Η γυναίκα στην Τουρκοκρατία και την Επανάσταση του 1821

στις

εξώφυλλο: Προσωποποίηση της Ελλάδας στο Σάλπισμα Πολεμιστήριον του Κοραή (1801) wikiwand

Σελίδες 25-32 (Α.1.8) της μελέτης του ΚΕΘΙ:
Η συμμετοχή των γυναικών στα κέντρα λήψης πολιτικών αποφάσεων
(αρχείο pdf)

Ευρυδίκη Αντζουλάτου-Ρετσίλα
Καθηγήτρια Διαπολιτισμικών σπουδών


Επιμέλεια παρουσίασης: Πυθεύς

Οι πληροφορίες που διατίθενται για τη θέση των Ελληνίδων στην Τουρκοκρατία προέρχονται κυρίως από τις αναφορές των περιηγητών, που επισκέπτονταν περιοχές κάτω από ποικίλες στρατιωτικές και πολιτικές συνθήκες και για διαφορετικούς λόγους, καθώς επίσης και από τα δημοτικά τραγούδια, πολλά από τα οποία αναφέρονται στην πολεμική δράση και τις ηρωικές πράξεις γυναικών. Αξιομνημόνευτη είναι, επίσης, «η συμβολή της Καλλιρρόης Παρρέν και των συνεργατριών της, που συγκέντρωσαν σπυρί-σπυρί τις πληροφορίες και τις δημοσίευσαν στην «Εφημερίδα των Κυριών», καθώς, επίσης και της Σωτηρίας Αλιμπέρτη. Δυστυχώς, οι ιστορικοί και οι βιογράφοι του προηγούμενου αιώνα που ασχολήθηκαν με την περίοδο της Ελληνικής επανάστασης παρέλειψαν να συμπεριλάβουν στα έργα τους την κοινωνική δράση και την πολεμική συμβολή των γυναικών.

Οι αναφορές των περιηγητών της Τουρκοκρατούμενης Ελλάδας από το 16ο ως το 19ο αιώνα περιέχουν πληροφορίες για τον τρόπο ζωής, τα έθιμα, τις ενασχολήσεις, την εκπαίδευση, την κοινωνική, αλλά και στρατιωτική προσφορά των γυναικών. Αν και δε διευκρινίζεται επαρκώς ο βαθμός επιρροής των γυναικών στα δημόσια πράγματα κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες, αναφέρονται περιπτώσεις στις οποίες διαφαίνεται μια διακεκριμένη θέση και παρουσία τους στη δημόσια ζωή, όπως η περίπτωση των γυναικών της Μυκόνου, που εντυπωσίασε έναν Άγγλο περιηγητή του 19ου αιώνα.

Αν και, όπως αναφέρεται, η εκπαίδευση των γυναικών ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, υπήρχαν μορφωμένες γυναίκες, όπως η μητέρα του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου Ρωξάνη, που είχε διδαχθεί από το μεγάλο λογοθέτη Ιωάννη Καρυοφίλλη και θεωρούνταν μια από τις πιο μορφωμένες γυναίκες της εποχής της. Πολλές από τις γυναίκες αυτές, κυρίως οι φαναριώτισσες, δώριζαν χρήματα σε μορφωτικά ιδρύματα ή επιχορηγούσαν μεταφράσεις και εκδόσεις λογοτεχνικών και άλλων βιβλίων. Έτσι, η Μαρία Σούτσου, σύζυγος του λογοθέτη Δράκου Σούτσου, και η Ελένη Σούτσου, σύζυγος του Δημητρίου Σούτσου, δώρισαν χρήματα για την Πατριαρχική Σχολή, η Ελέγκω, σύζυγος του Μιχάλη Βλαγκάζη, πρόσφερε 2000 πιάστρες στο Σχολείο της Κωνσταντινούπολης. Η Ελένη, σύζυγος Μανώλη Ζάβρα, από τη Θεσσαλονίκη επιχορήγησε την επανέκδοση της μετάφρασης του βιβλίου «Του νέου Ρομπινσόν συμβάντα», που τυπώθηκε στη Βιέννη το 1819. Πολλές ήταν, επίσης, και οι μορφωμένες γυναίκες που μετέφρασαν ή έγραψαν οι ίδιες λογοτεχνικά έργα.

Screen Shot 2018-09-05 at 12.18.40 PM
[Ioachim Heinrich Campe]. Τοῦ νέου Ρομπινσὸν συμβάντα… μεταφρασθέντα παρὰ Κωνσταντίνου Δημητρίου Μπέλιου…, Βιέννη, Γεώργιος Βεντότης, τ. Α´-Β´, 1792. Πρώτη καὶ μοναδικὴ ἔκδοση τῆς Περιγραφῆς τοῦ Νέου Ροβινσώνα, συγγραφέας τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ Γερμανὸς λεξικογράφος καὶ παιδαγωγὸς J.H. Campe (1764-1818). Τὴν ἑλληνικὴ μετάφραση ἐπιμελήθηκε ὁ Κωνσταντῖνος Μπέλιος, ἀπὸ τὴ Λινοτόπολη τῆς Μακεδονίας. Πηγή: Βιβλιοθήκη Ιδρύματος Ωνάση

H Ελισάβετ Υψηλάντη, η μητέρα των Υψηλάντηδων, αποκαλούνταν «Πρωτομάνα των Φιλικών». […]έρχεται πρώτη να χρηματοδοτήσει τον αγώνα που προετοιμάζεται. Στις 16/2/1821 στο αρχοντικό της συγκεντρώνονται οι Φιλικοί για να αποφασίσουν την στιγμή της εξεγέρσεως. Η ηθική και υλική συμβολή της Υψηλάνταινας είναι τόση, που ο Αλέξανδρος (Υψηλάντης) συγκινημένος λέει στους άλλους εταίρους: «-Γράψτε στο τέλος της διακήρυξης «φιλώ το χέρι της μητρός μου». (Γυναίκες στην Φιλική Εταιρία και Φαναριώτισσες, Κούλας Ξηραδάκη, Αθήνα 1971, σελ.13)

Την Μαριγώ Ζαραφοπούλα, την χρησιμοποίησαν πολλές φορές για μεταφορά πολύτιμων εγγράφων. Έδωσε πολλές φορές λεπτά στην Εταιρία της Πόλης, πήρε μυστικά απ’ τους Τούρκους και τα ‘φερε στους Φιλικούς, έσωσε πατριώτες απ’ την προδοσία του Ασημάκη και φυγάδεψε στελέχη του αγώνα σε στιγμές κινδύνου. Όπως βεβαιώνουν οι πατριώτες Π.Μαυρομιχάλης και Δημ. Ορλώφ «… εφυλακίσθη και εξορίσθη ως λαβούσα μέρος εις την Εταιρίαν». (Γυναίκες στην Φιλική Εταιρία και Φαναριώτισσες, Κούλας Ξηραδάκη, Αθήνα 1971, σελ. 15-16)

Η Ευφροσύνη Νέγρη, λέει η συγγραφέας Παρρέν: «Ειργάσθη, προς διάδοσιν των κυοφορουμένων τότε φιλελευθέρων ιδεών και η αίθουσα της απετέλει το κέντρον των μυστικών συναθροίσεων των μεμυημένων ομογενών. Υπό τας μυροβόλους ανθοδέσμας των πολυτελών δοχείων, εκρύβοντο τα εγχειρίδια* και τα όπλα, τα οποία κρυφά και μεταξύ δύο φιλοφρονήσεων μετεβιβάζοντο εις τους ήρωας, οίτινες υπό τοιούτων γυναικών ενεθαρρύνοντο εις την ευγενή και μεγάλην απόφασιν να πληρώσωσι με το αίμα τους την ελευθερία της χώρας των». (Γυναίκες στην Φιλική Εταιρία και Φαναριώτισσες, Κούλας Ξηραδάκη, Αθήνα 1971, σελ.20)

Επίσης, αν και η επαγγελματική δραστηριότητα των γυναικών σε γενικές γραμμές περιορίζονταν σε ενασχολήσεις που θεωρούνταν γυναικείες, όπως είναι η υφαντική, τα εργόχειρα και γενικά τα χειροτεχνήματα, για την ενίσχυση της οικογένειας, καθώς επίσης η πρακτική ιατρική και η πρακτική μαιευτική, υπήρχαν περιπτώσεις που οι γυναίκες εργάζονταν το ίδιο σκληρά με τους άνδρες και μάλιστα σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες. Για παράδειγμα, οι γυναίκες των ορεινών περιοχών της Ηπείρου, που αναφέρονται ως εξελληνισμένες Βλάχες, εργάζονταν μεταφέροντας στις πλάτες τους μεγάλες πέτρες, όμοια με τους άνδρες λαμβάνοντας αμοιβή διόλου λιγότερη από εκείνη των ανδρών.

Εντύπωση, επίσης, προκάλεσε το παράδειγμα των γυναικών του Σουλίου και της Μάνης, οι οποίες μάχονταν στο πλευρό των ανδρών, όπως και οι άνδρες, με αξιοσημείωτο σθένος και τόλμη. Το Σούλι ήταν οργανωμένο στη βάση αρρενογονικών γενών, όπου ο γάμος ήταν πατροτοπικός, ενώ φαίνεται ότι συνήθιζαν τις επιγαμίες, αλλά και τους πολλαπλούς γάμους, με σκοπό τη σύναψη συμμαχιών «με ισχυρά τοπικά κοινωνικοοικονομικά ερείσματα». Οι Σουλιώτισσες υφίσταντο τους περιορισμούς που υπήρχαν για τις γυναίκες στις ανδροκεντρικές οικογένειες, συμμετείχαν, όμως, ενεργά τόσο στην εργασία για τη διασφάλιση του ζωικού κεφαλαίου της ομάδας και για την κάλυψη των αναγκών της οικογένειας ως «παραγωγικός εργάτης» και μάλιστα σε δύσκολες συνθήκες, όσο και στις επιδρομές που πραγματοποιούσαν οι πολεμιστές για την υπεράσπιση του τετραχωρίου.

Ξηραδάκη Κ. (1995), ό.π., σσ. 175-179: «Οι Μανιάτες παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τους Σουλιώτες, στο χαρακτήρα, στις συνήθειες, στην ενασχόληση. Στο Σούλι και στη Μάνη είναι δύο μέρη που εχθρικό πόδι δύσκολα τα πάτησε, για τούτο και έγιναν πολλές φορές σκληροί και πείσμονες αγώνες για την κατάκτησή τους, πράγμα που τους έκανε έμπειρους πολεμιστές. Όσο για τις γυναίκες της Μάνης είχαν κι αυτές γαλουχηθεί στη σκληρή πολεμική ζωή απ’ τον καιρό του Λυκούργου».

Επίσης, Ξηραδάκη Κ. (1995), ό.π., σελ. 33: «Η γυναίκα στο Σούλι δεν ήταν ίση με τον άνδρα, γιατί η σουλιώτικη κοινωνία ήταν ανδροκρατική. Ωστόσο, είχαν μια ιδιαίτερη υπόσταση. Γυμνάζονταν στα όπλα».

Ψιμούλη Β. (2005), ό.π., σ. 211: «Ωστόσο η γυναίκα στο Σούλι δεν έπαυε να ζει υπό τους εγγενείς καταναγκασμούς μιας κοινωνίας αρρενογονικών γενών, θεσμοποιημένης ανισότητας και ασυμμετρίας στις σχέσεις ανδρών-γυναικών. Με βάση τον κανόνα της ανδροπατροτοπικής εγκατάστασης, μετακινείται δια βίου στο σπίτι της οικογένειας του άνδρα της, μέσα στο οποίο έχανε σχεδόν και το βαφτιστικό της όνομα, αντλώντας πλέον την ταυτότητά της από το ανδρωνυμικό της. Με το όνομα Μάρκαινα ήταν γνωστή η Χρυσούλα, γυναίκα του Μάρκου Μπότσαρη. Ως Γιωργάκαινα Τζαβέλα, Λάμπρο Βεϊκαινα, Κώστα Μπέκαινα έχουν καταγραφεί, σε έγγραφο του 1827, οι χήρες των αντίστοιχων αγωνιστών».

Ψιμούλη Β. (2005), ό.π., σσ. 211-212: «Το κουβάλημα του νερού από τον Αχέροντα ή από το ρέμα του Ντάλα, εξαιτίας της απότομης και κοπιαστικής ανωφέρειας ήταν μια επίπονη εργασία, όσο κι αν ο Λαμπρίδης ισχυρίζεται ότι οι Σουλιώτισσες την εκτελούσαν “αόκνως και άδουσαι”», βλ. επίσης σ. 208.

Ψιμούλη Β. (2005), ό.π., σ. 135: «Υπό την έννοια Σούλι υποδηλώνονται τέσσερις οικισμοί και ολόκληροι οι ορεινοί οικισμοί τους.», «Άφθονες είναι οι μαρτυρίες για τη σύμπραξη των γυναικών στις επιδρομές και την πολεμική δράση των Σουλιωτών είτε ως άμεσων πρωταγωνιστών στον ανταρτοπόλεμο και τις επιθέσεις είτε ως επικουρικών σωμάτων για τη μεταφορά τροφίμων και τραυματιών» (σ. 208).

Οι ανάγκες επιβίωσης της ομάδας, που χρειαζόταν πολεμιστές, καθιστούσε τη μητρότητα ιδιαίτερα σημαντική και έδινε στη γυναίκα κεντρικό ρόλο. Ο ρόλος της αυτός, σε συνδυασμό με τη συνδρομή της στους αγώνες και την ενεργό συμμετοχή της στις πολεμικές επιχειρήσεις, συχνά έδινε στη Σουλιώτισσα μια ξεχωριστή δυναμική. Έτσι, σε περιπτώσεις απουσίας ή θανάτου του άρρενος αρχηγού του οίκου, ο οποίος άφηνε ανήλικα παιδιά, την αρχηγία μπορούσε να αναλάβει η πιο ηλικιωμένη γυναίκα που είχε δεσμούς αίματος με τον απουσιάζοντα αρχηγό, ενώ σε περίπτωση θανάτου του η σύζυγός του με τα ανήλικα παιδιά και την μητέρα του ή τη θεία του αναγνώριζαν ως αρχηγό το μεγαλύτερο αδελφό του θανόντα.

Ψιμούλη Β. (2005), ό.π., σ. 212: «Βέβαια αν η μητρότητα άμβλυνε τους καταναγκασμούς του ισχύοντος κοινωνικού συστήματος, η στειρότητα της Σουλιώτισσας πρέπει να αποτελούσε την πιο οδυνηρή έκβαση της ζωής της.» βλ. και σ. 212, υποσημείωση 388, αναφορά σε στείρα γυναίκα στα «Απομνημονεύματα» του γέροντα Σουλιώτη: «Για να ζήσουμε τη μαύρη ζωή μας τι άλλο μας έμενε, παρά να γίνουμε κλέφτες, ληστάδες»… «έτζι λοιπόν, έφυγαν οι δέκα άνδρες και μαζί τους επήγε, μια γυναίκα, στείρα για να τους κάνη το ψωμί».

Ψιμούλη Β. (2005), ό.π., σ. 197 και υποσημείωση 333: «Το 1822 και 1823, ο Μάρκος Μπότσαρης, ενταγμένος στις δυνάμεις της Ελληνικής επανάστασης, βρίσκεται στο Μεσολόγγι. Η οικογένειά του, την οποία ο Μάρκος είχε κατορθώσει, το 1822, να απελευθερώσει από την αιχμαλωσία της στα Ιωάννινα, είχε σταλεί από τον ίδιο στην Αγκώνα. Εκεί, η γυναίκα του Χρυσούλα και τα τρία ανήλικα παιδιά του ζούσαν μαζί με τη θεία του Μάρω (αδελφή Μακαρία), αδελφή του πατέρα του, Κίτσου Μπότσαρη. Και οι δύο διασωζόμενες επιστολές του Μάρκου προς την οικογένειά του στην Αγκώνα, απευθύνονται προς τη θεία του Μάρω, και όχι προς τη γυναίκα του, Χρυσούλα, προς την οποία αποφεύγει να απευθύνει ακόμη και προσωπικό χαιρετισμό. Καταρχάς ενημερώνει τη θεία του σχετικά με τα πολεμικά συμβάντα και τις τύχες συγκεκριμένων προσώπων του γένους τους, που πολεμούν μαζί του, και κατόπιν κανονίζει μαζί της τα περί διοίκησης του οίκου του και εκπαίδευσης των παιδιών του. Μετά το θάνατο του Μάρκου, η θεία Μάρω, πάλι, και όχι η γυναίκα του Χρυσούλα, είναι εκείνη, η οποία, ως άτυπη αρχηγός της οικογένειας του Μάρκου, απευθύνεται πλέον στον αδελφό του, Κώστα Μπότσαρη, στον οποίο και εναποθέτει το βάρος της ουσιαστικής αρχηγίας…».

https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/f/fb/The_Souliot_Women_1827.jpg
Οι Σουλιώτισσες_έργο του Ary Scheffer (1795-1858) Ary Scheffer, Public domain, via Wikimedia Commons

Οι θρυλικές πρωτοβουλίες των Σουλιωτισσών στις μάχες εναντίον του Αλή Πασά και οι ηρωικοί τους θάνατοι μνημονεύονται ως δείγματα σπάνιας δύναμης και τόλμης. Η Μόσχω, σύζυγος του Λάμπρου Τζαβέλα, που οδήγησε 300 γυναίκες, μεταξύ αυτών και την κόρη της Σόφω, σε ένοπλη επίθεση εναντίον τριών χιλιάδων Τουρκαλβανών, η Χάιδω που μετέφερε πολεμοφόδια κατά τον αγώνα των Σουλιωτών στο Κούγγι, όπου τραυματίστηκαν και σφάχτηκαν πολλές γυναίκες, η Μαρία, κόρη του Γιώργη Μπότσαρη, που χώρισε τον άντρα της και έγινε μοναχή (η αδελφή Μακαρία), όταν ο Γιώργης Μπότσαρης αυτομόλησε προς τον Αλή Πασά, η Δέσπω, σύζυγος του Γιώργη Μπότσαρη, που, αφού πολέμησε στη Ρηνιάσα με τις κόρες και τις νύφες της εναντίον των Τούρκων, ανατίναξε τον Πύργο μέσα από τον οποίο πολεμούσαν για να μην παραδοθούν, η Ελένη Κίτσου Μπότσαρη που μετά το Ζάλογγο αφέθηκε να παρασυρθεί στο ρέμα για να μην συλληφθεί από τους Τούρκους. Ακόμη, η Δέσπω Φώτου Τζαβέλα, για την οποία αναφέρεται ότι είχε το βαθμό του ταγματάρχη και μάλιστα ότι έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Νεάπολης το 1805 κατά του Ναπολέοντα με το εκστρατευτικό σώμα των Ρώσων, η Φωτεινή Κολοκοτρώνη, κόρη του Φώτη Τζαβέλα και σύζυγος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, η οποία διακρινόταν για την κρίση της και αναφέρεται ότι διετέλεσε και σύμβουλος της βασίλισσας, η Χρυσούλα, η Βασιλική και η Αικατερίνη Μάρκου Μπότσαρη, η Αγγελική Κώτση Γεωργίτσα Σαφάκα, αλλά και πολλές ανώνυμες Σουλιώτισσες που έπεσαν ομαδικά στο Σέλτσο, όπου άλλες κατακρεμνίστηκαν και άλλες πνίγηκαν στον Αχελώο και επίσης οι Σουλιώτισσες που έπεσαν στο Ζάλογγο, είναι κάποιες μόνο από τις γυναίκες του Σουλίου που έβαλαν τη σφραγίδα τους στις μάχες κατά των Τούρκων και διακρίθηκαν για την αυτοθυσία τους.

«Ο Villemain γράφει ότι κατετάγη στο στράτευμα η γυναίκα του Φώτου Δέσπω με το βαθμό Major δηλ. ταγματάρχου… Ο τίτλος του ταγματάρχου για την Σουλιώτισσα καπετάνισσα δεν ήταν τυπικός, τιμητικός, αλλά ουσιαστικός. Πήρε μέρος με το εκστρατευτικό σώμα των Ρώσων στην εκστρατεία της Νεάπολης το 1805 κατά του Ναπολέοντα» Ξηραδάκη Κ. (1995), ό.π., σ. 72

«Ο Ειρ. Ασώπιος στο «Αττικόν Ημερολόγιον» γράφει: «η Κυρία Φωτεινή ήτο λεφτοφυής Σουλιώτις, έχουσα βλέμμα αγνόν και σπινθηρίζον στοργή, ευφυίαν και αγαθότητα. Αξιοζήλως εξεπλήρωσε τα υψηλά καθήκοντα συμβούλου της βασιλίσσης, παρ’ η αι εμβριθείς γνώμαι και κρίσεις, η παραδειγματική ειλικρίνεια και αφοσίωσις μεγάλως ετιμήθησαν» Ξηραδάκη Κ. (1995), ό.π., σ. 81 και σ. 83

Η Ευφροσύνη Βασιλείου (κυρά Φροσύνη) Kazoygias, CC BY-SA 4.0, via Wikimedia Commons

Όμως, η δράση των γυναικών στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα εξαπλώνεται σε ολόκληρη την επαναστατημένη επικράτεια. Κατά μία άποψη, ακόμη και ο πνιγμός της κυρά Φροσύνης, μαζί με 16 άλλες γυναίκες των Ιωαννίνων δεν οφείλεται σε λόγους ερωτικής αντεκδίκησης, αλλά σε πολιτικούς λόγους. Στις διαδικασίες για την οχύρωση της πόλης του Μεσολογγίου και τις πολεμικές προετοιμασίες σε όλη τη διάρκεια του 1823 οι Μεσολογγίτισσες συμμετείχαν ενεργά με όλους τους τρόπους, ενώ, σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι Αύγουστος Φαμπρ και Σάμουελ Χάου, κατά την ηρωική έξοδο πολλές γυναίκες ντύθηκαν με αντρική περιβολή, προτιμώντας, αν δεν κατόρθωναν να διαφύγουν, να φονευθούν από τους Τούρκους ως άνδρες πολεμιστές. Οι γυναίκες κατά την έξοδο πολέμησαν επάξια με τους άνδρες, πολλές έπεσαν στη μάχη, άλλες αιχμαλωτίστηκαν και κάποιες σώθηκαν. 

Ξηραδάκη Κ. (1995), ό.π., σ. 109: «Ο Γάλλος στρατηγός Γκυγιόμ ντε Βωντονκούρ (Gulliaume de Vaudoncourt) που βρισκόταν το 1807 στα Γιάννενα με πολιτική αποστολή, χαρακτηρίζει πολιτική πράξη τον πνιγμό της Ευφροσύνης και των άλλων γυναικών. Ο Αλής είχε διαπιστώσει ότι οι Έλληνες επηρέαζαν το γιο του Μουχτάρ, διαμέσου της Φροσύνης σε επικίνδυνο βαθμό για τα συμφέροντα της εξουσίας του».

Ξηραδάκη Κ. (1995), ό.π., σ. 126: «Κουκουλωμένες με τη μαντήλα στο κεφάλι, πηγαίνουν πίσω απ’ τις ντάπιες και μαζεύουν τα βόλια του εχθρού και τα δίνουν στην επιτροπή να τα ξαναχύσει. Κουβαλάνε ξύλα και χώμα και παίρνουν την τσάπα και το φτυάρι στο χέρι. Παρηγοράνε τους λαβωμένους, μοιρολογάνε τους σκοτωμένους και κάνουν ό,τι μπορούν για τους αγωνιστές μέσα στη μαύρη φτώχεια που τους δέρνει», γράφει ο Δημ. Φωτιάδης στο Μεσολόγγι του (σ. 26).

Ξηραδάκη Κ. (1995), ό.π., σ. 138, (Κατά τον Α. Φάμπρ): «Οι Ελληνίδες οι οποίες συναισθάνονταν ικανές δυνάμεις, όπως αδιαφορήσουν για τους μόχθους και τους κινδύνους της εξόδου, ντύθηκαν αντρικά, ώστε αν δεν μπορούσαν να διαφύγουν τον εχθρό, να φονευθούν τουλάχιστον απ’ αυτόν εκλαμβανόμενες ως άντρες πολεμιστές» και σ. 139 (Κατά τον Σ. Χάου): «Πλείσται εκ των γυναικών συναθροισθείσαι εις το υποδειχθέν μέρος με ανδρική περιβολήν και ένοπλοι, απεφάσισαν να αποθανώσι εάν ήτο αδύνατον να σωθώσι».

Ξηραδάκη Κ. (1995), ό.π., σ. 142: «Ο Αντ. Αντωνιάδης στη «Μεσολλογιάδα» του αναφέρει μια εικοσαετή Μαρία που φορούσε στολή οπλίτου με φέσι και με σταυρό στο στήθος της που ήταν στην έξοδο. Αναφέρει τη Βάσω τη Γαλαξειδιώτισσα και την Τασούλα που πολέμησαν κατά τη νύχτα της εξόδου. Και τη θυγατέρα του Ζέρβα που αιχμαλωτίστηκε»

Ξηραδάκη Κ. (1995), ό.π., σ. 157 (Κατά τον Δ. Σουρμελή): «Οι Αθηναίοι επιχείρησαν τον αποκλεισμό μετά σπουδής και ζήλου. Πράγμα μεγάλης θέας άξιον, να βλέπης τους πολίτας μικρούς και μεγάλους και αυτάς τας γυναίκας να ενασχολούνται σπουδαίως εις εργασίας πολεμικάς…».

https://chilonas.files.wordpress.com/2019/01/9d5dd-nicolaslouisfrancoisgossece97cebcceaccf87ceb7cf84ceb7cf82ce91cebacf81cf8ccf80c.jpg
Πιθανή απεικόνιση της Ασημίνας Γκούρα από το έργο του Nicolas Louis Francois Gosse Η μάχη της Ακρόπολης (1827). Ελαιογραφία σε μουσαμά Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου. Παράρτημα Ναυπλίου

Ανάλογη ήταν η συνδρομή τους και κατά την πολιορκία της Ακρόπολης. Στη μάχη αυτή έλαβαν μέρος, μεταξύ των άλλων γυναικών, η Ασημίνα Γκούρα, η οποία ήταν μυημένη στη Φιλική Εταιρεία και η οποία, λόγω του σθένους που επέδειξε στη μάχη της πολιορκίας της Ακρόπολης, αναγνωρίστηκε από τους άνδρες ως καπετάνισσα, η Μαμούραινα, σύζυγος του Ιωάννη Μαμούρη, η Ελένη Αναγνωστοπούλου και η μητέρα των αγωνιστών Λέκκα. Επίσης, ο Νικόλαος Καρώρης στο Ημερολόγιο της Πολιορκίας των Αθηνών αναφέρει την περίπτωση μιας γυναίκας από τα Κιούρκα, η οποία διέφυγε από το στρατόπεδο των Τούρκων, όπου κρατούνταν ως αιχμάλωτη, και πληροφόρησε τους Έλληνες για τις τούρκικες δυνάμεις.

H Κωνσταντίνα Ζαχαριά (…) εδράξατο των όπλων, ίνα εκδικηθή, και αναπετάννυσι σημαίαν επί της κατοικίας αυτής! Αι γυναίκες της Λακωνίας και οι γεναίοι του Πενταδακτύλου φλέγονται εν ταις διηγήγεσιν αυτής και ακολουθούσιν αυτή εν τη κοιλάδι της Λακεδαίμονος, ένθα διακηρύττει την αναγέννησιν της Ελλάδος ηγουμένη πεντακοσίων χωρικών. (…)Αφού ηνάγκασε τους Τούρκους να εγκλεισθώσιν εν τω φρουρίω Μιστρά , ανέρχεται τον ρουν του Ευρώτα μέχρι Λεονταρίου , ένθα ανατρέπει την Ημισέληνον των τεμενών και πυρπολεί τον οίκον του Βοϊβόδα , όστις πίπτει υπό τας βολάς αυτής. (Φ.Πούκεβιλ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Α’ τόμος, σελ 27-28)

Χρήση όπλων στις μάχες έκαναν και οι γυναίκες των Κολοκοτρωναίων, καθοδηγούμενες από την καπετάνισσα, τη μητέρα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Ζαμπέτα Κολοκοτρώνη, η οποία στον Μοριά «μοιράστηκε τις περιπέτειες των Κολοκοτρωναίων με θάρρος και παλληκαριά». Όμως, η «ανδροκρατική αντίληψη» του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη «δεν τον άφησε να δει ως ηρωίδα» τη γυναίκα του Αικατερίνη, αφού απέφυγε να εξάρει τη δράση της στο μνημόσυνο και την ανακομιδή των λειψάνων της. Αν και σε γενικές γραμμές η συμβολή των γυναικών στις πολεμικές επιχειρήσεις του αγώνα είχε την αποδοχή και την ηθική επιβράβευση των οπλαρχηγών, δεν έλειψαν και περιστατικά απαξίωσης της γυναικείας συμμετοχής, όπως στην περίπτωση των οπλαρχηγών Π. Μαυρομιχάλη, Π. Γιατράκου και Ν. Σταματελόπουλου, οι οποίοι αρνήθηκαν να δεχτούν στο στράτευμα την Άννα Τριτζοπούλου-Λαούπη που παρουσιάστηκε με 23 εθελοντές για να πολεμήσουν.

Οι γυναίκες πολέμησαν και διακρίθηκαν σε όλες τις μεγάλες μάχες: στο Βαλτέτσι, στο Αγιονόριο Κορινθίας, στη μάχη των Τρικόρφων, στο Δηρό εναντίον του Ιμπραήμ, πολεμώντας με «όπλα, με ξύλα, με δρεπάνια και με πέτρες», στη μάχη στο Πολυάραβο, ενώ 120 γυναίκες και παιδιά έπεσαν στη λίμνη της Αγουλινίστας «αυθόρμητα και πνίγηκαν για να αποφύγουν την ατίμωση», στην πολιορκία των Χανίων, το 1645, του Ηρακλείου (1646-1669). Και ενώ αμέτρητες γυναίκες διακρίθηκαν και θυσιάστηκαν στα πεδία των μαχών, η Αγγελίνα Νικήταινα, σύζυγος του Νικηταρά και αδελφή του Θεόδωρου Ζαχαρόπουλου, πρόσωπο με πολιτική γνώμη και κρίση, κλήθηκε να διαμεσολαβήσει, όταν «ξέσπασε ο πρώτος εμφύλιος» ανάμεσα στην παράταξη του Κολοκοτρώνη και την κυβέρνηση Κουντουριώτη.

Ξηραδάκη Κ. (1995), ό.π., σσ. 221-226: Η ίδια σε επιστολή της προς τον Γ. Κουντουριώτη, με το μέρος του οποίου ήταν ο αδελφός της, ενώ ο άνδρας της ήταν με το μέρος του Κολοκοτρώνη, γράφει: «Είναι δύσκολον να σας παραστήσω την λύπην της ψυχής όπου εδοκιμάσαμεν όλοι οι ευαίσθητοι πατριώται όταν οφθαλμοφανώς είδομεν αναμμένον τον εμφύλιον πόλεμον εις τους κόλπους της πατρίδος μας και χριστιανούς Έλληνας να σκοτώνουν ασπλάγχνως τους αδελφούς των χριστιανούς».

Ξηραδάκη Κ. (1995), ό.π., σ. 208 και σ. 209: «Ο Δικ. Βαγιακάκος στο βιβλίο του «Μανιάτικα» αναφέρει πολλά ονόματα γυναικών της Μάνης που πήραν μέρος σε μάχες εναντίον του Ιμπραήμ: Η Γερακίνα, γυναίκα του Γεωργούλια Γερακάκου… η Πολυξένη Καβάκου...Ελένη Γιατράκου, η Ιωάννα Γιατράκου, η Ελένη Λαμπροπούλου, η Ροζάκαινα, η Ραλλού Πιέρου Μαυρομιχάλη και η Πανώρια Βοζίκη».

Οι γυναίκες πολέμησαν, αιχμαλωτίστηκαν, βασανίστηκαν και θυσιάστηκαν στον αγώνα για την απελευθέρωση και στη νησιώτικη Ελλάδα, στις σφαγές της Χίου, στην καταστροφή της Κάσου, των Ψαρών, στη λεηλασία της Εύβοιας, συχνά προάγοντας την ανδρεία πάνω από το συναίσθημα, ακόμη και αν αυτό αφορούσε στη μητρότητα ή τη συζυγική αφοσίωση, όπως η Δέσποινα Κανάρη, σύζυγος του ναυάρχου Κανάρη και η Αγγελική Τσάκαλη, «που χώρισε τον άντρα της, Ν. Παπαδημητράκη, γιατί στην εκστρατεία της Χίου, φοβήθηκε και το ’σκασε από το πυρπολικό του Κανάρη». Ανάμεσα στις γυναίκες που πολέμησαν ηρωικά είναι και οι καπετάνισσες του στόλου, όπως είναι η Δόμνα Βισβίζη, η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και η Μαντώ Μαυρογένους. Όπως έγραψε ο Ιωαν. Φιλήμων, η Δόμνα Βισβίζη ανέλαβε τη διοίκηση του πλοίου, που διοικούσε ο πλοίαρχος σύζυγός της, «…ως άλλος ανήρ, επί πολύ χρόνον, ίνα μη στερηθή η πολιορκία της από θαλάσσης βοήθειας», ενώ ο Οδ. Ανδρούτσος «πιστοποιούσε με έγγραφό του ότι η Δόμνα Βισβίζη τον Μάη του 1822 έσωσε αυτόν και τους άντρες του προμηθεύοντας τρόφιμα και πολεμοφόδια, που χωρίς αυτά ο στρατός του θα είχε διαλυθεί.»

Ξηραδάκη Κ. (1995), ό.π., σσ. 251-252, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Ν.Α. Μαραθώνιος για τη σύζυγο του Κανάρη, Δέσποινα: «…Καθ’ όλα δε αξία του μετριόφρονος τούτου ήρωος είναι και η ηρωική αυτού σύζυγος. Όταν ο Άγγλος πλοίαρχος επήγε εις την κατοικία του ήρωος, την ηύρε ενασχολουμένην με τους γείτονας εις την κατασκευήν φισιγγίων. ‹Γενναίον άνδρα έχεις› , της είπε ο Άγγλος πλοίαρχος. Κι εκείνη απάντησε λακωνικά: ‹Αν δεν ήταν γενναίος δεν θα τον παντρευόμουν›. »

https://i.pinimg.com/originals/ab/4c/5c/ab4c5c46ddcc0d4a362d28628486d0c1.jpg
Αικατερίνη Καρατζά ή Ρόζα Μπότσαρη Joseph Karl Stieler, Public domain, via Wikimedia Commons

Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, χήρα με έξι παιδιά από τους δύο γάμους της, δε συντήρησε απλώς αλλά αύξησε τη μεγάλη περιουσία που της άφησε ο δεύτερος σύζυγός της, Δημήτρης Μπούμπουλης, έπεισε τη βασιλομήτορα Βελιδέ να μην της δημεύσουν οι Τούρκοι την περιουσία, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και συμμετείχε δυναμικά με οχτώ πλοία στην πολιορκία του Ναυπλίου, διοικώντας η ίδια το πλοίο «Αγαμέμνων», το οποίο όπλισε με δεκαοκτώ κανόνια. Αφού λύθηκε η πολιορκία του Ναυπλίου, αποβιβάστηκε στους Μύλους και από ᾽κει έφτασε έφιππη στο Άργος, συνοδευόμενη από το γιο της και τον Γκίκα Μπότσαρη, μεταφέροντας χρήματα και πολεμοφόδια και ενθαρρύνοντας τους πολεμιστές. Πολέμησε στην Τριπολιτσά δίπλα στον Κολοκοτρώνη, ενώ τον Μάιο του 1821 πολιόρκησε με το πλοίο της «Αγαμέμνων» το απόρθητο φρούριο της Μονεμβασιάς, αναγκάζοντας τους πολιορκημένους Τούρκους να παραδοθούν.

Ξηραδάκη Κ. (1995), ό.π., σ. 271, Σύμφωνα με τον Ιωαν. Φιλήμονα: «Η Λασκαρίνα αναπληρούσα τον σύζυγόν της ως χηρεύσασα, μόνη εδιοίκει ήδη το πολεμικόν μετασχηματισθέν πλοίον αυτής, και πρώτη ενέπνευσε τοις πάσι και σέβας προς αυτήν και φιλοτιμίαν προς τον πόλεμον. Ενώπιον αυτής ο άνανδρος ανήρ ησχύνετο και ο ανδρείος υπεχώρει…»

Ξηραδάκη Κ. (1995), ό.π., σ. 274: Ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος εξήρε τη γενναιότητά της, σε έγγραφό του προς τη Μπουμπουλίνα και τους άλλους αρχηγούς, για να ανακοινώσει τη νίκη του Βαλτετσίου, ζητώντας, παράλληλα, ενίσχυση με πολεμοφόδια, έγραφε: «Τοις ευγενεστάτοις Καπ. Γεωργάκη, Νικ. Λάμπρου καπ. Δημητράκαινα Μπούμπουλη…».

Bouboulina
Λασκαρίνα «Μπουμπουλίνα» Πινότση Unknown author, Public domain, via Wikimedia Commons

Η Μαντώ Μαυρογένους, κόρη του ηγεμόνα της Βλαχίας Νικόλαου Μαυρογένους, έξυπνη, μορφωμένη και γλωσσομαθής, αφού εκτός από τη μητρική της γλώσσα μιλούσε ακόμη τουρκικά, γαλλικά και ιταλικά, όταν κηρύχθηκε η επανάσταση εγκαταστάθηκε στη Μύκονο και έλαβε μέρος στο πατριωτικό συμβούλιο. Ναύλωσε για τις ανάγκες του αγώνα δύο πλοία, τα οποία έστειλε μαζί με άλλα μυκονιάτικα στην Εύβοια. Τον Οκτώβριο του 1822, ως επικεφαλής σώματος Μυκονιατών, απέκρουσαν διακόσιους Αλγερινούς που αποβιβάστηκαν στο νησί. Το 1823 συμμετείχε με ένα μικρό στόλο στην εκστρατεία της Καρύστου και για τη συμμετοχή της αυτή της απονεμήθηκε «μοναδικό προς γυναίκα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, το αξίωμα του επιτίμου αντιστρατήγου, που το 1829 επικυρώθηκε επίσημα από τον Καποδίστρια και της παραχωρήθηκε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο για εγκατάστασή της», ενώ στη Μύκονο στέφθηκε με δάφνινο στεφάνι, όπως αρμόζει «εις τους πολεμιστάς οι οποίοι ήθελον διακριθεί επ’ ανδραγαθία επί του πεδίου της μάχης…». Στην Ύδρα γνώρισε τον Κανάρη, ενώ μαζί με τους Γκούρα, Οδ. Ανδρούτσο και Διαμαντή έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Φωκίδας. Προσπαθώντας ακόμη να εκμεταλλευτεί το ρεύμα του φιλελληνισμού που εκδηλώθηκε στην Ευρώπη και στην Αμερική έγραψε στις Γαλλίδες και στις Αγγλίδες, προκειμένου να τις ευαισθητοποιήσει υπέρ της ελληνικής υπόθεσης. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται σε έργο του Ιωαν. Ζαμπέλιου, έγραψε και στον Καποδίστρια, προκειμένου να τον προειδοποιήσει για το δόλο των Μαυρομιχάληδων. Η Μαντώ Μαυρογένους προσέφερε ό,τι είχε στην κατοχή της στον αγώνα του έθνους για την απελευθέρωση, γεγονός που την έφερε σε ρήξη με την οικογένειά της, και στο τέλος δεν της απόμεινε τίποτε από την περιουσία της. Εικάζεται ακόμη ότι η Μαντώ Μαυρογένους, όπως η Μπουμπουλίνα και πολλές άλλες γυναίκες, είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία.

Μαντώ Μαυρογένους

Ξηραδάκη Κ. (1995), ό.π., σ. 294. Έγραφε, μεταξύ άλλων, προς τις Γαλλίδες: «Εσείς βλέπετε τους άντρες σαν θαυμαστές των θελγήτρων σας, ενώ εγώ τους βλέπω σαν στηρίγματα χώρας μου. Τους δένετε στο άρμα σας για να τους θαμπώσετε με τη λάμψη(!) ενώ εγώ τους δένω στο άρμα μου για να τους κάνω να πετάξουν προς τη δόξα. Οι θαυμαστές μου γίνονται άντρες, ενώ οι δικοί σας μένουν σκλάβοι….Οι περισσότεροι από τους δημόσιους άνδρες σας συνωμοτούν για το ατομικό τους όφελος εναντίον του κράτους. Ποτέ μια γυναικεία θελκτική φωνή δεν ακούγεται να τους λέει να είναι καλοί πολίτες, και παραμένουν κακοί υπουργοί ή φιλοχρήματοι και σερνάμενοι πολιτικάντηδες (!)… Οι Έλληνες, γεννημένοι για την ελευθερία, μόνο στους ίδιους τους εαυτούς τους μπορούν να την οφείλουν. Έτσι δεν εκλιπαρώ διόλου την συνδρομή σας εις το να κάνετε τους συμπατριώτες σας να μας στείλουν βοήθεια, αλλά μόνον εις το να τους αποτρέψετε να βοηθήσουν τους εχθρούς μας. Η Ιερά Συμμαχία έταξε ως σκοπό της τη διατήρηση των επικρατειών των νομίμων χριστιανών βασιλέων. Ο Σουλτάνος είναι ένας άπιστος ηγεμών και δεν υπήρξε ποτέ νόμιμος ηγεμών. Η Οθωμανική Πύλη δεν άσκησε ποτέ απάνω μας μέχρι τώρα παρά το δικαίωμα του ξίφους. Κατείχε την Ελλάδα κατακτητικώ δικαιώματι. Με την κατάκτηση πρέπει να της την αποσπάσουμε» βλ. και σελ. 298 προς τις Αγγλίδες: «… δεν μας αρκεί ευγενικές κυρίες μόνο ο ενθουσιασμός. Οι αιώνες της τυραννίας μάς έχουν εξαντλήσει οικονομικώς. Ο ηρωισμός δεν ωφελεί όταν στερείται τ’ απαραίτητα οργανικά μέσα για να εκδηλωθή, χρήμα, όπλα, πυρομαχικά, τροφή, ενδύματα. Κι αν τολμώ να επικαλεσθώ τη συμπάθειά σας, σκοπός μου είναι η εξασφάλισις ενός ασύλου για τα κατατρεγμένα γυναικόπαιδα στην Εύβοια την οποία με τη μεσολάβησή σας θα ευρίσκαμε τρόπο να επανακτήσουμε και να την αφιερώσουμε στη μνήμη των γυναικών της Αγγλίας…».

Μπλανκάρ Θ. (2006) Ο Οίκος των Μαυρογένη, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, σ. 417: «Έξοχε κυβερνήτα⋅ τη στιγμήν ταύτην, φθάνω να μάθω, ότ’ οι Μαυρομιχάλαι προμελετώσι τον φόνο σου. Προς τούτο, ητοίμασαν κρυφίως όπλα και ξίφη, και ευκαιρίαν, αρμόδιον ζητούσι. Βέβαιον είναι, και προς θεού φυλάξου. Ευπειθής πάντα⋅ Μανδώ η Μαυρογένου».

Αντί επιλόγου

Σε όλους όσοι αισθάνθηκαν ελεύθεροι να πεθάνουν για την πατρίδα τους το λιγότερο που αρμόζει είναι η αποσιώπηση της δράσης τους. Πόσο παράδοξη φαντάζει η ολιγωρία ορισμένων σύγχρονων Ελλήνων, πρωτίστως Ελλήνων και κατόπιν ιστοριογράφων, ακαδημαϊκών κ.λπ., απέναντι στην επαπειλούμενη άλωση του ίδιου τους του έθνους!  Την ίδια αίσθηση προκαλεί και η επιλεκτική μνημόνευση η οποία αφήνει υπόνοιες σκοπιμότητας και μεθοδεύσεων ανεξαρτήτως είδους και προέλευσης. Δίχως να αξιώνει δάφνες για την πρωτοτυπία ή τον αντιδιχαστικό της χαρακτήρα, η άποψή μου είναι ότι κανείς από μόνος του δε θα μπορούσε να είχε επιτύχει το δεδομένο αποτέλεσμα —oύτε οι αγωνιστές, ούτε οι γυναίκες τους, ούτε ο παπάς του χωριού, ούτε ο δάσκαλος. Φαντάζομαι την ιστορία να ζωντανεύει όταν μάχεται την γραμμικότητά της δίνοντας διαστάσεις σε κάθε καθημερινότητα που μελετά. _Πυθεύς