Δωδεκάδελτος (περ. 449 π.Χ.)

στις

εξώφυλλο: Ρωμαίοι πολίτες εξετάζουν τους Δώδεκα Πίνακες μετά την εφαρμογή τους. staff.4j.lane.edu, Public domain, via Wikimedia Commons

Η δημοσίευση βασίζεται σε άρθρο του Mark Cartwright που δημοσιεύθηκε στο World History Encyclopedia στις 11 Απρ. 2016.

copyright © μετάφραση – επιμέλεια Χείλων

Η Δωδεκάδελτος (δέλτος=πίνακας) νομοθεσία (γνωστή και ως Νόμος των Δώδεκα Πινάκων) ήταν σύνολο νόμων χαραγμένων σε 12 χάλκινες πινακίδες που δημιουργήθηκαν στην αρχαία Ρώμη το 451 και 450 π.Χ. Αποτέλεσε την αρχή μιας νέας προσέγγισης νομοθεσίας η οποία ψηφίζονταν από την εκάστοτε κυβέρνηση και γράφονταν έτσι ώστε όλοι οι πολίτες να αντιμετωπίζονται ισότιμα.

Αν και δεν πρόκειται για ένα πλήρως κωδικοποιημένο σύστημα, η Δωδεκάδελτος ήταν το πρώτο βήμα για την προστασία των δικαιωμάτων όλων των πολιτών και την αποκατάσταση των αδικιών μέσω γραπτών νόμων γνωστών σε όλους. Κατά συνέπεια, η Ρωμαϊκή προσέγγιση του δικαίου αποτέλεσε το πρότυπο που ακολούθησαν πολλοί μεταγενέστεροι πολιτισμοί μέχρι σήμερα.

Έκδοση των Δώδεκα Πινάκων στη Ρώμη. Σχέδιο του Silvestre David Mirys (1742-1810). χαραγμένο από τον Claude-Nicolas Malapeau (1755-1803) Drawing by Silvestre David Mirys (1742-1810). Engraved by Claude-Nicolas Malapeau (1755-1803)., Public domain, via Wikimedia Commons

Θέσπιση των Δώδεκα Πινάκων

Σύμφωνα με την παράδοση, το 451 π.Χ. μετά από δημόσια πίεση, ανατέθηκε σε επιτροπή την επονομαζόμενη Δεκανδρία, να συντάξει έναν νομικό κώδικα που θα αντιπροσώπευε καλύτερα τα συμφέροντα των απλών ανθρώπων (πληβείοι) και θα μείωνε την αθέμιτη επιρροή στο Ρωμαϊκό δίκαιο των αριστοκρατών (πατρίκιοι) και των ιερέων (ποντίφικες). Οι τελευταίοι συμμετείχαν αποκλειστικά σε ένα συμβούλιο που ερμήνευε το νόμο όπως αυτοί έκριναν κατάλληλο. Στο πλαίσιο προετοιμασίας αυτού του εγχειρήματος, στάλθηκε αντιπροσωπεία τριών ανδρών στην Αθήνα, όπου μελέτησαν τους νόμους του διάσημου νομοθέτη Σόλωνα (περ. 640 – περ. 560 π.Χ.). Στη συνέχεια δόθηκαν σε δέκα άνδρες, όλοι πατρίκιοι, δικαιώματα ύπατου και τους ανατέθηκε να συντάξουν κατάλογο νόμων, τους οποίους θεωρούσαν αναγκαίους και χρήσιμους.

Αυτή είναι η παραδοσιακή εκδοχή των γεγονότων, αν και ρεαλιστικότερα, η σύνθεση των πινάκων ήταν μια προσπάθεια της άρχουσας τάξης να αυτοκυβερνηθεί καλύτερα και να αποτρέψει καταχρήσεις εντός της δικής της κοινωνικής ομάδας. Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα ήταν ένας κατάλογος γραπτών νόμων (legibus scribundis) που παρουσιάστηκαν σε δέκα πίνακες και το επόμενο έτος προστέθηκαν δύο ακόμη σε σύνολο σε δώδεκα. Οι δύο τελευταίες μαζί με τις δέκα προηγούμενες αποτέλεσαν την Δωδεκάδελτο, η οποία και αναρτήθηκε το 449/8 π.Χ. στη Ρωμαϊκή Αγορά. Κατά συνέπεια, οι νόμοι θεσμοθετήθηκαν, αφού πρώτα αποφασίστηκαν από νομοθετικό σώμα και δεν βασίζονταν πλέον σε έθιμα και παραδόσεις.

Ο ακριβής λόγος για τον οποίο συντάχθηκαν οι πίνακες μπορεί να χάθηκε στα βάθη του χρόνου, αλλά το περιεχόμενό τους αναφέρεται σε μεταγενέστερα Ρωμαϊκά γραπτά έργα. Δυστυχώς, οι πινακίδες δεν διασώθηκαν, αφού σύμφωνα με την παράδοση καταστράφηκαν, όταν λεηλατήθηκε η Ρώμη από τους Γαλάτες το 390 π.Χ. Από ορισμένα εναπομείναντα αποσπάσματα και τις αναφορές στη βιβλιογραφία, είναι δυνατόν να προσδιοριστούν τουλάχιστον ορισμένες λεπτομέρειες.

Ο κατάλογος των νόμων φαίνεται να καλύπτει τους περισσότερους τομείς του ιδιωτικού δικαίου και επικεντρώνεται στις ατομικές σχέσεις μεταξύ πολιτών (σε αντίθεση με πολίτες έναντι του κράτους ή τα δικαιώματα των μη πολιτών) και ως εκ τούτου, αποτελούν περισσότερο έναν κατάλογο αστικών αγωγών και κυρώσεων παρά έναν πλήρη, περιεκτικό κώδικα δικαίου. Αφορούσαν επίσης σε μεγάλο βαθμό τομείς σχετικούς με γεωργικά θέματα. Για παράδειγμα, το έγκλημα του εμπρησμού τιμωρούνταν με θανατική ποινή με καύση. Το έγκλημα χρήσης μαγείας στις καλλιέργειες τιμωρούνταν επίσης με θάνατο, με τη μορφή σταύρωσης. Μικρότερες ποινές για υλικές ζημιές ήταν η εξορία από τη Ρώμη, η απώλεια της ιθαγένειας και για συνέργεια σε έγκλημα, η δήμευση περιουσίας. Διακανονισμοί μπορούσαν να γίνουν με την καταβολή αποζημίωσης στον ενάγοντα και ως εκ τούτου, την αποφυγή δίκης.

Άλλοι τομείς που καλύπτονταν ήταν διαδικαστικοί, όπως η ιδιωτική κλήτευση. Εάν ο ενάγων γνωστοποιούσε στον κατηγορούμενο ότι επιθυμούσε να ασκήσει αγωγή εναντίον του, τότε ο κατηγορούμενος ήταν υποχρεωμένος και μπορούσε ακόμη και να εξαναγκαστεί να εμφανιστεί ενώπιον δικαστή. Το οικογενειακό δίκαιο ήταν επίσης μέρος των Δώδεκα Πινάκων με κανόνες σχετικά με το γάμο, την κηδεμονία, την κληρονομιά και τις κηδείες.

Οι Ρωμαϊκοί Νόμοι των Δώδεκα Πινάκων, Simeon Netchev (CC BY-NC-SA) κλικ για μεγέθυνση

Τροπολογίες

Σύντομα όμως εμφανίστηκαν προβλήματα πρακτικής εφαρμογής όταν ορισμένοι πατρίκιοι αρνήθηκαν να υπακούσουν στο καταστατικό των Δώδεκα Πινάκων. Οι απλοί άνθρωποι αιφνιδιάστηκαν επίσης όταν είδαν για πρώτη φορά, πολλούς από τους νόμους που είχαν τεθεί σε ισχύ ότι δεν ήταν διαφανείς. Αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν σε εξέγερση των πληβείων το 449 π.Χ. και στην αναγκαστική παραίτηση της Δεκανδρίας. Το σύνταγμα της Ρώμης αναθεωρήθηκε, οι θεσμοί των προκρίτων και των υπάτων αποκαταστάθηκαν και η Δωδεκάδελτος έγινε η βάση του Ρωμαϊκού δικαίου. Οι πραγματικές χάλκινες πινακίδες τοποθετήθηκαν στην Αγορά της Ρώμης για να τις βλέπουν όλοι οι πολίτες και ο Κικέρων καταγράφει ότι οι μαθητές τις διδάσκονταν ως μέρος της εκπαίδευσής τους.

Εκτός από τα πρώιμα προβλήματα, ορισμένοι ειδικοί νόμοι στους αρχικούς πίνακες δεν ήταν διαχρονικοί, όπως αυτός που απαγόρευε τους γάμους μεταξύ πατρικίων και πληβείων. Αυτός ο νόμος ακυρώθηκε το 445 π.Χ. με τη θέσπιση του Κανούλειου Νόμου. Με την πάροδο του χρόνου τροποποιήθηκαν και άλλοι νόμοι των Δώδεκα Πινάκων και τον 3ο αιώνα π.Χ., αντικαταστάθηκαν μόνιμα από άλλους πιο σχετικούς με την εξελισσόμενη Ρωμαϊκή κοινωνία και την ευρεία επικράτηση της Δημοκρατίας.

Τμήμα του νομικού κώδικα της Γόρτυνας στην Κρήτη (περί το 450 π.Χ.). Αυτός ο Eλληνικός νόμος ήταν γραμμένος σε δώδεκα στήλες στην εσωτερική όψη ενός κυκλικού τοίχου. Οι μελετητές παρατήρησαν ότι το περιεχόμενο και η εστίαση στο ιδιωτικό δίκαιο εμφανίζει εντυπωσιακές ομοιότητες με την Δωδεκάδελτο. Afrank99, CC BY-SA 2.5 via Wikimedia Commons

Μορφή και δομή

Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, αρχικά η Δωδεκάδελτος καταγράφηκε ως επιγραφικό κείμενο χαραγμένο σε δώδεκα χάλκινες πινακίδες. Πιστεύεται ότι σε μεταγενέστερο στάδιο το κείμενο των Δώδεκα Πινάκων έγινε λογοτεχνικό. Ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι το κείμενο εκείνη την εποχή ξαναγράφτηκε και διατηρήθηκε ως ένα μικρό αρχαίο βιβλίο. Για παράδειγμα, ο Κικέρων ονομάζει τους νόμους «ενιαίο βιβλιαράκι» (unus libelus). Στον αρχαίο κόσμο, οι νόμοι που ήταν χαραγμένοι σε μπρούντζο συχνά δεν ήταν εύκολο να διαβαστούν αλλά είχαν συμβολικό και θρησκευτικό σκοπό. Είναι πιθανό ο νόμος να απέκτησε λογοτεχνική χροιά κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ. όταν το Ρωμαϊκό αστικό δίκαιο άρχισε να εφαρμόζεται από δικαστές. Κατά πάσα πιθανότητα οι κρατικοί διαχειριστές να το έβρισκαν πιο βολικό να συμβουλεύονται το νόμο σε μορφή βιβλίου με αποτέλεσμα οι δώδεκα πίνακες να θεωρούνταν παρωχημένοι.

Όπως και οι περισσότεροι πρώιμοι κώδικες δικαίου, οι Δώδεκα Πίνακες ήταν σε μεγάλο βαθμό διαδικαστικοί, συνδυάζοντας αυστηρές και εξαντλητικές ποινές με εξίσου αυστηρές και εξαντλητικές διαδικασίες. Στα περισσότερα από τα σωζόμενα αποσπάσματα από αυτά τα κείμενα, ο αρχικός πίνακας που τα περιείχε δεν δίνεται. Οι μελετητές υποθέτουν πού ανήκουν τα σωζόμενα θραύσματα συγκρίνοντάς τα με τις λίγες γνωστές αποδόσεις και αρχεία, πολλά από τα οποία δεν περιλαμβάνουν τις αρχικές γραμμές, αλλά παραφράσεις. Δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα από όσα σώζονται ότι τα πρωτότυπα οργανώθηκαν με αυτόν τον τρόπο ή αν οργανώθηκαν ανά θέμα.

Παρακαταθήκη

Αν και ορισμένοι μελετητές επιμένουν ότι η Δωδεκάδελτος δεν πρέσβευε την αρχή «όλοι ίσοι ενώπιον του νόμου» όπως ισχυρίζεται η παράδοση και δεν μπορεί να θεωρηθεί ένας πλήρης κώδικας δικαίου, εντούτοις, έθεσε αναμφισβήτητα τα θεμέλια για ένα πλήρες σύστημα κωδικοποιημένου δικαίου στον Ρωμαϊκό κόσμο. Η Δεκανδρία πρέπει επίσης να πιστωθεί με τη θέσπιση νόμων που είχαν πρακτική αξία, διαχωρισμένοι από κάθε θρησκευτική θεώρηση, ορατοί σε όλους και διατυπωμένοι σε ακριβή γλώσσα με σαφείς ορισμούς. Με αυτόν τον τρόπο οι Ρωμαίοι δημιούργησαν μια προσέγγιση στα νομικά ζητήματα που έκτοτε αντιγράφηκε από αμέτρητες κοινωνίες και κυβερνήσεις.

Ζακ Γκοντεφρουά Peace Palace Library, Public domain, via Wikimedia Commons

Σύγχρονες διασκευές

Στις Ρωμαϊκές ιστορικές και νομικές πηγές οι αρχαίοι συγγραφείς ανέφεραν και ανέλυαν τους νόμους των Δώδεκα Πινάκων σε πολυάριθμα αποσπάσματα. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του Πρώιμου Μεσαίωνα η γνώση των Δώδεκα Πινάκων χάθηκε. Η ανακατασκευή του κειμένου ξεκίνησε με την εκ νέου ανακάλυψη του Σώματος Νόμου (Corpus Iuris) στον ύστερο Μεσαίωνα. Η πρώτη προσπάθεια ανάκτησης των νόμων έγινε από τον Γάλλο νομικό – ιστορικό Εϊμάρ ντι Ριβέιλ στο έργο του Βιβλία για την Ιστορία του Αστικού και Ποντιφικού Δικαίου (Libri de Historia Juris Civilis et Pontificii) (1515). Το έργο του ακολούθησαν και άλλες δημοσιεύσεις από τον Αλεσάντρο ντ’ Αλεσάντρο (1522) και τον Γιοχάνες Τακουίνο (1525).

Το θεμελιώδες έργο ανακατασκευής των Δώδεκα Πινάκων εμφανίστηκε στη δημοσίευση του νόμου των Δώδεκα Πινάκων από τον Ζακ Γκοντεφρουά το 1616. Η ανακατασκευή του Γκοντεφρουά βασίστηκε στο έργο του Γάιου «Περί του νόμου των δώδεκα πινάκων», από το οποίο πολλές από τις διατάξεις των Δώδεκα Πινάκων έγιναν γνωστές σε εμάς. Ο Γκοντεφρουά πίστευε ότι ο Γάιος στο έργο του ακολούθησε την αρχική σειρά των Δώδεκα Πινάκων. Δεδομένου ότι το έργο του Γάιου ήταν χωρισμένο σε έξι βιβλία, ο Γκοντεφρουά θεώρησε ότι κάθε βιβλίο κάλυπτε δύο πίνακες και ότι κάθε πίνακας επικεντρωνόταν σε ένα συγκεκριμένο θέμα.

Η σημαντικότερη σύγχρονη ανακατασκευή των Δώδεκα Πινάκων δημοσιεύθηκε από τον Γερμανό νομικό ιστορικό Χάινριχ Έντουαρντ στο έργο του Ανασκόπηση της προσπάθειας για την κριτική και αποκατάσταση κειμένου των αποσπασμάτων των Δώδεκα Πινάκων (Λειψία, 1824). Το έργο του, βασισμένο στις αρχές και τις ανακαλύψεις του Γκοντεφρουά, θεωρείται σήμερα ως η πιο έγκυρη ανακατασκευή της Δωδεκαδέλτου. Το 1866 η ανακατασκευή του Ρούντολφ Σέλ στο έργο Ανάγνωση των Δώδεκα Πινάκων (Legis Duodecim Tabularum Reliquiae) ακολούθησε το μοντέλο του Ντίρκσεν. Η πρώτη πλήρης Αγγλική έκδοση της ανακατασκευής του Ντίρκσεν προετοιμάστηκε και μεταφράστηκε από τον Έρικ Χέρμπερτ Ουόρμινγκτον στο έργο Κατάλοιπα Παλαιών Λατινικών, τόμος III: Λουκίλιος. Οι Δώδεκα Πίνακες το 1938 (έκδοση No. 329 στην Loeb Classical Library).

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, μία από τις πιο σημαντικές ανακατασκευές του νόμου των Δώδεκα Πινάκων ήταν το έργο του Μάικλ Κρώφορντ «Ρωμαϊκά Καταστατικά, τόμος 2» (Λονδίνο, 1996). Σε αυτή τη νέα έκδοση, ο Κρώφορντ και ομάδα ειδικών επανεξέτασαν τη συμβατική ρύθμιση των νόμων με βάση τον Ντίρκσεν και τους οπαδούς του. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτή η συμβατική ομαδοποίηση των κανόνων ήταν λανθασμένη και πρότειναν νέα ρύθμιση. Για παράδειγμα, οι νόμοι σχετικά με τις αδικοπραξίες (iniuria) και την κλοπή (furtum) μεταφέρθηκαν από τον όγδοο πίνακα (Tabula VIII) στον πρώτο πίνακα (Tabula I). Ομοίως, ο νόμος για τους υπό όρους απελευθερωμένους σκλάβους μεταφέρθηκε από τον τέταρτο πίνακα (Tabula IV) στο έκτο πίνακα (Tabula VI).

Πηγές – βιβλιογραφία

https://www.worldhistory.org/Twelve_Tables/

https://en.wikipedia.org/wiki/Twelve_Tables

https://books.google.gr/books?id=SqJGAAAAcAAJ&printsec=frontcover&hl=el#v=onepage&q&f=false

https://repo.lib.duth.gr/jspui/bitstream/123456789/13646/1/ChatzikipraiosI_2021.pdf

 

 

Το έργο με τίτλο Δωδεκάδελτος από τον δημιουργό Χείλων διατίθεται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική Χρήση – Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές. Βασισμένο σε έργο στο https://www.worldhistory.org/Twelve_Tables/