εξώφυλλο: Ασβεστολιθική προτομή του νεο Ασσυριακού δαίμονα Παζούζου
Η δημοσίευση βασίζεται σε άρθρο του Benjamin Welton που δημοσιεύθηκε στις 19 Φεβ. 2015 στο Classical Wisdom Weekly
copyright © μετάφραση – επιμέλεια: Χείλων
Υπάρχει μια ιστορία (φανταστική) που ξεκινά με μια ομάδα Ευρωπαίων αρχαιολόγων η οποία επέβλεπε μια ανασκαφή στο βόρειο Ιράκ πλησίον της Μοσούλης. Είχαν αφιχθεί εκεί προκειμένου να ανακαλύψουν λείψανα από την παλαιά αυτοκρατορία της Ασσυρίας – μια βίαιη, αλλά ισχυρή αυτοκρατορία που κυβερνάτο από πολεμοχαρείς βασιλείς με επιβλητικούς στρατούς.

Για τους αρχαιολόγους, η αξία της Ασσυρίας ήταν διττή: Πρώτον – το Ασσυριακό βασίλειο διοικούσε κάποτε την μεγαλύτερη και ισχυρότερη αυτοκρατορία του κόσμου βασιζόμενο στην στρατιωτική ισχύ και την βίαιη συμπεριφορά έναντι των αντιπάλων, προβαίνοντας σε αποτρόπαιες πράξεις πέραν κάθε φαντασίας.
Δεύτερον – οι Ασσύριοι και η αυτοκρατορία τους αποτελούσαν τους μεγαλύτερους εχθρούς τόσο του Εβραϊκού όσο και Ιουδαϊκού βασιλείου και απόδειξη είναι οι συχνές αναφορές στην Παλαιά Διαθήκη. Στο Βιβλίο του Ναούμ περιγράφεται λεπτομερώς η πτώση της πρωτεύουσας της Ασσυρίας της Νινευή, της πιο μισητής πόλης στην αρχαία Εγγύς Ανατολή και η προφητεία αναφέρει:
«Η πτώση αυτής της πόλης που είναι γεμάτη αίμα, ψέματα και λάφυρα, θα είναι ένα θείο δώρο» (Ναούμ 3:1).
Εκτός από την βιβλική προφητεία, η ομάδα γνώριζε ότι ο Ιησούς Χριστός μιλούσε την Αραμαϊκή γλώσσα, η οποία ομιλείτο στη Ασσυριακή αυτοκρατορία, μαζί με την Ακκαδική, ως μέσο συνεννόησης στους τομείς του εμπορίου και της διακυβέρνησης.
Ενώ λοιπόν οι αρχαιολόγοι ήλπιζαν – προσδοκούσαν να ανακαλύψουν κάποιο στοιχείο του Ιησού ή κάποιο σπάνιο εύρημα, οι εργάτες οι οποίοι ήσαν πιστοί Μουσουλμάνοι, εύχονταν για το αντίθετο, αφού θεωρούσαν ότι δεν θα ήταν σοφό να αναστατωθούν οι αρχαίοι θεοί, που γι’ αυτούς αντιπροσώπευαν ισχυρούς δαίμονες.
Αλλά ένα πρωινό, κάτω από τον ζεστό άνυδρο ήλιο της παλαιάς Ασσυρίας, οι εργάτες σκοντάφτουν σε κάτι ογκώδες.
Αφού αφαίρεσαν το χώμα, διακρίνουν ένα πρόσωπο το οποίο έχει μακριά, τετράγωνη γενειάδα, πλεγμένη με τρεις σειρές μπούκλες, ενώ στο κεφάλι του βρίσκεται ένα είδος στέμματος
και συνεχίζοντας το σκάψιμο ανακαλύπτουν και άλλες πτυχές του αγάλματος, όπως επί παραδείγματι φτερά. Όταν τελικά αντιλαμβάνονται ότι είχαν ανακαλύψει το άγαλμα ενός Ασσύριου θεού του Λαμασσού, φεύγουν πανικόβλητοι………….και κάπως έτσι συνεχίζεται η ιστορία…………..

Αυτό το άγαλμα των 40 τόνων ήταν ένα από τα δύο που πλαισιώνουν την είσοδο στην αίθουσα θρόνου του βασιλιά Σαργκόν ΙΙ. Το προστατευτικό πνεύμα, γνωστό ως Λαμασσού, απεικονίζεται ως σύνθετο πρόσωπο με κεφάλι ανθρώπου, σώμα και αυτιά ταύρου και φτερά πτηνού. Παρατηρώντας το από το πλάι, φαίνεται να περπατά. ενώ από μπροστά, φαίνεται ακίνητο. See page for author [CC BY-SA 3.0], via Wikimedia Commons
Όμως οι θεοί της Μεσοποταμίας δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με ελαφρότητα. Ο διάσημος Βρετανός Αιγυπτιολόγος Sir E.A. Wallis Budge, στο βιβλίο του «Φυλακτά και δεισιδαιμονίες» γράφει:
«Η λογοτεχνία των Σουμέριων και των Βαβυλωνίων αποδεικνύει ότι αυτοί που κυριαρχούσαν στην Μεσοποταμία από το 3.000 π.Χ. και εντεύθεν, έδιδαν μεγάλη σημασία στην μαγεία σε όλους τους τομείς και σε κάθε ευκαιρία προσέφευγαν στην βοήθεια των μάγων».
Ένα μεγάλο τμήμα της μαγείας αφορούσε στην προστασία από δαίμονες που τους δυνάστευαν, τα πνεύματα των θυμωμένων νεκρών και τον θηλυκό δαίμονα Λαμαστού, που ζούσε στα βουνά και έτρωγε εγκύους και παιδιά.

Ο Budge ήταν σαφής όταν ανέφερε ότι ανέκαθεν ο λαός της Μεσοποταμίας «ζούσε σε καθεστώς διαρκούς φόβου για επιθέσεις των κακών πνευμάτων τα οποία δεν έχαναν ευκαιρία να προσπαθούν να τους βλάψουν».
Για να γίνει κατανοητή η Ασσυριακή δαιμονολογία, πρέπει να ληφθεί υπόψιν η προγονική ιστορία και ειδικότερα η θρησκεία και ο τρόπος πολέμου που κληρονόμησαν (παρόλο που οι Ασσύριοι προσέθεσαν υπερβολική σκληρότητα, στοιχείο που δεν προϋπήρχε).

Η αρχή έγινε από τους Σουμέριους, τον πρώτο μεγάλο πολιτισμό στην Μεσοποταμία (σύγχρονο νότιο Ιράκ) οι οποίοι δημιούργησαν όχι μόνο γραφή, αλλά και ένα πάνθεο το οποίο θα επηρέαζε τους διαδόχους τους μέχρι την έλευση του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι Σουμέριοι θεοί περιλάμβαναν τον Ενλίλ, θεό της θύελλας και επικεφαλής του πανθέου, την θεά του αέρα Νινλίλ και την Ινάννα, θεά της γονιμότητας, του πολέμου και της σοφίας.
Οι Σουμέριοι δημιούργησαν εντυπωσιακά ζιγκουράτ (επιβλητικοί ναοί σε σχήμα πυραμίδας) για την λατρεία των θεών και πόλεις όπως το Ουρούκ, το Νιπούρ και το Εριντού χρησίμευαν ως εμπορικά και θρησκευτικά κέντρα.
Υπήρχαν τοπικές θεότητες, αλλά και τέρατα, όπως η Βαβυλωνιακή δράκαινα Τιαμάτ, ο δαίμονας του χάους του ωκεανού, που πρωταγωνιστεί στον μύθο δημιουργίας της Βαβυλώνας Ενούμα Έλις ο οποίος ανακαλύφθηκε το 1849 ταυτόχρονα με το Σουμέριο Έπος του Γκιλγκαμές, από τον Βρετανό αρχαιολόγο Sir Austen Henry Layard στην Βασιλική Βιβλιοθήκη του Ασουρμπανιπάλ στην Νινευή. Ο Ασουρμπανιπάλ ήταν ο τελευταίος μεγάλος βασιλέας της Nεο Aσσυριακής αυτοκρατορίας.

Στην κοσμογονία τους υπάρχουν και άλλες σκοτεινές, χαιρέκακες θεότητες αλλά φοβερότερη όλων είναι η Ερεσκιγκάλ, η θεά του Κάτω κόσμου (Ιρκάλλα) η οποία μαζί με τον σύζυγό της Νεργκάλ, τον θεό της πανώλης, κυβερνούσε τον Ιρκάλλα και ήταν κριτής των νεκρών.
Στον μύθο Ντουμούζι κατά την κάθοδο της Ινάννα η οποία ήταν αδελφή της Ερεσκιγκάλ, στον Κάτω Κόσμο, αποκαλύπτεται η κακία της δεύτερης:
Γυμνή και περπατώντας σκυφτά, η Ινάννα εισήλθε στην αίθουσα του θρόνου…
Η Ερεσκιγκάλ σηκώθηκε από το θρόνο της…
Η Ινάννα προχώρησε προς το θρόνο και κάθισε σε αυτόν….
Οι Αννούνα, οι δικαστές του Κάτω Κόσμου την κύκλωσαν…
Καταφέρθηκαν εναντίον της…
Στη συνέχεια, η Ερεσκιγκάλ έδεσε στην Ινάννα το μάτι του θανάτου…
Μίλησε εναντίον της με οργή…
Εκφώνησε την καταδίκη…
την χτύπησε…
Η Ινάννα μετατράπηκε σε πτώμα…
ένα κομμάτι κρέας, κρεμασμένο σε γάντζο στον τοίχο…
Η Ινάννα, η οποία είναι περισσότερο γνωστή ως Ιστάρ (ονομασία από την Ακκαδική μυθολογία) καταφέρνει να υπερνικήσει τις μηχανορραφίες της Ερεσκιγκάλ και να επιστρέψει στον κόσμο των ζωντανών. Σε αντίποινα η Ερεσκιγκάλ απειλεί να στείλει στρατιές νεκρών στον άνω κόσμο, με την μορφή επιδημίας που θα καταστρέψει κάθε ζωντανή ύπαρξη.
Για τους αντιπάλους οι ορδές των Ασσυρίων φάνταζαν με τον στρατό των ζωντανών νεκρών της Ερεσκιγκάλ, συνθέτοντας ένα σύνολο τρομακτικών πολεμιστών και παρόλο που η άνοδός τους ήταν αργή και η πτώση τους θεαματική, οι Ασσύριοι άφησαν ανεξίτηλο σημάδι στις περιοχές που κατέκτησαν σπέρνοντας τον φόβο.

Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι πρώτοι Εβραίοι «μετέτρεψαν» τους θεούς των Ασσυρίων σε δαίμονες. Η Αστάρτη, η Ασσυριακή εκδοχή της Ιστάρ, έγινε Ασταρόθ, ο Πρίγκηπας της Κόλασης. Ομοίως, ο Ασσύριος Βήλ, ο οποίος ονομαζόταν Βαάλ από τους Χαναναίους, θα γίνει Βεελζεβούλ, ο δαιμονικός «Άρχων των Μυγών».
Παρόλο που οι μεταγενέστερες Ιουδαϊκές – Χριστιανικές ερμηνείες διαμορφώνουν την εικόνα που έχει ο δυτικός κόσμος για τη Μεσοποτάμια θρησκεία ως κακή, οι ίδιοι οι Ασσύριοι είχαν τους δικούς τους δαίμονες.
Οι περισσότεροι Ασσύριοι δαίμονες προϋπήρχαν, στους μύθους των Μεσοποτάμιων κοινωνιών. Αυτοί περιλάμβαναν τον Σουμέριο Εκιμμού, ένα είδος βαμπίρ φαντάσματος, ή τους Ακκάδιους Λίλου και Λίλλι, οι οποίοι ήσαν αρσενικός και θηλυκός δαίμονας αντίστοιχα που πιθανότατα αποτέλεσαν έμπνευση για τον θηλυκό δαίμονα Λίλιθ της Παλαιάς Διαθήκης. Οι κυριότεροι δαίμονες για τους Ασσύριους – ή τουλάχιστον αυτοί που χρησιμοποιούνταν συχνότερα – περιλαμβάνουν τον Ίλου Λίμνου, τον «Κακό θεό» που δεν έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και τον Γκαλού ή Ταύρο δαίμονα.
Στους Δαίμονες και Κακά πνεύματα της Βαβυλωνίας, ο Ασσυριολόγος Reginald Campbell Thompson αναφέρει λεπτομερώς τους διάφορους «δαίμονες, λάμιες, βρικόλακες, ξωτικά, φαντάσματα» που στοίχειωναν τις περιοχές γύρω από τον Τίγρη και τον Ευφράτη, καθώς και τα αντίστοιχα ξόρκια των Βαβυλωνίων και Ασσυρίων. Σύμφωνα με τον Thompson, οι Ασσύριοι διακατέχονταν από μεγάλο φόβο έναντι των μάγων, τους οποίους αποκαλούσαν «Ανυψωτές των τεθνεώτων» αλλά περισσότερο όλων φοβόντουσαν τον Εκιμμού και τα πνεύματα των ανέμων (Αερικά).

Σήμερα το πιο γνωστό πνεύμα είναι ο Παζούζου, ο γιος του θεού Χάνμπι και δαίμονας του ανέμου. Με σώμα λιονταριού ή σκύλου, ουρά σκορπιού, φτερούγες, νύχια όρνεου και οφιοειδή φαλλό, ο Παζούζου έσπειρε λιμούς και ακρίδες κατά την διάρκεια των ξηρών εποχών. Σε μια περίεργη συστροφή, ο Παζούζου ήταν αντίπαλος της Λαμαστού (της θεάς που έτρωγε εγκύους και παιδιά) και ως εκ τούτου η εικόνα του χρησιμοποιείτο συχνά για την καταπολέμηση άλλων δαίμων.
Φυσικά, η σύγχρονη φήμη του Παζούζου προκύπτει από την ταινία «Εξορκιστής» του William Peter Blatty. Αν και η ταινία είναι πιο ξεκάθαρη από το βιβλίο, όσον αφορά στην περιγραφή του Παζούζου ως ένα τερατώδες πνεύμα που στοιχειώνει τον νεαρό Regan McNeil (χωρίς ωστόσο να δηλώνει άμεσα ότι ο δαίμονας είναι πράγματι ο Παζούζου) το μήνυμα είναι σαφές. Η απόφαση του Blatty να παρουσιάσει το κυρίαρχο κακό στον Εξορκιστή ως ένα Ασσύριο δαίμονα, ταυτίζεται με την δυτική αντίληψη, που θεωρεί δαιμονικές τις θεότητες της Μεσοποταμίας.
Επιπλέον, ξεκινώντας το μυθιστόρημά του και κατ’ επέκταση την ταινία στο βόρειο Ιράκ, ο Blatty επέλεξε συνειδητά να προσαρμοστεί στις προκαταλήψεις του ακροατηρίου του……ότι δηλαδή η αρχαία Ασσυρία είναι η χώρα των δαιμόνων.
Πηγές – βιβλιογραφία
https://classicalwisdom.com/mythology/monsters/assyria-land-demons/
https://en.wikipedia.org/wiki/Ereshkigal
https://en.wikipedia.org/wiki/Inanna#Descent_into_the_Underworld