γράφει ο Ιωάννης Τζάνος πτυχ. Φιλοσοφικής Α.Π.Θ.
Ερμηνεία (Interpretation)
Η ερμηνεία είναι μια δραστηριότητα, η οποία ξεφεύγει από τα αυστηρά λογοτεχνικά όρια. Κάθε ανθρώπινη ενέργεια όπως οι πράξεις, ο λόγος, τα έθιμα, τα όνειρα, οι επιστημονικές θεωρίες, τα αρχαιολογικά ευρήματα μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενα ερμηνείας και ως εκ τούτου η λογοτεχνική ερμηνευτική υπάγεται στη γενικότερη θεωρία της ερμηνείας.
Το ρήμα «ἑρμηνεύειν» σημαίνει κατά κύριο λόγο, ότι αποσαφηνίζουμε κάποιο νόημα που αρχικά δεν κατανοούμε. Σύμφωνα με τον ορισμό, ομιλούμε για ερμηνεία των ονείρων, ενός προβλήματος, ή ενός δυσνόητου βιβλίου. Ο ερμηνευτής αναλαμβάνει ταυτόχρονα τον ρόλο του μεταφραστή, δηλαδή εκείνου που μεταφέρει σε μία γλώσσα τα νοήματα που έχει κατανοήσει από άλλη γλώσσα. Ενίοτε, χαρακτηρίζουμε ως ερμηνευτές έναν ηθοποιό, ή έναν μουσικό κι επομένως, βάσει αυτών των αναφορών, η ευρύτερη σημασία της ερμηνείας καθίσταται εναργέστερη.
Ο ερμηνευτής, εν πολλοίς, είναι εκείνος που αποσαφηνίζει, ή παρέχει ερμηνεία για κάτι – αυτός που ενεργεί ως διαμεσολαβητής ανάμεσα σε μια αρχική σημειωτική δραστηριότητα και έναν παραλήπτη (ή αναγνώστη). Όσον αφορά στην ετυμολογία της λέξης, ο ερμηνευτής εμφανίζεται ως μια παρουσία ανάμεσα σε κάτι και σε κάτι άλλο, βρίσκεται σ’ αυτό που θα αποκαλούσαμε «μεσοδιάστημα» και μορφοποιεί εκ νέου μια πολύπλοκη σημειωτική δραστηριότητα, η οποία διαφορετικά θα παρέμενε ημιτελής, ή προβληματική κατά κάποιο τρόπο.
Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην ερμηνεία του λογοτεχνικού έργου, ή ακόμα καλύτερα, στην θεωρία ερμηνείας των λογοτεχνικών έργων, η οποία εκφράζει την άποψη ότι η ίδια η λογοτεχνία συγκαταλέγεται στα αντικείμενα που επιδέχονται ερμηνείας. Η ερμηνεία αποτελεί μία μορφή ανθρώπινης επικοινωνίας και όπως κάθε μορφή επικοινωνίας πρέπει να ακολουθεί ορισμένους κανόνες και συμβάσεις – διαφορετικά θα ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθεί. Κάθε ερμηνευτική δραστηριότητα πραγματοποιείται εντός συγκεκριμένου πεδίου ανθρώπινης δράσης, το οποίο καθορίζει τα όρια και τις συμβάσεις εντός των οποίων η ερμηνευτική δραστηριότητα καθίσταται δυνατή. Ωστόσο, αυτές οι συμβάσεις δεν είναι παγιωμένες: ενδέχεται να μεταβληθούν και να μετατοπιστούν από μια συγκεκριμένη ερμηνευτική πράξη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υφίστανται. Πρέπει επομένως, να έχουμε στο νου μας ότι από τη στιγμή που η ερμηνεία λαμβάνει χώρα σε ένα καθορισμένο πεδίο δράσης (αντικείμενο, σκοπός και όρια) η έννοια μιας ολοκληρωμένης ή απόλυτης ερμηνείας καθίσταται ύποπτη εξαρχής, καθώς καμία κατάσταση δεν είναι ουδέτερη ή απόλυτη.
Ερμηνεία και κατανόηση (Interpretation and understanding)
Τόσο η ερμηνεία όσο και η κατανόηση είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την «οικοδόμηση» του νοήματος και τα όρια μεταξύ τους δεν είναι απόλυτα. Η ερμηνεία θεωρείται αναγκαία διεργασία όταν στο κείμενο υπάρχουν στοιχεία που δυσχεραίνουν την κατανόηση, όπως δύσκολες, ή ασυνήθεις εκφράσεις, λανθάνουσες, ή υπόρρητες αναφορές, ή κείμενα των οποίων οι έννοιες είναι δυσνόητες. Αυτό σημαίνει ότι η ερμηνεία προϋποθέτει την κατανόηση από τον ερμηνευτή.
Η κατανόηση στη λογοτεχνία, αφορά στην συνηθισμένη (συμβατική) χρήση της γλώσσας, δηλαδή κατανοούμε το κυριολεκτικό νόημα ενός κειμένου και κατόπιν ερμηνεύουμε άλλα νοήματα. Η κατανόηση είναι μια πρώτη προσέγγιση του νοήματος, η δόμηση ενός οργανικού/ουσιαστικού νοήματος το οποίο είναι επαρκές για τους σκοπούς μας (παρότι θεωρητικά είναι προβληματικό). Μια καθημερινή συζήτηση, ενώ επιδέχεται διαφόρων ερμηνειών, είναι στην πραγματικότητα απλή στην κατανόησή της. Η περιγραφή της γλώσσας από τους κλασικούς γλωσσολόγους αποσκοπεί στο να περιγράψει αυτό ακριβώς το επίπεδο της γλώσσας: το υπόρρητο γλωσσικό σύστημα, τους ήχους, τις δομές και τα νοήματα που είναι κοινά σε όλους τους ομιλητές και καθιστούν δυνατή την επικοινωνία.
Οποιαδήποτε ειδική χρήση της γλώσσας (parole/ομιλία) προϋποθέτει μία γλωσσική δομή. Δεν εξετάζουμε την γλώσσα στο σύνολό της ως ένα όργανο, ή απλό κώδικα, αλλά μπορούμε να θεωρήσουμε το υπόρρητο (υπονοούμενο) σύστημα της γλώσσας ζωτικής σημασίας για την επιτέλεση των γλωσσικών πράξεων από την πλευρά του ομιλητή.
Εντούτοις, από την πλευρά του ακροατή, η απλή αποκωδικοποίηση του μηνύματος σύμφωνα με τους κανόνες του γλωσσικού συστήματος δεν επαρκεί: οφείλει να λάβει υπόψιν πιο συγκεκριμένους κανόνες σχετικούς με τη χρήση των συμφραζομένων, την συγκεκριμένη κατάσταση στην οποία έλαβε χώρα η γλωσσική πράξη, την σχέση του με τον ομιλητή και τη δραστηριότητα του λόγου στην οποία εμπλέκονται. Έτσι, σε κάθε επικοινωνιακή πράξη υφίσταται ένα γενικό σύστημα αναφορών κοινό για τον ομιλητή και τον ακροατή, αλλά δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί με μηχανικό τρόπο: ομιλητής κι ακροατής πρέπει να εμπλακούν σε ένα γλωσσικό παιχνίδι, το οποίο επαναπροσδιορίζει τη σημασία (ή το νόημα) των βασικών γλωσσικών στοιχείων προκειμένου να σχηματίσουν ένα συγκεκριμένο μήνυμα ή να υπάρξει μια αλληλενέργεια διαμέσου της γλώσσας.
Η κατανόηση, επομένως, προηγείται λογικά και γλωσσικά της ερμηνείας. To τοπίο γίνεται καθαρότερο στην περίπτωση της λογοτεχνικής ερμηνείας, καθώς σε αυτήν την περίπτωση οι συνθήκες στις οποίες λαμβάνει χώρα η ερμηνεία και η κατανόηση διαφοροποιούνται από την ιδρυτική τους αρχή. Θα μπορούσαμε να απλοποιήσουμε τα πράγματα λέγοντας πως η κατανόηση είναι μια δραστηριότητα που επαφίεται στον αναγνώστη ενώ η ερμηνεία στον κριτικό της λογοτεχνίας. Βέβαια, αυτό το «σχήμα» είναι λίγο-πολύ γενικό και δεν σταματάει εδώ.
Αρχικά, μπορούμε να πούμε πως όλοι οι κριτικοί είναι ταυτόχρονα αναγνώστες και αντιστρόφως και ότι πρέπει να κατανοήσουν το κείμενο προτού το ερμηνεύσουν. Οι αναγνώστες ίσως συναντήσουν σε κάποιο κείμενο πολλά εμπόδια στην κατανόησή του, η οποία να χρήζει ερμηνείας. Επειδή η ερμηνεία παρέχεται αυτομάτως από τον αναγνώστη, ελάχιστοι καταφεύγουν στον κριτικό για να ζητήσουν μια αντίστοιχη.
Ερμηνευτική (Hermeneutics)
Η ερμηνευτική, ως μεθοδολογία της ερμηνείας, εστιάζει στα προβλήματα που ανακύπτουν κατά την ενασχόλησή της με ανθρώπινες δραστηριότητες που περικλείουν κάποιο νόημα και με τα «παράγωγα» τέτοιων δραστηριοτήτων, με σημαντικότερο όλων το κείμενο. Ως ένα καθαρά μεθοδολογικό πεδίο μελέτης, προσφέρει όλα τα απαραίτητα εργαλεία για να αντιμετωπίσουμε επαρκώς τα διάφορα ερμηνευτικά προβλήματα που σχετίζονται με τις ανθρώπινες δραστηριότητες, τα κείμενα και άλλα υλικά που ενέχουν κάποιο νόημα. Η ερμηνευτική έχει μία μακρά παράδοση καθώς τα ποικίλα προβλήματα με τα οποία ασχολείται ήταν συνεχώς παρόντα στην ανθρώπινη ζωή και τα οποία θεωρούνταν πάντοτε άξια συλλογισμού: η ερμηνεία είναι μια συνεχώς παρούσα δραστηριότητα, καθώς ερχόταν στο προσκήνιο όποτε οι άνθρωποι πάσχιζαν να συλλάβουν οτιδήποτε θεωρούσαν ότι επιδέχεται ερμηνείας. Λόγω της μακράς ιστορίας της, είναι απολύτως φυσικό και λογικό ότι τόσο τα προβλήματα που την αφορούν, όσο και τα εργαλεία που «σφυρηλατήθηκαν» προς επίλυσή αυτών, έχουν μεταβληθεί σημαντικά με το πέρασμα του χρόνου όπως και η ερμηνευτική αυτήν καθαυτή.

Σύμφωνα με τον David C. Hoy καθηγητή Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, ο όρος ερμηνευτική έλκει την καταγωγή του από τον Έλληνα θεό Ερμή, ο οποίος μεταξύ άλλων, θεωρείται εφευρέτης της γλώσσας και διαμεσολαβητής μεταξύ θεών και ανθρώπων. Επιπλέον, το αρχαιοελληνικό ρήμα ἑρμηνεύω (= λέγω, εξηγώ, μεταφράζω) και ειδικότερα ό όρος ερμηνευτική (hermeneutice) κατέχει κεντρική θέση στο Αριστοτελικό έργο Περὶ Ἑρμηνείας το οποίο πραγματεύεται την σχέση μεταξύ γλώσσας και λογικής – νοήματος.
Οι διάφορες ερμηνευτικές απόπειρες για τον προσδιορισμό του νοήματος έχουν βρει εφαρμογή σε ποικίλα ακαδημαϊκά πεδία: αρχαιολογία, αρχιτεκτονική, περιβαλλοντικές σπουδές, στον τομέα των διεθνών σχέσεων, πολιτική θεωρία, ψυχολογία, θρησκειολογία και κοινωνιολογία. Ειδικότερα η φιλοσοφική ερμηνευτική δεν προσεγγίζει με έναν απολύτως συγκεκριμένο τρόπο το νόημα όπως οι προαναφερθείσες επιστήμες αλλά εξετάζει την φύση του ίδιου του νοήματος, της κατανόησης καθώς και της ερμηνείας.
Η έννοια της ερμηνευτικής παρουσιάζει μια σημαντική εξέλιξη από τον Μεσαίωνα έως τις αρχές του 19ου αιώνα. Αρχικά, ο όρος ερμηνευτική συνδεόταν με τη Βιβλική παράδοση και τη θεωρία της βιβλικής ερμηνείας σταδιακά όμως επεκτάθηκε για να καλύψει το πεδίο της φιλοσοφικής μεθοδολογίας εν γένει. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ωστόσο, η έννοια της ερμηνευτικής απέκτησε εάν ακόμη πιο αμφιλεγόμενο χαρακτήρα: στην ερμηνευτική του Schleiermacher το θεμελιακό στοιχείο είναι ο γλωσσικός παράγοντας που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε το κειμενικό υλικό ενώ η ερμηνευτική του Dilthey στηρίζεται στην διάκριση μεταξύ των φυσικών επιστημών και της αποκαλούμενης Geisteswissenschaften δηλαδή των επιστημών του πνεύματος, όπου περιλαμβάνονται η ιστορία, η λογοτεχνία, οι τέχνες και το δίκαιο.

Βιβλική Ερμηνευτική (Biblical Hermeneutics)
Η πρώτη εκδοχή της ερμηνευτικής αφορά στην θεωρία της Βιβλικής ερμηνείας. Η ερμηνευτική, επομένως, δεν αναφέρεται σε αυτήν καθαυτή την δραστηριότητα της ερμηνείας αλλά στις βασικές της αρχές, όπως για παράδειγμα, περιεγράφηκαν από τον Ακίνα στις σελίδες του για τα διάφορα επίπεδα νοήματος σε ένα Βιβλικό κείμενο. Το πρώτο βιβλίο που πραγματεύεται διεξοδικά την ερμηνευτική είναι αυτό του J. C. Dannhauer με τίτλο «Hermeneutica sacra sive methodus exponenedarum sacratum literarum (1654)».
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι τόσο η έννοια όσο και η θεωρία, αναπτύχθηκαν περαιτέρω στο πεδίο της προτεσταντικής θεολογίας. Υπήρχαν διάφορα εγχειρίδια προτεσταντικής ερμηνευτικής γραμμένα κατά τη διάρκεια του 18ου αι. για να βοηθούν σε πρακτικό επίπεδο τους ιερείς των οποίων τα κηρύγματα στηρίζονταν στα Βιβλικά κείμενα και συνήθιζαν να επισημαίνουν την σημασία τους χωρίς να προσφεύγουν στην εκάστοτε εξουσία για την ερμηνεία τους.
Αρχικά ο Λούθηρος αντέδρασε σε αυτήν την μεσαιωνική ερμηνευτική θεωρώντας ως νόμιμες μόνο τις κυριολεκτικές – κατά γράμμα αναγνώσεις της Βίβλου. Ωστόσο, η Προτεσταντική ερμηνευτική στο σύνολό της είναι πιο ανοιχτή και ανεκτική στην ιδέα ότι η Βίβλος, όπως και η λέξη Θεός, δεν έχει παγιωμένο νόημα, αλλά πρέπει να επανερμηνεύεται στην εκάστοτε εποχή.

Ερμηνευτική του δικαίου (Legal Hermeneutics)
Στον κοσμικό βίο, η ερμηνευτική του δικαίου άρχισε να αποκτά σημασία κατά την διάρκεια της Αναγέννησης με την αναβίωση του ενδιαφέροντος για το Ρωμαϊκό δίκαιο. Η προσπάθεια να αποδοθεί συνεκτική σημασία στον Ιουστινιάνειο Κώδικα (533 μ.Χ.) οδήγησε τους νομομαθείς να επιζητήσουν μεθόδους ορθής ερμηνείας. Πράγματι, σε πρακτικό επίπεδο, η αναγκαιότητα της ερμηνευτικής είναι προφανής: προκειμένου να αποδώσουν δικαιοσύνη μέσα από γενικούς νόμους, οι δικαστές είναι υποχρεωμένοι να ερμηνεύουν το νόημα του νόμου όπως εφαρμόζεται σε ειδικές περιπτώσεις. (Selden R. Από τον φορμαλισμό στο μεταδομισμό, 2004, σ. 362)
Η ερμηνευτική του δικαίου έχει τις ρίζες της στην φιλοσοφική ερμηνευτική και εξετάζει τη φύση του νομικού νοήματος, θέτοντας τα εξής ερωτήματα: Πως μπορούμε να καθορίσουμε/προσδιορίσουμε την σημασία ενός δεδομένου νόμου; Και ποιος το καθορίζει αυτό; Ποια είναι τα κριτήρια που μας οδηγούν σε έναν τέτοιο προσδιορισμό; Ποια πρέπει να λαμβάνονται ως κριτήρια; Είναι τα κριτήρια που επικαλούμαστε για να προσδιορίσουμε τη σημασία ενός δεδομένου νόμου σωστά; είναι απαραίτητα αυτά τα κριτήρια; είναι επαρκή; ποιον εξυπηρετούν τα ερμηνευτικά μας κριτήρια; Πώς επιλέχθηκαν τα κριτήρια αυτά και από ποιόν; Μέσα σε ποιες κοινωνικές – πολιτισμικές και ιστορικές συνθήκες διαμορφώθηκαν αυτά τα κριτήρια;
Είναι τα κριτήρια που χρησιμοποιούσαμε στο παρελθόν για να αποσαφηνίσουμε τη σημασία ενός δεδομένου νόμου τα ίδια με εκείνα που θα χρησιμοποιούσαμε σήμερα; Γιατί ναι ή γιατί όχι; Ποιες προσωπικές η πολιτικές επιδιώξεις εξυπηρετούν τα νομικά νοήματα; Πως δυνάμεθα να διαμορφώσουμε εγκυρότερα νομικά νοήματα; Μέσα, λοιπόν, από αυτά τα μετα-ερμηνευτικά ερωτήματα, η ερμηνευτική του δικαίου αναλαμβάνει τον κριτικό ρόλο να βοηθήσει τον ερμηνευτή των νόμων σχετικά με την ερμηνευτική διαδικασία.
Φιλολογική Ερμηνευτική (Philological Hermeneutics)
Η τελευταία περιοχή του ερμηνευτικού εγχειρήματος, η φιλολογική ερμηνευτική, κατάγεται από τη σχολή της Αλεξάνδρειας και την προσήλωσή της στην ερμηνεία του Ομήρου και της ρητορικής παράδοσης. Αυτός ο κλάδος της ερμηνευτικής επίσης αναβίωσε κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης, όταν οι ανθρωπιστές λόγιοι ζητούσαν να ανασυγκροτήσουν τις αυθεντικές εκδοχές των κειμένων. Έχοντας, λοιπό, στενή σχέση με την διαφύλαξη και την κατανόηση της κλασικής κληρονομιάς, η φιλολογική ερμηνευτική συνδέθηκε στενά με τη μετάφραση και με ευρύτερες παιδαγωγικές μέριμνες (Selden R. Από τον φορμαλισμό στο μεταδομισμό, 2004, σ. 362).
Στην αρχαιότητα οι διάφορες πρακτικές ερμηνείας βρίσκονταν στο ζενίθ τους αποσκοπώντας σε οτιδήποτε μπορούσε να ερμηνευθεί όπως προφητείες, όνειρα, μύθοι, φιλοσοφικά και ποιητικά έργα καθώς νόμοι και νομικά έγγραφα. Η απαρχή της αρχαίας ερμηνευτικής, ως πιο συστηματική δραστηριότητα, εντοπίζεται στην απόπειρα ερμηνείας των Ομηρικών επών. Το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της αρχαίας ερμηνευτικής δραστηριότητας ήταν η ἀλληγορία (allegorisis/allegoría, ἄλλα ἀγορεύειν ήτοι εννοώ κάτι άλλο από αυτό που λέω): πρόκειται για μία μέθοδο που στηριζόταν στην μη κυριολεκτική ερμηνεία «αυθεντικών» κειμένων τα οποία περιείχαν υποθέσεις και αξιώματα που φαίνονταν θεολογικά και ηθικά ακατάλληλα ή εσφαλμένα (Tate 1934) Τέτοιου είδους ερμηνευτικές απόπειρες απέβλεπαν σε ένα βαθύτερο νόημα κρυμμένο κάτω από την επιφάνεια – ὑπόνοια, ήτοι ένα λανθάνων/υπόρρητο νόημα.
Η αλληγορία είχε αναδειχθεί σε εξέχουσα ερμηνευτική πρακτική τον 6ο αι. στις σχολές του Στωικισμού και του Νεοπλατωνισμού αλλά και αργότερα (Scholz 2016: 18ff). Στον Μεσαίωνα το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της ερμηνευτικής πράξης ήταν η αποκαλούμενη accessus ad auctores (πρόσβαση στους συγγραφείς): πρόκειται για μια τυποποιημένη εισαγωγή, η οποία προηγούνταν των εκδόσεων και των ερμηνευτικών σχολίων πάνω στα έργα των (κλασικών) συγγραφέων. Υπήρχαν ποικίλες εκδοχές της accessus αλλά επικρατέστερη είναι η ακόλουθη τυπολογία των επτά ερωτήσεων (Detel 2011: 84f.):
1. Ποιός (είναι ο συγγραφέας;) (quis/persona?)
2. Ποιό (είναι το περιεχόμενο του κειμένου;) (quid/materia?)
3. Γιατί (γράφτηκε το κείμενο;) (cur/causa?)
4. Πώς (συνετέθη το κείμενο;) (quomodo/modus?)
5. Πότε (γράφτηκε ή εκδόθηκε το κείμενο;) (quando/tempus?)
6. Πού (γράφτηκε ή εκδόθηκε το κείμενο;) (ubi/loco?)
7. Ποιά μέσα (χρησιμοποιηθήκαν για/κατά την συγγραφή ή έκδοσή του;) (quibus faculatibus/facultas)
Ο Johann Conrad Dannhauer υπήρξε ο πρώτος που συνέγραψε ένα συστηματικό εγχειρίδιο πάνω στη γενική ερμηνευτική (Jaeger 1974) υπό τον τίτλο Idea boni interpretis et malitiosi calumniatoris («Σκέψεις πάνω στην σωστή ερμηνεία και την απατηλή σοφιστεία», 1630) εισάγοντας τον λατινικό νεολογισμό hermeneutica
χαρακτηρίζοντας έναν γενικό modus sciendi. Με το συγκεκριμένο έργο αποσκοπούσε στο να συμπληρώσει και να επεκτείνει το έργο του Αριστοτέλη που έφερε τον τίτλο ὄργανον και το θεματικό του υλικό για να προχωρήσει σε μια διάκριση μεταξύ αληθούς και ψευδούς νοήματος σε οποιοδήποτε κείμενο (verum sensum a falso discernere).
To έργο του διακατέχεται από μια αντικειμενικότητα και καθολικότητα, αντίστοιχη με εκείνη των επιστημονικών πεδίων (una generalis omnibus scientiis communis) και δύναται να εφαρμοστεί στον προφορικό λόγο και τα κείμενα όλων των συγγραφέων (in omnibus auctorum scriptis et orationibus) Μια πλειάδα συγγραφέων ακολούθησαν τη γραμμή του Dannhauer, ο οποίος κατέδειξε το συστηματικό πεδίο της ερμηνευτικής βαθιά εμποτισμένο με την έννοια της λογικής (Schönert and Vollhardt 2005)

Περισσότερο αξιοσημείωτο είναι το έργο του Johannes Clauberg (1654), ο οποίος εισήγαγε ορισμένες εξεζητημένες διακρίσεις που αφορούν στους κανόνες της ερμηνείας σεβόμενος της γενικότητά τους και υποστήριξε ότι ίσως ο βασικότερος σκοπός της ερμηνευτικής πράξης είναι η σύλληψη της πρόθεσης του συγγραφέα. Συνεπώς, μια γενική ερμηνευτική είχε κάνει την εμφάνισή της τουλάχιστον δύο αιώνες πριν ο Schleiermacher διατυπώσει το δικό του ερμηνευτικό σχήμα στις αρχές του 19ου αιώνα-επομένως οι ισχυρισμοί του ότι ένα τέτοιο πεδίο μελέτης δεν οφείλει την ύπαρξή του παρά μόνο στον ίδιο είναι εντελώς εσφαλμένοι (Schönert and Vollhardt 2005: 9; Detel 2011: 119ff., Scholz 2016: 68ff.)
Η συμβολή των J. M. Chladenius και G. F. Meier
O Johann Martin Chladenius στο έργο του Einleitung zur richtigen Auslegung vernünftiger Reden und Schriften (1742) διακρίνει την ερμηνευτική από τη λογική ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσει μια τυπολογία οπτικών. Βαθύτατα επηρεασμένος από τους Leibniz και Wolf, οι οποίοι αντιπροσώπευαν την αποκαλούμενη Φιλοσοφική Σχολή, η εστίαση στις διαφορετικές οπτικές δίνει στον Chladenius τη δυνατότητα να εξηγήσει πως οι διάφορες εκδοχές των φαινομένων και των προβλημάτων που υποπίπτουν στην αντίληψή μας ενδέχεται να δημιουργήσουν δυσκολίες ως προς την κατανόηση κειμένων και δηλώσεων άλλων ανθρώπων. Αυτό που διακυβεύεται εδώ δεν είναι τόσο μια ιστορική μεθοδολογία με την σημερινή έννοια του όρου, όσο μία διδακτική και διανοητικά προσανατολισμένη ερμηνευτική διαδικασία.
Προκειμένου να καταλάβουμε κάτι που ενδεχομένως φαίνεται περίεργο, ή σκοτεινό – ο Chladenius έχει συγγράψει έναν κατάλογο που περιέχει διάφορες μορφές σκοτεινότητας – θα πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του τις σιωπηρές υποθέσεις που χαρακτηρίζουν την οπτική, που οφείλεται για την δημιουργία του προβληματικού κειμένου ή κατάστασης. Συνεπώς, μόνο έτσι θα μπορούσαμε ίσως να φτάσουμε στην αληθινή ή αντικειμενική κατανόηση του περιεχομένου. Η ερμηνευτική, σ’ αυτό το σημείο, θα λέγαμε ότι συμπορεύεται με την επιστημολογία. Καθώς συνδυάζει/συνενώνει την αναζήτηση της αλήθειας με την αναζήτηση της αντικειμενικής κατανόησης, ο Chladenius πρόκειται να παίξει σημαντικό ρόλο στις θεωρίες του 20ου αι. που είναι προσανατολισμένες στην ερμηνεία.
Ο Georg Friedrich Meier έχει επίσης το βλέμμα του στραμμένο στην ερμηνευτική ακολουθώντας κι αυτός το παράδειγμα των Leibniz-Wolf. Εν αντιθέσει με τον Chladenius που εστιάζει το ερευνητικό του ενδιαφέρον στον λόγο και τη γραφή, η ερμηνευτική του Meier δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα σημεία αυτά καθαυτά – δηλαδή τα σημεία κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων των μη – λεκτικών ή φυσικών σημείων. Στο έργο του In Versuch einer Allgemeinen Auslegungskunst (1757) o Meier υποστηρίζει πως τα σημεία δεν προσδιορίζουν ή αναφέρονται σε ένα συγκεκριμένο μη σημειωτικό νόημα ή σκοπό, αλλά αποκτούν τη σημασία τους μέσω της τοποθέτησής τους σε ένα ευρύτερο γλωσσικό σύνολο. Το νόημα ή η σημασία ενός σημείου καθορίζεται από τον συσχετισμό (τη σχέση) του με άλλα σημεία.
Η προσφορά του Meier στην ερμηνευτική έγκειται στον ισχυρισμό του περί αλληλεξάρτησης ερμηνευτικής και γλώσσας, εισάγοντας έτσι έναν «σημειολογικό ολισμό» (τα πάντα ερμηνεύονται βάσει των σημείων και σε σχέση με αυτά) σύμφωνα με τον οποίο τα διάφορα σκοτεινά γλωσσικά σημεία αποσαφηνίζονται μέσω της αυτό-αναφορικής λειτουργίας της γλώσσας (η γλώσσα μιλάει για τον ίδιο της τον «εαυτό») και όχι από εξωγλωσσικά στοιχεία όπως είναι η πρόθεση του συγγραφέα.

Friedrich Ast και Friedrich August Wolf
Όπως οι Chladenius και Meier, έτσι κι ο Ast μαζί με τον F. A. Wolf μπορούν να θεωρηθούν οι πρώτοι διαμορφωτές της σύγχρονης ερμηνευτικής παράδοσης. Συγκεκριμένα η φιλοσοφική ερμηνευτική έχει τις θεωρητικές της καταβολές στο έργο του κλασικού φιλολόγου του 19ου αι., Friedrich Ast. Όντας ακραιφνής κλασικιστής και μαθητής του Friedrich Schelling, σκοπός του ήταν να παράσχει μια μεθοδολογία μέσω της οποίας το πνεύμα ολόκληρης της παγκόσμιας ιστορίας θα μπορούσε να ανακτηθεί και να «παρελαύνει» στο παρόν.
Οι ατομικές εκφράσεις δεν γίνονται αντιληπτές ούτε μέσω της αναφοράς στον συγγραφέα τους ούτε στη θέση που κατέχουν μέσα στο σημειωτικό σύστημα αλλά μέσω της τοποθέτησής τους μέσα στην παγκόσμια ιστορία. Αυτό, κατά τον Ast, ήταν δυνατό να επιτευχθεί μέσω του συνδυασμού μια συνθετικής και μιας αναλυτικής προσέγγισης, όπου η πρώτη εστιάζει στο σύνολο και η δεύτερη στα επιμέρους στοιχεία που συναπαρτίζουν το σύνολο. Το έργο του με τίτλο «Βασικές αρχές γραμματικής, ερμηνευτικής και κριτικής» (Grundlinien der Grammatik, Hermeneutik und Kritik, 1808) περιλαμβάνει μια πρώιμη μορφή των βασικών στοιχείων αυτού που αργότερα θα γινόταν ευρύτερα γνωστό ως «ερμηνευτικός κύκλος», ο οποίος χαρακτηρίζει μια κυκλική διαδικασία που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τα επιμέρους μέρη δια μέσου του συνόλου και το σύνολο δια μέσου των επιμέρους μερών.
Για να κατανοήσουμε ένα κείμενο, κατά τον Ast, πρέπει να συλλάβουμε το βαθύτερο νόημα, ή πνεύμα του κειμένου, την εσωτερική του συγκρότηση, δια μέσου μιας κυκλικής αιτιοκρατικής λογικής, μιας διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στα επιμέρους μέρη του κειμένου και στο σύνολο αυτού (Ast 1808: Section 76). Αυτό που ο Ast αποκαλούσε ερμηνευτική του πνεύματος κατέδειξε την αναγκαιότητα της κατανόησης, της σύλληψης του πνεύματος του συγγραφέα και της εποχής του και την προσπάθεια να εντοπιστεί η βασική ιδέα (Grundidee) που διατρέχει το δεδομένο κείμενο καθιστώντας το μια ενιαία ολότητα και το αποσαφηνίζει στηριζόμενη στο διαδραστικό πρότυπο κυκλικότητας:
Σε αυτή την διαδικασία, σύμφωνα με τον Ast, ο αναγνώστης έπρεπε να είναι σε θέση να γνωρίζει την ιστορική περίοδο στην οποία εντάσσεται το δεδομένο κείμενο.
Ο Friedrich August Wolf ήταν φιλόλογος και σύγχρονος του Ast. Στην Διάλεξη για την Εγκυκλοπαίδεια των Κλασικών σπουδών (Vorlesung über die Enzyklopädie der Altertumswissenschaft) το 1831 όρισε την ερμηνευτική ως την επιστήμη που πραγματεύεται τους κανόνες οι οποίοι καθορίζουν το νόημα των σημείων. Τόσο η διάλεξη όσο και το έργο του Museum der Altertumswissenschaft (1807) πραγματεύονται τις φιλοσοφικές όψεις των κλασσικής φιλολογίας.
Οι κλασσικές επιστήμες, σύμφωνα με τον Wolf, αποβλέπουν σε μια συνολική γνώση του αντικειμένου, αλλά πρέπει να αντικατοπτρίζουν και την σχετικότητα μιας τέτοιας γνώσης καθώς και την μέθοδο με την οποία αποκτάται. Μολαταύτα, όταν αντιμετωπίζουμε αρχαία κείμενα, η ερμηνευτική γνώση προϋποθέτει όχι μόνο μια ευρύτερη μελέτη του πολιτισμού αλλά και μια ορισμένη ευαισθησία ως προς την ατομικότητα του συγγραφέα τους. Αντιμετωπίζοντας λοιπόν την φιλολογία ως μεθοδολογικό πεδίο μελέτης που εστιάζει κι ερευνά τόσο το πολιτισμικό πλαίσιο όσο και την έννοια της ατομικότητας, ο Wolf θεωρήθηκε ένας από τους σημαντικότερους προδρόμους της ρομαντικής ερμηνευτικής.
Ρομαντικές προεκτάσεις (Romantic continuations)
Από την μία πλευρά, ορισμένοι στοχαστές έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις ανθρωπιστικές επιστήμες καθώς και προθυμία να προασπίσουν την ακεραιότητα αυτών των επιστημών ως διακριτών από τις φυσικές επιστήμες. Από την άλλη, εστίασαν την προσοχή τους στα προβλήματα που συναντάει κανείς κατά την εξαγωγή του νοήματος ενός παλαιότερου κειμένου που έχει φτάσει στα χέρια μας. Αυτοί, λοιπόν, είναι οι δύο πυλώνες της σύγχρονης ερμηνευτικής. Βέβαια, στην πραγματικότητα μας ενδιαφέρει σχεδόν αποκλειστικά το σημείο όπου αυτές οι δύο θεμελιακές προτάσεις συγχωνεύονται και «έχουν επίγνωση» αμφότερες ότι καταβάλλουμε τις πρώτες προσπάθειες προκειμένου να διαμορφώσουμε μια γνήσια φιλοσοφική ερμηνευτική, κάτι το οποίο παρατηρείται κατά την περίοδο του γερμανικού ρομαντισμού και ιδεαλισμού, στον οποίο εντάσσονται ο Herder, οι αδελφοί Schlegel και ο Novalis ενώ ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε η Καντιανή και Εγκελιανή φιλοσοφία ως υπόβαθρο.

Ωστόσο, ο Friedrich Schleiermacher είναι ουσιαστικά εκείνος που πρώτος κατόρθωσε να συγκεράσει τις πνευματικές τάσεις του καιρού του προκειμένου να διαμορφώσει μια συνεκτική αντίληψη μιας παγκόσμιας/γενικής ερμηνευτικής, ήτοι μια ερμηνευτική που δεν εστιάζει σε ένα συγκεκριμένο τύπο κειμενικού υλικού (όπως η Βίβλος ή τα αρχαία κείμενα) αλλά στο γλωσσικό νόημα.
Ο Schleiermacher δίδασκε ερμηνευτική στα πανεπιστήμια του Halle και Βερολίνου από το 1805 και εξής. Παρά το γεγονός ότι διδάχτηκε την Καντιανή φιλοσοφία, ο ίδιος δεν την ενστερνίστηκε πλήρως κι αυτό γίνεται έκδηλο καθώς αντλεί τις πηγές του από τη μοναδολογία του Leibniz, την φιλοσοφία της ταυτότητας του Schelling και από τα διδάγματα του Βρετανικού εμπειρισμού. Επιπλέον, το ζήτημα της νομιμότητας (όπως την όριζε ο Kant) κατέχει κεντρική θέση στην ερμηνευτική του θεωρία.
Σύμφωνα με τον Schleiermacher, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι θα κατανοήσουμε άλλους πολιτισμούς ή πολιτισμικά φαινόμενα, διότι για να επιτευχθεί αυτό, προϋποθέτει μία μεταιχμιακή κίνηση (ανοιχτότητα) ανάμεσα σε ό,τι φαίνεται λογικό, αληθινό ή συνεκτικό και στο γεγονός πώς κάθε φαινομενικά λογικό ή πραγματικό πιθανόν να καλύπτει κάτι βαθύτερα ανοίκειο. Αυτή λοιπόν η «ανοιχτότητα» καθίσταται δυνατή μόνο όταν μελετούμε ενδελεχώς και συστηματικά τις δικές μας ερμηνευτικές προκαταλήψεις.
O Schleiermacher αντιμετωπίζει αυτό το ζήτημα με ιδιαίτερη αυστηρότητα καθώς αντιτίθεται σε οποιαδήποτε «χαλαρή» ερμηνευτική πρακτική. Ωστόσο, έχει υποστηρίξει επανειλημμένως ότι ακόμη και μία αυστηρή ερμηνευτική πρακτική, δεν δύναται, ως τέτοια, να μας οδηγήσει με βεβαιότητα σε μία ακριβή ή πλήρως ικανοποιητική κατανόηση. Παρόλα αυτά, την θεωρεί απαραίτητο βοηθητικό εργαλείο, διότι ίσως βοηθήσει τον ερμηνευτή να μην πέσει θύμα της τάσης του να «φιλτράρει» το λόγο και τη γραφή κάποιου μέσα από το ατομικό πολιτισμικό, θεολογικό ή φιλοσοφικό πλαίσιο σκέψης.
Η παραπάνω άποψη δεν βρίσκει εφαρμογή μόνο σε ό,τι σχετίζεται με την από μέρους μας κατανόηση άλλων πολιτισμών. Σύμφωνα με τον Schleiermacher, η ολική χρήση της γλώσσας τοποθετείται κάπου μεταξύ ακραιφνούς ατομικότητας και ακραιφνούς καθολικότητας, χωρίς, ωστόσο, καμία από αυτές να υφίσταται σε μια εντελώς καθαρμένη μορφή, δηλαδή δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρες.
H γενική χρήση της γλώσσας βασίζεται στη γραμματική και σε ένα κοινό συμβολικό λεξιλόγιο, ωστόσο δίνουμε σε αυτά τα κοινά βοηθητικά εργαλεία έναν λίγο-πολύ ατομικό χαρακτήρα (ή διάσταση)-περισσότερο ατομικό στην περίπτωση της ποίησης και λιγότερο στην περίπτωση του επιστημονικού λόγου ή μιας καθημερινής συζήτησης για τον καιρό. Εντούτοις, η ατομική χρήση της γλώσσας δεν παραπέμπει σε μια εσώτερη, μη προσβάσιμη «σφαίρα» του νου αλλά σχετίζεται με το ύφος, τη φωνή ή τον ιδιότυπο τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε ή εφαρμόστηκε η γλώσσα.
Προκειμένου να συλλάβει κάποιος το νόημα του λόγου, ενός άλλου ατόμου, ή το νόημα ενός κειμένου, θα πρέπει να εστιάσει την προσοχή του στις δύο όψεις της γλωσσικής χρήσης του, δηλαδή στις κοινές συνιστώσες ή ως απλώς ειπείν, στην γραμματική και σύνταξη καθώς και στην ατομική εφαρμογή αυτής κι ο Schleiermacher αναφέρεται σ’ αυτές τις δύο όψεις ως διαδικασία συνδυασμού γραμματικής και τεχνικής ερμηνείας. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία συνδυασμού δεν ακολουθεί κάποιον συγκεκριμένο κανόνα.

Αντ’ αυτού θα πρέπει κανείς να συγκρίνει το δεδομένο κείμενο με άλλα κείμενα της ίδιας χρονικής περιόδου, ακόμα και με άλλα κείμενα του ιδίου συγγραφέα, αλλά θα πρέπει διαρκώς να έχει κατά νου την μοναδικότητα του συγκεκριμένου έργου. Ο Schleiermacher, όπως οι αδελφοί Schlegel και άλλοι φιλόσοφοι της εποχής του, συνδέει αυτή τη διαδικασία με την ικανότητα της ενόρασης: την ικανότητα να μεταφέρεται κανείς από το συγκεκριμένο στο καθολικό χωρίς τη διαμεσολάβηση γενικών κανόνων ή δογμάτων-θεωριών αλλά συνδυάζοντας απλώς μια στρατηγική σύγκρισης με την δημιουργία μιας υπόθεσης ή εικασίας και έτσι μπορούμε ίσως να κατανοήσουμε κάπως καλύτερα το νόημα.
Το ότι κατανοούμε κάτι κάπως πιο ικανοποιητικά δεν σημαίνει ότι το κατανοούμε και επαρκώς. Εντούτοις, ο κίνδυνος της παρανόησης δεν υπαινίσσεται μια κατάσταση ολοκληρωτικής αποξένωσης-στην τελική, επικοινωνούμε επιτυχώς τις περισσότερες φορές-αλλά ότι η κατανόηση δεν είναι ποτέ τελεσίδικη (οριστική). Πάντοτε, λοιπόν, θα υπάρχει ένα «αδιαίρετο υπόλοιπο» που ωθεί τον ερμηνευτή, έχοντας τα μάτια του στραμμένα στο μέλλον, να διερευνήσει τα ερμηνευτικά οράματα που μέχρι τώρα παρέμεναν έξω από τα όρια της κατανόησης.
Είναι, ακριβώς, αυτή η έννοια της κριτικής με την οποία εμποτίζεται η ερμηνευτική συνδυασμένη με την εστίαση στην ατομική χρήση της γλώσσας που καθιέρωσε τον Schleiermacher ως μια σημαντική μορφή για τις μετέπειτα γενιές των θιασωτών της ερμηνευτικής, οι οποίοι έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στη μεθοδολογία των ανθρωπιστικών επιστημών, ή, όπως το αντιλαμβάνονταν οι ίδιοι, στην κριτική (με την καντιανή σημασία του όρου) του ιστορικού λόγου.
Κριτική του ιστορικού λόγου (Critique of Historical reason)
Μετά τον θάνατο του Schleiermacher το 1834, άξιοι συνεχιστές της ερμηνευτικής στάθηκαν οι Alexander von Humboldt, Chajim Steinthal και Friedrich Carl von Savigny. Οι ιστορικοί, οι θεολόγοι και οι νομομαθείς αυτής της περιόδου, ωστόσο, ενδιαφέρονταν σημαντικά για το πώς θα μπορούσαν να εφαρμόσουν την ερμηνευτική στα δικά τους συγκεκριμένα επιστημονικά πεδία και όχι για τις προϋποθέσεις που καθιστούσαν δυνατή την κατανόηση και την επικοινωνία ως τέτοιες. Παρόλα αυτά, υπήρξαν τρεις στοχαστές που παρέκκλιναν από αυτήν την τάση: ο Johann Gustav Droysen, o Leopold von Ranke με σημαντικότερο όλων, τον Wilhelm Dilthey.

Με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, εξέφραζαν την επιστροφή στην παλαιά προβληματική του Vico, δηλαδή πως μπορεί κάποιος να εξηγήσει και να αιτιολογήσει με φιλοσοφικό τρόπο την έννοια της αντικειμενικότητας που άπτεται των ανθρωπιστικών επιστημών. Ενώ, όμως, ο Vico ενδιαφερόταν σε μεγάλο βαθμό για τον πολιτισμό και την ιστορία, η προβληματική τώρα γίνεται πιο συγκεκριμένη: Πώς να δικαιώσουμε τις κλασικές σπουδές εντασσόμενες σε ένα πανεπιστημιακό σύστημα που στηρίζεται στα ιδανικά του Διαφωτισμού σχετικά με τον κριτικό λόγο και τον ορθολογισμό (λογική) και όχι πλέον στην αυθεντία, τη παράδοση και τον θεολογικό κανόνα;
Η δομή της ιστορίας, υποστηρίζει ο Ranke, παρουσιάζει αντιστοιχίες με τη δομή ενός κειμένου, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που σχεδόν χαρακτηρίζεται από την αλληλεξάρτηση των επιμέρους μερών και του συνόλου. Όπως η ανάγνωση, έτσι και η κατανόηση της ιστορίας δηλώνει μία κίνηση παρόμοια με εκείνη του ερμηνευτικού κύκλου, δηλαδή από το μέρος στο όλον και αντίστροφα. Επειδή η ιστορική σκέψη είναι αφ’ ἑαυτῶ ενταγμένη στην ιστορία, δεν υπάρχει τέλος σε αυτήν την κυκλική κίνηση, είναι ένας ατέρμων κύκλος.
Η Ιστορία δεν δύναται να γίνει αντιληπτή, όπως υποστήριζαν οι οπαδοί του Hegel, μέσα από την ενορατική φιλοσοφία. Η κατανόηση της ιστορίας είναι μια διαρκώς επιτελούμενη πράξη, κάτι που όμως δεν την καθιστά περιττή ως επιστήμη. Στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε την ιστορία, η ιστορική ζωή αποκτά συνείδηση του εαυτού της. Το να επιτελούμε ιστορικό έργο σημαίνει να συμμετέχουμε ενεργά στην πολιτισμική παράδοση που τίθεται υπό διερεύνηση, σημαίνει, αν μη τι άλλο, να είναι κανείς ιστορικός με τον πιο εμφατικό τρόπο.

Όπως ο Ranke, έτσι και ο Droysen έστρεψε το ερευνητικό του ενδιαφέρον στη μεθοδολογία των ιστορικών επιστημών. Προσπαθώντας να απαγκιστρωθεί από την ιδεαλιστική παράδοση, στην οποία ο Ranke έμενε προσκολλημένος, ο Droysen διαμόρφωσε μια θεωρία για την ιστορία σύμφωνα με την οποία, όπως η μεθοδολογία των φυσικών επιστημών, δεν ενδιαφέρεται τόσο για το αντικείμενο μελέτης (την ιστορία ή τη φύση) όσο για τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται αυτή η μελέτη. Ενώ κύριο μέλημα των φυσικών επιστημών είναι η ανακάλυψη των φυσικών νόμων που διέπουν τον κόσμο, οι ιστορικές επιστήμες ασχολούνται με το αμφιλεγόμενο ζήτημα της κατανόησης.
Εν αντιθέσει με τους επιστήμονες που μελετούν τη φύση, ο ιστορικός απομακρύνεται από το αντικείμενο μελέτης (ιστορία) μέσω της διαρκώς ανανεωμένης και αυτό-ανανεώσιμης παράδοσης, το αντικείμενο της οποίας είναι πάντοτε διαμεσολαβημένο. Ο ερευνητής, στην προσπάθειά του να κατανοήσει την ιστορία, κατανοεί επίσης κάτι που αποτελεί ουσιαστικά αναπόσπαστο κομμάτι αυτής, δηλαδή το στοιχείο της ανθρώπινης ελευθερίας, τους στόχους και τις επιθυμίες των ανθρώπων. Στο τέλος της ημέρας, ακόμη κι ο ίδιος o Droysen παραδέχεται ότι η ιστορία είναι κατανοητή και γεμάτη νοήματα-ότι η μελέτη της μας επιτρέπει να μιλούμε για μία αντικειμενικότητα που διαφέρει αλλά παραμένει συγκρίσιμη με αυτήν που διατρέχει τις φυσικές επιστήμες.
Με τον Dilthey, η απόπειρα για τη νομιμοποίηση των ανθρωπιστικών επιστημών σε φιλοσοφικό επίπεδο προχώρησε ένα βήμα παραπέρα. Ως βιογράφος του Schleiermacher και σχολιαστής του καιρού του (είχε συγγράψει μία τεράστια μονογραφία) ο Dilthey δίνει απάντηση στα ερωτήματα που εγείρονται από τις θεωρίες των Ranke και Droysen ανατρέχοντας στις πηγές της ρομαντικής ερμηνευτικής. Η επιστημονική εξήγηση που δίνεται για την φύση, πρέπει να συμπληρωθεί από μία θεωρία που θα περιγράφει πως ο κόσμος έχει δοθεί σε μας μέσω συμβολικά διαμεσολαβημένων πρακτικών και ακριβώς μια τέτοια θεωρία είναι ο σκοπός των ανθρωπιστικών επιστημών ή, ακόμα καλύτερα, της φιλοσοφίας των ανθρωπιστικών επιστημών, του πεδίου εκείνου το οποίο αποτέλεσε την κατεξοχήν ενασχόληση του Dilthey καθ’ όλη τη διάρκεια της ακαδημαϊκής του πορείας.
Οι μέθοδοι της επιστημονικής γνώσης ήταν, κατά τον Dilthey, υπερβολικά «απλουστευτικές και μηχανιστικές», για να μπορέσουν να συλλάβουν την πληρότητα των φαινομένων που οφείλονται στην ανθρώπινη δράση (Palmer 1969, 100) Οι ανθρωπιστικές επιστήμες χαρακτηρίζονται από δύο συγκεκριμένες διαδικασίες:
α) την εκτίμηση που τρέφουν για τον ρόλο της ιστορικής συνείδησης στην από μέρους μας σύλληψη των νοημάτων
β) την αναγνώριση ότι τα φαινόμενα που προκύπτουν από την ανθρώπινη δράση «γεννιούνται» από την ίδια τη ζωή και όχι από θεωρίες ή έννοιες.

Στη σύγχρονη ερμηνευτική θεωρία, η πρώτη διαδικασία αναφέρεται συχνά ως ιστορικότητα του νοήματος (Geschichtlichkeit) και η δεύτερη ως βιοτική φιλοσοφία ή φιλοσοφία της ζωής (Lebensphilosophie) δηλαδή απηχεί την φαινομενολογική άποψη ότι το νόημα μπορεί να παραχθεί και να κατανοηθεί μόνο μέσω της βιωμένης εμπειρίας (Erlebnis) κι όχι μέσω της εξέτασης εννοιών, θεωριών ή άλλων καθαρά ιδεαλιστικών ή λογικών μεθόδων (Nenon 1995)
Οι όροι Erlebnis (το βίωμα, η βιωμένη εμπειρία) και Verstehen (η κατανόηση) παίζουν καθοριστικό ρόλο στις προσπάθειές του Dilthey να αποδεσμεύσει και να διαχωρίσει την μεθοδολογία των ανθρωπιστικών επιστημών από εκείνη των φυσικών επιστημών. Στα πρώιμα γραπτά του, δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τη διάκριση αυτών των δύο όρων. Αργότερα, ωστόσο, ο όρος Erlebnis συνδέθηκε άρρηκτα με την διαδικασία της κατανόησης του ίδιου μας του εαυτού (αυτο-κατανόησης) ενώ ο όρος Verstehen σχετίζεται με τον τρόπο που κατανοούμε τους άλλους.
Με το βλέμμα στραμμένο στην ιστορική έρευνα, ο ερμηνευτικά προσανατολισμένος επιστήμονας οφείλει να ανταποκριθεί σε αυτή την κατάσταση συνδυάζοντας την δημιουργία μιας ενορατικής εικασίας (στοχεύοντας στην βιωμένη εμπειρία που αποτελεί το κύριο ζητούμενο) και μια συγκριτική μέθοδο που θα αναθεωρούσε και θα διασφάλιζε την αντικειμενικότητα αυτής της διαδικασίας.
Αυτή είναι η κριτική προσαρμογή της ρομαντικής ερμηνευτικής του Schleiermacher από τον Dilthey…….μια θεωρία που αντικαθιστά τις ρομαντικές έννοιες όπως ενόραση, συμβατότητα και σύγκριση με την έννοια μιας αρχικής επαγωγικής εικασίας που οδηγεί σε μία διαδικασία κριτικής, εμπειρικής εξέτασης και ιστορικής σύγκρισης που αποσκοπεί στην αναθεώρηση ή τελειοποίηση της αρχικής υπόθεσης-εικασίας.
Η σημαντικότερη προσφορά του Dilthey στην ερμηνευτική, έγκειται στο γεγονός ότι είναι ο πρώτος που την αντιμετωπίζει ως μια γενική θεωρία που δίδει ιδιαίτερη έμφαση στο στοιχείο της ανθρώπινης ζωής και ύπαρξης. Λαμβάνοντας υπόψιν αυτήν την έννοια, η φιλοσοφία του ανοίγει τον δρόμο γιά το είδος της ερμηνευτικής που κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα θα γίνει ευρέως γνωστό ως «οντολογική ερμηνευτική».
Πηγές
http://www.iep.utm.edu/leg-herm/
https://plato.stanford.edu/archives/win2014/entries/hermeneutics/