copyright © μετάφραση – επιμέλεια Χείλων
Την Πρωτοχρονιά του 1915 ο πόλεμος φάνταζε απόμακρος για τους Αυστραλούς πολίτες του Μπρόκεν Χίλλ/Broken Hill. Ήταν καλοκαίρι και η μικρή πόλη εξόρυξης ασημιού που βρισκόταν 720 χιλιόμετρα μακριά από το Σίδνεϊ και τις εχθροπραξίες του δυτικού μετώπου ψηνόταν στη ζέστη της ερήμου. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος διαρκούσε ήδη πέντε μήνες και οι ανθρακωρύχοι του Μπρόκεν Χίλλ ήθελαν όσο τίποτα να απολαύσουν τις διακοπές με τις οικογένειές τους και να ξεχάσουν τα προβλήματα με τον πόλεμο και την ζοφερή οικονομική συγκυρία λόγω της οποίας έκλειναν τα ορυχεία και έμεναν άνεργοι.
Περισσότεροι από 1.200 άνδρες, γυναίκες και παιδιά ήταν στριμωγμένοι στο τρένο που τους μετέφερε μέχρι το Σίλβερτον για το ετήσιο πικνίκ της πόλης. Τελικά όμως για το Μπρόκεν Χίλλ την Ημέρα της Πρωτοχρονιάς, ο πόλεμος βρισκόταν ένα μίλι μακριά σε μια κορυφογραμμή, όπου δύο Αφγανοί είχαν υψώσει την Τουρκική σημαία σε ένα καροτσάκι παγωτών και ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν πόλεμο.
Οι κάτοικοι της πόλης είδαν τους άνδρες, καθώς το τρένο ανέβαινε αργά το λόφο και ορισμένοι μάλιστα τους χαιρέτησαν, νομίζοντας ότι οι δύο Μουσουλμάνοι οι οποίοι κρατούσαν τυφέκια, ετοιμάζονταν να κυνηγήσουν λαγούς. Αλλά καθώς η απόσταση μεταξύ του παγωτατζίδικου και των εκδρομέων έφθασε στα 30 μέτρα, οι Αφγανοί έσκυψαν – σημάδεψαν και άνοιξαν πυρ.

Οι σφαίρες διαπέρασαν τα πλευρά της αμαξοστοιχίας, η οποία αποτελείτο από ξύλινα βαγόνια. Δέκα επιβάτες χτυπήθηκαν πριν ο μηχανοδηγός συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε και απομακρυνθεί από την εμβέλεια των πυρών. Τρεις σκοτώθηκαν και επτά τραυματίστηκαν, εκ των οποίων οι τρείς ήταν γυναίκες. Νεκροί ήταν δύο άνδρες, ο Ουίλλιαμ Σω και ο Αλφ Μίλλαρντ και ένα 17χρονο κορίτσι η Έλμα Κάουι, η οποία είχε πάει στην εκδρομή με τον φίλο της.
Καθώς το τρένο επιβράδυνε ορισμένοι επιβάτες πήδηξαν έξω προσπαθώντας να καλυφθούν και δύο έτρεξαν πίσω στο Μπρόκεν Χίλλ για να ειδοποιήσουν τις αρχές. Εν τω μεταξύ, οι Αφγανοί μετακινήθηκαν και έλαβαν θέσεις μάχης, αποφασισμένοι να πεθάνουν πολεμώντας.
Προκειμένου να αντιληφθούμε τι συνέβη στο Μπρόκεν Χίλλ, πρέπει να κατανοήσουμε τους λόγους που μία απομονωμένη πόλη είχε Μουσουλμανικό πληθυσμό και ορισμένοι από τους Αφγανούς αισθάνονταν εντελώς αποξενωμένοι από τους υπόλοιπους κατοίκους, ενώ ήταν πιστοί σε μια ξένη χώρα όπως η Τουρκία.

Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι απλή: Οι Αφγανοί μετανάστευαν στην Αυστραλία επί σχεδόν 50 χρόνια, διότι οι Αυστραλοί είχαν διαπιστώσει ότι οι καμήλες και όχι τα άλογα, ήταν το καλύτερο μέσο μεταφοράς στην έρημο, πριν εμφανισθούν τα φορτηγά. Οι Αφγανοί γνώριζαν τα πάντα σχετικά με τις καμήλες, δεν δυσανασχετούσαν, δεν τους ενοχλούσε η μυρωδιά και αμείβονταν πολύ λιγότερο από ότι οι Αυστραλοί για την δυσάρεστη δουλειά της μεταφοράς εμπορευμάτων σε πόλεις της ερήμου και την ενδοχώρα.
Οι Μουσουλμάνοι μετανάστες πήραν τις θέσεις εργασίας τις οποίες οι Αυστραλοί μεταφορείς θεωρούσαν δικαίωμά τους με αποτέλεσμα οι τοπικοί συνδικαλιστικοί φορείς να εξοργισθούν και ο θυμός να μετατραπεί σε ένα ισχυρό κοκτέιλ φόβου, ρατσισμού και μίσους. Ο φόβος ξεπήδησε από τον αθέμιτο ανταγωνισμό, ο οποίος κόστιζε θέσεις εργασίας σε μια εποχή που η οικονομία συρρικνώνονταν. Οι περισσότεροι επιχειρηματίες και αγρότες ενδιαφέρονταν για το γεγονός ότι οι καμήλες μπορούσαν να ταξιδέψουν στην ενδοχώρα σε λιγότερο από το μισό χρόνο που χρειαζόταν η ιππήλατη άμαξα και σε χαμηλότερη τιμή. Η κατάσταση χειροτέρευε περισσότερο αφού τα άλογα δεν μπορούσαν να δουλέψουν μαζί με τις καμήλες διότι δυστροπούσαν από την μυρωδιά.
Πολύ πριν το 1914, οι σχέσεις μεταξύ Αφγανών και μεταφορέων είχαν επιδεινωθεί σε όλη την Αυστραλία σε σημείο όπου οι Μουσουλμάνοι δέχονταν επιθέσεις κατά τις οποίες λεηλατούνταν καταυλισμοί και οι καμήλες έμεναν ανάπηρες. Οι φιλονικίες μεταξύ των δύο ομάδων στους δρόμους που οδηγούσαν στους κυριότερους σιδηροδρομικούς σταθμούς και λιμένες, έγιναν ρουτίνα. Τα αρχεία δείχνουν ότι διαπράχτηκαν τουλάχιστον έξι δολοφονίες, μία από όχλο Αυστραλών και πέντε από έναν Αφγανό.
Ήδη από το 1893 οι κάτοικοι του Μπρόκεν Χίλλ είχαν υποβάλλει επίσημη διαμαρτυρία κατά της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης των Αφγανών στη Νέα Νότια Ουαλία. Ο εκδότης της τοπικής εφημερίδας «Μάινερ Μπάρριερ» έκανε πολύχρονη εκστρατεία κατά της παρουσίας τους στην πόλη, δημοσιεύοντας σειρά εμπρηστικών άρθρων στην προσπάθειά του να διώξει τους καμηλιέρηδες έξω από την περιοχή εξόρυξης.

Προσθέστε σε αυτά, τη διαφορετική εθνικότητα και θρησκεία και δεν είναι διόλου περίεργο που σύντομα επαληθεύθηκε ο χαρακτηρισμός της ιστορικού Κριστίν Στίβενς για τους Αφγανούς ως «παρίες της Αυστραλίας». Έτσι διαμόρφωσαν τις δικές τους ξεχωριστές κοινότητες – οικισμούς, γνωστές ως Αφγανουπόλεις/Ghantowns που συνόρευαν με τις κατοικίες των ντόπιων, χωρίς να αναπτύσσουν σχέσεις μαζί τους και φυσικά να μην ξοδεύουν τα λίγα χρήματα που είχαν στα τοπικά καταστήματα. Κάθε Αφγανούπολη είχε τον δικό της μουλά και το δικό της χαλάλ (κατάλογο τροφίμων σύμφωνα με τον Ισλαμικό νόμο). Στο Μπρόκεν Χίλλ ο ίδιος άνθρωπος εκτελούσε τα δύο καθήκοντα ταυτόχρονα…….το όνομά του ήταν μουλάς Αμπντουλάχ και ήταν ο επικεφαλής της Αφγανικής κοινότητας.
Ο μουλάς Αμπντουλάχ γεννήθηκε το 1855 στο Πέρασμα Κιμπέρ στο Πακιστάν. Διέθετε κάποια στοιχειώδη εκπαίδευση – μιλούσε και έγραφε Νταρί, την επίσημη γλώσσα του Αφγανιστάν – και πιθανόν είχε εκπαιδευθεί σε σχολείο Μαντράσα (Μουσουλμανικό ιεροσπουδαστήριο) πριν μεταναστεύσει περίπου το 1899, στην Αυστραλία. Η Στίβενς γράφει ότι: «ως πνευματικός ηγέτης ομάδας καμηλιέρηδων ηγείτο στις καθημερινές προσευχές, έκανε ταφές και σκότωνε θηράματα χαλάλ για την τροφή των συμπολιτών του».

Αυτή ακριβώς η τελευταία δραστηριότητα του Αμπντουλάχ ήταν που προκάλεσε τα προβλήματα. Οι μεταφορείς δεν ήταν η μοναδική ισχυρή ομάδα συνδικαλιστών στο Μπρόκεν Χίλλ αφού και τα κρεοπωλεία ήταν επίσης οργανωμένα συνδικαλιστικά. Κατά τις τελευταίες εβδομάδες του 1914, επισκέφτηκε τον Αφγανό ο επικεφαλής επιθεωρητής υγιεινής και του άσκησε δίωξη όχι μόνο για παράνομη σφαγή ζώων, αλλά και για το ότι δεν ανήκε στην ένωση κρεοπωλών. Λόγω των παραβάσεων επιβλήθηκε πρόστιμο το οποίο αδυνατούσε να πληρώσει, γεγονός που πρόσβαλλε και εξόργισε τον Αμπντουλάχ.
Ο φίλος του, με το όνομα Γκούλ Μοχάμεντ, ανήκε στην φυλή Αφρίντι και είχε πάει στην Αυστραλία ως καμηλιέρης λίγο μετά το 1900. Στις αρχές του 1900 οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις τον οδήγησαν στην Τουρκία, όπου κατετάγη στον στρατό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με αυτό τον τρόπο, επέλεξε να υπηρετήσει το Σουλτάνο ο οποίος ως αρχηγός του Μουσουλμανικών Αγίων Τόπων της Αραβίας – θεωρείτο χαλίφης ή πνευματικός ηγέτης, όλων των Μουσουλμάνων. Ο Γκούλ υπηρέτησε σε τέσσερις εκστρατείες με τους Τούρκους πριν μεταβεί στην Αυστραλία, για να εργαστεί στα ορυχεία του Μπρόκεν Χίλλ. Κάποια στιγμή έχασε την δουλειά του, καθότι η οικονομία επιδεινώθηκε και αναγκάσθηκε σε ηλικία περίπου 40 ετών, να εργάζεται ως παγωτατζής στους δρόμους της πόλης.
Τα νέα από το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και τη κήρυξη πολέμου της Τουρκίας στην Μεγάλη Βρετανία έφτασαν αμέσως στο Μπρόκεν Χίλλ. Η αφοσίωση του Γκούλ στον σουλτάνο δεν κλονίστηκε. Έγραψε αμέσως στον Υπουργό Πολέμου στην Κωνσταντινούπολη, προσφερόμενος να στρατολογηθεί εκ νέου και μάλιστα έλαβε απάντηση (το εν λόγω στοιχείο αποτελεί εντυπωσιακή ένδειξη της αποτελεσματικότητας του Οθωμανικού υπουργείου πολέμου, αλλά και της χαλαρότητας των ταχυδρομικών λογοκριτών της Αυστραλίας κατά τη διάρκεια του πολέμου).
Ωστόσο για τον Γκούλ η ιδέα του αγώνα στην Αυστραλία φάνταζε ελκυστική. Η επιστολή από τους Οθωμανούς τον ενθάρρυνε να γίνει μέλος του Τουρκικού στρατού και να αγωνιστεί για το Σουλτάνο χωρίς να διευκρινίζεται ο τόπος ή ο τρόπος.

Ένα σημείωμα που παρέδωσε ο Γκούλ υποδηλώνει ότι ήταν αυτός που παρότρυνε τον Αμπντουλάχ να χτυπήσουν τους Αυστραλούς. Αλλά είναι βέβαιο ότι ο Αμπντουλάχ έγραψε το σημείωμα αυτοκτονίας πριν την επίθεση στους εκδρομείς. Το σημείωμα έγραφε: «Κρατώ το φιρμάνι του Σουλτάνου, υπογεγραμμένο και σφραγισμένο από τον ίδιο. Είναι στη ζώνη της μέσης μου και αν δεν καταστραφεί από πυροβολισμό θα το βρείτε σε μένα. Πρέπει να σκοτώσω τους άντρες σας και να θυσιαστώ για την πίστη μου, με εντολή του Σουλτάνου [αλλά] δεν έχω καμία εχθρότητα εναντίον κανενός, ούτε έχω διαβουλεύσεις με κανέναν, ούτε ενημέρωσα κανέναν». Στο σημείωμά του ο Αμπντουλάχ ανέφερε το παράπονο κατά του επιθεωρητή υγιεινής και έγραφε ότι ήθελε να τον σκοτώσει πρώτον (ο επιθεωρητής επέβαινε στο τρένο, αλλά επέζησε της επίθεσης). Εκτός από αυτό όμως, επανέλαβε τα συναισθήματα του φίλου του ότι δεν τρέφει εχθρότητα εναντίον κανενός.
Μετά την αρχική επίθεση, πέρασε μία ώρα μέχρι να κινητοποιηθούν οι αρχές του Μπρόκεν Χίλλ. Οι αστυνομικοί συγκεντρώθηκαν και κλήθηκε μικρή δύναμη στρατιωτών από μια κοντινή στρατιωτική βάση. Οι ντόπιοι εξοργισμένοι από την επίθεση των Αφγανών σε γυναίκες και παιδιά, συγκέντρωσαν όσα όπλα μπορούσαν να βρουν από τις τοπικές σκοπευτικές & κυνηγετικές λέσχες. Η εφημερίδα Μπάριερ Μάινερ έγραφε: «Ήταν αποφασισμένοι να μην υπάρξει έλεος για τον δήμιο και να μην κινδυνεύσουν άλλο οι υπόλοιποι εκδρομείς».
Αστυνομία, στρατός και πολιτοφυλακή – συνέκλιναν στα βράχια όπου είχαν κάλυψη οι δύο μουσουλμάνοι. Η συγγραφέας Πάτσι Σμιθ περιγράφει την αντίδραση της αστυνομίας, παραλληλίζοντάς την με κωμωδία του βωβού κινηματογράφου. Ένα από τα δύο αυτοκίνητά τους χάλασε και στριμώχτηκαν στο άλλο. Όταν πλησίασαν στην περιοχή πλησίασαν δύο άνδρες και ζήτησαν οδηγίες για τις εχθρικές γραμμές. Όταν άκουσαν τις σφαίρες να σφυρίζουν, ήξεραν ότι ήταν κοντά.

Ο Γκούλ Μοχάμεντ και ο μουλάς Αμπντουλάχ φορούσαν χειροποίητους τελαμώνες με θήκες για 48 φυσίγγια και είχαν πυροβολήσει τα μισά φυσίγγια εναντίον του τρένου. Όμως είχαν καταφέρει να σκοτώσουν έναν τέταρτο Αυστραλό – τον Τζιμ Κρεγκ, ο οποίος έκοβε ξύλα στην αυλή του σπιτιού του – καθώς προσπαθούσαν να καλυφθούν. Οι δύο άνδρες ήταν επίσης οπλισμένοι με ένα πιστόλι και μαχαίρια.
Καθώς η κάλυψη των Μουσουλμάνων ήταν καλά σχεδιασμένη οι αστυνομικές – στρατιωτικές δυνάμεις δεν επιχείρησαν κατά μέτωπο επίθεση, αλλά εξαπέλυσαν καταιγισμό πυρών από απόσταση. Η μάχη άρχισε στις 10:10 και τελείωσε στις 13:00.
Το σημείωμα «αυτοκτονίας» του μουλά Αμπντουλάχ βρέθηκε κρυμμένο στα βράχια τρεις ημέρες μετά τη μάχη. Εστάλη στην Αδελαΐδα για μετάφραση και διαπιστώθηκε ότι περιέγραφε την οργή για τις διώξεις από τους επιθεωρητές υγιεινής και την απόφαση να πεθάνουν για την πίστη τους.
Μετά την μάχη διαπιστώθηκε ότι ο Αμπντουλάχ χτυπήθηκε στο κεφάλι και σκοτώθηκε νωρίς, αφήνοντας τον φίλο του μόνο του. Από τις δυνάμεις του Μπρόκεν Χίλλ δεν υπήρξε νεκρός. Μετά την κατάπαυση του πυρός, ο Γκούλ βρέθηκε βαρύτατα πληγωμένος (έφερε 16 τραύματα).
Ο Γκούλ μεταφέρθηκε στο Μπρόκεν Χίλλ, όπου και πέθανε στο νοσοκομείο. Εν τω μεταξύ οι κάτοικοι απειλούσαν με αντίποινα και οι τοπικές αρχές τοποθέτησαν φρουρά προκειμένου να αποτρέψουν τυχόν επιθέσεις κατά των Αφγανών. Στερούμενος της δυνατότητας να εκδικηθεί τους Μουσουλμάνους, ο όχλος στράφηκε κατά του Γερμανικού Συλλόγου της πόλης, ο οποίος κάηκε ολοσχερώς.
Όσον αφορά στα πτώματα των Γκούλ και Αμπντουλάχ, οι κάτοικοι δεν επέτρεψαν την ταφή τους, γι’ αυτό και θάφτηκαν βιαστικά και μυστικά κάτω από ένα κατάστημα εκρηκτικών. Η μάχη του Μπρόκεν Χίλλ είχε τελειώσει, αλλά ο πόλεμος τον οποίο είχαν ξεκινήσει οι δύο Αφγανοί ήταν μόνο η αρχή.
Πηγές – βιβλιογραφία
https://www.smithsonianmag.com/history/the-battle-of-broken-hill-113650077/
https://en.wikipedia.org/wiki/Battle_of_Broken_Hill
Πάτσι Άνταμς Σμιθ «Λαογραφία των σιδηροδρόμων της Αυστραλίας» Σίδνεϋ Μακμίλλαν 1969
Κριστίν Στίβενς «Τζαμιά και Αφγανουπόλεις – Η ιστορία των Αφγανών καμηλιέρηδων στην Αυστραλία» Σίδνεϋ 1989
«Ο πόλεμος στο Μπρόκεν Χίλλ». Αυστραλιανές συλλογές.