Ηράκλειος (575-645)….ο έξοχος αυτοκράτωρ (μέρος 2ο)

στις

εξώφυλλο: Απεικόνιση του Ηράκλειου του Rossen Toshev από το έργο «Rulers of the Byzantine Empire» published by KIBEA

συνέχεια από μέρος 1ο

Εκστρατεία κατά των Περσών

Πρώτη Φάση

Έχοντας αποφασίσει να ηγηθεί ο ίδιος της αποστολής, όφειλε να διορίσει την αντιβασιλεία, με την συμμετοχή του υιού του Ηράκλειου-Κωνσταντίνου. Επειδή, όμως, ο νεαρός διάδοχος ήταν ανήλικος, όρισε επιτρόπους την αυτοκράτειρα, τον Πατριάρχη και τον πατρίκιο Βώνο. Στην προσπάθειά του να δημιουργήσει έναν όσο το δυνατόν, «εθνικό» στρατό μέσα στην πολυεθνική αυτοκρατορία, χρησιμοποίησε το μόνο μέσο που διέθετε, την Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη και συγκεκριμένα, με όρους της εποχής, το δόγμα της Χαλκηδόνας. Ήταν επόμενο λοιπόν η αναχώρησή του να συνοδευτεί με τον ανάλογο συμβολισμό και να προβληθεί με το πρέπον τελετουργικό. Πιο συγκεκριμένα, ο Ηράκλειος εόρτασε το Πάσχα 4 Απριλίου του 622 στην Κωνσταντινούπολη και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Την επομένη, Δευτέρα 5 Απριλίου, προσήλθε στην Αγία Σοφία ντυμένος ως απλός στρατιώτης και αφού έπεσε πρηνής μπροστά στο ιερό, προσευχήθηκε, ενώπιον της συγκλήτου, της Εκκλησιαστικής ιεραρχίας και των εκπροσώπων των Δήμων. Στη συνέχεια στράφηκε προς τον Πατριάρχη και του είπε: «Στα χέρια του Θεού, της Μητέρας Του και τα δικά σου αφήνω αυτήν την πόλη και τον γιο μου»(1) και παραλαμβάνοντας την αχειροποίητο εικόνα του Χριστού κατέβηκε στην παραλία. Εκεί αποχαιρέτησε την οικογένειά του, επιβιβάσθηκε στο πλοίο και αναχώρησε με τον στόλο, την ώρα που ο λαός εύχονταν και επευφημούσε. Και πως θα μπορούσε, βέβαια, η εκστρατεία να μην έχει θρησκευτικό χαρακτήρα, όταν οι Πέρσες, αλώνοντας τους Αγίους Τόπους, είχαν χλευάσει και φερθεί με τόση σκληρότητα στους Χριστιανούς; Όταν το ιερότερο κειμήλιο της Χριστιανοσύνης, ο Τίμιος Σταυρός, βρισκόταν στην έδρα του Μασδαϊσμού; Όταν απορρίπτοντας κάθε προσπάθεια ειρήνευσης μέχρι τότε ο Χοσρόης απαιτούσε από τους πρέσβεις της αυτοκρατορίας να γίνουν Mασδαϊστές και ν’ αρνηθούν το Χριστό;

Η Χαλκηδόνα και η απέναντι ακτή του Βοσπόρου βρισκόταν ήδη στα χέρια των Περσών. Ο Ηράκλειος, όμως, προτίμησε να κατευθυνθεί στην Προποντίδα. Όταν ο στόλος εξήλθε από τον Ελλήσποντο, έπεσε σε τρικυμία. Ο Γεώργιος Πισίδης διασώζει την εικόνα του αυτοκράτορα, ως τολμηρού καπετάνιου, να εμψυχώνει τα πληρώματα, κι έτσι να σώζονται άπαντες. Αποβιβάσθηκαν στις Πύλες της Βιθυνίας και κατευθύνθηκαν στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου στρατοπέδευσαν. Εκεί συγκεντρώθηκαν όλα τα διαθέσιμα στρατιωτικά τμήματα. Ο Ηράκλειος επίβλεπε αυτοπροσώπως την εκπαίδευση του στρατού, για ικανό χρονικό διάστημα, ώστε να καταστεί ετοιμοπόλεμος. Συμμετείχε και ο ίδιος στα γυμνάσια και τις κακουχίες, εμψυχώνοντας τους άνδρες του και δημιουργώντας δεσμούς φιλίας, εμπιστοσύνης, αφοσίωσης.

Οι Πέρσες που βρίσκονταν, όπως προείπαμε, στην Ασιατική ακτή του Βοσπόρου, βλέποντας τον Βυζαντινό στρατό στα νώτα τους, αναδιπλώθηκαν και οργάνωσαν άμυνα, πιθανώς, στη γραμμή Μελιτήνη-Σάταλα, κλείνοντας τα περάσματα. Είχαν ήδη ανακαλέσει τον στρατηγό Σαρβαραζά από την Αίγυπτο. Ο βυζαντινός στρατός ξεκίνησε την πορεία του πιθανότατα το φθινόπωρο του 622 με κατεύθυνση ανατολικά προς τον Πόντο. Σε μια πρώτη αψιμαχία ήρθαν αντιμέτωποι με το ελαφρύ ιππικό των Αράβων (σύμμαχων των Περσών), τους οποίους η βυζαντινή ανιχνευτική ομάδα συνέλαβε εύκολα, ο δε Ηράκλειος τους ενέταξε στα βυζαντινά τμήματα. Στη συνέχεια κατάφερε να υπερφαλαγγίσει τις οχυρωμένες περσικές θέσεις στο όρος Μούζουρον και να βρεθεί πίσω από τις γραμμές τους. Οι Πέρσες έμειναν έκπληκτοι όταν αντίκρυσαν τους βυζαντινούς στα νώτα τους. Περίμεναν να πολεμήσουν στα στενά περάσματα, όπου είχαν το πλεονέκτημα, αλλά αυτό δεν συνέβη. Προσπαθώντας να αναγκάσει τον Ηράκλειο να αναστρέψει, ο Σαρβαραζάς κατευθύνθηκε εναντίον της Καισάρειας. Δεν ήθελε να τον αντιμετωπίσει σε ανοιχτό πεδίο, κατά την προσφιλή τακτική των Περσών.

Χρυσό νόμισμα το οποίο απεικονίζει τον Ηράκλειο_wikipedia
Χρυσό νόμισμα το οποίο απεικονίζει τον Ηράκλειο_wikipedia

Τελικά αναγκάστηκε ο ίδιος να αναστρέψει όταν είδε ότι ο Ηράκλειος συνέχιζε ακάθεκτος την πορεία του, διότι φοβήθηκε, ότι μέσω Αρμενίας θα εισέβαλε στην Περσία. Έτσι άρχισε να καταδιώκει τον Ηράκλειο, στην πραγματικότητα, όμως, να παρασύρεται απ’ αυτόν στον κατάλληλο για την συμπλοκή τόπο. Δεν γνωρίζουμε σε ποιο ακριβώς σημείο δόθηκε η μάχη. Γνωρίζουμε ότι ο Ηράκλειος εφάρμοσε ένα ευφυές στρατήγημα, προκειμένου να αναγκάσει τους Πέρσες να πολεμήσουν, όπου και όπως αυτός ήθελε. Οι συχνές λιποταξίες από πλευράς Περσών τον προμήθευαν με τις απαραίτητες πληροφορίες, ώστε να γνωρίζει την κάθε τους κίνηση. Οι δύο στρατοί παρατάχθηκαν σε τριμερή διάταξη, κατά τις υποδείξεις του στρατηγικού. Παράλληλα οι Πέρσες είχαν στήσει ενέδρα κρύβοντας δυνάμεις τους, πάντα κατά την συνηθισμένη τους τακτική να πολεμούν σε ανώμαλα εδάφη. Ο Ηράκλειος σκηνοθέτησε εικονική φυγή τμήματος του στρατού του, προκειμένου να ξετρυπώσει τους Πέρσες και να τους φέρει σε ανοικτό πεδίο. Όταν αυτό έγινε, έπεσαν πάνω τους οι Οπτιμάτοι, επίλεκτη μονάδα, και τους κατατρόπωσαν. Στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν, οι Πέρσες εγκλωβίστηκαν στις ίδιες θέσεις που θα χρησιμοποιούσαν ως ορμητήρια και αποδεκατίστηκαν. Ο Σαρβαραζάς σώθηκε μετά βίας. Η ακριβής ημερομηνία της μάχης επίσης αγνοείται. Πρέπει να συνέβη Φεβρουάριο. Ματά την λαφυραγώγηση του περσικού στρατοπέδου, ο Ηράκλειος κατηύθυνε τον στρατό του στα Σάταλα για να διαχειμάσει. Εκεί έμαθε ότι οι Αβάροι είχαν καταπατήσει για άλλη μια φορά την συνθήκη ειρήνης και είχαν εισβάλει στα Βαλκάνια, οπότε αναγκάσθηκε να μεταβεί στην Πόλη και να κλείσει νέα συνθήκη.

Οι επιπτώσεις της νίκης των Βυζαντινών όπλων ήσαν σημαντικές για δύο λόγους:

1. Απαλλάχθηκε η Μικρά Ασία από τις Περσικές επιδρομές, ανακουφίζοντας εν μέρει την αυτοκρατορία.

2. Μετά από ήττες 20 ετών, οι Βυζαντινοί κατόρθωσαν να ανακάμψουν προτείνοντας αξιόμαχο στράτευμα. Ταυτόχρονα, ο Ηράκλειος και οι αξιωματικοί του επαλήθευσαν στην πράξη αυτά που είχαν μάθει στην θεωρία αποκομίζοντας  σημαντικές πολεμικές εμπειρίες και πληροφορίες για τον εχθρό.

Δεύτερη Φάση

Έχοντας τακτοποιήσει για άλλη μια φορά το μέτωπο με τους Αβάρους, ο Ηράκλειος ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου του 624 την δεύτερη φάση της εκστρατείας. Πέρασε το Πάσχα στην Νικομήδεια της Βιθυνίας και στη συνέχεια τέθηκε επικεφαλής ισχυρού Βυζαντινού στρατού (100.000- 120.000 άνδρες) ο οποίος είχε διαχειμάσει στα Σάταλα.

Όσο διάστημα ασχολούνταν με τα βόρεια σύνορα, οι Πέρσες βρήκαν την ευκαιρία να ανασυγκροτήσουν τον στρατό τους. Το Μάρτιο του 624 ο Σαρβαραζάς εισέβαλε εκ νέου στην Μικρά Ασία, θέλοντας να εξαναγκάσει τον Ηράκλειο ν’ αφήσει τις ισχυρές θέσεις που κατείχε. Ο αυτοκράτορας δεν κυνήγησε την Περσική στρατιά. Αντ’ αυτού κατευθύνθηκε στην Αρμενία, απ’ όπου μπορούσε να απειλήσει την ίδια την Περσία. Ο Θεοφάνης στο χρονικό του αναφέρει, ότι ο Ηράκλειος διέταξε τους στρατιώτες του πριν ξεκινήσουν, να κάνουν «τριήμερο», δηλ. τρεις μέρες απόλυτης νηστείας και προσευχής. Επίσης, μια ακόμα προσπάθεια ειρήνευσης εκ μέρους των Βυζαντινών συνάντησε την αλαζονική υπεροψία και προσβλητική απάντησή του Χοσρόη. Στην επιστολή του ο Χοσρόης Β’ αποκαλούσε τον Ηράκλειο ασήμαντο και παράλογο υπηρέτη, χλεύαζε τον Θεό των Χριστιανών, που δεν έσωσε την Κασάρεια, την Ιερουσαλήμ, την Αλεξάνδρεια, αλλά και τον Χριστό, που σταυρώθηκε από τους Εβραίους(2). Ο Ηράκλειος δημοσιοποίησε την επιστολή αυτή προκαλώντας ιερή αγανάκτηση στους υπηκόους του και ζήλο για τον αγώνα.

Φθάνοντας στην Αρμενία αναζήτησε συμμάχους μεταξύ των λαών του Καυκάσου. Οι ίδιοι οι Αρμένιοι, έχοντας υποστεί διώξεις από τους ζωροάστρες, ήΣαν πρόθυμοι να βοηθήσουν. Στην Περσία εισέβαλε στις 20 Απριλίου του 624, έχοντας απευθύνει στους άνδρες του ένα θερμό θρησκευτικής χροιάς λόγο λαμβάνοντας από αυτούς την θερμότερη απάντηση: «ήπλωσας ημών τας καρδίας, δέσποτα, το σον πλατύνας εν παραινέσει στόμα. Ώξυναν οι λόγοι σου τα ξίφη ημών, και έμψυχα ταύτα ειργάσαντο. Αναπτέρωσας ημάς δια των λόγων. Ερυθριώμεν εν ταις μάχαις προάγοντα ημών σε ορώντες και επόμεθα εν πάσι τοις σοις κελεύμασι».

Η διαδρομή που ακολούθησε είναι η εξής: Από τα Σάταλα, όπου διαχείμαζε ο στρατός, κατευθύνθηκε στη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ), την οποία ανακατέλαβε, πέρασε τον Άραξη, σύνορο μεταξύ Βυζαντινής και Περσικής Αρμενίας, κατέλαβε το Τίβιο ή Δούβιο (Dvin) πρωτεύουσα της Περσαρμενίας και το Ναζκαβάν. Στο Ναζκαβάν πρέπει να βρίσκονταν στις 15-25 Ιουνίου 624. Εκεί έφθασε η πληροφορία, ότι ο Χοσρόης βρισκόταν στα Γάνζακα με λίγο στρατό, περίπου 40,000 άνδρες κι αυτοί στρατολογημένοι βιαστικά. Είναι αλήθεια ότι οι Πέρσες καταλήφθηκαν εξ’ απήνης, διότι υπολόγιζαν, ότι η δήλωση της Μικράς Ασίας θ’ ανάγκαζε τους Βυζαντινούς να επιστρέψουν. Κάτι τέτοιο δεν έγινε, αντίθετα η προέλαση ήταν ταχύτατη και ήταν ο Σαρβαραζάς που αναγκάστηκε να επιστρέψει εσπευσμένα. Κατευθυνόμενος ο Ηράκλειος στα Γάνζακα, συνέτριψε τις Περσικές προφυλακές και σκοτώνοντας τον επικεφαλής στρατηγό, ανάγκασε τον Χοσρόη να δραπετεύσει προς Δασταγέρδη. Κατέλαβε τα Γάνζακα και πυρπόλησε τον φημισμένο ναό του Πυρός. Καταδιώκοντας τον Πέρση βασιλιά κατέστρεψε την Θηβαρμαΐδα και την γύρω περιοχή, καθώς και πολλές πόλεις και αγροτικές περιοχές της Ατραπατηνής Μηδίας, όσες, βέβαια, δεν πρόλαβε να καταστρέψει ο ίδιος ο Χοσρόης, που προσπάθησε να εφαρμόσει τακτική καμένης γης. Τελικά ο Πέρσης σάχης κατάφερε να ξεφύγει στην Μεσοποταμία, όπου βρισκόταν ο στρατός του Σαήν και αναμενόταν η άφιξη του Σαρβαραζά. Οι αξιωματικοί του Ηράκλειου επέμεναν να συνεχίσουν την καταδίωξη. Αυτός, όμως, αποφάσισε να αποσυρθεί στην Αλανία (Αλβανία) του Καυκάσου. Η κίνησή του αυτή έχει τα υπέρ της όπως και τα κατά, το σίγουρο είναι ότι ο Ηράκλειος δεν ήθελε να ριψοκινδυνεύσει μια, αμφιβόλου αποτελέσματος, καταδίωξη, έστω κι αν έτσι παρέτεινε το τέλος του πολέμου. Ας μην ξεχνάμε, ότι η απώλεια του στρατεύματος στην περιοχή αυτή, θα σήμαινε και το τέλος της αυτοκρατορίας. Δεν χειρίζονταν μόνο ένα στράτευμα, αλλά και το ιερόν της Εκκλησίας χρήμα και τις ιερότερες ελπίδες των Ρωμαίων. Αυτά δεν ήθελε να τα αναλώσει παρορμητικά και επιπόλαια στην καλοκαιρινή ζέστη της Μεσοποταμίας. Φαίνεται, ότι ήταν από τα στρατηγικά εκείνα μυαλά, που εξασφάλιζαν την νίκη πριν τη διεξαγωγή της μάχης και προς την κατεύθυνση αυτή είχε πολλή δουλειά ακόμα να κάνει. Αποτραβήχθηκε λοιπόν, στην Αλβανία του Καυκάσου, όπου απελευθέρωσε 50,000 αιχμαλώτους. Ταυτόχρονα, επεδίωξε να συνάψει συμμαχίες με τοπικούς ηγεμόνες και να ενισχύσει το στράτευμα με νέες στρατολογίες. Πράγματι πολλοί άρχοντες της Λαζικής και της Αβασγίας προσήλθαν στην υπηρεσία του. Όσοι αρνήθηκαν, καθοδηγούμενοι από τον Χοσρόη, εγκατέλειψαν τις πόλεις τους και κατέφυγαν στα όρη.

Πέρσες πολεμιστές

Ο Χοσρόης, από την πλευρά του, ετοίμασε τρεις στρατιές, υπό τους στρατηγούς Σαρβαραζά, Σαήν και Σαραβλαγγά. Η στρατιά του Σαραβλαγγά εστάλη πρώτη να ανακτήσει τις χαμένες πόλεις τις Περσικής Αρμενίας και να κλείσει τα στενά περάσματα εμποδίζοντας τον Ηράκλειο να επαναλάβει την εισβολή. Η Σαρβαραζάς στάλθηκε δυτικά να κόψει τους δρόμους υποχώρησης του Ηρακλείου μέσω Ιβηρίας. Ο Σαήν με 30.000 άνδρες στάλθηκε εκ των υστέρων να συνδράμει τον Σαραβλαγγά στην προσπάθειά του. Όταν ο Ηράκλειος αντιλήφθηκε τον κίνδυνο να εγκλωβιστεί στην Αλβανία και προσπάθησε με ελιγμούς να υπερφαλαγγίσει τον Σαραβλαγγά, η τακτική του δυσαρέστησε τους τοπικούς συμμάχους του, οπότε τον εγκατέλειψαν. Τότε αποφάσισε ν’ αντιμετωπίσει κάθε στρατηγό ξεχωριστά πριν προλάβουν να ενωθούν εναίον του. Πρώτα ζήτησε ν’ αντιμετωπίσει τον Σαραβλαγγά που απέφευγε να δώσει μάχη. Έστειλε δύο, δήθεν, λιποτάκτες στους Πέρσες, οι οποίοι τους πληροφόρησαν ψευδώς, ότι ο Σαήν πλησίαζε και οι Βυζαντινοί τρέπονταν σε φυγή. Ο Σαραβλαγγάς μη θέλοντας να μοιραστεί την δόξα με τον Σαήν, έπεσε στην παγίδα κι επιτέθηκε, με αποτέλεσμα να νικηθεί. Πολλοί Πέρσες σκοτώθηκαν. Αμέσως μετά επιτέθηκε στον Σαήν, που είχε μόλις στρατοπεδεύσει, διέλυσε τον στρατό του και τραυμάτισε τον ίδιο. Τα υπολείμματα των δύο στρατιωτικών σχηματισμών ενώθηκαν με το σώμα του Σαρβαραζά, ο οποίος επιχείρησε να καταδιώξει τον Ηράκλειο. Ο αυτοκράτορας διέσχισε τον Άραξη και κατευθύνθηκε ΝΑ, ενώ στην συνέχεια στράφηκε προς την λίμνη Βαν. Εκεί σκόπευε να παραχειμάσει. Ταυτόχρονα ο Σαρβαραζάς τον πρόφθασε και στρατοπέδευσε στο Αρζές, σε μια προσπάθεια να τον αιφνιδιάσει. Ο Ηράκλειος, βέβαια, διέθετε καλύτερη πληροφόρηση και ήταν ήδη ενήμερος για τις κινήσεις του εχθρού. Πραγματοποίησε νυκτερινή επίθεση κατά του Περσικού στρατοπέδου και το διέλυσε. Ο ίδιος ο Σαρβαραζάς δραπέτευσε νύκτα, γυμνός και ανυπόδητος, εγκαταλείποντας γυναίκες, όπλα, τα πάντα. Η ταπεινωτική αυτή ήττα συνέβη πιθανόν το χειμώνα του 625-6 μ.Χ.

Την 1η Μαρτίου του 626 ο Ηράκλειος ξεκίνησε προς ΝΔ. Οι κατάσκοποί του τον πληροφόρησαν, ότι ο σάχης είχε καλέσει γενική επιστράτευση και είχε ανασυγκροτήσει την στρατιά του Σαρβαραζά, την οποία έστελνε να προσπελάσει ως το Βόσπορο και να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη, την ώρα που θα τον απασχολούσε μια δεύτερη υπό τον Σαήν. Επίσης πληροφορήθηκε την σύναψη κοινής Αβαρο-Περσικής συμφωνίας με στόχο την Πόλη. Έπρεπέ να σταματήσει την επικίνδυνη Περσική στρατιά, η οποία στόχευε την Κωνσταντινούπολη χωρίς να ξέρει ποια από τις δύο ήταν. Διέσχισε τον Αρμενικό Ταύρο, τον παραπόταμο του Τίγρη Υanarsu(2) έφτασε στη Μαρτυρόπολη, την οποία κατέλαβε, όπως και στη συνέχεια την Άμιδα. Από κει κατευθύνθηκε δυτικά στον Ευφράτη, τον οποίο και διέβη, παρά την προσπάθεια του Σαρβαραζά να τον εμποδίσει, έφθασε στα Σαμόσατα και από κει Γερμανικία και στον ποταμό Σάρο.

Ο Σαρβαραζάς δεν ήθελε να αναλώσει χρόνο και δυνάμεις με τους Βυζαντινούς, γι’ αυτό προσπάθησε να τους προσπεράσει και να καταλάβει την γέφυρα του Σάρου. Όταν έφθασε, όμως βρήκε τα αυτοκρατορικά στρατεύματα στη δυτική όχθη και στα προπύργια της γέφυρας. Για λίγες ημέρες οι δύο στρατοί απέφευγαν να συγκρουσθούν. Τελικά οι Πέρσες προσποιήθηκαν υποχώρηση, παρασύροντας τους Βυζαντινούς, οι οποίοι έσπευσαν να τους καταδιώξουν. Ξαφνικά οι Πέρσες ανέστρεψαν και επιτέθηκαν με ορμή στους διώκτες τους. Η ήττα των βυζαντινών όπλων ήταν σίγουρη. Η κατάσταση σώθηκε χάριν στην επέμβαση του Ηρακλείου, που ενίσχυσε την φρουρά της γέφυρας και απεγκλώβισε όσους είχαν παγιδευτεί στην απέναντι όχθη. Ο Σαρβαραζάς, αν και σκότωσε πολλούς, δεν κατάφερε να καταλάβει την γέφυρα. Αναγκαστικά στράφηκε νοτιότερα διανύοντας μεγαλύτερη απόσταση για να φθάσει στη Χαλκηδόνα. Ο Ηράκλειος με την σειρά του έφθασε στην Σεβάστεια μεταξύ 25-30 Απριλίου του 626(3).

Πολιορκία Κωνσταντινουπόλεως

Ποιο ακριβώς διάστημα έλαβαν χώρα οι συνομιλίες Αβάρων και Περσών για την κοινή επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης, δεν γνωρίζουμε. Ο Χοσρόης πιεζόμενος στα δικά του εδάφη από τον Ηρράκλειο, δοκίμασε αυτήν την κίνηση αντιπερισπασμού. Οι Άβαροι αν και είχαν συνθήκη ειρήνης με τους Βυζαντινούς, είχαν δώσει και άλλες φορές δείγματα απιστίας και απληστίας. Ήδη από την περίοδο προετοιμασίας στάλθηκε ο Αθανάσιος με ειρηνευτικές προτάσεις, οι οποίες έπεσαν στο κενό. Οι Βυζαντινοί προέβησαν σε επιδιορθώσεις των οχυρώσεων, ενίσχυση του στόλου, κατασκευή πολεμικών μηχανών, προμήθεια των απαραίτητων για τον επισιτισμό της πόλης. Η άμυνα στηρίζονταν κυρίως στις οχυρώσεις, οι οποίες περιελάμβαναν τα τείχη του Μ. Κωνσταντίνου, με μήκος 6 χλμ., και τα Θεοδοσιανά τείχη, τα οποία συμπλήρωναν τα πρώτα και διπλασίαζαν την οχυρωμένη περίμετρο της πόλης. Παρέμειναν απόρθητα μέχρι το 1453 μ.Χ. Κύριο ρόλο στην άμυνα της πόλης θα έπαιζε και ο στόλος, κατά πολύ ισχυρότερος από τα Σλαβικά μονόξυλα. Τα τείχη επάνδρωναν 12.000 άνδρες της φρουράς της πόλης.

Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 626 που απεικονίζεται στις τοιχογραφίες της Μονής Μολντοβίτα, Ρουμανία
Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 626 όπως απεικονίζεται στις τοιχογραφίες της Μονής Μολντοβίτα, Ρουμανία

Στις 29 Ιουνίου του 626 έφθασε στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης η εμπροσθοφυλακή των Αβάρων και στρατοπέδευσε στην Μελαντιάδα, την θάλασσα του Μαρμαρά. Μάζεψαν την συγκομιδή των προαστιακών αγροκτημάτων, πυρπόλησαν ναούς και οικοδομήματα, κατέστρεψαν το υδραγωγείο του Ουάλεντα, δολοφόνησαν κόσμο και συνέλαβαν αιχμαλώτους. Για πρώτη φορά ήρθαν σε επαφή με τους Πέρσες συμμάχους τους στις 8 Ιουλίου με φωτιές που άναψαν στις Συκιές (Γαλατά). Στις 29 Ιουλίου αφίχθη ο κύριος όγκος του Αβαροσλαβικού στρατού, αποτελούμενος κατά τον Γεώργιο Πισίδη από 80.000 άνδρες. Την επομένη οι Αβάροι έστησαν τις πολιορκητικές τους μηχανές (χελώνες, πύργους). Η επίθεση ξεκίνησε στις 31 Ιουλίου και διήρκεσε μέχρι την ενδεκάτη ώρα (βυζαντινή χρονομέτρηση) δηλ. 5 μ.μ. Την πρώτη Αυγούστου επιχείρησαν να διαρρήξουν με 12 πύργους, το τμήμα των τειχών μεταξύ της πύλης Πολυανδρίου και της πύλης του Ρωμανού, αλλά ηττήθηκαν. Σε όλη τη διάρκεια της μάχης ο Πατριάρχης Σέργιος περιέφερε στα τείχη την αχειροποίητη θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου, εμψυχώνοντας τους υπερασπιστές.

Στις 2 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε συνάντηση στο στρατόπεδο των Αβάρων. Από Βυζαντινής πλευράς συμμετείχαν πέντε επιφανείς άνδρες, ο πατρίκιος Γεώργιος, ο πατρίκιος Αθανάσιος, ο πατρίκιος και λογοθέτης του γενικού Θεοδόσιος(4), ο σύγγελος Θεόδωρος, και ο κομμερκιάριος Θεόδωρος. Τους Πέρσες εκπροσωπούσαν τρεις απεσταλμένοι. Ο Χαγάνος απαίτησε την παράδοση της πόλης πριν την άφιξη των Περσών, οι οποίοι απειλούσαν, ενώ ταυτόχρονα χλεύαζαν τους Βυζαντινούς και τον αυτοκράτορα. Ο πατρίκιος Γεώργιος, σε μια κίνηση εντυπωσιασμού, κατηγόρησε τους Πέρσες, ότι απέκρυπταν το γεγονός, πως ο Βυζαντινός στρατός πλησίαζε για να λύσει την πολιορκία. Τόνισε, ότι δεν σκόπευαν να παραδοθούν. Το ίδιο βράδυ, όταν οι Πέρσες απεσταλμένοι επέστρεφαν, συνελήφθησαν και θανατώθηκαν με την κατηγορία της προσβολής στο πρόσωπο του αυτοκράτορα.

Την Κυριακή, 3 Αυγούστου, ο Χαγάνος καθέλκυσε τα μονόξυλα στις Χαλές του Βοσπόρου, με αποστολή να μεταβούν στην απέναντι ακτή και να διαπεραιώσουν τους Πέρσες. Ο Βυζαντινός στόλος που έσπευσε δεν κατάφερε να παρεμποδίσει τον διάπλου τους, εξαιτίας αντίθετου ανέμου. Τα σλαβικά πλεούμενα πέρασαν απέναντι. Την ίδια ημέρα, ένας από τους ηγεμόνες των Αβάρων, ο Ερμιτζής, πλησίασε στα τείχη της Πόλης και κατηγόρησε τους Βυζαντινούς για την δολοφονία των Περσών απεσταλμένων. Η απάντηση των Βυζαντινών ήταν ν’ αποστείλουν δώρα στον Χαγάνο, κρασί και τρόφιμα.

Την Τετάρτη 6 Αυγούστου μικρές Αβαρικές επιθέσεις προανήγγειλαν την μεγάλη επίθεση της επομένης. Την Πέμπτη 7 Αυγούστου, ο στρατός των επιδρομέων συγκεντρώθηκε γύρω από τον ναό της Παναγίας, έξω από τα τείχη, στην περιοχή των Βλαχερνών, δίπλα στο χρυσό κέρας. Την ίδια ώρα ο πατριάρχης Σέργιος εμφανίστηκε στα τείχη της Πόλεως, κρατώντας την αχειροποίητη εικόνα της Παναγίας. Σε λίγο η επίθεση ξεκίνησε σφοδρή, αλλά χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα. Η αντίσταση των οχυρώσεων και των υπερασπιστών παρέμεινε άκαμπτη. Η τελευταία ελπίδα του Χαγάνου ήταν ο αντιπερισπασμός, που θα προκαλούσαν οι Πέρσες καθώς θα έφθαναν από την Ασιατική ακτή. Αναφέρεται και μια δεύτερη ναυτική επιχείρηση, διενεργουμένη από τον Σλαβικό στολίσκο, στο χρυσό κέρας, σημείο στο οποίο οι παράκτιες οχυρώσεις δεν είναι ισχυρές, ξέχωρη από την επιχείρηση μεταφοράς των Περσών στρατιωτών. Αυτήν ανέλαβαν ν’ αντιμετωπίσουν τα Βυζαντινά δίκοπα και τρίκοπα. Για τον τρόπο διεξαγωγής της ναυμαχίας, η περιγραφή των Πισίδη και Σύγγελου, αναφέρει αρχικά ήττα των Βυζαντινών, κατόπιν ανάκαμψη και τελική νίκη. Μια δεύτερη περιγραφή από τον Νικηφόρο αναφέρει ένα τέχνασμα του Βώνου, που προκάλεσε άκαιρη επίθεση του Σλαβικού στολίσκου. Αναφέρει, λοιπόν, ότι ο Βώνος, έχοντας πληροφορηθεί το μυστικό σινιάλο των Αβάρων, άναψε φωτιές στο «Πτερόν» ξημερώματα, ξεγελώντας τους Σλάβους, οι οποίοι οδήγησαν τα μονόξυλά τους στην θανατηφόρα αγκαλιά του Βυζαντινού στόλου(5). Η καταστροφή του σλαβικού στόλου ολοκληρώθηκε με την επίθεση στα πλοιάρια, τα οποία μετέφεραν τους Πέρσες από την απέναντι πλευρά του Βοσπόρου. Καταβυθίσθηκαν όλα παρασύροντας στο θάνατο 4.000 στρατιώτες. Όσοι κατάφεραν να γλιτώσουν, φθάνοντας στην ακτή συνάντησαν τα ξίφη των Βυζαντινών, όσοι δε βγήκαν στην πλευρά που κατείχαν οι Άβαροι, αντιμετώπισαν την οργισμένη τιμωρία του Χαγάνου.

Απεικόνιση της πολιορκίας από το Χρονικό του Κωνσταντίνου Μανασσή
Απεικόνιση της πολιορκίας από το Χρονικό του Κωνσταντίνου Μανασσή

Μετά την αποτυχημένη επίθεση και την καταστροφική ναυμαχία ο Χαγάνος επέστρεψε στο στρατόπεδό του και άρχισε τη λύση της πολιορκίας στις 8 Αυγούστου. Απογοητευμένοι οι εισβολείς έκαψαν τον εξοπλισμό τους, αλλά και ναούς των περιχώρων, τον Ναό των Αγίων Αναργύρων, Κοσμά και Δαμιανού. Στην πρεσβεία των Βυζαντινών δήλωσε ότι το επισιτιστικό πρόβλημα ήταν η αιτία της αποχώρησης και απείλησε, ότι θα επιστρέψει, όμως ήδη οι Βυζαντινοί γνώριζαν, ότι πλησίαζε ο αδελφός του Ηρακλείου, Θεόδωρος, με στρατό για να άρει την πολιορκία. Την επόμενη ημέρα, μόνο τα κατάλοιπα της παρουσίας των βαρβάρων είχαν απομείνει να θυμίζουν στους κατοίκους τον κίνδυνο, τον οποίο διέτρεξαν το καλοκαίρι του 626 μ.Χ. Τα στίφη τους σαν καλοκαιρινή μπόρα, ήρθαν γρήγορα, έφυγαν γρηγορότερα, σάρωσαν τα προάστια της Κωνσταντινούπολης, την ίδια, όμως δεν μπόρεσαν να λυγίσουν. Εξ αφορμής αυτού του γεγονότος συντάχθηκε η ακολουθία του «Ακαθίστου Ύμνου», μια από τις ωραιότερες της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, το δε κοντάκιο της ακολουθίας «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ» θεωρείται ως ειδολογική τελειότητα και ποιητική αποκορύφωση του είδους. Εντυπωσιάζει η καθαρότητα της γλώσσας, σε μια εποχή, κατά την οποία οι λόγιοι, στοχεύοντας ν’ αναστήσουν την αρχαία αττική διάλεκτο, χρησιμοποιούσαν επίπλαστους αρχαϊσμούς, προσωπικής απόχρωσης τις περισσότερες φορές. Ο χρόνος συγγραφής του παραμένει άγνωστος, αποδίδεται στον Ρωμανό τον Μελωδό (491-518)(6), αλλά και στον πατριάρχη Σέργιο ή τον Γεώργιο Πισίδη, οι οποίοι ήταν σύγχρονοι των γεγονότων. Σύμφωνα με την γνωστότερη εκδοχή, εψάλη για πρώτη φορά στον Ναό της Θεοτόκου στις Βλαχερνές, και ονομάσθηκε Ακάθιστος Ύμνος διότι «ορθοστάδης» όλος ο λαός έψαλλε κατά την νύκτα στην αγρυπνία. Έκτοτε η ακολουθία του Ακαθίστου ψάλλεται τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ειδικά την Παρασκευή της Πέμπτης Εβδομάδος των Νηστειών ψάλλεται ολόκληρη, ως ένδειξη και έκφραση ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας στην Προστάτιδα των Χριστιανών και Μητέρα του Θεού, τότε – τώρα και πάντα. Πέρα, όμως, από τον σημαντικό ρόλο της ακολουθίας αυτής στην λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, υπάρχει και μια άλλη διάσταση, την οποία δεν μπορούμε ν’ αντιπαρέλθουμε, χωρίς μια ελάχιστη αναφορά. Οι Χαιρετισμοί της Παναγίας είναι πρωταρχική μορφή επικοινωνίας των Χριστιανών με την Θεοτόκο. Διαβάζονται καθημερινά από τους πιστούς, είτε σαν κεντρικό τμήμα στην Ακολουθία του Μικρού Απόδειπνου, είτε σαν κανόνας, είτε σαν προσωπική μορφή λατρευτικής επικοινωνίας, μέσω της οποίας ο αγωνιζόμενος άνθρωπος εκφράζει την ευχαριστία του, την δοξολογία του, την αγάπη του προς την κοινή Μητέρα και Προστάτη των Χριστιανών. Και όσα έπραξε τότε για την σωτηρία της Πόλης της, τα πράττει και τώρα, σε μεγαλύτερη ή μικρότερη κλίμακα, για την σωτηρία του καθενός μας.

«Ο Ακάθιστος Ύμνος», ρωσική εικόνα του 14ου αιώνα. Στο κέντρο εικονίζεται η Παναγία, ενώ καθεμιά από τις μικρές περιφερειακές εικόνες αφορά τη διήγηση ενός από τους 24 «οίκους» του Ακάθιστου Ύμνου
«Ο Ακάθιστος Ύμνος», Ρωσική εικόνα του 14ου αιώνα. Στο κέντρο εικονίζεται η Παναγία, ενώ καθεμιά από τις μικρές περιφερειακές εικόνες αφορά τη διήγηση ενός από τους 24 «οίκους» του Ακάθιστου Ύμνου_wikipedia

Συνέπεια της αποτυχημένης κοινής πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης, εκ των Αβάρων και των Περσών, ήταν ν’ ανυψωθεί το φρόνημα και το ηθικό των κατοίκων της. Κοινή πίστη όλων ήταν, ότι η πρόνοια του Θεού δεν τους εγκατέλειψε, αλλά τους βοηθούσε. Οι κρίσεις θα ξεπερνιόταν. Με νέα δυναμική, αυτοκράτορας, Εκκλησία, λαός, εργάστηκαν προς αυτήν την κατεύθυνση. Οι Άβαροι αποσύρθηκαν από το προσκήνιο της ιστορίας. Η συμμαχία με τους Σλάβους διαλύθηκε και οι δεύτεροι θα έπαιζαν τον δικό τους, ξεχωριστό ρόλο στην ιστορία της χερσονήσου του Αίμου. Τα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας διασφαλίστηκαν με την επιμέλεια του στρατηγού Θεόδωρου, αδελφού του Ηρακλείου. Τμήμα στρατού εγκαταστάθηκε στην αρχαία Σιγγιδόνα (σημ. Βελιγράδι). Οι Πέρσες επωφελούμενοι της ενασχόλησης του Θεοδώρου με την αποκατάσταση των Βαλκανικών επαρχιών, αποτραβήχτηκαν κατισχυμένοι στις βάσεις τους. Η αδυναμία των οχυρώσεων της Κωνσταντινούπολης στο τμήμα των Βλαχερνών, εξαλείφθηκε, με την ανέγερση τείχους («μονότειχον») ισχυρού με 20 πύργους, που συμπεριέλαβε και την εκκλησία. Η απόφαση του Ηρακλείου, να παραμείνει στο Περσικό μέτωπο και να επικοινωνεί από εκεί με την πρωτεύουσα, αποδείχθηκε σωστή. Ο πόλεμος, όμως, δεν είχε τελειώσει. Απέμεναν 3 χρόνια ακόμα.

Επιχειρήσεις στον Καύκασο

Για τον Ηράκλειο ο πόλεμος δεν περιορίζονταν μόνο στις πολεμικές αναμετρήσεις. Ξεκινούσε με τη σύλληψη των επιχειρησιακών σχεδίων, τις επιλογές και τους τρόπους επίτευξής τους, και ολοκληρώνονταν στο πεδίο της μάχης. Ήταν ένας στρατηγός αυτοκράτορας, που παρόμοιό του δεν είχαν αντιμετωπίσει οι Πέρσες.

Για την επόμενη κίνησή του διάλεξε την περιοχή του Καυκάσου. Επιχειρήσεις στην Ανατόλια αποκλείστηκαν για πολλούς λόγους. Εκεί βρισκόταν ήδη ισχυρές εχθρικές δυνάμεις υπό την στρατηγία του Σαρβαραζά, η περιοχή ήταν καθημαγμένη και οι ελάχιστες στρατολογικές της δυνατότητες ήταν ύποπτες λόγω της μονοφυσιτικής απόχρωσής τους. Επέλεξε την περιοχή του Καυκάσου, διότι και στρατολογικά ήταν πλουσιότερη, και ευκαιρίες παρείχε για την σύναψη συμμαχιών με αντιπάλους των Περσών, που εγκαταβίωναν σε γειτονικές κομβικές περιοχές. Από κει θα είχε κάποια άλλα πλεονεκτήματα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, για να περάσει στην 4η φάση των επιχειρήσεων, την εισβολή στα περσικά εδάφη.

Το φθινόπωρο του 626 μ.Χ. μετακινήθηκε από την Σεβάστεια στην Τραπεζούντα. Στο λιμάνι της επιβίβασε τα στρατεύματά του για την Λαζική. Ο ίδιος ξεκίνησε το 627 με τους υπόλοιπους στρατιώτες. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού του, ελλιμενιζόμενος στη Φάσιν της Λαζικής, γνώρισε τον επίσκοπο Φάσιδος, Κύρο. Οι δυο τους θα συνεργαζόταν στενά στο μέλλον. Στον Καύκασο ο Ηράκλειος επιδίωξε και σύνηψε σχέσεις με τοπικές φυλές, μια εκ των οποίων ήταν και οι Χαζάροι. Με την προτροπή του εισέβαλαν στην Περσία και δήλωσαν την περιοχή του Παρτάβ, την Αλβανία και σε συνεργασία με τον Βυζαντινό στρατό πολιόρκησαν και κατέλαβαν την Τιφλίδα. Στην συνέχεια, έχοντας ενισχύσει τον στρατό του με Καυκάσιους και Λαζούς, κινήθηκε στην Αρμενία, πέρασε τον Άραξη και ενώθηκε με τις δυνάμεις του αδελφού του Θεοδώρου. Από εδώ θα επιχειρούνταν η εισβολή στην Περσία.

Παράλληλα με τις διπλωματικές κινήσεις για την σύναψη σχέσεων με τους Τούρκους, ο Ηράκλειος εργάσθηκε προς την κατεύθυνση της συμμαχίας με τον Σαρβαραζά. Ο στρατηγός, μετά την αποτυχία του στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, έπεσε σε δυσμένεια και αντικαταστάθηκε από τον Ραζάτη. Δεν έπαυε, όμως, να διοικεί σημαντικές δυνάμεις, τις οποίες κρατούσε στρατοπεδευμένες στη βόρεια Συρία, πιθανόν στην Κιλικία. Δυσαρεστημένος ο Χοσρόης έστειλε μια επιστολή προς έναν αξιωματικό του, τον Καρδαρίγα, διατάσσοντας την εκτέλεση του Σαρβαραζά. Ο αγγελιοφόρος της επιστολής συνελήφθη στη Γαλατία, από άνδρες του γιου του Ηράκλειου Κωνσταντίνου, ο οποίος και ενημέρωσε τον πατέρα του. Αυτός με την σειρά του ενημέρωσε τον Σαρβαραζά, για το περιεχόμενο της επιστολής και μέσω διπλωματικών επαφών, εκμεταλλευόμενος το θυμό του Πέρση στρατηγού, ίσως και κάποιες κρυφές φιλοδοξίες του, πέτυχε την ουδετερότητά του για το επόμενο χρονικό διάστημα. Αυτή η συμφωνία ήταν σημαντικότατη. Ο Σαρβαραζάς έλεγχε αξιόλογες δυνάμεις και κρατούσε θέση με στρατηγική σημασία, που θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα στην εισβολή των Βυζαντινών στην Περσία, διακόπτοντας τις γραμμές επιμελητείας, ή διενεργώντας νέα πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Η παθητική στάση του ήταν απαραίτητη.

Ο Ηράκλειος δεν αποφάσισε την εισβολή κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, γνωρίζοντας ότι η ζέστη θα έκανε τις συνθήκες αφόρητες για το στρατό (ειδικά τα βαριά οπλισμένα τμήματα π.χ. κατάφρακτοι) και τους συμμάχους του. Παράλληλα, περίμενε να ολοκληρωθούν οι επαφές του Σαρβαραζά, ο οποίος έπρεπε αρχικά να ελέγξει τη γνησιότητα της επιστολής και των πληροφοριών, και στη συνέχεια να συνεννοηθεί με αξιωματικούς και στρατιώτες. Συν τοις άλλοις, ανέμενε την επιστροφή των συμμάχων του, στους οποίους έδωσε άδεια να γυρίσουν στις περιοχές τους και να επανέλθουν το χειμώνα. Η εισβολή, λοιπόν, πραγματοποιήθηκε το χειμώνα του 627 μ.Χ.

Εισβολή στη Μεσοποταμία

Ηράκλειος – μάχη της Νινευί

Ο Ηράκλειος εισέβαλε στην αυτοκρατορία των Σασσανιδών τον χειμώνα του 627 μ.Χ. από τα δυτικά της λίμνης Ούρμια. Έχει καταγραφεί η έκπληξη του Χοσρόη στο άκουσμα της είδησης. Η αντιμετώπιση των Βυζαντινών ανατέθηκε στον Ραζάτη. Αυτός προσπάθησε ανεπιτυχώς να εμποδίσει την εισβολή, υποθέτοντας ότι αυτή θα γινόταν από την πλευρά της Ανατολίας. Αντίθετα, ο αυτοκράτορας διέσχισε την Ατροπατηνή Μηδεία, το όρος Ζάγρος, κατόπιν τον Μεγάλο Ζάβα, και στρατοπέδευσε κοντά στην αρχαία Νινευί (4-5 Δεκεμβρίου). Εκεί, σε μια αψιμαχία, αιχμαλωτίστηκαν Πέρσες στρατιώτες, οι οποίοι αποκάλυψαν την αναμονή ενισχύσεων 3,000 στρατιωτών. Αυτό οδήγησε στην επίσπευση της αναμέτρησης. Ο Ηράκλειος, για άλλη μια φορά, χρησιμοποίησε το τέχνασμα της αποχώρησης με επιτυχία. Ξεγέλασε τους Πέρσες και τους οδήγησε σε μια στενή πεδιάδα, που του έδινε την δυνατότητα να αναπτύξει τις δυνάμεις του στον επιθυμητό σχηματισμό. Η μάχη της Νινευί ξεκίνησε το πρωί του Σαββάτου 12 Δεκεμβρίου. Αναφέρεται ότι η πρωινή ομίχλη κάλυψε τις κινήσεις των Βυζαντινών. Η ακρίβεια των ελιγμών, αποτέλεσμα της διαρκούς εκπαίδευσης του στρατεύματος υπό το άγρυπνο μάτι του αυτοκράτορα, έφερε τους Πέρσες στο κατάλληλο σημείο. Την στιγμή που νόμιζαν ότι τον καταδιώκουν (τον αυτοκρατορικό στρατό), τον είδαν να ξεπροβάλλει μέσα από την ομίχλη και να πέφτει πάνω τους.

Ακολουθώντας κάποια αρχαία πρότυπα, ο Ραζάτης κάλεσε τον Ηράκλειο σε μονομαχία, έχασε όμως, γρήγορα το κεφάλι του, με ένα χτύπημα της δεξιάς του. Δύο ακόμα Πέρσες βαθμοφόροι ακολούθησαν την ίδια διαδικασία και είχαν την ίδια κατάληξη. Ο Ηράκλειος συνέχισε να μάχεται όλη την ημέρα τραυματισμένος. Το τέλος της μάχης ανέδειξε του Βυζαντινούς, νικητές, με τους Πέρσες να θρηνούν όλους τους αξιωματικούς τους νεκρούς, πλήθος μαχητών καθώς και 4,000 αιχμαλώτων. Ο Ηράκλειος δεν καταδίωξε τα υπολείμματα του αντίπαλου στρατού, αλλά κατευθύνθηκε στην Κτησιφώντα, καρδιά της Σασσανιδικής κυριαρχίας. Η νίκη στην Νινευί δεν ήταν ολοκληρωτική. Ήταν, όμως απαραίτητο μέρος των σχεδιών του Ηράκλειου, ο οποίος δεν ήθελε να προκαλέσει παρέμβαση του Σαρβαραζά. Είχε καταφέρει μέχρι στιγμής να μπερδέψει τους Πέρσες για τις πραγματικές προθέσεις του, που δεν ήταν άλλες παρά η πρόκληση πολιτικής αστάθειας και η ανατροπή του Χοσρόη. Η δυνάμεις του δεν μπορούσαν να μετατραπούν σε κατοχικό στρατό, γι’ αυτό και δεν άφηνε φρουρές στις πόλεις που κατακτούσε, αλλά λεηλατούσε και έφευγε. Αυτή η εικόνα του τιμωρού στρατηλάτη έφθανε στους υπηκόους του και τους ενθουσίαζε, ταυτόχρονα υπέσκαπτε τα στηρίγματα της Σασσανιδικής εξουσίας, προκαλώντας δυσαρέσκεια κατά του σάχη. Το γόητρό του είχε καταποντιστεί και δεν υπήρχε περσική δύναμη ικανή να σταματήσει την πορεία του Ηρακλείου προς την Κτησιφώντα. Ο Χοσρόης από την πλευρά του, αποφάσισε να παραμείνει στη Δασταγέρδη, κηρύσσοντας γενική επιστράτευση. Ούτε η πόλη, βέβαια, ούτε ο ποταμός Τορμά ήταν τοποθεσίες ενδεδειγμένες για άμυνα. Στις 21 Δεκεμβρίου, ο τουρμάρχης Γεώργιος διέσχισε τον Μέγα Ζάβα και κατέλαβε τις γέφυρες του Μικρού Ζάβα, απ’ όπου διάβηκε ο αυτοκράτορας στις 23 του μηνός, με προορισμό του Κιρκούκ. Εκεί διέμεινε στην οικία του Ιεσδέμ(7). Αυτός ήταν Χριστιανός (νεστοριανός) και κατείχε οικονομικό αξίωμα στην Σασσανιδική αυλή. Γιόρτασε τα Χριστούγεννα και στο διάστημα της εκεί παραμονής του, συνέλεξε πληροφορίες από τις αραβικές περιπόλους, αλλά και από τους αυτόχθονες Χριστιανούς.

Ο Χοσρόης, ταυτόχρονα με την εισβολή του βυζαντινού στρατού, ξεσήκωσε διωγμό εναντίον των Χριστιανών της αυτοκρατορίας του. Την εποχή αυτή αναφέρεται και το μαρτύριο του Αγίου Αναστασίου του Πέρση, ο οποίος απεβίωσε στις 22 Ιανουαρίου του 628 μ.Χ. Οι γιοι του Ιεσδέμ δωροδόκησαν τους δημίους και έλαβαν το σκήνωμα του Αγίου, το οποίο ενταφίασαν στην Ι. Μ. Αγίου Σεργίου, όπως μας αναφέρει ο βιογράφος του Συμεών ο Μεταφράστης.

Χάραξη σε χαλκό απεικονίζουσα τα Χερουβείμ και τον αυτοκράτορα Ηράκλειο να δέχονται την υποταγή του Χοσρόη Β'_μουσείο Λούβρου_wikipedia
Χάραξη σε χαλκό απεικονίζουσα τα Χερουβείμ και τον αυτοκράτορα Ηράκλειο να δέχονται την υποταγή του Χοσρόη Β’_μουσείο Λούβρου_wikipedia

Η ακριβής ημερομηνία, κατά την οποία διέφυγε ο Χοσρόης από την Δασταγέρδη προς Κτησιφώντα, δεν είναι σίγουρη. Υπάρχουν διάφορες απόψεις. Εμείς αναφέρουμε ότι ο Ηράκλειος, στις 6 Ιανουαρίου, γιόρτασε τα Θεοφάνια στη Δασταγέρδη, της οποίας το παλάτι είχε λεηλατήσει, αποκομίζοντας πλούσια λεία. Το μαρτύριο του Αγίου Αναστασίου έλαβε χώρα στις 22 Ιανουαρίου, στο χωριό Bethsaloe. Στο μοναστήρι του Αγίου Σέργιου, όπου ετάφη, έφθασε ο Ηράκλειος μετά από 10 ημέρες, την 1η Φεβρουαρίου, σύμφωνα με τον Συμεών τον Μεταφραστή. Στο ενδιάμεσο διάστημα είχε απευθύνει ειρηνευτικές προτάσεις στον Χοσρόη, για προπαγανδιστικούς, κυρίως, λόγους. Προφανώς οι πληροφορίες του, τον ενημέρωσαν για τις πολιτικές ζυμώσεις, που λάμβαναν χώρα στο εσωτερικό της Περσίας, και ήθελε να τις επιταχύνει, με την άρνηση του Χοσρόη και την προκληθείσα δυσαρέσκεια των υπηκόων του.Η ανατροπή του Πέρση μονάρχη έγινε στις 23 Φεβρουαρίου του 628, από τον γιο του Σιρόη. Αυτός έταξε στον Γουσδανασπά, στρατηγό του Σαρβαραζά, αμνηστία, αύξηση των μισθών και ειρήνη με το Βυζάντιο και τους Τούρκους, για να λάβει την υποστήριξη του στρατού. Στην συνομωσία συμμετείχαν δυο γιοι του Σαρβαραζά, ένας γιος του Ιεσδέμ και άλλοι, οι οποίοι εξοπλίστηκαν από τον Ηράκλειο. Αυτοί τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν στις 29 Φεβρουαρίου(8). Την επομένη, μια αντιπροσωπεία, αποτελούμενη από τον χιλίαρχο Σαρδανασπά και 5 ακόμα αξιωματούχους, συναντήθηκε με τον στρατηγό του θέματος των Αρμενιακών Μεζέζιο. Αυτός τους οδήγησε στον Ηράκλειο, τον οποίο ενημέρωσαν για τα πεπραγμένα. Ο αυτοκράτορας συγχάρηκε το νέο βασιλέα Σιρόη ή Καβάδη Β’ και δέχθηκε τις προτάσεις ειρήνης που του απηύθυνε.

Νόμισμα του Καβάδη Β'_wikipedia
Νόμισμα του Καβάδη Β’_wikipedia

Οι όροι της ειρήνης δεν είναι γνωστοί. Από τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για την εφαρμογή της και τις οποίες θα παρακολουθήσουμε στην συνέχεια, φαίνεται ότι προβλέπονταν επιστροφή στο εδαφικό καθεστώς του 591 μ.Χ. (Μαυρίκιος-Χοσρόης Β’), επιστροφή αιχμαλώτων, επιστροφή θρησκευτικών κειμηλίων και απελευθέρωση των Χριστιανών που είχαν διωχθεί για την πίστη τους. Η συνθήκη, δυστυχώς, δεν εφαρμόσθηκε αυτόματα. Χρειάστηκαν νέες επιχειρησιακές προσπάθειες εκ μέρους των Βυζαντινών, διότι υπήρχαν ακόμη εστίες αντίστασης, καθώς και αμοιβαία καχυποψία, ως φυσικό επακόλουθο της μακροχρόνιας διένεξης. Τόσο οι Χριστιανοί αιχμάλωτοι, όσο και κειμήλια ήταν διασκορπισμένα στην αυτοκρατορία και έπρεπε να βρεθούν και να επιστραφούν. Πάντως, οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης είχαν κάθε δικαίωμα να χαρούν με το άκουσμα των ειδήσεων και να ετοιμάσουν θρίαμβο για την άφιξη του νικητή αυτοκράτορά τους. Από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες, δυο είχαν καταφέρει να φθάσουν μπροστά στην Κτησιφώντα. Ο πρώτος, ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, δεν επέστρεψε, ενώ ο δεύτερος, ο Ηράκλειος, την άλωσε αναίμκτα. Μπορούσε, λοιπόν, να θριαμβολογεί.

Η θριαμβευτική πομπή ξεκίνησε από την αποβάθρα των Πηγών, στην οποία αποβιβάσθηκε ο Ηράκλειος, από το αυτοκρατορικό «χελάνδιον», έχοντας αναπαυθεί τις προηγούμενες ημέρες στα ανάκτορα της Ιερείας, στην απέναντι ακτή. Επάνω σ’ ένα άρμα, που το ‘σερναν τέσσερα άσπρα άλογα, κρατούσε στο δεξί του χέρι τη χρυσή λόγχη και στο αριστερό ένα σταυρό. Προπορευόταν η αυτοκρατορική φρουρά, τα λάφυρα, οι εντυπωσιακοί ελέφαντες. Πρώτη, η αχειροποίητη εικόνα του Σωτήρος, το λάβαρο με το οποίο ξεκίνησε η εκστρατεία. Αρματηλάτης έφθασε στην Αγία Σοφία μέσω της Χρυσής Πύλης. Εκεί τον προϋπάντησε ο Πατριάρχης Σέργιος με όλο τον κλήρο της Μεγάλης Εκκλησίας. Άπαντες κρατούσαν λαμπάδες. Μαζί γονάτισαν μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και την ευχαρίστησαν. Οι εορτασμοί κράτησαν εννέα ημέρες. Έκτοτε αντικαταστάθηκε ο λατινικός αυτοκρατορικός τίτλος «Καίσαρ, Φλάβιος… Αύγουστος» με τον ελληνικό «Πιστός εν Χριστώ Βασιλεύς»(9).

Εφαρμογή της συνθήκης

Η εφαρμογή των όρων της συνθήκης δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση. Ο Καβάδης ο Β’ είχε, βέβαια, καταλάβει τον θρόνο της Περσίας, αλλά δεν είχε καταφέρει να επιβάλλει την εξουσία του σε όλες τις πολιτικές και στρατιωτικές δυνάμεις της χώρας του. Σ’ αυτό χρειαζόταν την συνδρομή του Ηρακλείου, όπως ο πατέρας του είχε χρειαστεί την βοήθεια του Μαυρίκιου. Εξαιτίας της παρούσας κατάστασης, ο Ηράκλειος για να επαναφέρει τον Βυζαντινό έλεγχο στα εδάφη της Μέσης και Εγγύς Ανατολής, έπρεπε να διαπραγματευτεί με τους Πέρσες διοικητές της Μεσοποταμίας. Ένας εξ αυτών, ο Σαρβαραζάς, είχε στην εξουσία του τα στρατεύματα κατοχής της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου. Στην Μεσοποταμία είχε παραμείνει ο Θεόδωρος με τμήμα του στρατού για να επιβλέπει την εκκένωση των περιοχών αυτών από τις Περσικές δυνάμεις. Χρειάστηκε να δώσει μάχη για την εκδίωξή τους από την Έδεσσα(10). Ο Καβάδης πέθανε τελικά από πανώλη και τον διαδέχθηκε ο γιος του Αδεσήρ ο Γ‘. Ο επαναστατημένος στρατηγός αποτελούσε παράγοντα αστάθειας και αυτό ανάγκασε τον Ηράκλειο να μεταβεί στην Συρία και να συμμετέχει αυτοπροσώπως στις διαπραγματεύσεις. Οι δύο άνδρες συναντήθηκαν στην Αραβυσσό της Συρίας τον Ιούλιο το 629 μ.Χ. Μεταξύ των άλλων συμφωνηθήκαν, από Βυζαντινής πλευράς, υποστήριξη του Σαρβαραζά στην ανάρρηση της Αντιβασιλείας και από Περσικής, επίσπευση της εκκένωσης των ανατολικών επαρχιών και επιστροφή του Τιμίου Σταυρού.

Ένας αντιπρόσωπος του Σαρβαραζά παρέδωσε τον Τίμιο Σταυρό στον στρατηγό Δαβίδ Σαχαρχούνι και αυτός τον μετέφερε στον Ηράκλειο, στην Ιεράπολη. Από την πλευρά του ο Θεόδωρος επέβλεπε την αποχώρηση των Περσικών στρατευμάτων, που ολοκληρώθηκε με την εκπνοή του 629, εγκαθιδρύοντας Βυζαντινές αρχές. Η Ιερουσαλήμ ήταν έτοιμη και ασφαλής να δεχθεί τον Τίμιο Σταυρό στις αρχές του 630

Ο Ηράκλειος επιστρέφει τον Τίμιο Σταυρό στα Ιεροσόλυμα

Στην Ιερουσαλήμ, ο μετέπειτα Πατριάρχης Μόδεστος εξέτασε προσωπικά την θήκη, στην οποία βρισκόταν σφραγισμένος ο Τίμιος Σταυρός και την βρήκε άθικτη. Το κειμήλιο δεν είχε βεβηλωθεί. Ο Ηράκλειος εισήλθε στην πόλη από την Χρυσή Πύλη και αφού απεκδύθει τα αυτοκρατορικά ενδύματα και διάσημα, μετέφερε πεζός τον Σταυρό, σε ένδειξη ταπεινοφροσύνης. Η συμβολική αυτή κίνηση, τον κατέστησε κυριολεκτικά σταυροφόρο, όσο και αν αμφισβητείται η σταυροφορική σημασία της εκστρατείας του. Η ανύψωση του Τιμίου Σταυρού πραγματοποιήθηκε στις 21 Μαρτίου του 630 μ.Χ. Με αυτοκρατορική προτροπή, τον πατριαρχικό θρόνο της Ιερουσαλήμ έλαβε ο Μόδεστος, ο οποίος εκοιμήθει 6 μήνες αργότερα. Είχε προηγηθεί η υποδοχή του Ιερού Σπόγγου στην Κωνσταντινούπολη, στις 14 Σεπτεμβρίου 629 και της Ιεράς Λόγχης στις 29 Οκτωβρίου του ίδιου έτους.

Στο χρονικό διάστημα που ακολούθησε έγινε η αποκατάσταση των ζημιών που είχαν προκαλέσει οι Πέρσες, στις περιοχές που κατέλαβαν, τόσο σε εκκλησιαστικά, όσο και σε δημόσια κτίρια. Επίσης, με τον πλούτο που αποκόμισε ο Ηράκλειος από την εκστρατεία, επέστρεψε όσα είχε δανειστεί από την Εκκλησία. Πλήθος Χριστιανών επέστρεψαν από την Περσία και νέες εορτές καθιερώθηκαν για να τιμήσουν την μνήμη των ιερομαρτύρων της περιόδου, όπως του Αγίου Αναστασίου του Πέρση. Η Περσία δεν θα ανέκαμπτε ποτέ. Αδύναμη, ανάμεσα σε καιροφυλακτούντες γείτονες, ούτε τον πλούτο διέθετε πλέον, για να τους εξαγοράζει, ούτε στην στρατιωτική ισχύ, για να τους συγκρατεί. Δίπλα σε μια Βυζαντινή αυτοκρατορία, που αν και νικηφόρα, κατανάλωνε όλους τους πόρους και τις δυνάμεις της στην προσπάθεια ανόρθωσης και ανοικοδόμησης, θα υπέκυπτε σύντομα, στις Μουσουλμανικές επιδρομές και η σειρά του Βυζαντίου δεν θ’ αργούσε.

Επίλογος

Θέλοντας κάποιος να γράψει μια σύνοψη για τον Ηράκλειο και την εποχή του, είναι υποχρεωμένος ν’ ασχοληθεί και να καλύψει πολλές πλευρές του βίου των Βυζαντινών. Παράλληλα πρέπει να προσπαθήσει να βρει τη χρυσή τομή στον λόγο, ώστε ούτε την σημασία των καταστάσεων να μειώσει, αλλά ούτε και να πλατειάσει εξειδικεύοντας. Το ερώτημα που τίθεται στο τέλος είναι το εξής: ήταν ο Ηράκλειος ένας μεγάλος ηγέτης; Ήταν μεταρρυθμιστής; Για κάποιους ο βραχύς βίος του έργου του, ειδικότερα των απελευθερωτικών του επιχειρήσεων, ήταν σημάδι εφήμερου έργου. Δεν μπορούμε, όμως, να παραγνωρίσουμε το γεγονός της επιβίωσης της αυτοκρατορίας, σε μια πολύ κρίσιμη εποχή. Την ώρα που η Δυτική Ευρώπη παραδίδονταν στην βαρβαρότητα, η ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και κάποια απελευθερωμένα τμήματα του δυτικού Ρωμαϊκού κόσμου, αντιστέκονταν, διατηρώντας την Ελληνορωμαϊκή κληρονομιά τους. Η Νέα Ρώμη ήταν το λίκνο του μοναδικού πολιτισμού στην Ευρώπη και την Μεσόγειο την εποχή αυτή και για αρκετούς αιώνες ακόμα.

Αναμφισβήτητα, ήταν ευφυής στρατηγική, επιτελική και επιχειρησιακή προσωπικότητα. Διήλθε νικηφόρος στις επαρχίες της Μεσοποταμίας, μέχρι την καρδιά της Περσίας, την Κτησιφώντα, κάτι που είχε να συμβεί από την εποχή του Τραϊανού, το 115 μ.Χ. Τα πολεμικά του επιτεύγματα έκαναν τόση εντύπωση στους μακρινούς ηγεμόνες της εποχής του, ώστε του έστειλαν συγχαρητήρια, τόσο ο βασιλιάς των Φράγκων Δαγοβέρτος, όσο και ο Ινδός ομόλογός του. Ο Μωάμεθ σε μια διπλωματική κίνηση, τον κάλεσε να ασπαστεί το Ισλάμ. Ακόμα πιο δυτικά ο Ισίδωρος της Σεβίλλης, ο ίδιος άνθρωπος που το 624 μ.Χ. είχε απευθύνει λογοτεχνική πρόσκληση στον ηγεμόνα των Βησιγότθων, Σουϊνθίλα (ή Σβηνθίλα), να ολοκληρώσει την κατάκτηση της Ιβηρικής Χερσονήσου, καταλαμβάνοντας τις εναπομείνασες Βυζαντινές κτήσεις, τώρα αναγνώριζε το μεγαλείο του ανδρός. Τα απελευθερωμένα εδάφη σύντομα πέρασαν στην Ισλαμική κυριαρχία, όμως οι γνώσεις που αποκόμισε για την γεωγραφία της περιοχής (εντυπωσιάζει το πλήθος των εγγύς, αλλά και μακρινών τοποθεσιών της αυτοκρατορίας, τις οποίες επισκέφθηκε, σπάνια πρακτική για Βυζαντινούς αυτοκράτορες), καθώς και η στρατιωτική εμπειρία που απέκτησε, έθεσαν τις βάσεις για την εκ νέου οργάνωση των επαρχιών (θέματα) και την προβολή άμυνας από τον ίδιο και την δυναστεία του. Οι Ισλαμικές ορδές αναγκάστηκαν να διασχίσουν όλη την Βόρεια Αφρική και να περάσουν τις Ηράκλειες Στήλες, για να πατήσουν το πόδι τους στην Ευρώπη. Η υψηλή Βυζαντινή διπλωματία βρήκε στο πρόσωπό του άξιο συνεχιστή. Οι διπλωματικές του επιτυχίες συνεπικούρησαν τις στρατιωτικές, που τον ανέβασαν στο θρόνο και τον κράτησαν εκεί για μια τριακονταετία, διάστημα αρκετό με βάσει τα δεδομένα της εποχής. Συνέδραμαν, επίσης τις στρατιωτικές του επιχειρήσεις, ώστε αυτές να είναι το λιγότερο δυνατόν αιματηρές.

Η διπλωματία όμως δεν αρκεί στην επίλυση δογματικών διαφορών, ούτε τότε, ούτε τώρα. Ο διάλογος που ξεκίνησε ως προσπάθεια συμβιβασμού, στο όνομα της εσωτερικής ειρήνης στην αυτοκρατορία, οδήγησε τελικά και τον ίδιο σε αίρεση, αποδεικνύοντας ιστορικά, ότι λύσεις δεν μπορούν να επιβληθούν άνωθεν. Η μόνη λύση είναι η αποδοχή της αλήθειας, κεκαθαρμένης από τις όποιες πολιτικές ή άλλες σκοπιμότητες και επειδή αυτό δεν έγινε, «χρειάσθηκε» η Μωαμεθανική σπάθα ν’ ακρωτηριάσει την αυτοκρατορία και να την περιορίσει στα όρια των Ορθόδοξων πληθυσμών. 

***********************************

Παραπομπές

1) Παπαρρηγόπουλος, ο.π., σελ. 182.
2) Στο σημείο που διέσχισε τον ποταμό φημολογούνταν, ότι βρισκόταν η αρχαία Αρμενική πρωτεύουσα Τιγρανόκερτα, γι’ αυτό και ο Θεοφάνης αναφέρει «Τίγρη», παρασύροντας και πολλούς ιστορικούς. Βλ. W. Kaegi, ο.π., σελ.214.
3) Εδώ θα αναφέρουμε, ότι στην χρονολόγηση του Παπαρρηγόπουλου και του Kaegi από τη μια και Ι.τ.Ε.Ε από την άλλη , υπάρχει διαφορά ως προς τον χρόνο που συνέβησαν τα παραπάνω. Δηλαδή, κατά Παπαρρηγόπουλο και Kaegi, η νίκη στη λίμνη Βαν φαίνεται να συνέβη το χειμώνα του 624-5, ενώ η υπόλοιπη πορεία μέχρι την Σεβάστεια, την άνοιξη του 625 και έκτοτε να διαχειμάζει δίπλα στον Άλυ μέχρι τον Αύγουστο του 626. Δεδομένου, ότι διέθετε από νωρίς πληροφορίες για τα σχέδια Αβάρων και Περσών, για κοινή πολιορκία της Κων/πολης, μια τόσο επί μακρόν στάση αναμονής εκ μέρους του, είναι αδικαιολόγητη. Γι’ αυτό υιοθετούμε την άποψη της Ι.τ.Ε.Ε., η οποία τοποθετεί τα γεγονότα της λίμνης Βαν το χειμώνα του 625-6, και ναι μεν συμπιέζει πολύ τους χρόνους των επιχειρήσεων, αλλά αυτό δείχνει, μάλλον σπουδή και κινητικότητα, λόγω της επικινδυνότητας της κατάστασης. Από την άλλη η ταχύτατη στρατολόγηση νέων δυνάμεων φαίνεται αφύσικη, αλλά ο χρόνος που το πληροφορήθηκε ο Ηράκλειος δεν είναι αναγκαστικά και ο χρόνος που αυτή ξεκίνησε. Δεν βλέπουμε για ποιο λόγω να βραδύνει τις ενέργειές του ο Χοσρόης, αφήνοντας το βασίλειό του αφύλακτο μετά την καταδίωξή του. Το πιο πιθανό είναι, παράλληλα με τα τμήματα που συντηρούσε στα μέτωπα να στρατολογούσε καινούργιες εφεδρείες.
4) Στη σφραγίδα του εν λόγω λογοθέτη, καθώς και του προηγούμενου, ονόματι Δοσίθεου (623), βρίσκουμε τα παλαιότερα τεκμήρια του συγκεκριμένου αξιώματος. Βλ. Αλ. Σαββίδη, Λογοθέτες και λογοθέσια στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, στον Τόμο, Ο Ύστερος μεσαιωνικός κόσμος (συλλογικό με Ν. Νικολούδη), Εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2007, σελ. 560.
5) Η μαρτυρία του Νικηφόρου έχει επικρατήσει με διαφωνίες, αν και κάτι παρόμοιο δεν αναφέρεται ούτε στον Πισίδη ούτε στον Σύγγελο, διότι δίνει μια πληρέστερη περιγραφή της ναυμαχίας, όσο και της συνολικής πολιορκίας. Βλ. Γ. Καρδάρας, Η Αβαροσλαβική Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, Στρατιωτική Ιστορία, τευχ. 100, εκδ. Περισκόπιο, Φεβρουάριος 2005.
6) Επικρατέστερη άποψη βλ. Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τομ 13, εκδ. Ι. Μ. Μεταμορφώσεως Κουβαρά Αττικής, Αθήνα 2004, σελ. 381-9.
7) Αυτός ο Ιεσδέμ αναφέρεται και στο συναξάριον του Αγίου Αναστασίου του Πέρση. Στο σπίτι του διέμεινε ο αδελφός που ακολουθούσε τον Άγιο στην οδό του μαρτυρίου του. Βλ. Μέγας Συναξαριστής, ο.π.,τομ.Α’, σελ.552.
8) Αλλού αναφέρεται η 28η Φεβρουαρίου.
9) Ο εξελληνισμός του τίτλου σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εκληφθεί ως εξελληνισμός της αυτοκρατορίας. Τουλάχιστον όχι ως συνειδητή προσπάθεια αλλαγής. Έχουν προηγηθεί οι «Νεαραί» του Ιουστινιανού ήδη στην ελληνική γλώσσα. Είναι γνωστή η διγλωσσία των Ρωμαίων, ειδικά των ανώτερων κοινωνικά στρωμάτων. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Ηράκλειος προέρχονταν από την λατινόφωνη Β. Αφρική. Για περισσότερα επί του θέματος βλ. Αναστάσιου Φιλιππίδη, Ρωμιοσύνη ή Βαρβαρότητα, εκδ. Ι. Μ. Γενέθλιον της Θεοτόκου, 1997, σελ.64.
10) Κατά μια εκδοχή οι Πέρσες αρνήθηκαν να παραδώσουν την πόλη, κατόπιν προτροπής των Εβραίων, οι οποίοι συμμετείχαν ενεργά στην ένοπλη αντίσταση, και υπέστησαν σφαγές για αυτή τους την συμπεριφορά, από τον Θεόδωρο. Kaegi, o.π., σελ. 323.

******************************

Βιβλιογραφία
1) Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. Γ’, (επιμέλεια Καρολίδη), εκδ. Ελευθερουδάκης, Αθήνα 1930,(ανατύπωση).

2)  Α.Α. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τομ. Α’, εκδ. Μπεγαρδή, Αθήνα χ.χ.
3)  Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, 1978
4)  Πανεπ. Cambridge Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. Μέλισσα, 1979
5)  Γ. Φλωρόφσκυ, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του Έκτου, Έβδομου & Όγδοου Αιώνα, εκδ. Πουρνάρα Θεσσαλονίκη 1993.
6)  Στ. Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας-Ερμείας, Αθήνα 1992.
7)  Βλάσιου Φειδά, Βυζάντιο, Αθήνα 1985.
8)  W. Kaegi, Ηράκλειος, Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2007.
9)  John Haldon, Βυζάντιο, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2007.
10) Γ. Καρδάρας, Βυζαντινο-Περσικοί Πόλεμοι στη σειρά Μονογραφίες του περ. Στρατιωτική Ιστορία, εκδ. Περισκόπιο, Αθήνα 2006.
11) Γ. Καρδάρας, Η Αβαρο-σλαβική Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης στο περ. «Στρατιωτική Ιστορία, τευχ. 102, εκδ. Περισκόπιο, Αθήνα 2005.


Το έργο με τίτλο Ηράκλειος (575-645)….ο έξοχος αυτοκράτωρ (μέρος 2ο) από τον δημιουργό Χείλων διατίθεται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές