Γράφει ο Χείλων
Οι Καρνατικοί πόλεμοι ήταν μια σειρά στρατιωτικών συγκρούσεων στα μέσα του 18ου αιώνα στην Ινδική υποήπειρο (νότια περιοχή της Ασίας, η οποία εδράζει ως επί το πλείστον στην Ινδική πλάκα και εκτείνεται νότια στον Ινδικό Ωκεανό. Περιλαμβάνει την Ινδία, το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές, όπως επίσης την Σρι Λάνκα, το Νεπάλ και το Μπουτάν).
Στις εν λόγω συγκρούσεις ενεπλάκησαν πολλοί ανεξάρτητοι κυβερνήτες και υποτελείς, μαχόμενοι για κληρονομική διαδοχή – εδαφική κυριαρχία και περιελάμβαναν διπλωματικές και στρατιωτικές συγκρούσεις μεταξύ της Γαλλικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών και της Βρετανικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών

Το βασικό θέατρο επιχειρήσεων εστιάζεται κυρίως στην Ινδία που κυριαρχούνταν από τους Nizam (μονάρχες του Hyderabad) μέχρι το Δέλτα του Godavari. Αποτέλεσμα των συγκρούσεων ήταν να επικρατήσει η Βρετανική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών μεταξύ των Ευρωπαϊκών εμπορικών εταιρειών στην Ινδία, ενώ η Γαλλική εταιρεία περιορίσθηκε κυρίως στο Pondichéry. Τελικά η Βρετανική εταιρεία κατέλαβε την δεσπόζουσα θέση μεταξύ των Εταιρειών Ανατολικών Ινδιών, η οποία οδήγησε στην δημιουργία του British Raj (Βρετανικής Ινδίας).

Συνολικά έλαβαν χώρα τρείς πόλεμοι από το 1746 μέχρι το 1763 στην παραλιακή περιοχή Carnatic η οποία υπαγόταν στο Hyderabad.
————————————-
Α’ Καρνατικός πόλεμος 1746 – 1748
Ο Α’ Καρνατικός πόλεμος προέκυψε ως επακόλουθο του πολέμου της Αυστριακής διαδοχής καταλήγοντας με επικράτηση των Γάλλων επί των Βρετανικών δυνάμεων στο νότιο τμήμα της Ινδίας, παρόλο που στο τέλος επανήλθε η προπολεμική κατάσταση με τη Συνθήκη του Aix-le-Chapelle.
Κατά την εν λόγω περίοδο οι Βρετανοί και οι Γάλλοι ήσαν ήσσονος σημασίας «παίκτες» στην Ινδία και εκπροσωπούνταν από τις Βρετανικές και Γαλλικές εταιρείες της ανατολικής Ινδίας. Στην νότια Ινδία κυρίαρχος ήταν ο Nizam-ul-Mulk, ο Mughal* κυβερνήτης του Deccan. Το νότιο τμήμα της επαρχίας του, διοικείτο από υποτελή ηγεμόνα, τον Nawab* του Carnatic, μια θέση που κατείχε από το 1743 ο Anwar-ud-Din. Μεταξύ των δύο Ευρωπαϊκών δυνάμεων, οι Γάλλοι διέθεταν περισσότερο κύρος και ο διοικητής τους κατείχε επίσης τον τίτλο του Nawab και ταυτόχρονα θέση στην ιεραρχία Mughal. Η κύρια Βρετανική περιοχή ήταν το Μαντράς, ενώ η κυριότερη Γαλλική βάση βρισκόταν νοτιότερα, στη Pondicherry.

Σε αυτό το σημείο είναι σκόπιμο να διευκρινισθούν οι κάτωθι όροι προκειμένου ο αναγνώστης να κατανοήσει την ιστορική εξέλιξη των γεγονότων.
*Mughal = Μογγολική αυτοκρατορική δύναμη στην Ινδική υποήπειρο, κατά τα έτη 1526 έως 1857 εκ των οποίων τα τελευταία 100 έτη τελούσε υπό Αγγλική κηδεμονία. Οι Μογγόλοι αυτοκράτορες της Ινδίας ήσαν Μουσουλμάνοι και απευθείας απόγονοι του Τζένγκις Χαν ή του Ταμερλάνου.
*Nawab=Τιμητικός τίτλος που απονεμόταν σε Μουσουλμάνους διοικητές επαρχιών της νότιας Ινδίας από τους Mughal αυτοκράτορες.
Σε γενικές γραμμές οι Βρετανοί και Γάλλοι στην Ινδία είχαν αντιπαρέλθει προηγούμενες συγκρούσεις στην Ευρώπη, παραμένοντας σε ειρήνη κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Πολέμου Διαδοχής. Κατά την διάρκεια του Αυστριακού Πολέμου Διαδοχής η κατάσταση παρέμεινε ίδια στην Βεγγάλη, αλλά στις νότιες περιοχές οι ενέργειες του Βρετανικού και Γαλλικού στόλου προκάλεσαν συγκρούσεις στην ξηρά.
Οι μάχες ξεκίνησαν το 1745, όταν μια Βρετανική ναυτική μοίρα υπό τον αρχιπλοίαρχο Curtis Bennett έφτασε στην περιοχή και εξώθησε τα Γαλλικά εμπορικά πλοία στα ανοικτά. Ο Γάλλος Γενικός Κυβερνήτης, μαρκήσιος Joseph-François Dupleix, απηύθυνε έκκληση για προστασία στον Anwar-ud-Din και αυτός με τη σειρά του προειδοποίησε τους Βρετανούς ότι η επαρχία του ήταν ουδέτερο έδαφος και δεν επρόκειτο να γίνει ανεκτή οιαδήποτε επίθεση κατά των Γαλλικών κτήσεων. Σε απάντηση οι Βρετανοί περιόρισαν την δράση τους στην θάλασσα.

Ο Dupleix έστειλε επίσης μήνυμα ζητώντας βοήθεια από τον Γαλλικό στόλο που στάθμευε στον Μαυρίκιο υπό την διοίκηση του ναυάρχου de la Bourdonnais. Ο στόλος έφτασε το καλοκαίρι του 1746 και πέτυχε μια μικρής έκτασης νίκη τον Ιούλιο επί των Βρετανών οι οποίοι τελούσαν υπό τη διοίκηση του αρχιπλοίαρχου Edward Peyton στην ναυμαχία του Negapatam. Ο Peyton αποσύρθηκε στην Κεϋλάνη για να επισκευάσει το στόλο του, αφήνοντας έτσι την ελευθερία των κινήσεων στους Γάλλους γύρω από το Μαντράς.
Ο Γαλλικός στόλος απομακρύνθηκε για λίγο από το Μαντράς στα τέλη Αυγούστου, πριν επιστρέψει περί τα μέσα Σεπτεμβρίου. Η πολιορκία του Μαντράς ήταν σύντομη. Η Βρετανική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών είχε παραμελήσει τις οχυρώσεις και η φρουρά ήταν πολύ μικρή. Στις 21 Σεπτεμβρίου, οι Βρετανοί παραδόθηκαν και οι Γάλλοι κατέλαβαν το Μαντράς.
Η κατάληψη όμως του Μαντράς προκάλεσε διαφωνία μεταξύ Dupleix και La Bourdonnais, καθότι ο πρώτος ήθελε να παραδώσει την πόλη στον Nawab, ως αποζημίωση για το σπάσιμο της ουδετερότητας, ενώ ο La Bourdonnais ήθελε να την παραδώσει ως λάφυρο στους Βρετανούς. Η διαμάχη συνεχίστηκε τον Οκτώβριο και τελικά ο Anwar-ud-Din αποφάσισε να παρέμβει στέλνοντας στρατό 10.000 ανδρών υπό τις διαταγές του γιου του Maphuze Khan για να πολιορκήσουν τους Γάλλους στο Μαντράς. Η απόφαση αυτή οδήγησε σε δύο μάχες οι οποίες θεωρούνται σημαντική καμπή στην Ινδική ιστορία.
Στην μάχη του Μαντράς (2 Νοεμβρίου 1745) μια Γαλλική δύναμη ιππικού 400 ανδρών κατατρόπωσε το Ινδικό ιππικό, αναγκάζοντας τον Maphuze Khan να εγκαταλείψει την πολιορκία. Δύο ημέρες αργότερα, μια ελαφρώς μεγαλύτερη δύναμη, κινούμενη προς ενίσχυση του Μαντράς, επέφερε μια δεύτερη ήττα στο στρατό του Maphuze Χαν (μάχη του St. Thome, 4 Νοεμβρίου του 1746). Αυτές οι δύο μάχες είχαν ως άμεσο αποτέλεσμα τον πλήρη Γαλλικό έλεγχο της πόλης, ενώ μακροπρόθεσμα Βρετανοί και Γάλλοι στρατηγοί συνειδητοποίησαν ότι τα μικρά στρατεύματά τους, μπορούσαν να νικήσουν πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις Ινδικών στρατευμάτων.

Οι Γάλλοι όμως δεν κατόρθωσαν να επωφεληθούν πλήρως από τη νίκη τους και έτσι οι Βρετανοί ανασυγκροτήθηκαν στο Fort St. David, νότια της Pondicherry, όπου συμμάχησαν με τον Nawab, ο οποίος τους διέθεσε μεγάλη δύναμη ιππικού με επικεφαλής τους δύο γιους του. Η δύναμη αυτή νίκησε τον Γαλλικό στρατό προελαύνοντας προς το φρούριο (μάχη του οχυρού St. David, 19 Δεκ 1746) αλλά στις αρχές του 1747 οι Γάλλοι συνήψαν ειρήνη με τον Nawab, αφήνοντας τους Βρετανούς εκτεθειμένους. Μια βραχύβια Γαλλική πολιορκία τον Μάρτιο του 1747, έληξε όταν Βρετανική μοίρα έφθασε στο Fort St. David.
Η επόμενη κίνηση του Dupleix ήταν να επιτεθεί στην Cuddalore, έναν Βρετανικό οχυρωμένο σταθμό δύο μίλια από το Fort St. David. Η μάχη της Cuddalore (27 έως 28 Ιούνιος 1747) ήταν μια ακόμη Βρετανική νίκη, αλλά το πιο αξιοσημείωτο ήταν το γεγονός της πρώτης άμεσης σύγκρουσης μεταξύ Βρετανικών και Γαλλικών στρατευμάτων στην Ινδία.
Μέχρι τότε, η Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών είχε σηκώσει το κύριο βάρος της Βρετανικής πολεμικής προσπάθειας στην Ινδία, αλλά τον Νοέμβριο του 1747 ένας στόλος από οκτώ πλοία, ο οποίος μετέφερε 1.400 Βρετανούς στρατιώτες, απέπλευσε από την Βρετανία. Σε μια ασυνήθιστη τακτική για τους Βρετανούς την εν λόγω περίοδο, ο ναύαρχος Edward Boscawen ηγείτο τόσο του ναυτικού, όσο και του στρατού (συνήθως ο στρατός είχε ξεχωριστό διοικητή). Ο Boscawen προσέγγισε τις Ινδικές ακτές στις αρχές Αυγούστου. Οι Βρετανοί είχαν πλέον τον έλεγχο των θαλασσών, και αρκετά στρατεύματα ώστε να καταλάβουν το Pondicherry.

Η πολιορκία της Pondicherry (Αύγουστος-Οκτώβριος 1748) δεν ήταν μια μεγάλη επιτυχία. Ο Boscawen σπατάλησε πολύτιμο χρόνο επιτιθέμενος σε ένα απομακρυσμένες φρούριο στο Ariancopang. Η κύρια δύναμη στο Pondicherry δεν ήταν στη θέση της μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου και όταν τελικά άνοιξαν πυρ, το Γαλλικό πυροβολικό ήταν πολύ πιο καταιγιστικό από το δικό τους. Στα μέσα Οκτωβρίου ο Boscawen αποφάσισε να διακόψει την πολιορκία.
Την ίδια περίπου στιγμή η συνθήκη του Aix-le-Chapelle (18η Οκτωβρίου, 1748) τερμάτισε τον πόλεμο της Αυστριακής διαδοχής και ταυτόχρονα τον Α’ Καρνατικό Πόλεμο. Το Μαντράς επεστράφη στο Βρετανικό ως αντάλλαγμα για το Louisbourg στη Νέα Σκοτία και η κατάσταση σύντομα επέστρεψε στην προ του πολέμου κατάσταση.
Η ειρήνη όμως στην Ινδία θα ήταν βραχύβια. Το 1748 ο Nizam-ul-Mulk, ο Mughal κυβερνήτης του Deccan και ημι-ανεξάρτητος Nawab του Χαϊντεραμπάντ πέθανε. Η διαδοχή στη θέση του αμφισβητήθηκε και οι Βρετανοί και οι Γάλλοι σύντομα ενεπλάκησαν στις διαμάχες μεταξύ των υποψηφίων.
Β’ Καρνατικός πόλεμος (1749-54)
Ο Β’ Καρνατικός Πόλεμος ήταν ένας αγώνας για εξουσία μεταξύ των Ινδών διεκδικητών στη νότια Ινδία, έκαστος υποστηριζόμενος είτε από τους Γάλλους, είτε από τους Βρετανούς. Ο Α’ Καρνατικός πόλεμος ήταν μια άμεση σύγκρουση μεταξύ των δύο Ευρωπαϊκών δυνάμεων, αλλά στον δεύτερο αμφότερες ενήργησαν ως υποστηρικτές των τοπικών διεκδικητών εξουσίας στην Hyderabad και την Carnatic.

Ο πόλεμος ξεκίνησε λόγω του αγώνα διαδοχής στο Hyderabad. Εκεί ο Nizam ήταν επίσημα ο αντιβασιλέας του αυτοκράτορα Mughal, αλλά είχε τα περιθώρια να ενεργεί ως ημιαυτόνομος Nizam του Hyderabad. Ο Nizam- al -Mulk, πέθανε το 1748, διορίζοντας τον εγγονό του Muzaffar Jang ως διάδοχό του. Ο διορισμός αυτός επικυρώθηκε από τον αυτοκράτορα, αλλά αμφισβητήθηκε από τον δεύτερο γιο του Nizam-al-Mulk τον Nasir Jang ο οποίος πήρε την εξουσία της Hyderabad, ενόσω ο Muzaffar Jang ταξίδευε προς αναζήτηση συμμάχων. Στον επερχόμενο πόλεμο η Βρετανοί υποστήριζαν τον Nasir Jang, ενώ οι Γάλλοι τον Muzaffar Jang.
Νοτιότερα υπήρχαν επίσης δύο υποψήφιοι για την διοίκηση (Nawab) της Carnatic, θέση η οποία εξαρτιόταν από τον από το Nizam.
Ο Anwar-ud-Din είχε διοριστεί ως Nawab του Carnatic το 1743, αφού ο Nizam-ul-Mulk είχε αναγκαστεί να επέμβει για να αποκαταστήσει την τάξη στην επαρχία. Ο Anwar-ud-Din ήταν ένας από τους αξιωματικούς του Nizam και ο θάνατος του προστάτη του, τον κατέστησε ευάλωτο. Αργότερα θα σκοτωνόταν νωρίς στον πόλεμο, αφήνοντας το γιο του Muhammad Ali να διεκδικήσει το αξίωμα του Nawab.
Ο Chanda Sahib ήταν γαμπρός του προηγούμενου Nawab του Carnatic, Dost Ali (1732 – 1739). Ήταν σύμμαχος των Γάλλων και το 1741 πολιορκήθηκε στην Trichinopoly από τους Marathas (κάστα Ινδών ευγενών). Μετά από μια περίοδο τρίμηνης πολιορκίας συνελήφθη και φυλακίσθηκε, ενώ η οικογένειά του παρέμεινε ασφαλής στην Pondicherry.

Εν τω μεταξύ ενώ ταξίδευε προς αναζήτηση συμμάχων ο Muzaffar Jang, συναντήθηκε με τον φυλακισμένο Chanda Sahib. Οι Γάλλοι συμφώνησαν να πληρώσουν τα λύτρα για την απελευθέρωσή του και του έδωσαν 2.000 Sepoys (Ινδοί στρατιώτες πεζικού) και 400 Ευρωπαίους στρατιώτες. Ο Muzaffar Jang και ο Chanda Sahib προχώρησαν στη συνέχεια προς την Arcot, την πρωτεύουσα της Carnatic. Ο Anwar-ud-Din τους συνάντησε στο Ambur (3 Αυγούστου 1748) νοτιοδυτικά της Arcot, όπου νικήθηκε και σκοτώθηκε. Ο Muzaffar Jang και ο Chanda Sahib εισήλθαν στην Arcot και ο δεύτερος έγινε de facto Nawab του Carnatic. Οι σύμμαχοι στην συνέχεια χωρίς καθυστέρηση προχώρησαν στη Pondicherry και πολιόρκησαν την Tanjore. Αυτή η πολιορκία κράτησε μέχρι τον Δεκέμβριο του 1750, αλλά σταμάτησε όταν εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Nasir Jang ηγούμενος μεγάλου στρατού.
Μέχρι το τέλος Μαρτίου 1751 οι δύο στρατοί αντιμετώπιζαν ο ένας τον άλλον πλησίον της Gingee. Ο Nasir Jang είχε τις δικές του δυνάμεις, 600 Ευρωπαϊκά στρατεύματα που είχαν δοθεί ως ενίσχυση από την Βρετανική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών, τα στρατεύματα υπό τον Muhammad Ali και αντιμετώπιζε τις μικτές στρατιές των Muzaffar Jang και Chanda Sahib.
Οι δύο στρατοί αντιπαρατίθενται για τις επόμενες δύο εβδομάδες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Γαλλική πλευρά φάνηκε να καταρρέει, καθότι οι στρατιώτες στασίασαν, αποδυναμώνοντας το σύνολο του στρατού. Ο Muzaffar Jang ήταν τόσο ανήσυχος για την κατάσταση που παραδόθηκε στον Nasir Jang. Ο Dupleix απεκατέστησε την θέση του με μια νυχτερινή επίθεση στο στρατόπεδο του Nasir Jang (12 Απριλίου) η οποία ήταν επιτυχής σε τέτοιο σημείο ώστε ο Nasir Jang υποχώρησε στην Arcot. Με τον κύριο σύμμαχό τους να έχει αποχωρήσει οι Βρετανοί υποχώρησαν στο Fort St. David, αφήνοντας μόνο του τον Muhammad Ali.
Οι Γάλλοι αποφάσισαν να εκμεταλλευθούν την υποχώρηση του εχθρού, καταλαμβάνοντας μια ισχυρή θέση στην Tiruvadi, πολύ κοντά στο Fort St. David. Τόσο ο Nasir Jang, όσο και οι Βρετανοί ενίσχυσαν τον Mohammad Ali, ο οποίος στη συνέχεια εξαπέλυσε επίθεση στις Γαλλικές θέσεις. Αυτή η κίνηση έληξε με ήττα στην πρώτη μάχη του Tiruvadi, 30 Ιουλίου 1750. Στον απόηχο της ήττας οι Βρετανοί διαφώνησαν με τον Muhammad Ali και επέστρεψαν στο Fort St. David, αφήνοντας τον εκτεθειμένο επικίνδυνα σε επίθεση. Οι Γάλλοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και την 1η Σεπτεμβρίου επέφεραν μια δεύτερη ήττα στην δεύτερη μάχη του Tiruvadi. Ο στρατός του Muhammad Ali υποχώρησε στο ισχυρό φρούριο του Gingee, όπου υπέστη ακόμα μια ήττα (μάχη της Gingee, 11 Σεπτεμβρίου 1750).
Στον απόηχο αυτής της καταστροφής ο Nasir Jang αποφάσισε να προωθηθεί από την Arcot, αλλά δεν προέκυψε μάχη. Αντ’ αυτού οι δύο στρατοί αφού στρατοπέδευσαν παρέμειναν επί δύο μήνες άπραγοι κοντά στην Gingee και ο Nasir Jang σύντομα άρχισε διαπραγματεύσεις με τον Dupleix, αλλά στις 16 Δεκεμβρίου σκοτώθηκε από δικούς του υποστηρικτές του. Ο δε Muzaffar Jang, που ήταν σύμμαχος του Nasir Jang θεωρήθηκε ως Nizam. Οι υποστηριζόμενοι υποψήφιοι από τους Γάλλους είχαν πλέον την εξουσία στο Hyderabad και την Carnatic.
Περί τα μέσα Δεκεμβρίου 1750 ο Muzaffar Jang ανακηρύχθηκε επίσημα αντιβασιλέας του Deccan, σε μια πλούσια τελετή που πραγματοποιήθηκε στην κεντρική πλατεία της Pondicherry. Ο Dupleix κάθισε μαζί με το νέο Nizam, και φάνηκε να μοιράζεται την εξουσία του, αφού διορίστηκε Nawab της περιοχής νότια του ποταμού Κρίσνα, κάτω από το ακρωτήριο Comorin, ενώ ο Chanda Sahib αναγνωρίστηκε ως Nawab του Carnatic. Οι Γάλλοι δώρισαν νέες κτήσεις κοντά στο Pondicherry και ένα τεράστιο χρηματικό ποσό.

Το μόνο εμπόδιο που απέμενε για την ολοκλήρωση της Γαλλικής κυριαρχίας στην νότια Ινδία ήταν ο Muhammad Ali, ο οποίος είχε καταφύγει στο Trichinopoly. Στις αρχές του 1751 άρχισαν διαπραγματεύσεις μεταξύ Muhammad Ali και Dupleix και φαινόταν να είναι μόνο θέμα χρόνου η επίλυση του ζητήματος. Όταν ο Muzaffar Jang ζήτησε Γάλλους στρατιώτες να τον συνοδεύσουν κατά την επιστροφή του στο Hyderabad, ο Dupleix συμφώνησε με ευχαρίστηση, στέλνοντας τον Bussy με 300 Ευρωπαίους και 2.000 Sepoys. Το ταξίδι βόρεια τελείωσε καταστροφικά για τον Muzaffar Jang, ο οποίος σκοτώθηκε σε σύγκρουση με τους ίδιους ανθρώπους που είχαν νωρίτερα προδώσει τον Nasir Jang. Ο Bussy επανέκτησε τον έλεγχο της κατάστασης και ο θείος του Jang Muzaffar ο Salabat Jang διορίστηκε ως ο επόμενος Nizam. Ο νέος Nizam και οι Γάλλοι σύμμαχοί του έφτασαν στην πρωτεύουσα Aurangabad στις 29 Ιουνίου 1751 και με την βοήθεια του Bussy ο Salabat Jang ανέλαβε τα καθήκοντά του.
Ο Dupleix όμως είχε υποτιμήσει τον Muhammad Ali, ο οποίος κατέστησε σαφές ότι δεν θα παραδώσει την Trichinopoly και άρχισε να συνεργάζεται ανοιχτά με τους Βρετανούς. Οι Βρετανοί και ο Muhammad Ali νικήθηκαν στη Volkondah (19 έως 20 Ιούλ 1751) και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στην Trichinopoly, όπου πολιορκήθηκαν από τους Γάλλους και τους συμμάχους τους. Οι περισσότεροι Βρετανοί στρατιώτες στο νότιο τμήμα της Ινδίας τώρα ήσαν παγιδευμένοι, αν και ο Robert Clive, ο οποίος βρισκόταν στο Volkondah, επέστρεψε στο Fort St. David. Αν η Trichinopoly έπεφτε, οι Γάλλοι θα είχαν θριαμβεύσει στη νότια Ινδία και οι Βρετανοί θα περιορίζονταν σε μικρά ερείσματα στην ακτή.

Η Βρετανική θέση αποκαταστάθηκε εν μέρει με την πρώτη μεγάλη επιτυχία του Robert Clive, ο οποίος αφού οδήγησε ένα κομβόι στην Trichinopoly επέστρεψε στο Fort St. David, όπου πρότεινε ένα δραματικό τρόπο για να αποσπάσει την προσοχή του Chanda Sahib. Πίστευε ότι η πρωτεύουσα του Chanda Sahib το Arcot υστερούσε σε άμυνα και θα μπορούσε να καταληφθεί με τις περιορισμένες διαθέσιμες δυνάμεις στην ακτή. Το σχέδιο εγκρίθηκε και δόθηκαν στον Clive δόθηκε 500 άνδρες. Με αυτή την μικρή δύναμη κατέλαβε το Arcot και στη συνέχεια το υπερασπίστηκε με επιτυχία στην αντεπίθεση με επικεφαλής τον γιο του Chanda Sahib τον Raju Sahib (πολιορκία της Arcot, Σεπτέμβριος-Νοέμβριος, 1751). Αυτή η επιτυχία απεκατέστησε το Βρετανικό κύρος στη νότια Ινδία, το οποίο είχε πληγεί κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ετών και άρχισε να διαβρώνει την υποστήριξη προς τον Dupleix.
Μετά την πολιορκία ο Clive κατεδίωξε τον Raju Sahib, νικώντας τον για δεύτερη φορά στο Arni (3 Δεκεμβρίου, 1751). Στη συνέχεια κατέλαβε την Conjeveram (16 – 18 Δεκέμβριος, 1751) πριν επιστρέψει στο Fort St. David.
Η Conjeveram όμως σύντομα ανακαταλήφθηκε από τον Raju Sahib, ο οποίος στη συνέχεια απείλησε την Μαντράς. Ο Clive αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τις προετοιμασίες του για να άρει την πολιορκία της Trichinopoly και αντ’ αυτού μετακινήθηκε στην Conjeveram. Αυτή τη φορά δεν χρειάσθηκε να την πολιορκήσει διότι ο Raju Sahib είχε ήδη κινηθεί προς την Arcot. Ο Clive ακολούθησε, αλλά στην βιασύνη του να αποτρέψει την πτώση της Arcot έπεσε σε ενέδρα. Η προκύπτουσα μάχη της Kaveripak (28η Φεβρουαρίου 1752) ήταν μια σκληρή μάχη που έληξε με νίκη των Βρετανών. Κατόπιν ο Clive ανεκλήθη για να βοηθήσει στην Trichinopoly, ενώ η διοίκηση του στρατού πέρασε στον Stringer Lawrence, ο οποίος είχε επιστρέψει από την Αγγλία.

Στα τέλη Μαρτίου, η Βρετανική δύναμη εισήλθε στην Trichinopoly, αποκρούοντας μια σειρά Γαλλικών προσπαθειών να τους αναχαιτίσει. Ο Law ο Γάλλος διοικητής της Trichinopoly, ουσιαστικά εγκατέλειψε την πολιορκία και υποχώρησε στο νησί της Srirangam. Οι όροι πλέον είχαν αντιστραφεί και οι Γάλλοι πολιορκούνταν στο Srirangam (Απρίλιος – 13 Ιουνίου του 1752). Μια Γαλλική δύναμη αρωγής παραδόθηκε στην Volconda και στις 13 Ιουνίου ο Law παραδίδεται. Ο Chanda Sahib παραδίδεται με όρους, αλλά στη συνέχεια δολοφονείται ύστερα από εντολή του διοικητή των Tanjore και το κεφάλι του στέλνεται στον Mohammad Ali, ο οποίος για ένα μικρό χρονικό διάστημα ήταν ο αδιαμφισβήτητος Nawab του Carnatic.
Μετά την επιτυχία τους στην Trichinopoly, οι Βρετανοί μετακινήθηκαν βόρεια στο Carnatic, αλλά σύντομα αναγκάστηκαν να επιστρέψουν, διότι ο Mohammad Ali αντιμετώπιζε προβλήματα με τους Maratha και Mysorean συμμάχους τους, αφήνοντας, μια ισχυρότερη φρουρά στην πόλη. Έτσι η εκστρατεία τους στην Carnatic δυσχεραίνεται από το μειωμένο μέγεθος του στρατού τους, αν και το Tiruvadi καταλαμβάνεται στις 17 Ιουλίου. Ο Stringer στη συνέχεια αναγκάζεται να επιστρέψει στο οχυρό St. David λόγω ασθενείας, καθώς ο Clive, άφηνε σε Ελβετό αξιωματικό την διοίκηση της Gingen. Οι Βρετανοί προσπαθούν να καταλάβουν την Gingee (6 Αυγ 1752) αλλά η επίθεση κατέληξε σε αποτυχία και οδυνηρή ήττα.

Ο Dupleix εκμεταλλεύτηκε τις διαφωνίες μεταξύ του Muhammad Ali και των συμμάχων του. Οι Mysoreans και Marathas συμφώνησαν να αλλάξουν στρατόπεδα, με την προϋπόθεση να δημιουργηθεί αντιπερισπασμός στον Βρετανικό στρατό. Ο Dupleix ανταποκρίθηκε με την αποστολή μιας δύναμης προς το οχυρό St. David. Οι Βρετανοί αφού συγκέντρωσαν ισοδύναμο στράτευμα στο Μαντράς κινήθηκαν για να εμποδίσουν τους Γάλλους, υποχωρώντας προς Pondicherry. Από τη στιγμή που ήσαν στο Γαλλικό έδαφος, οι άνδρες του Dupleix ήταν ασφαλείς, ενώ οι Βρετανοί είχαν διαταγή να μην περάσουν τα σύνορα. Οι Βρετανοί στην συνέχεια ενώ άρχισαν να υποχωρούν ακολουθούμενοι από τους Γάλλους, ξαφνικά αντέστρεψαν επιτιθέμενοι, επιτυγχάνοντας σημαντική νίκη στην Bahur (6 Σεπτεμβρίου 1752).
Ακολούθησε η επόμενη κίνηση. Ο Mohammad Ali ζήτησε από τους Βρετανούς να καταλάβει τα υπό Γαλλική κυριαρχία φρούρια της Covelong και Chingleput, περί τα τριάντα μίλια νότια του Μαντράς. Ο Κυβερνήτης Saunders συμφώνησε, αλλά διέθετε περιορισμένους πόρους. Ο Clive προσφέρθηκε να αναλάβει την διοίκηση του στρατού και κατέλαβε με επιτυχία την Covelong τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο την Chinglapet. Μετά από αυτές τις επιτυχίες η κακή κατάσταση της υγείας του τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Αγγλία για να αναρρώσει, αφήνοντας τον Lawrence ως βασικό Βρετανό διοικητή τα τελευταία χρόνια του πολέμου.

Τα δύο τελευταία χρόνια του πολέμου χαρακτηρίζονται από μια Γαλλική πολιορκία της Trichinopoly και μια σειρά από μάχες κοντά στην πόλη. Ο Dupleix θα περάσει τους τελευταίους μήνες του 1752 προσπαθώντας να αποσπάσει τους συμμάχους της Βρετανίας Maratha και Mysore και μέχρι τέλος του έτους τα είχε καταφέρει. Οι Βρετανοί στην Trichinopoly βρέθηκαν αποκλεισμένοι από τους πρώην συμμάχους τους Mysorean και από το ιππικό Maratha. Για τα επόμενα δύο χρόνια οι Βρετανοί φάνηκε να παραπαίουν, έχοντας συχνά έλλειψη προμηθειών όντας αποκλεισμένοι πέριξ της Trichinopoly, αν και συνήθως είχαν ένα τμήμα στρατού στην περιοχή (με κυβερνήτη τον Stringer Lawrence) και ο αποκλεισμός συχνά διεσπάτο. Τρεις σημαντικές μάχες δόθηκαν έξω από την πολιορκημένη πόλη κατά την διάρκεια του έτους. Η πρώτη μάχη του Trichinopoly, ή μάχη του Golden Rock (7 Ιουλίου, 1753) βρήκε τις Γαλλικές δυνάμεις να αποτυγχάνουν να καταλάβουν το κύριο προπύργιο του Lawrence έξω από την πόλη, το Golden Rock. Η δεύτερη μάχη του Trichinopoly (18 Αυγούστου, 1753) βρήκε τον Lawrence να επιστρέφει στην πόλη με ενισχύσεις και εφόδια.
Στην 3η μάχη του Trichinopoly ή μάχη της Sugar Load Rock (2 Οκτωβρίου 1753) ο Lawrence επιτέθηκε στο Γαλλικό στρατόπεδο, συλλαμβάνοντας τον διοικητή Μ. Astruc. Παρά τις Βρετανικές επιτυχίες η πολιορκία συνεχίστηκε. Τον Μάιο οι Βρετανοί πέτυχαν ακόμα μία νίκη, επιτρέποντας σε ένα φορτίο προμηθειών να φτάσει στην πόλη. Ο κίνδυνος τελικά έληξε όταν ο Lawrence επέστρεψε με ένα αρκετά μεγάλο στρατό τον Αύγουστο και απώθησε τους Γάλλους στην Srirangam. Τον ίδιο μήνα ο Dupleix ανεκλήθη στη Γαλλία, καθότι οι αποτυχίες στην Trichinopoly είχαν υπονομεύσει την θέση του.
Ο Dupleix αντικαταστάθηκε από τον Μ. Godeheu, ο οποίος είχε εντολές από το Παρίσι να διαπραγματευτεί ένα τέλος στις μάχες. Ο Κυβερνήτης Saunders είχε λάβει παρόμοια εντολή από το Λονδίνο και στα τέλη Οκτωβρίου 1754 οι δύο άνδρες συμφώνησαν σε αναστολή των εχθροπραξιών. Τον Ιανουάριο του 1755 υπεγράφη συνθήκη ειρήνης υπό όρους, τερματίζοντας επισήμως τον Β’ Καρνατικό Πόλεμο (αν και θεωρείται ότι είχε λήξει το 1754, όταν σταμάτησαν οι μάχες).
Παρόλο που ο πόλεμος τελείωσε με Γαλλικές οπισθοχωρήσεις, εντούτοις η Γαλλική πλευρά ήταν ο μεγάλος κερδισμένος. Ο υποψήφιός τους κατείχε την θέση του Nizam του Hyderabad και είχαν αποκομίσει τα περισσότερα εδάφη από τα Βόρεια Circars (τωρινές ακτές της Andra Pradesh, βόρειο-ανατολικά της Carnatic). Είχαν κερδίσει επίσης ένα σημαντικό τμήμα εδάφους γύρω από την Pondicherry. Οι Βρετανοί απλώς είχαν κερδίσει ένα τμήμα εδάφους γύρω από το Μαδράς.
Γ’ Καρνατικός πόλεμος (1756 – 1763)
O B’ Καρνατικός πόλεμος δεν διευθέτησε το θέμα μεταξύ Άγγλων – Γάλλων και το 1756 με το ξέσπασμα του Επταετούς Πολέμου, ξεκίνησε ταυτόχρονα και ο Γ’ Καρνατικός πόλεμος.

Οι Άγγλοι είχαν γίνει ισχυρότεροι με την κατάληψη της Chandannagar το 1757 στη Βεγγάλη νικώντας τον Siraj ud-Daulah στη μάχη του Plassey.
Το 1760 στην μάχη του Wandiwash, ο Sir Eyre Coote, ο Βρετανός στρατηγός νικά τον Γάλλο στρατηγό Count Lally με αποτέλεσμα οι τοποθεσίες Μαντράς, Pondicherry, Jinji, Mahe, Karaikal να περάσουν στους Βρετανούς και οι Γάλλοι να χάσουν σχεδόν τα πάντα. Το 1763 η συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων που υπεγράφη μετά από επτά χρόνια πολέμου, έκλεισε την Αγγλο – Γαλλική διαμάχη στο Carnatic. Αν και οι Γάλλοι πήραν πίσω τα εδάφη τους, σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης, δεν είχαν τη δυνατότητα να τα οχυρώσουν. Έθεσε τέρμα σε αυτό που ο Dupleix και η Γαλλία είχαν αγωνισθεί και προανήγγειλε την έναρξη του Βρετανικού ιμπεριαλισμού στην Ινδία.
Οι Βρετανοί πέτυχαν διότι η Βρετανική Εταιρεία Ινδιών που υποστήριζε τους πολέμους ήταν ιδιωτικών συμφερόντων και λειτουργούσε βάσει των αρχών της ανταμοιβής και της τιμωρίας. Σημαντικός παράγων υπήρξε επίσης η ναυτική υπεροχή και η κατοχή ναυτικής βάσης στη Βομβάη και τα πλούσια εμπορικά κέντρα όπως η Καλκούτα και το Μαδράς. Επιπλέον οι Γάλλοι στρατηγοί όπως ο Dupleix, ο Lally και ο Bush, ήσαν κατώτεροι των αντίστοιχων Βρετανών Clive, Lawrence και Eyre Coote.
Πηγές
– The Carnatic Wars: The Struggle between England and France for Supremacy in India – Edward J. Rapson
– A Voyage to the East Indies Volume 2: The History of the War with the French from 1754 to the Conclusion of the General Peace in 1763 – John Henry Grose