εξώφυλλο: Χαρακτική αγνώστου καλλιτέχνη που αναπαριστά την μονομαχία Ορατίων & Κυριτών (1541) πηγή
© copyright μετάφραση – επιμέλεια: Χείλων
Το Ρωμαϊκό βασίλειο ιδρύθηκε περί τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ, αλλά παρά την μακραίωνη ιστορία του, οι Έλληνες μελετητές άρχισαν να ασχολούνται με την Ρώμη τον 3ο αιώνα π.Χ., όταν κατέστη κυρίαρχη δύναμη στην Ιταλία και συγκρούστηκε με την Καρχηδόνα. Οι ίδιοι οι Ρωμαίοι δεν ανέδειξαν κάποιον αξιόλογο ιστορικό μέχρι το 200 π.Χ. περίπου, όταν ο Συγκλητικός Κόιντος Φάβιος Πίκτωρ άρχισε να γράφει τα πρώτα επίσημα Ρωμαϊκά ιστορικά έργα. Δυστυχώς, όταν άρχισε να γράφει ο Πίκτωρ, μεγάλο μέρος των γραπτών αρχείων της Ρώμης είχε ήδη καταστραφεί κατά την Γαλατική επιδρομή στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. και η σωζόμενη προφορική ιστορία για την ίδρυση της Ρώμης ήταν απίστευτα αλλοιωμένη λόγω της μετάδοσης από «στόμα σε στόμα». Όταν ο Ρωμαίος μελετητής Τίτος Λίβιος (59 π.Χ.-17 μ.Χ.) θέλησε να καταγράψει την ιστορία της Ρώμης, έπρεπε να βασισθεί σε αμφίβολη τεκμηρίωση, όπως ονόματα χωρίς ιστορικό υπόβαθρο και λαϊκές ιστορίες οι οποίες συχνά προσαρμόζονταν στην δομή των μύθων της Ελληνικής μυθολογίας.
Η τραγική ιστορία των Ορατίων και των Κυριτών (Horatii & Curiatii) είναι ένας από τους μύθους της Ρώμης που αφορά στον τρόπο που επέκτεινε την επιρροή της στην γειτονική Άλμπα Λόνγκα (αρχαία Λατινική πόλη 19 χλμ. νοτιοδυτικά της Ρώμης). Ιστορικά εκτιμάται ότι η Άλμπα Λόνγκα υπήρχε πολύ πριν το 1000 π.Χ. και ήταν μια ισχυρή πόλη μέχρι τον 7ο αιώνα π.Χ., όταν η κυριαρχία της αμφισβητήθηκε από τη Ρώμη και τελικά καταστράφηκε περί το 600 π.Χ. Αν και ουδέποτε θα γνωρίσουμε λεπτομέρειες της σύγκρουσης μεταξύ των δύο πόλεων, ιστορικοί όπως ο Λίβιος την κατέγραψαν στα έργα τους, διανθισμένη με αρκετά στοιχεία δράματος.
Στο έργο του «Ab Urbe Condita Libri – Ιστορία της Ρώμης» ο Λίβιος ισχυρίζεται ότι ο πόλεμος ανάμεσα στη Ρώμη και την Alba Longa ξεκίνησε από μια διαμάχη για βοοειδή, κατά την οποία η μία πόλη έκλεβε κοπάδια από την άλλη αρνούμενες να τα επιστρέψουν. Τελικά ως μέσο επίλυσης των διαφορών απέμεινε η κήρυξη πολέμου, αλλά πριν ξεκινήσει η μάχη, οι ηγέτες των πόλεων συμφώνησαν σε μια περίεργη λύση σύμφωνα με την οποία το αποτέλεσμα θα καθόριζε μια μονομαχία μεταξύ επιλεγμένων πρωταθλητών κάθε πόλης. Είναι αξιοπερίεργο, ότι τόσο η Ρώμη όσο και η Alba Longa επέλεξαν ως μονομάχους τρίδυμους αδελφούς, η μεν Ρώμη τους Οράτιους και η Άλμπα Λόνγκα τους Κυρίτες.

Η αντιπαράθεση όμως μεταξύ Ορατίων και Κυριτών ήταν ατυχής, επειδή οι Ρωμαίοι τρίδυμοι ήσαν εν δυνάμει κουνιάδοι ενός εκ των τριδύμων της Άλμπα, αφού η αδελφή τους επρόκειτο να παντρευτεί κάποιον από τους αντιπάλους. Παρόλα αυτά, επειδή όπως αναφέρει ο Λίβιος η πόλη ήταν σημαντικότερη από την αγάπη και την οικογένεια, αμφότεροι συμφώνησαν να πολεμήσουν μέχρι θανάτου για λογαριασμό των πατρίδων τους. Ωστόσο, ο Κυρίτης ο οποίος επρόκειτο να νυμφευθεί σύντομα, όταν έφτασε στον τόπο της μονομαχίας, φορούσε με περηφάνια ένα μανδύα που είχε φτιάξει η μνηστή του. Οι έξι πολεμιστές μπήκαν σε μια αρένα και παρουσία των δύο στρατών άρχισε η μονομαχία υπό τους ήχους σαλπίγγων και ζητωκραυγών.
Ο Λίβιος περιγράφει την σκηνή της μονομαχίας δίδοντας έμφαση στο στοιχείο του δράματος:
Προς απογοήτευση των Ρωμαίων οι Οράτιοι πολέμησαν φρικτά, αφού ο ένας σκοτωνόταν μετά τον άλλον, μέχρι που απέμεινε μόνο ο Πόπλιος Οράτιος, για να αντιμετωπίσει και τους τρείς Κυρίτες. Κοιτάζοντας τους τρεις πολεμιστές, ο Οράτιος είχε μόνο μία επιλογή…………να τρέξει. Οι Ρωμαίοι παρακολουθούσαν με απογοήτευση καθώς οι τρεις Κυρίτες πολεμιστές κυνηγούσαν τον Ρωμαίο πρωταθλητή γύρω από την αρένα. Ωστόσο, ο Οράτιος έτρεχε γύρω από το πεδίο της μάχης για κάποιο λόγο. Καθώς οι αντίπαλοι κυνηγούσαν το θήραμά τους, διασπάστηκαν και βλέποντας την ευκαιρία, ο Ρωμαίος σταμάτησε ξαφνικά και άρχισε την επίθεσή του. Χρησιμοποιώντας λακτίσματα και καλοζυγισμένα χτυπήματα, ο μοναχικός πολεμιστής άρχισε να σκοτώνει τους Κυρίτες τον έναν μετά τον άλλον καθώς έτρεχαν προς αυτόν μεμονωμένα. Οι Ρωμαίοι ζητωκραύγαζαν, καθώς ο Οράτιος σκότωνε τον πρώτο Κυρίτη και κατόπιν τον δεύτερο, ενώ τελευταίος απέμεινε αυτός που θα ήταν κουνιάδος του αν είχε αποφευχθεί ο πόλεμος. Χωρίς να δείξει έλεος, ο Ρωμαίος σκότωσε τον εχθρό του και αφαίρεσε από το σώμα του τον μανδύα που είχε κατασκευάσει η αδελφή του.

Με την λήξη της μονομαχίας η Άλμπα Λόνγκα συνήψε προσωρινή συνθήκη ειρήνης. Οι πολίτες στην Ρώμη που περίμεναν το αποτέλεσμα αντίκρισαν τους Ρωμαίους στρατιώτες να πανηγυρίζουν καθώς επέστρεφαν στην πόλη και μπροστά απ’ όλους ήταν ο Πόπλιος Οράτιος, φορώντας περήφανα τον λεηλατημένο αιματοβαμμένο μανδύα που είχε ράψει η αδελφή του. Ενώ όμως όλος ο πληθυσμός της Ρώμης ζητωκραύγαζε για την γενναία επιστροφή του στρατού, μια γυναίκα στην πύλη Capena (πύλη στα Σέρβια τείχη πλησίον του Καίλιου λόφου) έκλαιγε (ενν. την αδελφή του Ορατίου).
Σύμφωνα με τον Λίβιο, ο αρραβώνας μεταξύ της αδελφής του Ορατίου και του σκοτωμένου Κυρίτη πολεμιστή δεν προέκυψε για πολιτικούς ή οικονομικούς λόγους, αλλά από έρωτα και αγάπη. Έτσι όταν η αδελφή είδε τον αδελφό της να φορά τον αιματοβαμμένο μανδύα που είχε δώσει στον αγαπημένο της, δεν άντεξε την θλίψη και τον πόνο και ξέσπασε σε γοερά κλάματα. Ο Πόπλιος Οράτιος, ο οποίος απολάμβανε τις ζητωκραυγές και τους επαίνους, όταν άκουσε τους λυγμούς και τις κραυγές θύμωσε και ο θυμός του δεν καταλάγιασε ακόμα και όταν ανακάλυψε ότι ήταν η αδελφή του που διατάρασσε το εορταστικό κλίμα.
Σε αυτό το σημείο, ο μύθος παίρνει μια απίστευτα σκοτεινή τροπή. Αντί να παρηγορήσει την συντετριμμένη αδελφή του, ο Οράτιος έπραξε το αδιανόητο. Πήρε ένα σπαθί, έτρεξε θυμωμένα σε αυτήν και βύθισε την λεπίδα βαθιά στο στήθος της, τρυπώντας την καρδιά της. Καθώς αιμορραγούσε, ο Οράτιος σάρκασε λέγοντας:
«Πάρε την αγάπη και δώσ’ την στον εραστή σου στην κόλαση. Τι είναι η Ρώμη για εσένα ή τα αδέλφια σου, ζωντανοί ή νεκροί? Έτσι πεθαίνουν οι Ρωμαίες που θρηνούν για τον εχθρό!» (Ιστορία της Ρώμης, Βιβλίο Ι, ενότητα 26).
Ο μύθος αναφέρει ότι οι Ρωμαίοι συνέλαβαν αμέσως τον Οράτιο και τον δίκασαν για δολοφονία. Ωστόσο, η δολοφονημένη αδελφή δεν δικαιώθηκε από το δικαστήριο. Ο λαός διαδήλωσε για να δοθεί χάρη στον Οράτιο και ακόμη και ο πατέρας του (ο οποίος εκείνη την ημέρα είχε χάσει δύο γιους και μία κόρη) κατέθεσε υπέρ του γιου του. Ο μόνος τρόπος για τον πατέρα να σώσει το τελευταίο του ζωντανό παιδί ήταν να κηλιδώσει την μνήμη της κόρης του. Ο Λίβιος έγραψε:
«Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας καταλυτικό ρόλο έπαιξε η δήλωση του πατέρα του Ορατίου, σύμφωνα με την οποία η κόρη του άξιζε τον θάνατό του» (Ιστορία της Ρώμης, Βιβλίο Ι, ενότητα 26).

Με καταθέσεις υπέρ του ο Οράτιος αθωώθηκε χωρίς τιμωρία. Ο Λίβιος στοιχειοθέτησε τον μύθο από μία μυστηριώδη ξύλινη πύλη, το Tigillum Sororium=Πύλη αδελφής (ξύλινη δοκός στηριζόμενη σε δύο κάθετους στύλους η οποία βρισκόταν στον Όππιο λόφο) αναφέροντας ότι τα μέλη της οικογένειας του Ορατίου έπρεπε να περνούν τακτικά κάτω από την πύλη ως ένα είδος μετάνοιας για τη δολοφονία.
Κατά ειρωνικό τρόπο, οι τρίδυμοι Κυρίτες, οι δύο αδελφοί Οράτιοι και η τραγικά δολοφονημένη αδελφή τους, σκοτώθηκαν άσκοπα, αφού σύμφωνα με τον μύθο μετά την μονομαχία η Άλμπα Λόνγκα επανέλαβε τις εχθροπραξίες κατά της Ρώμης. Σε απάντηση, η Ρώμη κήρυξε πόλεμο και αυτή τη φορά κατέστρεψε την πόλη. Τελικά, οι θάνατοι τους απλώς επιβεβαίωσαν το γεγονός ότι η Ρώμη ήταν σημαντικότερη από τον πολίτη, τους δεσμούς της οικογένειας και την αγάπη.
Πηγές-βιβλιογραφία
https://historian-hut-articles.blogspot.com/2019/03/the-disturbing-myth-of-horatii-and.html
https://www.britannica.com/topic/Horatii-and-Curiatii
https://www.britannica.com/biography/Quintus-Fabius-Pictor
The History of Rome by Livy, translated by Aubrey de Sélincourt. New York: Penguin Classics, 2002.
Το έργο με τίτλο Οράτιοι & Κυρίτες από τον δημιουργό Χείλων διατίθεται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική Χρήση – Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές