εξώφυλλο: O Τζούλιους και η Έθελ Ρόζενμπεργκ, ενώ αναχωρούν από το δικαστήριο μετά την καταδίκη τους. Roger Higgins, photographer from «New York World-Telegram and the Sun», Public domain, via Wikimedia Commons
copyright © μετάφραση – επιμέλεια Χείλων
Η εκτέλεση του Νεοϋορκέζικου ζεύγους Τζούλιους και Έθελ Ρόζενμπεργκ μετά την καταδίκη τους ως Σοβιετικοί κατάσκοποι αποτέλεσε σημαντικό γεγονός στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Η υπόθεση υπήρξε θυελλώδης, έντονα αμφιλεγόμενη, επηρεάζοντας όλη την Αμερικανική κοινωνία, ενώ αποτελεί αντικείμενο συζήτησης μέχρι σήμερα.
Τα βασικά σημεία της υπόθεσης ήταν ότι ο Τζούλιους Ρόζενμπεργκ, ένας Αμερικανός κομμουνιστής, διαβίβασε μυστικά της ατομικής βόμβας στην Σοβιετική Ένωση, τα οποία την βοήθησαν να αναπτύξει δικό της πυρηνικό πρόγραμμα. Η σύζυγός του Έθελ Ρόζενμπεργκ κατηγορήθηκε ότι συνεργάσθηκε μαζί του, όπως και ο αδελφός της Ντέιβιντ Γκρίνγκλας, ο οποίος τελικά στράφηκε εναντίον τους και συνεργάστηκε με την κυβέρνηση.

Οι Ρόζενμπεργκ, που συνελήφθησαν το καλοκαίρι του 1950, αποκαλύφθηκαν όταν πριν μερικούς μήνες ένας Σοβιετικός κατάσκοπος, ονόματι Κλάους Φούκς, ομολόγησε στις Βρετανικές αρχές. Οι αποκαλύψεις του Φούκς οδήγησαν το FBI στους Ρόζενμπεργκ, τον Γκρίνγκλας και έναν Σοβιετικό σύνδεσμο, ονόματι Χάρι Γκόλντ.
Υπήρξαν και άλλοι που εμπλέκονταν και καταδικάστηκαν για συμμετοχή στο δίκτυο κατασκοπείας, αλλά οι Ρόζενμπεργκ προσέλκυσαν τα φώτα της δημοσιότητας. Το αντρόγυνο από το Μανχάταν είχε δύο νεαρούς γιους και η ιδέα ότι μπορούσε και αυτοί να είναι κατάσκοποι που επιβουλεύονταν την εθνική ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών κέντριζε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης.
Την νύχτα που εκτελέστηκαν, στις 19 Ιουνίου 1953, πραγματοποιήθηκαν σε Αμερικανικές πόλεις βίαιες διαμαρτυρίες από πολίτες οι οποίοι θεωρούσαν την απόφαση άδικη. Ωστόσο πολλοί Αμερικανοί, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου Ντουάιτ Αιζενχάουερ, ο οποίος είχε αναλάβει καθήκοντα έξι μήνες νωρίτερα, παρέμειναν πεπεισμένοι για την ενοχή τους.
Τις επόμενες δεκαετίες, συνεχίσθηκε η διαμάχη για την υπόθεση Ρόζενμπεργκ ενώ οι γιοι τους, οι οποίοι εν τω μεταξύ υιοθετήθηκαν μετά τον θάνατο των γονέων τους, αγωνίστηκαν με πάθος για να αποκαταστήσουν τα ονόματά τους.
Την δεκαετία του ’90 αποχαρακτηρισμένο υλικό επιβεβαίωσε ότι οι Αμερικανικές αρχές ήταν πεπεισμένες ότι ο Ρόζενμπεργκ μεταβίβασε απόρρητο εθνικό υλικό στους Σοβιετικούς κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο, παρέμεινε ο ισχυρισμός που διατυπώθηκε κατά την διάρκεια της δίκης τους, την άνοιξη του 1951, ότι ο Τζούλιους δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει πολύτιμα ατομικά μυστικά, ενώ ο ρόλος και ο βαθμός υπαιτιότητας της Έθελ Ρόζενμπεργκ αποτελούν θέμα συζήτησης.
Ιστορικό
Ο Τζούλιους Ρόζενμπεργκ γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1918 σε οικογένεια μεταναστών και μεγάλωσε στο Μανχάταν. Φοίτησε στο γυμνάσιο του Σιούαρντ Πάρκ στην γειτονιά του και αργότερα στο Σίτι Κόλετζ της Νέας Υόρκης, όπου έλαβε πτυχίο ηλεκτρολόγου μηχανικού.
Η Έθελ Ρόζενμπεργκ γεννήθηκε ως Έθελ Γκρίνγκλας στην Νέα Υόρκη το 1915. Αρχικά ήθελε να ακολουθήσει καριέρα ως ηθοποιός, αλλά τελικά έγινε γραμματέας. Όντας ενεργή στις εργασιακές διεκδικήσεις, εντάχθηκε στο κομμουνιστικό κόμμα και γνώρισε τον Τζούλιους το 1936 στις εκδηλώσεις που διοργάνωσε η Νεολαία του κόμματος.

Ο Τζούλιους και η Έθελ παντρεύτηκαν το 1939. Το 1940 ο Τζούλιους κατετάγη στον στρατό των Η.Π.Α και τοποθετήθηκε στο Σώμα διαβιβάσεων. Εργαζόμενος ως επιθεωρητής άρχισε να διαβιβάζει στρατιωτικά μυστικά σε παράγοντες του Σοβιέτ κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αφού είχε την δυνατότητα πρόσβασης σε έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων σχεδίων για προηγμένα όπλα, τα οποία έδινε σε έναν Σοβιετικό κατάσκοπο ο οποίος υπηρετούσε ως διπλωμάτης στο Σοβιετικό προξενείο της Νέας Υόρκης. Το κίνητρό του ήταν η συμπάθειά του για τη Σοβιετική Ένωση πιστεύοντας ότι εφόσον οι Σοβιετικοί ήταν σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών κατά τη διάρκεια του πολέμου, έπρεπε να είχαν πρόσβαση στα αμυντικά μυστικά της Αμερικής.
Το 1944, ο αδελφός της Έθελ, Ντέιβιντ Γκρίνγκλας, ο οποίος υπηρετούσε στον στρατό των Η.Π.Α. ως μηχανικός, εντάχθηκε στο άκρως απόρρητο «Πρόγραμμα Μανχάταν». Ο Τζούλιους Ρόζενμπεργκ ανέφερε το γεγονός στον Σοβιετικό χειριστή του, ο οποίος τον προέτρεψε να στρατολογήσει τον Γκρίνγκλας.

Με την κωδική ονομασία Πρόγραμμα Μανχάταν (επίσημα Manhattan District και ανεπίσημα Manhattan Project) αναφέρεται το άκρως απόρρητο Αγγλοαμερικανικό πρόγραμμα παραγωγής πυρηνικών όπλων (ατομικών βομβών) που αναπτύχθηκε προς το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν ένα από τα πλέον δαπανηρά αμυντικά προγράμματα στην εποχή του και το μεγαλύτερο στο είδος του. Ο προϋπολογισμός του ανήλθε στα 2,2 δισεκατομμύρια δολάρια και σε αυτό απασχολήθηκαν συνολικά περίπου 42.000 υπάλληλοι, στους οποίους περιλαμβάνεται το προσωπικό 37 εργοστασίων σε 19 Πολιτείες των ΗΠΑ και του Καναδά. Επίσης, πολλές διοικητικές και άλλες κρατικές υπηρεσίες συνέβαλαν σε αυτό επικουρικά.
Στις αρχές του 1945 ο Ρόζενμπεργκ απολύθηκε από τον στρατό όταν αποκαλύφθηκε η συμμετοχή του στο Κομμουνιστικό Κόμμα, ενώ η κατασκοπευτική του δράση πέρασε απαρατήρητη και συνεχίστηκε με την πρόσληψη του κουνιάδου του, Ντέιβιντ Γκρίνγκλας.

Αφού στρατολογήθηκε από τον Τζούλιους, ο Γκρίνγκλας, με τη συνεργασία της συζύγου του Ρούθ, άρχισε να διαβιβάζει σημειώσεις για το «Πρόγραμμα Μανχάταν» στα Σοβιέτ, μεταξύ των οποίων ήταν σχέδια τμημάτων της βόμβας που έπεσε στο Ναγκασάκι της Ιαπωνίας.
Στις αρχές του 1946, ο Γκρίνγκλας αποστρατεύτηκε τιμητικά από τον στρατό. Στην πολιτική του ζωή συνεργάσθηκε με τον Τζούλιους και άνοιξαν ένα μικρό συνεργείο στο Μανχάταν.
Αποκάλυψη & σύλληψη
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, ο Ρόζενμπεργκ και ο Γκρίνγκλας είχαν απεμπλακεί από τις κατασκοπευτικές τους δραστηριότητες. Ο Ρόζενμπεργκ παρέμενε συμπαθών προς την Σοβιετική Ένωση και αφοσιωμένος κομμουνιστής, αλλά η πρόσβασή του σε μυστικά είχε εκλείψει.
Η δράση τους ως κατάσκοποι ίσως είχε μείνει κρυφή, μέχρι την σύλληψη του Κλάους Φούκς, ενός Γερμανού φυσικού που είχε εγκαταλείψει τους Ναζί στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και συνέχισε την προηγμένη του έρευνα στη Βρετανία. Ο Φούκς εργάστηκε σε μυστικά Βρετανικά σχέδια τα πρώτα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου εντάχθηκε στο «Πρόγραμμα Μανχάταν».
Ο Φούκς μετά τον πόλεμο επέστρεψε στην Βρετανία, όπου θεωρήθηκε ύποπτος λόγω σχέσεων με το Κομμουνιστικό καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας. Αρχές του 1950 συνελήφθη ως ύποπτος κατασκοπείας και ανακρινόμενος από τους Βρετανούς ομολόγησε ότι διαβίβαζε ατομικά μυστικά στους Σοβιετικούς, εμπλέκοντας έναν Αμερικανό, ονόματι Χάρι Γκόλντ, ο οποίος ήταν ο σύνδεσμος με τους Ρώσους πράκτορες.

Ο Χάρι Γκόλντ αφού συνελήφθη και ανακρίθηκε από το FBI, ομολόγησε ότι πέρασε ατομικά μυστικά στους Σοβιετικούς χειριστές του, εμπλέκοντας τον Γκρίνγκλας, κουνιάδο του Τζούλιους Ρόζενμπεργκ. Ο Ντέιβιντ Γκρίνγκλας συνελήφθη στις 16 Ιουνίου 1950.
Την επόμενη μέρα, ο τίτλος της πρώτης σελίδας στο περιοδικό New York Times έγραφε:
«Ο πρώην στρατιωτικός Γκρίνγκλας ανακρίθηκε από το FBI και είπε πως είχε ενταχθεί σε κύκλωμα κατασκοπείας από τον σύζυγο της αδελφής του».
Ένα μήνα αργότερα, στις 17 Ιουλίου 1950, συνελήφθη ο Τζούλιους Ρόζενμπεργκ στο σπίτι του στην οδό Monroe στο Μανχάταν. Υπεραμύνθηκε της αθωότητάς του, αλλά με τον Γκρίνγκλας να έχει συμφωνήσει να καταθέσει εναντίον του, η κυβέρνηση στοιχειοθετούσε την υπόθεση.

Κάποια στιγμή, ο Γκρίνγκλας έδωσε πληροφορίες στο FBI που ενέπλεκαν την αδελφή του Έθελ Ρόζενμπεργκ, υποστηρίζοντας ότι είχε κρατήσει χειρόγραφες σημειώσεις στα εργαστήρια του Σχεδίου Μανχάταν στο Λος Άλαμος τις οποίες δακτυλογράφησε η Έθελ πριν διαβιβαστούν στους Σοβιετικούς.
Το δίκτυο
Μέχρι το 1945, οι Σοβιετικοί θεωρούσαν ότι ο Ρόζενμπεργκ και το δίκτυο κατασκοπείας προσέφεραν πολύτιμες πληροφορίες. Το δίκτυο περιλάμβανε: μηχανικούς (Τζούλιους Ρόζενμπεργκ, Νέιθαν Σάσμαν, Τζόελ Μπαρ, Άλφρεντ Σάραντ, Μόρτον Σόμπελ) έναν επιστήμονα στρατιωτικών αεροσκαφών (Γουίλιαμ Πέρλ) έναν πολιτικό μηχανικό (Ράσελ Μακνάτ) και έναν μηχανικό (Ντέιβιντ Γκρίνγκλας). Ο Γκρίνγκλας υπηρέτησε στο Στρατιωτικό Ειδικό Τμήμα Μηχανικού (Special Engineer Detachment) ως μηχανικός στο Λος Άλαμος. Ο Μακνάτ ήταν μηχανικός που εργάστηκε στο γραφείο σχεδιασμού Κέλεξ στην Νέα Υόρκη και είχε στρατολογήσει ο Τζούλιους το 1944,. Ο Περλ συνέβαλε στην ανάπτυξη του πρώτου μαχητικού αεριωθούμενου αεροσκάφους στις Η.Π.Α. Οι μηχανικοί εργάστηκαν σε κορυφαίες εταιρίες ηλεκτρονικών και διαβίβασαν εμπιστευτικές και χρήσιμες πληροφορίες στη Σοβιετική Ένωση.
Ο Γκρίνγκλας διαβίβαζε πληροφορίες στον Τζούλιους, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με εκρηκτικούς μηχανισμούς που αναπτύχθηκαν στο Λος Άλαμος για την βόμβα. Ο Χάρι Γκόλντ, χημικός εργαστηρίου πέρασε αυτές τις πληροφορίες στην Ε.Σ.Σ.Δ. Ο Γκόλντ κατέβαλε στον Γκρίνγκλας 500$ σε αντάλλαγμα για πληροφορίες σχετικά με την εκρηκτική γόμωση της ατομικής βόμβας. Συνεργάστηκε επίσης με τον Κλάους Φούξ στο Λος Άλαμος, προκειμένου να μεταβιβάσει μυστικά ατομικής έρευνας στους Σοβιετικούς.
Η δίκη
Η δίκη των Ρόζενμπεργκ πραγματοποιήθηκε στο Ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μανχάταν τον Μάρτιο του 1951. Η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι τόσο ο Τζούλιους όσο και η Έθελ είχαν συνωμοτήσει για να περάσουν ατομικά μυστικά σε Σοβιετικούς πράκτορες. Καθώς η Σοβιετική Ένωση είχε πυροδοτήσει την δική της ατομική βόμβα το 1949, η δημόσια αντίληψη ήταν ότι οι Ρόζενμπεργκ είχαν μεταβιβάσει τεχνογνωσία που επέτρεψε στους Ρώσους να κατασκευάσουν την δική τους βόμβα.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, η ομάδα υπεράσπισης ισχυρίστηκε ότι ένας χαμηλόβαθμος μηχανικός όπως ο Ντέιβιντ Γκρίνγκλας, δεν μπορούσε να παράσχει οιαδήποτε χρήσιμη πληροφορία στους Ρόζενμπεργκ. Αλλά στο επιχείρημα ότι ακόμη και αν οι πληροφορίες που διακινήθηκαν δεν ήταν χρήσιμες, η κυβέρνηση αντέτεινε ότι οι Ρόζενμπεργκ σκόπευαν να βοηθήσουν την Σοβιετική Ένωση η οποία μπορεί να ήταν σύμμαχος κατά την διάρκεια του πολέμου, αλλά την άνοιξη του 1951 θεωρείτο αντίπαλος των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ο Ρόζενμπεργκ, μαζί με έναν άλλο ύποπτο στο δίκτυο κατασκοπείας, τον ηλεκτρολόγο Μόρτον Σόμπελ, κρίθηκαν ένοχοι στις 28 Μαρτίου 1951. Σύμφωνα με άρθρο των New York Times την επόμενη μέρα, οι ένορκοι συνεδρίαζαν επί 7 ώρες και 42 λεπτά μέχρι να καταλήξουν σε απόφαση.
Η δίκη των Ρόζενμπεργκ και Σόμπελ για τις ομοσπονδιακές κατηγορίες κατασκοπείας ξεκίνησε στις 6 Μαρτίου 1951, στο Επαρχιακό Δικαστήριο των ΗΠΑ για τη Νότια Περιφέρεια της Νέας Υόρκης. Ο δικαστής Ίρβιν Κάουφμαν προήδρευσε της δίκης, με τον Ίρβιν Σέιπολ ως επικεφαλής εισαγγελέα και τον Εμάνιουελ Μπλοχ να εκπροσωπεί τους Ρόζενμπεργκ.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, τόσο ο Έθελ όσο και ο Τζούλιους επικαλέστηκαν την 5η Τροπολογία, όταν δέχθηκαν επανειλημμένα ερωτήματα σχετικά με την κατασκοπεία και αν ήταν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η μη απάντηση στις ερωτήσεις επιβάρυνε την θέση τους, διότι την εποχή του Μακαρθισμού, πολλοί πίστευαν ότι η άρνηση απάντησης ήταν παραδοχή ενοχής. Η Έθελ και ο Τζούλιους αρνήθηκαν όλες τις κατηγορίες για κατασκοπεία και αρνήθηκαν να δώσουν ονόματα.
Στις 29 Μαρτίου 1951, το δικαστήριο έκρινε ένοχους το ζεύγος Ρόζενμπεργκ για συνωμοσία με σκοπό την κατασκοπεία. Στις 5 Απριλίου, ο δικαστής καταδίκασε το ζεύγος σε θάνατο και τον Σόμπελ σε 30 χρόνια φυλάκιση. Ορισμένες αναφορές υποστηρίζουν ότι στους Ρόζενμπεργκ προσφέρθηκε συμφωνία, όπου η αποδοχή της ενοχής θα τους απέφερε ποινή φυλάκισης. Στον Ντέιβιντ Γκρίνγκλας επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 15 ετών και αποφυλακίστηκε το 1960. Στις αρχές του 1953, έγραψε επιστολή στον Πρόεδρο Άιζενχαουερ, ζητώντας να καταργηθούν οι ποινές του Έθελ και του Τζούλιους στην φυλακή αλλά το αίτημα απορρίφθηκε. Ο δικαστής Κάουφμαν δικαιολόγησε την απόφασή του για τη θανατική ποινή, δηλώνοντας:
«Θεωρώ τα εγκλήματά σας χειρότερα από τη δολοφονία. Πιστεύω ότι οι ενέργειες σας να παραδώσετε στα χέρια των Σοβιετικών στοιχεία της ατομικής βόμβας, νωρίτερα από την πρόβλεψη των επιστημόνων μας για τον χρόνο που η Σοβιετική Ένωση θα τελειοποιήσει τη βόμβα, έχει ήδη προκαλέσει, κατά τη γνώμη μου, την Κομμουνιστική επιθετικότητα στην Κορέα, με απώλειες που ήδη ξεπέρασαν τις 50.000, χωρίς ουδείς να γνωρίζει πόσα ακόμα εκατομμύρια αθώων ανθρώπων θα πληρώσουν το τίμημα της προδοσίας σας ».
Οι Αμερικανοί τις δεκαετίες του 1940 και 1950 γνώριζαν ότι η Σοβιετική κατασκοπεία ήταν υπαρκτή και ορισμένοι όπως ο Fuchs, συνεργάζονταν με τους Σοβιετικούς. Παρά τους φόβους, η δίκη των Ρόζενμπεργκ προκάλεσε ανάμικτα συναισθήματα στην κοινή γνώμη. Πολλοί αριστεροί Αμερικανοί πίστευαν ότι οι Ρόζενμπεργκ διώχθηκαν αποκλειστικά για την συμμετοχή τους στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Η νομική τους ομάδα εργάστηκε για να ανατραπεί η ετυμηγορία, αλλά οι προσπάθειές τους απέτυχαν, αφού ούτε ο Πρόεδρος Τρούμαν ούτε ο Πρόεδρος Άιζενχαουερ ενέκριναν τα αιτήματα ακύρωσης της θανατικής ποινής. Οι δικηγόροι άσκησαν έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ εννέα φορές, αλλά αυτό ουδέποτε εξέτασε τα αιτήματα.

Ο Τζον Έντγκαρ Χούβερ ως διευθυντής του FBI αντιτάχθηκε δημοσίως στην δίκη. Θεωρούσε ότι η εκτέλεση της Έθελ, μιας νέας μητέρας, θα είχε αρνητικό αντίκτυπο τόσο στο FBI όσο και στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Πολλοί σχολιαστές της εποχής ισχυρίστηκαν ότι η θανατική ποινή χρησιμοποιήθηκε άδικα στα δικαστήρια ως ένας τρόπος για να αναγκάσουν τους Ρόζενμπεργκ και άλλους να ομολογήσουν την κατασκοπεία ή να ονομάσουν άλλους εμπλεκόμενους. Ωστόσο, η πλειοψηφία των εφημερίδων στις ΗΠΑ υποστήριξε την θανατική ποινή, υποστηρίζοντας ότι η τιμωρία ήταν δίκαιη. Σε αντίθεση με τα Αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, οι Ευρωπαϊκές εφημερίδες δεν υποστήριξαν την απόφαση και υπήρξαν διαμαρτυρίες εναντίον της σε όλη την Ευρώπη.
Εκτέλεση και διαμάχη
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι δημόσιες αμφιβολίες για τη δίκη των Ρόζενμπεργκ και η αυστηρότητα της ποινής οδήγησαν σε διαδηλώσεις, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων συγκεντρώσεων που πραγματοποιήθηκαν στη Νέα Υόρκη.
Υπήρξαν σοβαρά ερωτηματικά σχετικά με το αν ο δικηγόρος υπεράσπισης είχε διαπράξει κατά τη διάρκεια της δίκης σοβαρά λάθη που οδήγησαν στην καταδίκη τους και λαμβάνοντας υπόψη τα επιχειρήματα σχετικά με την αξία του υλικού που είχαν περάσει στους Σοβιετικούς, η θανατική ποινή φαινόταν υπερβολική.

Οι Ρόζενμπεργκ εκτελέστηκαν στην ηλεκτρική καρέκλα στη φυλακή Σιγκ Σιγκ στο Όσινινγκ της Νέας Υόρκης στις 19 Ιουνίου 1953. Η τελευταία προσφυγή τους στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών είχε απορριφθεί 7 ώρες πριν εκτελεστούν.
Ο Τζούλιους Ρόζενμπεργκ κάθισε πρώτος στην ηλεκτρική καρέκλα και έλαβε τον πρώτο κλονισμό των 2.000 volts στις 8:04 μ.μ. και απεβίωσε στις 8:06 μ.μ.
Η Έθελ Ρόζενμπεργκ τον ακολούθησε στην ηλεκτρική καρέκλα αμέσως μετά την αφαίρεση του σώματος του συζύγου της, σύμφωνα με εφημερίδα της εποχής. Δέχθηκε τον πρώτο κλονισμό στις 8:11 μ.μ. και απεβίωσε στις 8:16 μ.μ.
Ήταν οι μόνοι Αμερικανοί πολίτες που εκτελέσθηκαν για κατασκοπεία κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Ο απόηχος
Ο Ντέιβιντ Γκρίνγκλας, ο οποίος είχε καταθέσει εναντίον της αδελφής του και του γαμπρού του, φυλακίστηκε σε ομοσπονδιακή φυλακή και τελικά απολύθηκε το 1960. Όταν έληξε η ομοσπονδιακή επιμέλεια, στις 16 Νοεμβρίου 1960, κοντά στις αποβάθρες του Μανχάταν, δέχθηκε επίθεση από έναν ναυτεργάτη, ο οποίος τον αποκάλεσε «κακό κομμουνιστή» και «βρώμικο αρουραίο».
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ο Γκρίνγκλας, ο οποίος είχε αλλάξει το όνομά του και ζούσε με την οικογένειά του μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, έδωσε συνέντευξη σε ρεπόρτερ των New York Times λέγοντας ότι η κυβέρνηση τον ανάγκασε να καταθέσει εναντίον της αδελφής του απειλώντας να διώξει την δική του σύζυγο (η Ρούθ Γκρίνγκλας ουδέποτε διώχθηκε).
Ο Μόρτον Σόμπελ, ο οποίος καταδικάστηκε μαζί με τους Ρόζενμπεργκ, φυλακίστηκε σε ομοσπονδιακή φυλακή και αποφυλακίστηκε τον Ιανουάριο του 1969.

Οι δύο γιοι των Ρόζενμπεργκ, ορφανοί μετά την εκτέλεση των γονιών τους, υιοθετήθηκαν από οικογενειακούς φίλους και μεγάλωσαν ως Μάικλ και Ρόμπερτ Μίροπολ, προσπαθώντας επί δεκαετίες να αποκαταστήσουν τα ονόματα των γονέων τους.
Τον Ιανουάριο του 2017, πριν φύγει ο Μπαράκ Ομπάμα, η γερουσιαστής Ελισάβετ Γουόρεν του έστειλε μία επιστολή ζητώντας να εξεταστεί το αίτημα απαλλαγής για την Έθελ Ρόζενμπεργκ, το οποίο της υπέβαλαν οι γιοι της Έθελ, χωρίς ωστόσο να υπάρξει κάποιο αποτέλεσμα.
Το 2021 οι γιοι της Έθελ ξεκίνησαν εκ νέου εκστρατεία για να απαλλαχθεί η Έθελ, καθώς ελπίζουν ότι ο Πρόεδρος Μπάιντεν θα το εξετάσει ευνοϊκά.
Πρόγραμμα «Βενόνα» & πρόσφατα στοιχεία
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, η Υπηρεσία Πληροφοριών των Διαβιβάσεων του Αμερικανικού Στρατού (SIS) εκπόνησε το «Πρόγραμμα Βενόνα». Το εν λόγω πρόγραμμα αποσκοπούσε στην συγκέντρωση και αποκωδικοποίηση μηνυμάτων που έστελναν οι Σοβιετικές στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες (KGB και GRU) στις ΗΠΑ γεγονός που θα βοηθούσε την κυβέρνηση να εντοπίσει δίκτυα κατασκοπείας. Τα έγγραφα του προγράμματος Venona παρέμειναν διαβαθμισμένα μέχρι τη δίκη και συνεπώς δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία.
Πολλά από αυτά τα αποκωδικοποιημένα μηνύματα αναγνώρισαν Σοβιετικούς κατασκόπους στο πλαίσιο του προγράμματος Μανχάταν. Ο Θίοντορ Χόλ είναι ένα παράδειγμα. Ήταν φυσικός στο Λος Άλαμος και πολύτιμη πηγή για τους Σοβιετικούς. Απέφυγε την δίωξη διότι δεν αποδείχθηκε η εμπλοκή του μέχρι να αποχαρακτηρισθούν τα έγγραφα του Βενόνα. Ορισμένοι ιστορικοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι αν ήταν δυνατή η χρήση των εγγράφων Βενόνα στο δικαστήριο, τόσο ο Χολ όσο και ο Μακνάτ θα είχαν αποκαλυφθεί ως κατάσκοποι και θα διώκονταν μαζί με τους Γκρίνγκλας και Φούξ . Τα έγγραφα αποχαρακτηρίστηκαν το 1995.

Τα έγγραφα του Βενόνα απέδειξαν ότι ο Τζούλιους Ρόζενμπεργκ βοήθησε στην δράση δικτύου Σοβιετικών κατασκόπων. Τα Σοβιετικά μηνύματα αποκρυπτογραφήθηκαν, αποκαλύπτοντας την κωδική ονομασία του Τζούλιους η οποία ήταν «Λίμπεραλ» όπως αναφέρεται σε πολλά εξ’ αυτών. Τα έγγραφα υποδηλώνουν ότι η συμμετοχή του αφορούσε στην στρατιωτική και βιομηχανική κατασκοπεία και όχι στην ατομική, όπως θεωρείτο μέχρι τότε. Τα έγγραφα δείχνουν επίσης ότι η Έθελ ενήργησε ως συνεργός στη δραστηριότητα του συζύγου της, αλλά δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο. Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι πιθανότητες εκτέλεσης της Έθελ θα ήταν μικρότερες εάν τα έγγραφα του Βενόνα είχαν αποχαρακτηρισθεί και χρησιμοποιηθεί στη δίκη.
Το 2008 δημοσιοποιήθηκαν 43 από τις 46 καταθέσεις μαρτύρων, συμπεριλαμβανομένης της μαρτυρίας της Ruth Γκρίνγκλας. Τα εν λόγω αντίγραφα αποκάλυψαν αντιφάσεις μεταξύ των καταθέσεων της Γκρίνγκλας πριν το δικαστήριο και κατά την διάρκεια της δίκης. Την ίδια χρονιά, ο Σόμπελ έδωσε συνέντευξη στους New York Times, όπου δήλωσε ότι αυτός και ο Τζούλιους έδωσαν στρατιωτικές και βιομηχανικές πληροφορίες στην Σοβιετική Ένωση, ελπίζοντας ότι θα τους βοηθούσαν να νικήσουν τους Ναζί κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είπε επίσης ότι πίστευε ότι η Έθελ θεωρήθηκε ένοχη επειδή «ήταν σύζυγος του Τζούλιους» και δεν συμμετείχε ενεργά στο δίκτυο κατασκοπείας.

Απόψεις ιστορικών
Μεταξύ των ιστορικών ερευνητών υπάρχουν ορισμένες αντιφατικές εκτιμήσεις σχετικά με την έκβαση της δίκης Ρόζενμπεργκ. Ο Ουόλτερ Σνάιαρ, στο Final Verdict (Τελική ετυμηγορία) υποστηρίζει ότι τα στοιχεία εναντίον της Έθελ κατασκευάστηκαν από το ζεύγος Γκρίνγκλας. Εξήγησε επίσης ότι ο Ρόζενμπεργκ απολύθηκε από το Σώμα Μηχανικών του Στρατού τον Ιανουάριο του 1945 και τα αρχεία της KGB δηλώνουν ότι οι δραστηριότητες κατασκοπείας του έληξαν το 1945, οπότε η συνάντηση την οποία ανέφερε ο Ντέιβιντ Γκρίνγκλας δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβεί. Ο Σνάιαρ υποστηρίζει ότι η Ρούθ δρούσε μόνη της και συναντήθηκε με έναν Σοβιετικό πράκτορα για να παραδώσει ένα σχέδιο βόμβας, το οποίο τοποθετήθηκε σε αρχείο της KGB στις 27 Δεκεμβρίου 1945. Η έρευνά του βασίστηκε σε πρόσφατα δημοσιευμένα αρχεία της KGB.
Άλλοι υποστηρίζουν ότι ο Τζούλιους και η Έθελ ήταν ένοχοι, με την Έθελ να διαδραματίζει μικρό ρόλο, αλλά η δίκη και η ποινή τους ήταν άδικες εξαιτίας της έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων. Ο καθηγητής Δικαίου του Χάρβαρντ, Άλαν Ντέρσοβιτς, δήλωσε ότι οι Ρόζενμπεργκ ήταν «ένοχοι και παγιδευμένοι», υπονοώντας ότι ήταν κατάσκοποι, αλλά τα στοιχεία ήταν κατασκευασμένα εναντίον τους, προκαλώντας μια άδικη δίκη και τιμωρία.
Το 2014, πέντε ιστορικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα έγγραφα της Σοβιετικής Ένωσης δείχνουν ότι η Έθελ συμμετείχε ενεργά και ήταν παρούσα σε συναντήσεις με τον Τζούλιους και τις πηγές του, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι έγραψε συγκεκριμένες σημειώσεις. Ο Ρόναλντ Ράντος καταλήγει, μετά τις ομολογίες του Σόμπελ το 2008, ότι οι Ρόζενμπεργκ ήταν Σοβιετικοί κατάσκοποι. Ωστόσο, πιστεύει ότι οι εισαγγελείς εργάστηκαν για να εξασφαλίσουν την καταδίκη κακοποιώντας το νομικό σύστημα. Σύμφωνα με την άποψή του, η Έθελ ασχολήθηκε ελάχιστα και ως εκ τούτου η εκτέλεσή της ήταν άδικη.
Η δίκη εξακολουθεί να είναι αμφιλεγόμενη μέχρι σήμερα. Πολλά άτομα εξακολουθούν να αμφισβητούν εάν υπήρχαν ή όχι αρκετά έγκυρα αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης για να καταδικάσουν και να εκτελέσουν τους Ρόζενμπεργκ. Άλλοι διερωτώνται εάν η τιμωρία αφορούσες μόνο στα εγκλήματά τους. Ορισμένοι ατομικοί επιστήμονες ισχυρίστηκαν ότι η πληροφορίες που δόθηκαν από τον Ντέιβιντ και τον Τζούλιους δεν θα είχαν μεγάλη σημασία για την ΕΣΣΔ, επειδή ήταν ελλιπείς και όχι πολύ λεπτομερείς.
Λόγω των πρόσφατων αποδεικτικών στοιχείων από την συνέντευξη του Sobell, τις καταθέσεις μαρτύρων και τα έγγραφα Βενόνα, έχουν γίνει αιτήσεις για την απαλλαγή της Έθελ. Τα παιδιά του Τζούλιους και της Έθελ, Μάικλ και Ρόμπερτ, υποστηρίζουν ότι η μητέρα τους ήταν αθώα και δημιούργησαν μια διαδικτυακή αναφορά για την απαλλαγή της. Λόγω των εγγράφων Βενόνα, πιστεύουν τώρα ότι ο Τζούλιους ήταν Σοβιετικός κατάσκοπος ισχυριζόμενοι: «τα ψέματα του ζεύγους Γκρίνγκλας συνέβαλλαν καθοριστικά στην καταδίκη της Έθελ. Αφού η K.G.B. δεν της έδωσε κωδικό όνομα, σημαίνει ότι δεν την θεωρούσε κατάσκοπο και η στρατηγική της εισαγγελίας ήταν να χρησιμοποιήσει την Έθελ για να εξαναγκάσει τον σύζυγό της να ομολογήσει».
Πηγές – βιβλιογραφία
https://www.thoughtco.com/rosenberg-espionage-case-4143573
https://www.atomicheritage.org/history/rosenberg-trial
John Earl Haynes, Harvey Klehr, and Alexander Vassiliev «Spies: The Rise and Fall of the KGB in America» (2009)
Mike Rossiter «The Spy Who Changed the World: Klaus Fuchs and the Secrets of the Atomic Bomb» (2014)
Peter Wright «Spymaster» (1987)
Το έργο με τίτλο Υπόθεση Ρόζενμπεργκ από τον δημιουργό Χείλων διατίθεται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική Χρήση – Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές