γράφει ο Ιωάννης Τζάνος πτυχ. Φιλοσοφικής Α.Π.Θ.
Ο Ρωσικός φορμαλισμός είναι θεωρητικό ρεύμα, το οποίο ήρθε στο προσκήνιο την 2η δεκαετία του 20ου αιώνα και σηματοδοτεί, μαζί με την Νέα Κριτική και τον Δομισμό, την μετάβαση από τις συγγραφοκεντρικές στις κειμενοκεντρικές προσεγγίσεις της λογοτεχνίας (Έρκυνα, 2016).
Οι περισσότεροι Ρώσοι φορμαλιστές γεννήθηκαν την δεκαετία του 1890, εμφανίστηκαν στο προσκήνιο των Ρωσικών γραμμάτων κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, εδραίωσαν θεσμικά την θέση τους με την αναδιοργάνωση της Ακαδημαϊκής κοινότητας μετά την Κομμουνιστική επανάσταση και βρέθηκαν στο περιθώριο με την άνοδο του Σταλινισμού στα τέλη της δεκαετίας του 1920, όπου και «καταλήγει» η ιστορία των Φορμαλιστών (Selden, 2004).

Αίτια εμφάνισης – εξαφάνισης φαινομένου
Ο Ρωσικός φορμαλισμός αντιπροσωπεύει την ριζική απομάκρυνση από την έως τότε δεσπόζουσα μιμητική θεωρία περί τέχνης, ήτοι αποτελεί αντίδραση σ’ αυτήν. Οι θιασώτες του αντιστρατεύτηκαν την άποψη ότι η λογοτεχνία αποτελεί το απαύγασμα της ψυχής του συγγραφέα, ιστορικοκοινωνικό τεκμήριο, ή εκδήλωση ενός φιλοσοφικού συστήματος, η οποία επικρατούσε μέχρι τότε. Επίσης, οι Ρώσοι φορμαλιστές παρακινήθηκαν από το κίνημα του φουτουρισμού, με το οποίο συνδέθηκαν στενά εξαρχής, καθότι ο φουτουρισμός έδιδε έμφαση στο στοιχείο της έκπληξης στην τέχνη αλλά και στην αντίληψη της ποίησης ως «ανάπτυξη της λέξης αυτής καθ’ αυτής» κάτι ανάλογο στην ποιητική του Ρωσικού φορμαλισμού. Εν ολίγοις, θα λέγαμε ότι βασική αιτία και συγχρόνως ζητούμενο για την ίδρυση του φορμαλισμού ήταν η προτεραιότητα και η αυτονομία της ποιητικής γλώσσας στην μελέτη της λογοτεχνίας.
Όσον αφορά στην εξαφάνισή του, κατά την Σοβιετική περίοδο, οι Αρχές ανέπτυξαν περαιτέρω τις υποτιμητικές συνδηλώσεις του όρου με σκοπό να καλύψουν κάθε τέχνη, η οποία μετερχόταν πολύπλοκες τεχνικές και μορφές προσβάσιμες μόνο στην ελίτ, αντί να απλοποιηθούν για τον «λαό» (όπως συνέβαινε στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό). Έτσι με την εμφάνιση του Σταλινισμού οι φορμαλιστές παραγκωνίστηκαν εντελώς και βρέθηκαν στο περιθώριο.
Ήδη από την έναρξή του, ο Ρωσικός φορμαλισμός, ήταν γεωγραφικά κατανεμημένος σε δύο κέντρα: στον Γλωσσολογικό Κύκλο της Μόσχας, που ιδρύθηκε το 1915, μέλη του οποίου υπήρξαν οι Petr Bogatyrev, Roman Jakobson και Grigorij Vinokur και την Εταιρεία για τη Μελέτη της Ποιητικής Γλώσσας στην Αγία Πετρούπολη (O.PO.JAZ = Obščestvo izučenija POètičeskogo JAZyka) η οποία ιδρύθηκε το 1916, με μελετητές όπως οι Boris Eichenbaum, Viktor Sklovsky και Jurij Tynjanov. Η OPOJAZ διαλύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1920, για να ενσωματωθεί στο Κρατικό Ινστιτούτο για την Ιστορία των Τεχνών της Πετρούπολης (Selden, 2004).
Οι πολέμιοι του κινήματος του Ρωσικού φορμαλισμού χρησιμοποιούσαν τον όρο «φορμαλισμό» με μειωτική πρόθεση, διότι το εν λόγω κίνημα εστίαζε την προσοχή του στα μορφικά σχήματα και επινοητικά τεχνάσματα της λογοτεχνίας, αφήνοντας στο περιθώριο κάθε ενασχόληση με το θεματικό υλικό και τις κοινωνικές αξίες της (M.H.Abrams, 2005). Ως απλώς ειπείν, ο όρος «φορμαλισμός» ήταν μία μομφή των αντιπάλων, επειδή οι θεωρητικοί του κινήματος επέμεναν υπερβολικά στην μορφή, στη «φόρμα». Δηλαδή το ενδιαφέρον των Ρώσων Φορμαλιστών επικεντρωνόταν στον τρόπο δημιουργίας του κειμένου και όχι στο περιεχόμενο, δηλαδή το «τι».

Ο φορμαλισμός προτείνει μια θεμελιώδη διάκριση ανάμεσα στην λογοτεχνική, ή ποιητική χρήση της γλώσσας και στην καθημερινή, «πρακτική» χρήση της γλώσσας, που χρησιμοποιούμε για την επικοινωνία μας. Ένα αξιόλογο γεγονός είναι ο τρόπος με τον οποίον ο Roman Osipovich Jakobson διαμορφώνει τον όρο «λογοτεχνικότητα» (literariness ) όπως έγραφε χαρακτηριστικά το 1921: «Η επιστήμη της λογοτεχνίας δεν έχει ως αντικείμενο μελέτης την λογοτεχνία αλλά την «λογοτεχνικότητα», δηλαδή αυτό που καθιστά ένα έργο λογοτεχνικό». Ένας βασικός όρος/τέχνασμα που διαμορφώνει ο Viktor Sklovskij είναι η «ανοικείωση» (defamiliarize) ήτοι η χειραφέτηση των λέξεων από την συνηθισμένη τους σημασία μέσω νέων συνδυασμών. Η απόκλιση από την γλωσσική νόρμα για τους φορμαλιστές αποτελεί βασική επιδίωξη επειδή πιστεύουν ότι η ανοικείωση αποτελεί εξωτερίκευση βιώματος το οποίο λειτουργεί μέσα σε συγκινησιακό πλαίσιο. Το οικείο προκειμένου να καταστεί λογοτεχνικό πρέπει να μετατραπεί σε ανοίκειο (M.H.Abrams, 2005).
Ο όρος της ανοικείωσης εισήχθη, στην θεωρία της λογοτεχνίας από τον Viktor Shklovsky στο δοκίμιο του «Art as Device» (Η τέχνη ως τέχνασμα) στο οποίο ισχυρίζεται ότι ο σκοπός της τέχνης είναι να δημιουργήσει την αίσθηση των πραγμάτων όπως αυτά γίνονται αντιληπτά και όχι όπως είναι γνωστά (Todorov, 1995).

Η έννοια της ανοικείωσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το μηχανιστικό μοντέλο – πρότυπο (mechanistic formalism) σύμφωνα με το οποίο τα λογοτεχνικά έργα μοιάζουν με μηχανές: αποτελούν το προϊόν μιας εμπρόθετης ανθρώπινης δραστηριότητας, κατά την οποία μια ειδική δεξιότητα μετατρέπει την πρώτη ύλη σε σύνθετο μηχανισμό κατάλληλο για έναν συγκεκριμένο σκοπό. Το ουσιώδες εδώ είναι κατά πόσο το λογοτεχνικό έργο ανταποκρίνεται στην προκαθορισμένη αποστολή του. Έτσι λοιπόν, οι φορμαλιστές εξετάζοντας ποια είναι ακριβώς αυτή η αποστολή, ανέπτυξαν την έννοια της ανοικείωσης. Σκοπός της τέχνης είναι να αλλάζει τον τρόπο της ανθρώπινης αντίληψης, να μετατρέπει σε ασυνήθεις και απτές τις μορφές που λόγω χρήσης δεν τις αντιλαμβανόμαστε. Για να επιτευχθεί αυτό, πρέπει τα φαινόμενα της ζωής (το υλικό της τέχνης) να αποσπαστούν από τα αυτοματοποιημένα τους συμφραζόμενα και να διαμορφωθούν μέσω των καλλιτεχνικών τεχνασμάτων.
Η καθοριστική λογική αρχή με την οποία ο μηχανιστικός φορμαλισμός οργάνωσε τις βασικές του έννοιες είναι η διάζευξη. Αυτή η αρχή διαχωρίζει αποφασιστικά την τέχνη από την μη τέχνη. Επομένως οι ιδέες του εκφράζονται με όρους διπολικών αντιθέσεων. Μια από τις πιο γνωστές διχοτομήσεις που εισήχθησαν από τους θιασώτες του μηχανιστικού φορμαλισμού είναι η διάκριση μύθου και πλοκής (fabula και sjuzet). Μύθος (fabula) είναι μία ακολουθία συμβάντων όπως θα εκτυλίσσονταν στην πραγματικότητα, σύμφωνα με την χρονική και αιτιακή αλληλουχία. Εν ολίγοις, ο μύθος ορίζεται ως γεγονότα σε χρονολογική σειρά, ενώ η πλοκή (sjuzet) μπορεί να εκτυλιχθεί σε μη χρονολογική σειρά. Τα τεχνάσματα της επανάληψης, του παραλληλισμού, της κλιμάκωσης και της επιβράδυνσης αναστατώνουν την φυσική τάξη των γεγονότων στην λογοτεχνία και καθιστούν τη μορφή της καλλιτεχνική.
Οργανικός Φορμαλισμός (Organic Formalism)
Απογοητευμένοι από τους περιορισμούς του μηχανιστικού προτύπου, ορισμένοι Ρώσοι φορμαλιστές υιοθέτησαν το οργανικό μοντέλο: χρησιμοποίησαν την ομοιότητα ανάμεσα στο οργανικό σώμα και στο λογοτεχνικό φαινόμενο με δύο διαφορετικούς τρόπους: εφαρμόζοντάς την σε μεμονωμένα έργα και σε λογοτεχνικά είδη.

Η αναλογία έχει ως εξής: Όπως ένας οργανισμός, έτσι και το έργο είναι ενιαίο σώμα, του οποίου τα τμήματα είναι διατεταγμένα ιεραρχικά. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, το κείμενο δεν είναι πλέον ένα αθροιστικό σύνολο, αλλά ένα «σύστημα τεχνασμάτων».

Η αναλογία μεταξύ βιολογίας και λογοτεχνικής θεωρίας αφορά ευρύτερες λογοτεχνικές κατηγορίες. Όπως κάθε ατομικός οργανισμός μοιράζεται ορισμένα χαρακτηριστικά με άλλους οργανισμούς του τύπου του και όπως τα είδη που ομοιάζουν μεταξύ τους ανήκουν στο ίδιο γένος, έτσι και το ατομικό έργο παρουσιάζει ομοιότητες με άλλα έργα της ίδιας μορφής και συνεπώς ομόλογες λογοτεχνικές μορφές ανήκουν στο ίδιο λογοτεχνικό γένος. Η διασημότερη μελέτη που διέπεται από αυτήν την αναλογία είναι Η μορφολογία του παραμυθιού (Morphology of the Folktale – 1928) του Vladimir Propp, όπου επιχειρείται να αποτυπωθεί η γενολογική ταυτότητα του παραμυθιού.
Συστημικός Φορμαλισμός ( Systemic Formalism)
O Zhirmunskij χρησιμοποίησε τον όρο «σύστημα» για να δηλώσει την οργανική συνοχή του κειμένου. Ενώ όμως οι φορμαλιστές που ακολουθούν την μεταφορά του οργανισμού, έβλεπαν το έργο τέχνης ως αρμονικό σύνολο, οι συστημικοί φορμαλιστές το αντιλαμβάνονταν ως ανισορροπία, ως αγώνα κυριαρχίας ανάμεσα στα συστατικά του μέρη.

Bασικός θιασώτης του «συστημικού μοντέλου» ήταν ο Yury Tynyanov. Η αντίληψη για τη λογοτεχνική εξέλιξη ως πάλη ανάμεσα σε ανταγωνιστικά στοιχεία φωτίζει διαφορετικά και τη μέθοδο της παρωδίας του «διαλεκτικού παιχνιδιού των τεχνασμάτων», η οποία προβάλλει τώρα ως σημαντικό όχημα της λογοτεχνικής αλλαγής.
Το συστημικό πρότυπο επιχειρεί να γεφυρώσει το χάσμα που άνοιξε η μεταφορά της μηχανής, μεταξύ τέχνης και μη τέχνης. Η λογοτεχνική σειρά, σύμφωνα με τον Tynjanov, αποτελεί μέρος του συνολικού πολιτισμικού συστήματος και σε αυτό το «πλέγμα συστημάτων» αλληλεπιδρά αναπόφευκτα με άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως επί παραδείγματι η γλωσσική επικοινωνία.
Γλωσσικός Φορμαλισμός (Linguistic Formalism)
Η φιγούρα του συγγραφέα και του αναγνώστη υποτιμήθηκαν, επίσης, από τους γλωσσολόγους φορμαλιστές. Το γλωσσολογικό πρότυπο περιορίζει τη λογοτεχνία στο υλικό της – την γλώσσα – και υποκαθιστά με τη γλωσσολογία, την επιστήμη της γλώσσας, την ποιητική. Καθοριστική έννοια στην περίπτωση αυτή είναι η «ποιητική γλώσσα».
Η ποιητική γλώσσα ήταν ήδη ένας φορτισμένος όρος όταν ενσωματώθηκε στο φορμαλιστικό λεξιλόγιο. Για τους Ρώσους φιλολόγους που εντάσσονται στην παράδοση του Humboldt ήταν το αντίθετο της πεζολογικής γλώσσας. Ο ποιητικός χαρακτήρας μιας λέξης πήγαζε, κατά τη γνώμη τους, από την εικονιστική της φύση, από την δυνατότητά της να ανακαλεί πολλαπλά νοήματα.

Οι θεωρητικοί της OPOJAZ επαναπροσδιόρισαν την ποιητική γλώσσα με βάση τις κατευθύνσεις του μηχανιστικού προτύπου. Χώρισαν όλες τις γλωσσικές δραστηριότητες σε δύο αλληλοαποκλειόμενες διαλέκτους, ανάλογα με τον σκοπό που εξυπηρετούσαν. Ειδικότερα, προχώρησαν στην θεμελιώδη διάκριση ανάμεσα στη ποιητική και στην πρακτική γλώσσα. Η πρακτική γλώσσα χρησιμοποιείται στην καθημερινή επικοινωνία για να μεταφέρει πληροφορίες. Αντίθετα, στην ποιητική γλώσσα, σύμφωνα με τη διατύπωση του Lev Jakubinskij το 1916, «ο πρακτικός σκοπός υποχωρεί στο παρασκήνιο και οι γλωσσικοί συνδυασμοί αποκτούν αυτόνομη αξία». Όταν συμβαίνει αυτό, τότε η γλώσσα γίνεται ανοικειωτική και τα εκφωνήματα ποιητικά.
Ο Roman Jakobson, αντιπρόεδρος του Γλωσσολογικού Κύκλου της Μόσχας και πρωτοπόρος της φωνολογίας, για να περισώσει την έννοια της ποιητικής γλώσσας, απέρριψε τον αυστηρό διπολισμό της πρώιμης OPOJAZ, ο οποίος αντιπαρέθετε την ποιητική στην πρακτική γλώσσα με βάση την παρουσία, ή την απουσία νοήματος. Το νόημα επέμενε, είναι το ουσιώδες συστατικό στοιχείο της ρηματικής πράξης και δεν μπορεί να αφαιρεθεί, χωρίς να την στερήσει από τον γλωσσικό της χαρακτήρα. Αυτή η θεώρηση, την οποία ο Jakobson οφείλει στη σύγχρονη φαινομενολογία και φωνολογία, προσπόρισε νέα πνοή στο γλωσσολογικό πρότυπο.
Οι φορμαλιστές, απλοποιώντας τα νοήματα, ήθελαν να κατανοήσει ο αναγνώστης ότι η ποίηση και ειδικότερα η γλώσσα της, η οποία χρησιμοποιείται για να μεταφέρει νοήματα, τα οποία με μια πρώτη ματιά δεν γίνονται αντιληπτά, διαφέρει ολοκληρωτικά από την καθομιλουμένη, την οποία χρησιμοποιούμε σε καθημερινή βάση για να επικοινωνήσουμε και να μεταφέρουμε μηνύματα και πληροφορίες στον συνομιλητή μας και ότι το τέχνασμα της ανοικείωσης σχετίζεται με ότι μας ξαφνιάζει, μας εκπλήσσει, μας παραξενεύει διότι μας φαίνεται ξένο, μη οικείο στα μάτια μας. Τέλος, ήθελαν να καταστήσουν σαφές ότι η λογοτεχνία πρέπει να διακρίνεται, να ξεχωρίζει από οτιδήποτε εξωλογοτεχνικό όπως για παράδειγμα η ιστορία.
Η αναίρεση προηγούμενων παραδειγμάτων από την πλευρά του φορμαλισμού και ο πλούτος των θεωρήσεών του γύρω από την φύση της λογοτεχνικής διαδικασίας έκαναν προσφορότερο το έδαφος στις νέες συνθέσεις και στα νέα επιστημονικά σχήματα που άρχισαν να εμφανίζονται την στιγμή του θανάτου του, στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Ένα από αυτά αναδύθηκε στην Πράγα με το όνομα δομισμός και για τα επόμενα 40 χρόνια κατόρθωσε να έχει ολοένα και μεγαλύτερη επίδραση σε παγκόσμιο επίπεδο. Το άλλο ήταν η «Μπαχτινική» μετασημειωτική (Θεωρία Michail Michailowitsch Bachtin) που ενώ επί αρκετές δεκαετίες παρέμενε αναγκαστικά στο περιθώριο, από την δεκαετία του 1970 και εφεξής αναγνωρίζεται διεθνώς ως μια βιώσιμη εναλλακτική κατεύθυνση σε σχέση με τον δομισμό.
Πηγές
https://essayscam.org/forum/rt/russian-formalism-literary-theory-4197/
http://www.newworldencyclopedia.org/entry/Russian_Formalism
Βιβλιογραφία-Αναφορές
Selden, R. (2004) (Επιμ.) Ιστορία της θεωρίας της λογοτεχνίας, τ. 8: Από τον φορμαλισμό στον μεταδομισμό. (μτφ. Α. Βαλδραμίδου, Γ. Δεληβοριά, Ι. Ναούμ, Α. Παπανικολάου, Φ. Χατζηιωαννίδου, θεώρηση μτφ. Μ. Πεχλιβάνος – Μ. Χρυσανθόπουλος). Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών.
Todorov, T. (1995). (Επιμ.) Θεωρία Λογοτεχνίας, Κείμενα των Ρώσων Φορμαλιστών. (μτφ. Η.Π. Νικολούδη). Αθήνα: Οδυσσέας.
Abrams, M.H. (2005). Λεξικό Λογοτεχνικών όρων. (μτφ., Γ. Δεληβοριά, Σ. Χατζηιωαννίδου). Αθήνα: Πατάκης
Γερακίνη, Αλεξάνδρα, (2016), «Φορμαλισμός, Νέα Κριτική και Δομισμός: Μια κριτική προσέγγιση στις κειμενοκεντρικές θεωρίες της Λογοτεχνίας», Έρκυνα, τευχ. 8ο, σ. 231-240.