Στο εξώφυλλο απεικονίζεται η μάχη του Κοσσυφοπεδίου
Γράφει ο Χείλων
Από τις 6 Αύγουστου 1354 ο Βενετός Bailo, ο πρεσβευτής της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη, είχε γνωστοποιήσει στον δόγη Αντρέα Δάνδολο ότι οι Βυζαντινοί, μπροστά στην απειλή των Τούρκων και της Γένουας, ήσαν πρόθυμοι να υποταχθούν σε οποιαδήποτε άλλη δύναμη – στη Βενετία, στον ηγεμόνα των Σέρβων ακόμη και στον βασιλέα της Ουγγαρίας. Στις 4 Απριλίου 1355 ο δόγης Marino Faliero κάλεσε την Βενετία να προσαρτήσει την αυτοκρατορία, διότι διαφορετικά στην άθλια κατάσταση που βρισκόταν, θα έπεφτε θύμα των Τούρκων. Ήταν πλέον κοινό μυστικό, ότι το Βυζάντιο βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής και το μόνο ερώτημα που φαινόταν να υπάρχει, ήταν αν τα εναπομείναντα τμήματα της αυτοκρατορίας θα περιέρχονταν στους Τούρκους, ή σε μια Χριστιανική δύναμη.
Εν τω μεταξύ έφυγε γρήγορα από το προσκήνιο ένας από τους πλέον επίδοξους υποψηφίους για τη Βυζαντινή κληρονομιά. Στις 20 Δεκεμβρίου 1355 ο Στέφανος Δουσάν πέθανε στην ακμή της ηλικίας του και μαζί του εξαφανίσθηκε το μεγάλο έργο της ζωής του. Ο νεαρός τσάρος Ουρός (1355 -71) που ούτε το κύρος ούτε τη δραστηριότητα του πατέρα του διέθετε, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ενωμένα τα ήδη χαλαρά και ετερογενή τμήματα του Τσαρικού κράτους. Η αυτοκρατορία, που είχε συγκολλήσει σε σύνολο με πολλή βιασύνη το ισχυρό χέρι του Δουσάν διαλύθηκε. Παντού εμφανίσθηκαν αυτόνομες ή ημιαυτόνομες δυναστείες και από τα ερείπια της ΕλληνοΣερβικής αυτοκρατορίας του Δουσάν δημιουργήθηκε ένα πολύχρωμο σύμφυρμα κρατιδίων. Ωστόσο η κατάρρευση της Σερβικής αυτοκρατορίας δεν έφερε πραγματική ανακούφιση στους Βυζαντινούς. Ο θάνατος του Δουσάν απήλλαξε βέβαια το Βυζάντιο από έναν πανίσχυρο αντίπαλο, η αυτοκρατορία όμως ήταν τόσο εξασθενημένη που δεν μπόρεσε να αποκομίσει κανένα όφελος από τη διάλυση του Σερβικού Τσαρικού κράτους ούτε κατέβαλλε κάποια σοβαρή προσπάθεια να ανακτήσει τις παλαιές Βυζαντινές χώρες.

Ο Μέγας στρατοπεδάρχης Αλέξιος και ο Μέγας πριμικέριος Ιωάννης στην υπηρεσία του Ιωάννη Ε’, κατέλαβαν τα παράλια γύρω από τις εκβολές του Στρυμόνα ως τη Χρυσούπολη, γρήγορα όμως ακινητοποιήθηκε η επίθεση των δύο αδελφών. Διατήρησαν τις παράλιες πόλεις, ενώ αντίθετα το εσωτερικό της χώρας παρέμεινε σταθερά στα χέρια των Σέρβων. Ο εκθρονισμένος Νικηφόρος Β’ της Ηπείρου επιχείρησε μια μεγάλη εκστρατεία, για να ανακτήσει πάλι τη χαμένη πατρική κληρονομιά. Πέτυχε σημαντικές επιτυχίες τόσο στην Ήπειρο όσο και στη Θεσσαλία, σκοτώθηκε όμως το 1358 στον πόλεμο με τους Αλβανούς. Από την άλλη πλευρά ο κίνδυνος της Τουρκικής κατακτήσεως έγινε πιο απειλητικός ύστερα από την κατάρρευση της αυτοκρατορίας του Δουσάν αφού δεν υπήρχε άλλη ισχυρή δύναμη στην Βαλκανική χερσόνησο, που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει δυναμικά την προέλαση των Οθωμανών.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε στον Ιωάννη Ε’ ότι δεν υποτίμησε τη σοβαρότητα της καταστάσεως. Βέβαια δεν υπήρχε περιθώριο για ψευδαισθήσεις, αφού οι Τούρκοι βρίσκονταν στο κατώφλι της Θράκης, της μοναδικής επαρχίας που είχε απομείνει στην αυτοκρατορία. Για να αποτρέψει τον απειλητικό κίνδυνο ο αυτοκράτορας χρησιμοποίησε το δοκιμασμένο μέσο των ενωτικών διαπραγματεύσεων, το οποίο είχε χειρισθεί με μεγάλη επιδεξιότητα στις μέρες του ο ιδρυτής της δυναστείας των Παλαιολόγων. Ωστόσο στην κατάσταση που επικρατούσε τότε και τώρα υπήρχε μια ουσιαστική διαφορά Στα χρόνια του Μιχαήλ Η’ την αυτοκρατορία απειλούσε μια δυτική δύναμη, την οποία μπορούσε να επηρεάζει πνευματικά ο Παπισμός, ενώ τώρα ο Ιωάννης Ε’ αντιμετώπιζε άπιστους, που μπορούσαν να απωθηθούν μόνο με τη δύναμη των όπλων. Εξάλλου οι πρόσφατες εμπειρίες στο Αιγαίο με την ομοσπονδία των Χριστιανικών δυνάμεων που κατηύθυνε ο Παπισμός δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικές. Η υπόσχεση της εκκλησιαστικής ενώσεως αποτελούσε ένα ατού στο Βυζαντινό πολιτικό παιγνίδι, το οποίο χρησιμοποιούσε κατά διαστήματα η αυτοκρατορική αυλή. Βέβαια οι διαπραγματεύσεις με τη Ρώμη είχαν ανασχεθεί για σαράντα χρόνια ύστερα από την αποτυχία της συνόδου της Λυών, ο ίδιος όμως ο Ανδρόνικος Β’ κινήθηκε προσωρινά προς αυτή την κατεύθυνση στα δύσκολα χρόνια του εμφύλιου πολέμου. Στη συνέχεια ο Ανδρόνικος Γ’ και προπάντων η αυτοκράτειρα Άννα και στις κρίσιμες στιγμές ο Ιωάννης Καντακουζηνός ήρθαν σε διαπραγματεύσεις για την εκκλησιαστική ενότητα, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος όμως πήρε το ζήτημα πιο σοβαρά. Με μεγάλο ζήλο και γνήσια αφοσίωση επιδίωξε την ένωση των Εκκλησιών, επηρεασμένος καθώς ήταν από την Καθολική μητέρα του. Στις 15 Δεκεμβρίου 1355, μόλις ένα χρόνο μετά την άνοδό του στο θρόνο, έστειλε στην Αβινιόν ένα μακροσκελές και απλοϊκό γράμμα, με το οποίο ζητούσε από τον Πάπα την αποστολή 5 γαλέρων και 15 μεταγωγικών πλοίων με 1.000 πεζούς και 500 ιππείς. Σε αντάλλαγμα υποσχέθηκε να μεταστρέψει το λαό του στην Ρωμαϊκή διδασκαλία μέσα σε έξι μήνες και για την πραγματοποίηση της υποσχέσεως αυτής προσέφερε στον Πάπα τόσο υπερβολικές εγγυήσεις, τις οποίες δεν μπορούσε να δικαιολογήσει η μεγάλη κρίση της αυτοκρατορίας.

Μεταξύ άλλων δέχθηκε να στείλει το δεύτερο γιο του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο, ένα παιδί πέντε ή έξι χρονών ως όμηρο στην Παπική αυλή για να παιδευθεί από τον πάπα. Σε περίπτωση που ο αυτοκράτορας δεν θα πραγματοποιούσε τις υποσχέσεις του, θα εγκατέλειπε εκούσια την εξουσία και θα παρέδιδε την κυβέρνηση της αυτοκρατορίας στον μαθητή του πάπα Μανουήλ, ή αν αυτός ήταν ακόμα ανήλικος, στον ίδιο τον Πάπα ως το θετό πατέρα του. Όπως φαίνεται ο Ιννοκέντιος ΣΤ’ δεν πήρε στα σοβαρά τις υπερβολικές αυτές υποσχέσεις. Πάντως όμως στην απαντητική επιστολή του δεν αναφέρθηκε καθόλου στις επί μέρους προτάσεις του Ιωάννη Ε’ και αρκέσθηκε να επαινέσει τη διάθεση του αυτοκράτορα με θερμά, πλην όμως γενικά λόγια και να αποστείλει στο Βυζάντιο τον απεσταλμένο του. Γρήγορα όμως και ο αυτοκράτορας χρειάσθηκε να πληροφορήσει τη Ρώμη, ότι για την ώρα δεν κατόρθωσε να μεταπείσει ολόκληρο τον πληθυσμό του Βυζαντίου να δεχθεί την ένωση, επειδή το παπικό μήνυμα, που δεν συνοδευόταν με εξοπλισμένες γαλέρες, δεν προσέφερε την αναμενόμενη πειστικότητα και πολλοί από τους υπηκόους του δεν δέχονταν τις εντολές του. Ύστερα απ’ αυτά οι ενωτικές διαπραγματεύσεις ανεστάλησαν για πολλά χρόνια.
Στην πραγματικότητα η αντίδραση, την οποία ο αυτοκράτορας υπαινίσσεται στην επιστολή του, ήταν πολύ ισχυρή. Στο Βυζάντιο υπήρχε μια αξιόλογη παράταξη φιλενωτικών, διακεκριμένος υποστηρικτής της οποίας ήταν ο λόγιος ρήτορας Δημήτριος Κυδώνης, αλλά η συντριπτική πλειονότητα του Βυζαντινού κλήρου και λαού έμενε ανυποχώρητα πιστή στις καθιερωμένες θρησκευτικές παραδόσεις, όπως άλλωστε συνέβη και με τις προηγούμενες ενωτικές διαπραγματεύσεις. Ο πατριάρχης Κάλλιστος ήταν προσωπικός εχθρός του Καντακουζηνού και ύστερα από την ανάληψη της εξουσίας από τον Ιωάννη Ε’ αποκαταστάθηκε στον επισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν ένα αυστηρά συντηρητικό πνεύμα και ενδιαφερόταν έντονα για τη διατήρηση των προνομίων του Πατριαρχείου του.
Η Ελληνική Εκκλησία ήξερε να διαφυλάσσει αποτελεσματικότερα τα δικαιώματά της, από την εξασθενημένη αυτοκρατορία. Ο πατριάρχης Κάλλιστος είχε ήδη στη διάρκεια της πρώτης Πατριαρχίας του αφορίσει το Σερβικό Πατριαρχείο που είχε συσταθεί αυθαίρετα, και τώρα πέτυχε την αναγνώριση του πρωτείου της έδρας της Κωνσταντινουπόλεως από το Βουλγαρικό Πατριαρχείο. Στο εξής το όνομα του πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως μνημονευόταν στο Τύρνοβο στην πρώτη θέση στις λειτουργικές προσευχές. Με τον ίδιο τρόπο θα εξομαλυνόταν αργότερα και η έριδα με τη Σερβική Εκκλησία. Έτσι ενώ το Βυζαντινό κράτος έχανε τις θέσεις του τη μια μετά την άλλη, η Βυζαντινή Εκκλησία ανακτούσε το παλαιό της κύρος.
Λίγο χρόνο ύστερα από την εγκατάσταση του Σουλεϊμάν στην Καλλίπολη, άρχισε η συστηματική κατάκτηση των Βαλκανικών χωρών από τους Τούρκους. Το 1359 η Κωνσταντινούπολη είδε για πρώτη φορά μπροστά στα τείχη της Οθωμανικές ορδές. Η εξαντλημένη αυτοκρατορία δεν ήταν σε θέση να προβάλει αντίσταση. Την ισχυρά οχυρωμένη πρωτεύουσα δεν απειλούσε βέβαια ακόμη άμεσος κίνδυνος, όμως η υπόλοιπη Θράκη, η οποία είχε χάσει και τις τελευταίες ζωτικές δυνάμεις της στον εμφύλιο πόλεμο, ήταν στη διάθεση του εχθρού. Οι πόλεις υπέκυπταν η μια μετά την άλλη. Το 1361 το Διδυμότειχο έπεσε οριστικά στους Τούρκους και ένα χρόνο αργότερα ακολούθησε η Αδριανούπολη.

Στα χρόνια του Μουράτ Α’ (1362-89) η κατάκτηση των Βαλκανικών χωρών συμπεριλαμβανομένων των Ελληνικών και Νοτιοσλαβικών, μπαίνει στην πιο κρίσιμη φάση της. Όπως το Βυζάντιο, το ίδιο και οι Νοτιοσλάβοι ήσαν ανίσχυροι μπροστά στην προέλαση του υπέρτερου εχθρού. Ύστερα από το θάνατο του Stefan Dušan (Δουσάν) η Σερβική αυτοκρατορία βρισκόταν σε διάλυση, ενώ οι συνθήκες ήσαν ακόμα χειρότερες στη Βουλγαρία, η οποία είχε καταρρεύσει τελείως εξαιτίας του καταμερισμού της σε επί μέρους κρατίδια και της παραλυσίας της από την βαριά οικονομική κρίση και τις θρησκευτικές έριδες. Ο ικανός στρατηγός Lala Šahin μπήκε το 1363 στη Φιλιππούπολη και εγκαθίδρυσε την έδρα του ως ο πρώτος Μπεηρλέμπεης (διοικητής) της Ρουμελίας. Επίσης και ο ίδιος ο Σουλτάνος μετέφερε την έδρα του στα Βαλκάνια και εγκατέστησε την αυλή του πρώτα στο Διδυμότειχο και ύστερα (από το 1365 περίπου) στην Αδριανουπόλη. Έτσι οι Οθωμανοί εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ευρώπη, αφού μάλιστα την Τουρκική προέλαση ακολουθούσαν συστηματικά μέτρα εποικισμού. Ο εγχώριος πληθυσμός σύρθηκε κατά μάζες στην αιχμαλωσία στη Μ. Ασία, ενώ Τούρκοι έποικοι εγκαταστάθηκαν στις κατειλημμένες περιοχές και οι Τούρκοι ευγενείς, προ παντός οι στρατηγοί του Σουλτάνου, ανταμείφθηκαν με γενναιόδωρες εκχωρήσεις γης.
Η Βουλγαρία, τρομοκρατημένη καθώς ήταν από την Τουρκική εισβολή, αναζήτησε σωτηρία στην συνεργασία με τον πανίσχυρο κατακτητή, πράγμα που την οδήγησε σε ρήξη με την Ουγγαρία και την Βυζαντινή αυτοκρατορία. Το 1364 μάλιστα έλαβε χώρα μια ένοπλη σύρραξη ανάμεσα στο Βυζάντιο και την Βουλγαρία και ο Βυζαντινός αυτοκράτορας πέτυχε να καταλάβει το λιμάνι της Αγχιάλου στον Εύξεινο Πόντο. Έτσι ο άκαιρος αυτός πόλεμος απέφερε στους Βυζαντινούς τουλάχιστον την ικανοποίηση ότι υπήρχε έστω και μια χώρα που ήταν ακόμη πιο ανίσχυρη από τη δική τους άτυχη αυτοκρατορία.
Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας, αφού απογοητεύθηκε στις προσδοκίες του για Ρωμαϊκή βοήθεια, αναζήτησε άλλους συμμάχους εναντίον των ακάθεκτων Τούρκων. Ο ίδιος ο πατριάρχης Κάλλιστος επισκέφθηκε τις Σέρρες, όπου συναντήθηκε με τη χήρα του Δουσάν, πέθανε όμως λίγο αργότερα από μια αιφνίδια αρρώστια. Επίσης και οι συνεννοήσεις με τις Ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες δεν έφεραν κανένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Έτσι ο αυτοκράτορας στράφηκε και πάλι στην Αβινιόν. Την εποχή εκείνη γίνονταν σοβαρές προετοιμασίες στη Δύση για μια νέα σταυροφορία και πράγματι το φθινόπωρο του 1365 ξεκίνησε μια εκστρατεία με επικεφαλής τον βασιλέα Πέτρο της Κύπρου. Αντικειμενικός όμως στόχος της ήταν η Αίγυπτος και έτσι ο Ιωάννης Ε’ δέχθηκε μια νέα απογοήτευση στις προσδοκίες του. Τότε συνεχίζοντας τη δραστηριότητά του επισκέφθηκε την άνοιξη του 1366 προσωπικά την Ουγγαρία, για να εξασφαλίσει τη βοήθεια του πανίσχυρου βασιλέα Λουδοβίκου του Μεγάλου.
Για πρώτη φορά ένας Βυζαντινός αυτοκράτορας ανέλαβε ένα ταξίδι στο εξωτερικό, όχι βέβαια ως στρατηγός επικεφαλής του στρατού του, αλλά ως ικέτης, ζητώντας βοήθεια. Όλα όμως μάταια, διότι ίσχυσε πάλι η Ρωμαϊκή αρχή – πρώτα μεταστροφή και ύστερα βοήθεια. Μάλιστα ο βασιλέας της Ουγγαρίας πιο ανυποχώρητος από τη Ρώμη, απαιτούσε, όχι μόνο τη μεταστροφή του Βυζαντινού αυτοκράτορα στη Ρωμαϊκή πίστη, αλλά ακόμη και τον αναβαπτισμό του σύμφωνα με το Ρωμαϊκό τυπικό. Ο Ιωάννης Ε’ επέστρεψε πίσω με άδεια χέρια και καθ’ οδόν τον πρόλαβε μια νέα ατυχία. Όταν έφθασε στο Βιδίνιο, το οποίο κατείχε η Ουγγαρία, αναγκάσθηκε να διακόψει το ταξίδι του, επειδή οι Βούλγαροι του απαγόρευσαν να διέλθει από τη χώρα τους.
Είναι εντελώς απίθανο αυτό να συνέβη χωρίς τη γνώση του γιου του Ανδρονίκου, ο οποίος ήταν παντρεμένος με πριγκίπισσα της Βουλγαρίας. Πάντως δεν κατέβαλε καμιά προσπάθεια για να απελευθερώσει τον πατέρα του και μόνο η επέμβαση του «πράσινου κόμη», Αμαδαίου VI της Σαβοΐας, απάλλαξε τον ατυχή ηγεμόνα από την άθλια κατάστασή του. Ο «πράσινος κόμης», που ήταν εξάδελφος του αυτοκράτορα, εμφανίσθηκε το καλοκαίρι του 1366 με ένα στρατό σταυροφόρων στα Βυζαντινά ύδατα. Σε μια πρώτη επίθεση απέσπασε από τους Τούρκους την Καλλίπολη, στη συνέχεια στράφηκε εναντίον της Βουλγαρίας και επέβαλε όχι μόνο την απελευθέρωση του αυτοκράτορα, αλλά και την εκκένωση της Μεσημβρίας και της Σωζοπόλεως. Έτσι εδραιώθηκε σημαντικά η θέση των Βυζαντινών στη δυτική ακτή της Μαύρης Θάλασσας.
Στο μεταξύ ο Αμαδαίος της Σαβοΐας είχε συνδέσει στενά τη σταυροφορία του με ενωτικά σχέδια. Με δική του απαίτηση, ο Παπικός απεσταλμένος Παύλος, που τον συνόδευε, έγινε δεκτός τον Ιούνιο του 1367 από τα μέλη του Βυζαντινού ηγεμονικού οίκου, με την παρουσία ανώτερων εκκλησιαστικών και κρατικών εκπροσώπων, σε μια συζήτηση για την εκκλησιαστική ένωση. Την ελληνική πλευρά αντιπροσώπευε ο εκθρονισμένος Ιωάννης Καντακουζηνός, ο «πατέρας» του εν ενεργεία αυτοκράτορα, του οποίου η ισχυρή προσωπικότητα κυριάρχησε πλήρως στην συνάντηση αυτή. Ο Καντακουζηνός απαιτούσε τη σύγκληση μιας Οικουμενικής συνόδου στην Κωνσταντινούπολη και πέτυχε τελικά να αποσπάσει τη συμφωνία και του παπικού απεσταλμένου. Η απαίτησή του όμως δεν βρήκε απήχηση στη Ρώμη. Ο Πάπας έδινε περισσότερη βαρύτητα σε μια απευθείας ένωση με τον Ιωάννη Παλαιολόγο, που ήταν πρόθυμος για μεταστροφή, την οποία τελικά και πέτυχε. Τον Αύγουστο του 1369 ο Ιωάννης Ε’ έφθασε μέσω Νεαπόλεως στη Ρώμη. Στη συνοδεία του βρίσκονταν αρκετοί ανώτεροι αξιωματούχοι του κράτους, κανείς όμως εκπρόσωπος του Βυζαντινού κλήρου.
Ύστερα από την απόρριψη της αξιώσεως που έθεσε ο Καντακουζηνός, η Βυζαντινή Εκκλησία τηρούσε μεγάλη επιφύλαξη. Και ενώ ο αυτοκράτορας πρόδιδε την πίστη των πατέρων του στη Ρώμη, ο πατριάρχης Φιλόθεος, ο φίλος του Καντακουζηνού, που κλήθηκε πάλι στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ύστερα από το θάνατο του Κάλλιστου, επιδίωκε να ενισχύσει την αφοσίωση των ορθοδόξων στην ομολογία τους με γράμματα και συστάσεις όχι μόνο στον Βυζαντινό πληθυσμό, αλλά και στους ορθόδοξους χριστιανούς έξω από τα σύνορα της αυτοκρατορίας, στη Συρία και την Αίγυπτο καθώς και στις νοτιοσλαβικές χώρες και στη Ρωσία. Έτσι η μεταστροφή του Ιωάννη Ε’ στην καθολική ομολογία, που έγινε τον Οκτώβριο του 1369 με μεγάλη επισημότητα, έμεινε μια ιδιωτική πράξη, που αφορούσε μόνο το πρόσωπο του αυτοκράτορα. Η ένωση των Εκκλησιών ούτε τώρα έγινε και τίποτε δεν άλλαξε στις σχέσεις ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες. Εξάλλου το πολιτικό αποτέλεσμα του ταξιδιού αυτού ήταν εντελώς αρνητικό, αφού όλες οι προσδοκίες του αυτοκράτορα για μια δυτική βοήθεια αποδείχθηκαν απατηλές.

Έτσι απέτυχαν και ο αντικειμενικός στόχος του ταξιδιού και η θρησκευτική μεταστροφή του αυτοκράτορα. Ωστόσο ο Ιωάννης Ε’ δεν επέστρεψε αμέσως στη χώρα του αλλά την άνοιξη του 1370 επισκέφθηκε την Βενετία. Το ταξίδι αυτό επέβαλε η κατάφορη οικονομική κρίση. Δεν ζητούσε πλέον στρατιωτική βοήθεια για την αυτοκρατορία του, αλλά προσπαθούσε να εξασφαλίσει τουλάχιστον λίγα χρήματα. Πάντως και η μακρόχρονη διαμονή του στη Βενετία δεν του απέφερε παρά μόνο νέες απογοητεύσεις και νέες βαριές ταπεινώσεις. Βέβαια επιτεύχθηκε μια κάποια συμφωνία. Ο Ιωάννης Ε’ έδειξε πρόθυμος να παραχωρήσει στη Βενετική δημοκρατία τη νήσο Τένεδο, που επιζητούσε επίμονα, και ως αντάλλαγμα η Βενετία υποσχέθηκε να του επιστρέψει τα κοσμήματα του Βυζαντινού θρόνου, που είχε παραδώσει ως ενέχυρο η μητέρα του πριν από τριάντα χρόνια και επί πλέον να του παραδώσει έξι μεταγωγικά πλοία και 25.000 δουκάτα σε μετρητά.
Το ζήτημα φαινόταν να έχει κανονισθεί και ο αυτοκράτορας ζήτησε και έλαβε μια προκαταβολή από 4.000 δουκάτα. Ο Ανδρόνικος όμως, που ασκούσε την αντιβασιλεία στην Κωνσταντινούπολη στη διάρκεια της απουσίας του, αρνήθηκε την παράδοση της Τενέδου στη Βενετία, τη στιγμή μάλιστα που το νησί, εξαιτίας της θέσεώς του στην είσοδο των Δαρδανελλίων, εποφθαλμιούσαν και οι φίλοι του οι Γενουάτες. Έτσι ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ βρέθηκε σε μια εξαιρετικά δύσκολη θέση. Δεν διέθετε χρήματα για να επιστρέψει στην πατρίδα του και δεν είχε καμμιά δυνατότητα να εξοφλήσει τα χρέη καθώς και την προκαταβολή που έλαβε.
Ο Ανδρόνικος απέρριψε ψυχρά όλες τις απεγνωσμένες εκκλήσεις του για βοήθεια. Ισχυριζόταν ότι ο λαός δεν θα επέτρεπε να θιγούν οι θησαυροί της Εκκλησίας (όπως φαίνεται δεν υπήρχαν διαθέσιμοι άλλοι θησαυροί). Ο Ιωάννης Ε’ μπορούσε τώρα να είναι ευτυχής που δεν πραγματοποιήθηκαν τα σχέδια του 1355 και που δεν είχε αποστείλει ως όμηρο, όπως σκόπευε τότε, το νεαρό Μανουήλ στην Αβινιόν. Διότι ο Μανουήλ, που κυβερνούσε τη Θεσσαλονίκη, έσπευσε σε βοήθεια του πατέρα του και τον έσωσε από την κρίσιμη κατάστασή του. Τελικά ο ταλαιπωρημένος αυτοκράτορας επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη τον Οκτώβριο του 1371, ύστερα από διετή απουσία, χωρίς να έχει επιτύχει απολύτως τίποτε. Καθώς φαίνεται δεν επιχείρησε καθόλου κάτω από τις απελπιστικές αυτές συνθήκες να εξαναγκάσει τη χώρα του να δεχθεί την εκκλησιαστική ένωση. Σύμφωνα με το Δημήτριο Κυδώνη, που είχε συνοδεύσει τον άτυχο αυτοκράτορα στο άτυχο ταξίδι του, ήταν μια «μακρά πλάνη, μηδ’ οτιούν τη πατρίδι λυσιτελούντα».

Η βοήθεια, που μάταια αναζήτησε ο Ιωάννης Ε’, ήταν τώρα απαραίτητη όσο ποτέ άλλοτε, όπως απέδειξε στο μεταξύ μια νέα καταστρεπτική νίκη των Τούρκων. Ύστερα από την μόνιμη εγκατάσταση των Οθωμανών στη Θράκη, τον πιο άμεσο κίνδυνο αντιμετώπιζε η Μακεδονία. Ο δεσπότης Ιωάννης Uglješa, που διοικούσε τις Σέρρες, ήταν ο πρώτος που «πήρε τα όπλα εναντίον των άθεων Μουσουλμάνων». Επιχείρησε πρώτος να οργανώσει μια εκτεταμένη αντεπίθεση εναντίον των κατακτητών και κάλεσε το Βυζάντιο «κοινή τους κοινούς πολεμίους αμύνεσθαι». Προσέγισε μάλιστα τους Βυζαντινούς σε τέτοιο σημείο, ώστε να καταδικάσει σε πολύ αυστηρό τόνο την ανακήρυξη του Δουσάν σε αυτοκράτορα, όπως και την ίδρυση του Σερβικού Πατριαρχείου και να αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως στη δική του επικράτεια. Ωστόσο μαζί του συμμάχησε μόνο ο αδελφός του, ο βασιλέας Vukašin. Οι δυο αδελφοί κινήθηκαν με το στρατό τους εναντίον της Αδριανουπόλεως και συγκρούσθηκαν με τον εχθρό στην Černomen στον Έβρο. Εκεί όμως, στις 26 Σεπτεμβρίου 1371, ο στρατός τους εξολοθρεύθηκε από τους Τούρκους. Ο Uglješa και ο Vukašin βρήκαν το θάνατο και έτσι εξαφανίσθηκαν από το προσκήνιο οι δυο ισχυρότερες προσωπικότητες της εποχής στα Βαλκάνια και ύστερα από αυτή την καταστροφή οι Μακεδονικές χώρες έχασαν την ανεξαρτησία τους. Οι τοπικοί ηγεμόνες, και ανάμεσά τους ο γιος του Vukašin, Μάρκο Κράλιεβιτς, ο ήρωας των Σερβικών δημοτικών τραγουδιών, αναγκάσθηκαν να αναγνωρίσουν την ηγεμονία του Σουλτάνου, να καταβάλλουν φόρο υποτέλειας και να προσφέρουν στρατιωτική υπηρεσία. Η οριστική κατάληψη των ηγεμονιών τους καθώς και των λοιπών Βαλκανικών χωρών ήταν πια μόνο ζήτημα χρόνου.
Η νίκη των Οθωμανών στον Έβρο, η μεγαλύτερη και αποτελεσματικότερη πριν από εκείνη του 1453, άνοιξε βαθιά πληγή στο Βυζάντιο, παρόλο που το ίδιο δεν έλαβε μέρος στην μάχη. Ήταν ελάχιστη παρηγοριά και προσωρινή μόνο επιτυχία το γεγονός, ότι ο Μανουήλ εισέβαλε από τη Θεσσαλονίκη στην επικράτεια του νεκρού Uglješa και μπήκε στις Σέρρες (Νοέμβριος 1371). Το πόσο είχε χειροτερέψει η κατάσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας φανερώνει το γεγονός, ότι η αυτοκρατορική κυβέρνηση, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο Μανουήλ σε ένα μεταγενέστερο έγγραφο, έλαβε τότε την απόφαση, «αμέσως μετά το θάνατο του δεσπότη της Σερβίας, του μακάριου Uglješa», να δημεύσει τη μισή περιουσία των Βυζαντινών μοναστηριών και να την εκχωρήσει ως προνοιακά τιμάρια για να μπορέσει με τον τρόπο αυτό, μπροστά στην «υπερβολικά σοβαρή και χρόνια» Τουρκική εισβολή, να ενισχύσει την άμυνα της χώρας. Εκτός αυτού όμως αμέσως μετά τη μάχη του Έβρου, το ίδιο το Βυζάντιο περιέπεσε σε τυπική υποτέλεια υπό την επικυριαρχία των Οθωμανών και υποχρεώθηκε να προσφέρει φόρους υποτέλειας και στρατιωτική υπηρεσία. Την ίδια εποχή αναγνώρισε την Τουρκική επικυριαρχία και η Βουλγαρία. Έτσι, πριν περάσουν είκοσι χρόνια από την πρώτη εγκατάσταση των Οθωμανών στο ευρωπαϊκό έδαφος, τόσο η Βυζαντινή αυτοκρατορία όσο και ο άλλοτε ισχυρός της αντίπαλος, το τσαρικό κράτος της Βουλγαρίας, κατέληξαν να γίνουν υποτελείς των Τούρκων.

Την άνοιξη του 1373 ο Ιωάννης Ε’ εκπλήρωνε ήδη τις υποχρεώσεις του ως υποτελής και συνόδευε το Σουλτάνο σε μια εκστρατεία του στη Μ. Ασία Την απουσία του όμως από την Κωνσταντινούπολη εκμεταλλεύθηκε ο Ανδρόνικος για να επαναστατήσει ανοιχτά εναντίον του. Έκλεισε συμφωνία με τον Οθωμανό πρίγκηπα Saudži Čelebi με αποτέλεσμα να οργανωθεί μια περίεργη κοινή εξέγερση του Βυζαντινού και του Οθωμανού πρίγκιπα εναντίον των πατέρων τους (Μάιος 1373). Ο Μουράτ όμως κατέπνιξε ταχύτατα την εξέγερση, τύφλωσε τον Saudži και ζήτησε από τον Ιωάννη Ε’ να τιμωρήσει με τον ίδιο τρόπο το γιο του. Ο αυτοκράτορας ήταν αδύνατο να αντισταθεί στη διαταγή του Σουλτάνου. Ενώ όμως ο Saudži υπέκυψε στα φρικτά βασανιστήρια, η εκτέλεση της ποινής στον Ανδρόνικο και στο μικρό γιο του Ιωάννη έγινε με ηπιότερο τρόπο, ώστε τελικά δεν έχασαν εντελώς το φως τους αλλά μπόρεσαν αργότερα να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο, σε βάρος όμως της αυτοκρατορίας. Στη θέση του πραξικοπηματία, ο οποίος φυλακίσθηκε και έχασε τα δικαιώματα του θρόνου, αναγνωρίσθηκε ως διάδοχος του θρόνου ο Μανουήλ. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1373 έλαβε το στέμμα του συν αυτοκράτορα.
Την έριδα στον Βυζαντινό ηγεμονικό οίκο εκμεταλλεύθηκαν οι Βενετοί και οι Γενουάτες στον αγώνα τους για την Τένεδο. Επειδή ο Ιωάννης Ε’ είχε υποσχεθεί το νησί στους Βενετούς, οι Γενουάτες αποφάσισαν χωρίς χρονοτριβή να επιφέρουν αλλαγή της κυβερνήσεως στην Κωνσταντινούπολη για να εμποδίσουν με τον τρόπο αυτό την παράδοση του νησιού στους Βενετούς, που είχε μεγάλη εμπορική και στρατηγική σημασία. Έτσι βοήθησαν τον αιχμάλωτο Ανδρόνικο να δραπετεύσει στο Γαλατά για να αναλάβει ένοπλο αγώνα ως σφετεριστής αυτοκράτορας εναντίον του Ιωάννη Ε’, στην πραγματικότητα όμως τον χρησιμοποίησαν εναντίον της Βενετίας. Στις 22 Αυγούστου 1376 ο Ανδρόνικος Δ’ με τη βοήθεια και των Τούρκων, μπήκε στην Κωνσταντινούπολη, ύστερα από πολιορκία 32 ημερών, και συνέλαβε αιχμαλώτους τον πατέρα και τον αδελφό του. Μερικές μέρες αργότερα εκχώρησε την Τένεδο στους Γενουάτες, ενώ στους Τούρκους παρέδωσε την Καλλίπολη, που είχε ανακτήσει πριν από δέκα χρόνια ο Αμαδαίος VI της Σαβοΐας. Ωστόσο οι Γενουάτες δεν κατάφεραν να κατακτήσουν την Τένεδο. Το νησί έμενε πιστό στον Ιωάννη Ε’ και τον Οκτώβριο του 1376 περιήλθε στην κατοχή των Βενετών. Οι Γενουάτες όμως αρνήθηκαν τα τετελεσμένα γεγονότα και ένα χρόνο αργότερα ξέσπασε νέος πόλεμος για το διαφιλονικούμενο νησί.

Στο μεταξύ ο Ιωάννης Ε’ και ο Μανουήλ Β’ κατάφεραν να δραπετεύσουν από τη φυλακή με τη βοήθεια των Βενετών και αργότερα, με την έγκριση των Τούρκων, να επανακτήσουν το χαμένο θρόνο. Φαίνεται ότι η κοινή γνώμη ήταν με το μέρος τους, το γεγονός όμως αυτό δεν είχε ουσιαστική σημασία. Οι εσωτερικές δυνάμεις, οποιεσδήποτε κι αν ήταν, δεν είχαν πια αποφασιστικό ρόλο για τις τύχες της αυτοκρατορίας. Όλα καθορίζονταν τώρα από τις εξωτερικές δυνάμεις, αφού το Βυζάντιο δεν ήταν παρά αντικείμενο στο πολιτικό παιγνίδι των μεγάλων δυνάμεων που είχαν ενδιαφέροντα στην Ανατολή, δηλαδή των δύο ιταλικών ναυτικών δημοκρατιών και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στη διαμάχη τους για τον αυτοκρατορικό θρόνο ο Ιωάννης Ε’ και ο Ανδρόνικος Δ’ ήταν στην πραγματικότητα απλά όργανα των συγκρουόμενων ενδιαφερόντων της Βενετίας και της Γένουας. Την τελική έκβαση όμως καθόρισε η απόφαση του Σουλτάνου. Με την υποστήριξη των Τούρκων ο Ιωάννης Ε’ και ο Μανουήλ Β’ επανήλθαν στην πόλη την 1 Ιουλίου 1379. Το τίμημα ήταν η υποχρέωση να καταβάλλουν πάλι φόρο υποτέλειας και στρατιωτική υπηρεσία στο Σουλτάνο. Ο Μανουήλ όφειλε να εμφανίζεται κάθε χρόνο στην αυλή του Σουλτάνου με τον καθορισμένο φόρο και με επικουρικά στρατεύματα και να συνοδεύει τον Οθωμανό επικυρίαρχό του στις πολεμικές του εκστρατείες, οπουδήποτε αυτός αποφάσιζε.
Ο πόλεμος ανάμεσα στη Βενετία και τη Γένουα συνεχίσθηκε πάντως αμείωτος. Και οι δυο πλευρές διεξήγαγαν τον αγώνα με αυξανόμενη βιαιότητα. Τελικά οι εξαντλημένοι αντίπαλοι, ύστερα από μεσολάβηση του κόμη Αμαδαίου της Σαβοΐας, έκλεισαν συνθήκη ειρήνης στο Τορίνο στις 8 Αυγούστου 1381. Επιτεύχθηκε κάποιος συμβιβασμός: η Τένεδος δεν θα παραδινόταν ούτε στη Βενετία ούτε στη Γένουα, τα οχυρά της θα καταστρέφονταν, οι κάτοικοι της θα μεταφέρονταν στην Κρήτη και την Εύβοια και το αποστρατικοποιημένο νησί θα παραδινόταν στον εντολοδόχο του κόμη της Σαβοΐας. Στον διακανονισμό αυτό το Βυζάντιο αγνοήθηκε εντελώς, σαν να μην είχε ποτέ στην κατοχή του το νησί. Ωστόσο ο Βενετός βάιλος της Τενέδου αρνήθηκε να παραδώσει το σημαντικό νησί, ώστε οι όροι της συμφωνίας εφαρμόσθηκαν μόλις το χειμώνα του 1383/84, ενώ οι Βενετοί συνέχισαν για μακρό χρόνο να χρησιμοποιούν την Τένεδο ως ναυτική βάση.

Ύστερα από την αποκατάστασή του ο Ιωάννης Ε’ και παρά τα πρόσφατα γεγονότα, αναγκάσθηκε να αναγνωρίσει τον Ανδρόνικο Δ’ και το γιο του Ιωάννη Ζ’ σαν νόμιμους διαδόχους του και να τους παραχωρήσει τη Σηλυμβρία, την Ηράκλεια, τη Ραιδεστό και την Πάνιδο. Η αναγνώριση αυτή, που σήμαινε την απομάκρυνση του Μανουήλ και είχε ως συνέπεια νέες έριδες στον ηγεμονικό οίκο, επικυρώθηκε τυπικά με μια συνθήκη στις 2 Νοεμβρίου του 1382. Έτσι τα κατάλοιπα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας διαμελίσθηκαν σε πολλές μικρές ηγεμονίες, τις οποίες διοικούσαν τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας: Την Κωνσταντινούπολη εξουσίαζε ο Ιωάννης Ε’, τις πόλεις στη θάλασσα του Μαρμαρά που απέμεναν στην αυτοκρατορία διατήρησε ο Ανδρόνικος Δ’, ο οποίος βρισκόταν τώρα σε εξάρτηση περισσότερο από το Σουλτάνο παρά από τον πατέρα του. Ο παραγκωνισμένος Μανουήλ κατέλαβε με αυθαίρετο τρόπο τη Θεσσαλονίκη, την παλαιά του επικράτεια, ενώ στο Μοριά κυβερνούσε από το 1382 ο τρίτος γιος του αυτοκράτορα, ο Θεόδωρος Α’.
Οι Παλαιολόγοι δηλαδή είχαν κατορθώσει να αποσπάσουν από τους Καντακουζηνούς τις Βυζαντινές κτήσεις της Πελοποννήσου. Αυτή ήταν και η μοναδική επιτυχία της δυναστείας των Παλαιολόγων την κρίσιμη αυτή εποχή. Ο Θεόδωρος Α’ (1382 – 1406) αναγκάσθηκε να αναγνωρίσει την επικυριαρχία του Σουλτάνου και έτσι ως πειθήνιος υποτελής δέχθηκε αρχικά την Τουρκική υποστήριξη εναντίον όλων των εσωτερικών και εξωτερικών αντιπάλων του. Στον αγώνα του εναντίον της τοπικής αριστοκρατίας και των γειτονικών Λατινικών κρατιδίων πέτυχε να ενισχύσει σε σημαντικό βαθμό την Βυζαντινή εξουσία στον Μοριά. Με τον εποικισμό μεγάλων μαζών από Αλβανούς, που κινούνταν προς το νότο, ενίσχυσε την χώρα με νέες δυνάμεις. Αντίθετα στο κέντρο του Βυζαντίου η κατάσταση χειροτέρευε διαρκώς. Η πίεση από έξω γινόταν όλο και πιο ισχυρή και η φαινομενική ειρήνη ανάμεσα στον αυτοκράτορα και τον πρεσβύτερο γιο του δεν κράτησε για πολύ. Ο Ανδρόνικος ανέλαβε πάλι τον ένοπλο αγώνα και επιχείρησε να καταλάβει ένα οχυρό ανάμεσα στη Σηλυμβρία και την Κωνσταντινούπολη. Ύστερα από σθεναρό αγώνα, που παρά λίγο να στοιχίσει τη ζωή του, ο Ιωάννης Ε’ κατόρθωσε να αποκρούσει την επίθεση. Ύστερα από λίγο πέθανε ο Ανδρόνικος Δ’ (Ιούνιος 1385).

Στα Βαλκάνια ο πόλεμος ανάμεσα στους Οθωμανούς και τους Χριστιανούς πλησίαζε στην τελική του φάση. Η Σερβία ήταν ακόμη σε θέση να αντιτάξει ισχυρή αντίσταση. Ανάμεσα στους δυνάστες, οι οποίοι διοικούσαν τα κατάλοιπα του τσαρικού κράτους του Δουσάν ξεχώριζε ως πιο ισχυρός και σημαντικός πολιτικός άνδρας ο ηγεμόνας Lazar (Λάζαρος) Hrebeljanović. Ύστερα από το θάνατο του τσάρου Ουρός (+ 1371), του τελευταίου άμεσου απογόνου του Νεμάνια, πέτυχε να αποκτήσει τον έλεγχο της Ρασίας. Κατόρθωσε επίσης να κερδίσει μερικούς από τους τοπικούς ηγεμόνες και σε άλλους να επιβάλει δυναμικά τον έλεγχό του. Ο πιο αποφασιστικός όμως παράγοντας για τον επικείμενο αγώνα ήταν ο δεσμός του Λαζάρου με τον Tvrtko της Βοσνίας, η δύναμη του οποίου βρισκόταν σε ταχεία άνοδο. Ως απόγονος ενός κλάδου της οικογένειας του Νεμάνια ο Tvrtko έλαβε το 1377 το τσαρικό στέμμα και ύστερα από το θάνατο του Λουδοβίκου της Ουγγαρίας (+l382) άρχισε τη γρήγορη και δυναμική προέλασή του στην Κροατία και τη Δαλματία, που οδήγησε στη σύσταση ενός μεγάλου, αν και βραχύβιου νοτιοσλαβικού κράτους και επιβλήθηκε ως ο πιο ισχυρός ανάμεσα στους χριστιανούς ηγεμόνες των Βαλκανίων της εποχής εκείνης. Η ενσωμάτωση από τον Tvrtko και Σερβικών περιοχών στο βασίλειό του δεν εμπόδισε τη συνεργασία ανάμεσα στους δύο ηγεμόνες. Επίσης χάρη στην διπλωματική ευστροφία του Λαζάρου και οι σχέσεις με το Βυζάντιο έγιναν φιλικότερες, αφού το 1375 εξομαλύνθηκε με συμβιβαστική λύση η εκκλησιαστική έριδα, που είχε προκαλέσει η αυθαίρετη ίδρυση του Σερβικού Πατριαρχείου στο Peč, ακυρώθηκε ο αφορισμός που βάραινε τη Σερβική Εκκλησία και αναγνωρίσθηκε στον αρχηγό της ο τίτλος του πατριάρχη.

Οι επιθέσεις των Οθωμανών γίνονταν συνεχώς βιαιότερες και προκαλούσαν πάντα μεγάλες απώλειες τόσο στους Έλληνες όσο και στους Σέρβους. Είναι γεγονός, ότι ο Μανουήλ Β’ ξεκίνησε το 1382 από τη Θεσσαλονίκη μια αντεπίθεση εναντίον των Τούρκων. Τούτο ήταν μια ανοιχτή επανάσταση εναντίον των Οθωμανών επικυρίαρχων και μια τολμηρή πρόκληση, που βρισκόταν σε φανερή αντίθεση με την πολιτική του πατέρα του στην Κωνσταντινούπολη. Η αντεπίθεση όμως αυτή δε μπορούσε να έχει σημαντικά και μόνιμα αποτελέσματα. Οι Τούρκοι διατήρησαν την υπεροχή και στις 19 Σεπτεμβρίου του 1383 κατέλαβαν οριστικά τις Σέρρες. Λίγο χρόνο αργότερα άρχισε η πολιορκία της Θεσσαλονίκης. Το ισχυρά οχυρωμένο λιμάνι αμύνθηκε αποτελεσματικά περισσότερο από τρία χρόνια, τελικά όμως τον Απρίλιο του 1387 αναγκάσθηκε να ανοίξει τις πύλες του στους Οθωμανούς. Ο Μανουήλ εγκατέλειψε την πόλη λίγο πριν την πτώση της και κατέφυγε στη Λέσβο.
Στο μεταξύ έπεσαν η Σόφια (περίπου το 1385) και η Ναϊσσός (1386). Πάντως ύστερα από την πτώση της Ναϊσσού ο Λάζαρος αποδεκάτισε τις δυνάμεις του Μουράτ στην Pločnik και το 1388 ένας Τουρκικός στρατός που είχε εισβάλει στη Βοσνία εξολοθρεύθηκε από τον βοεβόδα της Βοσνίας Vlatko Vukovič κοντά στην Bileća. Τότε ο Μουράτ κινήθηκε με μεγάλα στρατεύματα εναντίον των Νοτιοσλάβων για την αποφασιστική μάχη. Το πρώτο χτύπημα δέχθηκε ο τσάρος της Βουλγαρίας, ο οποίος ενθαρρύνθηκε με την αντίσταση του Λαζάρου και τόλμησε να αντικρούσει τον Σουλτάνο και να του αρνηθεί την καταβολή του φόρου υποτέλειας. Οι Οθωμανοί εισέβαλαν στη Βουλγαρία, κατέπνιξαν την αντίσταση του τσάρου και τον ανάγκασαν να υποταχθεί (1388). Στη συνέχεια ο Σουλτάνος στράφηκε εναντίον της Σερβίας.
Ο πρίγκιπας Λάζαρος με τα Σερβικά και Βοσνιακά στρατεύματα, συνάντησε τον Μουράτ στο Κοσσυφοπέδιο και στις 15 Ιουνίου 1389 έγινε η ιστορική μάχη, που ύστερα από την καταστροφή στον ποταμό Έβρο, αποτελεί το σημαντικότερο ορόσημο στην κατάκτηση της Βαλκανικής χερσονήσου από τους Οθωμανούς και στη συνείδηση του λαού καθιερώθηκε ως το κεντρικό γεγονός της μεσαιωνικής ιστορίας της Σερβίας. Στην αρχή φάνηκε ότι η τύχη ευνοούσε τους Σέρβους. Ο ίδιος ο Σουλτάνος έπεσε στο πεδίο της μάχης, υπό την ηγεσία όμως του διαδόχου του θρόνου Βαγιαζίτ οι υπέρτερες Οθωμανικές δυνάμεις κέρδισαν τελικά τη νίκη. Ο πρίγκιπας Λάζαρος συνελήφθη αιχμάλωτος και εκτελέσθηκε μαζί με όλους τους ευγενείς του. Οι διάδοχοί του αναγκάσθηκαν να υποταγούν στο νικητή και να αναγνωρίσουν την Οθωμανική επικυριαρχία. Έτσι κατέρρευσε το τελευταίο και ισχυρότερο κέντρο αντιστάσεως και η Τουρκική κατάκτηση εξαπλώθηκε με ακόμη μεγαλύτερη μανία στις χώρες της Βαλκανικής.
Όπως ο Βυζαντινός αυτοκράτορας και ο τσάρος της Βουλγαρίας, το ίδιο και οι Σέρβοι φεουδάρχες υποχρεώθηκαν ο ένας μετά τον άλλο να παρέχουν στο Σουλτάνο στρατιωτική υπηρεσία και φόρο υποτέλειας. Ο Τουρκικός φόρος βάρυνε, όπως στο Βυζάντιο έτσι και στις νοτιοσλαβικές χώρες, πάνω στους ώμους ολόκληρου του πληθυσμού. Το Τουρκικό χαράτσι, που κατανεμήθηκε σ’ ολόκληρη τη χώρα και σ’ όλους τους γαιοκτήμονες, αδιάφορο αν προηγουμένως είχαν προνόμια, αποτέλεσε για τις τότε Ελληνικές και Σλαβικές χώρες την πιο σπουδαία και βαριά χρηματική υποχρέωση των γαιοκτημόνων, από την οποία ούτε ο ίδιος ο ηγεμόνας της χώρας μπορούσε να τους απαλλάξει, εκτός βέβαια αν κατέβαλλε ο ίδιος το φόρο στη θέση εκείνου τον οποίο είχε απαλλάξει.
Ύστερα από τη μάχη του Κοσυφοπεδίου και την άνοδο στο θρόνο του Βαγιαζίτ Α’ η Οθωμανική πίεση βάρυνε ακόμα περισσότερο το Βυζάντιο. Η θέση της αυτοκρατορίας γινόταν όλο και πιο αξιοθρήνητη, η εξάρτησή της από το Σουλτάνο ακόμη αμεσότερη και όχι μόνο ολόκληρη η γύρω περιοχή αλλά και η ίδια η βασιλίδα υποτασσόταν στο θέλημά του. Κάθε προσπάθεια αντιστάσεως καταπνιγόταν στη γέννησή της. Ο Βαγιαζίτ χρησιμοποιούσε ως όργανό του το νεαρό Ιωάννη Ζ’, ο οποίος ως γνήσιος γιος του Ανδρονίκου Δ’, διεκδικούσε τα δικαιώματά του πάνω στο θρόνο και έτσι έμενε υποχείριος του Σουλτάνου. Ο Βαγιαζίτ του έδωσε την υποστήριξή του και στις 14 Απριλίου του 1390 ο Ιωάννης Ζ’ κατέλαβε την πρωτεύουσα και τον αυτοκρατορικό θρόνο. Ενώ στην διάρκεια του πραξικοπήματος του Ανδρονίκου Δ’ το 1376 η Γένουα και η Βενετία έπαιξαν τον κύριο ρόλο, τώρα την κατοχή του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως αποφάσιζε αποκλειστικά η θέληση του Σουλτάνου. Αντίθετα εκμηδενίσθηκε η επιρροή των ιταλικών ναυτικών δημοκρατιών αφού είχαν πια εξαντληθεί με τον πόλεμο της Τενέδου, ενώ ιδιαίτερα η Γένουα είχε περισσότερο αποδυναμωθεί εξαιτίας εσωτερικών ταραχών. Είναι πάντως αξιοσημείωτο ότι ο Ιωάννης Ζ’ διέθετε οπαδούς στην Κωνσταντινούπολη, γεγονός που διευκόλυνε την είσοδό του στην πόλη και την κατάληψη του θρόνου.

Η άνοδος του Ιωάννη Ζ’ στο θρόνο αποτελούσε το πρώτο βήμα του Σουλτάνου για την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως. Η σύγκλητος της Βενετίας, που προετοίμαζε τότε μια πρεσβεία για την Κωνσταντινούπολη, έδωσε στον εντολοδόχο της ειδικές οδηγίες, σε περίπτωση που θα εύρισκε «τον γιο του Μουράτ» να κατέχει ήδη την πρωτεύουσα. Πάντως η βασιλεία του Ιωάννη Ζ’ δεν κράτησε επί μακρόν. Ο Μανουήλ, που είχε καταφύγει στη Λήμνο, προετοιμαζόταν για την αντεπίθεση. Ύστερα από δύο ανεπιτυχείς επιθέσεις, κατόρθωσε τελικά στις 17 Σεπτεμβρίου 1390 να εισβάλει στην Κωνσταντινούπολη, να εκδιώξει τον αντίπαλο και να αποκαταστήσει τον εαυτό του και τον πατέρα του στην εξουσία. Στην Κωνσταντινούπολη όμως ήταν γνωστό ότι το αυτοκρατορικό στέμμα μπορούσε να φέρει μόνο όποιος θα υποτασσόταν χωρίς αντιρρήσεις στη θέληση του πανίσχυρου Σουλτάνου και θα αποδεχόταν όλες τις απαιτήσεις του.
Έτσι ενώ ο Ιωάννης Ε’ ασκούσε στην Κωνσταντινούπολη μια επιφανειακή εξουσία, ο Μανουήλ διαβιούσε στην αυλή του Σουλτάνου ως πειθήνιος υποτελής του και δεχόταν κάθε είδους ταπείνωση. Βέβαια και αυτός και ο πατέρας του είχαν προσφέρει στρατιωτικές υπηρεσίες και στον Μουράτ Α’, τότε όμως πολέμησαν στο πλευρό του Σουλτάνου εναντίον των Σελτζούκων. Τώρα ο Μανουήλ υποχρεώθηκε να εκστρατεύσει στο πλευρό του Βαγιαζίτ εναντίον της Βυζαντινής Φιλαδέλφειας και να βοηθήσει το Σουλτάνο με Βυζαντινά στρατεύματα στην κατάκτηση της τελευταίας Βυζαντινής πόλεως στην Μ. Ασία. Την ίδια εποχή ο γέρος αυτοκράτορας δοκίμαζε μια ακόμη χειρότερη ταπείνωση στην Κωνσταντινούπολη. Με διαταγή του Σουλτάνου υποχρεώθηκε να κατεδαφίσει τα νέα οχυρωματικά έργα, τα οποία ο ίδιος είχε ανοικοδομήσει, επειδή γνώριζε τον κίνδυνο που τώρα απειλούσε τη βασιλίδα. Ο Ιωάννης Ε’ άφησε την βασανισμένη ζωή του στις 16 Φεβρουαρίου 1391.
Όταν ο Μανουήλ πληροφορήθηκε τα νέα για το θάνατο του πατέρα του, δραπέτευσε από την Προύσα και έσπευσε γρήγορα στην Κωνσταντινούπολη, για να εξασφαλίσει για τον εαυτό του τον αυτοκρατορικό θρόνο και να προλάβει το φιλόδοξο ανιψιό του Ιωάννη Ζ’. Ο Μανουήλ Β’ (1391 – 1425) ήταν ένας φωτισμένος και πολύ ταλαντούχος ηγεμόνας, που είχε εσωτερική κλίση για την τέχνη και την επιστήμη και χειριζόταν επιδέξια την πέννα. Ως προς το χαρακτήρα του ήταν από τις πιο συμπαθητικές φυσιογνωμίες της ύστερης Βυζαντινής ιστορίας. Παρά την αναξιοπρεπή θέση στην αυλή του Σουλτάνου, την οποία του επιφύλαξε η τύχη, η συμπεριφορά του ενέπνεε το σεβασμό ακόμη και στους Τούρκους. Λέγεται ότι ο Βαγιαζίτ είχε κάποτε δηλώσει γι’ αυτόν ότι αν κανείς δεν ήξερε ότι είναι αυτοκράτορας, θα το αναγνώριζε αμέσως από τη μορφή του. Σε μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της Βυζαντινής ιστορίας αναλάμβανε αυτός την εξουσία στην πόλη του Βοσπόρου.
Η βασιλίδα ταυτιζόταν τώρα με την αυτοκρατορία. Εκτός από το Μοριά οι Βυζαντινοί δεν είχαν άλλες κτήσεις στην ηπειρωτική χώρα παρά μόνο την παλαιά τους πρωτεύουσα, η οποία κατόρθωνε να παρατείνει την ύπαρξή της, μόνη μέσα στις Τουρκικές κατακτήσεις, χάρη στα ισχυρά της τείχη. Κι αυτή όμως ήταν εξαθλιωμένη και ερημωμένη, ενώ ο αριθμός των κατοίκων της είχε μειωθεί στις 40 ως 50 χιλιάδες. Ο Βαγιαζίτ δεν ικανοποιούνταν τώρα μόνο με την εκμετάλλευση και την ταπείνωση των έντρομων υποτελών του στην Κωνσταντινούπολη και το Μοριά, αλλά γρήγορα ανέλαβε και στις δυο περιοχές πολεμική πρωτοβουλία. Την αλλαγή αυτή επισήμανε μια δραματική συνάντηση στις Σέρρες, το χειμώνα του 1393/94, στην οποία διέταξε να παρευρεθούν οι Βυζαντινοί και οι Σλάβοι υποτελείς του. Στη συνέχεια επέβαλε αποκλεισμό στην Κωνσταντινούπολη και απέκοψε την πόλη από κάθε δίοδο από την ξηρά. Η Βυζαντινή πρωτεύουσα βρισκόταν σε άθλια κατάσταση και το πρόβλημα της τροφοδοσίας που εδώ και πολλές δεκαετίες γινόταν οξύτερο, έφθασε τώρα στο απροχώρητο. Ο Μοριάς επίσης αντιμετώπιζε τις καταστρεπτικές επιδρομές των Τούρκων.

Το 1393 ο στρατηγός Γαζή Αχμέτ Εβρενός (Gazi Evrenos Beg ή Hadji Gazi Evrenos) κατέλαβε τη Θεσσαλία και στη συνέχεια οι Οθωμανοί στράφηκαν προς τη λοιπή Ελλάδα. Την κατάκτησή της διευκόλυναν οι διαφωνίες ανάμεσα στους διάφορους ηγεμόνες της. Η εξουσία των Καταλανών στην Ελλάδα ανήκε πλέον στο παρελθόν. Από το 1393 η Εταιρεία των Ναυαραίων τους είχε αποσπάσει τη Θήβα. Την Αττική κυβερνούσε τώρα ο δούκας των Αθηνών Nerio I Acciajuoli (1388 – 94) ο γόνος της εμπορικής οικογένειας της Φλωρεντίας, που από τα μέσα του 14ου αιώνα διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στην Ελλάδα και εξουσίαζε την Κόρινθο. Ανάμεσα στον Nerio και τον δεσπότη Θεόδωρο Παλαιολόγο, τον γαμπρό του, οι σχέσεις ήταν φιλικές. Αντίθετα οι σχέσεις και των δύο ηγεμόνων με τη Βενετία διαταράσσονταν συχνά, ενώ ο Βυζαντινός πρίγκιπας του Μυστρά βρισκόταν σε μόνιμη διάσταση με τους Ναυαρούς της Αχαΐας. Όταν ο Nerio πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1394 και όλες σχεδόν οι κτήσεις του περιήλθαν στο δεύτερο γαμπρό του, τον κόμη Κάρολο Τόκκο της Κεφαλληνίας, ο Θεόδωρος, που ένοιωθε παραγκωνισμένος, ήρθε μαζί του σε οξύτατη διαμάχη και επιδίωξε με ένοπλο αγώνα να αποσπάσει από τον τυχερό κληρονόμο την Κόρινθο. Τότε ο Κάρολος Τόκκος έκαμε έκκληση για βοήθεια στους Οθωμανούς. Οι δυνάμεις του Εβρενός μπέη κατάφεραν βαριά ήττα στον Παλαιολόγο μπροστά στα τείχη της Κορίνθου, εισέβαλαν στον Βυζαντινό Μοριά και κατέλαβαν, με την ένθερμη υποστήριξη των Ναυαραίων, τα Βυζαντινά οχυρά του Λεονταρίου και του Άκοβου (αρχές του 1395).
Οι Οθωμανικές κατακτήσεις συνεχίσθηκαν με την ίδια ορμή και στα βόρεια της Βαλκανικής χερσονήσου. Το 1393 υποτάχθηκε οριστικά το Βουλγαρικό Τσαρικό κράτος. Η πρωτεύουσα του τσάρου Τύρνοβο υπέκυψε στις 17 Ιουλίου ύστερα από σκληρή πολιορκία και παραδόθηκε στην καταστρεπτική μανία των κατακτητών. Η υπόλοιπη χώρα περιήλθε ταχύτατα στην εξουσία των Τούρκων. Η Βουλγαρία έγινε, για πεντακόσια σχεδόν χρόνια, επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Ισχυρή αντίσταση απέναντι στους Τούρκους αντέταξε ο πρίγκιπας της Βλαχίας Μίρτσεα ο Πρεσβύτερος, ο οποίος είχε την ισχυρή υποστήριξη της Ουγγαρίας. Στις 17 Μαΐου 1395 έλαβε χώρα στην πεδιάδα του Rovine μια αιματηρή μάχη. Στο πλευρό των Οθωμανών πολέμησαν πολλές Χριστιανικές δυνάμεις, εκπληρώνοντας το χρέος τους, όπως οι Σέρβοι πρίγκιπες Στέφανος Λαζάρεβιτς, γιος και διάδοχος του ήρωα του Κόσοβο, ο Marko, γιος του Vukašin, ο οποίος έλεγχε μια μικρή περιοχή γύρω από την Πρίλαπο, και ο πεθερός του Μανουήλ Β’ ο Κωνσταντίνος Δράγασης, που διοικούσε την ανατολική Μακεδονία. Στην μάχη αυτή βρήκαν το θάνατο ο βασιλέας Marko και ο Κωνσταντίνος Δράγασης. Από στρατιωτικής άποψης φαίνεται ότι ο Μίρτσεα κέρδισε τον πόλεμο, αναγκάσθηκε όμως κι αυτός να υποκύψει στη δύναμη του Σουλτάνου και να καταβάλει φόρο υποτέλειας. Η Δοβρουτσά, που στις πρόσφατες δεκαετίες ήταν Βουλγαρικό κρατίδιο και το οποίο ο Μίρτσεα είχε προσαρτήσει λίγο νωρίτερα στη σφαίρα της επιρροής του, κατέληξε στην κατοχή των Οθωμανών, ενώ οι διαβάσεις του Δούναβη καταλήφθηκαν από τις Τουρκικές δυνάμεις κατοχής.
Οι πρόσφατες αυτές επιτυχίες των Οθωμανών προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση στη Δύση. Ύστερα από την καθυπόταξη της Βουλγαρίας η Ουγγαρία ένοιωθε άμεσα τον κίνδυνο, ενώ τα λατινικά πριγκιπάτα στην Ελλάδα γνώρισαν από πολύ κοντά τη μανία της Τουρκικής επιδρομής. Ως τώρα οι εκκλήσεις του Βυζαντίου για βοήθεια καθώς και οι προειδοποιήσεις του πάπα έμεναν χωρίς ανταπόκριση. Τώρα όμως άρχισε να συνειδητοποιείται η ανάγκη για έναν κοινό αγώνα των χριστιανικών λαών εναντίον του Τουρκικού κινδύνου. Στην έκκληση του βασιλέα της Ουγγαρίας Σιγισμούνδου ανταποκρίθηκαν οι ιππότες πολλών ευρωπαϊκών χωρών, και πρώτοι απ’ όλους οι ιππότες της Γαλλίας, τους οποίους εύκολα ενθουσίαζε η ιδέα των σταυροφοριών. Επίσης και η Βενετία, ύστερα από πολλούς δισταγμούς, δέχθηκε να συμπράξει και έστειλε στα Δαρδανέλια μια μικρή μοίρα στόλου, με σκοπό να φρουρήσει τα θαλάσσια στενά και να αποκαταστήσει την επικοινωνία ανάμεσα στο Βυζάντιο και τον στρατό των Σταυροφόρων, που είχε συγκεντρωθεί στην Ουγγαρία.

Ωστόσο η επιχείρηση αυτή, που είχε δημιουργήσει πολλές ελπίδες, απέτυχε ολοσχερώς. Στη μάχη της Νικοπόλεως στις 25 Σεπτεμβρίου 1396 οι Τούρκοι εξολόθρευσαν τον ισχυρό αλλά ανακατεμένο συρφετό κυρίως εξαιτίας της ασυνεννοησίας ανάμεσα στις Ουγγρικές και τις Γαλλικές δυνάμεις. Ο βασιλέας Σιγισμούνδος δραπέτευσε διαφεύγοντας την αιχμαλωσία και με τη συνοδεία του αρχηγού των Ιωαννιτών και πολλών Γερμανών ιπποτών έφθασε με πλοίο στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί επέστρεψε στην πατρίδα του μέσω του Αιγαίου και του Αδριατικού πελάγους. Κατά τη διέλευσή του από τα Δαρδανέλια τον συνόδευαν οι οιμωγές των Χριστιανών αιχμαλώτων, τους οποίους ο Σουλτάνος είχε διατάξει να παραταχθούν δεμένοι κατά μήκος των στενών με σκοπό να ταπεινώσει το ηττημένο βασιλέα.
Ύστερα από την νέα καταστροφή η κατάσταση στις Βαλκανικές χώρες έγινε ακόμη πιο απελπιστική. Τότε περιήλθε στους Οθωμανούς και το κρατίδιο του Βιδινίου, που ήταν η τελευταία ελεύθερη Βουλγαρική περιοχή. Ακόμη και στην Ελλάδα έγιναν αισθητές οι συνέπειες. Το 1397 καταλήφθηκε προσωρινά η Αθήνα από τους Τούρκους και ο Βυζαντινός Μοριάς δοκίμασε μια νέα καταστρεπτική εισβολή. Οι Μουσουλμάνοι πέρασαν τον Ισθμό, κυρίευσαν με έφοδο το Βενετικό Άργος, διέλυσαν το στρατό του Βυζαντινού δεσπότη και αφού πέρασαν μέσα από τις Βυζαντινές κτήσεις έφθασαν ως τις νότιες ακτές, καίγοντας και λεηλατώντας. Η Κωνσταντινούπολη άρχισε να ζει τις πιο κρίσιμες στιγμές της και η πτώση της βασιλίδας, που είχε αποκλεισθεί από τους Τούρκους, διαγραφόταν στο άμεσο μέλλον.
Βιβλιογραφία
Halecki. Un empereur.
DöIger, Johannes VII.
Γ. Τ. Κόλια, Η ανταρσία Ιωάννου Z’.
Charanis, Palaeologi and Ottoman Turks.
Loenertz, M. Paléologue et D. Cydonès.
Loenertz, Péloponèse.
Loenertz, Lettres de D. Cydonès.
Gay, Clément VI.
Silberschmidt, Das oriental. Problem.
Ν. Jorga, Philippe de Mézières et la croisade au XIV siècle, Paris 1896.
G. Ostrogorsky, Byzance, État tributaire de l’ Empire turc, ZRVI 5 (1958) 49-58.
M. Viller, La question de l’ Union des églises entre Grecs et Latins depuis le concile de Lyon jusqu’ à celui de Florence, Revue d’ hist. eccl. 17 (1921) 261 – 305, 515 – 32. 18 (1922) 20 – 60.