Το Χρονικό της Μονεμβασιάς

στις

Επαμεινώνδα Χρυσανθόπουλου «Περί του Χρονικοῦ τῆς Μονεμβασίας»

Επιμέλεια, παρουσίαση: Πυθεύς

 

Screen Shot 2017-11-12 at 20.46.15

Οι παραλλαγές του Χρονικού

Το σύντομο χρονικό περί των συμβάντων της Πελοποννήσου κατά τον μεσαίωνα, το γνωστό με τον τίτλο «Περί κτίσεως Μονεμβασίας», ο οποίος έχει κακώς αποδοθεί σε αυτό, δημοσιεύθηκε πρώτα κατά το 1749 από τους Pasini, Rivautella και Berta από Ελληνικό κώδικα της Βασιλικής Βιβλιοθήκης του Τουρίνου. Άλλες δύο παραλλαγές του ίδιου χρονικού, την μία από κώδικα της μονής των Ιβήρων και την άλλη από κώδικα της μονής Κουτλουμουσίου, δημοσίευσε κατά το 1884 ο Σπ. Λάμπρος μαζί με την παραλλαγή του Τουρίνου και ο ίδιος, νέα παραλλαγή αποτελούμενη από το τελευταίο μέρος των παραλλαγών Κουτλουμουσίου και Τουρίνου, από Ρωμαϊκό κώδικα. Από τούτες τις παραλλαγές η Ιβηριτική, κατά κοινή ομολογία, είναι η παλαιότερη και από σύντμηση αυτής, όπως φαίνεται και από απλή αντιπαραβολή των κειμένων, πιθανόν όμως από άλλον απογράφο της, προέρχονται οι σχεδόν όμοιες μεταξύ τους και ως προς τα λάθη ακόμη, άλλες δύο, του Κουτλουμουσίου και Τουρίνου, οι οποίες έχουν γραφτεί μεταξύ του 1340 και 16ου αιώνα. Η Ρωμαϊκή τέλος αποτελείται απο το τελευταίο τμήμα των δύο αυτών παραλλαγών, το οποίο όμως δεν υπάρχει στην Ιβηριτική.

Αυτή η τελευταία και η μόνη που παρουσιάζει ενδιαφέρον σαν αρχαιότερη και η οποία πρόκειται να μας απασχολήσει, έχει γραφτεί όπως απέδειξε ο Κουγέας κατά τον 10ο ή 11ο αιώνα, πάντως δε όχι πριν την άνοδο στον θρόνο του Νικηφόρου Φωκά (963-969), εφόσον διακρίνει τον αυτοκράτορα Νικηφόρο τον Α´ με το επίθετο «του παλαιού» που του αποδίδει, ένδειξη ότι κατά την εποχή της συγγραφής είχε ανέβει στον θρόνο και άλλος αυτοκράτορας με το ίδιο όνομα.

Συγγενή Κείμενα

Κείμενο συγγενές με το χρονικό ως προς το περιεχόμενο και την διατύπωση αποτελεί το δημοσιευμένο κατά το 1912 από τον Κουγέα στον Νέο Ελληνομνήμονα σχόλιο του επισκόπου Καισαρείας Αρέθα, ο οποίος έζησε γύρω στα έτη 850-932. Ο καθορισμός της σχέσης του σχολίου αυτού με το χρονικό αποσαφηνίζει, όπως επιδιώκουμε άλλωστε, πολλά προβλήματα που ανακύπτουν από την μελέτη του χρονικού. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης διάφορα άλλα κείμενα συναφή με τις ειδήσεις του χρονικού, όπως η Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευαγρίου, τα βιβλία θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου, τα γραφόμενα Κωνσταντίνου Ζ´ του Πορφυρογέννητου, για την κάθοδο των Σλάβων στην Πελοπόννησο επί Νικηφόρου του Α´, το συνοδικό γράμμα του πατριάρχη Νικολάου του Γ´ (1084-1111) προς τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α´ τον Κομνηνό, οι δύο αναφορές του μητροπολίτη Μονεμβασίας Κυρίλλου, του πρώτου μισού του 15 αι., προς τον οικουμενικό πατριάρχη και τέλος η ιστορία του Γεωργίου Φραντζή στην οποία περιλαμβάνονται ειδήσεις για την πόλη αυτή και για τα προνόμια τα οποία, όπως νομίζει ο συγγραφέας, παραχώρησε σ᾽αυτήν ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος.

Από τα κείμενα αυτά τα πρώτα τρία παρουσιάζουν και κάποια φραστική συνάφεια προς το κείμενο του χρονικού.

Η Ιβηριτική παραλλαγή

Η Ιβηριτική παραλλαγή του χρονικού αποτελείται από δύο μέρη σαφώς διακρινόμενα μεταξύ τους. Το πρώτο μέρος μιλά γενικά για την ιστορία των Αβάρων, από την εμφάνισή τους μέχρι τον δεύτερο πόλεμό τους εναντίον του Μαυρίκιου, ο οποίος συνέβη το πέμπτο έτος της βασιλείας του αυτοκράτορα αυτού (586-587) και αποτελείται, όπως απέδειξε ο Λάμπρος, από αυτούσια παράθεση χωρίων διαφόρων βυζαντινών ιστορικών και χρονογράφων ελαφρά διασκευασμένων. Το δεύτερο μέρος που αρχίζει με την φράση «ἐν ἑτέρᾳ δέ εἰσβολῇ …» περιλαμβάνει το κυρίως χρονικό το οποίο μπορεί κι αυτό να υποδιαιρεθεί σε τρία τμήματα. Το πρώτο τμήμα μιλάει για την Aβαρική επιδρομή στις κυρίως Ελληνικές χώρες, Θεσσαλία, Ελλάδα, —εννοεί την Στερεά Ελλάδα— Ήπειρο, Αττική, Εύβοια και Πελοπόννησο, που συνέβη κατά το 6ο έτος του Μαυρικίου, το 587-588, το οποίο όμως αριθμεί σφαλερά σαν έτος 6096ο από την κτίση του κόσμου, αντιστοιχώντας στην πραγματικότητα με το 7ο έτος του Μαυρικίου, το 588-589. Το σφάλμα κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι τυχαίο, ίσως δε υποκρύπτει την κατά βάση συμπίληση δύο πηγών της Ιβηριτικής παραλλαγής. Στη συνέχεια μνημονεύεται η από μέρους των Αβάρων φθορά τμήματος του πληθυσμού της Πελοποννήσου όπως και η φυγή άλλου τμήματος προς την νότια Ιταλία, την Σικελία, τα γύρω νησιά, την Μονεμβασιά και τα απρόσιτα μέρη της Τσακωνιάς. Το δεύτερο τμήμα μιλάει για την εγκατάσταση των Αβάρων στην Πελοπόννησο και για την διαρκείας διακοσίων δέκα οκτώ ετών κατοχής τους, κατά τα οποία διατελούσαν ανεξάρτητοι «μήτε τῷ τῶν Ρωμαίων βασιλεῖ μήτε ἑτέρῳ ὑποκείμενοι». Το τρίτο τέλος τμήμα μιλάει για την ήττα των Σλάβων —και όχι των Αβάρων τους οποίους μνημόνευε μέχρι τότε— κατά το τέταρτο έτος του Νικηφόρου Α´, από τον στρατηγό του, Σκληρό, ο οποίος έδρευε στο ανατολικό τμήμα της Πελοποννήσου «ἀπό Κορίνθου και μέχρι Μαλέου του Σθλαβηνοῦ ἒθνους διά το τραχύ και δύσβατον καθαρεύοντος», και ο οποίος «συμβαλών τῷ Σθλαβηνῶ ἒθνει πολεμικῶς εἰλέ τε και ἠφανισε εἰς τέλος και τοῖς ἀρχῆθεν οἰκήτορσι ἀποκαταστῆναι τά οἰκεῖα παρέσχεν».

Στη συνέχεια της επιστροφής των παλαιών κατοίκων γίνεται μνεία για εγκατάσταση και άλλου πολλαπλής προέλευσης χριστιανικού πληθυσμού, για ανοικοδόμηση πόλεων και εκκλησιών, για την προαγωγή της αρχιεπισκοπής Πατρών σε μητρόπολη στην οποία υπάχθηκαν οι επισκοπές Λακεδαίμονος, Μεθώνης και Κορώνης και τέλος για την προσέλευση των Σλάβων στον χριστιανισμό.

Η Ιβηριτική παραλλαγή ολοκληρώνεται με μνεία στον εκχριστιανισμό των Σλάβων επί Νικηφόρου. Το μη ενυπάρχον σε αυτή τελευταίο μέρος των παραλλαγών Κουτλουμουσίου και Τουρίνου, για το οποίο έγινε ήδη λόγος, αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη που περιλαμβάνει ειδήσεις για τις μητροπόλεις Λακεδαίμονος και Μονεμβασίας από τις τελευταίες δεκαετίες του 11ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 14ου, δεν παρουσιάζει δε ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον.

Το ιστορικό του χρονικού

Η δημοσίευση του χρονικού από τον Pasini πέρασε απαρατήρητη αρχικά και για έναν αιώνα περίπου ουδείς λόγος έγινε γι᾽ αυτό. Την ύπαρξή του αγνοούσε και αυτός ο Fallmerayer την εποχή της δημοσίευσης του έργου του για την ιστορία της χερσονήσου του Μορέως, παρά μόνον αργότερα, αφού το χρησιμοποίησε για να ενισχύσει την άποψή του περί καθόδου των Σλάβων στην Πελοπόννησο ήδη από το τέλος του 6ου αιώνα και περί εξολοθρεύσεως της Ελληνικής φυλής, άρχισε τούτο να ελκύει την γενική προσοχή και μελέτη. Ο Fallmerayer στηρίχθηκε ιδίως στην πληροφορία του Χρονικού περί κατοχής της Πελοποννήσου από τους Αβάρους για διακόσια δεκαοκτώ χρόνια, δηλαδή από το 587/588, έκτου έτους του Μαυρικίου, μέχρι το 805/806, τέταρτου έτους του Νικηφόρου του Α´ και περί εξολοθρεύσεως ή φυγής του Ελληνικού πληθυσμού.

Η πληροφορία αυτή για την βαρβαρική κατοχή με διάρκεια 218 χρόνια περιλαμβάνεται επίσης στο σχόλιο Αρέθα, όπου όμως γίνεται μνεἰα Σλάβων αντί Αβάρων, επίσης δε και στο συνοδικό γράμμα του Νικολάου του Γ´ , όπου μνημονεύονται μόνον Άβαροι. Στο Χρονικό, όπως θα δούμε, γίνεται μεν μνεία Αβάρων, στη συνέχεια όμως στο δεύτερο μέρος του έχουμε και μνεία Σλάβων, ενώ αντιθέτως στον Πορφυρογέννητο έχουμε μνεία μόνο Σλάβων. Τέλος στην αναφορά του επισκόπου Μονεμβασίας Κυρίλλου, αντί Αβάρων ή Σλάβων έχουμε μνεία Ουνιγάρων.

Οι παραπάνω παρατηρήσεις για την αναφορά Αβάρων ή Σλάβων ενέχουν βασική σπουδαιότητα, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, για την εξακρίβωση της γενετικής σχέσης του χρονικού προς τα συγγενή με αυτό κείμενα, για την εύρεση των πηγών του και τον καθορισμό της ιστορικής αξιοπιστίας του.

Αποτέλεσμα εικόνας για ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΤΗΣ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ

Κρίσεις περί της αξιοπιστίας των ειδήσεων του χρονικού

Η ακρίβεια των πληροφοριών του χρονικού αμφισβητήθηκε από τους διαφόρους μελετητές του. Έτσι, οι πρώτοι ερευνητές του, Παπαρρηγόπουλος, Hopf, Hertzberg, Λάμπρος και Βέης, στηριζόμενοι όλοι εκτός του Λάμπρου, στο επιχείρημα ότι αυτό είναι μεταγενέστερο συμπίλημα και μάλιστα του 16ου αιώνα και ότι η πληροφορία του για την κάθοδο των Αβάρων ή των Σλάβων στα χρόνια του Μαυρικίου δεν επιβεβαιώνεται από τον σύγχρονο ιστορικό Θεοφύλακτο τον Σιμοκάττη, του αρνήθηκαν κάθε αξιοπιστία. Μετά την δημοσίευση του σχολίου Αρέθα από τον Σ. Κουγέα το 1912, ο Λάμπρος δέχθηκε ως γεγονός την παλαιότητα της Ιβηριτικής παραλλαγής την οποία είχε και αρχικώς υποστηρίξει από το 1884 κι έτσι κατέπεσε το επιχείρημα κατά του χρονικού ότι γράφτηκε σε μεταγενέστερη εποχή. Ο Ζακυνθηνός παραδέχτηκε την εν μέρει ιστορική βάση του χρονικού ως προς τις πληροφορίες περί μετοικήσεων των πληθυσμών, απέκρουσε όμως την πληροφορία για την επί Μαυρικίου κάθοδο των Σλάβων, αποδίδοντας αυτή σε μεταγενέστερη λόγια ιστορική επεξεργασία προφορικών παραδόσεων του πελοποννησιακού λαού. Αντιθέτως, ο Χαρανής, σύμφωνος σε αυτό με τον Vasiliev, δέχεται απόλυτα την ιστορική βάση του χρονικού και κατά συνέπεια την πληροφορία περί της επί διακόσια δεκαοκτώ έτη βαρβαρικής κατοχής. Στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα φτάνει ο Στίλπων Κυριακίδης, επανερχόμενος στην γνώμη των Παπαρρηγόπουλου, Hopf, Hertzberg και λοιπών, περί της αναξιοπιστίας του Χρονικού, παραδέχεται όμως την παλαιότητα αυτού και αποδίδει τις πληροφορίες του σε συνειδητή προσπάθεια ιστορικής πλαστογραφίας από μέρους κάποιου μητροπολίτη Πατρών επί Λέοντος ΣΤ’, κατά την τότε διενέργεια εξέτασης του αιδεσίμου των διαφόρων μητροπόλεων, επιδιώκοντας συγκεκριμένα να δικαιολογήσει την ανακήρυξη της αρχιεπισκοπής Πατρών σε μητρόπολη και την υπαγωγή σε αυτήν των επισκοπών Λακεδαίμονος, Μεθώνης και Κορώνης.

Σύμφωνος με την υπόθεση του Κυριακίδη, για να πετύχει τον σκοπό του ο μητροπολίτης αυτός, έπλασε τον μύθο περί πολυετούς βαρβαρικής κατοχής από την οποία έσωσε την Πελοπόννησο το θαύμα του Αποστόλου Ανδρέα, ώστε να δημιουργήσει έτσι την απαραίτητη οικονομία για την ανακήρυξη επισκοπής σε μητρόπολη, η οποία αλλιώς δεν επιτρεπόταν. Η υπόθεση αυτή προϋποθέτει σχετική αναφορά ή υπόμνημα του μητροπολίτη Πατρών, από το οποίο είτε άντλησαν αμέσως ο Αρέθας και η Ιβηριτική παραλλαγή, είτε απέρρευσε πρωταρχική μορφή του χρονικού την οποία χρησιμοποίησαν ενδεχομένως σαν πηγή ο Αρέθας και η Ιβηριτική παραλλαγή ή η τελευταία αυτή του άλλου αντλήσαντος απ᾽ευθείας από την αναφορά ή το υπόμνημα. Την ύπαρξη ανάλογου υπομνήματος παραδέχεται και ο Βέης στην μονογραφία του περί του Ελκομένου Χριστού της Μονεμβασίας, (βλ. αναφορές) την είχε δε υποστηρίξει αρχικά και ο Σ. Θωμόπουλος στην ιστορία για την Πάτρα, τοποθετώντας την στον 11ο αιώνα επί Αλεξίου Α´ του Κομνηνού και υποθέτοντας ότι σε παρόμοιο υπόμνημα στήριξε το συνοδικό του γράμμα ο πατριάρχης Νικόλαος ο Γ´.

Την συνειδητή ιστορική πλαστογραφία του μητροπολίτη Πατρών αποκρούει ο Σ. Παγουλάτος, ο οποίος δέχεται μεν την ύπαρξη πυρήνων ιστορικής αλήθειας στις ειδήσεις του χρονικού, αποκρούει όμως την πληροφορία για την επί διακόσια δεκαοκτώ χρόνια βαρβαρική κατοχή και τοποθετεί την κάθοδο των Σλάβων στην Πελοπόννησο κατά τις αρχές του 8ου αιώνα, αντίθετα με τον Κυριακίδη, ο οποίος εμμένει στην πληροφορία του Πορφυρογέννητου περί καθόδου των Σλάβων κατά τα μέσα του 8ου αιώνα, επί Κωνσταντίνου του Ε´, την εποχή που είχε εκδηλωθεί λοιμική νόσος.

Οι πηγές του Χρονικού

Με την διερεύνηση των πηγών του χρονικού ασχολήθηκαν συστηματικά οι δύο μελετητές του, Λάμπρος και Βέης. Ο πρώτος εξέταζε ειδικά το πρώτο μέρος του χρονικού και υπέδειξε ορισμένα χωρία του Ευαγρίου, του Θεοφύλακτου Σιμοκάττη και του Θεοφάνους τα οποία αυτούσια σχεδόν περιλαμβάνονται στο χρονικό, συσχέτισε επίσης δε την πληροφορία του χρονικού περί εγκαταστάσεως των Αβάρων στο Δορύστολο με ορισμένο χωρίο του επί Κωνσταντίνου Ζ´ Πορφυρογέννητου (913-959) ιστορικού Γενεσίου περί εγκαταστάσεως Βουλγάρων σ᾽αυτή την πόλη. Για την πηγή ορισμένων άλλων χωρίων του πρώτου μέρους του Χρονικού, ο Λάμπρος δηλώνει άγνοια, σημειώνοντας τα εξής:

«Ἀλλά καί ἂλλας τινάς μικράς προσθήκας τοῦ χειρογράφου δεν εὑρίσκομεν παρά τοῖς γνωστοῖς Βυζαντινοῖς συγγραφεῦσι· τοιαῦται δέ εἶναι ἡ ἐν σελίδι 100 «καί τά περί αὐτήν ἀφειδῶς ληϊζόμενοι», τά μεταξύ τῶν χωρίων τοῦ Θεοφυλάκτου καί Θεοφάνους ἐν σελίδι 102 «ἦλθεν δέ καί μέχρι τῶν τοῦ Βυζαντίου προαστίων τά πάντα ληϊζόμενος» καί τά «ὀλίγοι δέ τινες αὐτῶν τόν πορθμόν τῆς Ἀβύδου διαβάντες καί τά τῆς Ασίας χωρία ληϊσάμενοι αὗθις ἀνέστρεψαν».

Δικαίως δεν μπόρεσε ο Λάμπρος να βρεί τα παραπάνω χωρία στα περί Αβάρων σχετικά αποσπάσματα των Βυζαντινών συγγραφέων· τα δύο τελευταία από τα τρία χωρία που παρατίθενται πιο πάνω αποτελούν, όπως εξακρίβωσα, κατά λέξη σχεδόν παράθεση χωρίων του Προκοπίου, όπως φαίνεται από το απόσπασμα που παρατίθεται στη συνέχεια, το οποίο μιλάει για τις επί Ιουστινιανού επιδρομές των Ούννων, πολύ προγενέστερες της εμφανίσεως των Αβάρων και των εναντίον του Βυζαντίου εχθροπραξιών τους.

Απορίας άξιο παραμένει πώς ο συμπιλητής της Ιβηριτικής παραλλαγής του χρονικού μετέθεσε τις επί Ιουστινιανού Oυννικές επιδρομές του 540, 45ολόκληρα έτη μετά, επί Μαυρικίου και πώς ταύτισε τους Ούννους με τους Αβάρους. Φαίνεται πιθανό ότι ο χαρακτηρισμός των Αβάρων ως Oυννικού λαού, χαρακτηρισμός προερχόμενος από τον Θεοφάνη και περιλαμβανόμενος και στο κείμενο του χρονικού, κατέστησε δυνατή την σύγχυση. Πάντως με την διαπίστωση αυτή έχουμε οφθαλμοφανή απόδειξη του επιπόλαιου τρόπου με τον οποίο εργάσθηκε ο συμπιλητής (αυτός που συνδυάζει κείμενα από διάφορες) και την έλλειψη προπαρασκευής και την σύγχυση, αν όχι ηθελημένη πρόθεση ιστορικής πλαστογραφίας, η οποία τον χαρακτηρίζει και την οποία στη συνέχεια θα έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε.

Το απόσπασμα του Προκοπίου για το οποίο γίνεται λόγος έχει ως εξής:

«μέγα μέν εὖθύς στράτευμα Οὑννικόν, διαβάντες ποταμόν Ἲστρον, ξυμπάση Εὐρώπῃ ἐπέσκηψαν, γεγονός μέν πολλάκις ἢδη, τοσαῦτα δέ τό πλῆθος κακά ἢ τοιαῦτα το μέγεθος οὐκ ἐνεγκόν πώποτε τοῖς ταύτῃ ἀνθρώποις. Ἐκ κόλπου γάρ τοῦ Ἰονίου οἱ βάρβαροι οὗτοι ἃπαντα ἐφεξῆς ἐληΐσαντο μέχρι ἐς τά Βυζαντίου προάστια, και φρούρια μέν δύο και τριάκοντα ἐν Ἰλλυριοῖς εἷλον, πόλιν δέ τήν Κασσάνδρειαν κατεστρέψαντο βίᾳ (ἣν οἱ παλαιοί Ποτίδαιαν ἐκάλουν, ὃσα γε ἡμᾶς εἰδέναι) οὐ τειχομαχήσαντες πρότερον· καί τά τε χρήματα ἒχοντες αἰχμαλώτων τε μυριάδας δύο και δέκα ἀπαγόμενοι ἐπ᾽ οἲκου ἃπαντες ἀνεχώρησαν, οὑδενός σφίσιν ἐναντιώματος ἀπαντήσαντος· χρόνῳ δέ τῷ ὑστέρῳ πολλάκις ἐνταύθα γενόμενοι ἀνήκεστα ἐς Ρωμαίους δεινά ἒδρασαν. Οἳ δή καί ἐν Χερρονήσῳ τειχομαχήσαντες, βιασάμενοί τε τούς ἐκ τοῦ τείχους ἀμυνομένους καί διά τοῦ τῆς θαλάσσης ροθίου τόν περίβολον ὑπερβάντες, ὃς πρός κόλπῳ τῷ μέλανι καλουμένῳ ἐστιν· οὓτω τε ἐντός τῶν μακρῶν τειχῶν γεγενημένοι καί τοῖς ἐν Χερρονήσῳ Ρωμαίοις ἀπροσδοκήτως ἐπιπεσόντες, ἒκτεινάν τε πολλούς και ἠνδραπόδισαν σχεδόν ἃπαντας· ὀλίγοι δέ τινες καί διαβάντες τόν μεταξύ Σηστοῦ καί Ἀβύδου πορθμόν, ληϊσάμενοί τε τά ἐπί τῆς Ασίας χωρία καί αὖθις ἐς Χερρόνησον ἀναστρέψαντες ξύν τῷ ἂλλῳ στρατῷ καί πάσῃ τῇ λείᾳ ἐπ᾽ οἲκου ἀπεκομίσθησαν· ἐν ἑτέρᾳ τε εἰσβολῇ τούς τε Ἰλλυριούς και Θεσσαλούς ληϊσάμενοι τειχομαχεῖν μέν ἐπιχείρησαν ἐν Θερμοπύλαις, τῶν δέ ἐν τοῖς τείχεσι φρουρῶν καρτερώτατα ἀμυνομένων, διερευνώμενοι τάς περιόδους, παρά δόξαν, τήν ἀτραπόν εὗρον ἣ φέρει εἰς τό ὂρος ὃ ταύτῃ ἀνέχει· οὓτω τε σχεδόν ἃπαντας Ἓλληνας, πλήν Πελοποννησίων, διεργασάμενοι ἀπεχώρησαν».

Σε σχέση με το παραπάνω απόσπασμα του Προκοπίου πρέπει επιπλέον να ληφθεί υπόψη και απόσπασμα από τα ανέκδοτά του:

«Ἰλλυριούς δέ καί Θράκην ὃλην, εἲη δ᾽ἂν ἐκ κόλπου τοῦ Ἰονίου μέχρι ἐς τά Βυζαντίου προάστια, ἐν τοῖς Ἑλλάς τε καί Χερρονησιωτῶν ἡ χώρα ἐστίν, Οὗννοι τε καί Σκλαβηνοί καί Ἂνται σχεδόν τι ἀνά πᾶν καταθέοντες ἒτος, ἐξ οὗ Ἰουστινιανός παρέλαβε τήν Ρωμαίων ἀρχήν, ἀνήκεστα ἒργα εἰργάσαντο τούς ταύτῃ ἀνθρώπους».

Τα υπογραμμισμένα παραπάνω σημεία του κειμένου αντιστοιχούν με τα υποδεικνυόμενα από τον Λάμπρο χωρία. Άξιο να σημειωθεί είναι το υπογραμμισμένο με παχιά στοιχεία « ἐν ἑτέρᾳ τε εἰσβολῇ » σε αντιπαραβολή με το « ἐν ἑτέρᾳ δε εἰσβολῇ » του χρονικού με το οποίο, όπως θα δούμε, αρχίζει η διήγηση της επί Μαυρικίου υποτιθέμενης επιδρομής στην Ελλάδα.

Περί των πηγών του δεύτερου μέρους του χρονικού τίποτα δεν ήταν γνωστό μέχρι την δημοσίευση από τον Κουγέα κατά το 1912 του σχολίου Αρέθα, το οποίο δεν μπορεί μεν να θεωρηθεί ως πηγή του χρονικού, προϋποθέτει όμως την προΰπαρξη κοινής πηγής και των δύο. Επί του προκειμένου, τρία ενδεχόμενα θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν λογικά την στα περισσότερα σημεία κοινή φραστική διατύπωση του δεύτερου μέρους της Ιβηριτικής παραλλαγής και του σχολίου Αρέθα, η οποία γίνεται εύκολα αντιληπτή και με απλή αντιπαραβολή των κειμένων: Ή το σχόλιο αντλεί από την Ιβηριτική παραλλαγή ή η Ιβηριτική παραλλαγή αντλεί από το σχόλιο ή τέλος, προϋπήρξε έμμεση ή άμεση κοινή πηγή και των δύο.

Από αυτά τα ενδεχόμενα το πρώτο πρέπει να αποκλεισθεί απολύτως διότι, όπως θα δούμε, η Ιβηριτική παραλλαγή είναι σίγουρα μεταγενέστερη του σχολίου. Ομοίως πρέπει να αποκλεισθεί και το δεύτερο ενδεχόμενο, αν και τούτο χρονικά είναι δυνατόν, για τον λόγο ότι αφενός μεν το κείμενο του χρονικού παρέχει περισσότερες πληροφορίες από το σχόλιο, οπότε δεν θα ήταν δυνατόν εάν χρησιμοποιούσε τούτο ως πηγή, αφετέρου δε διότι το κείμενο του τελευταίου τούτου φαίνεται σε μεγάλο βαθμό σύντμηση άλλου ομοίου με το δεύτερο μέρος της Ιβηριτικής παραλλαγής, παρατήρηση η οποία μας οδηγεί στην υπόθεση περί προΰπαρξης τρίτου κειμένου συγγενούς προς την Ιβηριτική παραλλαγή, το οποίο και συντέμνει ο Αρέθας.

Με αποκλεισμένα τα δύο άλλα ενδεχόμενα, αληθεύει κατ᾽ανάγκη το τρίτο, ότι δηλαδή η ύπαρξη κοινής διατύπωσης του δεύτερου μέρους της Ιβηριτικής παραλλαγής και του σχολίου Αρέθα οφείλεται στην προΰπαρξη άμεσης ή έμμεσης κοινής πηγής των δύο τούτων κειμένων.

Ποιά όμως η έκταση και ο χαρακτήρας της κοινής αυτής πηγής; Σχετικά με την έκταση του κειμένου της, δύο τινά ενδεχόμενα είναι δυνατά: αν αυτή δεν ήταν εκτενέστερη της Ιβηριτικής παραλλαγής, ήταν σίγουρα αντίστοιχη των δύο μερών από τα οποία σύγκειται η τελευταία ή περιοριζόταν σε αυτή κειμένου αντίστοιχου με το δεύτερο μόνο μέρος της, αυτό που έχει κοινή φραστική διατύπωση με το σχόλιο Αρέθα. Η διαπίστωση ποιό από τα δύο ενδεχόμενα αληθεύει είναι σημαντική για την εξακρίβωση των πηγών και για την ιστορική αξία των ειδήσεων του χρονικού.

Σύμφωνα με το πρώτο ενδεχόμενο, είναι πολύ πιθανό ότι η είδηση για την επί διακόσια δεκαοκτώ έτη βαρβαρική κατοχή, η οποία περιλαμβάνεται έμμεσα και στο σχόλιο Αρέθα, έχει φιλολογική προέλευση εξαρτώμενη από το πρώτο μέρος του χρονικού που μιλάει για τις επιδρομές των Αβάρων και αναφέρει σαν μία από τις πηγές του τον Ευάγριο (γνωστό χωρίο του Ευαγρίου κάνει μνεία για εισβολή τους στην Ελλάδα). Προφανώς σύμφωνα με αυτό το ενδεχόμενο, η είδηση προέκυψε από παρεξήγηση του χωρίου. Κατά το άλλο ενδεχόμενο, πιστοποιείται η ανεξάρτητη προέλευση της είδησης περί σλαβικής επιδρομής στην Πελοπόννησο κατά το 6ο έτος του Μαυρικίου, χωρίς να συνεπάγεται όμως τούτο κατ᾽ανάγκη και την ορθότητα της πληροφορίας περί της επί διακόσια δεκαοκτώ έτη βαρβαρικής κατοχής, η οποία και πάλι, εφόσον δεν επιβεβαιώνεται από αλλού αλλά αντιθέτως διαψεύδεται έμμεσα, είναι δυνατόν να οφείλεται σε παρεξήγηση όχι πλέον της είδησης του Ευαγρίου αλλά της ανεξάρτητης αυτής είδησης πελοποννησιακής πηγής η οποία δεν αποκλείεται να πηγάζει ομοίως, έμμεσα όμως, από τον παραπάνω συγγραφέα. Η απλή ληστρική επιδρομή δεν συνεπάγεται κατ᾽ανάγκην και εγκατάσταση.

Από τα δύο αυτά ενδεχόμενα φαίνεται πιθανότερο το δεύτερο. Οι λόγοι που δικαιολογούν την γνώμη αυτή είναι οι εξής:

Η σύνθεση του κειμένου της Iβηριτικής παραλλαγής παρουσιάζεται, όπως ήδη είδαμε, ευθύς εξ´αρχής ετερόκλιτη. Και ενδεχόμενο μεν το ετερόκλιτο του κειμένου της να προϋπήρξε του σχολίου Αρέθα στην αρχική κοινή πηγή, δεν το νομίζω όμως πιθανό, διότι έπρεπε να παρουσιάζεται μαρτυρία του ετερόκλιτου των πηγών και στο κείμενο του σχολίου Αρέθα, ενώ πράγματι δεν παρουσιάζεται. Συνεπώς δεν υπήρχε στην κοινή πηγή από την οποία άντλησε ο Αρέθας. Το ετερόκλιτο της σύνθεσης της Ιβηριτικής παραλλαγής γίνεται αντιληπτό αφενός μεν από την διαφορετική σύνθεση των δύο μερών της· το πρώτο αποτελεί, όπως θα δούμε, ιστορική εισαγωγή συγκείμενη από αποσπάσματα γνωστών βυζαντινών ιστορικών και χρονογράφων περί της ιστορίας των Αβάρων από την εμφάνισή τους μέχρι τον Μαυρίκιο και το δεύτερο, ανεξάρτητο τοπικής προελεύσεως χρονικό περί των συμβάντων της Πελοποννήσου από την εποχή του Μαυρικίου μέχρι του Νικηφόρου. Αφετέρου τούτο φαίνεται από τον άτεχνο τρόπο με τον οποίο έγινε η συγκόλληση των δύο αυτών μερών. Στην αρχή του πρώτου μέρους γίνεται λόγος περί Αβάρων, στη συνέχεια δε στρέφεται η ομιλία πρός τον Χαγάνο τους —«Χαγάνος γάρ ὁ αὐτῶν ἡγεμών»— μέχρι το τέλος του πρώτου μέρους. Η αρχή του δεύτερου μέρους αναφέρεται επίσης στον Χαγάνο —«Ἐν ἑτέρᾳ δέ εἰσβολῄ ἐχειρώσατο πᾶσαν τήν Θεσσαλίαν … »— προφανώς για την σύνδεση με το πρώτο μέρος, όπως θα ήταν λογικοφανές να συμπεράνει κάποιος από την συνέχεια —«Οἳ δή καί ἐν Πελοποννήσῳ ἐφορμήσαντες πολέμῳ ταύτην εἷλον …»— και όπως αναφέρει και το χρονικό επιπλέον: «Οὓτως οἱ Ἂβαροι τήν Πελοπόννησο κατασχόντες και κατοικήσαντες ἐν αὐτῇ διήρκεσαν ἐπί χρόνοις διακοσίοις ὀκτωκαίδεκα μήτε τῷ τῶν Ρωμαίων βασιλεῖ μήτε ἑτέρῳ ὑποκείμενοι».

Στο σημείο αυτό είναι φανερή η ανωμαλία του κειμένου, διότι αναφέρει για τους Αβάρους ότι δεν ήταν υποταγμένοι σε κάποιον βασιλέα, ενώ λίγο πιο πάνω είχε κάνει μνεία για τον βασιλιά τους —«Χαγάνος γάρ ὁ αὐτῶν ἡγεμών …». Επομένως είναι προφανές επί του προκειμένου ότι ο συντάκτης της Ιβηριτικής παραλλαγής αντικατέστησε σ᾽αυτό το σημείο με το όνομα των Αβάρων την ονομασία άλλου λαού η οποία ενυπήρχε στην αρχική πηγή του μέρους τούτου, όπως είναι δυνατόν να συμπεράνουμε και από το σχόλιο Αρέθα το οποίο την από «βασιλείας Μαυρικίου ἒτους ϛ´ μέχρι τετάρτου ἒτους Νικηφόρου» κατοχή ανάγει στο έθνος των Σκλαβηνών, —«ἐφυγαδεύθη γάρ ἢγουν μετῳκίσθη ὑπό τοῦ Σκλαβηνῶν ἒθνους πολέμῳ ἐφορμησάντων …». Είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι ο συντάκτης της Ιβηριτικής παραλλαγής προέβει στην αντικατάσταση του ονόματος των Σκλαβηνών με το όνομα των Αβάρων για να συνδέσει το δεύτερο τούτο μέρος του οποίου η πηγή μιλούσε για Σκλαβηνούς με το πρώτο μέρος το οποίο διαπραγματευόταν μόνο την ιστορία των Αβάρων και το είχε ο ίδιος φτιάξει παραθέτοντας διάφορα αποσπάσματα. Αυτό γίνεται φανερό από την συνέχεια του δεύτερου μέρους από την οποία απομακρύνεται ο συμπιλητής και το όνομα των Σκλαβηνών: «Μόνου δέ τοῦ ἀνατολικοῦ μέρους τῆς Πελοποννήσου ἀπό Κορίνθου και μέχρι Μαλέου τοῦ Σθλαβηνοῦ ἒθνους διά τό τραχύ καί δύσβατον καθαρεύοντος …».

Η παραπάνω διαπίστωση ότι κατά την πιθανότερη εκδοχή η κοινή πηγή του σχολίου Αρέθα και του δευτέρου μέρους της Ιβηριτικής παραλλαγής του χρονικού περιοριζόταν σε κείμενο αντίστοιχο μόνο προς το δεύτερο μέρος αυτής και ότι δεν περιελάμβανε το πρώτο μέρος που πραγματευόταν την ιστορία των Αβάρων, είναι δυνατόν ν᾽αποδειχθεί και με τον εξής συλλογισμό: Τρία τινά ενδεχόμενα είναι δυνατά ως προς την κοινή αυτή πηγή σχετικά με τη μνεία Αβάρων και Σλάβων: Ή ανέφερε αμφότερα τα ονόματα, όπως η Ιβηριτική, ή μόνο τους Αβάρους, όπως το συνοδικό γράμμα του πατριάρχη Νικολάου, ή μόνο τους Σλάβους, όπως το σχόλιο Αρέθα. Το πρώτο από τα παραπάνω ενδεχόμενα πρέπει να αποκλεισθεί διότι τότε δεν νοείται πώς ο Αρέθας, ο οποίος αντλεί από αυτήν, μιλάει μόνο για Σλάβους· πολλώ μάλλον πρέπει να αποκλεισθεί το δεύτερο ενδεχόμενο για τον ίδιο λόγο όπως ο παραπάνω και επιπλέον διότι τότε δεν εξηγείται πώς και η Ιβηριτική παραλλαγή κάνει μνεία και Σλάβων. Κατ᾽ ανάγκη λοιπόν, κατόπιν του αποκλεισμού των άλλων δύο, αληθεύει το τρίτο ενδεχόμενο, ότι δηλαδή η κοινή πηγή μιλάει μόνο για Σλάβους. Όμως σε κάθε περίπτωση, προκύπτει από μόνο του ότι έλλειπε απ᾽αυτή το πρώτο μέρος το οποίο μιλάει για την ιστορία των Αβάρων, διότι δεν θα είχε πλέον θέση.

Η κοινή πηγή του σχολίου Αρέθα και του δεύτερου μέρους της Ιβηριτικής παραλλαγής υπήρξε, υποτίθεται, αναφορά αυτής του μητροπολίτη Πατρών επί Λέοντος Γ´, για την επικύρωση της προαγωγής της Πάτρας σε μητρόπολη. Η είδηση για την επί διακόσια δεκαοκτώ έτη βαρβαρική κατοχή ασφαλώς και υπήρχε στην κοινή αυτή πηγή. Από πού όμως την άντλησε ο συντάκτης; Πιθανόν την παρέλαβε από κάποιο άλλο κείμενο συναξαριστικής μορφής αναφερομένου στην προ των Πατρών ήττα των Σλάβων και το θαύμα του αποστόλου, από το οποίο ενδεχομένως όπως κι αυτός, άμεσα ή έμμεσα άντλησε και ο Πορφυρογέννητος. Δεν αποκλείεται επίσης το ενδεχόμενο να την συνδύασε ο ίδιος αντλώντας από την προφορική παράδοση και στηριζόμενος σε κάποια εκκλησιαστική αναγραφή περί σλαβικής επιδρομής στην Πελοπόννησο επί Μαυρικίου ή και στο γνωστό χωρίο του Ευαγρίου και συνάγοντας από αυτά ότι έκτοτε έγινε η αρχή της εγκατάστασης των Σλάβων στην Πελοπόννησο. Επίσης δεν είναι δυνατόν ν᾽αποκλεισθεί η από μέρους του χρήση ως πηγή και των βιβλίων θαυμάτων του αγίου Δημητρίου τα οποία μιλούν για αβαρικές και σλαβικές επιδρομές επί Μαυρικίου, τα οποία κάνουν στην συνέχεια μνεία και άλλης σλαβικής επιδρομής, πιθανόν επί Ηρακλείου, χωρίς όμως να μνημονεύουν το όνομα του αυτοκράτορος τούτου. Η επιδρομή αυτή επεκτάθηκε μέχρι την Αχαΐα, με την ευρύτερη πάντως έννοια του όρου περιλαμβάνοντας όλη την Ελλάδα εκτός της Θεσσαλίας, συνεπώς και την Πελοπόννησο.

Το σχετικό χωρίο του βιβλίου Θαυμάτων το οποίο παρουσιάζει και κάποια φραστική συνάφεια προς την Ιβηριτική παραλλαγή έχει ως εξής: «Ἐγένετο τοίνυν, ὡς εἲρηται, ἐπί τῆς τοῦ ἐν ὁσίᾳ τῃ μνήμῃ ἐπισκοπῆς Ἰωάννου, τό τῶν Σκλαβήνων ἐπαρθῆναι ἒθνος, πλῆθος ἂπειρον συναχθέν ἀπό τε τῶν Δρογουβιτῶν, Σαγουδατῶν, Βελεγεζητῶν, Βαϊουνητῶν, Βερζητῶν καί λοιπῶν ἐθνῶν , πρώτως ἐφευρόντων ἐξ ἑνός ξύλου γλυπτάς νῆας κατασκευάσαι, κατά θάλασσαν ὁπλισαμένους και πᾶσαν τήν Θετταλίαν και τάς περί αὐτήν νήσους καί τῆς Ἑλλάδος ἒτι μέν καί τάς Κυκλάδας νήσους καί τήν Ἀχαΐαν πᾶσαν, τήν τε Ἢπειρον καί τό πλεῖστον τοῦ Ἰλλυρικοῦ καί μέρος τῆς Ἀσίας ἐκπορθῆσαι και ἀοικήτους… πλείστας πόλεις και ἐπαρχίας ποιῆσαι … ».

Η αναφερόμενη στο χωρίο τούτο σλαβική κατά θάλασσα επιδρομή στα νησιά του Αιγαίου και την Ελλάδα είναι δυνατόν να συσχετισθεί με την από τον Σύρο χρονογράφο Θωμά του εξ Εμέσης, ο οποίος έζησε κατά τα τέλη του 6ου αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 7ου, μνημονευόμενη κατά θάλασσα επιδρομή στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη, και αναγόμενη από αυτόν στο έτος 623 μ.Χ. Η σχετική είδηση, κατά λατινική μετάφραση του χωρίου, έχει ως εξής: «Anno 934 (A.D. 623) Slavi Gretam ceterasque insulas invasere».

Προς την είδηση αυτή θα ήταν δυνατόν να συσχετισθεί και η ακόλουθη πληροφορία την οποία παρέχει ο Ισίδωρος Hispalensis, επίσκοπος Σεβίλης: «Heraclius dehinc quintum agit imperii annum. Cujus initio Sclavi Grseeiam Romanis tulerunt, Persse Syriam et Aegyptum plurimasque provincias».

Ο μητροπολίτης Πατρών, παραπλανηθείς ενδεχομένως από την παράθεση των επί Μαυρικίου επιδρομών που ακολουθούν και των σχετικών ειδήσεων με την επιδρομή επί Ηρακλείου, προσδιόρισε και αυτές στην εποχή του Μαυρικίου.

Η σχέση του κειμένου της Ιβηριτικής παραλλαγής προς το παραπάνω απόσπασμα του βιβλίου των θαυμάτων είναι προφανής: Το δεύτερο μέρος αυτής αρχίζει ως εξής: «Ἐν ἑτέρᾳ δέ εἰσβολῇ ἐχειρώσατο πᾶσαν τήν Θεσσαλίαν καί τήν Ἑλλάδα πᾶσαν τήν τε παλαιάν Ἢπειρον καί Ἀττι­κήν καί Εὒβοιαν. Οἳ δή καί ἐν Πελοποννήσῳ ἐφορμήσαντες πολέμῳ ταύτην εἶλον».

Αν αφαιρέσουμε το «Ἐν ἑτέρᾳ δέ εἰσβολῇ » —το οποίο προφανώς προστέθηκε για την σύνδεση με το πρώτο μέρος του χρονικού κατά την συμπίληση της Ιβηριτικής παραλλαγής και το οποίο, όπως είναι εύκολο να διαπιστωθεί, προέρχεται από το παρατιθέμενο παραπάνω απόσπασμα του Προκοπίου «ἐν ἑτέρᾳ τε εἰσβολῇ τούς τε Ἰλλυριούς και Θεσσαλούς ληϊσάμενοι» έχοντας αποκλείσει απολύτως την σύμπτωση ομοίας εκφράσεως, διότι όπως είδαμε από το παραπάνω απόσπασμα του Προκοπίου παρατίθενται και άλλα χωρία στο χρονικό —είναι προφανές ότι το «πᾶσαν τήν Θεσσαλίαν καί τήν Ἑλλάδα πᾶσαν …» δεν είναι δυνατόν να είναι άσχετο προς το «πᾶσαν τήν Θετταλίαν …καί τήν Ἀχαΐαν πᾶσαν …» του βιβλίου θαυμάτων και μάλιστα σε συσχετισμό προς «τήν Ἑλλάδα πᾶσαν» του γνωστού χωρίου του Ευαγρίου τον οποίο μάλιστα αναφέρει και το χρονικό ως μία από τις πηγές του.

Τα περί Ελλάδος πάσης και παλαιάς Ηπείρου και Αττικής και Ευβοίας και Πελοποννήσου αναφερόμενα, είναι δυνατόν από μόνα τους να αποτελούν ανάπτυξη της φράσης «καί τήν Ἀχαΐαν πᾶσαν» του βιβλίου θαυμάτων. Τέλος, η είδηση του τελευταίου τούτου περί εκπορθήσεως μέρους της Ασίας μπορεί να μας δώσει ίσως το νήμα του συσχετισμού που κάνει ο συντάκτης του χρονικού με την επί Ιουστινιανού Ουννική επιδρομή, για την οποία αναφέρει όπως θα δούμε ο Προκόπιος ότι επεκτάθηκε και σε τμήμα της ασιατικής παραλίας του Ελλησπόντου. Ο συντάκτης του χρονικού ή , για την ακρίβεια, ο συμπιλητής της Ιβηριτικής παραλλαγής του, παρασυρόμενος ενδεχομένως από την μνημονευόμενη σε αμφότερες τις επιδρομές δήωση μέρους της Ασίας, τις ταύτισε και τις τοποθέτησε στην περίοδο του Μαυρικίου παραπλανημένος ίσως από την σειρά της αφήγησης στο βιβλίο των θαυμάτων.

Συμπέρασμα

Συμπερασματικά πρέπει να αποκρουσθεί η άποψη περί απόλυτης ιστορικής ακρίβειας των ειδήσεων του χρονικού και μάλιστα της πληροφορίας περί της επί διακόσια δεκαοκτώ έτη βαρβαρικής κατοχής, άποψη την οποία υποστήριξε, όπως θα δούμε, πριν μερικά χρόνια ο Ελληνοαμερικανός καθηγητής Πέτρος Χαρανής και να εξετασθεί μόνο το ενδεχόμενο επί μέρους ακρίβειας ορισμένων από τις ειδήσεις αυτές και ιδίως των σχετικών με την επί Νικηφόρου του Α´ ήττα των Σλάβων και την επιστροφή των φυγαδευθέντων παλαιών κατοίκων αυτής στην Πελοπόννησο.

Ο ως άνω καθηγητής στην δημοσιευμένη μελέτη του στα Byzantino-Slavica, προσκομίζει σε υποστήριξη της παραπάνω άποψής του, τα αποτελέσματα ανασκαφών που έγιναν πριν από χρόνια στην Κόρινθο, κατά τις οποίες ανευρέθηκαν τάφοι περιέχοντες ευρήματα όμοια προς ανάλογα της Κεντρικής Ευρώπης και χρονολογούμενα από τον 7ο αιώνα, καθώς επίσης και το διαπιστωμένο κενό στα νομισματικά ευρήματα της βυζαντινής εποχής της περιοχής της Κορίνθου από την άνοδο του Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (668) μέχρι την άνοδο του Νικηφόρου του Α´ (802). Αμφότερα τα προσκομιζόμενα στοιχεία δεν επιβεβαιώνουν την άποψη περί της επί διακόσια δεκαοκτώ έτη βαρβαρικής κατοχής, από τον Μαυρίκιο μέχρι τον Νικηφόρο. Τα ευρήματα της Κορίνθου, αναγόμενα στον 7ο αιώνα —αν η χρονολόγηση είναι ορθή— δεν είναι δυνατόν να συσχετισθούν με επιδρομή του 6ου, την υποτιθέμενη ότι έλαβε χώρα επί Μαυρικίου. Θα ήταν συμφωνότερο με τα πράγματα, αν γινόταν συσχετισμός με κάποια επιδρομή στο Ηράκλειο, που συνέβει πριν το 626, όταν αποχώρησαν οριστικά οι Άβαροι της Ανατολής. Παρομοίως το σημειούμενο κενό στα νομισματικά ευρήματα μεταξύ 668 και 803 δεν συνηγορεί υπέρ της διακοπής της βυζαντινής κυριαρχίας στην Πελοπόννησο από τα χρόνια του Μαυρικίου. Πάντως, αν γινόταν δεκτή η επιδρομή επί Μαυρικίου —άσχετα με οποιαδήποτε συνάφεια προς τα ευρήματα των ανασκαφών— αυτό δεν συνεπάγεται κατ᾽ανάγκη την εγκατάσταση των επιδρομέων. Απλές ληστρικές επιχειρήσεις είναι σύνηθες φαινόμενο και επαναλαμβάνονται πολλές φορές πριν την οριστική εγκαθίδρυση των βαρβάρων σε ορισμένο έδαφος. Είναι δυνατόν να θεωρηθούν ακριβείς η επί Μαυρικίου επιδρομή και η επί Νικηφόρου του Α´ ήττα των Σλάβων, ασφαλώς όμως είναι αυθαίρετος ο μεταξύ των δύο ανεξάρτητων τούτων γεγονότων σύνδεσμος, από τον οποίο προέκυψε, πιθανόν, η είδηση περί της επί διακόσια δεκαοκτώ έτη βαρβαρικής κατοχής. Η κατά μαρτυρία ύπαρξη των Σλάβων στην Πελοπόννησο προϋποθέτει βεβαίως κάποια επιδρομή ή ενδεχομένως ειρηνικό εποικισμό, η κάθοδός τους όμως, πρέπει να συνέβη μετά την υποτιθέμενη επί Μαυρικίου επιδρομή. Η αρχή της συστηματικής εγκατάστασης των Σλάβων στην Βαλκανική από την εποχή του Ηρακλείου, αποτελεί χρονικό όριο πριν από το οποίο δεν είναι δυνατόν πάντως να τεθεί η εγκατάστασή τους στην Πελοπόννησο.

Αναφορές

Επαμεινώνδας Χρυσανθόπουλος

Περί του «Χρονικοῦ τῆς Μονεμβασίας»

Ιδρυματικό Αποθετήριο Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

[ http://ir.lib.uth.gr/bitstream/handle/11615/15387/article.pdf?sequence=1&isAllowed=y ]

αρχείο Περι του χρονικού της Μονεμβασίας

ΤΟ «ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΤΗΣ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ»
ΚΑΙ Η  ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΣΛΑΥΩΝ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ:  ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΑ ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΙΒΗΡΩΝ ΚΑΙ ΚΟΥΤΛΟΥΜΟΥΣΙΟΥ

http://users.sch.gr/geioanni/sel-politismos/sel_LOGOTEXNIA_ISTORIA_1/1/9.htm

Το χρονικό της Μονεμβασίας

http://www.lithoksou.net/p/xroniko-tis-monembasias-2005

logo_ekt.png

Ο Ελκόμενος Χριστός της Μονεμβασίας μετά παρεκβάσεων περί της αυτόθι Παναγίας της Χρυσαφιτίσσης • Νίκος ΒΕΗΣ • Δελτίον XAE 1 (1932), Περίοδος Γ’• Σελ. 33-96 ΑΘΗΝΑ 1933

αρχείο Ο Ελκόμενος Χριστός…

φωτογραφία

Malvasia
Map made by F. de Witt, Amsterdam, 1680
wikipedia