Η Αστρονομία στον νεοελληνικό ∆ιαφωτισμό και η ίδρυση του Αστεροσκοπείου Αθηνών.

στις
Μουσείο Γεωαστροφυσικής, Θησείο. _ πηγή: Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών
Μουσείο Γεωαστροφυσικής, Θησείο. _ πηγή: Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών

Γράφει ο κ. Νικόλαος Ματσόπουλος BSc. MSc. Med
Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών

Το παρόν αναδημοσιεύεται κατόπιν αδείας του συγγραφέα τον οποίο ευχαριστούμε.
Φωτογραφίες και παρουσίαση επιμελήθηκαν από τη διαχείρηση.
Αρχική δημοσίευση academia.edu

Ι. Η αστρονομία στον Ελληνικό χώρο κατά την περίοδο 1700-1840
Η σύγχρονη Αστρονομία, αναπτύχθηκε στην Ευρώπη με βάση τη συμβολή του Tycho Brahe, του Κοπέρνικου, του Κέπλερ, του Γαλιλαίου και φυσικά του Νεύτωνα. Η νέα θεώρηση του κόσμου, υπέστη σφοδρή πολεμική και διώξεις για θρησκευτικούς κυρίως λόγους μέχρι να επικρατήσει στα τέλη του 17ου αιώνα. Καθ’ όλη αυτή την περίοδο του έντονου επιστημονικού γίγνεσθαι στην Ευρώπη, η ευρύτερη Ελληνική περιοχή διατελούσε υπό καθεστώς δουλείας, και προφανώς δεν μπορούσε ούτε να συμμετάσχει αλλά ούτε να παρακολουθήσει τα τεκταινόμενα. Η διαμάχη για το σύστημα του Κόσμου μεταφέρθηκε, υπό ιδιόμορφες συνθήκες, στον χώρο που εξετάζουμε με καθυστέρηση 150 χρόνων.

Η μελέτη της ανάπτυξης της Αστρονομίας στον Ελληνικό χώρο στην περίοδο του Νεοελληνικού ∆ιαφωτισμού καθώς και των συνεπειών της στις πρώτες δεκαετίες του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους, είναι στην ουσία μελέτη της πρόσληψης των νέων επιστημονικών ιδεών και ανακαλύψεων, σε ένα χώρο όπου υπήρχαν δυσχερείς συνθήκες για την ανάπτυξη των επιστημών, με αποτέλεσμα την έλλειψη ουσιαστικής επιστημονικής έρευνας. Η ισχυρή αρχαιοελληνική και βυζαντινή παράδοση συγκρούεται με τις σύγχρονες επιστημονικές ανακαλύψεις για λόγους που δεν ήταν επιστημονικοί. Στη σύγκρουση αυτή, ουσιαστικό ρόλο διαδραμάτισαν οι αστρονομικές ανακαλύψεις και θεωρίες, όπως διαμορφώθηκαν τη συγκεκριμένη περίοδο.

Την περίοδο πριν την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, ο κλάδος της Αστρονομίας, όπως άλλωστε όλων των άλλων θετικών Επιστημών, με εξαίρεση τα Μαθηματικά, βρίσκεται σε μια φάση ανακατάταξης μέσω όμως μιας γενικής σύγχυσης. Τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, μέσα στη γενική παρακμή κάθε εκπαιδευτικής δραστηριότητας, η διδασκαλία της Αστρονομίας είναι σχεδόν ανύπαρκτη στον Ελληνικό χώρο. Υπήρχαν βέβαια κάποιοι λόγιοι οι οποίοι γνώριζαν και καλλιεργούσαν τη Βυζαντινή Αστρονομία, η οποία περιορίζονταν σε στοιχεία Ναυτικής Αστρονομίας, στα πλαίσια που χαράχτηκαν την Ελληνιστική περίοδο και ιδιαίτερα από τον Πτολεμαίο και τη σχολή της Αλεξάνδρειας. Οι ανακαλύψεις του Κοπέρνικου, του Κέπλερ, του Νεύτωνα και του Γαλιλαίου, οι οποίες εισηγούντο μια νέα θεώρηση του φυσικού κόσμου, καθυστερούν σημαντικά να μεταφερθούν στον Ελληνικό χώρο και ουσιαστικά μόνο στις αρχές του 18ου αιώνα οι διάφοροι λόγιοι διδάσκουν, μεταφράζουν ή γράφουν βιβλία, στα οποία διατυπώνονταν οι νέες ανακαλύψεις και θεωρίες.

Περισσότερο από όλες τις άλλες θετικές επιστήμες, η Αστρονομία υπήρξε πεδίο σφοδρής ιδεολογικής διαμάχης τα χρόνια που ακολούθησαν τη Γαλλική επανάσταση. Εκείνη την εποχή, όπως έγινε και σε άλλες χώρες, μια μεγάλη μερίδα των Ελλήνων λογίων, ταυτίζοντας τις νέες δυτικές επιστημονικές ιδέες με την ιδεολογία της Γαλλικής επανάστασης, μετέφεραν τις αντίστοιχες πολιτικές αντιθέσεις στις θετικές επιστήμες. Τη μεταφορά αυτών των αντιθέσεων στον επιστημονικό τομέα εγκαινίασαν οι δυτικόφιλοι διαφωτιστές, καθώς θέλησαν να περάσουν τις πολιτικές μεταρρυθμιστικές τους θέσεις στους Έλληνες, μέσω της διδασκαλίας των επιστημών.

Το γεγονός αυτό, προκάλεσε αντιδράσεις από ορισμένους λογίους οι οποίοι υπήρξαν επιφυλακτικοί στην επίδραση που θα είχε η αλόγιστη μεταφορά της δυτικής παιδείας στους Έλληνες μαθητές και στα θρησκευτικά θέσμια. Ορισμένες από αυτές τις αντιρρήσεις μεταφέρθηκαν στο ίδιο το επιστημονικό πεδίο. Στον τομέα της Αστρονομίας, στην ακραία τους μορφή, οι αντιρρήσεις αυτές πήραν τη μορφή της άρνησης κάποιων συντηρητικών κύκλων να δεχθούν το Ηλιοκεντρικό Κεπλεριανό σύστημα, το οποίο είχε ήδη γίνει αποδεκτό χωρίς καμιά προηγούμενη σοβαρή διαμάχη από την Ελληνική λόγια κοινότητα.

Εκτός απ’ αυτή τη καθυστερημένη διαμάχη, η σύγχρονη αστρονομική παιδεία στον Ελληνικό χώρο, είχε ήδη ιστορία ενός περίπου αιώνα. Άρχισε με την πρώτη παρουσίαση στον Ελληνικό χώρο του Ηλιοκεντρικού συστήματος, που έγινε από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Χρύσανθο Νοταρά, στο βιβλίο του με τίτλο Εισαγωγή εις τά Γεωγραφικά καί Σφαιρικά που εκδόθηκε το 1716. Αυτό το βιβλίο, θα το ακολουθήσουν αρκετά έντυπα και χειρόγραφα περί Αστρονομίας, άλλα υποστηρίζοντας το Γεωκεντρικό Σύστημα, άλλα το Ηλιοκεντρικό και άλλα το Τυχώνειο, όλα όμως προσφέροντας σημαντικά στην εξοικείωση των νεοελλήνων με την Αστρονομία.

Οι τροχιές των πλανητών κατά το Γεωκεντρικό σύστημα πάνω και το Ηλιοκεντρικό σύστημα κάτω _wikipedia
Οι τροχιές των πλανητών κατά το Γεωκεντρικό σύστημα πάνω και το Ηλιοκεντρικό σύστημα κάτω _wikipedia
Geocentric system after Tycho Brahe _wikipedia
Geocentric system after Tycho Brahe _wikipedia

Το πληρέστερο και σημαντικότερο εκπαιδευτικό εγχειρίδιο που απέκτησε το Ελληνικό μαθητικό κοινό εκείνη την περίοδο, υπήρξε η Επιτομή Αστρονομίας συγγραφείσα υπό Ιερωνύμου Lalande, διευθυντού του Αστεροσκοπείου του Παρισιού, το οποίο εκδόθηκε με την συνδρομή δύο κληρικών, φορέων των διαφωτιστικών ιδεών και σχετικών με τις θετικές επιστήμες, τις οποίες σπούδασαν στη ∆ύση, τον μεταφραστή ∆ανιήλ Φιλιππίδη και τον χρηματοδότη Άνθιμο Γαζή. Τυχαίνει μάλιστα να γεννήθηκαν και οι δυο το 1758 στις Μηλιές. Το βιβλίο του Lalande, είναι ένα ογκώδες σύγγραμμα οκτακοσίων σελίδων περίπου, σε δύο τόμους, και περιέχει σε εκλαϊκευμένη μορφή όλες τις ανακαλύψεις που έγιναν μέχρι τις αρχές του αιώνα. Πράγματι, ο Φιλιππίδης δεν αρκέστηκε στην μετάφραση της Γαλλικής έκδοσης του 1795, αλλά, ύστερα από αλληλογραφία με τον συγγραφέα, ενσωμάτωσε πρόσφατες ανακαλύψεις, όπως αυτή των μικρών πλανητών.

Το βιβλίο του Lalande, καθώς και όλα τα άλλα νεοελληνικά αστρονομικά χειρόγραφα και έντυπα, προσφέρουν κυρίως εκλαϊκευτικές αστρονομικές γνώσεις. Σε ορισμένα βέβαια διδακτικά κείμενα, όπως π.χ. στο χειρόγραφο περί Αστρονομίας του Θεόφιλου Καΐρη, υπάρχουν και γνώσεις σφαιρικής Αστρονομίας για απλούς υπολογισμούς τροχιάς, αλλά ακόμη και την εποχή της ίδρυσης του Ελληνικού κράτους, το γενικό εκπαιδευτικό επίπεδο στην Αστρονομία παραμένει σαφώς κατώτερο από το αντίστοιχο στα Μαθηματικά και βεβαίως εντελώς ανεπαρκές.

Τον 18ο αιώνα και πριν την περίοδο του Νεοελληνικού ∆ιαφωτισμού, οι Έλληνες διδάσκαλοι που διέδωσαν την Αστρονομία στον Ελληνισμό, όπως ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, ο Χρύσανθος Νοταράς, ο Νικηφόρος Θεοτόκης ή ο Ευγένιος Βούλγαρις, σπούδασαν στα πανεπιστήμια της Ιταλίας και της Γαλλίας. Από αυτούς τους διδασκάλους κανείς φυσικά δεν μπορούσε να θεωρηθεί αστρονόμος. Οι σπουδές που έκαναν στην Αστρονομία ήταν μέρος της γενικής τους παιδείας των θετικών επιστημών. Ο διδάσκαλος μεταξύ αυτών που είχε το πιο κοντινό προφίλ σε έναν αστρονόμο της εποχής του, ήταν ο Νοταράς, ο οποίος ασχολήθηκε από νεαρή ηλικία με την αστρολαβική Αστρονομία, και μετέπειτα παρέμεινε για μικρό χρονικό διάστημα στο Αστεροσκοπείο των Παρισίων.

Ο Νοταράς ήταν ο μόνος που είχε κάποια αξιόλογη εμπειρία στη χρήση των τηλεσκοπίων, αφού μαθήτευσε, έστω και για μικρό χρονικό διάστημα κοντά στον μεγάλο αστρονόμο G. Cassini. Στην περίοδο του Νεοελληνικού ∆ιαφωτισμού, βλέπουμε μια μετατόπιση του χώρου σπουδών των διδασκά- λων της Αστρονομίας, όπως άλλωστε και όλων των διδασκάλων των θετικών επιστημών. Η μετατόπιση αυτή συμπίπτει και με την μετατόπιση του κέντρου βάρους της Αστρονομικής έρευνας από την Αγγλία και την Γαλλία (χώρες οι οποίες κυριαρχούσαν στον τομέα της Αστρονομίας κατά τον 17ο και 18ο αιώνα) προς την κεντρική Ευρώπη (και στα μέσα του 19ου αιώνα προς την Ρωσία). Παρ’ όλα αυτά, τα περισσότερα εγχειρίδια Αστρονομίας, εξακολούθησαν να εμπνέονται από τα αντίστοιχα Γαλλικά ή και Ιταλικά και θα περάσει αρκετός καιρός, με τον ερχομό των Βαυαρών, όπου οι γερμανικές επιρροές θα επικρατήσουν.

Οι διδάσκαλοι και οι μεταφραστές βιβλίων με αστρονομικό περιεχόμενο, που σπούδασαν στη κεντρική Ευρώπη, όπως ο Κωνσταντίνος Κούμας, ο Άνθιμος Γαζής, ο Γεώργιος Ζαβίρας ή ο Μανουήλ Καπετανάκης, δεν έκαναν σπουδές Αστρονομίας. Έτσι, η ενασχόληση τους με αυτή την επιστήμη υπήρξε ερασιτεχνική και το ενδιαφέρον για την διάδοση της σύγχρονης τους Αστρονομίας σχετίζεται με την σκοπό τους να διαδώσουν τις δυτικές ιδέες στον Ελληνισμό, δηλαδή τον δυτικό τρόπο αντιμετώπισης των επιστημών, και κυρίως την άποψη ότι ο κόσμος ερμηνεύεται μέσω των γνώσεων που αποκτούμε από τις θετικές επιστήμες. Οι μόνοι μεταγενέστεροι διδάσκαλοι που φαίνεται να έκαναν κάποιες αστρονομικές σπουδές, είναι ο Βενιαμίν Λέσβιος και ο ∆ανιήλ Φιλιππίδης, ο πρώτος στην Ιταλία και στο Παρίσι και ο δεύτερος στο Παρίσι. Παρ’ όλα αυτά όμως, οι γνώσεις που απέκτησαν δεν θα επέτρεπαν ούτε σε αυτούς τους διδασκάλους να διδάξουν αυτή την επιστήμη σε υψηλό επίπεδο.

Ακόμη και όταν ιδρύθηκε το Ελληνικό Κράτος και λίγο αργότερα όταν ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο Αθηνών, που είχε ως σκοπό να διαδώσει στους Έλληνες τη σύγχρονη δυτική επιστήμη, η Αστρονομία στην Ελλάδα παρουσίαζε πολλές ιδιαιτερότητες σχετικά με αυτή της ∆ύσης που προσπαθούσε να μιμηθεί:

  • Πρώτο, η ιδεολογική διαμάχη ανάμεσα σε αστρονομικά συστήματα από αιώνες ξεπερασμένα, όπως το Πτολεμαϊκό και το Τυχώνειο, και τη σύγχρονη Αστρονομία ήταν ακόμα πρόσφατη. Αυτή η διαμάχη βέβαια δεν ήταν παρά η επιφάνεια μιας πολύ πιο σοβαρής αντίθεσης μιας μεγάλης μερίδας Ελλήνων, στον ιδεολογικό αντίκτυπο της δυτικής αντιμετώπισης των επιστημών και της θετικιστικής αντίληψης ότι ο κόσμος μπορεί να ερμηνευθεί, πλήρως μέσω αυτών.
  • ∆εύτερο, ενώ η διδασκαλία της Αστρονομίας δεν απουσίαζε από τις Ελληνικές σχολές, ήταν αποσπασματική και κυρίως παρουσίαζε μεγάλες διαφορές στις διάφορες σχολές, τόσο ως προς τη θεματολογία όσο και ως προς το επίπεδο.
  • Τρίτο, σε αντίθεση με άλλες επιστήμες όπως τα Μαθηματικά και την Ιατρική, δεν υπήρχαν Έλληνες αστρονόμοι με την σύγχρονη για την εποχή σημασία της λέξης. Έτσι, απουσίαζαν οι πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα ερευνητικό πυρήνα σε αυτό τον τομέα.

Αποτέλεσμα αυτής της ερασιτεχνικής – εκλαϊκευτικής αντιμετώπισης της Αστρονομίας, που είχε ιδεολογικοπολιτικούς σκοπούς, είναι το γεγονός ότι παρόλη την διδασκαλία του μαθήματος στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από την εποχή της ίδρυσής του και την ίδρυση του Αστεροσκοπείου Αθηνών όπου εργάστηκαν ικανοί Έλληνες και ξένοι αστρονόμοι, η Αστρονομία σαν αυτοτελής ερευνητικός κλάδος ουσιαστικά αναπτύσσεται το δεύτερο μισό τον 20ου αιώνα.

Οι ατομικές συμβολές κατά την περίοδο του νεοελληνικού διαφωτισμού

Χρύσανθος Νοταράς

Ο Χρύσανθος Νοταράς (1655/1660-1731) _wikipedia
Ο Χρύσανθος Νοταράς (1655/1660-1731) _wikipedia

Ο Χρύσανθος Νοταράς ήταν ο πρώτος από τους λογίους μεγάλης εμβέλειας που ασχολήθηκε με την Αστρονομία. Μετά τις επί τετραετία σπουδές του στην Ιταλία (Πατάβιο), μετέβη στο Παρίσι, όπου ασχολήθηκε και με την Αστρονομία. Είχε μάλιστα τη δυνατότητα να παραμείνει για μια εβδομάδα στο Αστεροσκοπείο των Παρισίων κοντά στον μεγάλο αστρονόμο Giov. Cassini. Η παραμονή του στο αστεροσκοπείο ήταν σύντομη, αλλά πολύ σημαντική αφού είχε τη δυνατότητα να έλθει σε επαφή με τις παρατηρησιακές τεχνικές και τις νέες ανακαλύψεις της Αστρονομίας. Χαρακτηριστικά έγραψε:

«Απελεύσαμεν παρ’ αυτού (δηλ του Cassini), φιλανθρωπίαν ού τήν τυχοϋσαν, όστις καί φιλοποιησάμενος, καί φιλοξενήσας ημας δι ‘όλης εβδομάδος εν τω καταλύματι αυτού (ην δέ εν αυτώ τω βασιλικώ Αστεροσκοπείω), παρετηρήσαμεν μετ’ αυτού διά των μεγίστων τηλεσκοπίων τήν τε Σελήνην, τον ∆ία καί τούς περί αύτόν λεγόμενους δορυφόρους, Αστέρας, τόν Γαλαξίαν καί άλλα τινά»

Είναι υπερβολή η θέση του αείμνηστου καθηγητού της Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ∆ημ. Κωτσάκη, κατά την οποία ο Χρύσανθος σπούδασε συστηματικά Αστρονομία στο Παρίσι. Η παραμονή του στο αστεροσκοπείο ήταν πολύ σύντομη για να εκλαμβάνεται ως συστηματική μελέτη της Αστρονομίας. Παρ’ όλα ταύτα φαίνεται ότι ήταν αρκετή ώστε ο Χρύσανθος να αναπτύξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Αστρονομία και ιδιαίτερα για τα σύγχρονα του αστρονομικά όργανα.

Στην μετέπειτα δράση του, αναφέρεται ότι προμηθεύτηκε αρκετά αστρονομικά όργανα και τηλεσκόπια από διάφορες Ευρωπαϊκές πόλεις. Φαίνεται μάλιστα ότι κατασκεύασε μερικά μόνος του. ∆ιάφορα όργανα βρέθηκαν στο μετόχι του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη. Το 1892, ο καθηγητής των Μαθηματικών Γ.Α. Αρβανιτάκης, ανακάλυψε στο ελαιοτριβείο της μονής όπου στεγαζόταν η θεολογική Σχολή του Σταυρού στα Ιεροσόλυμα ένα διπλό αστρολάβιο που έφερε την επιγραφή:

«Τούτο τό όργανον κατεσκευάσθη υπό του μοναχού Χρυσάνθου υπό τήν οδηγίαν του Cassini διά τους αδελφούς του της Ιερουσαλήμ, ίνα λατρεύωσι τόν Θεόν εν τοίς έργοις αυτού».

Το ενδιαφέρον του για τη χρήση αστρονομικών οργάνων στην διδασκαλία της Αστρονομίας δείχνει ότι αντιμετώπιζε την επιστήμη αυτή όχι σαν απλή φιλοσοφική προσέγγιση στο σύστημα του κόσμου αλλά σαν ολοκληρωμένη επιστημονική μέθοδο για την προσέγγιση και κατανόηση της φύσεως. Προφανώς, την άποψη αυτή προσεπάθησε να μεταλαμπαδεύσει και στους μαθητές του, ασκώντας τους στην αστρονομική παρατήρηση. Απόδειξη αυτού μας δίνει η επιστολή του Νικ. Μαυροκορδάτου (26-2-1703), με την οποία ευχαριστεί τον Χρύσανθο για το τηλεσκόπιο που του έστειλε.

Τα έργα του Χρύσανθου που αναφέρονται στην Αστρονομία, είναι δύο. Το 1700, δημοσίευσε τον πρώτο Ελληνικό χάρτη με τίτλο Γεωγραφικός χάρτης της παλαιάς καί της νέας απάσης εγνωσμένης μαζί με άλλους πίνακες Αστρονομικούς καί Γεωγραφικούς και το 1716 το κύριο έργο του με τίτλο Εισαγωγή εις τά Γεωγραφικά καί Σφαιρικά. Στο δεύτερο εκθέτει και τις απόψεις του για το σύστημα του Κόσμου. Το βιβλίο αυτό, απετέλεσε τη βάση για άλλα μεταγενέστερα βιβλία όπως η Οδός Μαθηματικής (Ενετία 1749) του Μπαλάνου Βασιλόπουλου και το Περί Σφαιρών Χρήσεως του Κωνσταντίνου Γορδάτου. Στα βιβλία αυτά, υπάρχουν αυτούσια κομμάτια του βιβλίου του Χρύσανθου και φαίνεται ότι η αντιγραφή ήταν καθιερωμένη πρακτική εκείνη την περίοδο. Γεγονός πάντως είναι ότι το βιβλίο του Χρύσανθου απετέλεσε βιβλίο αναφοράς για ολόκληρο τον 18ο αιώνα.

Στην Εισαγωγή εις τά Γεωγραφικά καί Σφαιρικά, ο Χρύσανθος εκθέτει και τις απόψεις του για το σύστημα του κόσμου. Στις σελίδες 71-77 αναφέρει τις δοξασίες των Αρχαίων Ελλήνων σχετικά με τη σφαιρικότητα της Γης και αναπτύσσει με σαφήνεια τους λόγους οι οποίοι μας πείθουν ότι πράγματι το σχήμα της είναι σφαιρικό. Παράλληλα όμως, προσπαθεί με διάφορα επιχειρήματα να αποδείξει ότι η Γη βρίσκεται στο κέντρο του κόσμου και φυσικά είναι ακίνητη.

Παραμένει λοιπόν προσηλωμένος στην Αριστοτελική θεώρηση και στο Πτολεμαϊκό σύστημα, βασιζόμενος σε επιχειρήματα που προέκυπταν από την κοινή αίσθηση που έδιναν τα ουράνια φαινόμενα. Χαρακτηριστικά έγραψε:

«Εις τά αισθητά καί τά φαινόμενα πράγματα,… τό νά αφήση τινάς τήν αισθησιν καί νά γυρεύει λόγους εΐναι τό ίδιον Ανθρώπων τρελλών ή τυφλών καί όλως εκείνων όπου δέν έχουσιν αίσθησιν. Επειδή λοιπόν καί ημείς βλέπομεν, πώς η μέν Γη ίσταται, ο δέ Ήλιος καί οι αστέρες κινούνται, τίς η κατεπείγουσα ανάγκη νά αρνηθώμεν τήν Αίσθησιν καί νά ζητούμεν λόγους…»

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο Χρύσανθος στην πολεμική του στο Κοπερνίκειο σύστημα δεν επιστρατεύει θεολογικές αντιρρήσεις και επιχειρηματολογία, αλλά την ουσιωδέστερη αντίρρηση που υιοθετούσαν οι επιστήμονες κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα.

∆εν παραλείπει όμως να εκθέσει αντικειμενικά και επί μακρόν και άλλες απόψεις αρχαίων και νεοτέρων, ως προς το ποιό σύστημα είναι καταλληλότερο για την εξήγηση των κινήσεων των πλανητών. Αναφέρει ότι οι Πυθαγόρειοι εισηγήθηκαν την κίνηση της Γης και κάνει ιδιαίτερη μνεία στον Αρίσταρχο τον Σάμιο ο οποίος «…εκατηγορήθη ασεβείας εις τόν Αρειον Πάγον παρά τινός αντιλέγοντος, αλλ’ όμως απελύθη του εγκλήματος, επειδή καί μέ ολας τάς ψήφους των Κριτών ενικήθη ο αντικείμενος του». Ακολούθως αναφέρει ότι το πεπλανημένο τούτο σύστημα ξεχάστηκε «έως οπου κατά τό ΑΦΙΕ´(1515) από Χριστού, Νικόλαος Κοπέρνικος τοσούτον εφάνη ζηλωτής ταύτης της γνώμης, ώστε οχι μόνον τήν έβγαλεν από τό σκότος εις τό φως, αλλά καί μέ δεινάς αποδείξεις τήν εστερέωσε καί διά τούτο περιβόητος επ’ Αστρονομία γενόμενος καί άλλους ετράβηξεν εις τήν Γνώμην του…».

Τέλος παρατηρεί, ότι «οι οπαδοί του συστήματος αυτού δέν πρέπει νά λέγονται Κοπερνικαίοι,… αλλά νά λάβουν τό όνομα από τούς πρώτους εφευρέτας του Πυθαγορείους». Η στάση αυτή, η προσδίδουσα την τιμή όλων των μεγάλων ανακαλύψεων στους αρχαίους Έλληνες, απαντάται και σε άλλους λογίους, ιδιαίτερα στον Ευγένιο Βούλγαρι, και φαίνεται ότι αποτελούσε μέρος της τακτικής που ακολουθούσαν οι λόγιοι που ήσαν προσκολλημένοι στην παράδοση, με σκοπό την προβολή της Ελληνικής συμβολής έτσι ώστε να αναπτυχθεί στους σπουδαστές έντονη εθνική συνείδηση.

Νικηφόρος Θεοτόκης

Νικηφόρος Θεοτόκης (1731 - 1800)
Νικηφόρος Θεοτόκης (1731 – 1800) _wikipedia

Ο Νικηφόρος Θεοτόκης υπήρξε μια από τις πιο έξοχες μορφές του 18ου αιώνα. Μετά τη βασική του εκπαίδευση στην Κέρκυρα, σπούδασε για τρία χρόνια στην Μπολώνια, στην Πάδοβα και αργότερα στη Λειψία. Κυρίαρχο ρόλο στις σπουδές του απετέλεσαν οι θετικές επιστήμες και τα Μαθηματικά.

Σύμφωνα με τον μητροπολίτη Μολδαβίας Βενιαμίν Κωστάκη ήταν «σοφώτατος εις τά της παλαιάς καί νεωτέρας φιλοσοφίας… καί μαθηματικός άριστος» (Λόγιος Ερμής 1811). Η σταδιοδρομία του είναι παράλληλη με αυτή του Βούλγαρι, μιας και τον αντικαθιστούσε στα αξιώματα που κατείχε, όπως στην Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινούπολης και στην μητρόπολη Σλαβνίου και Χερσώνος.

Ο Θεοτόκης υπήρξε πολυγραφότατος. Πέραν των θεολογικών του έργων, έγραψε το τρίτομο έργο με τίτλο Στοιχεία Μαθηματικών και το δίτομο Στοιχεία Φυσικής (1766-67) το οποίο απετέλεσε κύριο διδακτικό εγχειρίδιο για αρκετές δεκαετίες. Τα έργα του Θεοτόκη έχουν τον χαρακτήρα μαθημάτων και διαλέξεων. Η Φυσική του, περιλαμβάνει πολυάριθμα σχήματα χρήσιμα για την περιγραφή των πειραματικών μεθόδων. Τα έργα του είναι γραμμένα σε απλή γλώσσα για να είναι απολύτως κατανοητά, γιατί όπως τονίζει στον πρόλογο της Φυσικής του, «τό σαφές καί εύληπτον καί ουδέν έτερον σκοπούμενος».

Με την Αστρονομία, ο Θεοτόκης ασχολείται λίγο στον Β’ τόμο της Φυσικής του, ο οποίος είναι κυρίως αφιερωμένος στην Oπτική. Το ΙΕ’ κεφάλαιο “Περί ∆ιοπτηρίων, Μικροσκοπίων, Τηλεσκοπίων, καίτινων διοπτρικών οργάνων” ασχολείται με διάφορα οπτικά όργανα και με τα τηλεσκόπια. Το κύριο όμως έργο του που αφορά την Αστρονομία είναι τα Στοιχεία Γεωγραφίας που εκδόθηκαν συμπληρωμένα και βελτιωμένα το 1804 από τον Α. Γαζή. Ο Θεοτόκης όμως τα είχε συντάξει το 1774 όταν ήταν καθηγητής στο Ιάσιο προς χρήση των μαθητών του. Στο έργο αυτό περιλαμβάνονται στοιχεία σχετικά με τον Ήλιο, τη Σελήνη, τους πλανήτες, τους απλανείς αστέρες, τους αστερισμούς και τα ζώδια, τα περί των συστημάτων του κόσμου καθώς και διάφορα σχετικά με τον προσδιορισμό των γεωγραφικών συντεταγμένων. Στο τέλος παραθέτει και 9 προβλήματα Αστρονομίας θέσεως, με πρακτικό καθημερινό χαρακτήρα όπως: «Έυρείν τήν ώραν, καθ’ ην ο Ήλιος τη δοθείση ημέρα εν τω δοθέντι ανατέλλει τόπω. Ωσαύτως καί τήν ωραν καθ ην δύει», «Τήν διαφοράν προσευρείν της Μεσημβρινής ώρας δύο οποιονούν δοθέντων τόπων» κτλ για τα οποία δίνει και τις λύσεις τους.

Εσώφυλλον, από το βιβλίο Στοιχεία Φυσικής του Ν. Θεοτόκη (1731/1736-1805)_ wikipedia
Εσώφυλλον, από το βιβλίο Στοιχεία Φυσικής του Ν. Θεοτόκη (1731/1736-1805)_ wikipedia

Ο ίδιος αναφέρει στον τόμο ΙΙ των Στοιχείων Φυσικής σελ 244, ότι είχε συγγράψει έργο Αστρονομίας και Μετεωρολογίας το οποίο ήλπιζε να εκδώσει αργότερα. Αν και τα ανέκδοτα αυτά έργα προφανώς εχρησιμοποιούντο στη διδασκαλία του, δυστυχώς δεν εκδόθηκαν ποτέ και δεν διασώθηκαν. Έτσι αντλούμε για τις απόψεις και την διδασκαλία του, από τα προαναφερθέντα δημοσιευμένα έργα του και ιδιαίτερα από τα Στοιχεία Γεωγραφίας.

Ο Θεοτόκης δέχθηκε το Ηλιοκεντρικό Κοπερνίκειο σύστημα, αλλά δίδασκε και τα δύο άλλα. Το Κοπερνίκειο το αποδίδει στους αρχαίους Έλληνες γράφοντας: «Οί Πυθαγόριοι τούδε του δόγματος πατέρες, εν οϊς επίσημος ο εκ Κροτόνης Φιλόλαος καί Αρίσταρχος ο Σάμιος, ο καί ως ασεβείς εν τω Αρείω Πάγω κατηγορηθείς καί τήν κατηγορίαν αποσεισάμενος, πάντων των Αρεοπαγητών κατά του κατηγόρου αΰτοϋ ψηφισάντων. Μετά δέ τούτους κατά τό 1515 άπό Χριστού έτους Νικόλαος Κοπέρνικος ο εκ Θέρνης η Τόρυ της Προυσίας τήν αρχαίαν ταύτην περί της κινήσεως της Γης ανακαινίσας αίρεσιν» (σελ 430). Η όλη στάση του ήταν ένθερμη προς την νέα επιστήμη την οποία υποστήριξε και δίδαξε, οδηγώντας τον Μιχ. Στεφανίδη να γράψει: «…Ο Θεοτόκης είναι ο υποστηρικτής της νέας επιστημονικής παιδεύσεως, ο αναγράψας εις το εκπαιδευτικόν πρόγραμμα των Ελληνικών Σχολείων ως πρωτεύοντα τα Φυσικά» (Μ. Στεφανίδου Ιστορία των Φυσικών Επιστημών, Αθήνα 1938 σελ5). Ο Θεοτόκης, σε αντίθεση με τον Βούλγαρη, δεν υπέκυψε σε σκοπιμότητες και τόλμησε να διδάξει την νέα επιστήμη, διαμορφώνοντας γενιές διδασκάλων και λογίων οι οποίοι έμελλε να διαδραματίσουν ουσιαστικό παιδευτικό ρόλο στην Βαλκανική.

Κοσμάς Μπαλάνος

 

Εξώφυλλο του έργου "Έκθεσις Συνοπτική Aριθμητικής, Άλγεβρας και Χρονολογίας", 1798, που εικονίζει τον συγγραφέα του έργου, λόγιο Κοσμά Μπαλάνο (1731 - 1807/8) _wikipedia
Εξώφυλλο του έργου «Έκθεσις Συνοπτική Aριθμητικής, Άλγεβρας και Χρονολογίας», 1798, που εικονίζει τον συγγραφέα του έργου, λόγιο Κοσμά Μπαλάνο (1731 – 1807/8) _wikipedia

Ο Κοσμάς Μπαλάνος ασχολήθηκε λίγο με την Αστρονομία, αλλά αφιέρωσε ένα εντυπωσιακό κομμάτι του έργου του στο περίφημο ημερολογιακό πρόβλημα. Επειδή αφ’ ενός μεν το πρόβλημα αυτό είναι κυρίως αστρονομικό, και αφ’ ετέρου η προσέγγιση του Μπαλάνου -ο οποίος κατατάσσεται στους συντηρητικούς λόγιους- παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί καταδεικνύει την δυσκολία να κατατάξουμε τους λόγιους της εποχής σε συντηρητικούς και προοδευτικούς παρά μόνο σε οπαδούς και εχθρούς των νέων επιστημονικών ιδεών.

Παρ’ όλες τις αντιδράσεις και τα σφάλματα του, το Γρηγοριανό ημερολόγιο επεκράτησε σε όλο τον δυτικό κόσμο και το 1923 στην χώρα μας. Την εποχή της Γρηγοριανής μεταρρυθμίσεως η Ελλάδα ήταν υπό τον ζυγό των Τούρκων. Οι υπάρχουσες βασικές διαφορές μεταξύ της Καθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας, οδήγησαν στην άμεση απόρριψη της Γρηγοριανής μεταρρυθμίσεως από τους Ορθοδόξους. Ήταν όμως φυσικό μια τόσο σημαντική αλλαγή να μην αφήσει αδιάφορους μερικούς από τους πνευματικούς ηγέτες του υπόδουλου Ελληνικού γένους.

Ο Μπαλάνος γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1731. Μαθήτευσε κοντά στον πατέρα του Μπαλάνο Βασιλόπουλο. Μετά τον θάνατο του Μπαλάνου Βασιλόπουλου, ανέλαβε την διεύθυνση της Μπαλαναίας σχολής (1760), όπου διακρίθηκε σαν παιδαγωγός. Κατείχε το οφίκκιο του Μεγάλου Οικονόμου στα Γιάννενα. Πέθανε το 1808. Το 1798 εξέδωσε στην Βιέννη περισπούδαστο έργο με τίτλο Εκθεσις συνοπτική Αριθμητικής, Αλγέβρας και Χρονολογίας, όπου στο τρίτο βιβλίο αναφέρεται στο ημερολογιακό πρόβλημα.

Το βιβλίο έχει γραφεί αναλυτικά και με σαφήνεια, παρ’ όλο το ιδιαίτερο γλωσσικό ύφος του συγγραφέα. Αναλύονται με λεπτομέρεια τα προβλήματα του Ιουλιανού ημερολογίου και περιγράφεται αναλυτικά το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Υπάρχουν κεφάλαια για τις επακτές με τους σχετικούς πίνακες. Ο συγγραφέας δίνει παραδείγματα και κρίσεις σε κεφάλαια με τον τίτλο Προβλήματα. Επίσης αναφέρεται στην ημερομηνία του εορτασμού του Πάσχα σε ιδιαίτερο κεφάλαιο.

Ο Κοσμάς Μπαλάνος κατατάσσεται από τους ιστορικούς, στους συντηρητικούς της εποχής του. Η οικογενειακή καταγωγή του, η εργασία του στην Μπαλαναία σχολή, η έλλειψη σπουδών στο εξωτερικό και η γλώσσα την οποία χρησιμοποιεί στα γραπτά του, συνηγορούν στην αντίληψη αυτή. Από την μελέτη του βιβλίου προκύπτει ότι ο συγγραφέας είναι καλά καταρτισμένος στο θέμα στο οποίο αναφέρεται. Η περιγραφή του νέου ημερολογίου, οι πίνακες και τα σχετικά παραδείγματα – προβλήματα, είναι σαφώς και αναλυτικά διατυπωμένα και αναδεικνύουν το βιβλίο αυτό σε υψηλού επιπέδου επιστημονική πραγματεία.

Πρέπει όμως εδώ να παρατηρήσουμε ότι απουσιάζουν σχεδόν ολοκληρωτικά τα αστρονομικά φαινόμενα και στοιχεία τα οποία συνδέονται άμεσα με τα ημερολόγια. Αφηρημένα και γενικά, αναφέρεται ο συγγραφέας σε αστρονομικούς όρους, χωρίς όμως να τους ορίζει ή να τους επεξηγεί. Πιθανόν οι απαραίτητες αστρονομικές γνώσεις να θεωρήθηκαν από τον Μπαλάνο ως δεδομένες. Την εποχή όμως που γράφτηκε το βιβλίο αυτό, υπήρχαν ελάχιστα σχετικά βιβλία στην Ελληνική γλώσσα. Έχοντες δε υπ’ όψιν ότι σύγχρονοί του και μεταγενέστεροι διδάσκαλοι του Γένους (Νοταράς, Βούλγαρις), παρ’ όλη την βαθιά αστρονομική παιδεία που είχαν, αμφισβητούν το Ηλιοκεντρικό σύστημα και την αστρονομική γνώση της εποχής τους, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Μπαλάνος απέφυγε να θίξει την αστρονομική θεμελίωση των ημερολογίων, για να μην εμπλακεί σε διάλογο γι’ αυτό το τόσο αμφισβητούμενο θέμα στην υπόδουλη Ελλάδα.

Γράφει λοιπόν βιβλίο υψηλού επιστημονικού επιπέδου αλλά όχι πλήρες, μιας και αναφέρεται μόνο σε αυτό καθεαυτό το ημερολογιακό ζήτημα, χωρίς να επεκτείνεται στα αστρονομικά αίτια των σφαλμάτων των ημερολογίων. Γνωρίζει καλά την ανάγκη της μεταρρύθμισης του Ιουλιανού ημερολογίου. Γράφει σχετικά, στή σελίδα 302, ότι οι δυτικοί προέβησαν στην αναμόρφωση του ημερολογίου, «…επεί δέ τω χρόνω εφωράθησαν μή συνάδοντα ταις ουρανίαις κινήσεσιν τά τε κατά τάς Ισημερίας καί ηλιακάς τροπάς, καί τά κατά τούς σελήνης κύκλους υποτιθέμενα, …» σελ 302 και παρακάτω στη σελίδα 336 αποδίδει και το αίτιο των σφαλμάτων «..αίτιον δέ η περί τε τήν ηλιακήν καί σεληνιακήν φοράν αοριστία…».

Καλός γνώστης της ιστορίας ο Μπαλάνος αναφέρει την εργασία του Νικηφόρου Γρηγορά, στο ημερολογιακό πρόβλημα. Επίσης είναι εντυπωσιακή η αναφορά του στον Ματθαίο Βλας (Βλαστάρη). Το σχετικό κείμενο στην σελίδα 340 έχει ως εξής: «Οτι ο της Ισημερίας αναποδισμός τοις τε πάλαι, καί νυν ανατολικοίς ουκ ηγνόηται, έξεστιν ιδείν παρά Ματθαίω τω Βλας. εν τω περί του Πάσχα φιλοπονήματι, καν τω Γρηγορά καί άλλοις, εξ ων καί οι δυτικοί αφορμάς ειληφότες φαίνονται..». Στο κείμενο αυτό είναι σαφέστατη η τάση του Μπαλάνου να δείξει στούς συγχρόνους του Έλληνες, ότι οι επισημάνσεις των δυτικών προ πολλού είχαν ειπωθεί από ομοεθνείς τους. Και μάλιστα όχι μόνον αυτό. Οι δυτικοί παρουσιάζονται να λαμβάνουν τις βάσεις της γνώσης τους από τους Έλληνες. Ο Μπαλάνος στο κείμενο αυτό αφ’ ενός μεν αποκαθιστά την ιστορική αλήθεια, αφ’ ετέρου δε προσπαθεί να διαφωτίσει τον αναγνώστη του για τις ικανότητες και το πνεύμα των προγόνων του, σε μια προσπάθεια να συντελέσει στην πραγματοποίηση της αυτοσυνειδησίας και της ιστορικής συνέχειας του σκλαβωμένου Γένους.

Το επιχείρημα μερικών ανατολικών ότι η Ισημερία είναι αμετάπτωτη γιατί έτσι έγινε αποδεκτό από την σύνοδο της Νίκαιας, έντεχνα αποκρούει, διαχωρίζοντας τα πεδία της Εκκλησίας από εκείνα της επιστήμης. Στην σελίδα 341 γράφει: «όσοι δέ τούτων αμαθώς διϊσχυρίζονται, οτι αμετάπτωτος η Ισημερία από της κα’ Μαρτίου, καί ο επί ταύτης στηριγμός δόγμα συνοδικόν, καί πατρικόν απαράβατον παραιτητέοι, ως ουδέν υγιές λέγοντες ου γάρ αστρονομικών ένεκεν ζητημάτων οι θεσπέσιοι εκείνοι πατέρες εν Νικαία συνήχθησαν…» .

Οι πατέρες λοιπόν της Εκκλησίας, στην σύνοδο της Νικαίας δεν ενδιαφέροντο για την ακριβή επιστημονική γνώση. Απλώς χρησιμοποιούν την εκάστοτε επιστημονική γνώση και σε περίπτωση κάποιας μεταβολής των επιστημονικών δεδομένων, δεν προκύπτει κανένα θεολογικό πρόβλημα. Ο Μπαλάνος με εξαιρετική διαύγεια αποδίδει τα του καίσαρος τω καίσαρι και δεν υποπίπτει στο σφάλμα, να εμπλέξει την Θρησκεία με την επιστήμη. Σφάλμα στο οποίο υπέπεσαν οι δυτικοί με τις γνωστές σε όλους μας συνέπειες.

Αναφερόμενος, ο Μπαλάνος, στην προκύψασα διάσταση, λόγω του ημερολογίου, μεταξύ των ανατολικών και των δυτικών, διαχωρίζει τελείως την θέση του. Χαρακτηριστικά γράφει στην σελίδα 335: «...αλλ’ ημείς τούτους εάσαντες χαίρειν…». Και συνεχίζει προσανατολίζοντας την αναζήτηση του στην ουσία του θέματος: «πρός τούς πυνθανομένους πότερον η κατ’ εκείνους επιδιόρθωσις έχεται ακριβείας, η δείται καί αυτή ετέρας επανορθώσεως, τόν λόγον τρέψομεν…». Κατόπιν παραδέχεται ότι το Γρηγοριανό ημερολόγιο είναι τελειότερο από αστρονομικής απόψεως, αλλά επισημαίνει ότι και αυτό έχει πολλές ατέλειες. «…καί των της σελήνης κύκλων αστρονομούμενα προσεγγίζει τη αληθεία, καί μαλλον συνωδά, η τά των αρχαιοτέρων τοις φαινομένοις ευρίσκεται, ου μέντοι γε παντάπασιν έχεται ακριβείας, ουδέ εκτός απάτης τό σύνολον η επιδιόρθωσις αύτη καθέστηκεν…» και επικαλείται προς επιβεβαίωση την γνώμη αστρονόμων, «…καί τοις μεταγενεστέροις των αστρονόμων τήν περί τούτων αναθέντες ακριβεστέραν έρευναν, ομολογούσι μή εϊναι ακριβή τήν επανόρθωσιν...», χωρίς όμως να αναφέρει ονόματα και σχετικές μελέτες. Κατά τον Μπαλάνο το πρόβλημα έχει ως εξής: Είναι αναγκαία η μεταρρύθμιση και δεν υφίσταται οποιοδήποτε θεολογικό πρόβλημα, αλλά το προτεινόμενο από τους δυτικούς ημερολογιακό σύστημα είναι και αυτό ατελές.

Από όλα όσα αναφέραμε παραπάνω, φαίνεται η οξεία κριτική ικανότητα και η επιστημονική ευσυνειδησία του Κοσμά Μπαλάνου. ∆εν παρασύρεται από τους ισχυρούς δεσμούς του με την Ορθόδοξη Εκκλησία και δεν καταδικάζει σαφώς την Γρηγοριανή μεταρρύθμιση. Από την άλλη μεριά το ανήσυχο και θετικό πνεύμα του δεν ικανοποιείται από τα ημίμετρα των δυτικών. Αναζητά την αλήθεια και την πλήρη λύση του προβλήματος. Ενεργεί σαν πρότυπο θετικού επιστήμονα και δεν διστάζει στο μέσον μιας τέτοιας διαμάχης να γίνει κήρυκας του ορθού λόγου και της επιστημονικής μεθόδου.

Μπαλάνος Βασιλόπουλος – Κωνσταντίνος Γορδάτος

Μπαλάνος Βασιλόπουλος (1694 - 1760) _wikipedia
Μπαλάνος Βασιλόπουλος (1694 – 1760) _wikipedia
Peri Sfairon Hriseos
Εγχειρίδιον περί της των σφαιρών χρήσεως / συντεθέν παρά του ελλογιμοτάτου και επιστημονικωτάτου κυρίου κυρίου Κωνσταντίνου Γορδάτου Χίου. Έτι δε και Πρόκλου περί σφαίρας._πηγή medusa.libver.gr

Ο Κωνσταντίνος Γορδάτος, γεννήθηκε στην Χίο. Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη και δίδαξε στην Χίο, σε στενό κύκλο μαθητών. Συνέγραψε διάφορα θεολογικά έργα με κυριώτερο την Σύνοψιν της Ιεράς Θεολογίας, το οποίο παρέμεινε ανέκδοτο. Επίσης συνέγραψε έργο με τίτλο Εγχειρίδιον περί της των Σφαιρών Χρήσεως, το οποίο εκδόθηκε στην Βενετία το 1730 από Νικόλαο Γλυκύ τον εξ Ιωαννίνων. Στον τρίτο τόμο της Οδού Μαθηματικής του Μπαλάνου Βασιλόπουλου, πρώτη έκδοση 1749 από τον Αντώνιο Βόρτολι στην Βενετία, περιλαμβάνεται αυτούσιο το έργο του Γορδάτου με την σχετική αναφορά στην πατρότητα του.

Το Εγχειρίδιον Περί της των Σφαιρών Χρήσεως αποτελείται από δύο μέρη. Τό πρώτο μέρος αποτελείται από το έργο του Πρόκλου Περί Σφαίρας, στο οποίο περιλαμβάνονται θέματα σχετικά με τον άξονα του κόσμου και της Γης, των κύκλων της Γήινης σφαίρας (Αρκτικός κύκλος, Τροπικός, ισημερινός κτλ), τον ζωδιακό κύκλο, τον ορίζοντα, την μεσημβρινή γραμμή εκάστου τόπου κτλ. Πρόκειται για ένα κλασσικό εγχειρίδιο πρακτικής κοσμογραφίας όπου περιέχονται οι βασικές έννοιες της σφαιρικής Αστρονομίας. Το υπόλοιπο έργο αποτελεί συμπλήρωμα του Πρόκλου και ακολουθεί τον ίδιο τρόπο συγγραφής. Αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο με τίτλο Περί της του ουρανού ∆ιαφόρου οράσεως, περιλαμβάνονται 41 κεφάλαια όπου αναπτύσσονται θέματα όπως:

Περί της διαφόρου των Σφαιρών θέσεως.
Όπως το ύψωμα του Πόλου, ήτοι το πλάτος εκάστου τόπου ευρίσκεται.
Περί της του ύψους του Ηλίου και Αστέρος κατά την τυχούσαν ώραν ευρέσεως.
Όπως ευρίσκεται η Μεσημβρινή (γραμμή).
Όπως η του Ζωδιακού κλίσις ευρίσκεται.
Όπως η του Ηλίου εποχή δια των ακτίνων αυτού ευρίσκεται.
Περί της ορθής Ηλίου και Αστέρων αναβάσεως.

Το δεύτερο μέρος έχει τίτλο Περί της χρήσεως της Γήινης Σφαίρας και αποτελείται από 17 κεφάλαια με θέματα όπως:
Όπως το μήκος, και το πλάτος του δοθέντος τόπου ευρίσκεται.
Την μεταξύ δύο τόπων διάστασιν ευρείν.
Κατά πάντα τον δοθέντα χρόνον, τους τόπους ευρείν εν οις η δοθείσα ώρα εστιν.
∆ιαφόρους τόπους ευρείν καθ’ ούς ο Ηλιος κατά τον αυτόν χρόνον οράται, το αυτό ύψωμα υπερανεστηκώς του Ορίζοντος.

Είναι προφανές ότι το βιβλίο του Γορδάτου είναι ένα καλό συμπλήρωμα εκείνου του Πρόκλου, μιάς και αναφέρεται στα ίδια θέματα. Περιλαμβάνει μόνο θέματα πρακτικής Αστρονομίας, τα οποία όμως έχουν άμεση χρησιμότητα στην καθημερινή ζωή. Είναι μια κατανοητή και απλή εισαγωγή στην σφαιρική-πρακτική Αστρονομία. Ο προσδιορισμός των θέσεων του Ηλίου και των αστέρων, η εύρεση της ώρας, καθώς και ο προσδιορισμός των γεωγραφικών συντεταγμένων, ευρίσκουν καθημερινή χρησιμότητα τόσο στους ναυτιλομένους, ας μην λησμονούμε ότι ο Γορδάτος καταγόταν και έζησε στην Χίο όπου η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν ναυτικοί, όσο και στους υπολοίπους κατοίκους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπου δεν υπήρχε επίσημος φορέας για τέτοιου είδους υπολογισμούς και την σύνταξη των σχετικών αστρονομικών εφημερίδων.

Ο κύριος λοιπόν σκοπός του βιβλίου, παράλληλα βέβαια με τον παιδευτικό, ήταν καθαρά πρακτικός. Πουθενά στο βιβλίο του Γορδάτου δεν γίνονται νύξεις για άλλου είδους Αστρονομία όπως αυτή των πλανητών, των απλανών αστέρων, των κομητών κτλ. καθώς και αναφορές στην φυσική νομοτέλεια που διέπει αυτά τα φαινόμενα.

Σε μιά εποχή όπου η Αστρονομία στην Ευρώπη κάνει σημαντικές προόδους με την ίδρυση αστεροσκοπείων, είναι περίεργο ότι πουθενά δεν αναφέρεται κάτι για τα τηλεσκόπια και άλλα αστρονομικά όργανα, τα οποία κατά πολύ βελτίωσαν την ακρίβεια των παρατηρήσεων και των αστρονομικών εφημερίδων. Αναφέρονται μόνο εκείνα τα όργανα που ήταν γνωστά στους αρχαίους, δηλαδή ο γνώμονας, το τεταρτημόριο και ο αστρολάβος. Χαρακτηριστηκά γράφει ο Γορδάτος στην σελίδα 10 στο κεφάλαιο που αναφέρεται στην εύρεση του ύψους του Ηλίου και των αστέρων: «Ευρίσκεται δέ διά πολλών οργάνων, α τοις αρχαίοις επινενόηται, ων καί τά προκείμενα εστί, τό, τε τεταρτημόριον, καί τό καθόλου καλούμενον Άστρολάβιον». Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι υπάρχουν και άλλες αναφορές στους αρχαίους, όπως η εκτενής αναφορά -στην σελίδα 20- στον Ησίοδο.

Ο Μπαλάνος επίσης, δεν προσθέτει τίποτε σχετικά με τα αστρονομικά όργανα, στο θαυμάσιο τμήμα της Οδού Μαθηματικής που αναφέρεται στην οπτική, ενώ αφιερώνει 147 σελίδες στους αστρολάβους. Και όλα αυτά εκατόν σαράντα χρόνια μετά την χρησιμοποίηση του τηλεσκοπίου για αστρονομικούς σκοπούς από τον Γαλιλαίο.

Το βιβλίο είναι τελείως περιγραφικό και δεν περιλαμβάνει καθόλου μαθηματικά. Η αρίθμηση σε ολόκληρο το βιβλίο γίνεται με ελληνικούς χαρακτήρες. Οι διάφοροι υπολογισμοί περιγράφονται με εμπειρικό τρόπο χρησιμοποιώντας υδρόγειο και ουράνιο σφαίρα. Αποφεύγει συστηματικά κάθε προέκταση σε μαθηματικές αποδείξεις και υπολογισμούς. Γράφει χαρακτηριστικά ο Γορδάτος στην σελίδα 55 όπου αναφέρεται στα Ηλιακά Ωρολόγια: «ημίν δε η μέν καθόλου περί ωρολογίων διδασκαλία, εν άλλοις αποταμιευέσθω, τόν γεωμετρικόν ερμηνεύσουσι επιστημονικώτερον τρόπον…».
Στην σελίδα 41, στο κεφάλαιο με τίτλο Τάς ιταλικάς ώρας επί της Σφαίρας διά του ηλίου ευρείν αναφέρει ως Ιταλικό το ωρολόγιο το οποίο έχει σαν αρχή της ημέρας την δύσι του Ηλίου, σε αντιδιαστολή με το αστρονομικό, το οποίο αρχίζει την μεσημβρία και το Βαβυλωνιακό που αρχίζει με την ανατολή του Ηλίου.

Είναι άξιο απορίας γιατί το ονομάζει Ιταλικό ενώ ήταν σε χρήση και από τους βυζαντινούς. Εκτός εάν λέγοντας Ιταλικό εννοεί Ρωμαϊκό. Η αναφορά του στο Βαβυλωνιακό ωρολόγιο είναι άχρηστη, μιάς και δεν ήταν σε χρήση για εκατοντάδες χρόνια. Αφιερώνει μάλιστα σε αυτό και ολόκληρο κεφάλαιο-παράγραφο με τίτλο Οπως αι βαβυλωνιακαί ώραι τούς ειρημένους τρόπους ευρίσκονται.

Ο Γορδάτος είναι οπαδός του Γεωκεντρικού συστήματος. Θεωρεί όμως ως κέντρο του κόσμου την Γη υπό την μορφή υποθέσεως, κάτι το οποίο συνηθιζόταν εκείνη την εποχή όταν αναφέρονταν σε κοσμολογικά θέματα. ∆ίνει μάλιστα και τις διαστάσεις της ουρανίου σφαίρας. Το σχετικό κείμενο αποτελεί την μοναδική αναφορά του συγγραφέα σε κοσμολογικό θέμα, ευρίσκεται στο κεφάλαιο με τίτλο: Τήν Σφαίραν κατά μίμησιν του Παντός στήσαι και έχει ώς εξής: «Τήν Σφαίραν κατά τό του Παντός Σχήμα κείσθαι φαμέν, οπηνίκα έκαστον των μερών της αισθητής Σφαίρας, ακριβώς τοις μέρεσι συνάδει του ουρανίου σώματος, ο άξων δηλονότι τω άξονι, οι πόλοι τοις πόλοις, έκαστος των κύκλων ενί εκάστω των εκείνου, καί τό όλον τω όλω. Υποτίθεται γάρ τό κέντρον της σφαίρας, εν τω κέντρω της Γης, ήτοι του παντός είναι. Ο γάρ όλος όγκος της Γης μέγα τι καθ’ ημάς ον, ουδένα λόγον έχει τη της απλανούς πρός αυτήν διαστάσει παραβαλλόμενος, αλλ’ αντί αμερούς τοις ταύτα εξακριβούσι, καί σημείου δίκην υποτίθεται. Τήν γάρ διάστασιν αυτήν, δισμυρίων, καί εξακοσίων καί δυοκαίδεκα ημιδιαμέτρων της Γης εΐναι φασίν, ως είναι τήν διαφοράν του νοητού, καί αισθητού ορίζοντος εντεύθεν λογιζομένην».

Από όσα αναφέραμε παραπάνω, μπορούμε να υποθέσουμε τους λόγους που οδήγησαν τον Μπαλάνο να συμπεριλάβει αυτούσιο το έργο του Γορδάτου στην Οδό Μαθηματικής. Πέραν του ότι είναι ένα καλό και χρήσιμο βιβλίο, οι δύο συγγραφείς έχουν έντονη πνευματική συγγένεια. Ενσαρκώνουν τα χαρακτηριστικά μεγάλης μερίδας των λογίων της εποχής τους. Είναι πολυμαθείς, φανατικοί λάτρεις του Ελληνικού πνεύματος και ιδιαίτερα του αρχαίου, είναι αντιδυτικοί μέχρι σημείου να υποτιμούν, ή ακόμη και να αγνοούν την δυτική επιστήμη και να εργάζονται για μια αναγέννηση του Ελληνικού πνεύματος μέσα από ένα, ας μου επιτραπεί η αυθαιρεσία, Ενδογενή ∆ιαφωτισμό.

Σέργιος Μακραίος

Τρόπαιον εκ της Ελλαδικής πανοπλίας των οπαδών του Κοπερνίκου εν τρισί διαλόγοις / φιλοπονηθέν παρά του διδασκάλου των επιστημών της εν Κωνσταντινουπόλει Πατριαρχικής Σχολής Σεργίου Μακραίου _πηγή medusa.libver.gr
Τρόπαιον εκ της Ελλαδικής πανοπλίας των οπαδών του Κοπερνίκου εν τρισί διαλόγοις / φιλοπονηθέν παρά του διδασκάλου των επιστημών της εν Κωνσταντινουπόλει Πατριαρχικής Σχολής Σεργίου Μακραίου _πηγή medusa.libver.gr

Η ισχυρότερη αντίδραση κατά του Ηλιοκεντρικού συστήματος και της νέας φυσικής, προήλθε μετά από υπόδειξη του Πατριαρχείου από τον Σέργιο Μακραίο, που δίδασκε στην Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Μακραίος δημοσιεύει το 1797 το Τρόπαιον εκ της ελλαδικής πανοπλίας κατά των οπαδών του Κοπερνίκου εν τρισί διαλόγοις (Βιέννη 1797), σε μια εποχή όπου οι αντιδράσεις στην Ευρώπη δεν είχαν κοπάσει ολοσχερώς. Με το βιβλίο αυτό επιχειρεί, όπως ο ίδιος γράφει στον πρόλογο να ανασκευάσει «όσα ο κενόφρων πήγασος εν τω κακομηχάνω αυτού περί κόσμων πληθύος συντάγματι, επί πανδήμω λύμη νοσήσας εξήμεσε». Το βιβλίο αποτελεί μια κακόβουλη επίθεση στο βιβλίο του Φοντενέλ Ομιλίαι περί πληθύος κόσμων το οποίο είχε προκαλέσει έντονες διαμάχες.

Ο Μακραίος χρησιμοποιεί διαλεκτική η οποία καθιστά τα αντικείμενα της συζητήσεως καταληπτά στους αναγνώστες και εκθέτει τις νέες θεωρίες με ακρίβεια, γεγονός που προδίδει ότι ο Μακραίος ήταν καλά ενημερωμένος, προσπαθώντας να τις παρουσιάσει σαν ψευδείς και ανυπόστατες. Για παράδειγμα, ταυτίζει τον υλικό κόσμο με τον χώρο και αρνείται τη δυνατότητα της κίνησης πεπερασμένων σωμάτων σε άπειρο χώρο. Προφανώς, απορρίπτει την υπόθεση της απειρίας των κόσμων και δέχεται το πεπερασμένο του υλικού κόσμου και του χώρου.

∆είχνει να αρνείται να κατανοήσει τις έννοιες της φυγόκεντρου και κεντρομόλου δυνάμεως και ενώ γνωρίζει τον νόμο της παγκόσμιας έλξης δεν μπορεί να ερμηνεύσει με αυτόν τις κυκλικές κινήσεις των πλανητών. Γράφει: «ουδέ γάρ πείσειεν ευ φρονούντας αποδύσασθαι τάς αισθήσεις, ως σφαλλομένας, καί τόν λόγον εάσαντας προσέχειν σαθραίς υποθέσεσι…», και ακολούθως στην ένσταση «ώστε κρείτον εστί λέγειν τήν γήν κινείσθαι η τόν ουρανόν, ταυτόν ειπείν τόν κόσμον όλον», απαντά: «τίς γάρ κίνησις φυσικωτέρα, η η μάλλον εκάστω προσήκουσα; απλουστέρα δέ εν ενί η μία των πολλών, εν δέ τη υποθέσει Κοπερνίκου τρεις κινήσεις άμα τη γη υποτίθενται, καί ταύτα τω γένει έτεραι, καί είδει υπεναντίαι». Η βασική του όμως αντίρρηση είναι στο γεγονός ότι με τον νόμο της παγκόσμιας έλξης δεν ήταν δυνατόν να ερμηνευτούν οι περιοδικές κινήσεις των σωμάτων, αλλά μόνο η προσέγγιση ή η άπωση μεταξύ τους. «Ει δέ ουκ εξισάσει κινήσει η ετέρα, αλλ’ απ’ ευθείας, η επί τόν ήλιον η από του ηλίου, μέχρις ου εξισάση, ουδέποτε μέν τοι περιάξει καί ουδ’ αν γένοιτο κίνησις περοδική εξ αυτών ως υποτίθεται». Ακολούθως αναπτύσσει άλλα επιχειρήματα βασιζόμενα στην υπόθεση της ύπαρξης του αιθέρα.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και άποψις του σχετικά με την φύση του αιθέρα και του μεσοαστρικού χώρου: Στην άποψη «Αλλ’ εξ ων είρηκας συνομολογείς άπαντα τόν αιθέρα φαεινόν εϊναι… Καί ει οι αστέρες εν τω αιθέρι εισί κατά διάφορα ύψη, πως ουκ αλλοιούσιν αυτόν επιστέλλοντες τάς ενεργείας δι’ αυτού, επί τό υποκείμενον παθητόν σωμα;» απαντά: «Οί αστέρες συμπεφυκότες τω αιθέρι συν αυτώ ενεργούσι καί τούτον ενεργεία όντα διαφανή εν μέρει εποχούμενοι, ουκ αλλοιούσι μεν, τελειούσι δε. Είπερ τό χρώμα, καί ολως τό φως ενέργεια εστι του κεχρωσμένου η φωτιστικούεν τω διαφανεί, τό δέ παθητόν σώμα αλλοιούσι μεν διά τήν κίνησιν, κινούσι δέ διά τήν κίνησιν, κινούσι δέ διά της ενεργείας, φωτιστικά γάρ όντα, τό δυνάμει διαφανές επί τό ενεργεία άγουσι. Τό δέ κινούμενον επί τό ενεργεία γενέσθαι διαφανές, αλλοιούται καί διαθερμαίνεται αυτότε καί τό παρακείμενον αυτώ, καν ύδωρ, κάν γη ή, ώστε η παρουσία του φωτιστικού ποιεί τό φως, καί τήν αλέαν πρώτον εν τω διαφανεί, καί δι’ αυτού εν τοις άλλοις, ει καί τάλλα μάλλον διακρατεί, διά τό πλείονος μετέχειν ύλης, καθ’ ην ελιννύει τό εγγινόμενον πάθος…».

Ευγένιος Βούλγαρις

Ευγένιος Βούλγαρις (1716 - 1806) _wikipedia
Ευγένιος Βούλγαρις (1716 – 1806) _wikipedia

Ο Ευγένιος Βούλγαρις, υπήρξε ένας από τους πιο επιφανείς Έλληνες λόγιους της προεπαναστατικής περιόδου και αξίζει να του αφιερώσουμε λίγες λέξεις παραπάνω. Γεννήθηκε το 1716 στην Κέρκυρα και μετά την αποπεράτωση των εγκυκλίων σπουδών του, κοντά στους Αντώνιο Κατήφορο και Ιερεμία Καββαδία, μετέβη στην Παταβία για να συμπληρώσει τις σπουδές του ιδιαίτερα στη Φιλοσοφία και τη Θεολογία.

Με την επάνοδο του στην Ελλάδα το 1737, προσήλθε στις τάξεις του κλήρου και το 1842 ανέλαβε σχολάρχης της Μαρουτσαίας σχολής στα Ιωάννινα. ∆ιαδοχικά δίδαξε στα Ιωάννινα, στη Κοζάνη, στην Αθωνιάδα Σχολή και στην Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινούπολης. Σε όλες τις πόλεις όπου δίδαξε, προκάλεσε αντιπάθειες και έριδες, με αποτέλεσμα να μη παραμένει στην ίδια σχολή επί πολύ χρόνο. Οι συνεχείς μετακινήσεις του, δεν πρέπει να ερμηνευθούν σαν διωγμοί του Βούλγαρη λόγω της διδασκαλίας του, γιατί σε ολόκληρη τη ζωή του τύγχανε της υψηλής προστασίας του Πατριαρχείου και ιδιαίτερα του Πατριάρχη Σεραφείμ, καθώς και πολλών προυχόντων, αλλά σαν αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του και του δύστροπου χαρακτήρα του. Χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του είναι το γεγονός ότι πολεμήθηκε τόσο από τους εκφραστές μιας συντηρητικής τάσης, όσο και από τους πιο ριζοσπαστικούς διανοούμενους της εποχής.

Το 1763, πηγαίνει στη Λειψία, όπου επιμελείται της έκδοσης διαφόρων έργων του. Εκεί, συναντά και συνδέεται με τον Θεόδωρο Ορλώφ, ο οποίος τον συνέστησε στην Μεγάλη Αικατερίνη, η οποία τον προσκάλεσε στην Πετρούπολη. Το 1776, χειροτονείται Αρχιεπίσκοπος Σλαβνίου και Χερσώνος, θέση από την οποία ποίμανε επί μία δεκαετία. Το 1787, παραιτήθηκε για να καταταγεί μεταξύ των μελών της Αυτοκρατορικής Ακαδημίας. Το 1802, αποσύρθηκε στη μονή του Αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκη, όπου πέθανε το 1806 σε ηλικία 90 ετών.

Ο Βούλγαρις υπήρξε πολυμαθέστατος και κατείχε έξι γλώσσες εκτός της Ελληνικής. Το συγγραφικό του έργο υπήρξε τεράστιο και πολύ υψηλού επιπέδου. Μεγάλο μέρος του εκδόθηκε λίγο πριν ή μετά τον θάνατο του. ∆ίδαξε και μετέφρασε νεότερους φιλοσόφους όπως ο Locke, o Voltaire και ο Leibnitz, εκφράζοντας τις σύγχρονες ιδέες της εποχής του.

Τις κύριες απόψεις του περί της Φυσικής του Κόσμου, παρουσιάζει στο βιβλίο του με τίτλο Περί του Συστήματος του Παντός, που εκδόθηκε λίγο πριν το θάνατό του (το 1805) στη Βιέννη, με δαπάνη των αδελφών Ζωσιμάδων. Το βιβλίο αυτό, αποτελεί τη βάση της διδασκαλίας του Βούλγαρι στις διάφορες σχολές όπου δίδαξε και είναι παράφραση, που είχε κάνει πριν πολλές δεκαετίες, ενός έργου του Fortunati που χρονολογείται από τις αρχές του 18ου αιώνα. Ο κύριος σκοπός του έργου είναι σαφέστατα παιδευτικός, ταυτόχρονα όμως αποτελεί και ένα είδος φιλοσοφικού μανιφέστου. Ο τρόπος με τον οποίο είναι δομημένο σε 14 κεφάλαια, παρότι ξενίζει σε πρώτη ματιά, εξυπηρετεί αυτό το διπλό σκοπό. Ο Βούλγαρις φαίνεται ότι δεν ήθελε να παραθέσει απλώς μια σειρά από αστρονομικές γνώσεις, αλλά να εκθέσει μια αντίληψη και μια μεθοδολογία για τη μελέτη των φυσικών προβλημάτων που συνδέονται με την κατανόηση των νόμων του τότε γνωστού Σύμπαντος.

Παρά το ότι, όπως φαίνεται από το βιβλίο του, ο Βούλγαρις γνωρίζει και κατανοεί πλήρως τις νέες απόψεις για τη Φυσική των αστρονομικών φαινομένων, όλο το έργο είναι μια προσπάθεια απόρριψης του Ηλιοκεντρικού συστήματος, με την επιστράτευση των ελάχιστων επιχειρημάτων που είχαν απομείνει, όπως αυτό της αδυναμίας παρατήρησης των αστρικών παραλλάξεων. Επίσης, χρησιμοποιεί και θεολογικά επιχειρήματα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις όπως στην ερμηνεία της κίνησης των πλανητών από αγγέλους ή άλλες υπερφυσικές δυνάμεις, απορρίπτει κατηγορηματικά την θεολογική ερμηνεία των φαινομένων γράφοντας χαρακτηριστικά: «Ου δόγμα τούτο πίστεως ημίν πρόκειται, ουδ’ εκπεφασμένον αριδήλως τοις πιστεύουσι προτίθεται, ώστε χρήναι αραρότως αυτό πρεσβεύειν» (παρ ργ’). Τελικά, καταλήγει στην αποδοχή του ενδιαμέσου συστήματος του Tycho Brahe με το επιχείρημα «ει γάρ ουχί τη φύσει αντίκειται ως το Πτολεμαϊκόν, ουδέ τας ιερές Σελίσιν, ως το Κοπερνικαίον..» (παρ υθ’).

Είναι όμως σαφές, ότι αν και το Τυχώνειο Σύστημα είχε αρκετές δυνατότητες ερμηνείας των σχετικών κινήσεων των πλανητών, χωρίς να συνεπάγεται την πλήρη ανατροπή της εικόνας του Κόσμου, το πνεύμα του Βούλγαρη δεν ικανοποιείται από την επιλογή του γιατί προσθέτει: «Καί τοι μηδείς ηγείσθω, ούτως ημάς πέπεισθαι απαρατρέπτως καθ’ εαυτά έχειν πρός άλληλα τά εν τω παντί σώματα, ως υπό Τύχωνος υποτέθειται. Ου τούτο φρονούμεν, εκείνο δέ μάλλον πιθανωτέραν είναι των άλλων ηγούμεθα τήν δόξαν, καί ταύτη εμμένειν προσήκον αποφαινόμεθα, εως αν μείζον επί τούτων φως ήμιν επιλάμψει» (παρ υθ’).

Φαίνεται λοιπόν ότι η επιλογή του Βούλγαρη είναι συνειδητή για λόγους άλλους από την επιστημονική αλήθεια. Άς σημειωθεί, ότι το Τυχώνειο σύστημα ποτέ δεν έτυχε ευρύτερης αναγνώρισης, ακόμη και την περίοδο που διατυπώθηκε.

Σκοπός του Βούλγαρη ήταν κυρίως η διδασκαλία της μεθοδολογίας παρά η παροχή νέων γνώσεων. ∆εν του αρκεί ένα σύστημα να είναι καταλληλότερο ενός άλλου για την περιγραφή των φαινομένων. Εντοπίζει κάθε φορά τι ξεφεύγει από τα όρια της συγκεκριμένης θεωρίας, τι δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί από αυτή και βασιζόμενος στα κενά της, οδηγεί στο επιθυμητό από αυτόν συμπέρασμα, χωρίς το έργο του να χάνει τον αυστηρά επιστημονικό του χαρακτήρα και να μετατρέπεται σε εκλαϊκευτικό εγχειρίδιο, όπως συνέβη με τα περισσότερα επιστημονικά βιβλία που εκδόθηκαν στα τέλη του 18ου αιώνα.

Η Νευτώνεια θεώρηση του Κόσμου και μάλιστα της βαρύτητας, εξετάζεται σε ιδιαίτερο κεφάλαιο, μετά την έκθεση και κριτική παρουσίαση των απόψεων των αρχαίων φιλοσόφων, των πατέρων της Εκκλησίας, του Kepler, του Cassendi, του Καρτέσιου και του Leibniz. Είναι αυτονόητο ότι απορρίπτει τη Νευτώνεια θεωρία της βαρύτητας, κυρίως γιατί συνδέεται άμεσα με το Κοπερνίκειο Σύστημα. Γνωρίζει ότι τυγχάνει γενικής αποδοχής, αναφέροντας ότι: «Αύτη ή δόξα, ήν ώς απλουστάτην άπαντες μονονού οί Νεώτεροι αποδεξάμενοι, λίαν θρυλλουμένην κατέστησαν, τή τών Πλανητών κίνησιν…» (παρ ρζ’) και δεν προσπαθεί να αποκρύψει το γεγονός ότι η θεωρία αυτή προσφέρεται περισσότερο από όλες τις άλλες για τη μαθηματική περιγραφή και ερμηνεία των φαινομένων, εστιάζοντας όμως την αντίθεση του σε πέντε επιχειρήματα, εκ των οποίων τα πιο σημαντικά είναι:

Η Νευτώνεια ερμηνεία προϋποθέτει το Κοπερνίκειο Σύστημα.
«τήν ώδε πώς έχουσαν τών εν ουρα- νοίς κινημάτων ανάπτυξιν, από του Κοπερνικείου συστήματος όλως ήρτησθαι».

Πως διαδίδεται η βαρύτητα στο κενό;
«Ακατανόητόν εστι πώς εν παντί κενώ διαστήματι, οι τε αρχι- κώτεροι περί ηλιον, καί οι υποδεέστεροι περί τους αρχικωτέρους αυτών Πλανήτας βαρυνόμενοι σπεύδουσιν έκαστοι;».

Με ποιό τρόπο φθίνει η δύναμη ανάλογα με το τετράγωνο της απόστασης;
«Καί τώ τρόπώ η της βαρύνσεως δύναμις φθίνει κατά λόγον της τών τετραγώνων τών αποστάσεων προσαυξησεώς;».

Άλλα δύο επιχειρήματα σχετίζονται με την κίνηση των δορυφόρων γύρω από τους πλανήτες και όχι από τον Ήλιο.

Είναι προφανές, ότι ο Βούλγαρης δεν είχε υπ’ όψη του τις εργασίες των LaplaceLagrange, και δεν κατανοούσε την έννοια του πεδίου και την μαθηματική διατύπωση των φυσικών νόμων. Το γεγονός αυτό είναι φυσικό αφ’ ενός μεν γιατί ο Βούλγαρης δεν έλαβε κάποια συστηματική παιδεία στις θετικές επιστήμες και αφ’ ετέρου γιατί το βιβλίο το έγραψε πολύ πριν από την έκδοσή του. Επίσης ο Βούλγαρης ποτέ δεν διεκδίκησε την ιδιότητα του αστρονόμου. Αντίθετα, τόσο με το έργο του, όσο και με τη ζωή του, έδειξε ότι θεωρούσε τον εαυτό του κατά κύριο λόγο ιερωμένο και διδάσκαλο. Μέσα από την επιλογή του αυτή, θα πρέπει να ερμηνεύσουμε και τις αντιλήψεις του. Ανήκε στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ήταν διαποτισμένος από το Ουμανιστικό πνεύμα και ανεξάρτητα από την μελέτη και διδασκαλία των νεότερων φιλοσοφικών ιδεών, παρέμεινε προσηλωμένος στην Ορθόδοξη παράδοση κατά την οποία, όπως πρωτοδιατυπώθηκε από τον Μέγα Βασίλειο στην Εξαήμερο, η ενασχόληση με την μελέτη της φύσεως είναι περισσότερο ένα μεθοδολογικό γύμνασμα της νόησης, παρά μια προσπάθεια ερμηνείας του Κόσμου.

Αξίζει να σημειώσουμε, ότι ο Βούλγαρης, παρ’ ότι ανήκε στην συντηρητική καλούμενη μερίδα των προεπαναστατικών λογίων, διαχώρισε τη θέση του από εκείνη των υπερσυντηρητικών ζηλωτών Κολλυβάδων, οι οποίοι έστρεψαν την θεολογική σκέψη στις ασκητικές -ησυχαστικές μυστικιστικές διδασκαλίες του 14ου αιώνα. Προσπαθούσε, όπως και άλλοι, να προσλάβει τις νέες ιδέες χωρίς να ανατρέψει την ισχύουσα παραδοσιακή προσέγγιση του Κόσμου.

Το γιατί κάποιοι κύκλοι, πιθανώς εν αγνοία του, εξέδωσαν το 1805, όταν δηλαδή ο ίδιος, όντας υπέργηρος, εφησύχαζε στη μονή του Αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκη συνομιλώντας μετά των νεκρών, κατά την δική του ομολογία, το βιβλίο του, σε μια περίοδο όπου το Ηλιοκεντρικό Σύστημα και η Νευτώνεια φυσική είχαν πλέον επικρατήσει πλήρως, αποτελεί πρόβλημα για ιδιαίτερη μελέτη.

Το νέο πνεύμα που εκφράζεται με τη στροφή προς τις επιστήμες και πιο συγκεκριμένα με την εκλαΐκευση των δυτικών θετικών επιστημών του 18ου αιώνα, δεν προκάλεσε σε πρώτη φάση την αντίδραση της Εκκλησίας ή των συντηρητικών λογίων που σχολαρχούσαν στις Ελληνικές σχολές εκείνη την περίοδο. Οι διάφορες διαφωνίες παρέμειναν σε χαμηλούς τόνους. Όμως η Γαλλική επανάσταση, σαν ακραίο κοινωνικό και πολιτικό γεγονός, συνδέεται άμεσα με το πνεύμα του διαφωτισμού από τους Έλληνες λογίους. Μάλιστα, τόσο από τους φιλικά προσκείμενους όσο και από τους αντιπάλους της, θεωρείται αποτέλεσμα του νέου πνεύματος και όχι μία παράλληλη ιστορική διαδικασία. Οι κοινωνικές, πολιτικές και εκπαιδευτικές διαστάσεις που λαμβάνει, κάτω από τη συγκεκριμένη θεώρηση το πνεύμα του διαφωτισμού, δημιουργεί τις πρώτες ουσιαστικές αντιδράσεις στον Ελληνικό χώρο.

Η Εκκλησία, η οποία για λόγους πνευματικούς, ιστορικούς και εθνικούς, κατείχε την πρωτοκαθεδρία στην πνευματική ζωή, αντέδρασε αποκηρύσσοντας τις υλιστικές πλευρές του ∆ιαφωτισμού, δηλαδή των αντιλήψεων που προβάλλουν την οντολογική αυτονομία της ύλης, παρ’ όλο που η συντριπτική πλειοψηφία των λογίων που ήταν οπαδοί των διαφωτιστικών ιδεών, παρέμειναν Ορθόδοξοι, αν και στα έργα τους πολλές φορές αναφέρονταν υλιστικές θέσεις, ίσως γιατί φοβήθηκε για την κατάλυση της πνευματικής τάξεως και την αλλοτρίωση του ποιμνίου της.

Επίσης, μία άλλη ομάδα που επρόσκειτο στους φωτισμένους φαναριώτικους και πατριαρχικούς κύκλους, των οποίων τα ιδανικά προσέγγιζαν το πρότυπο μιας φωτισμένης μοναρχίας και της εκ των έσω σταδιακής αλώσεως της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αντέδρασε στις επαναστατικές ιδέες και στο πνεύμα του ∆ιαφωτισμού, και η στάση τους ήταν από θετική έως ήπια καταδικαστική. Είναι προφανές, ότι σε αυτούς τους κύκλους η ανάγκη για τη μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης, είχε πλήρως συνειδητοποιηθεί.

Η κύρια αντίδραση στον ∆ιαφωτισμό, ιδιαίτερα μετά από την Γαλλική επανάσταση, προερχόταν από την Εκκλησία σε τοπικό επίπεδο και στο επίπεδο του κατώτερου κλήρου, καθώς και από τους παλαιότερους καθηγητές των Ελληνικών σχολείων, οι οποίοι έβλεπαν στο πνεύμα του ∆ιαφωτισμού, τον άμεσο κίνδυνο της κατάλυσης της Ορθόδοξης παράδοσης, της επικράτησης της ∆υτικής Εκκλησίας ή του αθεϊσμού, την ανατροπή των παραδοσιακών αξιών που διατήρησαν το γένος στη ζωή. Από αυτή την ομάδα προέρχονται οι γνωστές καταγγελίες προς το Πατριαρχείο και οι διωγμοί λογίων από τις διάφορες σχολές. Είναι φυσικό, ότι μπροστά στον αναφαινόμενο κίνδυνο για την Ορθόδοξη παράδοση, προσχωρούν στην ομάδα αυτή και λόγιοι μεγάλου διαμετρήματος, που κάποτε υπήρξαν φορείς του νέου πνεύματος, όπως ο Ε. Βούλγαρης. Σε αυτούς λοιπόν τους κύκλους, πρέπει να αναζητήσουμε εκείνους που εξέδωσαν το παλαιό διδακτικό εγχειρίδιο του Βούλγαρη, χρησιμοποιώντας το κύρος του, σαν την τελευταία ασπίδα στην αναπόφευκτη ριζική αλλαγή στη θεώρηση του Κόσμου.

Βενιαμίν Λέσβιος

Βενιαμίν Λέσβιος [1759/62, Λέσβος – 1824, Ναύπλιο] _πηγή plomarion.com
Βενιαμίν Λέσβιος [1759/62, Λέσβος – 1824, Ναύπλιο] _πηγή plomarion.com

Ο Βενιαμίν ο Λέσβιος σπούδασε στην Πίζα και το Παρίσι. Είναι πολύ πιθανό να φοίτησε και στην περίφημη Ecole Normale Superieure. Επισκέφθηκε και την Αγγλία όπου είδε και το περίφημο τηλεσκόπιο των 40 ποδών που είχε κατασκευάσει ο μεγάλος Άγγλος αστρονόμος W. Herschel.

Ο Βενιαμίν δίδαξε με μεγάλη επιτυχία στη Σχολή των Κυδωνιών, στη Σχολή του Βουκουρεστίου, στο Ιάσιο και στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Η διδασκαλία του, πρωτοποριακή και υψηλού επιπέδου, περιελάμβανε τα μαθηματικά καθώς και την φυσική στην οποία δίδασκε και την σύγχρονη του Αστρονομία, εκφράζοντας με κάθε ευκαιρία τον θαυμασμό του για τις νέες τηλεσκοπικές ανακαλύψεις. Ο χαρακτήρας του ήταν δυναμικός και δεν δίσταζε να εκθέτει τις απόψεις του με θάρρος χωρίς να κλονίζεται από τις διώξεις που υπέστη. Κατηγορήθηκε κατ’ επανάληψη ως αιρετικός και αφού μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία, έλαβε μέρος στην επανάσταση του 1821, όπου και πέθανε το 1824 από τύφο.

Τα κύρια έργα του ήταν η Αριθμητική (Βιέννη 1818) και Γεωμετρίας Ευκλείδου Στοιχεία (Βιέννη 1820). Συνέγραψε επίσης και Φυσική η οποία παρέμεινε ανέκδοτος. Ευτυχώς όμως, τα χειρόγραφα του διασώθηκαν και αποσπάσματα δημοσίευσε ο Μ.Στεφανίδης, έτσι ώστε να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τις απόψεις του. Στη Φυσική του, ο Βενιαμίν περιλαμβάνει και τα εξής:
Περί των κεντρικών δυνάμεων.
Η κίνηση των ουρανίων σωμάτων.
Περί παραλλάξεως και εκκεντρότητος.
Περί της αιτίας της κινήσεως των πλανητών, των υποπλανητών (δορυφόροι) των κομητών και των απλανών.
Περί τηλεσκοπίων.

Είναι προφανές, ότι μια τέτοια προσωπικότητα στην συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, δεν θα μπορούσε παρά να είναι εισηγητής της νέας φυσικής, η οποία άλλωστε ήταν γενικά αποδεκτή στις αρχές του 19ου αιώνα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Έτσι λοιπόν, αφού εκθειάσει δεόντως τους αρχαίους Έλληνες  Ό πατήρ της Αστρονομίας καί άριστος μαθηματικός Ιππαρχος, ο εκ Βιθυνίας… διότι είναι αδύνατον νά είναι τίς αγαθός αστρονόμος, χωρίς νά είναι ταυτοχρόνως καί άριστος μαθηματικός, ούτος -δηλ ο Ιππαρχος- εφεύρε σφαιρικής τριγωνομετρία εφαρμόσας αυτήν εις τήν Αστρονομίαν»), εξαίρει με βαρύγδουπο τρόπο το Κοπερνίκειο σύστημα (παρ 187): «Ο Κοπέρνικος, άνθρωπος ο οποίος είχε τάς αισθήσεις νά αισθάνεται καί οχι νά αποφασίζη μέ τάς αισθήσεις των τεθνηκόντων..ο οποίος δέν έκρινε τά πράγματα μέ τόν εγκέφαλον των λοιπών, αλλά μέ εκείνον τόν οποίον είχε μέσα εις τήν εαυτού κεφαλήν… αυτός λοιπόν ανατρέπει όλην τήν πτολεμαϊκήν κατασκευήν, συντρίβων τάς υαλίνους αυτού κάμαρας, συνθλάττει τούς τροχούς του Αριστοτέλους, λύει τά δεδεμένα αστρα, θέτει τόν ήλιον εις τό κέντρον του κόσμου, βάλλει εις τήν κίνησιν τήν γήν καί τέλος αναζωογονεί τήν δόξαν του Πυθαγόρου». Για τον Κέπλερ προσθέτει ότι ελευθέρωσε «τούς αστρονόμους εκ της δουλείας των επικύκλων».

Κατόπιν συνεχίζει αναφερόμενος στην συμβολή του Γαλιλαίου (παρ 189): «Γαλιλαίος, εις τόν οποίον η φιλοσοφία είναι τόσον υπόχρεως, υπεβάσταξε περί τόν δέκατον εβδομον αιώνα τήν δόξαν του Κοπερνίκου. Επειδή όμως καί ο αρχηγός της δυτικής εκκλησίας φέρει ανά χείρας καί τόν σταυρόν καί τήν σπάθην, καί κολάζει καθώς ήθελε τω φανή, εβίασε τόν Γαλιλαιον η νά εκβάλη τό πυρ εκ του κέντρου του κόσμου καί να αντικαταστήση τήν γήν, η νά βαλθή αυτός εις τό πυρ, καθό αιρετικός. Ούτω πως οι μαθηταί του πράου Ιησού κολάζουν τούς αιρετικούς. Αν από τό ενα μέρος είναι άτοπον νά θεολογή η φιλοσοφία, από τό αλλο είναι, ως φαίνεται, καί αναγκαίον νά φιλοσοφή η θεολογία… ∆ύο είναι τά αιτια, διά τά οποία τό σύστημα του Κοπερνίκου υπήντησε κοινώς τόσην αντίστασιν, .. η φιλαυτία του ανθρώπου καί η δύσληψις του οτι η γη κινείται».

Εκθέτει και υποστηρίζει τις απόψεις του Καρτέσιου:

«Τό μέγα πνεύμα του Καρτεσίου δέν υπέφερεν νά τυραννήται από του Αριστοτελικού ζυγού, ως οι λοιποί των ανθρώπων. Έστοχάσθη οτι ευμοιρεί λογικού, ως ο Αριστοτέλης, όθεν ήτο δυνατόν νά ζητήσει τόν λόγον της κινήσεως των πλανητών, αυτός λοιπόν βλέπων οτι πάντες οι πλανήται έχουν τήν αυτήν ευθυβολίαν τήν εκ ∆υσμών πρός Ανατολάς, υπέθετο οτι οι πλανήται κολυμβούν εις ένα ρευστόν λεπτότατον, ως εις δίνην, καί οτι τούτο συν εαυτώ περιέφερε καί τούς πλανήτας»

∆εν αφήνει όμως ασχολίαστες τις θέσεις του Καρτεσίου και γράφει: «μένει καί ενταύθα ανεξήγητον τό διατί αύτη η ύλη νά αποποιείται πάσαν άλλην ευθυβολίαν καί νά προκρίνη τήν πρός τό κέντρον της γης καί διατί νά ενεργή αδυνατωτέρως όταν τό σώμα απομακρύνεται από του κέντρου της γης καί οταν πλησιάζη πρός τον Ισημερινόν».

Παράλληλα, υποστηρίζει ότι το φαινόμενο της ζωής στο Σύμπαν είναι κοινό και συνεπώς υπάρχει και στους άλλους πλανήτες ακόμη και στον ήλιο και τους κομήτες. Χαρακτηριστικά γράφει:
«Επειδή βρήκαμε τόσες κοινές ιδιότητες ανάμεσα στήν Γη καί στούς πλανήτες με τους δορυφόρους τους, επειδή οι πλανήτες και οι δορυφόροι τους, δέχονται το φως του ήλιου, όπως ακριβώς και η Γη, επειδή και αυτοί έχουν πυκνότητα παρόμοια με εκείνη της Γης, επειδή και αυτοί περιφέρονται γύρω από τον Ήλιο, όπως και η Γη, δεν θα έσφαλλε κάποιος αν συμπέραινε τελικά ότι οι πλανήτες αυτοί δεν διαφέρουν ουσιαστικά από την Γη. Βέβαια, αν η ομοιότητα αυτή των πλανητών είναι τόσο μεγάλη, ώστε αυτοί να είναι κατοικήσιμοι, όπως ακριβώς και η Γη, αυτό δεν έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα και ίσως παραμείνει αναπόδεικτο αιώνια».
«Δέν θά ηταν παράξενο, τό νά αποδώσει κάποιος τό κατοικήσιμο καί σέ αυτούς τούς αστέρες».
«∆έν είναι τόσο μεγάλη ή θερμότητα πού έχουν αυτοί (οι αστέρες)… όπως δέχονται πολλοί, ώστε νά μήν μπορεί νά υπάρξει ψυχή ζωσα σέ αυτούς. Ή θεωρία δέ του πανταχηκινήτου, τήν οποία θά αναπτύξουμε στή συνέχεια, αναιρει τήν κοινή πίστη οτι ο «Ηλιος ειναι σέ διάπυρη κατάσταση…«.

∆ιαβάζοντας κανείς τα παραπάνω, θα νόμιζε ότι ο Βενιαμίν θα εκαλύπτετο πλήρως από τον Νεύτωνα. Το περίεργο είναι ότι αδυνατεί να κατανοήσει το νόμο της παγκόσμιας έλξης, ώστε να τονίζει ότι τούτο είναι ένα θαύμα. Αντί λοιπόν της έλξεως, προτείνει την ύπαρξη ενός ρευστού εισρέοντος και εκρέοντος από τα διάφορα σώματα, το οποίον ονόμασε Πανταχηκίνητον και με αυτό προσπαθεί να εξηγήσει το σύνολο των φυσικών φαινομένων όπως την κίνηση, την βαρύτητα, τον μαγνητισμό, τον ηλεκτρισμό κτλ. Αν και το Πανταχηκίνητον αποτελούσε μια ερασιτεχνική και χωρίς καμία τύχη προσέγγιση, εντούτοις δείχνει το σθένος του Βενιαμίν, ο οποίος όχι μόνο πρότεινε μια ερμηνεία αλλά την υποστήριξε με πάθος. Το Πανταχηκίνητον αποτελεί το πρώτο δειλό βήμα της σύγχρονης Ελληνικής φυσικής.

Κωνσταντίνος Κούμας

Ο Κωνσταντίνος Κούμας (Λάρισα, 1777 - Τεργέστη, 1836) _wikipedia
Ο Κωνσταντίνος Κούμας (Λάρισα, 1777 – Τεργέστη, 1836) _wikipedia

Ο Κωνσταντίνος Κούμας (1777-1836), υπήρξε ένας πολυδιάστατος διδάσκαλος που σπούδασε στην Βιέννη και δίδαξε στη Λάρισα, στη Τσαρίτσανη και στη Μεγάλη του Γένους Σχολή στη Σμύρνη. Συνέγραψε πολλά βιβλία και μάλιστα το οκτάτομο έργο με τίτλο: Σειρά των Φυσικών και Μαθηματικών Πραγματειών (Βιέννη 1807). Στον έβδομο τόμο του έργου αυτού τον διαθέτει στην ανάπτυξη των Στοιχείων Αστρονομίας.

Ο συγγραφέας πραγματεύεται τα Αστρονομικά θέματα με σαφήνεια, συντομία και μεθοδικότητα. Συχνά παραπέμπει και στους άλλους τόμους της σειράς, παρουσιάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα Μαθηματικά, την Αστρονομία και την Φυσική με ενιαίο τρόπο. Στην Αστρονομία αφιερώνει συνολικά 78 σελίδες, οι οποίες αναφέρονται κυρίως σε θέματα Μαθηματικής Αστρονομίας χωρίς όμως να παραλείπει την περιγραφή των νεοτέρων εξελίξεων και θεωριών τις οποίες ασπάζεται και προβάλλει.

Ο ίδιος αναφέρει ότι χρησιμοποίησε σαν οδηγό για την συγγραφή του αστρονομικού τμήματος του έργου του τα βιβλία του Λαλάντ Επιτομή της Αστρονομίας και του διάσημου αστρονόμου J.C. Bode Εισαγωγή εις την γνώσιν του κατηστερισμένου Ουρανού (Antleitung zur Kenntniss des gestirnten Himmels, Berlin 1801), και τα κίνητρα που τον οδήγησαν να περιλάβει την Αστρονομία στο έργο του περιλαμβάνονται στο παρακάτω απόσπασμα από τον πρόλογο ενός άλλου έργου του με τίτλο Σύνοψις των Επιστημών δια τους πρωτόπειρους (Βιέννη 1819), που χρησίμευε σαν βοήθημα στους μαθητές του Φιλολογικού Γυμνασίου της Σμύρνης.

«Αλλ’ όσον τερπνή καί υψηλή είναι ή θεωρία του Ουρανού τόσον επίπονος καί μακρά καί δυσκατόρθωτος είναι η εντελής μελέτη της Αστρονομίας. ∆ιότι είς μέν τό θεωρητικόν μέρος της απαιτεί γνώσιν καί έξιν όχι μόνον της στοιχειώδους Μαθηματικής αλλά καί της υψηλοτέρας, τήν οποίαν τό πλείστον μέρος μας δέν δύναται νά εξασκηθή ακριβώς. Είς δέ τό πρακτικόν χρειάζεται αστεροσκοπεία καί όργανα τοιαύτα, τά οποία δέν μας συγχωρούν ακόμη αί περιστάσεις μας νά εχομεν, αλλ’ αν δέν δυνάμεθα τά τέλεια, πρέπει διά τούτο νά παραμελούμεν τά δυνατά; Ταύτα συλλογιζόμενος, συνέταξα είς τήν Σμύρνην οδηγίαν τινά είς τήν θεωρίαν του Ουρανού, ερανιζόμενος, όσα εστοχαζόμην προσφυή είς τήν νεολαίαν».

Το βιβλίο αυτό, είναι γραμμένο σε απλή και κατανοητή γλώσσα, σε αντίθεση με το έργο του Σειρά των Φυσικών και Μαθηματικών Πραγματειών, στο οποίο χρησιμοποιεί δύσκολη αρχαΐζουσα γλώσσα. Η ύλη της Αστρονομίας που περιέχεται σε αυτό περιλαμβάνει τα ακόλουθα κεφάλαια:
-Ουρανός και φαινόμενοι αστέρες.
-Περί των εις τον Ουρανόν νοουμένων κύκλων.
-Αστερισμοί.
-Πλανητικόν Σύστημα (Ήλιος, Σελήνη, Πλανήται, Κομήται, Ημερολόγια)
Στο κεφάλαιο Περί των εις τόν ουρανόν νοουμένων κύκλων, επιλύει 27 προβλήματα σχετικά με την Γεωγραφία και την Αστρονομία. Περιγράφει τον νόμο της Παγκόσμιας Έλξης, χωρίς να τον αναπτύξει λεπτομερειακά αναφέροντας ότι «η υψηλοτέρα Μηχανική καί η Αστρονομία, βοηθούμενοι υπό της Μαθηματικης, αναπτύσσουσι τούς κανόνας της νευτωνίου ταύτης δόξης».

∆ιονύσιος Πύρρος (1777-1853)

Αρχιμανδρίτης Διονύσιος Πύρρος _πηγή argolikivivliothiki.gr
Αρχιμανδρίτης Διονύσιος Πύρρος _πηγή argolikivivliothiki.gr

Ο ∆ιονύσιος Πύρρος ο Θετταλός υπήρξε μαθητής του Βενιαμίν του Λέσβιου στις Κυδωνιές για δύο ή τρία χρόνια, από τον οποίο διδάχθηκε Μαθηματικά και Φυσική. Η γλαφυρή διδασκαλία και ισχυρή προσωπικότητα του Βενιαμίν τον επηρέασε με αποτέλεσμα να δείξει ιδιαίτερη έφεση στις θετικές επιστήμες. Χαρακτηριστικά έγραψε: «Στίς Κυδωνιές, κατασκεύασα μίαν σφαίραν υδρόγειον, χωρίς νά ιδώ άλλην, προσαρμόσας δύο ημισφαίρια εις τήν ξυλίνην σφαίραν μου, ομοίως καί μίαν άλλην κρικωτήν… Βενιαμίν ο διδάσκαλος, αυτός πρώτος εκέντησε τάς καρδίας των νέων πρός απόκτησιν των επιστημών καί φιλοσοφίας…».

Αργότερα, ως εφημέριος στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Λιβόρνου φοιτά στο πανεπιστήμιο της Πάδουας όπου ανακηρύχθηκε διδάκτορας της ιατρικής και χειρουργικής. Παράλληλα όμως ασκείται στο αστεροσκοπείο του Μιλάνου. Γράφει στην αυτοβιογραφία του: «Επειδή μετέβαινα δίς καί τρίς τήν ημέραν εις τό Αστεροσκοπείον, έλαβον τήν άδειαν του υπουργού των εσωτερικών καί εσύχναζον διά τέσσαρα ετη καί πολλάκις εθεώρησα προσεκτικώς τόν ουρανόν μέ το τηλεσκόπιον του σοφού Herschel». Φαίνεται ότι το ενδιαφέρον του για την Αστρονομία δεν ήταν επιφανειακό και ακαδημαϊκό αλλά ουσιαστικό και ότι απέκτησε σημαντική εμπειρία στη χρήση αστρονομικών οργάνων. Ο ίδιος αναφέρει ότι το 1806 κατασκεύασε ουράνια σφαίρα από χαλκό, με τους 110 αστερισμούς για «να καταλάβω καλώς την Αστρονομίαν» καθώς «προς γύμνασίν μου κατεσκεύασα γωνιομέτρας, χάρτας και σφαίρας», ενώ το 1844 δώρησε στο νεοσύστατο Πανεπιστήμιο των Αθηνών μια μεγάλη ιδιοκατασκευασμένη υδρόγειο σφαίρα.

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ήσκησε την ιατρική ενώ παράλληλα εξέδωσε διάφορα βιβλία όπως την Αριθμητικήν (Ναύπλιον 1828) όπου καταχωρούνται αρκετά παραδείγματα με στοιχεία αστρονομικά, το Γεωγραφίαν Μεθοδικήν (Ενετία 1818), το Άτλας νεώτερος (Αθήνα 1845) και την Πρακτική Αστρονομία (Αθήνα 1836).

Η δημοσίευση της Πρακτικής Αστρονομίας είχε ως στόχο να κινήσει το ενδιαφέρον των μαθητών και των αναγνωστών του στη σπουδή της επιστήμης των άστρων, γιατί «δέν είναι μάθημα ηδονικώτερον εις τόν κόσμον από τήν Αστρονομίαν, ούτε γλυκύτερον από τήν ουράνιον επιστήμην….με τήν οποία τήν σήμερον καταγίνονται όλα σχεδόν τά σοφά έθνη του κόσμου, μάλιστα καί αι γυναίκες αυτών» και «όλοι οι κόποι των μαθηματικών, καί όλοι οι αγώνες σχεδόν των σοφών, δέν αποβλέπουσιν εις άλλο, παρά εις τήν προχώρησιν των αστρονομικών παρατηρήσεων».

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, την Πλανητογραφία, εκθέτει και τα τρία συστήματα του κόσμου λαμβάνοντας θέση υπέρ του Κοπερνίκειου συστήματος, χωρίς να παραλείπει να αναφέρει ότι πρώτοι οι Έλληνες διατύπωσαν το Ηλιοκεντρικό Σύστημα. «Ό σοφός Κοπέρνικος καθώς καί οι πρόγονοι ημών, θέτουν τόν λαμπρόν ήλιον εις τό κέντρον του πλανητικου συστήματος». Και προσθέτει ότι την ακινησία του ήλιου πρώτος υποστήριξε «Άρίσταρχος τις Σάμιος, καί ο Φιλόλαος η ο Κλεάνθης ο μαθητής του Ζήνωνος του Στωικού. Οι μεταγενέστεροι ομως των αστρονόμων, μάλιστα οι Αλεξανδρινοί, εκκλίναντες της οδού καί μεταχειριζόμενοι τήν αμάθειαν των είπον, οτι η Γη μένει ακίνητος, ο δέ Ηλιος καί όλα τά άλλα άστρα ακαταπαύστως κινούνται περί τήν Γήν μας ως δορυφόροι αυτής, τό οποίον είναι πολύ άτοπον, καθώς θέλομεν ιδεί». Ακολούθως αναφέρεται στην παράλλαξη και εξηγεί πως μπορούμε να προσδιορίσουμε τις αποστάσεις των πλανητών.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, την Ουρανογραφία, περιγράφει τους αστερισμούς με την μυθολογία τους και ακολούθως προσδιορίζει τις θέσεις των 3443 άστρων που περιέχονται σε αυτούς. Σχετικά με την ύπαρξη ζωής εκτός της Γης, ο Πύρρος αρνείται μια τέτοια πιθανότητα γράφοντας ότι παρατηρώντας συστηματικά με τηλεσκόπια τον ουρανό «μηδέν είδον, μήτε εις τόν ‘Ηλιον, μήτε εις τήν Σελήνην, μήτε εις άλλον πλανήτην, ώστε ματαίως καυχώνται τινές ημιτελείς αστρονόμοι, οτι βλέπουσιν εις τούς πλανήτας καί Σελήνη ζώα, καί ανθρώπους καί λοιπά». Κατ’ αυτόν, το πρόβλημα θα λυθεί όταν παρατηρήσουμε με «όργανα καί τηλεσκόπια εντελέστερα». Γοητευμένος από τα αποτελέσματα της παρατήρησης και της πειραματικής διαδικασίας προτάσει τις μεθόδους αυτές ως τις μόνες που μπορούν να επιτρέψουν στον άνθρωπο να προσεγγίσει σωστά τη φυσική πραγματικότητα. Τέλος αξίζει να αναφέρουμε ότι πραγματοποίησε παρατηρήσεις του φαινομένου των παλιρροιών στο στενό του Ευρίπου.

Κλείνοντας αυτή τη σύντομη αναφορά στις ατομικές συμβολές των κυριότερων Ελλήνων λογίων, θα αποτελούσε παράλειψη η μη αναφορά στο βιβλίο του Ρήγα του Βελενστινλή Φυσικής Απάνθισμα. Το εκλαϊκευτικό αυτό βιβλίο που εκδόθηκε το 1790 και γράφτηκε με βάση αντίστοιχα Γαλλικά και Γερμανικά βιβλία για τους «αγχίνους και φιλομούσους Έλληνας», απετέλεσε βασικό εκπαιδευτικό εγχειρίδιο για πολλές δεκαετίες. Ο Ρήγας ασχολείται με τη Σελήνη, τα άστρα, τους πλανήτες και άλλα αστρονομικά θέματα, παρουσιάζοντάς τα υπό τη μορφή διαλόγου. Π.χ. Στην ερώτηση «αφού η σελήνη παρομοιάζει μέ τήν γήν μάς πρέπει νά είναι καί στρογγυλή ωσάν μήλον, διατί άκουσα νά λέγουν συχνά πως η γη είναι σφαιροειδής» απαντά: «μεγάλον δίκαιον έχεις παιδί μου, όλα τά ουράνια σώματα ειναι στρογγυλά, οτι αυτό τό σχήμα χρησιμεύει καλλίτερα εις τήν κίνησιν, παρά αλλο». Και στην ερώτηση «Αραγε ημπορώ νά μάθω ακόμη τί ειναι η έκλειψη της σελήνης, καί διατί συμβαίνει;» απαντά: «Η έκλειψις της σελήνης δέν είναι άλλο παρά εμπόδιον όπου δέν μπορεί τό φως του ηλίου νά πέση επάνω στό φεγγάρι, όταν έπρεπε νά πέφτη, κι αυτό συμβαίνει τήν ώραν όπου ευρίσκεται η γη ίσια αναμεταξύ εις τόν ήλιον καί εις αυτό».

Από τα παραπάνω παραδείγματα προκύπτει ότι το βιβλίο αυτό δεν αποτελεί επιστημονικό βιβλίο, όπως ήταν τα περισσότερα έργα που προαναφέραμε. Είναι γραμμένο στη δημοτική γλώσσα και σαν κύριο στόχο έχει να μεταφέρει τις απόψεις της νεότερης φυσικής, πολλές φορές σε βάρος της επιστημονικής ακριβείας. Άλωστε ο Ρήγας έχοντας επίγνωση των αδυναμιών του γράφει στον πρόλογο «Οθεν αφορώντας ο σκοπός μου εις τό νά οφελείσω τό γένος μου, καί οχι πρός επίδειξιν νά επισωρεύσω λέξεις εις αυτό μου τό απάνθησμα, έπρεπε νά τό εκθέσω μέ σαφήνειαν όσον τό δυνατόν, όπου νά τό καταλάβουν ολοι, καί νά αποκτήσουν μίαν παραμικράν ιδέαν της ακαταλείπτου Φυσικής. Αναγιγνώσκοντες λοιπόν, οι μεν αγχίνοες, ας επικαρπούνται τά ωφέλιμα, οι δέ τρόφιμοι ήδη καί θιασώτες της Φυσικης, ας μή μέ κατηγορήσουν διά τό ύφος, αλλ’ ας καταλάβουν ευμενώς έκαστος έρανον οτι βούλεται, όπου βοηθούμενον πανταχόθεν νά αναλάβη τό πεπτωκός Ελληνικόν γένος».

∆εν διστάζει ο Ρήγας να θυσιάσει την ουσιαστική επιστημονική εκπαίδευση στο βωμό της απλής ενημέρωσης με υπεραπλουστεύσεις που πολλές φορές οδηγούν σε παρανοήσεις και εσφαλμένες ερμηνείες. Ίσως στην εποχή του μια τέτοια αντιμετώπιση να εξυπηρετούσε τους σκοπούς του, αλλά το δυστύχημα είναι ότι για πολλές δεκαετίες μετά, το πνεύμα με το οποίο γράφτηκε το βιβλίο αυτό απετέλεσε πρότυπο για πολλά άλλα, με αποτέλεσμα την ουσιαστική υποβάθμιση των επιστημονικών εγχειριδίων στον Ελληνικό χώρο που οδήγησε σε μια νεφελώδη και ερασιτεχνικο-εκλαϊκευτική προσέγγιση των θετικών επιστημών.

ΙΙ. Η ίδρυση του αστεροσκοπείου και ο πρώτος διευθυντής του

Με την ίδρυση του νέου Ελληνικού κράτους, η ανάγκη της ιδρύσεως ενός ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος, το οποίο θα αναλάμβανε την παροχή υψηλού επιπέδου παιδεία ήταν μεγάλη, κυρίως γιατί οι πιο βασικές σχολές της προεπαναστατικής περιόδου είτε είχαν πάψει να λειτουργούν λόγω των πολεμικών επιχειρήσεων και των κοινωνικών και οικονομικών αναστατώσεων που συνεπάγοντο αυτές, είτε είχαν μείνει έξω από τα σύνορα του νεοσύστατου κράτους. Έτσι, ο άμεσος πρόδρομος του πρώτου πανεπιστημίου, η Ιόνιος Ακαδημία ήταν έξω από τα σύνορα της τότε Ελλάδος. Η Ακαδημία αυτή ιδρύθηκε το 1824 με τέσσερις σχολές, την θεολογική, την Νομική, την Ιατρική και την Φιλοσοφική. Μέρος της Φιλοσοφικής σχολής αποτελούσαν και οι Φυσικομαθηματικές επιστήμες, όπου διδασκόνταν και στοιχεία Αστρονομίας. ∆υστυχώς, η Ιόνιος Ακαδημία έπαψε να λειτουργεί αμέσως μετά την ένωση της Επτανήσου με την κυρίως Ελλάδα.

Παράλληλα, η διοίκηση της αντιβασιλείας επιχειρούσε ριζικές παρεμβάσεις σε όλους τους τομείς της Ελληνικής κοινωνίας, προσπαθώντας να την προσαρμόσει στα Ευρωπαϊκά πρότυπα. Στα πλαίσια της προσπάθειας αυτής περιλαμβάνεται και η ίδρυση του πρώτου Ελληνικού Πανεπιστημίου το 1837. Το Πανεπιστήμιο περιελάμβανε τέσσερις σχολές: Της θεολογίας, των Νομικών Επιστημών, της Ιατρικής και της Φιλοσοφίας. Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής, σύμφωνα με τα υιοθετηθέντα Γερμανικά πρότυπα, αποτελούσε η Φυσικομαθηματική Σχολή. Στη σχολή αυτή, συμπεριελήφθη η διδασκαλία της Αστρονομίας με πρώτο καθηγητή τον Γεώργιο Βούρη.

Ο Γεώργιος Βούρης (1802 - 1860) _wikiipedia
Ο Γεώργιος Βούρης (1802 – 1860) _wikipedia

Ο Γεώργιος Κ. Βούρης ήταν ο πρώτος Έλληνας αστρονόμος μετά την επανάσταση του 1821. Γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου του 1802 στην Βιέννη. Ο πατέρας του ήταν έμπορος και κατάγονταν από τα Γιάννενα. Αγαπούσε ιδιαίτερα την πατρίδα του και αυτή την αγάπη του την εμφύτευσε στην ψυχή του μικρού του γιου.

Ο νεαρός Βούρης έμαθε τα πρώτα γράμματα στο σχολείο της ελληνικής παροικίας της Βιέννης, και μετά από τις γυμνασιακές του σπουδές γράφτηκε στο εκεί πανεπιστήμιο, όπου σπούδασε Φιλοσοφία και Νομική (1820-1824). Ο Βούρης ήταν βαθύνους και οξυδερκής. Καθ’ όλη την διάρκεια των σπουδών του, ήταν υπότροφος λόγω της άριστης επίδοσης του. Το ανήσυχο όμως πνεύμα του, μη βρίσκοντας πληρότητα στα αντικείμενα των σπουδών του, αναζήτησε άλλες κατευθύνσεις για την γνώση. Έτσι στράφηκε στα Μαθηματικά και την Αστρονομία. Η γοητεία της απεραντοσύνης του ουρανού σαγήνευσε τον Βούρη και τον έκανε λάτρη της. Κοντά στους διάσημους φυσικούς επιστήμονες A. Ettingshausen και J. Littrow ο Βούρης μυήθηκε στις θετικές επιστήμες με τις οποίες ασχολήθηκε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Μετά τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο δίδαξε στο Ελληνικό σχολείο της Βιέννης για δέκα ολόκληρα χρόνια (1826-1836). Όλα αυτά τα χρόνια ασχολείται συστηματικά με την Αστρονομία και μάλιστα το 1834 δημοσιεύει την πρώτη του εργασία με τίτλο «Elliptische bahnbere chung des Biela’schen cometen aus 96 beobachtungen des Jahres 1832«.

Η νοσταλγία του όμως για την πατρίδα, τον φέρνει το 1836 στην Ελλάδα υπό την ιδιότητα του διερμηνέα της Αυστριακής πρεσβείας. Λίγο όμως αργότερα ιδρύεται το Πανεπιστήμιο Αθηνών και ο Βούρης γίνεται τακτικός καθηγητής διδάσκοντας Αστρονομία και Μαθηματικά.

Έχοντας πάντοτε άσβεστη την αγάπη του για την Αστρονομία καταφέρνει, με την βοήθεια του Αυστριακού πρεσβευτή στην Αθήνα Prokesch-Osten, να πείσει τον βαθύπλουτο Βορειοηπειρώτη στην καταγωγή, Βαρώνο Γεώργιο Σίνα(1) να δωρίσει στο Ελληνικό κράτος 500.000 δραχμές για την ίδρυση Αστεροσκοπείου στην Αθήνα.

Η ίδρυση ενός τέτοιου ιδρύματος εξήψε την φαντασία του λαού και δημιούργησε υψηλές προσδοκίες για την χρησιμότητά του στην κοινωνία. Το παλάτι θεώρησε ότι ένα Αστεροσκοπείο θα μπορούσε να συμβάλλει ουσιαστικά στην αύξηση του γοήτρου του θρόνου και ο λαός, γαλουχημένος με την διδασκαλία των λογίων της προεπαναστατικής περιόδου, θεώρησε ότι θα αναβαθμιζόταν πολιτισμικά και επιστημονικά σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά πρότυπα. Σε τελευταία ανάλυση, στη συνείδησή του η Αστρονομία ήταν η κατεξοχήν Ελληνική επιστήμη, η οποία επιτέλους θα ξαναγεννιόταν στην πατρώα γη. Παράλληλα, υπήρχαν πολλές προσδοκίες από τις πιθανές εφαρμογές της επιστήμης στην κοινωνία, προς όφελός της, προσδοκίες οι οποίες καλλιεργήθηκαν συστηματικά στην περίοδο του Νεοελληνικού ∆ιαφωτισμού. Σε κάθε περίπτωση η είδηση της ίδρυσης του Αστεροσκοπείου Αθηνών έγινε ενθουσιωδώς δεκτή από την τότε Αθηναϊκή κοινωνία.

Ο Βούρης ανέλαβε την επιμέλεια του όλου έργου και πήγε το 1845 στην Βιέννη απ’ όπου προμηθεύτηκε τα πρώτα όργανα του νεοσύστατου Αστεροσκοπείου. Τα όργανα αυτά ήταν:

  1. Ένα ισημερινό διοπτρικό τηλεσκόπιο κατασκευής Plossl και διαμέτρου 158 mm.
  2. Ένα μεσημβρινό τηλεσκόπιο κατασκευής Starke διαμέτρου 94mm.
  3. ∆ύο εκκρεμή και ένα χρονόμετρο.
  4. Πέντε μικρά τηλεσκόπια.
  5. Μια πλήρης σειρά μετεωρολογικών οργάνων.

Ο βασιλεύς Όθων, μόλις ενημερώθηκε για τη μεγάλη δωρεά του Γ. Σίνα, απένειμε τον μεγαλόσταυρο του Σωτήρος στον υιό του Σίμωνα Σίνα και φρόντισε ο ίδιος για την εξεύρεση κατάλληλου τόπου και αρχιτέκτονα για την ανέγερση του κτιρίου του Αστεροσκοπείου. Η πρώτη επιλογή του βασιλέα ήταν ο λόφος του Λυκαβηττού και ο αρχιτέκτονας Eduard Schaubert. Ο Schaubert υπέδειξε ότι ο Λυκαβηττός ήταν ακατάλληλος λόγω του ανωμάλου και επικλινούς του εδάφους του, και πρότεινε τον λόφο των Νυμφών. Ο Όθωνας ενέκρινε την πρόταση του αλλά δεν έμεινε ικανοποιημένος από το σχέδιο του κτιρίου και συνέστησε επιτροπή στην οποία μετείχε και ο Βούρης.

Το δεύτερο σχέδιο που υπέβαλε ο Schaubert, έτυχε γενικής αποδοχής. Το σχέδιο αυτό ήταν του νεαρού αρχιτέκτονα Θεοφίλου Χάνσεν (Theophil Hansen) στον οποίο και ανετέθη η εκτέλεση του έργου. Για την εκπόνηση του τελικού σχεδίου, ζητήθηκε η γνώμη του Βούρη και του μεγάλου αστρονόμου της εποχής Schumacher, προς τον οποίο ο Χάνσεν εξέφρασε δημόσια τις ευχαριστίες του.

Asteroskopeio-early-1860s
πηγή: Μουσείο Γεωαστροφυσικής Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών

Το κτίριο του Αστεροσκοπείου έχει σταυροειδή μορφή η οποία είναι προσανατολισμένη με βάση τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Στο κέντρο του σταυρού υπάρχει ο θόλος ο οποίος στέγαζε το τηλεσκόπιο Plossl. Για την κατασκευή του, χρησιμοποιήθηκαν ελληνικά υλικά και ως επί το πλείστον Έλληνες τεχνίτες. Από την περιγραφή του κτιρίου που δημοσίευσε ο Χάνσεν με τίτλο «Die freiherrlich von Sina’sche Sternwarte bei Athen» στο περιοδικό «Allegemeine Bauzeitung» (1846,131), μαθαίνουμε ότι όλοι οι τοίχοι του κτιρίου είναι κατασκευασμένοι από ασβεστόλιθο του Λόφου των Νυμφών, οι γωνίες, τα βάθρα, οι παραστάδες και τα επιστύλια είναι από υποκύανο μάρμαρο του Υμηττού, τα κιονόκρανα, τα γείσα, ολόκληρη η κυκλική βάση του τηλεσκοπίου, τα περίθυρα, οι δύο κιονόμορφοι λυχνοστάτες δεξιά και αριστερά της κυρίας εισόδου (έργα του γλύπτη Siegel από το Αμβούργο), το οικόσημο του ιδρυτή, καθώς και ο θριγκός με το απόφθεγμα «SERVARE INTAMINATUM (Τηρείν αμίαντον)», είναι όλα από λευκό Πεντελικό μάρμαρο. Οι επιφάνειες ανάμεσα στις παραστάδες είναι στολισμένες με παραστάσεις σε στυλ ελληνικής αγγειογραφίας, οι οποίες εικονίζουν αστρονόμους της αρχαιότητας. Ο θόλος του τηλεσκοπίου είναι από χαλκό και κατασκευάστηκε από τον εγκαταστημένο στην Ελλάδα Γερμανό σιδηρουργό Monser.

Θόλος του κτιρίου Σίνα _πηγή: Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών
Θόλος του κτιρίου Σίνα _πηγή: Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών

H θεμελίωση του Αστεροσκοπείου Αθηνών, που ήταν και το πρώτο Αστεροσκοπείο των Βαλκανίων, έγινε στις 26 Ιουνίου του 1842 κατά την διάρκεια εκλείψεως του Ηλίου. Εκφωνητής του πανηγυρικού (2) της ημέρας ήταν ο εμπνευστής και πρώτος διευθυντής του, ο Γεώργιος Βούρης. Στην ομιλία του ο Βούρης κινήθηκε στο μοτίβο των διδασκάλων του Γένους. Εξήρε επί μακρόν τα επιτεύγματα των αρχαίων και συνέδεσε την ίδρυση του Αστεροσκοπείου και του Πανεπιστημίου με την αναγέννηση του έθνους και την επιστροφή στο αρχαίο κλέος. Τόνισε μάλιστα ιδιαίτερα τα πρακτικά οφέλη του Αστεροσκοπείου, χωρίς όμως να τα εξειδικεύει. H εκδήλωση έγινε με μεγάλη επισημότητα με την παρουσία των βασιλέων, της κυβερνήσεως, της Ιεράς Συνόδου και πλήθους λαού. Υπό τους χαρμόσυνους ήχους της μουσικής και τους ακατάπαυστους κανονιοβολισμούς μιας ∆ανικής φρεγάτας που ήταν αγκυροβολημένη στο λιμάνι του Πειραιά, κατατέθηκε ο θεμέλιος λίθος, μαζί με την ακόλουθη επιγραφή:

«ΕΝ ΕΤΕΙ ΑΠΟ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΩΜΒ’, ΜΗΝΟΣ ΙΟΥΝΙΟΥ ΚΣΤ’ ΣΚΗΠΤΡΟΥΧΟΝΤΟΣ ΟΘΩΝΟΣ, ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑ∆ΟΣ, ΕΤΕΘΗ Ο ΘΕΜΕΛΙΟΣ ΛΙΘΟΣ ΤΟΥ ΑΣΤΕΡΟΣΚΟΠΕΙΟΥ, ΑΝΕΓΕΙΡΟΜΕΝΟΥ ΦΙΛΟΤΙΜΩ ΜΕΝ ∆ΑΠΑΝΗ ΤΟΥ ΕΝ ΒΙΕΝΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΡΟΞΕΝΟΥ ΒΑΡΩΝΟΥ Γ. ΣΙΝΑ, ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ ∆Ε ΤΟΥ ΙΠΠΟΤΟΥ Α. ΠΡΟΚΕΣΧ – ΟΣΤΕΝ, ΠΡΕΣΒΕΩΣ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΙΑΣ, ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ∆Ε ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ Γ. Κ. ΒΟΥΡΗ».

Πράγματι, μετά την αποπεράτωση του κτιρίου το 1846, ο Βούρης ανέλαβε την διεύθυνση του ιδρύματος. Παρά την γενναιοδωρία του Σίνα και τον μεγάλο επιστημονικό ζήλο του Βούρη, το Αστεροσκοπείο δεν βοηθήθηκε αρκετά από το κράτος, έτσι ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει κανονικά και να ανταποκριθεί στον προορισμό του. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, ολόκληρο το προσωπικό του Αστεροσκοπείου αποτελούνταν μόνο από τον διευθυντή του.

Παρ’ όλα όμως τα προβλήματα και την παντελή έλλειψη πιστώσεων, ο Βούρης άφησε μεγάλο επιστημονικό έργο. Το 1843 δημοσιεύει σειρά μετεωρολογικών παρατηρήσεων που έκανε από την ταράτσα του σπιτιού του από το 1839 έως το 1842. Ασχολείται συστηματικά με την Αστρονομία και δημοσιεύει στο έγκυρο αστρονομικό περιοδικό Astronomische Nachrichten, σειρά εργασιών σχετικά με την ίδια κίνηση του Σείριου, τον πλανήτη Ποσειδώνα, τις Γεωγραφικές συντεταγμένες του Αστεροσκοπείου, την αντίθεση του πλανήτη Άρη κά.

Όμως ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας του και ο φθόνος διαφόρων συναδέλφων του, τον οδήγησαν σε ρήξη με το Πανεπιστήμιο και το Υπουργείο Παιδείας. Έγγραφο του τότε υπουργού Σ. Βλάχου με ημερομηνία 13/8/1853, προς τον Βασιλέα, δείχνει την έντονη πολεμική η οποία είχε υιοθετηθεί από το υπουργείο προς τον Βούρη. Επίσης η πρόταση της αμέσου διαδοχής του Βούρη από τον καθηγητή των Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Ιωάννη Παπαδάκη με σκοπό τον σωφρονισμό του, η οποία περιλαμβάνεται στο ίδιο έγγραφο, δείχνει ότι και ο Παπαδάκης υπέσκαπτε την φήμη του Βούρη με σκοπό την διαδοχή του στην θέση του διευθυντού του ιδρύματος. Με σειρά αιτήσεων του ο Βούρης ζητά αύξηση των πιστώσεων του ιδρύματος καθώς και τον πλήρη έλεγχο αυτού. Η τελευταία αυτή απαίτηση του Βούρη θεωρήθηκε απαράδεκτη από τον υπουργό Βλάχο και η ρήξη κορυφώθηκε πιθανώς με τον διορισμό άλλου φύλακα στο Αστεροσκοπείο από αυτόν που είχε υποδείξει ο Βούρης.

πηγή: Μουσείο Γεωαστροφυσικής Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών
πηγή: Μουσείο Γεωαστροφυσικής Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών

Τα γεγονότα αυτά, τον οδήγησαν στην απόφαση να εγκαταλείψει την Αθήνα και να μεταβεί στην Βιέννη το 1855. Παρ’ όλες τις προσπάθειες του Σίνα να τον μεταπείσει ώστε να επιστρέψει στην Αθήνα, ο Βούρης παρέμεινε στην Βιέννη μέχρι τον θάνατο του. Στην Βιέννη, παρ’ όλα τα οικονομικά και τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, συνέχισε να εργάζεται και να δημοσιεύει αστρονομικές εργασίες. Το 1859 δημοσιεύει στο Astronomische Nachrichten πραγματεία όπου εξιστορεί την επιστημονική του δράση στην Ελλάδα και τις έρευνες του στην Βιέννη. Οι έρευνες του αυτές αφορούσαν την ταξινόμηση και συγγραφή του πλούσιου υλικού που είχε συλλέξει τα 18 χρόνια που ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο και τα 8 χρόνια που ήταν διευθυντής στο Αστεροσκοπείο. Το υλικό αυτό επρόκειτο να δημοσιευτεί σε δύο τόμους με τίτλο «Memoiren der Athenienser Sternwarte«, με δαπάνη του Σίμωνος Σίνα υιού του ιδρυτή του Αστεροσκοπείου.

Επίσης, την ίδια εποχή ασχολείται με την θεωρία των αριθμών, τον λογισμό των πιθανοτήτων και άλλα θέματα των μαθηματικών. Όμως δεν δοκίμασε την χαρά να δει όλο αυτό το έργο δημοσιευμένο. Πέθανε σε ηλικία 58 ετών στις 16 Ιουλίου 1860, πιθανότατα από κίρρωση του ήπατος.

Αργότερα όλο το αδημοσίευτο έργο του και η βιβλιοθήκη του η οποία περιελάμβανε 663 βιβλία και πολλά χειρόγραφα, πουλήθηκε από την αδελφή του στο Αστεροσκοπείο, αντί του ποσού των 1500 δραχμών. Με τις περιπέτειες του ιδρύματος τις δεκαετίες που ακολούθησαν, τα χειρόγραφα αυτά χάθηκαν. Θα ήταν ευχής έργο, να ανευρεθούν έτσι ώστε το όνειρο του Βούρη να δει δημοσιευμένο όλο το έργο του, να πραγματοποιηθεί στις μέρες μας σαν ελάχιστος φόρος τιμής στον πρώτο αστρονόμο της σύγχρονης Ελλάδος.

Η περίοδος Βούρη υπήρξε σημαντική για την Ελληνική Αστρονομία. Για πρώτη φορά, μετά από αιώνες Έλληνας αστρονόμος παρήγαγε πρωτότυπο επιστημονικό έργο που δημοσιεύτηκε στη διεθνή βιβλιογραφία. Αναφέρονται αρκετές εργασίες στο έγκριτο περιοδικό Astronomische Nachrichten, αλλά πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι μεγάλο μέρος του έργου του, όπως ο κατάλογος των θέσεων περισσοτέρων των 1000 αστέρων οι οποίοι δεν περιλαμβάνοντο στους καταλόγους του Bode ή του Rumker, παρέμεινε αδημοσίευτο. Οι επιθέσεις που δέχθηκε, οφείλονται κυρίως στην άγνοια που επικρατούσε στους ακαδημαϊκούς κύκλους εκείνη την εποχή καθώς και σε διάφορα προσωπικά συμφέροντα.

Κατηγορήθηκε από πολλούς ότι οι εργασίες του δεν δημοσιευόταν στα Ελληνικά! και ότι δεν είχαν πρακτικά αποτελέσματα για την Ελληνική ναυσιπλοΐα. Και όμως, ο Βούρης προσδιόρισε τις γεωγραφικές συντεταγμένες του Αστεροσκοπείου, οι οποίες απετέλεσαν τη βάση για την χαρτογράφηση της χώρας μας. Οι προσωπικές βλέψεις και η εμπάθεια των επικριτών του ήταν πολλές φορές κακοήθεις. Κατηγορήθηκε ότι ζήτησε να γκρεμιστούν τα ερείπια της Ακροπόλεως για να ελευθερωθεί ο νότιος ορίζοντας του Αστεροσκοπείου! Η κατηγορία αυτή, η οποία αναφέρεται σε ξενόγλωσσες βιογραφίες του Βούρη, αποτελεί λασπολογία εναντίον του για τον απλούστατο λόγο ότι η Ακρόπολις βρίσκεται Βορειοανατολικά του Αστεροσκοπείου και ο νότιος ορίζοντας είναι ακόμη και σήμερα ανοιχτός.

Ο Βούρης συνετέλεσε όσο κανείς άλλος στην ίδρυση του Αστεροσκοπείου Αθηνών. ∆υστυχώς όμως, προέτρεχε του καιρού του. Η τότε Ελληνική κοινωνία δεν ήταν έτοιμη να δεχθεί και να στηρίξει ένα τέτοιου είδους ερευνητικό ίδρυμα.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. Ο πατριάρχης της οικογενείας Σίνα, ήταν ο βαρώνος Σίμων Σίνας. Γεννήθηκε στην Μοσχόπολη το 1753 και οι εμπορικές του δραστηριότητες τον οδήγησαν στην Βιέννη. Με την Γαλλική επανάσταση η μεν Αγγλία απέκλεισε τους λιμένες της Ευρώπης και η Γαλλία κατέλυσε την Ενετική δημοκρατία. Την ιστορική συγκυρία εκμεταλλεύτηκε ο Σίνας και ανέλαβε σχεδόν μονοπωλιακά το εμπόριο με την Ανατολή. Σύντομα έγινε βαθύπλουτος και το 1818 ο αυτοκράτορας του απένειμε τον τίτλο του Βαρώνου. Πέθανε το 1822.

Ο Γεώργιος Σίμωνος Σίνας, γεννήθηκε το 1783. Αύξησε την περιουσία του πατρός του εκμεταλλευόμενος την νομισματική κρίση στην Αυστρία μετά τους συνεχείς πολέμους με την Γαλλία. Απέκτησε τεράστια κτηματική περιουσία καθώς και μεγάλο αριθμό από υφαντουργεία και νηματουργεία. Συνετέλεσε στην ίδρυση της Τράπεζας της Αυστρίας, της οποίας ανέλαβε και την διεύθυνση. Εξελέγη πρόεδρος των εμπόρων της Βιέν- νης, αξίωμα το οποίο διατήρησε ισόβια. Ίδρυσε το Πολυτεχνείο της Βιέννης και κατασκεύασε τον σιδηρό- δρομο της νοτίου Αυστρίας. Το 1834, η αντιβασιλεία τον διόρισε Γενικό Πρόξενο της Ελλάδος. Πέθανε το 1853.

Ο γιός του Σίμων συνέχισε επάξια το έργο των προγόνων του. Γεννήθηκε το 1810 και έτυχε αρίστης εκπαιδεύσεως η οποία του δημιούργησε έντονα πνευματικά ενδιαφέροντα. ∆ιετέλεσε πρεσβευτής της Ελλάδος στην Βιέννη, το Μόναχο και το Βερολίνο μέχρι το 1862. Στην Αυστρία, πέρα από τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες ανέπτυξε έντονη κοινωνική δράση, για την οποία τιμήθηκε με τους ύψιστους τίτλους τιμής. Η συμβολή του στην Ελλάδα ήταν τεράστια. Βοήθησε πολλούς νεαρούς Έλληνες φοιτητές, συντήρησε το Αστεροσκοπείο για δεκαετίες, ενίσχυσε το έργο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, οικοδόμησε τον ναό της Αγίας Τριάδας στην Βιέννη, και τέλος ίδρυσε την Ακαδημία Αθηνών. Μετά τον θάνατο του το 1876, η σύζυγός του Ιφιγένεια συνέχισε το πολυποίκιλο έργο του.

2. Ο λόγος του Βούρη κατά την τελετή της θεμελιώσεως του Αστεροσκοπείου έχει ως ακολούθως:

«Τά πάντα είς τόν υλικόν καί νοερόν κόσμον υποτάσσονται είς νόμους τούς οποίους ο παντοδύναμος καί πάνσοφος του Παντός Ποιητής επέθεσεν είς τά πλάσματα της κτίσεως του. Η σημερινή ημέρα μαρτυρεί περί των νόμων τούτων: βλέπομεν αυτούς πληρουμένους υλικώς έν ούρανω καί νοερώς επί γης. Ό Ήλιος, ο παγκοίνως φωστήρ των επί γης καί τόσων αλλων ουρανίων σωμάτων, κρύπτει σήμερον τάς ακτίνας του καί σκοτίζεται, υπακούων είς τούς νόμους του Κτίσαντος αυτόν, καί αναλαμβάνει αϋθις τό απολωλός φως, υποτασσόμενος εις τούς αυτούς απαρασαλεύτους νόμους της υλικης κτίσεως. Όι νοεροί φωστήρες του κόσμου, οι ένδοξοι πρόγονοί μας, οι φωτίσαντες τό πάλαι τήν οικουμένην διά της σοφίας καί των γνώσεων των, οι καί μετά θάνατον ετι ζωντες καί διαδίδοντες τά φωτα διά των αθανάτων συγγραμμάτων των εις τούς μεταγενεστέρους, αυτοί λέγω οι Έλληνες μαρτυρούσι περί των νόμων, των διοικούντων τά της νοεράς κτίσεως.

»Το Έλληνικόν έθνος καί κραταιώτερον τό πάλαι καί σοφώτερον και ενδοξώτερον παντός άλλου, υπέκυψε μέν είς τόν γενικόν της υλικής φύσεως νόμον, ότις απονέμει είς παν τό γεγενημένον τήν εποχήν της ακμής, παρακμής καί φθοράς: υπέκειτο δέ καί είς άλλον ανώτερον νόμον, είς τόν οποίον η θεία πρόνοια ηυδόκησε νά καθυποβάλη τά της νοεράς κτίσεως. Ό Νόμος ούτος είναι η εκ νεκρών ανάστασις, τήν οποίαν τά λογικά μόνον όντα χαίρουσιν. Το Ελληνικόν Έθνος, αφυπνώσαν επ’ αιώνας, ηγέρθη ηδη, καί λογισθέν εν τοις νεκροίς ανέστη πάλιν εκ του τάφου, καί ζη πάλιν μετά ζώντων καί κραταιούται καί προοδεύει, καί σπεύδει μετ’ ενθέρμου ζήλου, νά αναλάβη τήν προτέραν δόξαν του.  Ώς εμεγαλύνθη τά εργα Σου Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας.

»Τοιούτη τις παράδοξος παλιγγενεσία ενός ολοκλήρου αρχαίου έθνους δικαίως εκπλήττει τήν ανθρωπότητα, διότι η Ιστορία παρόμοιον άλλου τινός έθνους παράδειγμα δέν μας παρέχει. Ποία άραγε η αιτία τούτου του θαύματος; Βέβαια ουδεμία αλλη, ει μή η νοερά δόξα των προγόνων μας, ήτις ενεθάρρυνε τά μεταγενέστερα έθνη νά μιμηθώσι τόν υπέρ των φώτων ζήλον των Ελλήνων, ήτις ενέπνευσε εις τάς ψυχάς των εθνών αισθήματα ευγνωμοσύνης πρός τούς παίδας των Ελλήνων νά μή λησμονήσωσι ποτέ καί υπό τάς πλέον δεινάς περιστάσεις τήν ένδοξον καταγωγήν των, νά διατηρήσωσι τόν υπέρ της ελευθερίας καί υπέρ των φώτων ζήλον των, καί νά χύσωσι τέλος μετά χαράς τό αίμα των εις δεκαετή υπέρ πίστεως καί πατρίδος ιερόν αγώνα.

»Ιδού, φίλοι Όμογενεις! έφθασεν η ωρα της ελευθερίας μας. Ιδού, νεμόμεθα ήδη καί τά αγαθά αυτής, επειδή καί ανεξαρτησίαν πολιτικήν καί θρόνον μοναρχικόν κεκτήμεθα, καί υπό τά σκήπτρα βασιλέως δικαίου καί αγαθού χαίρομεν καί ασφάλειαν της ζωής καί των κτημάτων μας, καί ανατροφήν καλήν των τέκνων μας, καί τήν ποθητήν ησυχίαν των οικογενειών μας, καί ανάπαυσιν καί ευκαιρίαν εις τό νά μιμηθώμεν τούς ενδόξους προγόνους μας, καταγινόμενοι εις επιστήμας καί τέχνας, καί νά φανώμεν ούτως άξιοι κληρονόμοι της πατρώας ημών δόξης.

»Αδυνατώ, φίλοι Ομογενείς! Νά υπομνήσω καν εν συνόψει τά όσα υπό τήν πατρικήν κηδεμονίαν του σεβαστού ημών Άνακτος εκατορθώθησαν μέχρι τούδε πρός εντελή αναγέννησιν της φιλτάτης πατρίδος μας, ως πρός τήν πολιτικήν ύπαρξιν αυτής καί τήν των φώτων εν αυτή εξάπλωσιν. Πρός εξιστόρησιν των κατορθωμάτων τούτων καί τόπος καί χρόνος καταλληλότερος απαιτείται, καί ο διηγούμενος αυτά ικανώτερος εμού. Αρκούμαι ως πρός τούτο νά αναφέρω τό πρώτον Ελληνικόν Πανεπιστήμιον καί τό κατάστημα, του οποίου η σύστασις συνήγαγεν ημάς σήμερον ενταύθα, διά νά θέσωμεν τόν θεμέλιον αυτού λίθον. Τό ανώτατον της Ελλάδος εκπαιδευτικόν κατάστημα, άμα εσυστήθη υπό της πατρικής φροντίδος του σεβαστού ημών Βασιλέως, διήγειρε τήν συμπάθειαν καί τόν ενθουσιασμόν παντός του πεφωτισμένου κόσμου όστις δέν εδίστασε νά συνεισφέρη αμέσως καί πλουσιοπαρόχως εις τελειοποίησιν αυτού. Ή λαμπρά οικοδομή του καταστήματος τούτου, η βιβλιοθήκη, τό ταμείον της Φυσικής καί Χημείας, αι χρηματικαί συνεισφοραί των απανταχού της οικουμένης Ελλήνων καί Φιλελλήνων είναι τεκμήρια αναντίρρητα της παγκοσμίου χαράς, της οποίας πρόξενος η σύστασις τοιούτου καταστήματος των φώτων εις τήν αρχαίαν των φώτων πατρίδα. Τό κατάστημα τουτο, νεοσύστατον ον, στερείται βέβαια ακόμη πολλών αναγκαίων μέσων, μέ τά όποια βλέπομεν προικισμένα τά πρό εκατονταετηρίδων ήδη υπάχοντα Πανεπιστήμια της λοιπής Ευρώπης.

»Ουδεμία αμφιβολία όμως, οτι τό Πανεπιστήμιον μας, προοδεύον ομού μέ αυτό τό έθνος, θέλει φθάσει μετ ‘ου πολύ εις τόν σκοπούμενον βαθμόν της τελειότητος. Εν τω μέσω τούτου τού καταστήματος η διδασκαλία εξετάνθη ήδη εις όλους τούς κλάδους των ανθρωπίνων γνώσεων, καί αι πλείσται των επιστημών επροικίσθησαν μέ καθέδρας. Μία όμως των επιστημών, η υψηλοτέρα πασών, παρημελείτο μέχρι τούδε καί καθυστερείτο πάσης σχεδόν  προνοίας καί περιθάλψεως: λέγω τό καύχημα του ανθρωπίνου νοός, τήν κορωνίδα των γνώσεών μας, την Αστρονομίαν. Αρκεί νά αναφέρω τό ουράνιον τούτο όνομα, διά νά διεγείρω τήν προσοχήν καί τά υψηλά και γενναία αισθήματα παντός πεπαιδευμένου και ευαισθήτου. Αρκεί νά ονομασθή τό υψηλόν αντικείμενον της επιστήμης ταύτης, διά νά εξάψη αισθήματα σεμνότητος καί μεγαλοπρεπείας. Καθ’ οτι αι έννοιαι, τάς οποίας η επιστήμη αύτη μας χορηγεί περί του μεγέθους του κόσμου καί περί της δυνάμεως, σοφίας και αγαθότητος του παντοδυνάμου αυτού ∆ημιουργού, πρέπει νά αφαρπάζωσι καί ανθρώπους, άλλως αναισθήτους, εις θαυμασμόν, προσκύνησιν καί σεβασμόν.

»Πασίδηλα είναι πρός τούτοις, τά πλεονεκτήματα, τά οποία η επιστήμη αύτη επιχορηγεί εις τήν πολιτικήν κοινωνίαν των ανθρώπων ως πρός τήν υποδιαίρεσιν καί κατανόησιν του χρόνου, τήν ναυτιλίαν, τόν προσδιορισμόν των επί γης τοποθεσιών καί αλλα παρόμοια αναρίθμητα. Εν γένει δέ η γνώσις των αληθών σχέσεων καί συναρμογών, αι οποίαι συνδέουσι τήν μικράν γην μας μέ το σύστημα του Παντός, είναι διά τόν πεφωτισμένον άνθρωπον καί ωφέλιμος εν τω άμα καί αξιοπρεπής.

»Ή γνώσις αύτη υψώνει τό πνεύμα μας υπεράνω των επιγείων καί μας αποσπά από πολλά, τά οποία δεσμεύουσι τάς καρδίας ημών εις τήν γην, καί μας παρουσιάζονται επί του μικρού τούτου πλανήτου ως μεγάλα καί σπουδαία, καί αυτή εκείνη η γνωσις προκαλεί επί γης ήδη σειράν εννοιών, των οποίων η εξακολούθησις καί πέραν του τάφου αποτελεί μέρος της αιωνίου ημών μακαριότητος. ‘Ενί λόγω, κατά τήν ρήσιν σοφού τινός Γερμανοϋ: «Ή Αστρονομία παρέχει εις τόν άνθρωπον καρδίαν υψηλήν, καί όμμα υπερέχον της γης, καί πτερύγας ανυψούσας εις τό απειρον, καί ενα Θεόν, ουχί πεπερασμένον, αλλά απέραντον».

»∆ιά τάς αιτίας ταύτας βλέπομεν τήν σήμερον απανταχού της πεφωτισμένης οικουμένης καθέδρας της Αστρονομίας, Αστεροσκοπεία λαμπρά καί πολύτιμα, περιποιημένα μέ εέθερμον ζήλον υπό ηγεμόνων καί λαών, καί προικιζόμενα καθημερινώς μέ νέα καί πολυέξοδα όργανα καί άλλα βοηθήματα. Μόνη η Ελλάς, προωρισμένη απ’ αυτής της φύσεως διά τήν ναυτιλίαν, ως τόν αξιολογώτερον πόρον της υπάρξεώς της, εστερείτο μέχρι τούδε Αστεροσκοπείου καί αστρονομικών μαθημάτων. Τούτο δέ τόσον λυπηρότερον διά τόν τόπον, όπου ετέθη η βάσις της Αστρονομίας, εξ’ ου προήλθον γνώσεις, επί των οποίων στηρίξαντα τά νεώτερα έθνη ύψωσαν τήν θαυμάσιον οικοδομήν της νεωτέρας Αστρονομίας.

»Καθώς καί εις αλλας επιστήμας, ούτω καί εις ταύτην οι ένδοξοι πρόγονοι μας ειναι οι οδηγοί καί οι διδάσκαλοι των μεταγενεστέρων. Έκ των αρχαίων Ελληνικών ναμάτων εποτίσθησαν καί ενταύθα αί φιλομαθείς ψυχαί τών νεωτέρων. Ήδη 640 έτη πρό Χριστού ο Θαλης υπελόγισεν έκλειψιν του ηλίου. Ο Πυθαγόρας αναμφιβόλως είχε γνώσεις αστρονομικάς, προσεγγιζούσας κατά μέρος εις τήν μόνην αληθή της Αστρονομίας επιστήμην των νεωτέρων.

»Περίπου 300 ετη π.Χ. ο Τιμοχάρης καί ο Αρίστυλλος ενησχολήθησαν εις πλανητών παρατηρήσεις. Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος 267 ετη π.Χ. υπερέβαλε τούς λοιπούς κατά τό φιλοσοφικόν πνευμα, καθ’ οτι εδίδασκεν ήδη τήν διπλήν της γης κίνησιν περί τόν αξονά της καί περί τον ήλιον, κατά τήν άμεπτον μαρτυρίαν του Αρχιμήδους. Εκατόν περίπου έτη μετ’ αυτόν ήκμασεν ο αναντιρρήτως πρώτιστος των αρχαίων αστρονόμων, ο περικλεής Ίππαρχος, όστις επροσδιόρισεν ακριβέστερον των πρό αυτού τήν διάρκειαν του ηλιακού έτους, εφεξής αυτήν τήν εκκεντρικότητα της περιφοράς της γης καί τήν οπισθοδρό- μησιν των της ισημερίας σημείων. Έπεχειρίσθη δέ μάλιστα καί κατάλογον των απλανων αστέρων, η ως λέγει ο Πλίνιος: «Ausus rem etiam Deo improfam, annumerare posteris Stellas, coelo in haereditatem cunctis relieto» τουτέστιν: Απετόλμησε πραγμα καί τω Θεώ ασεβές, του απαριθμήσαι τοις μεταγενεστέροις τούς αστέρας, αφήσας τοις πάσι τόν ουρανόν κληρονομίαν.

»Είθε τά συγγράμματα του μεγάλου τούτου αστρονόμου νά εσώζοντο πρός μέγα όφελος της σημερινής Αστρονομίας. Κατά τόν δεύτερον αιωνα μ.Χ. ήκμασεν ο Πτολεμαίος, του οποίου η Μεγάλη Σύνταξις, επονομαζομένη υπό των πρώτων μεταφραστών αυτής, των Αράβων Αλμαγέστ καί μέχρι της σήμερον ακόμη χαίρει υπόληψιν καί εφαρμογής επωφελεστάτην, μ’ ολον οτι είχε δόξας εσφαλμένας περί του συστήματος του παντός καί εφάνη αχάριστος πρός τόν Ίππαρχον, εξ ου ερρανίσθη τάς πλείστας παρατηρήσεις. Ό καιρός δέν μοι συγχωρεί νά αναφέρω ενταύθα καί περί των λοιπών Ελλήνων αστρονόμων, του Αναξιμάνδρου, Αυτόλυκου, Αράτου, Ερατοσθένους καί αλλων, επίσης καί περί εκείνων, οίτινες διά μαθηματικών ερευνών συνετέλεσαν εμμέσως εις τήν πρόοδον της Αστρονομίας.

»Μέ χαράν ομως ανεκλάλητον προφέρω τά ονόματα τριων αστρονόμων Ελλήνων, οίτινες έζησαν καί εκαμαν τάς παρατηρήσεις των εις αυτάς τάς Αθήνας μας. Είναι δέ ούτοι ο Φαίνος, ο Ευκτήμων καί ο Μέτων. Ήμεις ευρισκόμεθα ενταύθα εις τόπον καθιερωμένον εις τήν Αστρονομίαν, επειδή ενταύθα εις αυτήν τήν Πνύκα, όπου μέλλει νά κτισθή της νέας Ελλάδος τό πρώτον Αστεροσκοπείον, ο Μέτων είχε πρό 2200 ετών τό Αστεροσκοπείον του, καί εις τόν ιερόν τούτον τόπον εξετέλεσε τάς παρατηρήσεις του. Ο περίκλυτος ούτος ομογενής καί συμπολίτης μας εκτός των άλλων κατορθωμάτων του, επενόησε κατά το 433 ετος π.Χ. καί τόν γνωστόν σεληνιακόν κύκλον, καί η εφεύρεσις αύτη εφάνη τόσον αξιόλογος καί σπουδαία εις τούς τότε Αθη- ναίους, ώστε ανεχάραξαν μέ χρυσά γράμματα τούς περί τούτου υπολογισμούς του, όθεν καί του Κύκλου τούτου η μέχρι της σήμερον συνήθης επωνομασία του χρυσού αριθμού.

»Φίλοι Ομογενείς! Ή ανέκαθεν ευχή μου, του νά ιδώ τήν πατρίδα μας προικισμένην καί μέ Αστεροσκοπείον, εκπληρούται σήμερον σύν Θεώ. Κατέβαλον δέ πρό χρόνων ήδη όλας τάς μικράς δυνάμεις μου εις τό νά αποπερατωθή η υπόθεσις αύτη, έχων αδιαλείπτως πρό οφθαλμών καί τήν αξιοπρέπειαν της επιστήμης καί τό συμφέρον της κοινής ημών πατρίδος. Κατενόησα εντελώς ενός τοιούτου καταστήματος τό μέγα όφελος, μάλιστα δέ καί τήν κατεπείγουσαν ανάγκην διά τό έθνος μας, ως θαλασσοπόρον, προαισθανόμενος εν τω άμα καί τήν χαροποιόν εντύπωσιν, την οποίαν τό πρώτον της Ανατολής Αστεροσκοπείον μέλλει νά προξενήση εις όλον τόν πεφωτισμένον κόσμον. Βλέπων συγχρόνως δέ καί τάς μεγάλας δυσκολίας, εις τάς οποίας διά τό πολυέξοδον υπόκειται η σύστασις ενός τοιούτου καταστήματος, επροσπάθησα νά αναφερθώ εις άνδρα φιλογενή καί πλούσιον, δυνάμενον νά καταβάλη τά πρός τούτο αναγκαία έξοδα, όπερ καί κατώρθωσα, τυχών κατά τούτο της αόκνου συνεργείας του εξοχωτάτου πρέσβεως της Αυστρίας, του φιλομούσου καί φιλέλληνος κυρίου Πρόκεσχ – ‘Οστεν. Τοιούτον άνδρα εύρον τόν εν Βιέννη Γενικόν Πρόξενον της Ελλάδος, Κύριον Βαρώνον Σίνα.

»Ό φιλογενέστατος ούτος ‘Ελλην, άμα πληροφορηθείς περί της ωφελείας ενός τοιούτου επιστημονικού καταστήματος διά τήν πατρίδα μας, συγκατένευσεν αμέσως εις τήν ανέγερσιν αυτού, παραγγείλας τήν κατασκευήν των κυριωδεστέρων οργάνων ενός Αστεροσκοπείου, τά οποία καί ετοιμάζονται ηδη υπό των περιφημοτέρων εν Βιέννη τεχνιτών, δωρίσας δέ καί ετέραν σημαντικήν ποσότητα πρός οικοδομήν αυτού του Αστεροσκοπείου, του οποίου σύν Θεώ θέτομεν ήδη τόν θεμέλιον λίθον.

»Είθε αι προσδοκίαι, τάς οποίας συλλαμβάνομεν τήν ώραν ταύτην, νά μή ματαιωθώσιν εις τό εξής, καί είθε οι μέλλοντες διευθυνταί του καταστήματος τούτου νά περιποιώνται αυτό μέ εκείνην τήν καθαράν αγάπην, με τήν οποίαν εσυστήθη. Από τόν γνήσιον ζήλον αυτών καί υπό τόν ανέφελον, λαμπρόν ουρανόν της Ελλάδος η επιστήμη έχει τω όντι να προσμένη τά μέγιστα αποτελέσματα. Πάλλει η καρδία μου, όταν στοχάζωμαι, οτι θέλει έλθει καιρός, καθ’ ον μέλλουν νά αναφανώσι καί εις τήν Ελλάδα νέαι ανακαλύψεις, γενόμεναι υπό Ελλήνων εις τάς φυσικάς επιστήμας, διά νά δοξασθή καί αύθις τό δεδοξασμένον όνομα της Ελλάδος. Επειδή καί άξιον είναι καί δίκαιον, νά κατασταθώσι συναγωνισταί ισότιμοι καί συνάμιλλοι ανεπίληπτοι των σημερινών πεφωτισμένων εθνών εις τό στάδιον των επιστημών οι απόγονοι εκείνων των αοιδίμων καί ενδόξων ανδρών, παρ’ ων παρέλαβον τά έθνη εκείνας τάς αρχάς καί βάσεις, επί των οποίων βλέπομεν τήν σήμερον ανυψούμενον τόν θαυμάσιον ναόν της επιστήμης.

»Όσον δέ δι’ εμέ, άλλο τι δέν ειμπορώ νά κάμω, ει μή νά αναπέμψω ευχάς ευχαριστηρίους εις τήν Θείαν πρόνοιαν, ήτις κατά τήν ανεξιχνίαστον αυτής βουλήν ηυδόκησε νά αναστήση ως εκ τάφου τό γένος των Έλλήνων, καί νά χαρίση εις τήν πατρίδα μας ανεξαρτησίαν καί αυτεξουσιότητα, Βασιλέα καί Πανεπιστήμιον, τά οποία τρία ουράνια δωρα ειναι τό μόνον ασάλευτον καί ακαταμάχητον εν τω κλύδωνι των καθημερινών μεταβολών καί μεταμορφώσεων, καί νά προσφέρω επ ονόματι της επιστήμης τάς πλέον εγκαρδίους ευχαριστίας εις όλους τούς ευεργέτας καί κηδεμόνας του Πανεπιστημίου μας, πρό πάντων δέ εις τόν σεβαστόν ημων Βασιλέα, όστις καί ανήγειρε καί εδόξασε μέ τό υψηλόν του όνομα τό πρώτον Πανεπιστήμιον της Ελλάδος.

»∆ιά τούτο καί εκφωνώ εκ βάθους ψυχής: Ζήτω η ανεξαρτησία της Ελλάδος! Ζήτω ο Όθων, ο πρώτος Βασιλεύς της Ελλάδος σύν τη Βασιλίσση Αμαλία! Ζήτω δέ καί τό πρώτον Πανεπιστήμιον της Ελλάδος!

Βιβλιογραφία

Το Αστεροσκοπείον Αθηνών. Αστρονομικά Νέα. Αριθ. 1, Αθήνα 1952
Abetti G. The History of Astronomy.London 1954
Dialetis D, Matsopoulos N. Nikolaides E. G. Vouris and the Foundation of the First Observatory in Balkan Area. 1st General Conference of the Balkan Physical Union. Sept 26-28, 1991
Doig P. A Concise History of Astronomy. London 1950
∆ιαλέτης ∆, Ματσόπουλος Ν. Ορισμένες Πλευρές της Κοσμολογικής Αντίληψης του Ευγενίου Βουλγάρεως. Συνέδριο «Οι θετικές επιστήμες στην περίοδο του Νεοελληνικού ∆ιαφωτισμού»∆άρισα 22-24 Απριλίου 1988. –Ευγενίδειον Πλανητάριον. Ίδρυμα Ευγενίδου, Αθήνα 1965.
Kαpaς Γ. Οι Επιστήμες στην Τουρκοκρατία Α&Β. Αθήνα 1992
Kαpaς Γ. Οι Φυσικές – Θετικές Επιστήμες στον Ελληνικό 18ο Αιώνα. Αθήνα 1977
Kυpιαζoπoυλoς B. Η Αστρονομια και η Mετεωρoλoγια εις την Ελλάδα επί της Βασιλείας του Όθωνος. Δελτίο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος. Τόμος 19ος, Αθήνα 1969
Κωτσάκης ∆. Die Astronomie in Griechenland. Sterne und Weltraum. Jahrgang 4, Nr. 6, Juni 1965
Κωτσάκης ∆. Αστρονομία και Mαθηματικά κατά την Βυζαντινήν περίοδον. ∆ελτίο ΓΥΣ FV τριμηνία 1958
Κωτσάκης ∆. ∆ιδάσκαλοι του Γένους και Αστρονομία. Αθήνα 1983.
Κωτσάκης ∆. To Πρώτον ερευνητικoν κέντρον της νεωτέρας Ελλάδος. Κμος αφιέρωμα εις τον Ηλιαν Γ. Mαριoλoπoυλoν. Θεσ/νικη 1980
Λαϊος Γ. To Αστεροσκοπείο Αθηνών. Αθήνα 1962

Λασκαρίδης Π. Επετηρίδα Ελλήνων Αστρoνoμων. Αθήνα 1992
Matsopoulos N. Nikolaides E. J.F. Schmidt. A Famous German Astronomer in Greece. 1st General Conference of the Balkan Physical Union. Sept 26-28, 1991
Ματσόπουλος Ν. Η Αστρονομία στην Περίοδο του Νεοελληνικού ∆ιαφωτισμού. Μιά Πρώτη Προσέγγιση. Ημερίδα «Τα Μαθηματικά κατά την Περίοδο της Τουρκοκρατίας». ΚΝΕ/ΕΙΕ και ΕΜΕ. Αθήνα 15 Νοεμβρί- ου 1993.
Ματσόπουλος Ν. Η Αστρονομία στην Σύγχρονη Ελλάδα. 1700-2000. Αθήνα 2000
Μέρμηγκας Κ. Ιστορία των Επιστημών. Αθήνα 1940
Νικολαϊδης Ε. (Editor) Οι μαθηματικές Επιστήμες στην Τουρκοκρατία.
Πρακτικά Ημερίδας. ΕΕΙΕΤ/ΚΝΕ-ΕΙΕ. 1990
Νικολαϊδης Ε., ∆ιαλέτης ∆. Η Γαλλική Επανάσταση και οι Ελληνικές θετικές επιστήμες. Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης, τριήμερο με θέμα «Η αναμορφωτική επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης στα μαθηματικά και ο Ελληνικός απόηχος» 1989.
Πλακίδης Σ, Κωτσάκης ∆. Astronomy in Modern Greece. Athens 1978 Πλακίδης Σ. Astronomy in Modern Greece. Athens 1960
Πλακιδης Σ. Μαυρίδης Λ. Αστρονομία. ΜΕΕ «∆ρανδάκη», τόμος 10ος β’έκδοση
Πλακιδης Σ. Το Εθνικόν Αστεροσκοπείον Αθηνών και το Έργον του (1842-1965). «Τεχνικά Χρονικά», Τευχ. 8, Αθήνα 1969
Σαρρής Ε. ∆ημήτριος Κ. Κοκκίδης. ∆ημοσιεύσεις ΕΑΑ Νο 28, Αθήνα 1987
Σκαρπαλέζος Α. Απότην Ιστορίαν του Πανεπιστημίου Αθηνών (Ιστορικά Κείμενα και ιστορικά Στοιχεία) Αθήνα 1964
Στεφανΐδης Μ. Εισαγωγή εις την Ιστορίαν των Φυσικών Επιστημών. Αθήνα 1938 Τα Μαθηματικά Στην Τουρκοκρατία. Ευκλείδης τευχ 40-41, Αθήνα 1994