copyright © μετάφραση – επιμέλεια Χείλων
Στις 10 Ιουνίου 1940 η Ιταλία κήρυξε πόλεμο στη Γαλλία και στη Μεγάλη Βρετανία. Η Γαλλία παραδόθηκε σε μόλις έξι εβδομάδες μετά το σφυροκόπημα των Γερμανών και λίγο μετά την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο. Η πτώση της Γαλλίας ενθάρρυνε τον Μουσολίνι να πιστέψει ότι με τη Γαλλία εκτός πολέμου και τη Μεγάλη Βρετανία να αμύνεται μπορούσε να κατακτήσει τις αποικίες τους. Η Ιταλία επεδίωκε να ελέγξει την Αίγυπτο και τους πολύτιμους πετρελαϊκούς πόρους της περιοχής. Με τη Γαλλία εκτός πολέμου, οι Βρετανικές νηοπομπές θα έπλεαν πέρα από το Γιβραλτάρ και στη συνέχεια μέσω της ελεγχόμενης από τους Ιταλούς Μεσογείου. Η μόνη εναλλακτική λύση ήταν να διανύσουν την πολύ μακρύτερη διαδρομή γύρω από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας και την ανατολική ακτογραμμή της Αφρικής.
Ενώ ο Μουσολίνι σχεδίαζε να επεκτείνει τη δύναμη και επιρροή της Ιταλίας, η Μεγάλη Βρετανία καθόρισε τις προτεραιότητές της. Τα Βρετανικά νησιά έπρεπε να υπερασπιστούν και φυσικά θα λάμβαναν κυρίαρχο μερίδιο όλων των εφοδίων. Οι πετρελαιοπηγές στην Αίγυπτο και πέρα από τη Μέση Ανατολή, θεωρήθηκαν κρίσιμες για την άμυνα της Μεγάλης Βρετανίας. Οι Βρετανικές δυνάμεις στην Αίγυπτο θα παρέμεναν σε άμυνα, αλλά θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν τοπικές επιθέσεις, όταν κρινόταν απαραίτητο.

Το καλοκαίρι του 1939 ανέλαβε τη διοίκηση Βόρειας Αφρικής και Μέσης Ανατολής ο στρατάρχης σερ Άρτσιμπαλντ Γουέιβελ. Οι τομείς αρμοδιότητάς του περιλάμβαναν την Αίγυπτο, το Σουδάν, την Παλαιστίνη και την περιοχή της Ιορδανίας και συνολικά εννέα χώρες σε δύο ηπείρους. Πριν τα εν λόγω καθήκοντα ο Γουέιβελ είχε πολεμήσει στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο στο δυτικό μέτωπο όπου έχασε το αριστερό του μάτι στη Δεύτερη μάχη του Υπρ. Μετά τον πόλεμο, υπηρέτησε σε διάφορα μέρη, αλλά το 1937 βρέθηκε στην Παλαιστίνη για να αντιμετωπίσει τις εκεί αναταραχές.
Η 7η Βρετανική τεθωρακισμένη και η 4η Ινδική μεραρχία αποτέλεσαν την αμυντική ραχοκοκαλιά αυτής της τεράστιας περιοχής. Σύμφωνα με το Δίκτυο Ιστορίας Πολέμου:
«Η διάταξη μάχη του Γουέιβελ αποτελείτο από: 21 τάγματα πεζικού, 2 συντάγματα ιππικού, 4 συντάγματα πυροβολικού με 64 πυροβόλα πεδίου, 48 αντιαρματικά όπλα και 8 αντιαεροπορικά όπλα».
Όταν ξεκίνησαν οι εχθροπραξίες o στρατηγός Ρίτσαρντ Ο’ Κόνορ ο οποίος διοικούσε τη Δυτική Δύναμη Ερήμου, είχε αποκτήσει εμπειρία στο Δυτικό Μέτωπο στον Μεγάλο Πόλεμο. Ο Ο’ Κόνορ τους πρώτους μήνες του πολέμου στην έρημο ηγείτο της νεοσύστατης 7ης τεθωρακισμένης και 4ης Ινδικής. Αυτές οι δύο μεραρχίες αποτελούνταν από βετεράνους στρατιώτες που είχαν εκπαιδευτεί μαζί για αρκετά χρόνια (πριν γίνει θωρακισμένη, η 7η μεραρχία ήταν γνωστή ως Κινητή Μεραρχία). Ο Ο’ Κόνορ έλεγε ότι αυτές οι δύο ήταν από τις καλύτερα εκπαιδευμένες μεραρχίες που είχε διοικήσει.

Το Βασιλικό Ναυτικό θα υποστήριζε τον Ο’ Κόνορ όπως και η Βασιλική Αεροπορία με την 202 Σμηναρχία με επικεφαλής τον ταξίαρχο Ρέιμοντ Κόλισοου που ήταν άσσος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και είχε νοοτροπία πιλότου μαχητικού. Οι τρεις μοίρες μαχητικών αποτελούνταν από 63 μαχητικά Γκλαντιέιτορ και ένα μαχητικό Χάρικεϊν. Τα 72 βομβαρδιστικά Μπλένχαϊμ κατανεμήθηκαν σε 6 μοίρες (τους πρώτους μήνες του πολέμου, το μοναδικό Χάρικεϊν ήταν γνωστό ως θωρηκτό του Κόλι και ο Κόλισοου το απογείωνε από διαφορετικά αεροδρόμια για να πιστέψουν οι Ιταλοί ότι υπήρχαν περισσότερα αεροσκάφη. Το Χάρικεϊν ήταν κατά πολύ ανώτερο από οτιδήποτε διέθεταν οι Ιταλοί σε αυτή τη φάση του πολέμου).
Προκειμένου να εφοδιάσουν και να συντηρήσουν οι Βρετανοί αυτά τα αεροσκάφη, έπρεπε να μεταφέρουν τα υλικά μέσω ασφαλών περιοχών και σε κοντινή απόσταση τόσο από Γερμανικά όσο και από Ιταλικά αεροσκάφη. Τα αεροπλάνα και οι μεταφορές αναχωρούσαν από τη Μεγάλη Βρετανία, θα ανεφοδιάζονταν είτε στο Γιβραλτάρ είτε στη Μάλτα και στη συνέχεια θα έφταναν στην Αίγυπτο. Παρά τις ανάγκες επισκευής και συντήρησης των Βρετανικών αεροσκαφών, το σύστημα ανεφοδιασμού ήταν σε θέση να ανταποκριθεί και διατήρησε τις Βρετανικές αεροπορικές μονάδες σχεδόν πλήρως λειτουργικές καθ’ όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων.
Η Ιταλική 5η Μοίρα, την οποία διοικούσε ο αντιπτέραρχος Φελίτσε Πόρρο, διέθετε περίπου 200 βομβαρδιστικά και 200 μαχητικά αεροσκάφη. Οι Ιταλικές βάσεις στην Ιταλία μπορούσαν να παράσχουν πρόσθετες ενισχύσεις, ανάλογα με τις ανάγκες. Οι Ιταλοί είχαν επίσης τη δυνατότητα να εξαπολύσουν μαζικό βομβαρδισμό εναντίον της Αλεξάνδρειας και των λιμενικών εγκαταστάσεων. Παρά τους αριθμούς αυτούς, το Ιταλικό σύστημα εφοδιασμού και συντήρησης δεν ήταν σε θέση να ανταπεξέλθει. Στην αρχή της εκστρατείας, μόνο το 60% των Ιταλικών αεροσκαφών ήταν διαθέσιμα. Τα υπόλοιπα περίμεναν ανταλλακτικά. Ο αριθμός των διαθέσιμων αεροσκαφών εξακολούθησε να μειώνεται καθ’ όλη τη διάρκεια της εκστρατείας λόγω του ανεπαρκούς συστήματος εφοδιασμού.
Οι επιπτώσεις του ανεπαρκούς συστήματος υποστήριξης φάνηκαν στο τέλος της εκστρατείας. Οι Ιταλοί εγκατέλειψαν 1.100 αεροσκάφη όλων των τύπων λόγω έλλειψης ανταλλακτικών. Η επιχείρηση απαιτούσε 58 αεροσκάφη και οι Βρετανοί αιχμαλώτισαν 91 άθικτα.

Οι Ιταλοί είχαν αριθμητικό πλεονέκτημα όσον αφορά στα χερσαία στρατεύματα. Ο στρατάρχης Ροντόλφο Γκρατσιάνι διοικούσε την 10η Στρατιά στη Λιβύη η οποία είχε δύναμη περίπου 150.000 ανδρών χωρισμένη σε 10 μεραρχίες. Οι Ιταλοί αποκαλούσαν τον Γκρατσιάνι Ειρηνευτή της Λιβύης, αλλά για τους Λίβυους, ήταν σφαγέας. Χιλιάδες Λίβυοι λιμοκτονούσαν μέχρι θανάτου σε στρατόπεδα συγκεντρώσεων που καθιερώθηκαν από τον Γκρατσιάνι. Ανέλαβε τη διοίκηση μετά το θάνατο του στρατάρχη Ίταλο Μπάλμπο, ο οποίος σκοτώθηκε στις 28 Ιουνίου του 1940, όταν το βομβαρδιστικό του SM79 πετούσε πάνω από το λιμάνι Τομπρούκ και επιχειρούσε να προσγειωθεί εν μέσω αντιαεροπορικών πυρών, αφού το λιμάνι δεχόταν επίθεση από Βρετανικά βομβαρδιστικά. Το αεροπλάνο του συνετρίβη, σκοτώνοντας όλους τους επιβαίνοντες.
Ο Μουσολίνι θεωρούσε τον Γκρατσιάνι ως τον καλύτερο στρατηγό που είχε και καυχιόταν ότι θα νικούσε τους Βρετανούς όπως είχε υποτάξει τους Λίβυους. Μπορεί κάποιος να φανταστεί την επίδραση στο Ιταλικό ηθικό όταν ο «μεγαλύτερος» στρατηγός τους νικήθηκε από τους Βρετανούς.
Ενώ οι Ιταλοί είχαν κηρύξει πόλεμο εναντίον της Μεγάλης Βρετανίας στις 10 Ιουνίου, δεν ξεκίνησαν αεροπορικές επιθέσεις εναντίον Βρετανικών αεροπορικών βάσεων. Οι Βρετανοί εκτέλεσαν την πρώτη αεροπορική επιχείρηση στον πόλεμο κατά της Ιταλίας στις 11 Ιουνίου, όταν 3 μοίρες βομβαρδιστικών βομβάρδισαν το Τομπρούκ. Κατόπιν επιτέθηκαν στον δευτερεύοντα στόχο του Ελ Αντέμ όπου βρήκαν τα Ιταλικά αεροσκάφη στο έδαφος με αποτέλεσμα να καταστρέψουν το αεροδρόμιο και πολλά αεροσκάφη. Η Ιταλία ξεκίνησε την πρώτη αεροπορική της επιχείρηση εναντίον των Βρετανών μόλις στις 21 Ιουνίου, η οποία ήταν αναποτελεσματική.
Οι αποτυχίες των Ιταλών στον αέρα συνέβαλλαν να πέσει το ηθικό της Ιταλικής 10ης Στρατιάς. Αν και υστερούσαν αριθμητικά, οι Βρετανικές αεροπορικές μονάδες συνέχισαν τις επιθετικές επιχειρήσεις κατά των Ιταλικών αεροδρομίων, των αυτοκινητοπομπών ανεφοδιασμού και των μονάδων εμπροσθοφυλακής. Αυτό είχε διπλό όφελος. Πρώτον, ο Ιταλός διοικητής των αεροπορικών μονάδων, Φελίτσε Πόρρο, κρατούσε τα Ιταλικά αεροπλάνα συνεχώς στον αέρα πάνω από βάσεις και λιμάνια για να τα υπερασπίζονται από τις Βρετανικές επιθέσεις. Η ήδη περιορισμένη και ανεπαρκώς εξοπλισμένη Ιταλική υποστήριξη δεν μπορούσε να αντιπαρέλθει τη φθορά στα αεροσκάφη και η αεροπορική ισχύς μειώθηκε γρήγορα. Δεύτερον, τα Ιταλικά αεροσκάφη δεν ήταν διαθέσιμα για αναγνώριση ή επιθέσεις σε Βρετανικές μονάδες. Κατά συνέπεια, οι Ιταλοί δεν είχαν την εικόνα και την υποστήριξη που είχαν οι Βρετανοί όταν εξαπέλυσαν αντεπίθεση κατά των Ιταλικών χερσαίων δυνάμεων.

Η Ιταλική εισβολή στην Αίγυπτο (Επιχείρηση Ε)
Παρά τις πρώτες αποτυχίες στον αεροπορικό πόλεμο, το Ιταλικό ηθικό παρέμενε υψηλό. Η καθυστέρηση στην επίθεση τους στην Αίγυπτο δεν οφειλόταν στο κακό ηθικό, αλλά στην ανάγκη μετακίνησης των στρατευμάτων. Πολλά στρατεύματα είχαν τοποθετηθεί στη δυτική Λιβύη λόγω της απειλής των Γάλλων στην Τυνησία, την Αλγερία και το Μαρόκο. Με την πτώση της Γαλλίας, τα Ιταλικά στρατεύματα διέσχισαν μεγάλες αποστάσεις και δημιούργησαν νέες βάσεις εφοδιασμού στην ανατολική Λιβύη. Στις 13 Σεπτεμβρίου, οι Ιταλικές δυνάμεις διέσχισαν τα Αιγυπτιακά σύνορα και προχώρησαν περίπου 50 μίλια. Σταμάτησαν κοντά στο Σίντι Μπαράνι και εγκατέστησαν οχυρωμένα στρατόπεδα για να προετοιμάσουν την εισβολή στην υπόλοιπη Αίγυπτο. Οι Βρετανοί πιάστηκαν απροετοίμαστοι επειδή πίστευαν ότι πριν οποιαδήποτε επίθεση θα προηγούνταν έντονη ασύρματη επικοινωνία. Μία περιπολία από τους Βρετανούς Ουσάρους (μονάδα εξοπλισμένη με τεθωρακισμένα οχήματα) είχε ως αποτέλεσμα τη σύλληψη του Ιταλού στρατηγού της 10ης Στρατιάς με πλήρη σχέδια για την άμυνα της Μπάρντια κάτι που θα βοηθούσε πολύ τους Βρετανούς όταν κατέλαβαν αυτό το σημαντικό λιμάνι.
Οι Ιταλοί έχτισαν αρκετά οχυρωμένα στρατόπεδα. Στα βόρεια ήταν τα στρατόπεδα της Νιμπέιβα, του Τουμάρ και του Σημείου 90 που εκτείνονται προς την ακτή 48 στη Μακτίλα. Πάλι, οι Ουσάροι, εντόπισαν ένα κενό 20 μιλίων νότια της Μπιρ Έμπνα, στο οποίο δεν περιπολούσαν οι Ιταλοί.

Επιχείρηση Πυξίδα
Οι στρατηγοί Γουέιβελ και Ο’ Κόνορ σχεδίασαν την αντεπίθεσή τους που ονομάστηκε Επιχείρηση Πυξίδα και θα αποτελείτο από τρεις φάσεις. Η πρώτη φάση θα διεξαγόταν από τον 4ο Ινδικό Σύνταγμα και θα υποστηριζόταν από το 7ο Βασιλικό Σύνταγμα αρμάτων το οποίο περιλάμβανε ένα τάγμα αρμάτων Ματίλντα. Τον Μάιο του 1940, μια δύναμη Βρετανικών αρμάτων Ματίλντα παραλίγο να διασπάσει την 7η Μεραρχία Πάντζερ του Ρόμελ, αλλά σταμάτησαν από βολές πυροβολικού 88 χιλιοστών. Τα Ματίλντα διέθεταν ένα αξιόλογο πυροβόλο 40mm, ενώ η μπροστινή θωράκιση των 78 mm μπορούσε να σταματήσει όλες τις Ιταλικές αντιαρματικές σφαίρες και τα περισσότερα πυρά πυροβολικού. Αυτά τα θηρία που κινούνταν με 15 μίλια/ώρα θα αποδεικνύονταν το κρίσιμο όπλο στην επερχόμενη αντεπίθεση.
Οι Ιταλοί γνώριζαν τη συγκέντρωση των Βρετανικών δυνάμεων, αφού είχαν πληροφορίες από την Αίγυπτο ότι οι Βρετανοί πράγματι συγκέντρωναν δυνάμεις. Ορισμένες από τις αναφορές ήταν πολύ ακριβείς, ενώ ορισμένες από αυτές ήταν αστείες. Η γενική εντύπωση ήταν ότι οι Βρετανοί σχεδίαζαν επιθετική επιχείρηση.
Πόλεμος των στρατοπέδων
Το 4ο Ινδικό και 7ο Σύνταγμα θα εκμεταλλεύονταν το κενό των 20 μιλίων κοντά στο Μπιρ Έμπνα και θα καταλάμβαναν τα στρατόπεδα Νιμπέιβα, Τουμάρ και Σημείο 90 από πίσω. Πρωταρχικός ρόλος του 7ου Συντάγματος ήταν να αποτρέψει την πλαγιοκόπηση του 4ου Ινδικού από Ιταλικές δυνάμεις στην παράκτια πόλη Μπακ Μπακ που βρισκόταν στον παραλιακό δρόμο και συνέδεε το Σίντι Μπαράνι με το Σολούμ, μια άλλη μικρή λιμενική εγκατάσταση στα δυτικά. Η Δύναμη Σέλμπι, ένα μείγμα Βρετανικών μονάδων, όπως η φρουρά από τη Μέρσα Ματρού υπό τον στρατηγό Σέλμπι, θα επιτίθετο προς τη Μακτίλα. Το Βασιλικό Ναυτικό θα υποστήριζε τις επιθέσεις της 4ης Ινδικής και 7ης δύναμης και τον Σέλμπι. Η Βασιλική Πολεμική Αεροπορία (RAF) θα παρείχε υποστήριξη και θα εμπόδιζε τους Ιταλούς να αντιληφθούν πού κατευθύνονταν οι διάφορες επιθετικές δυνάμεις. Η δεύτερη φάση της επιχείρησης θα έστελνε το 4ο Ινδικό να καταλάβει το Σίντι Μπαράνι και το 7ο Σύνταγμα αρμάτων προς το Μπακ Μπακ.
Η έκβαση της Αφρικανικής εκστρατείας εξαρτάτο από το ποιος θα κέρδιζε τον πόλεμο της υποστήριξης. Ο στρατός που μπορούσε να προστατεύσει και να διατηρήσει ενεργή την υποστήριξη κατά μήκος του ευάλωτου παράκτιου δρόμου θα ήταν ο νικητής. Οι σκληρές συνθήκες της ψιλής άμμου και της θερμοκρασίας σήμαιναν ότι οι μονάδες ανάκτησης και επισκευής οχημάτων έπρεπε να είναι πάντα λειτουργικές. Τα πληγέντα άρματα και οχήματα απαιτούσαν συντήρηση και ακόμη και κατεστραμμένα τανκς θα μπορούσαν να επανέλθουν στη δράση σε μια ή δύο μέρες εφόσον υπήρχε υποστήριξη. Οι Βρετανοί είχαν σαφές πλεονέκτημα. Ένα άλλο κλειδί για τον πόλεμο στην έρημο είναι η ευελιξία. Η Βρετανική Δυτική Δύναμη Ερήμου ήταν κινητή και η Ιταλική 10η Στρατιά ήταν ως επί το πλείστο στάσιμη. Η κινητικότητα για τους Βρετανούς αποτελούσε κρίσιμη προϋπόθεση προκειμένου να φτάσουν στην Μπέντα Φομ μέχρι το τέλος της Επιχείρησης Πυξίδα. Καθώς οι Ιταλικές φρουρές όταν παραδόθηκαν παρέδωσαν άθικτα φορτηγά και αποθήκες εφοδιασμού, οι Βρετανοί κατάφεραν να αντικαταστήσουν ή να κινητοποιήσουν μονάδες που χρειάζονταν επισκευή ή μεταφορά.

Σε αυτό το σημείο του πολέμου της ερήμου, ήταν ζωτικής σημασίας η υλοποίηση των απολύτως αναγκαίων αναγκών σε θέματα υποστήριξης. Οι κατασχεθείσες Ιταλικές αποθήκες και φορτηγά βοήθησαν στην άμβλυνση των ζητημάτων υποστήριξης σε πολεμικό υλικό, αλλά οι Βρετανικές ποσότητες μειώθηκαν σε μισό γαλόνι νερού την ημέρα. Για να κατανοήσουμε τα παραπάνω είναι σημαντικό να αντιληφθούμε τις προτεραιότητες σε θέματα εφοδιασμού. Για παράδειγμα, όταν μια μονάδα χρειάζεται πυρομαχικά, οι προμήθειες καυσίμων δεν μπορούν να καλύψουν αυτή την ανάγκη.
Η Επιχείρηση Πυξίδα ξεκίνησε στις 9 Δεκεμβρίου. Το Βρετανικό πυροβολικό βομβάρδιζε το Ιταλικό στρατόπεδο στη Νιμπέιβα από τα ανατολικά για μια ώρα. Πιστεύοντας ότι η επίθεση θα ερχόταν από τα ανατολικά, οι Ιταλοί ενίσχυσαν το ανατολικό άκρο μετακινώντας στρατεύματα από το δυτικό άκρο. Αιφνιδιάστηκαν όταν Ινδοί από την 11η Ταξιαρχία της 4ης Ινδικής Μεραρχίας επιτέθηκαν από τα βορειοδυτικά, υποστηριζόμενοι από το 7ο Σύνταγμα αρμάτων. Τα στρατόπεδα καταλήφθηκαν λίγο μετά το θάνατο του Ιταλού διοικητή στρατηγού Μαλέτι και αιχμαλωτίστηκαν περισσότεροι από 2.000 Ιταλοί και μια μεγάλη καλά εξοπλισμένη αποθήκη. Οι Βρετανικές απώλειες ήταν λιγότερες από 60 άτομα.

Η κατάληψη αυτής της βάσης ήταν ζωτικής σημασίας καθότι τα άρματα προορίζονταν για τον στρατηγό Μπέρτι της 10ης Στρατιάς. Τα μισά από τα σχεδόν 70 άρματα ήταν ελαφρά Φίατ L3 με πολυβόλα και τα άλλα μισά ήταν μεσαία M11/39 τα οποία είχαν πυροβόλο 37 χιλιοστών. Αμφότερα αποδείχτηκαν άχρηστα ενάντια στα άρματα του 7ου Συντάγματος.
Είναι εύκολο να πούμε ότι οι Ιταλοί ήταν κατώτεροι ή δεν μπορούσαν να πολεμήσουν. Δεν γνώριζαν ότι είχαν υπερφαλαγγιστεί και επιπλέον έχασαν τον στρατηγό τους. Πολλές μάχες στην ιστορία χάθηκαν όταν συνέβησαν παρόμοιες καταστάσεις, οπότε η μαχητικότητα των Ιταλών δεν μπορεί να υποτιμηθεί επειδή παραδόθηκαν. Οι Βρετανοί όταν υπερφαλαγγίστηκαν παρέδωσαν στους υπολειπόμενους Ιάπωνες πολύ μεγαλύτερη φρουρά.
Η 5η Ινδική Ταξιαρχία Πεζικού κατέλαβε το Τουμάρ λίγες ώρες αργότερα. Η 4η Ινδική υποστηριζόμενη από το 7ο Σύνταγμα επιτέθηκε στο Σίντι Μπαράνι στη δεύτερη φάση της επιχείρησης. Η Ιταλική 4η Μεραχία παραδόθηκε μαζικά όταν έπεσε το Σίντι Μπαράνι το βράδυ της 11ης Δεκεμβρίου. Τα στρατεύματα του Σέλμπι κινήθηκαν για να επιτεθούν στην Ιταλική 1η Λιβυκή Μεραρχία Πεζικού στη Μάκτιλα, αλλά η εκεί Αποικιακή Μεραρχία διέφυγε προσωρινά μέχρι να καταληφθεί η πόλη στις 11 Δεκεμβρίου. Η λεγόμενη «Μάχη των Στρατοπέδων» συνεχίστηκε από τις 8 έως τις 11 Δεκεμβρίου. Οι Βρετανοί συνέλαβαν περίπου 38.000 Ιταλούς και Αποικιακά στρατεύματα και κατέλαβαν ή κατέστρεψαν 237 πυροβόλα και 73 μεσαία άρματα μάχης.

Η Καταδίωξη
Το πρώτο μέρος της Επιχείρησης Πυξίδα ολοκληρώθηκε με συντριπτική Βρετανική νίκη. Πολλοί στρατηγοί θα ήταν ικανοποιημένοι με τη νίκη, τον αριθμό των κατεστραμμένων αρμάτων και αιχμαλώτων και τη μεγάλη απώλεια εφοδίων και υλικού που είχε υποστεί ο εχθρός. Σε αυτό το σημείο, η 4η Ινδική Μεραρχία αποσύρθηκε ξαφνικά από τον στρατηγό Γουέιβελ για να ενισχύσει τους Βρετανούς στο Σουδάν και αντικαταστάθηκε από την άπειρη 6η Αυστραλιανή Μεραρχία Πεζικού. Ο Ο’ Κόνορ όμως δεν ήθελε να αφήσει τους Ιταλούς να ανασυγκροτηθούν. Παρότι οι Αυστραλού δεν ήταν έμπειροι εντούτοις δεν υπολείπονταν σε ενθουσιασμό, αφού θεωρούσαν ότι ήταν λαμπαδηδρόμοι της πρώτης Αυστραλιανής Αυτοκρατορικής Δύναμης του Μεγάλου Πολέμου. Στελέχωσαν μόνο δύο από τα τρία συντάγματα πυροβολικού και τους έλειπε ένα σύνταγμα αντιαρματικών και ένα τάγμα πολυβόλων. Επιπλέον, τους έλειπαν πολλά μεταφορικά οχήματα.
Ο Ο’ Κόνορ συνέχισε να καταδιώκει τους υποχωρούντες Ιταλούς και μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου καταλήφθηκαν το Σολλούμ και το Πέρασμα Χαλφάγια και η Αίγυπτος ήταν τώρα σε Βρετανικά χέρια. Το Ιταλικό οχυρό Καπούζο στη Λιβύη καταλήφθηκε επίσης γρήγορα. Η κατάληψη του Σολλούμ ήταν σημαντική διότι ήταν λιμάνι και επέτρεπε στους Βρετανούς να εκφορτώνουν προμήθειες. Είχε μόνο δύο μικρές αποβάθρες και δεν ήταν σε θέση να υποδεχθεί βαρύ εξοπλισμό ή ενισχύσεις. Η κατάληψη του Σολλούμ επέτρεψε στους Βρετανούς να εφοδιαστούν με τρόφιμα, νερό και βενζίνη. Η κατάληψη του Καπούζο με άθικτες τις μεγάλες υδατοδεξαμενές αποδείχθηκε ανώφελο, καθώς το νερό από την Μπάρντια που τροφοδοτούσε τις δεξαμενές βρέθηκε να είναι μολυσμένο με αλάτι.

Οι λιμενικές εγκαταστάσεις στο Σολλούμ επεκτάθηκαν. Στα μέσα Ιανουαρίου, μπορούσαν να εκφορτωθούν 350 τόνοι την ημέρα και μέχρι τέλος του μήνα, αυξήθηκαν σε 500 τόνους, ενώ μπορούσαν να μεταφέρονται καθημερινά 3.000 κρατούμενοι και αυτό επέτρεψε επίσης την μεταφορά Βρετανικών και Αυστραλιανών σορών.
Η επόμενη σημαντική Ιταλική θέση ήταν στην παραθαλάσσια πόλη Μπάρντια. Οι Βρετανοί εκτίμησαν λανθασμένα τη δύναμη των Ιταλών σε μόλις 20.000 άνδρες χωρίς άρματα μάχης. Ο Ιταλός υποστράτηγος Αννιμπάλε Μπεργκονζόλι είχε σχεδόν 40.000 άνδρες από τέσσερις διαφορετικές μεραρχίες. Είχε επίσης περίπου 400 πυροβόλα που υποστήριζαν τα στρατεύματά του στην πρώτη γραμμή και μερικά από τα νεότερα άρματα μάχης M13/40 που είχαν μόλις φτάσει στο μέτωπο, τα οποία αποτελούσαν αναβάθμιση των M11/39 καθότι το M13 είχε στον πυργίσκο πυροβόλο όπλο 47mm. Αυτά τα άρματα έμοιαζαν με τα ελαφρύτερα Βρετανικά τανκς της 7ης Τεθωρακισμένης, αλλά όχι με τα Ματίλντα. Τα M13/40 αναπτύχθηκαν στην μήκους σχεδόν 18 μιλίων, περίμετρο η κύρια αμυντική γραμμή της οποίας αποτελούνταν από τάφρους και τσιμεντένιες θέσεις μάχης. Στις 3 Ιανουαρίου, οι Αυστραλοί ξεκίνησαν την επίθεσή τους. Οι Ιταλοί πολέμησαν αλλά σταδιακά υποχώρησαν. Μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου, 1.000 Ιταλοί κείτονταν νεκροί και 3.000 τραυματίστηκαν. Συνολικά αιχμαλωτίστηκαν 36.000 Ιταλοί, αλλά μερικές χιλιάδες, μαζί με τον στρατηγό Μπεργκονζόλι απέδρασαν. Οι Αυστραλοί υπέστησαν 130 νεκρούς και 326 τραυματίες.

Η 7η Μεραχία Τεθωρακισμένων και η Αυστραλιανή 6ο Μεραρχία Πεζικού συνέχισαν την προέλασή τους γύρω από τα υψώματα της Κυρηναϊκής (Λιβύη) και μέχρι τις 9 Ιανουαρίου περικύκλωσαν σχεδόν 25.000 Ιταλικά στρατεύματα υπό τον στρατηγό Πετάσι Μανέλα στη λιμενική πόλη Τομπρούκ. Μέχρι τις 21 Ιανουαρίου, οι Βρετανοί και οι Αυστραλοί ήταν έτοιμοι για την επίθεσή τους. Ένα τεράστιο μπαράζ πυροβολικού προηγήθηκε της επίθεσης από το αυστραλιανό πεζικό. Η 7η Μεραχία Τεθωρακισμένων κρατήθηκε μακριά από την επίθεση, καθώς ήταν απαραίτητη για καταδίωξη κατά μήκος της υπόλοιπης ακτογραμμής της Κυρηναϊκής και θα συνέχιζε την προέλαση μόλις έπεφτε το Τομπρούκ.
Τα Ιταλικά άρματα παρατάχθηκαν ανά ομάδες που αναπτύχθηκαν η κάθε μια ξεχωριστά. Μέχρι το σούρουπο, οι Βρετανοί πρότειναν κατάπαυση του πυρός. Περίπου την ίδια στιγμή, η Ιταλική Πολεμική Αεροπορία ξεκίνησε μεγάλης κλίμακας αιφνιδιαστική βομβιστική επιδρομή όταν πετώντας χαμηλά, αιφνιδίασαν τους Αυστραλούς. Δυστυχώς για τους Ιταλούς, οι βόμβες έπεσαν σε μια περιοχή όπου κρατούνταν αρκετές χιλιάδες Ιταλοί κρατούμενοι. Εκατοντάδες ήταν θύματα και μικρή ζημιά έγινε στους Αυστραλούς. Το Τομπρούκ έπεσε στις 22 Ιανουαρίου. Συνελήφθησαν 25.000 Ιταλοί, 208 όπλα, 78 άρματα μάχης. Οι απώλειες της Αυστραλίας ήταν περίπου 400 στρατιώτες.
Η επόμενη μεγάλη Ιταλική δύναμη βρισκόταν στη Ντέρνα, 140 χιλιόμετρα μακριά δυτικά του Τομπρούκ την οποία υπεράσπιζαν δύο συντάγματα της 60ης Μεραρχίας Σαμπράθα, ενώ ένα άλλο σύνταγμα υπεράσπιζε την Μέκιλι, 40 μίλια μακριά, υποστηριζόμενα από δύο επιλαρχίες αρμάτων M13/40. Οι Αυστραλοί συγκρούστηκαν με τη δύναμη της Ντέρνα, ενώ η 4η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία αντιμετώπισε τα Ιταλικά άρματα μάχης στο Μέκιλι.

Οι δύο Ιταλικές επιλαρχίες προέρχονταν από την πρόσφατα συσταθείσα Ειδική Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία. Στην πρώτη τους μάχη υπό τη διοίκηση του στρατηγού Βαλεντίνο Μπαμπίνι οι Ιταλοί έχασαν 9 άρματα μάχης έναντι 7 Βρετανικών. Το Ιταλικό πεζικό και τα άρματα μάχης κατάφεραν να αποδεσμευτούν με επιτυχία από την Μέκιλι και οι Αυστραλοί κατάφεραν να τους εμποδίσουν να συνδεθούν με τη δύναμη πεζικού στη Ντέρνα. Με τη Μεραρχία Σαμπράθα και την θωρακισμένη δύναμη υπό τον Μπαμπίνι να σταματούν την προέλαση στον παραλιακό δρόμο, οι Ιταλοί επέλεξαν να υποχωρήσουν για να μην περικυκλωθούν.
Η 7η Μεραρχία Τεθωρακισμένων έφτασε στα όριά της, καθώς η φθορά και οι απώλειες μάχης μείωσαν την δύναμη σε 50 καταδρομικά (Βρετανικός όρος για μεσαία άρματα μάχης). Ο Ο’ Κόνορ αντιμετώπιζε προβλήματα εφοδιασμού, καθώς έπρεπε να αποκαταστήσει κάποιες βάσεις υποστήριξης και να δώσει στα πληρώματα των αρμάτων του τον απαιτούμενο χρόνο για εργασίες ανεφοδιασμού και συντήρησης. Αναδιοργάνωσε τις ταξιαρχίες της Μεραρχίας αφαιρώντας τις καλύτερες μονάδες από την 7η Ταξιαρχία τις οποίες διέθεσε στην 4η Ταξιαρχία και εξοπλίζοντας εκ νέου την 7η Ταξιαρχία με μονάδες της 2ης Μεραρχίας που είχε μόλις αφιχθεί στην Αίγυπτο.
Ο Ο’ Κόνορ μπορούσε να περιμένει ενισχύσεις και ανεφοδιασμό αφού οι μονάδες του είχαν εξαντληθεί. Εφόσον οι Αυστραλοί συνέχιζαν την πίεση καταδιώκοντας τους Ιταλούς κατά μήκος του παραλιακού δρόμου καθώς υποχωρούσαν από τη Βεγγάζη και η αναδιοργανωμένη 7η Μεραρχία διέσχιζε τα υψώματα της Κυρηναϊκής φτάνοντας στον Κόλπο της Σύρτης πριν τους Ιταλούς, τότε είχε τη δυνατότητα να παγιδεύσει τα υπολείμματα της 10ου Ιταλικής στρατιάς. Εδώ τα μηχανοκίνητα στρατεύματα είχαν ένα σαφές πλεονέκτημα καθότι μπορούσαν να κινηθούν μέσω της ερήμου, σε αντίθεση με το πεζικό. Ο Ο’ Κόνορ έστειλε την 7η Τεθωρακισμένη Μεραρχία προς το οχυρό του Μσους και μετά προς την ακτή. Στην Μπέντα Φομ, ήλπιζε να εγκλωβίσει τα απομεινάρια της Ιταλικής 10ης Στρατιάς.
Οι Αυστραλοί έπρεπε να ακολουθήσουν τον παραλιακό δρόμο καταδιώκοντας τους Ιταλούς, καθώς διέθεσαν το μεγαλύτερο μέρος των μηχανοκίνητων στην 7ης Τεθωρακισμένη Μεραρχίας στην έρημο. Οι Αυστραλοί παρέμειναν κοντά στους Ιταλούς και αυτό ανάγκασε τον Γκρατσιάνι να κρατήσει τα άρματα μάχης στην οπισθοφυλακή για να καθυστερήσουν τους Αυστραλούς αντί να ηγηθούν της διαδρομής στον παραλιακό δρόμο κρατώντας τη διαδρομή υποχώρησης ανοιχτή.
Βρετανικά άρματα, θωρακισμένα οχήματα και κουρασμένο πεζικό ξεκίνησαν το ταξίδι κατά μήκος της ερήμου. Το 11ο Σύνταγμα Ουσάρων για ακόμη μια φορά πρωτοστάτησε και ακολούθησε τα άρματα μάχης τριών εξαντλημένων συνταγμάτων μαζί με το 2ο Τάγμα του Βρετανικού Συντάγματος Τυφεκιοφόρων και το 4ο Βασιλικό Τάγμα Πυροβολικού. Η εν λόγω δύναμη ήταν γνωστή ως Δύναμη Κόμπε, από τον διοικητή της, αντισυνταγματάρχη Τζον Κόμπε των Ουσάρων. Αυτή η δύναμη των 2.000 ανδρών έφτασε στη μικρή πόλη Μπέντα Φομ μόλις 30 λεπτά πριν την εμπροσθοφυλακή της Ιταλικής 10ης Στρατιάς.

Μέχρι να φτάσουν οι Ιταλοί, οι Βρετανοί δεν είχαν το χρόνο να αναπτυχθούν ή να ενισχύσουν τις θέσεις τους. Πολυβόλα και πυρά πυροβολικού από πρόχειρα ανεπτυγμένα όπλα σταμάτησαν την προέλαση των Ιταλών.
Μεσολαβούσαν 14 μίλια μεταξύ Μπέντα Φομ και θάλασσας με τον έλεγχο του παράκτιου δρόμου να είναι το κλειδί για την επιβίωση και για τις δύο πλευρές. Η άμμος κάλυπτε την περιοχή στην οποία υπήρχαν ορισμένοι λοφίσκοι από βορρά προς νότο. Το κλειδί για να κρατηθεί ο δρόμος ανοιχτός ήταν ένας μικρός λόφος γνωστός ως Σπυρί ο οποίος θα καθόριζε την μοίρα της 10ης Στρατιάς.
Με την άφιξη του 2ου Βασιλικού Συντάγματος Αρμάτων, η Δύναμη Κόμπε κινήθηκε νότια για να μπλοκάρει τον παραλιακό δρόμο, ενώ το 2ο Σύνταγμα Τεθωρακισμένων κινήθηκε για να υπερασπιστεί το Σπυρί. Το μόνο εμπόδιο για την ασφαλή μετάβαση των 25.000 ανδρών της 10ης Ιταλικής στρατιάς στην Τρίπολη, ήταν 19 μεσαία άρματα και 7 ελαφρά άρματα. Πιο βόρεια, οι Ουσάροι με 1 μεσαίο άρμα και 29 ελαφρά άρματα παρενοχλούσαν τα πλευρά των Ιταλικών δυνάμεων στον παραλιακό δρόμο. Οι Ιταλοί είχαν μεσαία άρματα μάχης διάσπαρτα κατά μήκος του παραλιακού δρόμου, γεγονός που δυσκόλευε τα Βρετανικά ελαφρά άρματα με πολυβόλο να εκδηλώνουν επιθέσεις. Ακόμα και η κατάσταση γινόταν δύσκολη για τους Βρετανούς, έδιναν τον καλύτερό τους εαυτό για να παρενοχλούν και να υποχωρούν ανάλογα με τις συνθήκες. Οι Ιταλοί φοβόντουσαν συνεχώς την επίθεση με τανκς.
Οι άνδρες της Δύναμης Κόμπε δεν ήταν στην καλύτερη κατάσταση. Ο Σίριλ Τζόλι, Βρετανός αξιωματικός άρματος, έγραψε για τις μάχες: «Ο καθένας μας ήξερε πόσο μικρό περιθώριο είχαμε για να κυριαρχήσουμε στο πεδίο της μάχης. Η απειλή ήταν μπροστά μας – πίσω δεν υπήρχαν άλλες εφεδρείες. Ακόμα και οι ελάχιστες προμήθειες που θα μπορούσαν να μας κρατήσουν είχαν σχεδόν τελειώσει. Αν χάναμε τώρα, ήμασταν αντιμέτωποι με την αιχμαλωσία ή μια απελπιστική υποχώρηση στο χάος της ερήμου. Ήταν μια σκέψη απελπισίας. Ένιωσα ότι η μέρα, με τη μαύρη, υγρή μουντάδα, ήταν βαριά με δυσοίωνο προαίσθημα. Το σκηνικό μπροστά μου έγινε ζοφερό όπως και η διάθεσή μου από τα μαύρα σύννεφα καπνού που κάλυπταν το πεδίο της μάχης».
Τα Ιταλικά μεσαία άρματα μάχης της Ειδικής Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας επιχείρησαν την τελική διαφυγή στις 7 Φεβρουαρίου. Η τόλμη αυτών των αρμάτων δεν μπορεί να αμφισβητηθεί καθώς διέσπασαν την πρώτη γραμμή του συμμαχικού πεζικού. Τα όπλα του Βασιλικού Πυροβολικού τους σταμάτησαν λίγο πριν το αρχηγείο. Οι Ιταλοί είχαν έρθει σε απόσταση αναπνοής από την διαφυγή. Αυτή ήταν η τελευταία πράξη της Ιταλικής 10ης Στρατιάς καθώς παραδόθηκε. Οι Βρετανοί αιχμαλώτισαν τους στρατηγούς Μπαμπίνι και Μπεργκονζόλι. Ο Ο’ Κόνορ έστειλε το 11ο σύνταγμα Ουσάρων δυτικά προς την Αγιντάμπια και Ελ Αγκίλα. Μερικοί Ιταλοί είχαν διαφύγει από τη Βρετανική δύναμη αποκλεισμού στο Μπέντα Φομ, και ο O’ Κόνορ ήθελε και αυτοί να ενωθούν με εκείνους που κατευθύνονταν προς τα στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου. Όταν καταλήφθηκε το Ελ Αγκίλα, ολοκληρώθηκε η Επιχείρηση Πυξίδα. Τελείωσε επίσης και η Βρετανική προέλαση καθώς τα στρατεύματα έπρεπε να σταλούν στην Ελλάδα αντί να ασχοληθούν με τα απομεινάρια του Ιταλικού στρατού στην Τρίπολη. Ο στρατηγός Γκρατσιάνι εγκατέλειψε τα στρατεύματά του στο Μπέντα Φομ και έφτασε με ασφάλεια στην Τρίπολη. Ανακλήθηκε στην Ιταλία τον Φεβρουάριο του 1941 και δεν θα αναλάμβανε άλλη πολεμική διοίκηση καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου.

Το τέλος της επιχείρησης ολοκληρώθηκε με την καταστροφή της Ιταλικής 10ης Στρατιάς η οποία έπαψε να υπάρχει. Η 60η Μεραρχία Πεζικού Σαμπράθα, η οποία είχε πολεμήσει τους Αυστραλούς στην Ντέρνα, παγιδεύτηκε κατά την υποχώρηση στην Μπέντα Φομ. Αρκετές χιλιάδες ξέφυγαν από την περικύκλωση και έφτασαν στην Τρίπολη. Η μεραρχία θα ανασυγκροτηθεί και θα πολεμήσει αργότερα στη Γκαζάλα και το Ελ Αλαμέιν.
Οι Βρετανοί υπέστησαν περίπου 500 νεκρούς και 1.300 τραυματίες. Στον αντίποδα, αιχμαλώτισαν περίπου 133.000 Ιταλούς, 420 άρματα μάχης και περίπου 850 πυροβόλα. Η 6η Αυστραλιανή μετέβη στην Ελλάδα μετά το τέλος της Επιχείρησης Πυξίδα. Η 7η Τεθωρακισμένη ενισχύθηκε και η 4η Ινδική εντάχθηκε και πάλι στο 13ο Σώμα, που είχε γίνει η Δυτική Δύναμη της Ερήμου. Η 7η Τεθωρακισμένη έγινε γνωστή ως Αρουραίοι της Ερήμου και η ίδια ονομασία δόθηκε και στην 9η Αυστραλιανή Μεραρχία για την γενναία υπεράσπισή τους στο Τομπρούκ το 1941. Ο στρατηγός Ο’ Κόνορ θα αιχμαλωτιζόταν τον Απρίλιο του 1941 από Γερμανική περίπολο και θα περνούσε τα επόμενα 2,5 χρόνια σε Ιταλικά στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου. Επιχείρησε πέντε αποδράσεις και τελικά τα κατάφερε τον Δεκέμβριο του 1943. Αργότερα θα διοικούσε το Βρετανικό 7ο Σώμα στις αποβάσεις και την εκστρατεία της Νορμανδίας.

Συμπεράσματα
Η κατάρρευση του Ιταλικού στρατού οφειλόταν σε πολλούς παράγοντες οι οποίοι εντοπίσθηκαν μετά το τέλος του πολέμου. Το πρόβλημα ξεκινούσε από την κορυφή του Ιταλικού στρατού. Δεδομένου ότι η στρατιωτική θητεία δεν θεωρείτο «αναγνωρισμένου κύρους», ο Ιταλικός στρατός δεν στελεχώθηκε με το καλύτερο δυναμικό της κοινωνίας. Επιπλέον η κατάταξη, η προαγωγή και η ανάθεση καθηκόντων βασίζονταν συχνά στην αρχαιότητα και όχι στην ικανότητα του ατόμου. Αυτό οδήγησε πολλούς συνταγματάρχες να ηγούνται στρατευμάτων στα 50 τους και να αναλαμβάνουν διοικητές μεραρχίας σε ηλικία 60 ετών. Η διοίκηση βασιζόταν συχνά στη φασιστική αφοσίωση του αξιωματικού και όχι στις ικανότητες. Τέλος, η ανώτατη διοίκηση του Ιταλικού στρατού δεν σχεδίασε τους στρατηγικούς ή επιχειρησιακούς στόχους της εκστρατείας την οποία επρόκειτο να ξεκινήσουν. Οι Ιταλικές δυνάμεις σταμάτησαν μόλις 95 χιλιόμετρα στην Αίγυπτο και στη συνέχεια οχυρώθηκαν και οργάνωσαν οχυρωμένες θέσεις, με αποτέλεσμα να απαιτείται χρόνος να μετακινηθούν πιο κοντά οι μονάδες υποστήριξης. Επιπλέον η διοίκηση δεν είχε υπολογίσει τι θα έκαναν μόλις προχωρούσαν.
Το στρατιωτικό δόγμα ήταν ξεπερασμένο και προσαρμοσμένο στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθότι το πεζικό ήταν το βασικό δομικό στοιχείο της μεραρχίας και τα άρματα προορίζονταν να υποστηρίξουν την προέλασή του. Έτσι η Ιταλία ανέπτυξε όπλα υποστήριξης για το πεζικό και έμεινε πίσω στην ανάπτυξη των τεθωρακισμένων. Για παράδειγμα, τα Ιταλικά άρματα μάχης ήταν αργά σε σύγκριση με τα Βρετανικά άρματα μάχης. Φαίνεται ότι υπήρχε μεγάλος προβληματισμός για τον αριθμό των πυροβόλων που υποστήριζαν το πεζικό, αλλά πολλά από τα πυροβόλα ήταν του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και δεν είχαν την εμβέλεια του αντίστοιχου Βρετανικού. Η υποτιθέμενη κυριαρχία του πεζικού φαινόταν στη δήλωση του Μουσολίνι ότι είχε 8 εκατομμύρια ξιφολόγχες. Οι Ιταλοί ανέπτυξαν μηχανοκίνητες και τεθωρακισμένες μονάδες, αλλά αυτές ήταν μεταγενέστερες. Μονάδες τεθωρακισμένων όπως η μεραρχία Αριέτ που πολέμησε γενναία σε αρκετές περιπτώσεις. Η Αριέτ συστάθηκε το 1939, γεγονός που δυσχέρανε την πλήρη εκπαίδευση και ανάπτυξή της και γι’ αυτό μέχρι να αποκτήσει εμπειρία απογοήτευσε τον Ρόμελ αρκετές φορές. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Αριέτ πολέμησε μέχρι να καταστραφούν όλα τα άρματα μάχης της στο Ελ Αλαμέιν. Στη τελευταία επίθεσή της βοήθησε να σταματήσει η Βρετανική προέλαση για να επιτρέψει σε άλλα Γερμανικά και Ιταλικά στρατεύματα να διαφύγουν.

Τα Ιταλικά αρχηγεία, οι διοικήσεις (μεγάλοι σχηματισμοί) και οι μονάδες υποστήριξης έβλεπαν το ρόλο τους πολύ διαφορετικά από τους αντιπάλους. Στις Βρετανικές, Αυστραλιανές και Ινδικές μονάδες οι διοικήσεις ήταν ετοιμοπόλεμες και εμπλέκονταν άμεσα στο πεδίο της μάχης προκειμένου να βοηθήσουν στην επίθεση ή την άμυνα, ενώ οι Ιταλοί διηύθυναν από τα μετόπισθεν όπως στον Α’ παγκόσμιο Πόλεμο, όπου οι διοικήσεις περίμεναν τις αναφορές από τα χαρακώματα πρώτης γραμμής και στη συνέχεια ενεργούσαν αποστέλλοντας ή ανακαλώντας μονάδες. Έτσι, τα αρχηγεία, οι μονάδες διοίκησης και τα στρατεύματα υποστήριξης δεν προβλεπόταν να πολεμήσουν. Αυτό εξηγεί το γεγονός ότι μόλις οι Αυστραλοί διέσπασαν τις κύριες αμυντικές γραμμές, παραδόθηκε μεγάλος αριθμός στρατευμάτων.
Τέλος, ενώ οι Βρετανοί και σε μικρότερο βαθμό οι Γερμανοί, θεωρούσαν ότι οι τρεις κλάδοι (στρατός – ναυτικό – αεροπορία) πρέπει να συνεργάζονται, οι αντίστοιχοι Ιταλικοί δρούσαν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο. Για παράδειγμα, οι Ιταλικές αεροπορικές μονάδες δεν υποστήριζαν τα χερσαία στρατεύματα θεωρώντας το υποτιμητικό. Το δε ναυτικό δρούσε ως επί το πλείστο ανεξάρτητα από τους άλλους κλάδους. Η Ιταλική Πολεμική Αεροπορία δεν υποστήριζε ναυτικές επιχειρήσεις, σε αντίθεση με τους Βρετανούς που υπήρχε συνεργασία μεταξύ ναυτικού και αεροπορικών μονάδων.
Πηγές
https://en.wikipedia.org/wiki/Operation_Compass
https://www.militaryhistoryonline.com/WWII/OperationCompass
John Bierman, Colin Smith «The Battle of Alamein: Turning Point, World War II» 2002
Το έργο με τίτλο Επιχείρηση Πυξίδα από τον δημιουργό Χείλων διατίθεται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική Χρήση – Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές