εξώφυλλο: Ανακατασκευή της μενορά του Ναού στην Ιερουσαλήμ, που δημιουργήθηκε από το Temple Institute of Israel
copyright © μετάφραση – επιμέλεια Χείλων
Η επτάκλαδη μενορά (Eβραϊκά: מְנוֹרָה) που αποτελεί σύμβολο του Ιουδαϊσμού, είναι πολύ παλαιότερη από το Άστρο του Δαβίδ και ταυτόχρονα το αρχαιότερο θρησκευτικό σύμβολο στον δυτικό κόσμο. Η ραβινική διδασκαλία τη χρονολογεί κατά τη διάρκεια του βίου του προφήτη Μωυσή (1391-1271 π.Χ.).
Επτάφωτες λυχνίες εισήχθησαν στους Χριστιανικούς ναούς σύμφωνα με το Βιβλικό πρότυπο και συμβολίζουν τα επτά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος ή τα επτά μυστήρια της Εκκλησίας.

Η αρχαία λυχνία
Η μενορά (κηροπήγιο) αναφέρεται στην Έξοδο, το δεύτερο βιβλίο της Τορά, όταν αποκαλύφτηκε στον Μωυσή στο όρος Σινά, στον οποίο δίνονται οδηγίες ως προς τη μορφή του. Η πρωτότυπη επτάφωτη λυχνία, όπως περιγράφεται στην Αγία Γραφή, ήταν κατασκευασμένη από συμπαγή χρυσό και είχε ύψος τριών πήχεων (2,25 μέτρα). Οι έξι κλάδοι της καμπυλώνονταν προς τα επάνω ώστε οι κορυφές τους να είναι παράλληλες με το κεντρικό στέλεχος. Τα κύπελλα πρέπει να περιέχουν αγνό ελαιόλαδο, το οποίο θα φωτίσει το Ναό. Έχει αναφερθεί ότι μια μενορά τοποθετήθηκε στη Σκηνή του Μαρτυρίου που ο Μωυσής έλαβε εντολή να χτίσει ως φορητό τόπο λατρείας για τους Ισραηλίτες αφού είχαν απελευθερωθεί από τη δουλεία στην Αίγυπτο και υπήρχαν δέκα χρυσά μενορά στον Πρώτο Ναό του Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ. Η Πεντάτευχος γράφει ότι ο Θεός απεκάλυψε το σχέδιο της λυχνίας στον Μωυσή και περιγράφει λεπτομερώς την κατασκευή στο 25ο κεφάλαιο της Εξόδου (κε΄ 31-40):
Και ποιήσεις λυχνίαν εκ χρυσίου καθαρού, τορευτήν… …εξ δε καλαμίσκοι εκπορευόμενοι εκ πλαγίων, τρεις καλαμίσκοι της λυχνίας εκ του κλίτους αυτής του ενός και τρεις καλαμίσκοι της λυχνίας εκ του κλίτους του δευτέρου. Και τρεις κρατήρες εκτετυπωμένοι καρυίσκους εν τω ενί καλαμίσκω, σφαιρωτήρ και κρίνον. Ούτως τοις εξ καλαμίσκοις τοις εκπορευομένοις εκ της λυχνίας. Και εν τη λυχνία τέσσαρες κρατήρες εκτετυπωμένοι καρυίσκους — εν τω ενί καλαμίσκω οι σφαιρωτήρες και τα κρίνα αυτής. Ο σφαιρωτήρ υπό τους δύο καλαμίσκους εξ αυτής, και σφαιρωτήρ υπό τους τέσσαρας καλαμίσκους εξ αυτής. Ούτως τοις εξ καλαμίσκοις τοις εκπορευομένοις εκ της λυχνίας. Οι σφαιρωτήρες και οι καλαμίσκοι εξ αυτής έστωσαν — όλη τορευτή εξ ενός χρυσίου καθαρού. Και ποιήσεις τους λύχνους αυτής επτά και επιθήσεις τους λύχνους και φανούσιν εκ του ενός προσώπου. Και τον επαρυστήρα αυτής και τα υποθέματα αυτής εκ χρυσίου καθαρού ποιήσεις. Πάντα τα σκεύη ταύτα τάλαντον χρυσίου καθαρού. Όρα ποιήσεις κατά τον τύπον τον δεδειγμένον σοι εν τω όρει. – Μετάφραση των Εβδομήκοντα

Μέχρι το 2009 η αρχαιότερη αναπαράσταση της λυχνίας σωζόταν στον θριγκό της Αψίδας του Τίτου, μνημείο του θριάμβου του στη Ρώμη μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ. Tο 2009 ανακαλύφθηκαν στα Μάγδαλα τα ερείπια μιας συναγωγής με κεραμικά χρονολογούμενα πριν την καταστροφή του Δεύτερου Ναού. Ανάμεσα στα ερείπια αυτά ανακαλύφθηκε μία ορθογώνια πέτρα με χαραγμένο, μεταξύ άλλων, ένα σχέδιο της επτάφωτης λυχνίας που διαφέρει καθαρά από την απεικόνιση της Αψίδας του Τίτου και πιθανώς χαράχθηκε από κάποιον που είχε δει την πραγματική μενορά που υπήρχε εκείνη την εποχή στον Ναό της Ιερουσαλήμ. Οι κλάδοι αυτής της λυχνίας είναι πολυγωνικοί και όχι στρογγυλεμένοι, ενώ η βάση δεν είναι βαθμιδωτή αλλά τριγωνική.
Αναπαραστάσεις επτάφωτης λυχνίας έχουν βρεθεί σε τάφους και μνημεία από τον 1ο αιώνα ως σύμβολο του Ιουδαϊσμού και των Ισραηλιτών.
Ως προς την έμπνευση του σχήματος, έχει υποστηριχθεί ότι η μορφή της μενορά μοιάζει με το φυτό σάλβια παλαιστίνα. Σε αντίθεση με την κυρίαρχη σύγχρονη αναπαράσταση, η αρχαία επτάφωτος λυχνία δεν είχε επτά κλάδους, αφού τότε δεν υπήρχαν κεριά, δηλαδή δεν ήταν κηροπήγιο.

Χρήση
Οι λύχνοι της επτάφωτης λυχνίας ανάβονταν καθημερινά με νωπό, αγιασμένο ελαιόλαδο και έκαιγαν από το βράδυ μέχρι το πρωί (Έξοδος κζ΄ 20-21). Ο Εβραίος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος αναφέρει ότι οι τρεις από τους επτά λύχνους επιτρεπόταν να καίνε και κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ωστόσο, σύμφωνα με την προφορική Εβραϊκή παράδοση και το Ταλμούδ (Ρασί, τόμος Σααμπάτ 22b) μόνο ο κεντρικός λύχνος έκαιγε όλη την ημέρα και μάλιστα κατά θαυματουργό τρόπο αφού ξεκινώντας με την ίδια ποσότητα λαδιού και απτόμενος πρώτος, παρέμενε αναμμένος όταν οι άλλοι έξι λύχνοι είχαν κάψει όλο το λάδι τους και είχαν σβήσει. Αυτό το αποκαλούμενο «θαύμα του νερ χάμα’ ραβί(= του δυτικού λύχνου)» λέγεται ότι σταμάτησε 40 περίπου χρόνια πριν από την καταστροφή του Δεύτερου Ναού (Ταλμούδ, Γιόμα 39a).
Ιστορία
Όπως αναφέρθηκε η αρχική επτάφωτος λυχνία κατασκευάστηκε για τη Σκηνή του Μαρτυρίου και η Βίβλος καταγράφει την ύπαρξή της όταν οι Ισραηλίτες διέσχισαν τον Ιορδάνη. Ωστόσο δεν αναφέρεται καθόλου κατά τα έτη των μετακινήσεων της Κιβωτού της Διαθήκης επί Σαμουήλ και Σαούλ. Αντ’ αυτής ο Σολομών στον Ναό του κατασκευάζει 10 λυχνίες (Β’ Χρον. δ’ 7) που λεηλατούνται και μεταφέρονται στη Βαβυλώνα από τους εισβολείς αιώνες αργότερα (Ιερεμίας νβ΄ 19).
Κατά την αναστήλωση του Ναού μετά την 70χρονη αιχμαλωσία της Βαβυλώνας δεν αναφέρεται επιστροφή της επτάφωτης λυχνίας, αλλά μόνο «σκευών» (Έσδρα α΄ 9-10). Το βιβλίο των Μακκαβαίων αναφέρει ότι ο Αντίοχος ο Επιφανής υφάρπαξε «τις λυχνίες» (πληθυντικός) όταν εισέβαλε και λεηλάτησε τον Ναό (Α’ Μακ. α΄ 21). Καμιά άλλη βιβλική αναφορά δεν υπάρχει.

Η μοίρα της επτάφωτης λυχνίας που υπήρχε στον Δεύτερο Ναό καταγράφεται από τον Ιώσηπο, σύμφωνα με τον οποίο μεταφέρθηκε στη Ρώμη, όπου και επιδείχθηκε κατά τον θρίαμβο του Βεσπασιανού και του Τίτου. Πιθανότατα παρέμεινε στη συνέχεια στον Ναό της Ειρήνης στη Ρώμη μέχρι και τη λεηλασία από τους Βησιγότθους του Αλάριχου Ι το 410. Το πιθανότερο όμως είναι ότι η επτάφωτος λυχνία αρπάχθηκε από τους Βανδάλους κατά την επιδρομή τους στη Ρώμη το 455 και μεταφέρθηκε στην πρωτεύουσά τους Καρχηδόνα. Ο Βυζαντινός στρατός του στρατηγού Βελισσαρίου πιθανώς τη μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη το 533, όπου σύμφωνα με τον Προκόπιο λιτανεύθηκε στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης κατά τη θριαμβική παρέλαση του Βελισσαρίου. Ο Προκόπιος προσθέτει ότι το σκεύος στάλθηκε αργότερα πίσω στην Ιερουσαλήμ, όπου δεν υπάρχει πλέον αναφορά σε αυτό. Πιθανώς καταστράφηκε κατά τη λεηλασία της Ιερουσαλήμ από τους Πέρσες το 614.
Συμβολισμός
Σύμφωνα με Εβραίους διανοουμένους η επτάφωτος λυχνία συμβόλιζε το ιδανικό του παγκόσμιου διαφωτισμού. Οι επτά λύχνοι της συμβολίζουν τους κλάδους της ανθρώπινης γνώσης, που αναπαριστούν οι έξι πλάγιοι λύχνοι, οι οποίοι ανυψωμένοι στρέφονται προς τον κεντρικό λύχνο, που συμβολίζει το φως του Θεού. Επιπροσθέτως η επτάφωτος λυχνία συμβολίζει την Εξαήμερο Δημιουργία του κόσμου, με τον κεντρικό λύχνο να συμβολίζει το Σάββατο, την έβδομη ημέρα αναπαύσεως του Θεού. Λέγεται επίσης ότι συμβολίζει τη φλεγόμενη και μη καιόμενη βάτο που αντίκρισε ο Μωυσής στο όρος Χωρήβ.
Ο Κλήμης Αλεξανδρείας και ο Φίλων ο Ιουδαίος γράφουν ότι οι επτά λύχνοι της χρυσής επτάφωτης λυχνίας αναπαριστούσαν τους επτά αρχαίους «πλανήτες» με τη σειρά: Σελήνη, Ερμής, Αφροδίτη, Ήλιος, Άρης, Δίας και Κρόνος.
Η επτάφωτος λυχνία υπάρχει στον θυρεό του Κράτους του Ισραήλ, αλλά η εν λόγω αναπαράσταση βασίζεται στην απεικόνιση της Αψίδας του Τίτου.

Σύγχρονο λειτουργικό σκεύος
Στον νεότερο Ιουδαϊσμό η μενορά είναι στενά συνδεδεμένη με την Χάνουκα (Εορτή των Φώτων). Σύμφωνα με το Ταλμούδ, μετά τη βεβήλωση του Ναού της Ιερουσαλήμ από τους Σελευκίδες, υπήρχε σφραγισμένο (άρα μη βεβηλωμένο) ελαιόλαδο που μόλις επαρκούσε για να τροφοδοτήσει τον λύχνο του Ναού για μία ημέρα. Κατά θαυματουργό τρόπο όμως το λάδι κράτησε οκτώ ημέρες, χρόνος αρκετός για να παραχθεί νέο αγιασμένο ελαιόλαδο. Το Ταλμούδ αναφέρει επίσης (Μεναχότ 28b) ότι απαγορεύεται η χρήση επτάφωτης λυχνίας έξω από τον Ναό. Για τον λόγο αυτόν η μενορά του Χανουκά έχει εννέα λύχνους ή κεριά (οκτώ κλάδοι συν ο κεντρικός) ώστε ο όρος «επτάφωτος λυχνία» δεν εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αυτός ο τύπος μενορά αποκαλείται χανουκίγια στη σύγχρονη Εβραϊκή παράδοση.
Η μεγαλύτερη επτάφωτη μενορά στον κόσμο βρίσκεται στο Μανάντο της Ινδονησίας και έχει ύψος 18,9 μέτρα. Συγκριτικά, η ορειχάλκινη μενορά – γλυπτό έξω από το Κοινοβούλιο του Ισραήλ (Κνεσέτ) έχει ύψος 5 μέτρων.
Στις συναγωγές και στους ορθόδοξους Χριστιανικούς ναούς υπάρχει λύχνος συνεχώς αναμμένος, μπροστά στην Κιβωτό και στην Αγία Τράπεζα αντιστοίχως, που δεν πρέπει να συγχέεται με την επτάφωτο λυχνία (βλ. ακοίμητη κανδήλα). Στους Χριστιανικούς ναούς η χρήση της επτάφωτης λυχνίας διατηρήθηκε μέσα στο ιερό, είτε πάνω είτε πίσω από την Αγία Τράπεζα. Η λυχνία αυτή είναι συνήθως κηροπήγιο με επτά κεριά που ανάβουν μόνο κατά τη διάρκεια των ακολουθιών, είτε όλα είτε τα τρία κεντρικά.
Άλλες παραδόσεις
Στον Ταοϊσμό η «Επτάστερος Λυχνία» Κι-Σινγκ-Ντενγκ (七星燈) είναι μία λυχνία με επτά καντήλια που ανάβουν σε αναπαράσταση των επτά αστέρων της Μεγάλης Άρκτου. Η ύπαρξή της είναι απαραίτητη σε όλους τους ναούς του Ταοϊσμού και τα καντήλια της δεν σβήνουν ποτέ. Κατά τις πρώτες 9 ημέρες της εορτής του 9ου Σεληνιακού μήνα, μπορεί να ανάβεται μία επιπλέον λυχνία με 9 συνδεδεμένους λύχνους συμβολίζοντας τα άστρα της Μεγάλης Άρκτου και δύο ακόμα «βοηθητικά», με τα οποία συναποτελούν τους Εννέα Αυτοκρατορικούς Αστέρες, γιους του Ντου Μι που ορίσθηκαν από την Ταοϊκή Τριάδα να κρατούν τα Βιβλία της Ζωής και του Θανάτου της ανθρωπότητας. Οι λύχνοι αντιπροσωπεύουν το φως των επτά αστέρων και το άναμμά τους πιστεύεται ότι συγχωρεί τις αμαρτίες και επιμηκύνει τον χρόνο ζωής.
Πηγές
https://www.historytoday.com/archive/foundations/menorah
https://en.wikipedia.org/wiki/Temple_menorah
Steven Fine. 2010. «The Lamps of Israel’: The Menorah as a Jewish Symbol.» In Art and Judaism in the Greco-Roman World: Toward a New Jewish Archaeology». 148–163. New York: Cambridge University Press.
Rachel Hachlili. 2001. «The Menorah, the Ancient Seven-Armed Candelabrum: Origin, Form, and Significance». Leiden: E.J. Brill.
Το έργο με τίτλο Άννα Κομνηνή από τον δημιουργό Χείλων διατίθεται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική Χρήση – Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές