εξώφυλλο: «Σίσυφος» πίνακας του Τιτσιάνο (1548) μουσείο Πράντο ΜαδρίτηTitian [Public domain], via Wikimedia Commons
© copyright μετάφραση – επιμέλεια Χείλων
Ο Σίσυφος είναι χαρακτήρας της Ελληνικής μυθολογίας, ο οποίος ως βασιλιάς της Εφύρας (Κόρινθος) έγινε διάσημος όταν «ξεγέλασε» τον θάνατο δύο φορές. Τελικά οι «Κριτές των νεκρών», του επέβαλλαν αιώνια τιμωρία να κουβαλά ένα βράχο στην κορυφή ενός λόφου, αλλά φτάνοντας στην κορυφή, ο βράχος ξανακυλούσε κάτω και έπρεπε να τον ανεβάσει ξανά.
Ο Σίσυφος ιδρυτής των Ίσθμιων και παππούς του Βελλεροφόντη, αποτελεί σήμερα σύμβολο της αφροσύνης εκείνων που επιδιώκουν να διαταράξουν την φυσική τάξη των πραγμάτων και να αποφύγουν την θλιβερή αλλά αναπόφευκτη θνησιμότητα της ανθρωπότητας. Ο χαρακτηρισμός Σίσυφος παραπέμπει σε έργο που δεν μπορεί να ολοκληρωθεί.
Εξαπάτηση του Θανάτου
Στην Ελληνική μυθολογία, η ιστορία του Σίσυφου έχει πολλαπλές και συχνά αντιφατικές εκδοχές με «λογοτεχνικούς εξωραϊσμούς» οι οποίοι προστέθηκαν με την πάροδο του χρόνου, με αποτέλεσμα το μοναδικό αναλλοίωτο στοιχείο να είναι η τρομερή τιμωρία του. Ήταν γιος του Αίολου, που σύμφωνα με τον Όμηρο έλεγχε τους ανέμους και ιδρυτής και πρώτος βασιλιάς της Κορίνθου. Απέκτησε κακοφημία για την πονηριά του, αλλά το μεγαλύτερό του κατόρθωμα ήταν ότι εξαπάτησε τον Θάνατο και τον Άδη, όχι μία αλλά δύο φορές, με αποτέλεσμα να χαρακτηρισθεί από τον Όμηρο ως ο πιο πονηρός άνθρωπος (Ιλιάδα, 6:150 μετ. Καζαντζάκη – Κακριδή):
«εἰ δ’ ἐθέλεις καὶ ταῦτα δαήμεναι ὄφρ’ ἐῢ εἰδῇς ἡμετέρην γενεήν, πολλοὶ δέ μιν ἄνδρες ἴσασιν· ἔστι πόλις Ἐφύρη μυχῷ Ἄργεος ἱπποβότοιο, ἔνθα δὲ Σίσυφος ἔσκεν, ὃ κέρδιστος γένετ’ ἀνδρῶν, Σίσυφος Αἰολίδης· ὃ δ’ ἄρα Γλαῦκον τέκεθ’ υἱόν,….»
«Μ’ αν να τα μάθεις τώρα θα ‘θελες κι αυτά, για να κατέχεις ποια ‘ναι η γενιά μου, όσοι την ξέρουνε πολλοί θαρρώ λογιούνται. Στην άκρη απ’ το Άργος το αλογόθροφο τρανό αγναντεύεις κάστρο, την Εφύρα, όπου ζούσε ο Σίσυφος, ο πιο στη γη πανούργος· κι είχε τον Αίολο κύρη ο Σίσυφος, κι εγέννησε το Γλαύκο,…..»
Όταν ο Δίας απήγαγε την Αίγινα, την κόρη του Ασωπού, παίρνοντάς την μαζί του από τον Φλειούντα στην Οινώνη πέρασε από την Κόρινθο, όπου ο Σίσυφος τον είδε. Έτσι, όταν ο Ασωπός παρουσιάστηκε μπροστά του αναζητώντας την νέα, ο Σίσυφος υποσχέθηκε να του αποκαλύψει το όνομα του απαγωγέα, με τον όρο να κάμει ο Ασωπός να αναβλύσει μια πηγή στην Ακρόπολη της πόλης. Ο Ασωπός συμφώνησε και ο Σίσυφος του είπε πως ο ένοχος ήταν ο Δίας. Αυτό το γεγονός επέσυρε στον Σίσυφο την οργή του αρχηγού των θεών.
Μια παραλλαγή θέλει τον Δία να τον κεραυνοβολεί αμέσως και να τον ρίχνει στα Τάρταρα, όπου του επέβαλε ως τιμωρία να κυλά αιώνια έναν πελώριο βράχο ανεβαίνοντας μια πλαγιά. Μόλις ο βράχος έφτανε στην κορυφή, ξανακυλούσε παρασυρμένος από το δικό του βάρος, και η δουλειά έπρεπε να ξαναρχίσει. Η τιμωρία αυτή, που την διηγείται η Οδύσσεια, θεωρείται ότι είχε μια άλλη εξήγηση. Πράγματι, ο Δίας οργισμένος από το ότι τον κατέδωσε ο Σίσυφος, έστειλε τον Θάνατο, για να τον σκοτώσει. Ο Σίσυφος, αντί να αφεθεί στην τύχη του, συνέλαβε τον Θάνατο και τον έδεσε με αλυσίδες, τόσο σφιχτά που αδυνατούσε να θερίσει τα καθημερινά του θύματα και η γη άρχισε σιγά σιγά να γεμίζει, χωρίς να χωρά ο αυξανόμενος πληθυσμός.

Χρειάστηκε να επέμβει ο Δίας, που ανάγκασε τον Σίσυφο να ελευθερώσει τον Θάνατο και έτσι μπόρεσε να συνεχίσει το έργο του και φυσικά το πρώτο θύμα ήταν ο Σίσυφος. Αντί όμως ο Σίσυφος να υποταχθεί στη μοίρα του, πριν πεθάνει, παρήγγειλε κρυφά στη γυναίκα του να μην του αποδώσει νεκρικές τιμές. Όταν έφτασε στον Κάτω Κόσμο, ο Άδης τον ρώτησε για ποιο λόγο δεν ήρθε εκεί με τους συνηθισμένους τύπους. Ο Σίσυφος παραπονέθηκε για την ασέβεια της γυναίκας του και δήθεν αγανακτισμένος πήρε την άδεια από τον θεό να ξαναγυρίσει στη γη, για να την τιμωρήσει και να την επαναφέρει στον ίσιο δρόμο. Όταν ο Σίσυφος βρέθηκε στη γη, δεν ξαναγύρισε στον Άδη και έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα. Όταν όμως πέθανε οριστικά, οι θεοί του Κάτω Κόσμου, επιθυμώντας να αποφύγουν κάθε απόδραση, του επέβαλαν μια ασχολία, που δεν του άφηνε περιθώρια ανάπαυλας και καμιά δυνατότητα φυγής.
Η τιμωρία
Όταν πέθανε οριστικά ο βασιλιάς, δεν υπήρχε πλέον δυνατότητα διαφυγής, καθώς παρενέβη ο ίδιος ο Δίας φροντίζοντας να μην ενθαρρυνθούν οι άνθρωποι από τα κατορθώματα του απατεώνα Σίσυφου. Η μοίρα του θα ήταν μακρά και βασανιστική. Στην Οδύσσεια του Ομήρου όπου ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον Άδη και βλέπει πολλούς έκπτωτους ήρωες, βλέπει τον Σίσυφο και την αιώνια τιμωρία του (Οδύσσεια, Ραψωδία 11:590 μετ. Καζαντζάκη – Κακριδή) :
«καὶ μὴν Σίσυφον εἰσεῖδον κρατέρ’ ἄλγε’ ἔχοντα, λᾶαν βαστάζοντα πελώριον ἀμφοτέρῃσιν. ἦ τοι ὁ μὲν σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε λᾶαν ἄνω ὤθεσκε ποτὶ λόφον· ἀλλ’ ὅτε μέλλοιἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ’ ἀποστρέψασκε Κραταιΐς· αὖτις ἔπειτα πέδονδε κυλίνδετο λᾶας ἀναιδής. αὐτὰρ ὅ γ’ ἂψ ὤσασκε τιταινόμενος, κατὰ δ’ ἱδρὼς ἔῤῥεεν ἐκ μελέων, κονίη δ’ ἐκ κρατὸς ὀρώρει».
«Ακόμα αντίκρισα το Σίσυφο βαριά να τυραννιέται, γιγάντιο ως με τα χέρια πάλευε ν’ ανακρατήσει βράχο· γερά αντιστυλωμένος δούλευε με χέρια και με πόδια και στο βουνό το βράχο ανέβαζε· μα την κορφή του ως ήταν να ξεπεράσει πια, το βάρος του τον ξετραβούσε πίσω, και πάλι ο βράχος ο ξαδιάντροπος κατρακυλούσε ως κάτω. Κι αυτός αψαγωνιόταν κι έσπρωχνε, κι απ’ όλο το κορμί του ο ίδρωτας έτρεχε, και τύλιγε την κεφαλή του η σκόνη».

Αυτόλυκος & άλλες αναφορές
Σε μια άλλη ιστορία, ο Σίσυφος χρησιμοποίησε την πονηριά του για να πιάσει τελικά τον Αυτόλυκο, παππού του Οδυσσέα και διαβόητο κλέφτη. Ο Αυτόλυκος ήταν γιος του θεού Ερμή και της Χιόνης ή του Δαιδαλίωνα και της Φιλωνίδας και δίδυμος αδελφός του Φιλάμμωνα. Νυμφεύθηκε την Αμφιθέα ή τη Νεαίρα και απέκτησαν την Αντίκλεια, την μητέρα του Οδυσσέα. Παιδιά του Αυτολύκου ήταν ακόμα η Πολυμήδη, μητέρα του Ιάσονα, και ο Αίσιμος. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο Αυτόλυκος είχε σύζυγό του την Μήστρα, κόρη του Ερυσίχθονα. Ο Αυτόλυκος ζούσε στον Παρνασσό, έχοντας αποκτήσει κτήματα, πλούτο και οικογένεια με πολλούς γιους και θυγατέρες και έλαβε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία. Επίσης είναι αυτός που έδωσε το όνομα στο βρέφος Οδυσσέα ως παππούς του. Ο Αυτόλυκος σύμφωνα με τον Ησίοδο είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του Ερμή την ικανότητα να κλέβει και να μεταμορφώνει τα κλεμμένα. Από τον Αμύντορα έκλεψε ένα χάλκινο κράνος (την κυνέη όπως ονομάζετο) και το δώρισε στον Οδυσσέα, που το φορούσε στη νυχτερινή εισβολή του μαζί με τον Διομήδη στην πόλη της Τροίας.
Σύμφωνα με τον μύθο ο Αυτόλυκος έκλεψε τα κοπάδια και όταν ο Σίσυφος τα αναζήτησε κατόρθωσε να αποδείξει την κυριότητα, δείχνοντας το όνομά του, που είχε χαράξει προληπτικά κάτω από τις οπλές των ζώων. Κατά τύχη εκείνη την ημέρα ήταν η παραμονή του γάμου της Αντίκλειας, κόρης του Αυτόλυκου, με τον Λαέρτη. Την νύχτα ο Σίσυφος βρήκε τρόπο να γίνει εραστής της κοπέλας, που συνέλαβε από αυτόν ένα γιο, που φέρεται να είναι ο Οδυσσέας. Σύμφωνα με ορισμένους μυθογράφους, ο Αυτόλυκος έδωσε με τη θέλησή του την κόρη του στον Σίσυφο, επειδή ήθελε να αποκτήσει έναν εγγονό τόσο πονηρό όσο εκείνος.
Στο μύθο του Σίσυφου υπήρχε και ένα άλλο επεισόδιο, που αιτιολογούσε διαφορετικά την τιμωρία του. Δυστυχώς υπάρχει μόνο σε ένα σημείωμα του Υγίνου, το οποίο δεν σώζεται ολόκληρο και πρόκειται για ελλιπή περίληψη κάποιας χαμένης τραγωδίας. Ο Υγίνος διηγείται πως επειδή ο Σίσυφος μισούσε τον αδελφό του Σαλμωνέα ρώτησε το μαντείο των Δελφών με ποιον τρόπο θα μπορούσε να σκοτώσει «τον εχθρό του», δηλαδή τον αδελφό του. Ο Απόλλων του απάντησε ότι θα έβρισκε εκδικητές, αν αποκτούσε παιδιά από την ανεψιά του Τυρώ, κόρη του Σαλμωνέα. Ο Σίσυφος έγινε εραστής της νέας και της χάρισε δίδυμα. Όταν όμως η Τυρώ έμαθε το χρησμό, σκότωσε μόνη της τα δύο μικρά παιδιά. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε τι έπραξε ο Σίσυφος στη συνέχεια. Όταν τελειώνει το χάσμα στο κείμενο, συναντούμε τον Σίσυφο στον Κάτω Κόσμο να κυλά τον βράχο «λόγω της ασέβειάς του».
Ο Σίσυφος είχε σύζυγο την Μερόπη, μια από τις Πλειάδες, την μόνη που παντρεύτηκε θνητό. Στους απογόνους του περιλαμβάνονται ο Γλαύκος και ο Βελλεροφόντης. Στον Σίσυφο αποδίδεται η καθιέρωση των Ίσθμιων αγώνων, που διεξάγονταν κάθε δύο χρόνια προς τιμήν του Ποσειδώνα. Τον Σίσυφο διαδέχθηκε ως βασιλιάς της Κορίνθου ο γιος του Γλαύκος – τον οποίον κατασπάραξαν τα σαρκοφάγα του άλογα – και κατόπιν ο εγγονός του Βελλεροφόντης, του οποίου το φτερωτό άλογο ο Πήγασος έγινε σύμβολο της πόλης και χαρακτηριστικό του Κορινθιακού νομίσματος.
Τέχνη
Ο Κάτω Κόσμος αποτελούσε σχετικά σπάνιο θέμα για τους Έλληνες ζωγράφους, αλλά υπάρχουν αρκετοί αμφορείς από τον 6ο αιώνα π.Χ. που απεικονίζουν τον Σίσυφο.

Σε Αθηναϊκό μελανόμορφο αμφορέα, που χρονολογείται περί το 510 π.Χ. και εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο, απεικονίζεται μια σκηνή της τιμωρίας του Σισύφου. Ο πανούργος βασιλέας σπρώχνει ένα τεράστιο βράχο πάνω σε μια πλαγιά, χρησιμοποιώντας τα χέρια του και το γόνατο, ενώ ο Άδης, η Περσεφόνη και ο Ερμής παρακολουθούν.

Ένα άλλο δείγμα είναι μελανόμορφος αμφορέας στην Κρατική Αρχαιολογική Συλλογή Μονάχου, ο οποίος χρονολογείται από το 530 π.Χ. και δείχνει την Περσεφόνη να επιβλέπει τον Σίσυφο να κυλά τον βράχο, ο οποίος έχει λευκό χρώμα.

Ο μύθος αποκτά δημοτικότητα κατά την διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ., όταν εμφανίζεται στο εξωτερικό αρκετών ερυθρόμορφων αμφορέων που περιλαμβάνουν εικόνες από τον Κάτω Κόσμο. Σε ένα από αυτά, ο Σίσυφος έχει την επιπλέον τιμωρία να μαστιγώνεται από Ερινύα.

Στη γλυπτική, ο Σίσυφος εμφανίζεται το 540 π.Χ. σε μετόπη από αμμόπετρα στο Ηραίον στις εκβολές του Σέλε κοντά στο Πέστουμ (αρχαία Ποσειδωνία). Στην εν λόγω απεικόνιση ο άτυχος απατεώνας όχι μόνο πρέπει να κυλήσει τον βράχο επάνω σε ένα πολύ απότομο λόφο, αλλά την ίδια στιγμή δέχεται επίθεση από πίσω από φτερωτό δαίμονα.
Πηγές – βιβλιογραφία
https://www.ancient.eu/sisyphus/
Pierre Grimal»Λεξικό της Ελληνικής και Ρωμαϊκής μυθολογίας» επιμ. Ελλ. έκδ.. Β. Άτσαλος, 1991
Ομήρου «Ιλιάδα» μετάφραση Καζαντζάκη – Κακριδή
Ομήρου «Οδύσσεια» μετάφραση Καζαντζάκη – Κακριδή
Το έργο με τίτλο Σίσυφος από τον δημιουργό Χείλων διατίθεται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική Χρήση – Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές. Βασισμένο σε έργο στο https://www.ancient.eu/sisyphus/