεια όλων των παραπάνω ήταν το εμπόριο να παίζει μικρό ρόλο στην οικονομική ζωής της αυτοκρατορίας (8). Αντίθετα η αγροτική παραγωγή αποτελούσε πρωταρχική πηγή του πλούτου της, και η φόροι που επιβάρυναν την γη, βασική πηγή εσόδων (9). Στα τέλη του 6ου μ.Χ. αιώνα και στις αρχές του 7ου οι συχνές και αλλεπάλληλες βαρβαρικές επιδρομές είχαν αποψιλώσει την χερσόνησο του Αίμου από την αγροτική παραγωγή κι από το ανθρώπινο δυναμικό της. Αυτό σήμαινε απώλεια εσόδων και αποδυνάμωση της στρατολογικής βάσης. Τις απώλειες αυτές συμπλήρωσε η κατάκτηση των ανατολικών επαρχιών και αργότερα της Αιγύπτου(10), δημιουργώντας και επισιτιστικό πρόβλημα εκτός από την διόγκωση του δημοσιονομικού και δημογραφικού προβλήματος. Η βαρυχειμωνιά των ετών 608 – 609 μ.Χ. με την συνακόλουθη καταστροφή της παραγωγής και η διακοπή του επισιτισμού της Κωνσταντινούπολης από την Αφρική (όπως θα δούμε παρακάτω) εξώθησαν τον λαό της Πόλης να εκδηλώσει απροκάλυπτα τη δυσφορία του εναντίον του Φωκά, και να αναζητήσει ένα σωτήρα, έναν «τυραννοκτόνο».

Βιογραφία – πρώτα έτη της βασιλείας

Ο Ηράκλειος (Φλάβιος Ηράκλειος Αύγουστος) γεννήθηκε το 575 μ.Χ. Ήταν γιος του Ηρακλείωνα ή Ηράκλειου του Πρεσβυτέρου και της Επιφανίας, Aρμένικης καταγωγής (1). Ο πατέρας του ήταν στρατηγός επί Μαυρίκιου υπό τις διαταγές του magister militum Φιλιππικού ως το 588 μ.Χ. και από το 589 μ.Χ. υπό τον magister militum per Orientem Κομεντίολου. Το 595 μ.Χ. ήταν ο ίδιος magister militum της Αρμενίας. Στη συνέχεια διέμεινε για ένα χρονικό διάστημα με την οικογένειά του στο παλάτι των Σοφιών στην Κωνσταντινούπολη και γύρω στο 600 μ.Χ. ανέλαβε τα καθήκοντά του ως έξαρχος Αφρικής στην Καρχηδόνα με διαταγή του αυτοκράτορα Μαυρίκιου. Η Αφρική εκείνη την εποχή αποτελούσε μια πλούσια και ασφαλή επαρχία, με έντονα σημάδια του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, με υπαρκτό μεν το πρόβλημα των Βερβερικών επιδρομών, όχι όμως τόσο έντονο όσο των αβαροσλαβικών στα Βαλκάνια ή των περσικών στην Ανατολή. Εκεί εγκαταβίωνε και ο αδελφός του Ηράκλειου του Πρεσβυτέρου Γρηγοράς με τον γιό του Νικήτα.

Οι περιγραφές του Ηράκλειου από τους συγχρόνους του, τον παρουσιάζουν ως εμφανίσιμο, ψηλό, μαχητή γενναιότερο από τους άλλους. Ήταν καλλιεργημένος και εξασκούσε την αστρονομία. Κατά τον Λέοντα τον Γραμματικό, Ρωμηό ιστορικό του 10ου αιώνα, ήταν γεροδεμένος με πλατύ στήθος, μπλε μάτια, χρυσά μαλλιά, λευκή επιδερμίδα και παχιά γενειάδα (2). Αρραβωνιάστηκε την Φαβία, κόρη του γαιοκτήμονα Ρωγά η οποία μετονομάστηκε σε Ευδοκία. Ο γάμος τους τελέστηκε μετά την ανάρρηση του Ηρακλείου στον Θρόνο, την ίδια μέρα με την αυτοκρατορική στέψη, στις 5 Οκτωβρίου 610 μ.Χ.

Όπως αναφέραμε στις προηγούμενες παραγράφους, τα προβλήματα της αυτοκρατορίας την εποχή αυτή, ήταν πολλά και δυσεπίλυτα. Εάν σ’ αυτά προσθέσουμε και το περιβάλλον τρομοκρατίας που είχε επιβάλλει η τυραννία του Φωκά, δυσοίωνα σημεία (βαρυχειμωνιά τα έτη 608,609 με την επακολουθούμενη σιτοδεία) καθώς και το σείσιμο των σταυρών επί πατριαρχίας Θωμά, με την προφητική ερμηνεία από όσιο Θεόδωρο τον Συκεώτη, όλα αυτά δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για εξέγερση. Η Αφρική ήταν ο πλέον ενδεδειγμένος τόπος εκδήλωσης της στάσης, λόγω της απόστασης, της σχετικής ασφάλειας που παρείχε, των στρατιωτικών και ναυτικών δυνατοτήτων της, μα κυρίως λόγω της Εξαρχίας, ενός μερικώς αυτονομημένου θεσμού.

Η εξέγερση εκδηλώθηκε το 608 μ.Χ. Ο Ηράκλειος ο Πρεσβύτερος ανακηρύχθηκε Ύπατος από την Σύγκλητο της Καρχηδόνας. Το ίδιο και ο γιος του, θυμίζοντας την έλλειψη νομιμότητας του Φωκά. Διέκοψε την αποστολή σιτηρών στην Κωνσταντινούπολη και στράφηκε στην Αίγυπτο και τον έλεγχο του πλούτου και των στρατευμάτων της.

Στο σημείο αυτό θα αναφέρουμε μια πληροφορία, την οποία κατέγραψαν χρονογράφοι, όπως ο Νικηφόρος στην Σύντομη Ιστορία του. Αναφέρεται, λοιπόν, ότι ο Ηράκλειος ο Πρεσβύτερος και ο Γρηγοράς έστειλαν τους γιούς τους σ’ έναν αγώνα δρόμου με έπαθλο τον θρόνο. Ο Ηράκλειος δια της θαλάσσης κι ο Νικήτας δια της χερσαίας οδού. Το ανυπόστατο, βέβαια, της πληροφορίας καταδεικνύεται από δύο παρατηρήσεις. Πρώτον η θαλάσσια επιχείρηση ήταν κατά πολύ συντομότερη της χερσαίας και δεύτερον στα νομίσματα που είχε ήδη κόψει ο Ηρακλείωνας, προβαλλόταν ο γιός του ως διεκδικητής. Πρόκειται μάλλον για δυο εντελώς ξεχωριστές επιχειρήσεις, η θαλάσσια με στόχο την Κωνσταντινούπολη και η χερσαία με στόχο την Αίγυπτο.

Βυζαντινό νόμισμα που απεικονίζει την Φαβία Ευδοκία
Βυζαντινό νόμισμα που απεικονίζει την Φαβία Ευδοκία σύζυγο του Ηρακλείου

Πρώτος σταθμός των χερσαίων επιχειρήσεων ήταν η Πεντάπολη, στην οποία η οικογένεια είχε μεγάλα αγροκτήματα και αποτέλεσε πρώτη πηγή στρατολογίας αλλά και συμμαχιών με διάφορους ιθαγενείς (3).

Στην συνέχεια εστάλη ο Βονάκης με 3000 στρατιώτες εναντίον της Αιγύπτου, ενώ ο Νικήτας συνάντησε τον Λεόντιο, διοικητή Μαρεώτιδος, και κατάφερε να τον πείσει να ταχθεί με τους εξεγερθέντες. Στην Αίγυπτο η κατάσταση δεν ήταν ξεκάθαρη. Από την μια πλευρά ο Θεόδωρος, πρώην έπαρχος της Αλεξάνδρειας και οι γιοί του Μηνά, πρώην κυβερνήτη , τάχθηκαν στο πλευρό του Νικήτα, αλλά ο Πατριάρχης Θεόδωρος ζήτησε την συνδρομή ενισχύσεων από την Κωνσταντινούπολη. Ο Φωκάς απέστειλε τον Βώνοσο από την Συρία με τον στρατό του.

Ο Νικήτας νίκησε τον Αυγουστάλιο της Αιγύπτου, έξω από την Αλεξάνδρεια, με αποτέλεσμα να εξεγερθεί ο όχλος της πόλης και να καταλάβει κυβερνητικά κτίρια. Ο κυβερνήτης Ιωάννης και ο Θησαυροφύλακας Θόδωρος δραπέτευσαν ενώ ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόδωρος απομακρύνθηκε (4). Έτσι η Αίγυπτος περιήλθε στον έλεγχο των στασιαστών εκτός από την Σεβεννυτό και την Άθριβι, που παρέμειναν πιστές στον Φωκά.

Ο Βώνοσος πληροφορήθηκε την πτώση της Αλεξάνδρειας στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Απέπλευσε άμεσα και κατευθύνθηκε στο Πηλούσιο, το οποίο και κατέλαβε, έλυσε την πολιορκία της Αθρίβεως, νικώντας σε μάχη τον Βονάκη, τον οποίο και εκτέλεσε μαζί με τους στρατηγούς Πλάτωνα και Θεόδωρο. Κατέλαβε επίσης το Νίκιο και εκτέλεσε τον επίσκοπο Θεόδωρο. Όσοι γλίτωσαν κατέφυγαν στην ασφάλεια της Αλεξάνδρειας. Εκεί ο Νικήτας συγκέντρωνε νέες δυνάμεις, υποβοηθούμενος από τους Πρασίνους και ενίσχυσε την άμυνα της πόλης. Και οι δύο προσπάθειες του Βώνοσου για την κατάληψη της Αλεξάνδρειας απέτυχαν. Ηττημένος κατέφυγε στην Παλαιστίνη, από όπου εκδιώχθηκε από τον λαό. Ο Νικήτας εκμεταλλευόμενος την νίκη του ανακατέλαβε τις πόλεις της Αιγύπτου. Για την ανασυγκρότησή της λόγω των καταστροφών που είχαν συμβεί λόγω της εμφύλιας διαμάχης, παραχώρησε τριετή ατέλεια στους κατοίκους.

Η προπαρασκευή της κύριας εκστρατείας ολοκληρώθηκε την άνοιξη του 610 μ.Χ., αφού συμπληρώθηκε με ενισχύσεις από την Αίγυπτο. Ο στόλος του Ηρακλείου αποτελούμενος από 60 πλοία και επανδρωμένος με άνδρες στρατολογημένους στην Αφρική (συμπεριλαμβάνονταν κατά την μαρτυρία του Ιωάννη Αντιοχείας και πολλοί Μαυριτανοί) ξεκίνησε από την Καρχηδόνα με τελικό προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Η ακριβής διαδρομή, την οποία ακολούθησε, δεν είναι γνωστή. Σίγουρος σταθμός της διαδρομής ήταν η Θεσσαλονίκη, από όπου ήρθε σε επαφή με τους συνεργάτες του στην Πόλη.(5) Στα τέλη Σεπτεμβρίου εισήλθε στα στενά και κατέλαβε την Άβυδο. Στη συνέχεια ενίσχυσε το εκστρατευτικό σώμα στην Ηράκλεια και τέλος προσορμίσθηκε στη νήσο Καλώνυμο την 1η ή 2η Οκτωβρίου.

Στην Κωνσταντινούπολη οι δυνάμεις του Φωκά περιορίζονταν στην αυτοκρατορική φρουρά υπό τον Πρίσκο και σε τμήμα της φρουράς της Πόλης. Την γενική επιστασία της άμυνας ανέθεσε στον Δομεντζίολο, αδελφό του, συνεπικουρούμενο από τον Βώνοσο, ο οποίος είχε καταφύγει εκεί μετά τις ήττες του στο Αφρικανικό Μέτωπο και την εκδίωξή του από τη Παλαιστίνη. Οι δήμοι διατάχθηκαν να εξοπλισθούν για την υπεράσπιση της πόλης και συνελήφθησαν η μητέρα και μνηστή του Ηρακλείου και κρατήθηκαν ως όμηροι στην Ι.Μ. Νέας Μετανοίας.

Κατά την διάρκεια της παραμονής του επαναστατικού στόλου στην Ηράκλεια, ο Δομεντζίολος εστάλη να ανακόψει την πορεία του στο Μακρό Τείχος, αλλά ανακλήθηκε μόλις ο στόλος απέπλευσε προς Κωνσταντινούπολη. Ο Βώνοσος με τις δυνάμεις του επάνδρωσε τα τείχη προς την πλευρά της θάλασσας ενώ ο Πρίσκος κρατήθηκε σε εφεδρεία. Οι δυνάμεις του Ηρακλείου αποβιβάστηκαν στο Έβδομον στις 3 Οκτωβρίου, ίσως μετά από ναυμαχία (κατά την οποία, κάποιοι χρονογράφοι αναφέρουν, βυθίσθηκαν πολλά πλοία του Φωκά. Αμέσως εξεγέρθηκαν οι Πράσινοι και έτρεψαν σε φυγή τις δυνάμεις του Βώνοσου, τον ίδιο κατεδίωξαν, και σκότωσαν κατά την φυγή του. Στη συνέχεια απελευθέρωσαν τις κρατούμενες συγγενείς του Ηρακλείου και στράφηκαν εναντίον των Βενέτων προκειμένου να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους. Στην πόλη επικράτησε χάος. Ο Πρίσκος, προσποιούμενος τον άρρωστο, κάλεσε εξκουβίτορες και βουκελάριους στο μέγαρό του και ήλθε σε επαφή με τον ηνίοχο Καλλιόπα των Πρασίνων.

Ο Φωκάς συνελήφθηκε και εκτελέστηκε στις 5 Οκτωβρίου, μαζί με τον αδελφό του Δομεντζίολο, τον σακελάριο Λεόντιο τον Σύρο (6) και άλλους συνεργάτες του.

Την ίδια ημέρα η σύγκλητος και ο λαός προσέφεραν το στέμμα στον Ηράκλειο. Η στέψη ετελέσθη από τον Πατριάρχη Σέργιο, στο παρεκκλήσιο του Αγίου Στεφάνου, στο Μέγα Παλάτιον. Εκεί υπήρχαν λείψανα του Πρωτομάρτυρα και γίνονταν οι στέψεις των αυτοκρατόρων. Στην συνέχεια ετελέσθη ο γάμος του Ηρακλείου με την Φαβία, η οποία μετονομάσθηκε Ευδοκία και κατόπιν η στέψη της ως αυτοκράτειρας.

Πρώτα έτη διακυβέρνησης – ανασυγκρότηση

Η αυτοκρατορία την εποχή εκείνη περνούσε βαθειά κρίση. Ορισμένοι τομείς της πολιτικής ζωής ήταν υπό κατάρρευση (διοίκηση, δημοσιονομικό σύστημα, μεταφορές, εκκλησιαστικές έριδες, κοινωνικές αναταραχές), κάποιοι άλλοι είχαν ήδη καταρρεύσει (οικονομία, άμυνα). Όμως στο οπλοστάσιο της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας παρέμεναν τρία όπλα μοναδικά για την εποχή τους:

α) η αίγλη του αυτοκρατορικού θεσμού, η οποία έπρεπε να συμπληρωθεί με την νομιμότητα.

β) η υψηλή διπλωματία, η οποία χρησιμοποιούνταν από τους βυζαντινούς όταν οι πολεμικές επιχειρήσεις δεν απέδιδαν.

γ) η Εκκλησία, η οποία εξακολουθούσε να παραμένει ισχυρός συνεκτικός κρίκος της κοινωνίας αλλά και οικονομική δύναμη.

Πατριάρχης Σέργιος Α’

Χρειάζονταν ο κατάλληλος άνδρας για να θέσει τους παραπάνω μηχανισμούς σε κίνηση και να μπορέσει να ξεπερασθεί η κρίση. Και τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή υπήρχαν δύο. Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος.

Ο Ηράκλειος μέσα από την πορεία ανέλιξής του στο θρόνο, είχε δώσει δείγματα τόσο των στρατηγικών, διοικητικών όσο και των διπλωματικών του ικανοτήτων. Ήξερε να διαλέγει τους συνεργάτες του, επέλεγε να τους συμβουλεύεται, κατάρτιζε σχέδια, τα οποία χώριζε σε καθορισμένους στόχους, επέμενε στην εκπλήρωσή τους με την χρησιμοποίηση κάθε δυνατού μέσου. Αυτές οι ικανότητες θα φαίνονταν περισσότερο στην παραπέρα πορεία του στην μακρόβια βασιλεία των τριάντα χρόνων που θα παράμενε στο θρόνο.

Ο Πατριάρχης Σέργιος ήταν άνθρωπος μεγάλης μόρφωσης και πίστης. Καταγόταν από την Συρία και έλαβε την θέση του διακόνου της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης και του «πτωχοκόμου». Ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο τον Μάρτιο του 610 μ.Χ. μετά την κοίμηση του Πατριάρχη Θωμά. Τις ικανότητές του διείδε ο Ηράκλειος και επέλεξε να συνεργαστεί μαζί του, αποκομίζοντας εύστοχες συμβουλές, ενεργή βοήθεια και ηθική εμψύχωση.

Την επομένη της στέψης του ο Ηράκλειος όφειλε, σαν πρώτη κίνηση, να νομιμοποιήσει(7) – να ισχυροποιήσει το καθεστώς του και να επιβάλλει κοινωνική ειρήνη. Κληρονομική διαδοχή δεν υπήρχε, αλλά, από την άλλη, δεν υπήρχε νόμος να καθορίζει την διαδοχή. Πολλοί αξιωματικοί είχαν ανακηρυχθεί αυτοκράτορες από τα στρατεύματά τους, όπως και ο Φωκάς, του οποίου το καθεστώς, επίσης στερούνταν νομιμότητας. Ταυτόχρονα ο Ηράκλειος είχε δείξει στον όχλο, πως να εκθρονίζει αυτοκράτορες, κάτι που θα μπορούσε να στραφεί εναντίον του, αν παρουσιαζόταν κάποιος άλλος ικανός διεκδικητής.

Πρώτος υποψήφιος εκδικητής – διεκδικητής ήταν ο αδελφός του Φωκά Κομεντίολος, magister millitum, του στρατού της Ανατολής. Αρχικά είχε προσκληθεί από τον αδερφό του να τον συνδράμει στρατιωτικά στην άμυνα της Κωνσταντινούπολης, αλλά είτε κολλησιεργώντας είτε για άλλους λόγους δεν έφτασε έγκαιρα. Το χειμώνα του 610 μ.Χ. βρισκόταν στα χειμερινά καταλύματα της Άγκυρας προετοιμάζοντας την αντεπίθεσή του. Εκεί έστειλε ο αυτοκράτορας Ηράκλειος τον Ηρωδιανό και στην συνέχεια τον Φιλιππικό, γαμπρό του Μαυρίκιου, πρώην στρατηγό και νυν ηγούμενο μονής στην περιοχή της Χρυσούπολης, προκειμένου να τον πείσουν να υποταγεί. Αμφότεροι συνελήφθησαν. Ταυτόχρονα, όμως με την σύλληψη του Φιλιππικού, εκδηλώθηκε αναταραχή στους αξιωματικούς. Η έκδοση διαταγής εκτέλεσης των παραπάνω (Ηρωδιανού και Φιλιππικού) οδήγησε τον Πατρίκιο των Αρμενίων Ιουστίνο να δολοφονήσει τον Κομεντίολο.

Ο επόμενος υποψήφιος σφετεριστής που έπρεπε να εξουδετερωθεί ήταν ο Πρίσκος, γαμβρός του Φωκά, με όχι ξεκάθαρες προθέσεις. Αρχικά ο Ηράκλειος τον απομάκρυνε από την Κωνσταντινούπολη, αναθέτοντας του τον στρατό της Ανατολής και την διενέργεια επιχειρήσεων κατά των Περσών στο ανατολικό σύνορο. Παρά τις αρχικές του επιτυχίες και τον αποκλεισμό της περσικής δύναμης στην Καισάρεια, έδωσε την εντύπωση ότι χρονοτριβούσε, αναγκάζοντας τον Ηράκλειο να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα και να κατευθυνθεί, ως αρχηγός εκστρατευτικού σώματος προς συνδρομή του. Ο Πρίσκος σχολίασε, ότι δεν είναι πρέπον για αυτοκράτορα να έρχεται στο μέτωπο(8), προσποιήθηκε τον άρρωστο και αρνήθηκε να τον συναντήσει και να τον ενημερώσει. Η συμπεριφορά αυτή εκνεύρισε τον Ηράκλειο, χωρίς όμως να εκδηλωθεί άμεσα αντίδραση από μέρους του. Επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη περιμένοντας την παράδοση των Περσών. Αντ’ αυτού έφθασαν τα νέα της πυρπόλησης της Καισάρειας, της επιτυχούς εξόδου της περσικής δύναμης και της συντριβής του στρατού του Πρίσκου, που θεωρήθηκε υπεύθυνος. Εκλήθη, λοιπόν, στην Κωνσταντινούπολη και προκειμένου να μην αποφύγει πάλι να προσέλθει, προφασίσθηκε ο Ηράκλειος ότι θέλει να τον κάνει ανάδοχο του γιου του Κωνσταντίνου. Η βάπτιση πραγματοποιήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου του 612. Από κει ο Πρίσκος οδηγήθηκε στη σύγκλητο, όπου ο Ηράκλειος τον αιφνιδίασε, κατηγορώντας τον για ασέβεια στο πρόσωπο του αυτοκράτορα και διέταξε να καρεί μοναχός. Η φρουρά του Πρίσκου έλαβε ειδικά προνόμια για να μην προβάλλει αντίσταση. Το αξίωμα του Κόμη των Εξκουβιτόρων αποδόθηκε στον ξάδερφο του Ηράκλειου, Νικήτα, ώστε η ευαίσθητη και επικίνδυνη θέση να ελέγχεται από έμπιστο άτομο.

Τελευταίο μέλος της οικογένειας του Φωκά απέμεινε ο κουροπολάτης Δομνιτζίολος, για τον οποίο, όμως ο άγιος Θεόδωρος ο Συκεώτης, μεγάλος ασκητής στα μέρη της Βιθυνίας και φίλος της οικογένειας, έστειλε παρακλητική επιστολή στον Ηράκλειο για να τον λυπηθεί. Ο αυτοκράτορας εισάκουσε την παράκληση του αγίου ανδρός και ζήτησε την ευχή του υπέρ της βασιλείας του.

Πραγματικά το νέο, ακόμη, καθεστώς είχε ανάγκη τις προσευχές των ασκητών και των κληρικών, για να παγιώσει την εξουσία που είχε καταλάβει. Με κάθε ευκαιρία ο Ηράκλειος έδινε δείγματα της πίστης του στο Θεό, τον σεβασμό του στην Εκκλησία και της συμμετοχής του στα Μυστήρια και τις ακολουθίες. Ο λαός της Πόλης έβλεπε τον αυτοκράτορα να παρακολουθεί τις τελετές τις Εκκλησίας, και αυτή η αυτοκρατορική εικόνα αποτυπώνονταν στην μνήμη του και βοήθησε στην νομιμοποίηση του καθεστώτος. Αυτό είναι ένα ακόμη δείγμα της σημασίας που έδινε ο Ηράκλειος σ αυτό που σήμερα θα λέγαμε κοινή γνώμη, σε αντίθεση με τον Φωκά και την τυραννία του. Φρόντισε, μάλιστα να στέψει έγκαιρα την κόρη του Επιφανία, την οποία απέκτησε με την Ευδοκία, στις 7 Ιουλίου του 611 μ.Χ. στον ναό του Αγίου Στεφάνου, ένα χρόνο μετά την γέννησή της. Στις 3 Μαϊου του 612 μ.Χ. γεννήθηκε στο παλάτι των Σοφιών ο Ηράκλειος-Κωνσταντίνος, διάδοχος του θρόνου. Έκτοτε οι εμφανίσεις των μελών της αυτοκρατορική οικογένειας εντατικοποιήθκαν, στο πλαίσιο της επικοινωνιακής πολιτικής, ακόμη και μετά τον θάνατο της Ευδοκίας στις 13 Αυγούστου 613 μ.Χ. από επιληψία, στο παλάτι των Βλαχερνών. Ταυτόχρονα με την εικόνα του θεοπρόβλητου μονάρχη, ο Ηράκλειος απέκτησε και την φήμη του δίκαιου. Αναφέρονται πολλά περιστατικά στα χρονικά, κατά τα οποία εκδήλωσε δίκαιη κρίση. Θα αναφέρουμε μόνο την καθιέρωση νέας κλίμακας μέτρησης, η οποία συνέχισε να χρησιμοποιείται πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του.

Στα εκκλησιαστικά ζητήματα επέδειξε αξιοσημείωτη αυτοσυγκράτηση. Ουδέποτε προσπάθησε, χρησιμοποιώντας το αξίωμά του, να επιβάλλει τις απόψεις του επί της Εκκλησίας. Δεδομένης της οικονομικής κρίσης, σε συνεργασία με τον Πατριάρχη Σέργιο, εξέδωσε νόμο με τον οποίο περιόριζε τα μέλη του προσωπικού της Μεγάλης Εκκλησίας, τα δε νέα μέλη δεν θα πληρώνονταν από το αυτοκρατορικό ταμείο.

άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων
άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων

Μετά την απομάκρυνση του Πατριάρχη Αλεξανδρείας, από τον εξεγερμένο όχλο της πόλης, υποστήριξε τον Άγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα στην ανάρρηση του εκκλησιαστικού θρόνου. Παρά τις ιδιαίτερες σχέσεις του νέου Πατριάρχη με τον Νικήτα, το πλούσιο ταμείο του πατριαρχείου δεν πέρασε, ούτε ασκήθηκε βία για να περάσει, στον έλεγχο της πολιτείας, αντίθετα χρησιμοποιήθηκε από τον φιλάνθρωπο ιεράρχη για την ανακούφιση των πτωχών και αναξιοπαθούντων της περιφέρειάς του. Μετά την πτώση της Παλαιστίνης και την κατάληψη της Ιερουσαλήμ πρόσφερε σημαντική βοήθεια για την περίθαλψη των προσφύγων, με την ίδρυση κοινοφελών ιδρυμάτων και, μόλις οι Πέρσες το επέτρεψαν, την εξαγορά αιχμαλώτων και την αποστολή εργατών με πολλά χρήματα για την ανοικοδόμηση της πόλης. Μάλιστα για την εξαγορά των αιχμαλώτων απεστάλησαν ο επίσκοπος Θεόδωρος μαζί με τον ηγούμενο της Ιεράς Μονής Αγ. Αντωνίου Αναστάσιο και τον επίσκοπο Ρινοκόλουρων Γρηγόριο. Τα παραπάνω αποτελούν άριστο δείγμα αγαστών σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας της εποχής.

Η αγιολογική παράδοση αναφέρει, ότι ο Ηράκλειος και ο Πατριάρχης Σέργιος συναντήθηκαν με τον Άγιο Θεόδωρο τον Συκεώτη(9), ο οποίος ευλόγησε τον αυτοκράτορα και τον διάδοχο Κωνσταντίνο. Μετά την κοίμηση του οσίου (22 Απριλίου 613), αυτός και ο Πατριάρχης αποφάσισαν την μεταφορά των λειψάνων του στην Κωνσταντινούπολη. Κατά την τελετή υποδοχής ο αυτοκράτορας γονάτισε μπροστά στην σωρό παρουσία της συγκλήτου. Ο Ηράκλειος επιθυμούσε και χρειάζονταν, την άνωθεν βοήθεια, πρεσβείαις του Οσίου και της Εκκλησίας.

Στις 22 Ιανουαρίου του 613 έστεψε τον γιο του Ηράκλειο-Κωνσταντίνο στο παλάτι. Κατόπιν πήγαν στον Ιππόδρομο όπου τους αποδόθηκαν τιμές από την σύγκλητο και επευφημίες από τον λαό. Στο εξής θα αναφέρονται στα διατάγματα τα ονόματα και τον δύο.

Πολεμικά μέτωπα

Την άνοιξη του 611 μ.Χ. ο Σαήν, στρατηγός των Περσών, βρισκόταν στη Καισάρεια. Ένας δεύτερος Πέρσης στρατηγός, ο Σαρβαραζάς, εισέβαλλε στη Συρία και κατέλαβε την Αντιόχεια. Εναντίον του κινήθηκε ο Νικήτας και οι δύο στρατοί συγκρούσθηκαν στην Έμεσα. Το αποτέλεσμα της μάχης ήταν αμφίρροπο. Η περσική προέλαση ανακόπηκε, αλλά δεν απωθήθηκαν οι Πέρσες. Η κατοχή της Αντιόχειας σήμαινε την διχοτόμηση των ανατολικών επαρχιών. Η στρατιά του Σαήν κινήθηκε προς την Μικρά Ασία, ενώ του Σαρβαραζά κατευθύνθηκε στην Παλαιστίνη.

Ο Σαρβαραζάς της Περσίας σε νόμισμα
Ο Σαρβαραζάς της Περσίας σε νόμισμα_wikipedia

Ο Ηράκλειος ανακάλεσε τον Φιλιππικό από την Μονή που εγκαταβίωνε και του ανέθεσε τον στρατό της ανατολής σε αντικατάσταση του Πρίσκου. Αυτός εισέβαλε στα Αρμενικά εδάφη, απειλώντας την ίδια την Περσία για αντιπερισπασμό, με αποτέλεσμα την ανάκληση του Σαήν. Από την άλλη, ο Νικήτας με τις δυνάμεις του κινήθηκε εναντίον του Σαρβαραζά. Ο Ηράκλειος αποφάσισε να κινηθεί ο ίδιος για την ανακατάληψη της Αντιόχειας το 613 μ.Χ. Στην προσπάθειά του αυτή υπέστη πολλές απώλειες, οπότε αναδιπλώθηκε στην Κιλικία. Ο δρόμος για την κατάκτηση της Συρίας από τους Πέρσες ήταν ανοικτός. Γρήγορα κατέλαβαν την Δαμασκό και μέχρι το τέλος του έτους την υπόλοιπη Συρία, χωρίς ουσιαστική αντίσταση.

Στις αρχές του 614 οι Πέρσες εισήλθαν στην Παλαιστίνη. Στην περιοχή αυτή βρήκαν την υποστήριξη των μονοφυσιτικών πληθυσμών και των Εβραίων. Κατέλαβαν την Γαλιλαία και τις παραλιακές πόλεις και πολιόρκησαν τα Ιεροσόλυμα. Η πολιορκία κράτησε 21 ημέρες. Η πόλη εκπορθήθηκε τον Μαϊο του 614 μ.Χ. και λεηλατήθηκε ανηλεώς. Καταστράφηκαν περίπου 300 εκκλησίες. Φονεύθηκαν πολλές χιλιάδες Χριστιανών με την σύμπραξη των Εβραίων και όλοι οι θησαυροί της πόλης αρπάχθηκαν. Μεταφέρθηκαν στην Περσία 35,000 αιχμάλωτοι, ένας εκ των οποίων ήταν ο Πατριάρχης Ζαχαρίας, καθώς και ο Τίμιος Σταυρός. Το σοκ ήταν μεγάλο για την αυτοκρατορία. Πολλοί πρόσφυγες κατέφυγαν στην Αίγυπτο, όπου βρήκαν περίθαλψη στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας.

Αυτή τη χρονική στιγμή έγινε μια διπλωματική προσπάθεια εκ μέρους του Ηρακλείου, για να ανακόψει την πορεία των εξελίξεων, η οποία έπεσε στο κενό. Ο Χοσρόης δεν τον είχε αναγνωρίσει ως εκδικητή της δολοφονίας του Μαυρίκιου, ούτε ως αυτοκράτορα. Πολύ περισσότερο, δεν είχε λόγο να ανακόψει τη νικηφόρα προέλαση του στρατού του, που βρισκόταν ήδη στο διάσελο της Αιγύπτου. Το φθινόπωρο του 616 μ.Χ. ο Σαρβαραζάς προέλασε δια της παραλιακής οδού, κατέλαβε τα Ρινοκόλουρα, το Πηλούσιο και τη Βαβυλώνα. Αντίσταση συνάντησε μόνο στην Αλεξάνδρεια, την οποία πολιόρκησε επί μήνες. Όταν ο Νικήτας αντιλήφθηκε, ότι δεν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας για την πόλη, επιβιβάσθηκε σ’ ένα πλοίο για την Κωνσταντινούπολη. Το παράδειγμά του ακολούθησε η αριστοκρατία της πόλης. Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων αποβιβάσθηκε στη Ρόδο και τελικά κοιμήθηκε στην Κύπρο. Η Αλεξάνδρεια έπεσε με προδοσία. Η κατάκτηση της Αιγύπτου ολοκληρώθηκε το 620 μ.Χ.

Οι συνέπειες της ήττας ήταν πολλές και δυσβάστακτες. Η αυτοκρατορία απώλεσε σημαντικά εδάφη και μαζί μ’ αυτά ανθρώπινο δυναμικό και έσοδα. Οι σιτοβολώνες της Αιγύπτου και της Συρίας πέρασαν σε περσικό έλεγχο. Η διανομή του άρτου στην Κωνσταντινούπολη σταμάτησε, η διακυβέρνηση του Ηρακλείου τέθηκε υπό αμφισβήτηση. Παράλληλα οι Πέρσες είχαν κόψει όλους τους εμπορικούς δρόμους της Ανατολής από καιρό. Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία στερούνταν χρυσού, μετάλλων και πρώτων υλών για την βιοτεχνία. Το 615 μ.Χ. κόπηκαν νέα αργυρά νομίσματα, των οποίων η πραγματική αξία ήταν το μισό της ονομαστικής. Η κοπή χρυσών νομισμάτων περιορίσθηκε στο 20-30%. Επίσης τα βιοτεχνικά κέντρα της Ανατολής χάθηκα, με αποτέλεσμα τον κλονισμό του εμπορίου και την αύξηση της ανεργίας. Ο Ηράκλειος ίδρυσε νέες βιοτεχνίες και μετέβαλλε την λειτουργία των συντεχνιών, για ν’ αντιμετωπίσει την καινούργια κατάσταση. Στην ανεργία και τη σιτοδεία προστέθηκε θανατηφόρος λοιμός με πολλά θύματα.

Οι προσπάθειες της είχαν επικεντρωθεί στο μέτωπο με τους Σασσανίδες. Ως εκ τούτου η χερσόνησος του Αίμου βρίσκονταν στο έλεος των Αβαροσλαβικών επιδρομών, όλο αυτό το διάστημα. Η επέκτασή τους δεν είχε χαρακτήρα κατοχής, γεγονός όμως είναι, ότι πρόσφυγες από την Δακία, Δαρδανία και Πανονία κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη. Η αυτοκρατορία διατηρούσε τον έλεγχο στις μεγάλες πόλεις, η ύπαιθρος, όμως, ήταν στην διάθεση των επιδρομέων, οι οποίοι έφθασαν μέχρι την ανατολική Θράκη, θέτοντας σε κίνδυνο την γεωργία και το εμπόριο μέχρι τα προάστια της Κωνσταντινούπολης. Το 614-615 πραγματοποιήθηκαν δύο επιθέσεις εναντίον της Θεσσαλονίκης. Η πόλη σώθηκε χάριν της θαυματουργικής επέμβσης του πολιούχου της Αγίου Δημητρίου, όπως μαρτυρείται στα Θαύματά του.

Στη βυζαντινή Ιταλία τα προβλήματα με τους Λογγοβάρδους δεν ευνοούσαν την κατάσταση. Η επανάσταση του Ιωάννη Κοντζά και η σφαγή του Έξαρχου ανάγκασαν τον Ηράκλειο να διόρίσει τον Ελευθέριο στη θέση του και να τον στείλει στην Ιταλία για να την επαναφέρει υπό βυζαντινό έλεγχο το 616 μ.Χ. Αυτός κατέπνιξε την εξέγερση, δολοφόνησε τον Κοντζά στη Νάπολη και έκλεισε ειρήνη με τον Λογγοβάρδο βασιλιά. Αυτοανακηρύχθηκε, όμως αυτοκράτορας το 619 μ.Χ. και σφαγιάσθηκε από το στρατό της Ραβέννας. Όλα αυτά δείχνουν ότι η περιοχή δεν μπορούσε να συνδράμει την Κωνσταντινούπολη στην αντιμετώπιση των κινδύνων, αντίθετα αποτελούσε και η ίδια πρόβλημα.

Άγαλμα του Σισεβούτου στο Τολέδο
Άγαλμα του Σισεβούτου στο Τολέδο

Δράττοντας την ευκαιρία ο Βησιγότθος βασιλέας Σισεβούτος (Sisebut) κατέλαβε το 615 κάποιες ισπανικές πόλεις που έλεγχαν οι Βυζαντινοί, όπως η Μάλαγα. Ο Ηράκλειος ανίκανος να αντιδράσει αναγνώρισε τηn νέα κατάσταση στην Ισπανία το 617, μετά από επίσημες διαπραγματεύσεις με τους Βησιγότθους.

Η παραπάνω απελπιστική κατάσταση υπέβαλλε στον Ηράκλειο την σκέψη να μεταφέρει την έδρα του στην Καρχηδόνα. Την πληροφορία διασώζει ο Ιωάννης Νικίου, όμως η επιτυχία μιας τέτοιας κίνησης δεν φαίνεται πιθανή για δύο λόγους. Πρώτος έχει να κάνει με τις δυσκολίες επικοινωνίας με όλα τα τμήματα της αυτοκρατορίας που θα παρουσίαζε μια τέτοια μετακίνηση. Ο δεύτερος με το μειωμένο στρατιωτικό δυναμικό της εν λόγω επαρχίας. Η διάδοση αυτής της φήμης έπεισε τον Πατριάρχη Σέργιο να δωρίσει τους εκκλησιαστικούς θησαυρούς(9) και όλα τα χρυσά και αργυρά σκεύη παραχωρήθηκαν στην κυβέρνηση και πήραν το δρόμο για το νομισματοκοπείο. Τα νέα αργυρά νομίσματα έφεραν στη μια όψη τον Ηράκλειο με τον γιο του Ηράκλειο-Κωνσταντίνο, και στην άλλη τον σταυρό ως σύμβολο του κράτους και την επιγραφή: «DEUS ADIUTA ROMANIS», δηλ. «Θεέ βοήθει τους Ρωμαίους». Κόπηκαν επίσης πολυάριθμα χρυσά και χάλκινα νομίσματα.

Τώρα η αυτοκρατορία μπορούσε να περάσει στην αντεπίθεση, κινητοποιώντας την διπλωματία της και ετοιμάζοντας στρατό.

Πολεμικές προετοιμασίες

Θέλοντας να ετοιμάσει την εκστρατεία εναντίον των Περσών ο Ηράκλειος, έπρεπε να τακτοποιήσει πρώτα το θέμα της εσωτερικής ασφάλειας. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Φωκά, αλλά και τα πρώτα χρόνια του Ηρακλείου, οι Δήμοι της Κωνσταντινούπολης ήταν ανεξέλεγκτοι. Ειδικά σε περιόδους αναταραχών, τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών μεταξύ Πρασίνων και Βενέτων ήταν συχνό φαινόμενο. Ποια διαδικασία ακολουθήθηκε για την ομαλοποίηση της κατάστασης, δεν γνωρίζουμε, όμως ο Γεώργιος Πισίδης εξαίρει τον Ηράκλειο, επειδή κατάφερε να τους συμφιλιώσει. Δεν υπάρχουν αναφορές για ταραχές από το 620 και μετά.

Είδαμε παραπάνω, πως κατάφερε ο Ηράκλειος να εξουδετερώσει τις εστίες αντίδρασης στο στράτευμα. Η διοίκηση του στρατού από τον έμπιστό του εξάδελφο Νικήτα, ήταν παράγοντας σταθερότητας, αν και ο στρατηγός αυτός κρίθηκε ανεπαρκής, από την αποτελεσματικότητά του στα μέτωπα. Εξεγέρσεις, βέβαια, δεν σημειώθηκαν, παρά τις συνεχείς ήττες και το χαμηλό ηθικό των στρατιωτών. Αντίθετα τα στρατεύματα των Περσών παρουσίαζαν εντονότερη διοικητική αστάθεια και οι ικανότεροι στρατηγοί του Χοσρόη είχαν περισσότερες φιλοδοξίες. Αυτό επέτρεψε στον Ηράκλειο να αποκτήσει διπλωματικές επαφές με τον περίγυρο του Στρατηγού Σαρβαραζά, όπως προηγουμένως είχε πράξει με τον Σαήν, άσχετα αν οι προσπάθειες αυτές δεν κατάφεραν τότε να αποτρέψουν τον πόλεμο . Ταυτόχρονα το περσικό στρατιωτικό δυναμικό χαρακτηρίζονταν από ανομοιογένεια, καθώς στις τάξεις του υπηρετούσαν Άραβες, Αρμένιοι, Χριστιανοί, με αποτέλεσμα τις συχνές λιποταξίες αλλά και την διαρροή πληροφοριών προς την βυζαντινή πλευρά.

Μέτρα κατά της κατασκοπείας πάρθηκαν σε όλη την επικράτεια. Οι μετακινήσεις των προσφύγων, οι οποίες ήταν ουσιαστικά ανεξέλεγκτες, η ετερογένεια των εθνικών ομάδων, η δυσαρέσκεια για τα θρησκευτικά θέματα, αλλά και τα προσωπικά οφέλη, αποτελούσαν πηγές απιστίας. Πολλοί Εβραίοι θεωρήθηκαν ύποπτοι προδοσίας. Στην Κωνσταντινούπολη της εποχής εκείνης, κυριαρχούσε ατμόσφαιρα καχυποψίας, δυσπιστίας και αβεβαιότητας. Τους ίδιους δρόμους χρησιμοποίησε και ο Ηράκλειος για να λαμβάνει πληροφορίες από την πλευρά των Περσών.

Το ανοικτό μέτωπο με τους Αβαροσλάβους αποτελούσε πρόσκομμα για την έναρξη της εκστρατείας και έπρεπε να κλείσει. Δύο δραστηριότητες εκ μέρους του Ηρακλείου έχουν καταγραφεί στον τομέα αυτό. Η πρώτη του προσπάθεια είχε να κάνει με την διαίρεση των Σλάβων από τους Αβάρους. Εργαζόμενος προς αυτήν την κατεύθυνση είχε επιτρέψει την εγκατάσταση σλαβικών φύλων νότια του Ίστρου. Συγκεκριμένα οι Χρωβάτοι εγκαταστάθηκαν στο βόρειο τμήμα της Δαλματίας, ενώ οι Σέρβοι στα ανατολικά των Χρωβάτων, δηλ. στην Άνω Μοισία, Δακία, και Δαρδανία, περιοχές οι οποίες έκτοτε μετονομάστηκαν Σερβία και Βοσνία. Τα φύλα τούτα δέχθηκαν την κυριαρχία του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, το Θείο Βάπτισμα, και φορολογούνταν. Οριστικά τον Χριστιανισμό αποδέχθηκαν τον 9ο αιώνα και η καταβολή των φόρων δεν ήταν τακτική. Η δεύτερη προσπάθεια έχει να κάνει με το ξεσηκωμό των Βορειοδυτικών σλαβικών φύλων, την οποία παρακίνησε ένας Φράγκος ευγενής, ονόματι Samo, με την υποστήριξη της βυζαντινής διπλωματίας, δημιουργώντας προβλήματα στους Αβάρους και προκαλώντας την αντίδρασή τους.

Άβαρος πολεμιστής

Ο Ηράκλειος και ο Χαγάνος των Αβάρων κανόνισαν να συναντηθούν έξω από την Κωνσταντινούπολη, στις 5 Ιουνίουτου 623 μ.Χ., για την έναρξη των διαπραγματεύσεων προς επίτευξη της ειρήνης. Ο Χαγάνος, όμως, είχε στήσει κρυφά ενέδρα, την οποία αντιλήφθηκε έγκαιρα ο Ηράκλειος και κατάφερε να διαφύγει. Οι Άβαροι λεηλάτησαν την γύρω περιοχή. Η ανάγκη εξεύρεσης λύσης ήταν επιτακτική για την αυτοκρατορία. Έτσι ξεκίνησαν νέες διαπραγματεύσεις, υπό τον πατρίκιο Αθανάσιο, που κατέληξαν το φθινόπωρο του 623 σε συμφωνία μη επίθεσης από πλευράς Αβάρων και καταβολής 200,000 χρυσών νομισμάτων και εξαγοράς αιχμαλώτων, από πλευράς βυζαντινών(10). Η επίτευξη της παραπάνω συμφωνίας επέτρεψε στον αυτοκράτορα να μεταφέρει τα ευρωπαϊκά στρατεύματα στην Ανατολή και να τα χρησιμοποιήσει στην εκστρατεία των Περσών. Με αυτήν την κίνηση εξασφάλιζε, ταυτόχρονα, τα μετόπισθεν, από πιθανό σφετερισμό της εξουσίας, όπως είχε γίνει και στην περίπτωση του Μαυρίκιου, από τον Φωκά.

Στο θέμα της ανασυγκρότησης του στρατού έλαβε δύο σημαντικά μέτρα. Το πρώτο αφορά την σύνθεση του στρατεύματος, το οποίο μέχρι τότε ήταν μισθοφορικό και γι’ αυτό λιγότερο πειθαρχημένο και με ηθική που δεν μπορούσε ν’ ανταποκριθεί στην συγκεκριμένη αποστολή. Εγκαινίασε, λοιπόν, το σύστημα των «θεμάτων», κυρίως στην Μικρά Ασία, προσφέροντας κλήρους σε αντάλλαγμα της υποχρεωτικής στρατιωτικής υπηρεσίας (11). Μετέβαλε, δηλ. το στρατό σε εθνικό, μειώνοντας το κόστος συντήρησής του και εμφυσώντας ηθικό εμπνεόμενο από την ιερότητα της αποστολής, που ήταν η διάσωση της αυτοκρατορίας και η ανάκτηση του Τιμίου Σταυρού. Ο στρατός του Ηρακλείου ήταν, ως προς τον σκοπό της αποστολής του, ο πρώτος σταυροφορικός στρατός, περιβαλλόμενος, ήδη με την έναρξη της εκστρατείας, όλη την αναλογούσα ιεροπρέπεια. Μισθοφορικά τμήματα εξακολουθούσαν να υπάρχουν σε μικρότερο βαθμό.

Το δεύτερο μέτρο αφορούσε την οργάνωση του στρατού. Μέχρι τότε κύριο στρατιωτικό σώμα ήταν το πεζικό, το βαριά οπλισμένο, ενώ το ιππικό ήταν μικρή δύναμη και χρησιμοποιούνταν σε αναγνωρίσεις ή αιφνιδιαστικές επιθέσεις. Εξαιτίας αυτού του σχηματισμού, το βαρύ πεζικό ήταν ευάλωτο σε πλαγιοκοπήσεις και αιφνιδιασμούς, έπεφτε εύκολα σε παγίδες και δεν είχε ευελιξία κινήσεων. Αναβαθμίστηκε, λοιπόν, επί Ηρακλείου, ο ρόλος του ιππικού με αποτέλεσμα οι «κατάφρακτοι» και οι «ιπποτοξότες» να αποτελέσουν κύρια επιχειρησιακά τμήματα. Επίσης δόθηκε έμφαση στην χρησιμοποίηση ελαφρού πεζικού σε τριμερή παράταξη και όχι φάλαγγα προκειμένου ν’ αντιμετωπίζει επιθέσεις ιππικού. Ο στόλος ενισχύθηκε για να εξασφαλίσει την ελεύθερη ναυσιπλοϊα και την άμυνα της Κωνσταντινούπολης. Αυτοκράτορας και αξιωματούχοι επιδόθηκαν στην μελέτη στρατιωτικών εγχειριδίων, κυρίως του «Στρατηγικού» του Μαυρίκιου, προς εξεύρεση λύσεων αντιμετώπισης των περσικών επιθέσεων, αλλά και για την κατάρτιση των επιχειρησιακών σχεδίων της εκστρατείας. Παρά την αντίδραση των συμβούλων του, ο Ηράκλειος αποφάσισε να ηγηθεί ο ίδιος της πολεμικής προσπάθειας. Τα γεγονότα θα τον δικαίωναν………2ο μέρος

Παραπομπές

1) Παπαρρηγόπουλος, ο.π., σελ. 182.
2) Στο σημείο που διέσχισε τον ποταμό φημολογούνταν, ότι βρισκόταν η αρχαία Αρμενική πρωτεύουσα Τιγρανοκέρατο, γι’ αυτό και ο Θεοφάνης αναφέρει «Τίγρη», παρασύροντας και πολλούς ιστορικούς. Βλ. W. Kaegi, ο.π., σελ.214.
3) Εδώ θα αναφέρουμε, ότι στην χρονολόγηση του Παπαρρηγόπουλου και του Kaegi από τη μια, και Ι.τ.Ε.Ε από την άλλη , υπάρχει διαφορά ως προς τον χρόνο που συνέβησαν τα παραπάνω. Δηλαδή, κατά Παπαρρηγόπουλο και Kaegi, η νίκη στη λίμνη Βαν φαίνεται να συνέβη το χειμώνα του 624-5, ενώ η υπόλοιπη πορεία μέχρι την Σεβάστεια, την άνοιξη του 625 και έκτοτε να διαχειμάζει δίπλα στον Άλυ μέχρι τον Αύγουστο του 626. Δεδομένου, ότι διέθετε από νωρίς πληροφορίες για τα σχέδια Αβάρων και Περσών, για κοινή πολιορκία της Κων/πολης, μια τόσο επί μακρόν στάση αναμονής εκ μέρους του, είναι αδικαιολόγητη. Γι’ αυτό υιοθετούμε την άποψη της Ι.τ.Ε.Ε., η οποία τοποθετεί τα γεγονότα της λίμνης Βαν το χειμώνα του 625-6, και ναι μεν συμπιέζει πολύ τους χρόνους των επιχειρήσεων, αλλά αυτό δείχνει, μάλλον σπουδή και κινητικότητα, λόγω της επικινδυνότητας της κατάστασης. Από την άλλη η ταχύτατη στρατολόγηση νέων δυνάμεων φαίνεται αφύσικη, αλλά ο χρόνος που το πληροφορήθηκε ο Ηράκλειος δεν είναι αναγκαστικά και ο χρόνος που αυτή ξεκίνησε. Δεν βλέπουμε για ποιο λόγω να βραδύνει τις ενέργειές του ο Χοσρόης, αφήνοντας το βασίλειό του αφύλακτο μετά την καταδίωξή του. Το πιο πιθανό είναι, παράλληλα με τα τμήματα που συντηρούσε στα μέτωπα να στρατολογούσε καινούργιες εφεδρείες.
4) Στη σφραγίδα του εν λόγω λογοθέτη, καθώς και του προηγούμενου, ονόματι Δοσίθεου (623), βρίσκουμε τα παλαιότερα τεκμήρια του συγκεκριμένου αξιώματος. Βλ. Αλ. Σαββίδη, Λογοθέτες και λογοθέσια στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, στον Τόμο, Ο Ύστερος μεσαιωνικός κόσμος (συλλογικό με Ν. Νικολούδη), Εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2007, σελ. 560.
5) Η μαρτυρία του Νικηφόρου έχει επικρατήσει με διαφωνίες, αν και κάτι παρόμοιο δεν αναφέρεται ούτε στον Πισίδη ούτε στον Σύγγελο, διότι δίνει μια πληρέστερη περιγραφή της ναυμαχίας, όσο και της συνολικής πολιορκίας. Βλ. Γ. Καρδάρας, Η Αβαροσλαβική Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, Στρατιωτική Ιστορία, τευχ. 100, εκδ. Περισκόπιο, Φεβρουάριος 2005.
6) Επικρατέστερη άποψη βλ. Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τομ 13, εκδ. Ι. Μ. Μεταμορφώσεως Κουβαρά Αττικής, Αθήνα 2004, σελ. 381-9.
7) Ο Ιεσδέμ αναφέρεται και στο συναξάριον του Αγίου Αναστασίου του Πέρση. Στο σπίτι του διέμεινε ο αδελφός που ακολουθούσε τον Άγιο στην οδό του μαρτυρίου του. Βλ. Μέγας Συναξαριστής, ο.π.,τομ.Α’, σελ.552.
8) Αλλού αναφέρεται η 28η Φεβρουαρίου.
9) Ο εξελληνισμός του τίτλου σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εκληφθεί ως εξελληνισμός της αυτοκρατορίας. Τουλάχιστον όχι ως συνειδητή προσπάθεια αλλαγής. Έχουν προηγηθεί οι «Νεαραί» του Ιουστινιανού ήδη στην ελληνική γλώσσα. Είναι γνωστή η διγλωσσία των Ρωμαίων, ειδικά των ανώτερων κοινωνικά στρωμάτων. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Ηράκλειος προέρχονταν από την λατινόφωνη Β. Αφρική. Για περισσότερα επί του θέματος βλ. Αναστάσιου Φιλιππίδη, Ρωμιοσύνη ή Βαρβαρότητα, εκδ. Ι. Μ. Γενέθλιον της Θεοτόκου, 1997, σελ.64.
10) Κατά μια εκδοχή οι Πέρσες αρνήθηκαν να παραδώσουν την πόλη, κατόπιν προτροπής των Εβραίων, οι οποίοι συμμετείχαν ενεργά στην ένοπλη αντίσταση, και υπέστησαν σφαγές για αυτή τους την συμπεριφορά, από τον Θεόδωρο. Kaegi, o.π., σελ. 323.

Βιβλιογραφία
1) Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. Γ’, (επιμέλεια Καρολίδη), εκδ. Ελευθερουδάκης, Αθήνα 1930,(ανατύπωση).

2)  Α.Α. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τομ. Α’, εκδ. Μπεγαρδή, Αθήνα χ.χ.
3)  Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, 1978
4)  Πανεπ. Cambridge Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. Μέλισσα, 1979
5)  Γ. Φλωρόφσκυ, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του Έκτου, Έβδομου & Όγδοου Αιώνα, εκδ. Πουρνάρα Θεσσαλονίκη 1993.
6)  Στ. Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας-Ερμείας, Αθήνα 1992.
7)  Βλάσιου Φειδά, Βυζάντιο, Αθήνα 1985.
8)  W. Kaegi, Ηράκλειος, Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2007.
9)  John Haldon, Βυζάντιο, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2007.
10) Γ. Καρδάρας, Βυζαντινο-Περσικοί Πόλεμοι στη σειρά Μονογραφίες του περ. Στρατιωτική Ιστορία, εκδ. Περισκόπιο, Αθήνα 2006.
11) Γ. Καρδάρας, Η Αβαρο-σλαβική Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης στο περ. «Στρατιωτική Ιστορία, τευχ. 102, εκδ. Περισκόπιο, Αθήνα 2005.


Το έργο με τίτλο Ηράκλειος (575-645)….ο έξοχος αυτοκράτωρ (μέρος 1ο) από τον δημιουργό Χείλων διατίθεται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές