copyright © μετάφραση – επιμέλεια Ιωάννης Τζάνος
Το ιστορικό πόνημα που φέρει τον τίτλο Περὶ Βασιλειῶν (Βασιλείαι) σώζεται σε ένα μοναδικό χειρόγραφο του 11ου αιώνα, στο οποίο κάποιος αναγνώστης ή κάτοχος χειρογράφου του 14ου αιώνα, προσέθεσε στο περιθώριό του το όνομα του εικαζόμενου συγγραφέα, ήτοι του Γενεσίου. Με μόνη εξαίρεση τον Ιωάννη Σκυλίτζη, την μαρτυρία του οποίου θα εξετάσουμε παρακάτω, ουδείς Βυζαντινός συγγραφέας κάνει λόγο για το εν λόγω κείμενο ή τον συγγραφέα αυτού. Συνεπώς, η χρονολογία της συγγραφής του έργου και η ακριβής ταυτότητα του συγγραφέα στηρίζεται ως επί τω πλείστον σε εσωτερικά κριτήρια.
Χρονολόγηση και συνθήκες συγγραφής του έργου
Τόσο το προοίμιο όσο και το αφιερωτικό ποίημα στην αρχή του έργου υποδεικνύουν κατηγορηματικά πως το έργο, έτσι όπως σώζεται, το αφιέρωνε ο Γενέσιος στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ’ Πορφυρογέννητο κι επομένως, σύμφωνα με ομόφωνη απόφαση των μελετητών, πρέπει να γράφηκε κατά την περίοδο που ο Κωνσταντίνος κυβέρνησε αυτοδύναμα, δηλαδή στα χρόνια 945-959. Αυτό το συμπέρασμα ωστόσο, είναι αβάσιμο, καθώς μόνο το προοίμιο του έργου μπορεί να χρονολογηθεί σ΄ αυτά τα χρόνια και μάλιστα υπάρχουν ενδείξεις πως το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου είχε γραφεί πρωιμότερα.

Ο Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρόγεννητος, γιός του Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού (βασίλεψε 886-912) γεννήθηκε το 905 στο λεγόμενο δωμάτιο της Πορφύρας και ανέβηκε στον βασιλικό θρόνο από τα παιδικά του χρόνια και συγκεκριμένα από το 908. Όταν ο θείος του Αλέξανδρος έπνευσε τα λοίσθια το 913 μετά από μια μακρόχρονη περίοδο βασιλείας, η διακυβέρνηση της Αυτοκρατορίας χαρακτηριζόταν από έντονη αστάθεια καθώς οι βασιλείς διαδέχονταν ο ένας τον άλλο, ενώ αργότερα πέρασε στα χέρια ενός ικανότατου κυβερνήτη, στον Ρωμανό Α΄ Λεκαπηνό, ο οποίος ανήλθε στον θρόνο και κυβέρνησε ως συν-αυτοκράτορας του Κωνσταντίνου για 24 ολόκληρα χρόνια (920-944)
Σε αυτό το χρονικό διάστημα ο Ρωμανός είχε τον απόλυτο έλεγχο του Κράτους, στερώντας έτσι από τον νεότερο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο κάθε μορφή εξουσίας. Ο Κωνσταντίνος Ζ΄ πήρε τελικά στα χέρια του τα ηνία της εξουσίας μόλις ο Ρωμανός εκθρονίστηκε από τους γιούς του, οι οποίοι μετέπειτα εκθρονίστηκαν και εξορίστηκαν έναν μήνα αργότερα από τους υποστηρικτές της νόμιμης δυναστείας.
O Κωνσταντίνος επέβλεψε την συγγραφή πληθώρας έργων στα οποία θίγονταν ζητήματα διπλωματίας, διοίκησης και διαφόρων τελετών ενώ ταυτόχρονα είχε «παραγγείλει» την συγγραφή μιας σειράς αυτοκρατορικών βιογραφιών γνωστών ως Συνεχιστές του Θεοφάνη. Το πρώτο μέρος αυτού του έργου καλύπτει την περίοδο 813-867 και αποτελεί συνέχεια της Χρονογραφίας του Θεοφάνη του Ομολογητή. Ο συγγραφέας του παραμένει άγνωστος αν και ενδεχομένως το συνέγραψε υπό την άμεση επίβλεψη του ίδιου του Κωνσταντίνου.

Το δεύτερο μέρος του έργου, που φέρει τον τίτλο Βίος Βασιλείου (Vita Basilii) περιλαμβάνει την βιογραφία του Βασιλείου Α΄ (κυβέρνησε 867-886) όπως υποδηλώνει και ο ίδιος ο τίτλος, ο οποίος ίδρυσε την αποκαλούμενη Μακεδονική Δυναστεία. Πρόκειται για έργο, στο οποίο ο ίδιος ο Κωνσταντίνος είχε ενεργό συμμετοχή και στα τμήματα του κειμένου είναι έκδηλος ο διασυρμός όλων των προκατόχων του Βασιλείου ενώ ο ίδιος παρουσιάζεται ως σωτήρας της Αυτοκρατορίας. Ως εκ τούτου, οι Συνεχιστές του Θεοφάνη ακολουθούν σαφώς την μακεδονική προπαγάνδα.
O ίδιος ο Γενέσιος ακολουθεί την Μακεδονική ομάδα που είχε δημιουργηθεί στην αυτοκρατορική αυλή του Κωνσταντίνου Ζ΄. Η εχθρική του στάση απέναντι στους προκατόχους του Βασιλείου συνάδει με την μεροληπτική στάση στο έργο των Συνεχιστών του Θεοφάνη, στο οποίο βέβαια παρουσιάζονται σαφώς εντονότερα τα αρνητικά χαρακτηριστικά αυτών των αυτοκρατόρων. Υπάρχουν επίσης, πολλές λεκτικές και φραστικές ομοιότητες ανάμεσα στα δύο έργα, αν και το έργο του Γενεσίου είναι μικρότερο σε έκταση και εμφανίζει αρκετές αδυναμίες σε σχέση με το επίσημο λογοτεχνικό προϊόν που έτυχε της θερμής υποστήριξης του Κωνσταντίνου. Επομένως, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να κατανοήσει κάποιος την ακριβή συσχέτιση των δύο έργων και γι’ αυτό τίθενται τα εξής ερωτήματα:
-Μήπως το ένα άντλησε στοιχεία από το άλλο;
-Μήπως έκαναν χρήση κοινών πηγών ή συνέβησαν και τα δύο;
Μια σημαντική ένδειξη προέρχεται από τον ίδιο τον Γενέσιο, καθώς όπως ο ίδιος μας πληροφορεί στο προοίμιό του, υπήρξε ο πρώτος που ανέλαβε να γράψει ένα ιστορικό έργο το οποίο αφηγείται τα ιστορικά γεγονότα μετά το 813. Σύμφωνα με τον F. Hirsch, που ήταν ο πρώτος που ερεύνησε το ζήτημα, το έργο του Γενεσίου προηγείται χρονολογικά των Συνεχιστών του Θεοφάνη κι επομένως λειτούργησε ως πηγή για το τελευταίο. Αργότερα ο John Bury τροποποίησε την θέση του Hirsch υποστηρίζοντας πως οι Συνεχιστές του Θεοφάνη δεν χρησιμοποίησαν μόνο τον Γενέσιο ως πηγή αλλά και τις πηγές του Γενεσίου, καθώς σε αυτό εντοπίζονται κάποια στοιχεία – πληροφορίες που δεν εντοπίζονται στον Γενέσιο. Ο ίδιος ο Bury τοποθέτησε την συγγραφή του έργου του Γενεσίου την περίοδο 944-948 ενώ των Συνεχιστών το 949-950.
Ο Βέλγος βυζαντινολόγος, Henri Grégoire, ήταν αυτός που είχε τον τελευταίο λόγο και υποστήριξε πως είτε ο Γενέσιος και οι Συνεχιστές του Θεοφάνη έκαναν ανεξάρτητη χρήση των ίδιων πηγών είτε ο Γενέσιος χρησιμοποίησε ως πηγή τους Συνεχιστές του Θεοφάνη. Οι σύγχρονοι μελετητές τάσσονται υπέρ της πρώτης εναλλακτικής που προτείνει ο Grégoire, η οποία συνάδει με τον υπεροπτικό αλλά αξιόπιστο ισχυρισμό της χρονολογικής προτεραιότητας του Γενεσίου έναντι των Συνεχιστών που είναι έκδηλος στο προοίμιο του έργου του.
Υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις πως το έργο του Γενεσίου, το οποίο πραγματεύεται τα ιστορικά γεγονότα των χρόνων 813-886 σε τέσσερα βιβλία, συνετέθη σε δύο διαφορετικά στάδια. Με μία γρήγορη ματιά στα περιεχόμενα του έργου δύναται κάποιος να εντοπίσει μία αξιοπερίεργη ανωμαλία. Κάθε ένα από τα πρώτα τρία βιβλία πραγματεύεται την βασιλεία ενός αυτοκράτορα (βιβλίο 1ο: Λέων Ε΄, που βασίλεψε στα χρόνια 813-820· βιβλίο 2ο: Μιχαήλ Β’ ο Τραυλός, που βασίλεψε στα χρόνια 820-829· βιβλίο 3ο: Θεόφιλος, που βασίλεψε στα χρόνια 829-842).

Σε όλα η αφήγηση ξεκινάει με την χρονολογία της ανόδου στον αυτοκρατορικό θρόνο και ολοκληρώνεται με τον υπολογισμό των χρόνων της βασιλείας του καθενός ενώ επισημαίνεται και ο τρόπος του θανάτου. Στο 4ο βιβλίο, ωστόσο, το οποίο έχει διπλάσια έκταση από τα υπόλοιπα, η αφήγηση ξεκινά με την χρονολογία ανόδου στον θρόνο του Μιχαήλ Γ΄ που βασίλεψε στα χρόνια 842-867, αλλά μετά την δολοφονία του καίσαρα Βάρδα το 866, περνάει σε μία εντελώς επιλεκτική καταγραφή των γεγονότων κατά την διάρκεια της βασιλείας του Βασιλείου Α΄ κι ολοκληρώνεται επισημαίνοντας την διακυβέρνηση του Βασιλείου και τον τρόπο θανάτου του. Εντούτοις, είναι απορίας άξιο γιατί ο Βασίλειος, που είναι ο μόνος αυτοκράτορας που επαινείται διαρκώς στο έργο, καταλαμβάνει μικρότερη έκταση συγκριτικά με τον «μελανώς χρωματισμένο» προκάτοχό του, Μιχαήλ Γ΄.
Προς επίλυση αυτής της ανωμαλίας, ο Karl Krumbacher εξέφρασε την άποψη ότι το έργο αρχικά είχε ολοκληρωθεί το έτος 867 και η καταγραφή των γεγονότων κατά την διάρκεια της βασιλείας του Βασιλείου αποτέλεσε μεταγενέστερη προσθήκη που συμπλήρωνε τρόπον τινά την αφιέρωση στον Κωνσταντίνο Ζ’. Ο Α. Kazhdan υποστήριξε σθεναρά πως η αναφορά του Γενεσίου στον Βασίλειο στηρίχτηκε στον Βίο Βασιλείου. Επομένως, εφόσον αυτά τα συμπεράσματα είναι ορθά, τότε το πρώτο μέρος του έργου που καλύπτει τα χρόνια 813-867, γράφηκε πριν από το αντίστοιχο τμήμα των Συνεχιστών του Θεοφάνη, ενώ η αναφορά του στην βασιλεία του Βασιλείου γράφηκε μετά τον Βίο Βασιλείου.

Μία πιθανή ένσταση στην προτεινόμενη χρονολογία εγείρεται από την δήλωση που γίνεται τόσο στο αφιερωτικό ποίημα και στο προοίμιο ότι ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Ζ’ ζήτησε από τον Γενέσιο να συγγράψει ένα ιστορικό έργο που θα άρχιζε με την βασιλεία του Λέοντος Ε΄ του εξ Αρμενίων. Αυτός ο ισχυρισμός αντικρούει την άποψη ότι το πρώτο μέρος του έργου γράφτηκε κατά την διάρκεια της βασιλείας του Ρωμανού Α’ Λεκαπηνού.
Ενδεχομένως ο Γενέσιος να προσπαθούσε να κολακεύσει τον Κωνσταντίνο δημιουργώντας την εντύπωση πως αυτός τον ενέπνευσε να γράψει το έργο του, ενώ είχε γράψει αρκετά νωρίτερα και με δική του πρωτοβουλία. Στην πραγματικότητα, πολλά έργα αποδίδονταν στον Κωνσταντίνο Ζ΄ ή τουλάχιστον οφείλονταν σε δική του έμπνευση και γράφονταν υπό την δική του καθοδήγηση. Μάλιστα, στο προοίμιο του ο Γενέσιος υπαινίσσεται πως προσδοκά κάποιου είδους ανταμοιβή για την συγγραφή του ιστορικού πονήματος.

Διαφορετικά ίσως το 950 ο Κωνσταντίνος ενεθάρρυνε τον Γενέσιο να εξιστορήσει στο έργο του τα γεγονότα ως το 886 και να του πρότεινε να αντλήσει στοιχεία από τον Βίο Βασιλείου. Κατόπιν ο Γενέσιος άδραξε την ευκαιρία να ισχυριστεί πως ολόκληρο το ιστορικό έργο είχε γραφεί κατά παραγγελία του αυτοκράτορος. Μία τρίτη πιθανή εκδοχή είναι ο Κωνσταντίνος στην πραγματικότητα να ζήτησε από τον Γενέσιο πολύ πριν το 945 να γράψει ένα ιστορικό έργο που να αρχίζει την αφήγησή του με την βασιλεία του Λέοντος Ε’. O Kωνσταντίνος ήταν είκοσι χρονών το 925, χρονολογία κατά την οποία γράφηκε η πρώτη εκδοχή του έργου του Γενεσίου.
O συγγραφέας – ζητήματα συγγραφικής ταυτότητας
Δυνάμεθα τώρα να επιστρέψουμε στο ζήτημα της συγγραφικής ταυτότητας των αυτοκρατορικών res gestae. Όπως αναφέραμε, κάποιος αναγνώστης ή κάτοχος του χειρογράφου του 14ου αιώνα, προσέθεσε το όνομα Γενέσιος στο περιθώριό του, περί τον 11ο αιώνα. Εντούτοις, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τους λόγους που τους οδήγησαν να αποδώσουν το έργο στον Γενέσιο και ίσως δεν πρόκειται για απλή εικασία όπως πιστεύουν οι περισσότεροι μελετητές.
Πρωτίστως, είναι σκόπιμο να επισημάνουμε τις πολλά υποσχόμενες αλλά εντελώς άστοχες παρατηρήσεις του ιστορικού του 11ου αιώνα, Ιωάννη Σκυλίτζη. Στο προοίμιο του έργου του Σύνοψις Ἱστοριῶν, συγκρίνει το έργο πολλών προκατόχων του με εκείνο του Θεοφάνη του Ομολογητή, συμπεραίνοντας πως κανένας τους δεν ήταν τόσο ικανός όσο εκείνος και συνεχίζει αναφέροντας τα σφάλματα και τα ονόματά τους.
«Κανένας τους δεν συνέλαβε κι χειρίστηκε ορθά το θεματικό περιεχόμενο των έργων τους κι επομένως περισσότερο ζημίωσαν παρά ωφέλησαν τους αναγνώστες. Ο Θεόδωρος Δαφνοπάτης, ο Νικήτας Παφλαγών, ο Ιωσήφ Γενέσιος και ο Μανουήλ ο Βυζαντινός…..καθένας τους πήρε στα χέρια του το δικό του σημειωματάριο, ο ένας ευλογώντας τον Αυτοκράτορα,o άλλος αμαυρώνοντας την εικόνα του Πατριάρχη και ο άλλος ακούγοντας τους επαίνους ενός φίλου.»
Συνεπώς, ο Σκυλίτζης μαρτυρεί την ύπαρξη ενός Κωνσταντινουπολίτη ιστορικού που ακούει στο όνομα Ιωσήφ Γενέσιος. Επιπλέον, πολλά χωρία των κειμένων του Σκυλίτζη αποτελούν αυτολεξεί αντιγραφή από χωρία του Περὶ Βασιλειῶν. Ωστόσο, δεν κρίνεται σκόπιμο να συσχετίσουμε αυτό το κείμενο με τον ιστορικό Ιωσήφ Γενέσιο που αναφέρεται στο προοίμιο του Σκυλίτζη.
Η σύγχρονη διαμάχη σχετικά με την ταυτότητα του Γενεσίου ξεκίνησε από τον Hirsch, ο οποίος εστίασε την προσοχή του σε ένα χωρίο που περιλαμβάνει ποικίλες εκδοχές του χρονικού του Συμεών του Λογοθέτη, σύμφωνα με τον οποίο ο αξιωματούχος Κωνσταντίνος εξ Αρμενίων ήταν πατέρας του πατρικίου Θωμά και κάποιου Γενεσίου. Καθώς μάλιστα ο Κωνσταντίνος αντιμετωπίζεται με ένα ξεχωριστό τρόπο στο έργο του συγγραφέα μας, ο Hirsch συμπεραίνει πως ο τελευταίος ήταν ο Γενέσιος, γιός του Κωνσταντίνου εξ Αρμενίων.
Αυτό το συμπέρασμα αμφισβητήθηκε ανοιχτά από τον C. De Boor, o οποίος υποστήριξε πως η εικαζόμενη χρονολογία είναι απίθανη. Ο συγγραφέας μας ζούσε το 950, αλλά ο Κωνσταντίνος εξ Αρμενίων είχε ενεργό δράση κατά την βασιλεία του Θεοφίλου (829-842) και του Μιχαήλ Γ’ (843-867) Ο De Boor εστίασε την προσοχή του σε μια διαφορετική εκδοχή του κειμένου, το οποίο παρουσίαζε τον Κωνσταντίνο ως πατέρα ενός πατρικίου και λογοθέτη του δρόμου ονόματι Θωμά και ως παππού ενός πατρικίου και «επὶ τοῦ κανικλείου» ονόματι Γενέσιου.
Ακόμη με μόνη εξαίρεση την ύπαρξη κάποιων ενδεχομένως αυθαίρετων σημειώσεων στα περιθώρια του χειρογράφου, δεν υπάρχει κάποια στέρεα συσχέτιση μεταξύ του κειμένου και οποιουδήποτε Γενεσίου, είτε πρόκειται για τον γιό είτε για τον εγγονό του Κωνσταντίνου εξ Αρμενίων. Επομένως, πολλοί μελετητές προτιμούν να χαρακτηρίζουν το έργο δημιούργημα ενός ανωνύμου. Αν και ο σκεπτικισμός είναι δικαιολογημένος, υπάρχουν αρκετοί λόγοι για να πιστεύουμε πως ο συγγραφέας του Περὶ Βασιλειῶν ήταν απόγονος του Κωνσταντίνου εξ Αρμενίων ονόματι Γενέσιος.
Η P. Karlin-Hayter εστίασε την προσοχή της στο γεγονός πως το όνομα του Κωνσταντίνου εμφανίζεται τόσο στον Γενέσιο όσο και στους Συνεχιστές του Θεοφάνη και συμπεραίνει πως οι δύο συγγραφείς χρησιμοποίησαν με ανεξάρτητο τρόπο μια χαμένη πλέον σήμερα κοινή πηγή, η οποία, με τη σειρά της βασίστηκε στην βιογραφία του Κωνσταντίνου αν και είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως υπήρξε ποτέ κάποια βιογραφία του Κωνσταντίνου. Ας ρίξουμε, λοιπόν μια πιο προσεκτική ματιά σε όλες τις ενέργειες που αποδίδονται σε αυτόν και στο έργο του Γενεσίου και στους Συνεχιστές του Θεοφάνη, που περιλαμβάνουν, εικονικά τουλάχιστον, όλα τα στοιχεία που διαθέτουμε για τον ίδιο και την δράση του:
- Η Αυτοκράτειρα Θεοδώρα έστειλε τον Κωνσταντίνο στον εικονοκλάστη Πατριάρχη Ιωάννη Ζ’ τον Γραμματικό για να τον πληροφορήσει ότι οι Ορθόδοξοι επιζητούσαν να αναστηλώσουν τις εικόνες ( Σ.Θ. 150)
- Ο Ιωάννης αργότερα παραπονέθηκε πως ο Κωνσταντίνος τον βασάνισε κατά την συνάντησή τους, όπου παρεμπιπτόντως, ο Κωνσταντίνος δεν κατάφερε να τον πείσει για τις ενέργειες στις οποίες έπρεπε να προχωρήσει ενώ λίγο αργότερα ο ίδιος απαλλάχθηκε των κατηγοριών (Γενέσιος 4.3)
- Ο λογοθέτης Θεόκτιστος ικέτευσε τον Κωνσταντίνο να τον προστατεύσει από τους άνδρες που ο Μιχαήλ Γ’ είχε στείλει για να τον φονεύσουν. Ο Κωνσταντίνος το επιχείρησε αλλά απέτυχε (Γενέσιος 4.10)
- Ο Κωνσταντίνος αποδοκίμασε έντονα την εκλογή του Φωτίου ως Πατριάρχη αν και ο Φώτιος με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αναρρήθηκε στον πατριαρχικό θρόνο (Γενέσιος 4.18)
- Ο Κωνσταντίνος παρείχε τροφή και παρηγόρησε τον εκθρονισμένο πατριάρχη Ιγνάτιο, όταν ο τελευταίος υφίστατο κακουχίες. Και πάλι οι ενέργειες του δεν μετέβαλλαν ούτε στο ελάχιστο την ροή των γεγονότων (Γενέσιος 4.18, Σ.Θ. 194)
- Ο Κωνσταντίνος συμμετείχε στις αρματοδρομίες που διοργάνωνε ο Μιχαήλ Γ’ ( Γενέσιος 4.19, Σ.Θ. 198· αυτό το γεγονός έχει καταγραφεί σχεδόν σε όλες τις εκδοχές του χρονικού του Λογοθέτη)
- Προστάτευσε τον Μιχαήλ Γ΄ από τους άνδρες, στους οποίους ο Βάρδας είχε αναθέσει την δολοφονία του (Γενέσιος 4.23)
- Κατόρθωσε να μετριάσει τις διάφορες διαμάχες στο στρατόπεδο μετά την δολοφονία του Βάρδα (Γενέσιος 4.23, Σ.Θ. 206)
Η Karlin-Hayter συμπεραίνει μάλλον ορθώς πως το σημείο (6) προέρχεται από ένα πολιτικό εγχειρίδιο που λοιδορεί τον Μιχαήλ Γ’. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η μαρτυρία μέσα στην μακρά ιστορική παράδοση που καταγράφεται στο χρονικό του Λογοθέτη επισημαίνει πως η γνώση μας περί αυτού δεν προέρχεται αποκλειστικά από την χαμένη βιογραφία του Κωνσταντίνου, εάν φυσικά υπήρξε ποτέ ένα τέτοιο κείμενο.
Σχεδόν όλες οι υπόλοιπες ενέργειες που αποδίδονται στον Κωνσταντίνο είναι τόσο ασήμαντες ώστε να πιστέψει κανείς ότι θα μπορούσε να συντεθεί μία βιογραφία βασιζόμενη σε αυτές. Οι Βυζαντινές βιογραφίες αφηγούνται πάντοτε πράξεις που έλαβαν χώρα όσο ζούσαν οι βιογραφούμενοι (ή και μετέπειτα) πράξεις αξιέπαινες που θα προσέλκυαν το ενδιαφέρον των επόμενων γενεών όπως λ.χ. νίκη σε μία μάχη, θαύματα, διακεκριμένη συμμετοχή σε έναν θρησκευτικό αγώνα, μαρτυρικός θάνατος κ.α. Δεν συνέβη τίποτα από αυτά στα όσα γνωρίζουμε για την ζωή του Κωνσταντίνου, ο οποίος εμφανίζεται εντελώς ανίκανος να αλλάξει την ροή των γεγονότων.
Επομένως, από το να υποθέτουμε πως μια ολόκληρη βιογραφία κρύβεται πίσω από αυτές τις μη εντυπωσιακές μαρτυρίες, ίσως είναι σκοπιμότερο να θεωρήσουμε πιο πιθανή την εκδοχή πως ένας ιστορικός που περιγράφει ευρύτερα πολιτικά γεγονότα και ακούει στο όνομα Γενέσιος, τον εντάσσει άνευ λόγου στην αφήγηση του, υπερέβαλε ως προς την ιστορική του σπουδαιότητα και τον παρουσίασε ως νικητή που υπερασπίστηκε την «ορθή» πλευρά σε ποικίλες διαμάχες, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως επινόησε έναν ρόλο για αυτόν μέσα στην ιστορία του. Ένα εξαιρετικά χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το σημείο (7) στο οποίο περιγράφεται εναργώς η δολοφονία του Βάρδα:
Η ύπουλη επίθεση έλαβε χώρα ξαφνικά και ο τρομοκρατημένος Αυτοκράτορας έπεσε κατά λάθος πάνω στο πτώμα. Αλλά ο Δρουγγάριος της Βίγλας, ονόματι Κωνσταντίνος, επενέβη για να σώσει τον Αυτοκράτορα καθώς και για να βεβαιωθεί πως δεν είχε δολοφονηθεί. Ήταν, λοιπόν, ένας πιστός προστάτης του αυτοκράτορα και απέδειξε πως ήταν πρόθυμος να έρθει αντιμέτωπος με θανάσιμους κινδύνους. Και ίσως και οι δύο άνδρες να είχαν σκοτωθεί, εάν ο ίδιος ο Κωνσταντίνος δεν βοηθούσε και δεν ενεθάρρυνε τον αυτοκράτορα, απομακρύνοντάς τον από τους δολοφόνους με τα ευοίωνα λόγια του και με τα ίδια του τα χέρια, καθώς ήταν προικισμένος με πειθώ και με ευτολμία.
Ωστόσο ουδείς είχε σχεδιάσει να δολοφονήσει τον Μιχαήλ εξαρχής! Ο ισχυρισμός ότι έπεσε κατά λάθος πάνω στο πτώμα του Βάρδα είναι μια αξιολύπητη απόπειρα να παρουσιαστεί η υποτιθέμενη εμπλοκή του Κωνσταντίνου, ένας πρόσφορος τρόπος για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια του αυτοκράτορα και επομένως να υποδείξει την αφοσίωση και την ευτολμία του.
O Γενέσιος επαινεί τον Κωνσταντίνο με έναν ξεχωριστό τρόπο και τον παρουσιάζει ως ένα πρόσωπο που έχει ενεργό ρόλο στις διάφορες θρησκευτικές διαμάχες του 9ου αιώνα, τις οποίες περιγράφει με έναν εντελώς μεροληπτικό τρόπο. Ο Γενέσιος μισούσε τους εικονοκλάστες, όπως άλλωστε άρμοζε σε έναν άνθρωπο της ηλικίας του, ενώ διαιώνισε την προπαγάνδα του Νικήτα Δαβίδ Παφλαγώνος κατά του Φωτίου και υπέρ του Ιγνατίου. Καθόλου παραδόξως, κατάφερε να επινοήσει έναν ήρωα με σαφή μεροληπτική στάση απέναντι σε θρησκευτικά θέματα.
Σύμφωνα με το σημείο (2) ο Κωνσταντίνος κατηγορήθηκε άδικα από τον Ιωάννη τον Γραμματικό, ο οποίος «απρόθυμα απένειμε έναν τιμητικό έπαινο στον άνθρωπο που προηγουμένως είχε κατηγορήσει». O Γενέσιος δίνει έμφαση σε αυτό το σημείο από φόβο μήπως δεν αντιληφθούμε την σπουδαιότητα του και θέλει απεγνωσμένα να μας καταστήσει γνωστό πως ο Κωνσταντίνος ήταν εχθρός των εικονοκλαστών. Σύμφωνα με το σημείο (4) ο Κωνσταντίνος αποδοκίμασε την εκλογή του Φωτίου.
Αλλά αυτός που έσωσε τους αντιτιθέμενους στον Φώτιο απογόνους του θα μπορούσε να διατηρήσει την ανάμνηση της ολοκληρωτικά ατελέσφορης εναντίωσης του; O Φώτιος αναρρήθηκε την κατάλληλη στιγμή στον Πατριαρχικό θρόνο, ενώ ο Κωνσταντίνος απείχε εντελώς από τους επακόλουθους αγώνες που έδινε η Εκκλησία. Ο βασανισμός του Ιγνατίου, όπως φαίνεται καθαρά στο σημείο (5) αντεγράφη από τον Γενέσιο από τον Βίο Ιγνατίου του Νικήτα Δαβίδ Παφλαγώνος (col. 520-1)
Ωστόσο, το ενδιαφέρον που έδειξε ο Κωνσταντίνος για τον Ιγνάτιο ήταν ένα καινούργιο στοιχείο στην ιστορία, που το εισήγαγε ο συγγραφέας μας, προκειμένου ακόμη μια φορά να δώσει έμφαση στο γεγονός πως ο ήρωάς του υποστήριξε την σωστή πλευρά στην διαμάχη. Ο Γενέσιος μας δίνει έναν ακόμη λόγο που οδηγήθηκε στην επινόηση αυτού του ιστορικού προσώπου όταν μας λέει πως ο Κωνσταντίνος βοήθησε τον Ιγνάτιο παρά το γεγονός πως είχε υποστηρίξει τον Βάρδα, τον άνθρωπο που είναι εξ ολοκλήρου υπεύθυνος για τα βάσανα του Ιγνατίου. Επομένως, ο Γενέσιος προφανώς επιχειρεί να αποκαταστήσει το όνομα του Κωνσταντίνου.
Ο Κωνσταντίνος φαίνεται πως διαδραμάτισε έναν ελάσσονα ρόλο στις διαμάχες του 9ου αιώνα, παρόλο που ο συγγραφέας του κειμένου μας φτάνει στην υπερβολή καθώς τον παρουσιάζει ως νικητή στις διάφορες διαμάχες και είναι θετικά διακείμενος απέναντί του στο έργο του. Ο Κωνσταντίνος έπρεπε να παρουσιαστεί ως αντιτιθέμενος στον Φώτιο και υπερασπιστής του Ιγνατίου και απαλλαγμένος από τις κατηγορίες των εικονοκλαστών, είχε εν τέλει, κερδίσει την εύνοια του Θεοφίλου, τον φανατικό εικονοκλάστη αυτοκράτορα του 9ου αιώνα. H υποστήριξη του Βάρδα από μέρους του έπρεπε να αποσιωπηθεί και ταυτόχρονα έπρεπε να απαλλαγεί από την κατηγορία της συμμετοχής του στην δολοφονία του Θεοκτίστου (3) που έφερε τον πάτρωνά του Βάρδα στην εξουσία. Είναι πράγματι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως κανένας άλλος παρά μόνο ένας απόγονος θα έφερνε τον εαυτό του σε μια τόσο δύσκολη θέση για λογαριασμό ενός άντρα, ο οποίος δεν θα ήταν, σε διαφορετική περίπτωση, μια αμφιλεγόμενη ιστορική προσωπικότητα.
Το κείμενο των Συνεχιστών του Θεοφάνη, για παράδειγμα, παρότι είναι εκτενέστερο από το Περὶ Βασιλειῶν, καταγράφει πολύ λιγότερα γεγονότα με τα οποία συνδέεται το όνομα του Κωνσταντίνου. Αυτό υπονοεί πως τέτοια γεγονότα δεν καταγράφονταν σε καμία κοινή πηγή που χρησιμοποίησαν οι δύο ιστορικοί. Σύμφωνα με την προαναφερθείσα επιχειρηματολογία σχετικά με την χρονολόγηση των δύο έργων, το πρώτο μέρος των Συνεχιστών έπεται των αντιστοίχων τμημάτων του έργου του Γενεσίου.

Επομένως, εάν οι συνεχιστές συμβουλεύτηκαν τον Γενέσιο, αυτοί, αντιθέτως, επέλεξαν να υποβαθμίσουν την σπουδαιότητα του Κωνσταντίνου. O ισχυρισμός τους ότι η Θεοδώρα έστειλε τον Κωνσταντίνο να αντιμετωπίσει τον Πατριάρχη Ιωάννη Ζ΄ απεμπολεί ολοκληρωτικά (αν και εύκολα μπορεί να το συμπεράνει κανείς) την μελοδραματική εξήγηση από μέρους του Γενεσίου των επακόλουθων κατηγοριών από την πλευρά του Ιωάννη (2) Εν τέλει, ο Κωνσταντίνος κατείχε ένα υψηλό αξίωμα και είναι σχεδόν απίθανο η ιστορική καταγραφή να είχε εξαλείψει κάθε στοιχείο αναφορικά με την καριέρα του. Μία πρεσβεία στον Ιωάννη και ο καθησυχασμός των στρατευμάτων μετά την δολοφονία του Βάρδα (8) είναι εξαιρετικά πιστευτές πράξεις για έναν άνδρα της κοινωνικής του θέσης, αν και δεν επαρκούν για την σύνθεση μιας βιογραφία του.
Οι Συνεχιστές του Θεοφάνη καταγράφουν επίσης την φροντίδα που παρείχε ο Κωνσταντίνος στον βασανισμένο Ιγνάτιο (5) Ενδεχομένως ο συγγραφέας αντέγραψε αυτό το γεγονός από τον Γενέσιο, αλλά η απόφασή του να το συμπεριλάβει στο έργο του υποδεικνύει ότι ίσως είχε τους λόγους του να παρουσιάσει τον Κωνσταντίνο με τα θετικά του γνωρίσματα. Σύμφωνα με τους Συνεχιστές του Θοεφάνη (150, 198) ο γιός του Κωνσταντίνου, Θωμάς, έγινε Λογοθέτης του Δρόμου, αξίωμα που απέκτησε γύρω στο 907, αλλά που κατείχε και κατά την διάρκεια της ολιγόχρονης βασιλείας του Κωνσταντίνου Ζ’, ο οποίος αργότερα επαίνεσε την πνευματική καλλιέργεια και τις ικανότητες του Θωμά στον Βίο Βασιλείου.
Αυτή η σύνδεση ίσως αιτιολογεί την ενσωμάτωση του Κωνσταντίνου του εξ Αρμενίων στον Βίο Βασιλείου (229-230) το οποίο γράφτηκε πριν τα αντίστοιχα τμήματα του 4ου Βιβλίου του Γενεσίου. Στο κείμενο του ο Κωνσταντίνος Ζ’ παρουσιάζει τον Κωνσταντίνο ως φίλο και συμπατριώτη του Βασιλείου, ο οποίος βοήθησε τον μελλοντικό Αυτοκράτορα κατά την διάρκεια ενός αγώνα πάλης. Ειδικότερα, όταν ο Γενέσιος επανέγραψε το ίδιο χωρίο παρουσίασε τον Κωνσταντίνο ως στενό συγγενή του Βασιλείου.
Ο Γενέσιος, εάν πράγματι ήταν απόγονος του Κωνσταντίνου, φαίνεται πως υπήρξε κάτι περισσότερο από απλός υποστηρικτής της Μακεδονικής δυναστείας.
Η επανεξέταση αυτού του ενδεικτικού στοιχείου υποδεικνύει πως ο συγγραφέας του κειμένου εξέφραζε ένα προσωπικό ή οικογενειακό ενδιαφέρον καθώς παρουσιάζει τον Κωνσταντίνο εξ Αρμενίων με ευνοϊκή διάθεση και ότι ίσως υπήρξε πράγματι απόγονος αυτού, όπως υποδηλώνει το όνομά του. Ο Λέων ο Χοιροσφάκτης, ένας υψηλόβαθμος αξιωματούχος κατά την βασιλεία του Βασιλείου Α΄ και του Λέοντος Ζ’ , αλληλογραφούσε με κάποιον Γενέσιο, που κατείχε το αξίωμα του Μαγίστρου και του Πατρικίου. Αυτές οι επιστολές χρονολογούνται από τον εκδότη τους περί το 906, καθώς βρέθηκε επιστολή του Θωμά, γιού του Κωνσταντίνου, προς τον Λέοντα τον Χοιροσφάκτη.
Ακόμη κι αν αυτός ο Γενέσιος μπορούσε να συνδεθεί με κάποιον τρόπο με τον Κωνσταντίνο τον εξ Αρμενίων (ίσως επρόκειτο για τον άλλο του γιό, τον αδελφό του Θωμά) είναι πολύ νωρίς να τον συνδέσουμε με το όνομα του δικού μας συγγραφέα. Ο Θωμάς είχε ένα εγγονό, ονόματι Ρωμανό Γενέσιο, του οποίου η δράση εντοπίζεται στα τέλη του 10ου αιώνα. Ο πατέρας του Ρωμανού Γενεσίου και κατά πάσα πιθανότητα γιός του Θωμά, ακούει επίσης στο όνομα Γενέσιος. Ο Α. Μαρκόπουλος υποστηρίζει πως αυτός ο Γενέσιος (γιός του Θωμά και πατέρας του Ρωμανού Γενεσίου) ήταν ο ακόλουθος του Συμεών του Νέου Θεολόγου που αναφέρεται στην αποκρυφιστική βιογραφία του Νικήτα Στηθάτου.
Αλλά σύμφωνα με τον Νικήτα, αυτός ο Γενέσιος ήταν ο πνευματικός γιός του Συμεών κατά το τελευταίο τέταρτο του 10ου αιώνα και διοργάνωσε εκστρατεία για την αποκατάσταση της μνήμης του Αγίου περί το 1010-11. Αυτή η χρονολογία υποδηλώνει ότι, εάν αυτός ο άνδρας συνδέεται με την οικογένεια του Θωμά, τότε πρόκειται για τον Ρωμανό Γενέσιο και όχι για τον γιό του Θωμά που φέρει το όνομα Γενέσιος (δηλαδή τον πατέρα του Ρωμανού). Επομένως, καταλήγουμε διστακτικά στο συμπέρασμα, σύμφωνα και με τους υπόλοιπους μελετητές που προαναφέρθηκαν, πως το πιο πιθανό πρόσωπο που ταυτίζεται με τον συγγραφέα μας είναι ο Ιωσήφ Γενέσιος ο «ἐπὶ τοῦ κανικλείου», ο γιός του Θωμά, εγγονός του Κωνσταντίνου του εξ Αρμενίων και πατέρας του Ρωμανού Γενεσίου.
Υπάρχει επίσης ένα ακόμη ενδεικτικό στοιχείο που κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί. Σύμφωνα με τον συγγραφέα του 11ου αιώνα, Ιωάννη Μαυρόπου, ο μοναχός Δωρόθεος έλκει την καταγωγή του από την ευγενή οικογένεια των Γενεσίων, πολλά μέλη της οποίας ήταν Πατρίκιοι και κατάγονταν από την Τραπεζούντα, παραθαλάσσια πόλη στα σύνορα της Αυτοκρατορίας με την Αρμενία.
Οι πηγές του Γενεσίου
Η βυζαντινή ιστοριογραφία χαρακτηρίζεται από μοναδικότητα και διαδοχικότητα. Το έργο του Προκοπίου, που αφηγείται τις μάχες του Ιουστινιανού, συνεχίστηκε από τον Αγαθία, καλύπτοντας τα χρόνια 552-559 όπου μετέπειτα συνεχίστηκε από τον Μένανδρο Προτήκτορα (που φτάνει την εξιστόρηση μέχρι το 582) Μετά τον Μένανδρο την σκυτάλη πήρε ο Θεοφύλακτος Συμοκάττης, ο οποίος κατέγραψε τα γεγονότα κατά την διάρκεια της βασιλείας του Μαυρικίου (582-602) του οποίου την εξιστόρηση συνέχισε, μετά από ένα κενό δύο περίπου αιώνων, ο Πατριάρχης Νικηφόρος. Ο Νικηφόρος, σύγχρονος του Θεοφάνη του Ομολογητή, ολοκλήρωσε την συγγραφή ενός χρονικού που φτάνει μέχρι το έτος 813, την εξιστόρηση του οποίου συνέχισαν οι αυλικοί ιστορικού του κύκλου του Κωνσταντίνου Ζ’ καθώς και μεταγενέστεροι συγγραφείς όπως ο Ιωάννης Σκυλίτζης.
Με μια πρώτη ματιά φαίνεται πως ο Γενέσιος συνεχίζει αυτήν την παράδοση. Το έργο του ξεκινάει την εξιστόρηση από το έτος 813, έτος κατά το οποίο ολοκληρώνεται η Xρονογραφία του Θεοφάνη και επομένως, επιχειρεί να δείξει πως υπήρξε ο πρώτος που έπιασε το νήμα της ιστορίας από εκεί που το άφησε ο Θεοφάνης. Αυτή η ερμηνεία, ωστόσο, είναι σκόπιμο να αντιμετωπιστεί με καχυποψία καθώς υπάρχει η ένδειξη πως ο Γενέσιος δεν είχε διαβάσει το έργο του Θεοφάνη ή τουλάχιστον δεν τον συμβουλεύτηκε κατά την συγγραφή του δικού του έργου.
Στην παράγραφο 1.4 ισχυρίζεται πως ο Λέων Ε΄ κατά την είσοδό του στην Πόλη πέρασε από την Χρυσή Πύλη ενώ ο Θεοφάνης, που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας, ισχυρίζεται ότι πέρασε από την Χαρισιανή Πύλη (502) Στο τέλος της παραγράφου 2.2 ο Γενέσιος ισχυρίζεται πως ο Αιγύπτιος Καλλίνικος έφερε το όπλο που είναι γνωστό ως «Υγρό πύρ» στους Βυζαντινούς κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τον Θωμά τον Σλάβο τα χρόνια 821-822. Σύμφωνα με τον Θεοφάνη, ωστόσο, αυτό συνέβη το έτος 672/3, όταν οι Άραβες πολιορκούσαν την Κωνσταντινούπολη.
Στην παράγραφο 2.3 o Γενέσιος περιγράφει έναν κομήτη και τον ερμηνεύει ως σημάδι αναζωπύρωσης της εικονοκλαστικής διάθεσης υπό την ηγεσία του Λέοντος Ε’ αλλά και της επανάστασης του Θωμά του Σλάβου. Η περιγραφή αυτού του κομήτη εντοπίζεται για πρώτη φορά στην Χρονογραφία του Θεοφάνη (499) αλλά θεωρεί ότι προοιωνίζει την πτώση της Μεσημβρίας στα χέρια των Βουλγάρων. Η εκδοχή αυτού του γεγονότος, έτσι όπως περιγράφεται από τον Γενέσιο, στην πραγματικότητα αντλήθηκε από τον Γεώργιο Μοναχό ή αμαρτωλό (777-778) ο οποίος συνέθεσε το έργο του στο τρίτο τέταρτο του 9ου αιώνα αντλώντας, απερίσκεπτα βέβαια, στοιχεία από το έργο του Θεοφάνη. Πολυάριθμες λεκτικές ομοιότητες υποδηλώνουν πως ο Γενέσιος άντλησε στοιχεία από τον Γεώργιο, αλλά δεν υπάρχουν επουδενί τέτοιες ομοιότητες μεταξύ του κειμένου του και εκείνου του Θεοφάνη.
Επομένως, μπορούμε να συμπεράνουμε ασφαλώς πως ο Γενέσιος δεν συμβουλεύτηκε την χρονογραφία του Θεοφάνη κατά την σύνθεση του Περὶ Βασιλειῶν. Εντούτοις, είναι εξαιρετικά απίθανο να αγνοούσε την ύπαρξη του έργου του. O Γενέσιος γνώριζε πράγματα για την ζωή του Θεοφάνη, καθώς στην παράγραφο 1.14 αφηγείται μια σειρά επεισοδίων παρμένων από τον βίο του. Στην παράγραφο 1.13 αναφέρεται ακόμη σε ένα χαμένο πλέον ποίημα «του ευλογημένου Θεοφάνη του Ομολογητή» στο οποίο εμφανίζεται αρνητικά διακείμενος απέναντι στον εικονοκλάστη Πατριάρχη Θεόδοτο Κασσιτερά.
Επιπλέον, στο προοίμιό του ο Γενέσιος αναφέρει ρητά πως υπήρξε ο πρώτος που συνεχίζει την εξιστόρηση των γεγονότων από το 813 κι έπειτα, υπονοώντας πως είχε γραφτεί ήδη έως τότε κάποιο έργο που κάλυπτε τα ιστορικά γεγονότα μέχρι το 813 κι αυτό δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από την Χρονογραφία του Θεοφάνη. Επιπροσθέτως, είναι εντελώς παράλογο να πιστεύει κανείς πως ο Γενέσιος, γιός και εγγονός ενός Λογοθέτη και ο ίδιος ως Πατρίκιος και «ἐπὶ τοῦ κανικλείου», αδυνατούσε να αποκτήσει κάποιο αντίγραφο του κειμένου του Θεοφάνη, το οποίο ήταν πολύ δημοφιλές και χρησιμοποιήθηκε ως πηγή από πολυάριθμους σύγχρονούς του συγγραφείς όπως ο Γεώργιος Μοναχός και οι ιστορικοί του κύκλου του Πορφυρογέννητου. Συνεπώς, οφείλουμε να συμπεράνουμε πως γνώριζε για την ύπαρξή του κειμένου του Θεοφάνη και είχε πρόσβαση σε αυτό και παρόλα αυτά αποφάσισε να μην το συμβουλευτεί. Δεν υπάρχει, λοιπόν τρόπος να διαπιστώσουμε εάν τελικώς το είχε διαβάσει.
Η αμέλεια και η επιπολαιότητα είναι οι μόνες πιθανές εξηγήσεις για αυτήν την αντιμετώπιση εκ μέρους του Γενεσίου. Έχοντας κατά νου να ξεκινήσει το έργο του με την βασιλεία του Λέοντος Ε΄ και γνωρίζοντας πως ο Θεοφάνης ολοκλήρωσε το δικό του με την παραίτηση του Μιχαήλ Α΄ αποφάσισε πως δεν υπήρχε λόγος να συμβουλευτεί ένα κείμενο, το περιεχόμενο του οποίου δεν συνέπιπτε χρονολογικά με το περιεχόμενο του δικού του έργου. O τρόπος που προσέγγισε τον Γεώργιο Μοναχό αποκαλύπτει παρόμοια αφηγηματική οπτική. Το χρονικό του Γεωργίου Μοναχού, που φέρει τον τίτλο Πασχάλιο Χρονικό, καλύπτει το διάστημα από κτίσεως κόσμου έως το 843, αλλά ο Γενέσιος φέρεται να είχε διαβάσει μόνο τις τελευταίες τέσσερις βασιλείες, ήτοι από τον Λέοντα Ε’ και εξής.
Συνεπώς, ακόμη κι αν πράγματι αφηγείται μια σειρά γεγονότων που έλαβαν χώρα πριν το 813, δεν αντλεί κάποιο στοιχείο από τον Θεοφάνη ή τον Γεώργιο. Άλλες πηγές, τις οποίες χρησιμοποίησε ο Γενέσιος επειδή περιέγραφαν κυρίως γεγονότα μετά το 813, τον οδήγησαν στην καταγραφή γεγονότων που έλαβαν χώρα την περίοδο ης βασιλείας του Νικηφόρου Α’, αλλά ποτέ δεν σκέφτηκε να τα αντιπαραβάλλει με την αντίστοιχη αφήγησή τους από τον Θεοφάνη. Εάν αυτά τα συμπεράσματα είναι ορθά, τότε εναπόκειται στην ερμηνεία του καθενός εάν έπρεπε να θεωρηθεί συνεχιστής του Θεοφάνη.

Άλλες σωζόμενες πηγές, τις οποίες χρησιμοποίησε ο Γενέσιος κατά τη συγγραφή του έργου του, υπήρξαν η βιογραφία του Πατριάρχη Νικηφόρου προερχόμενη από την γραφίδα του Ιγνατίου Διακόνου καθώς και η βιογραφία του Πατριάρχη Ιγνατίου που υπήρξε έργο του Νικήτα Δαβίδ Παφλαγόνα. Έχουν γίνει πολλές εικασίες πάνω στο θέμα των χαμένων πλέον πηγών, των οποίων έκανε χρήση ο Γενέσιος. Δεν είναι, βέβαια, δυνατόν, να εξεταστούν εδώ όλες οι υποθέσεις των μελετητών, αλλά πολλές από αυτές είναι καταγεγραμμένες στις υποσημειώσεις των αντίστοιχων τμημάτων του κειμένου.
Κάποιες είναι εντελώς αδύνατο να επαληθευτούν όπως λ.χ. η υπόθεση του Barisic ότι ο Γενέσιος χρησιμοποίησε ως πηγή το έργο του Σέργιου του Ομολογητή, ενώ άλλες, όπως το συμπέρασμα του Grégoire ότι άντλησε στοιχεία από τα αγιολογικά έργα των στρατηγών Θεοφόβου και Μανουήλ, είναι λογικότερες υποθέσεις. Κατά την καταγραφή της επανάστασης του Θωμά του Σλάβου, ο Γενέσιος υπήρξε σαφώς επηρεασμένος από την προπαγάνδα του Μιχαήλ Β’ του Τραυλού, η οποία γίνεται φανερή σε μία επιστολή του Μιχαήλ προς τον τότε Αυτοκράτορα της Δύσης, Λουδοβίκο τον Ευσεβή. Οι πηγές, τις οποίες χρησιμοποίησε ο Γενέσιος για την καταγραφή της επανάστασης του Θωμά, έχουν εξεταστεί λεπτομερώς από τον P. Lemerle.
Οι πιθανές πηγές που χρησιμοποίησε ο Γενέσιος για την καταγραφή των γεγονότων κατά την διακυβέρνηση του Μιχαήλ Γ’ έχουν εξεταστεί ενδελεχώς από την Karlin-Hayter. Έχουμε ήδη εξετάσει και απορρίψει την υπόθεση πως μία βιογραφία του Κωνσταντίνου εξ Αρμενίων υπήρξε μία από αυτές τις πηγές (είτε αυτή χρησιμοποιήθηκε άμεσα είτε όχι) Η ίδια επίσης εκτιμά πως άλλες πηγές υπήρξαν οι βιογραφίες του Βάρδα, του Θεοκτίστου, της Θεοδώρας και του Πετρωνά, αν και δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα ώστε να θεωρήσουμε βάσιμη αυτήν την υπόθεση. Επίσης, έχουμε ήδη επισημάνει τον βαθμό στον οποίο στηρίχτηκε ο Γενέσιος στον Βίο Βασιλείου του Κωνσταντίνου Ζ΄ προκειμένου να καταγράψει τα τεκταινόμενα κατά την βασιλεία του Βασιλείου Α’.
Ακόμη κι αν η πλειονότητα των πηγών, στις οποίες στηρίχτηκε, δεν σώζονται σήμερα, μπορούμε να σχηματίσουμε μια εικόνα πως τις είχε χρησιμοποιήσει εξετάζοντας την χρήση των κειμένων που σώζονται, αν και δεν υφίσταται λόγος να πιστεύουμε πως τα χαμένα κείμενα τα χρησιμοποίησε με διαφορετικό τρόπο.

Η άντληση στοιχείων από το έργο του Γεώργιου Μοναχού και τις βιογραφίες των δύο Πατριαρχών έγινε εντελώς άκριτα και παθητικά, καθώς εικονικά αντέγραψε αυτολεξεί χωρία από αυτά, καταγράφοντας ακόμη και ορισμένες αναχρονιστικές προκαταλήψεις στο δικό του κείμενο. Για παράδειγμα, φαίνεται πως απλώς είχε ενσωματώσει την προπαγάνδα του Μιχαήλ Β’ στην δική του καταγραφή της επανάστασης του Θωμά του Σλάβου.
Οι ομοιότητες ανάμεσα στην περιγραφή του Βασιλείου στο δικό του κείμενο και στον Βίο Βασιλείου είναι αρκετά έντονες και πολυάριθμες αλλά και οι λόγοι για τους οποίους στηρίχτηκε σε αυτό το κείμενο είναι ευλογοφανείς. Περιστασιακά ο Γενέσιος ερχόταν αντιμέτωπος με δύο διαφορετικές παραδόσεις κατά την περιγραφή των ίδιων γεγονότων. Συνήθως ακολουθεί και τις δύο παραδόσεις, ακόμη κι όταν η μία αντιτίθεται φανερά στην άλλη, χωρίς να χρειάζεται να διαπιστώσει τον βαθμό της συμβατότητας και της αξιοπιστίας τους (π.χ. η αναφορά του στην πρώιμη σταδιοδρομία του Θωμά του Σλάβου και του Θεόφοβου του Πέρση)
Το αποτέλεσμα αυτής της συνύπαρξης είναι μια σειρά αντιθέσεων, τις οποίες ακόμη και ο μη ειδικός αναγνώστης δύναται να εντοπίσει. Κατά γενική ομολογία, φαίνεται πως ελάχιστα από τα στοιχεία που καταγράφονται στο έργο μπορούν να αποδοθούν στον ίδιο τον Γενέσιο. H θετική του στάση απέναντι στον Κωνσταντίνο τον εξ Αρμενίων καθώς και η παρέκβαση με τον Εμίρη της Κρήτης είναι κάποιες από τις εξαιρέσεις που έχουμε ήδη επισημάνει.
Γενικά, είχε δανειστεί το θεματικό υλικό και του έδωσε μια μορφή δύσκαμπτη. Για τους σύγχρονους ιστορικούς θα ήταν προτιμότερο να διέθεταν τις πηγές του Γενεσίου παρά να έχουν στα χέρια τους αυτό το πρόχειρο και εξεζητημένο μορφικά απάνθισμα βασιλειών, καθώς η απώλεια αυτών των πηγών καθιστά το έργο του μεγίστης σημασίας.
Ο Γενέσιος ως ιστορικός
Οι κρίσεις των μεταγενέστερων συγγραφέων χαρακτηρίζονται από μια ομοιομορφία και δικαίως από μια αρνητική χροιά, με τον Ιωάννη Σκυλίτζη να κάνει την αρχή, ο οποίος άσκησε δριμύτατη κριτική στους ιστορικούς μετά τον Θεοφάνη τον Ομολογητή, κατηγορώντας τους για μεροληψία και έλλειψη διορατικότητας. Οι σύγχρονοι μελετητές εστίασαν την προσοχή τους σε ορισμένα αρνητικά χαρακτηριστικά που εντοπίζονται στο έργο του Γενεσίου.
Οι συχνά επαναλαμβανόμενες επικρίσεις του Grégoire βασίστηκαν στο γεγονός πως, σύμφωνα με τον ίδιο, τα ιστορικά γεγονότα που καταγράφηκαν από τον Γενέσιο και τον Θεοφάνη τον Ομολογητή προέρχονται, σε ορισμένες περιπτώσεις, από αμφίβολες αγιολογικές παραδόσεις: «Είναι αναγκαίο να τις διαβάζουμε με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη καχυποψία και να πιστέψουμε πως μπορούν να προκαλέσουν μεγάλη σύγχυση. Οφείλουμε πάντα να δυσπιστούμε απέναντί τους, καθώς μετέρχονται τον μύθο ως υποκατάστατο της ιστορίας». Σύμφωνα με τον F. Dölger, « ο Γενέσιος ήταν αφελής, προκατειλημμένος και δεχόταν τα πάντα άκριτα, ενώ το ύφος του χαρακτηρίζεται από ασυνέπεια και προχειρότητα».
Σίγουρα, ο Γενέσιος δεν δύναται να μην αποδοκιμαστεί για το ύφος του. Το έργο του αποτελεί μια κακογραμμένη λογοτεχνική πρόζα και αυτή η μορφική ανωμαλία δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο στο περασμένο της ηλικίας του (Οι Συνεχιστές του Θεοφάνη διαβάζονται σαφώς με μεγαλύτερη ευχαρίστηση από τον Γενέσιο). Η κύρια αιτία για αυτές τις υφολογικές ανωμαλίες στην πραγματικότητα μάστιζε για περισσότερα από χίλια χρόνια την Ελληνική λογοτεχνία: επιχείρησε να γράψει σε ένα άκρως κλασσικίζον ύφος μακριά από τις δικές του ικανότητες και η συνεπαγομένη αποτυχία είναι αισθητή σε κάθε σελίδα του έργου του.
Τα περισσότερα φραστικά σύνολα είναι υπερβολικά ασαφή, γι’ αυτό είναι απαραίτητο ως ένα βαθμό να καταφύγει κανείς στην εικοτολογία προκειμένου να τις αποσαφηνίσει και να διακρίνει το νόημά τους. Εντούτοις, αυτό δεν σχετίζεται με την οικονομία της γλώσσας, όπως παρατηρούμε να συμβαίνει ορισμένες φορές στον Θουκυδίδη. O Γενέσιος μετέρχεται συχνά πολύπλοκες προτάσεις προκειμένου να διατυπώσει μια απλή κρίση ή να περιγράψει ένα σχετικά απλό γεγονός. Αν απεκδυόταν την περιττολογία στο πεζό του έργο, αυτό θα μπορούσε να είναι τουλάχιστον τρεις φορές μικρότερο σε έκταση διατηρώντας παράλληλα αναλλοίωτο το περιεχόμενό του. Επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις προβαίνει σε μια υπερβολικά ωμή περιγραφή των γεγονότων εντελώς αναίτια.
Ως ιστορικός ο Γενέσιος έχει πολυάριθμα ελαττώματα. O Γενέσιος, όπως φαίνεται από την διάταξη του έργου του, δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στις χρονολογίες γεγονότων, παρά μόνο στην χρονολογική διαδοχή των βασιλειών. Αυτό το αρνητικό γνώρισμα είναι ιδιαίτερα εμφανές στο 3ο Βιβλίο, όπου απαιτείται μια ξεχωριστή εισαγωγή που θα βάλει σε τάξη αυτή την χρονολογική αταξία που δημιουργήθηκε από την φαινομενικά τυχαία διάταξη των παραγράφων του καθώς και των ίδιων των προτάσεων εντός των παραγράφων.
O αναγνώστης γρήγορα συνειδητοποιεί πως ο Γενέσιος έχει μια πολύ ασαφή ιδέα του τι πραγματικά συμβαίνει κατά την διάρκεια της βασιλείας του Θεοφίλου. Ειδικότερα, πολλές φορές δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει δύο ετυμολογικά συγγενείς λέξεις ή φράσεις και κατέγραφε δύο ή ακόμη και τρείς εκδοχές του ίδιου γεγονότος σαν να επρόκειτο για ξεχωριστά γεγονότα. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, παρουσιάζει μια έλλειψη ενδιαφέροντος για χρονολογίες που ο ίδιος εισάγει στο έργο του. Για παράδειγμα, αποκαλεί τον Βάρδα «Καίσαρα» ενώ περιγράφει γεγονότα που έλαβαν χώρα προτού ο Βάρδας λάβει τον τίτλο του Καίσαρα.
Από την άλλη πλευρά, όταν ακολουθεί μία αξιόπιστη πηγή, ο Γενέσιος καταγράφει τα γεγονότα με μια λογική χρονική ακολουθία (όπως συμβαίνει με την αφήγηση της επανάστασης του Θωμά του Σλάβου, η οποία ακολουθεί μετά τις παραγράφους που πραγματεύονται την πρώιμη σταδιοδρομία του ιδίου) Εν συντομία, θα λέγαμε πως τα αρνητική του γνωρίσματα πηγάζουν από τον ίδιο, ενώ οι αρετές του είναι «δανεικές».
Ο Γενέσιος χαρακτηρίζεται από έλλειψη διορατικότητας και ευρυμάθειας, όπως συνειδητοποιεί κανείς διαβάζοντας το έργο του, γεγονός που αποκαλύπτει την ρηχή κατανόηση από μέρους του της ανθρώπινης διάστασης της ιστορίας. Ακόμη, δεν βλέπει κανείς στο πρόσωπο του τις προκαταλήψεις που συναντούσε κανείς σε έναν μέτριο ιστορικό, όπως ο Θεοφάνης, ο οποίος τουλάχιστον μας δίνει μια φευγαλέα εικόνα για τα πάθη ενός τότε εμπλεκόμενου σε μια έντονη διαμάχη. Οι προκαταλήψεις του έχουν αντληθεί από άλλες πηγές κι επομένως κρίνεται άσκοπο να τις εκθέσουμε εδώ καθώς εντοπίζονται εύκολα στο κείμενό του.
Είναι λογικό, επομένως, να υποπτευθεί κάποιος πως ο Γενέσιος ακολουθεί απερίσκεπτα τις πηγές του ως προς αυτό το θέμα χωρίς κριτική διάθεση ή έστω προσωπικό ενδιαφέρον. Με μόνη εξαίρεση το εγκώμιο που πλέκει στον παππού του Κωνσταντίνο τον εξ Αρμενίων και στον Βασίλειο Α’, οποιαδήποτε άλλη προτίμησή του εντοπίζεται δεκαετίες μακριά από την εποχή που γράφει το έργο του και συχνά είναι ασύμβατες με την ηλικία του. Η διαιώνιση από μέρους του της προπαγάνδας εναντίον του Φωτίου που ξεκίνησε από τους υποστηρικτές του Πατριάρχη Ιγνατίου, καιρό αργότερα αφότου είχαν επιλυθεί οι διαφορές ανάμεσα στις δύο πλευρές, οφείλεται ενδεχομένως στην σχεδόν παθητική χρήση του έργου του Νικήτα Δαβίδ Παφλαγόνα. Οι επιθέσεις του εναντίον των εικονοκλαστών αντικατοπτρίζουν την συμβατική φύση των θρησκευτικών του πεποιθήσεων ή την παντελή έλλειψη πηγών σχετικών με την εικονοκλασία. Επομένως, οι προκαταλήψεις του είναι εντελώς δευτερογενείς (καθώς έχουν παρθεί από άλλα έργα) και αδιάφορες.
Ακόμη, ο ίδιος δεν υπήρξε ένας αμείλικτα στρατευμένος συγγραφέας, καθώς ήταν πρόθυμος να αναγνωρίσει τα θετικά γνωρίσματα των προσώπων που γενικά απεικονίζει δυσμενώς. Καταδικάζει τον Λέοντα Ε’ για τις εικονοκλαστικές του διαθέσεις, αλλά τον επαινεί για τις διοικητικές και στρατιωτικές του ικανότητες(1.16). Ο Γενέσιος υπαινίσσεται πως ο Φώτιος είχε και κάποια καλά χαρακτηριστικά(4.18) αν και δεν μας εξηγεί ποια είναι αυτά. Αυτή η κρίση πιθανόν προέρχεται από την περιγραφή του μορφωμένου και υπερήφανου ιεράρχη που εντοπίζεται στην κύρια πηγή του, ήτοι στον Βίο Ιγνατίου του Νικήτα Δαβίδ Παφλαγών.
O Γενέσιος μας δίνει μια κάπως μπερδεμένη εικόνα του Βάρδα αλλά αυτό και πάλι ίσως οφείλεται στην χρήση αμφιλεγόμενων πηγών. Γενικά, εντάσσεται άψογα μέσα στην όλη εξελικτική πορεία, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Romilly Jenkins, από την υπερβολική κατάχρηση προκαταλήψεων από τον Θεοφάνη ως τις εντυπωσιακά πετυχημένες και διαφορετικού χαρακτήρα απεικονίσεις προσώπων στο έργο του Μιχαήλ Ψελλού.
Λόγω των θρησκευτικών του προκαταλήψεων, ο Γενέσιος δείχνει σχετικά ελάχιστο ενδιαφέρον για τα εκκλησιαστικά ζητήματα. H αναφορά του Λέοντος Ε’ στην εκκλησιαστική πολιτική εκτείνεται σε μόλις τρεις παραγράφους (1.13-14, 1.22) ενώ η θρησκευτική πολιτική του Μιχαήλ Β’ και του Θεοφίλου περιορίζονται σε μια απλή αναφορά (2.14 και 3.19 αντίστοιχα). To ζήτημα της αναστήλωσης των εικόνων καταλαμβάνει σαφώς μεγαλύτερη έκταση (4.2-5) αλλά σχεδόν όλες οι πληροφορίες του γι’ αυτό το θέμα έχουν περισσότερο μυθικό παρά ιστορικό χαρακτήρα.
Η διαμάχη μεταξύ του Φωτίου και του Ιγνατίου καταλαμβάνει μία μόνο παράγραφο(4.18) όπου περιγράφεται συνοπτικά μια τριακονταετής σύγκρουση. Ενδεχομένως ο Γενέσιος αφηγείται την εκθρόνιση και τον βασανισμό του Ιγνατίου με απώτερο σκοπό να προετοιμάσει το έδαφος για να καταγράψει έπειτα τις συμπονετικές αλλά και ταυτόχρονα αξιομνημόνευτες πράξεις του παππού του, Κωνσταντίνου.
Ο Γενέσιος έδειξε πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την Βυζαντινή πολιτική σκηνή (π.χ. για τις ίντριγκες που λάμβαναν χώρα στην αυτοκρατορική αυλή) και τα στρατιωτικά ζητήματα. Ωστόσο, φαίνεται πως δεν τηρούσε τις προδιαγραφές ώστε να μπορέσει να διατυπώσει τις κρίσεις του για την σύνδεση και την σπουδαιότητα των γεγονότων.
Αφιερώνει μεγάλη έκταση σε πληροφορίες ανεκδοτολογικού περιεχομένου για μια πλειάδα προσώπων, ενώ αγνοεί εντελώς γεγονότα που υπήρξαν ζωτικής σημασίας για την ιστορία της Αυτοκρατορίας. Για παράδειγμα, δεν μας λέει τίποτα για την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τον αρχηγό των Βουλγάρων Κρούμο και για την απόπειρα δολοφονίας του από τον Λέοντα Ε’, ενώ μας λέει πως ο Λέων Ε’ τραγουδούσε άθλια. Τέτοιου είδους παραλείψεις πιθανόν δεν οφείλονται στις προκαταλήψεις, αλλά σε άγνοια ή λανθασμένη κρίση. O Γενέσιος συχνά αναφέρει ένα γεγονός απλώς για να προετοιμάσει το έδαφος για μια άκαιρη επίδειξη των γνώσεων του πάνω στην ετυμολογία και την μυθολογία. To έργο του βρίθει οιωνών, προφητειών και περιπτώσεων θεϊκής παρέμβασης.
Αυτά τα αρνητικά γνωρίσματα εντοπίζονται κυρίως στην εξιστόρηση της βασιλείας του Βασιλείου Α’. Έχει υποστηριχθεί πως ο τρόπος που παρουσιάζει την εξωτερική πολιτική του Βασιλείου καταδεικνύει μια μεροληψία στις σχέσεις του με την Ανατολική Αυτοκρατορία, καθώς ο Γενέσιος τάσσεται υπέρ της πολιτικής άποψης, σύμφωνα με την οποία τα πραγματικά ενδιαφέροντα του Αυτοκράτορα βρίσκονται στην Ανατολή και κατά συνέπεια παρουσιάζει τις φιλοδοξίες του Αυτοκράτορα για την Δύση με κάπως μελανότερα χρώματα.
Οι όποιες παραλείψεις του, όπως επίσης και όλα τα καταγεγραμμένα γεγονότα στο έργο του, οφείλονται σε κάποια πολιτικά κίνητρα. Αυτή η θεωρία είναι πλήρως δικαιολογημένη και αντικατοπτρίζει την ελιτίστικη αντίσταση απέναντι στην πολιτική που ασκούσε ο Βασίλειος στη Δύση. Αλλά αυτή η θεωρία προϋποθέτει μια λεπτότητα πολύ μακριά από τις προφανείς ικανότητες ή τα ενδιαφέροντα του Γενεσίου. Είναι πιθανότερο πως η προσωπική επιλογή των γεγονότων από τον Βίο Βασιλείου έγινε με κίνητρο τις θεωρίες που σκιαγραφήθηκαν παραπάνω.
Στο έργο του λαμβάνουν χώρα δαιμονικές προφητείες, άγνωστα μέρη που του επιτρέπουν να επιδεικνύει τις ετυμολογικές του γνώσεις, μυστηριώδεις άνεμοι που μεταφέρουν θεϊκά μηνύματα και οι υπεράνθρωπες και φανταστικές προσπάθειες του Βασιλείου να πειθαρχήσει τα ανυπότακτα στρατεύματά του. Οι πολιτικές προκαταλήψεις του Γενεσίου δεν εκτείνονται πέρα από την Μακεδονική προπαγάνδα καθώς επεδίωκε να ικανοποιήσει το θέλημα του πάτρωνά του, Κωνσταντίνου Ζ’. Ο μόνος πραγματικός πολιτικός του στόχος ήταν να έχει την εύνοια αυτού του Αυτοκράτορα.
Παρά τα ελαττώματα, το έργο του Γενεσίου αποτελεί μία πολύτιμη πηγή για τα ιστορικά γεγονότα του 9ου αιώνα, καθώς παρέχει πληροφορίες για πραγματικά αλλά και θρυλικά γεγονότα, τα οποία δεν αναφέρονται σε κανένα άλλο έργο. Αυτό το γεγονός από μόνο του αρκεί για να δικαιολογήσει κανείς την μετάφρασή του.
Πηγή
Genesios On the Reigns of the Emperors introduction translation and commentary Canberra Australian Association for Byzantine Studies 1998 Byzantina Australiensia vol. 11