εξώφυλλο: Απεικόνιση της μάχη της Ζέντα. Ο πίνακας ανήκει στον Αυστριακό ζωγράφο Ferenc Eisenhut. Λόγω του τεράστιου μεγέθους του -7 μέτρα πλάτος και 4 μέτρα ύψος- ήταν ο μεγαλύτερος πίνακας στην Γιουγκοσλαβία. User:Perkó István at hu.wikipedia, Public domain, via Wikimedia Commons
copyright © μετάφραση – επιμέλεια Χείλων
Η μάχη της Ζέντα, διεξήχθη στις 11 Σεπτεμβρίου 1697, κοντά στη Ζέντα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (σημερινή Σέντα στη Σερβία) μεταξύ Οθωμανικής αυτοκρατορίας και Ιερού Συνασπισμού κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Τουρκικού Πολέμου. Ήταν η αποφασιστικότερη μάχη του πολέμου και οι Οθωμανοί υπέστησαν συντριπτική ήττα από μια δύναμη με το μισό μέγεθος, η οποία είχε σταλεί από τον αυτοκράτορα Λεοπόλδο Ι.
Το 1697 οι Οθωμανοί έκαναν μια τελευταία μεγάλη προσπάθεια να κατακτήσουν την Ουγγαρία με τον Σουλτάνο Μουσταφά ΙΙ να ηγείται προσωπικά της δύναμης εισβολής. Με μια αιφνιδιαστική επίθεση, οι αυτοκρατορικές δυνάμεις των Αψβούργων που διοικούνταν από τον πρίγκιπα Ευγένιο της Σαβοΐας έπληξαν τον Τουρκικό στρατό ενώ βρισκόταν στα μισά της διαδρομής διασχίζοντας τον ποταμό Τίσα στη Ζέντα, 130 χλμ. βορειοδυτικά του Βελιγραδίου. Οι δυνάμεις των Αψβούργων προκάλεσαν χιλιάδες θύματα, συμπεριλαμβανομένου του Μεγάλου Βεζίρη Ελμάς Μεχμέτ Πασά, διέλυσαν την υπόλοιπη δύναμη, κατέλαβαν το Οθωμανικό θησαυροφυλάκιο και έφυγαν με σημαντικά εμβλήματα της Οθωμανικής εξουσίας όπως η Σφραγίδα της Αυτοκρατορίας που ουδέποτε είχε κατασχεθεί. Οι απώλειες του Ευρωπαϊκού συνασπισμού, από την άλλη πλευρά, ήταν ελάχιστες.
Ως άμεση συνέπεια, η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχασε τον έλεγχο του Βανάτου (γεωγραφική και ιστορική περιοχή της Κεντρικής Ευρώπης). Ο Ευγένιος συνέχισε τη μεγάλη νίκη εισβάλοντας βαθιά στην Οθωμανική Βοσνία. Το μέγεθος της ήττας οδήγησε την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699) παραχωρώντας την Κροατία, την Ουγγαρία, την Τρανσυλβανία και τη Σλαβονία στην Αυστρία. Η Ζέντα ήταν μια από τις μεγαλύτερες ήττες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και σηματοδότησε το τέλος της Οθωμανικής κυριαρχίας στην Ευρώπη.

Προοίμιο
Το διάστημα μετά τη μάχη της Βιέννης το 1683, υπήρξε σημείο καμπής στους πολέμους Οθωμανών – Αψβούργων, με την Αυστρία και τους συμμάχους της να κατακτούν περισσότερα Οθωμανικά εδάφη. Μέχρι το 1688 το Βελιγράδι και το μεγαλύτερο τμήμα στην Πεδιάδα της Παννονίας καταλήφθηκε από τους Αψβούργους. Αλλά καθώς ο πόλεμος με τους Γάλλους (Εννεαετής Πόλεμος) απαιτούσε περισσότερα στρατεύματα και ο νέος μεγάλος βεζίρης αναδιοργάνωσε και ανανέωσε τον Οθωμανικό στρατό, σταμάτησαν οι επιτυχίες. Το Βελιγράδι ανακαταλήφθηκε το 1690 από τους Οθωμανούς και η εκστρατεία του επόμενου έτους ήταν σχετικά αμφίβολη μετά την αποτυχία των Αψβούργων στη δεύτερη πολιορκία του Βελιγραδίου (1694). Στη συνέχεια, ο Οθωμανικός στρατός υπό τη διοίκηση του Σουλτάνου Μουσταφά ΙΙ πέτυχε τρεις συνεχόμενες νίκες στη μάχη του Λούγκος (1695) στη μάχη του Ούλας (1696) και στη μάχη του Τσενέι (1696) ενώ οι Ενετοί έχασαν τη Χίο (1695).
Στις 18 Απριλίου 1697, ο Μουσταφά ξεκίνησε την τρίτη του αποστολή, σχεδιάζοντας μαζική εισβολή στην Ουγγαρία, αναχωρώντας από την Ανδριανούπολη με δύναμη 100.000 ανδρών. Ο Σουλτάνος ανέλαβε την προσωπική διοίκηση, φτάνοντας στο Βελιγράδι στις 11 Αυγούστου στα τέλη του καλοκαιριού. Ο Μουσταφά συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο την επόμενη μέρα. Στις 18 Αυγούστου οι Οθωμανοί αναχώρησαν από το Βελιγράδι με κατεύθυνση βόρεια προς το Σεγκέτ.

Αρχικοί ελιγμοί
Στις 5 Ιουλίου, στην πρόσφατα κατακτημένη Πεδιάδα της Παννονίας στην Ουγγαρία, ο πρίγκιπας Ευγένιος της Σαβοΐας, ένας νεαρός Γάλλος πρίγκιπας που είχε διακριθεί στη μάχη, διορίστηκε αρχιστράτηγος από τον αυτοκράτορα Λεοπόλδο. Ο στρατός του αποτελούνταν από 70.000 άνδρες με περίπου 35.000 ετοιμοπόλεμους. Καθώς το πολεμικό θησαυροφυλάκιο ήταν άδειο, ο Ευγένιος δανείστηκε χρήματα για να πληρώσει μισθούς και να δημιουργήσει ιατρική μονάδα. Ζήτησε να ανέβουν οι μερίδες, τα πυρομαχικά και ο εξοπλισμός στο επίπεδο στρατού 50.000 ανδρών. Όταν πληροφορήθηκε ότι ο Σουλτάνος και ο στρατός του έφυγαν από το Βελιγράδι, ο Ευγένιος αποφάσισε να συγκεντρώσει όλα τα διαθέσιμα στρατεύματα από την Άνω Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία και να τους κατευθύνει προς το Πετροβαραντίν, στο Δούναβη, πάνω από το Βελιγράδι. Ο πρίγκιπας έστειλε στρατεύματα βόρεια στην Εγκάλια προκειμένου να καταστείλει τους Ούγγρους αντάρτες, ενώ αφοσιώθηκε στην συγκρότηση του υπόλοιπου στρατού για να αντιμετωπίσει τους Τούρκους. Μετά την συγκέντρωση, οι δυνάμεις του Ευγένιου αριθμούσαν περίπου 50.000 άνδρες.
Ο στρατός των Αψβούργων αποτελούνταν από Γερμανικές, Αυστριακές, Ουγγρικές και Σερβικές δυνάμεις πεζικού και ιππικού. Ο Παλατίνος Πολ Εστερχάζι του βασιλείου των Αψβούργων της Ουγγαρίας συνεισέφερε 12.000 στρατιώτες. Η Σερβική Πολιτοφυλακή, 10.000 άνδρες, η πλειονότητα των οποίων ήταν ιππικό υπό τη διοίκηση του Γιόβαν Πόποβιτς Τεκέλια. Στον συνασπισμό συμμετείχαν επίσης Σέρβοι, κυρίως ο αντιβοεβόδας Γιόβαν Μοναστερλία με 1.000 στρατιώτες πεζικού και 700 ιππείς.
Παρά τις συμβουλές του επιτηρητή του Βελιγραδίου, Αμκαζάντε Χουσεΐν Πασά, ο οποίος πρότεινε επίθεση στο Πετροβαραντίν βορειοδυτικά του Βελιγραδίου που τελούσε υπό την κυριαρχία των Αψβούργων στον ποταμό Δούναβη, ο Μουσταφά κινήθηκε προς την Τρανσυλβανία. Ο Οθωμανικός στρατός υπολόγιζε στο Ουγγρικό ιππικό Κούρουτς υπό την ηγεσία του Ίμρε Τόκολι, ωστόσο πολλοί πρώην αντάρτες Κούρουτς εντάχθηκαν στον Ιερό Συνασπισμό ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα για σταυροφορία.
Ο Σουλτάνος και ο στρατός του διέσχισαν το Δούναβη, στη συνέχεια έκαναν μια παράκαμψη δυτικά για να καταλάβουν το κάστρο Τίτελ στη συμβολή της Τίσα και του Δούναβη, το οποίο κατεδάφισαν αφού δεν υπήρχε φρουρά να αντισταθεί. Το Σεπτέμβριο, κατευθύνθηκαν βόρεια, κατά μήκος της δεξιάς όχθης της Τίσα, φτάνοντας κοντά στο χωριό Ζέντα, το πρωί της 11ης Σεπτεμβρίου. Ο ποταμός Τίσα ήταν το τελευταίο μεγάλο φράγμα πριν την Τρανσυλβανία. Ο πρίγκιπας Ευγένιος ακολούθησε πορεία νότια του Πετροβαραντίν, διέσχισε τον ποταμό και κατευθύνθηκε προς τα πάνω κατά μήκος της ανατολικής όχθης. Οι Οθωμανοί δεν είχαν ιδέα πού βρισκόταν ο εχθρός.

Ενέδρα
Στις 11 Σεπτεμβρίου, ο Οθωμανικός στρατός άρχισε να οχυρώνεται στον ποταμό Τίσα κοντά στη Ζέντα, αγνοώντας ότι ο αυτοκρατορικός στρατός ήταν ήδη κοντά. Ο λοχαγός Γιόβαν Πόποβιτς Τεκέλια, διοικητής της Σερβικής Πολιτοφυλακής, ο οποίος παρακολουθούσε την πορεία των Οθωμανών, ενημέρωσε αμέσως τον Πρίγκιπα Ευγένιο και ένας αιχμάλωτος Τούρκος πασάς επιβεβαίωσε τις πληροφορίες. Στη συνέχεια, ο Τεκέλια οδήγησε τον αυτοκρατορικό στρατό μέσα από βάλτους στα μετόπισθεν του Τουρκικού στρατοπέδου. Λαμβάνοντας υπόψιν εντολές από τον αυτοκράτορα να ενεργήσει με εξαιρετική προσοχή και να μην διακινδυνεύσει γενική εμπλοκή, αλλά παράλληλα να μην αφήσει τους Τούρκους να ξεφύγουν κατά μήκος του ποταμού υπό την κάλυψη της νύχτας, ο Ευγένιος αποφάσισε να υλοποιήσει το σχέδιό του.
Δύο ώρες πριν τη δύση του ηλίου, η άφιξη του αυτοκρατορικού στρατού των Αψβούργων, μετά από μια 10ωρη πορεία, αιφνιδίασε τις Οθωμανικές δυνάμεις καθώς ήταν ακόμα στη διαδικασία διέλευσης του ποταμού και δεν πίστευαν ότι ο Χριστιανικός στρατός μπορούσε να φτάσει εκεί τόσο γρήγορα. Ο Σουλτάνος Μουσταφά και το πυροβολικό βρίσκονταν στην όχθη Τέμεσβαρ, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του πεζικού ήταν ακόμα με τον Μεγάλο Βεζίρη στην άλλη όχθη.
Καθώς το φως άρχισε να πέφτει στη πλευρά των Αψβούργων που ήταν παραταγμένοι με το ιππικό σε κάθε πλευρά και το πεζικό στη μέση, ξεκίνησε ολομέτωπη επίθεση από πίσω, σε σχήμα ημισέληνου στην αμυντική θέση των Οθωμανών. Η αριστερή πλευρά του αυτοκρατορικού στρατού που διοικούσε ο στρατηγός Γκουίντο Στάρεμπεργκ διείσδυσε μεταξύ αριστερής πλευράς και γέφυρας, παγιδεύοντας τους Οθωμανούς στο ποτάμι. Η δεξιά πτέρυγα του στρατού ήταν υπό τη διοίκηση του στρατηγού Σίγκμπερτ Χάιστερ. Ταυτόχρονα, οι αυτοκρατορικές δυνάμεις υπό την ηγεσία του Σαρλ Τομάς ντε Βοντεβόν, επιτέθηκαν μετωπικά και αφού συμμετείχαν σε μάχες εκ του συστάδην, διέσπασαν τα χαρακώματα γύρω από το Οθωμανικό στρατόπεδο. Η διοίκηση του Τουρκικού ιππικού υπό τον Ούγγρο Ίμρε Τόκολι, υποστήριξε τον σουλτάνο με επιπλέον ιππικό Κούρουτς.

Το αυτοκρατορικό ιππικό του στρατηγού Στάρεμπεργκ αποσπάστηκε και προχώρησε στην τάφρο περικυκλώνοντας το Οθωμανικό στρατόπεδο και σχεδόν αμέσως διέσπασε την Τουρκική γραμμή άμυνας. Τα Οθωμανικά στρατεύματα πίσω από τα χαρακώματα υποχώρησαν άτακτα στη γέφυρα, η οποία όντας υπερπλήρης, βομβαρδίστηκε ανηλεώς και κατέρρευσε.
Πανικόβλητα, τα παγιδευμένα Οθωμανικά στρατεύματα διασκορπίστηκαν με χιλιάδες εξ’ αυτών να πέφτουν στο ποτάμι, ενώ το Αυστριακό πυροβολικό εξολόθρευσε τους επιζώντες Οθωμανούς καθώς προσπαθούσαν να διαφύγουν. Ο Σουλτάνος παρακολουθούσε αβοήθητος από την άλλη πλευρά, πριν διατάξει τα υπόλοιπα στρατεύματα να ασφαλίσουν τη γέφυρα, να εγκαταλείψει το στρατό του και να υποχωρήσει. Συνοδευόμενος από απόσπασμα ιππικού και συνοδευόμενος από τον δάσκαλο και μέντορά του Σεΐχη-ουλ-Ισλάμ Φεϊζουλάχ Εφέντι, ο Μουσταφά ξεκίνησε για το Τέμεσβαρ, χωρίς να σταματήσει στην πορεία, παίρνοντας μόνο ό, τι μπορούσαν να μεταφέρουν τα άλογα. Όταν ο στρατός των Αψβούργων έφτασε στην απέναντι όχθη, διαπίστωσαν ότι ο σουλτάνος είχε αφήσει πίσω του 87 κανόνια, 9.000 καρότσια αποσκευών, 6.000 καμήλες και 15.000 βόδια. Επιπλέον, βρήκαν το Οθωμανικό βασιλικό σεντούκι, που περιείχε τρία εκατομμύρια πιάστρα (νόμισμα) και την σφραγίδα του Μεγάλου Σουλτάνου Μουσταφά ΙΙ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία ουδέποτε είχε περιπέσει σε εχθρό. Η σφραγίδα είχε χαραγμένες τις λέξεις «Μουσταφά, γιος του Μεχμέτ Χαν, πάντα νικηφόρος» και το έτος της προσχώρησής του στο θρόνο «1106 Ισλαμικού ημερολογίου» (1695 σύμφωνα με το Χριστιανικό ημερολόγιο). Μετά τη νίκη, ο πρίγκιπας Ευγένιος παρουσίασε προσωπικά στον αυτοκράτορα Λεοπόλδο τα λάφυρα που αποκτήθηκαν στη μάχη της Ζέντα.
Συνολικά έχασαν τη ζωή τους 30.000 Τούρκοι, συμπεριλαμβανομένων πολλών επιφανών προσωπικοτήτων του Οθωμανικού στρατιωτικού – διοικητικού κατεστημένου, ενώ ο Μεγάλος Βεζίρης δολοφονήθηκε στο πεδίο της μάχης από λιποτάκτες Γενίτσαρους. Αντίθετα, ο Ιερός Συνασπισμός υπέστη μόνο 429 θύματα. Η μεγάλη διαφορά στις απώλειες οφειλόταν εν μέρει στην τακτική ανωτερότητα του αυτοκρατορικού στρατού και τα πυροβόλα, τα οποία σε αντίθεση με τους Οθωμανούς, οι Αυστριακοί είχαν βελτιώσει σε μεγάλο βαθμό.

Επίλογος
Η μάχη έληξε με θεαματική νίκη για την Αυστρία. Ο κύριος Οθωμανικός στρατός διασκορπίστηκε και οι Αυστριακοί απέκτησαν πλήρη ελευθερία δράσης στην Οθωμανική Βοσνία. Στις 22 Οκτωβρίου, ο Ευγένιος πραγματοποίησε έφοδο με 6.000 ιππικό, συμπεριλαμβανομένης της Σερβικής Πολιτοφυλακής του Σάβα και κατέλαβε το Σεράγεβο, αφού οι Τούρκοι σκότωσαν τους αγγελιοφόρους που στάλθηκαν για να ζητήσουν παράδοση, η πόλη λεηλατήθηκε και κάηκε ολοσχερώς.
Μετά από 14χρόνια πολέμου, η μάχη στη Ζέντα αποδείχθηκε καταλύτης για την ειρήνη. Μέσα σε λίγους μήνες μεσολαβητές και των δύο πλευρών ξεκίνησαν ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις στο Σρέμσκι υπό την επίβλεψη του Άγγλου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, Γουίλιαμ Πάτζετ. Με τους όρους της Συνθήκης του Κάρλοβιτς, που υπογράφηκε κοντά στο Βελιγράδι στις 26 Ιανουαρίου 1699, η Αυστρία απέκτησε τον έλεγχο της Ουγγαρίας (εκτός από το Μπάνατ του Τέμεσβαρ και μια μικρή περιοχή της Ανατολικής Σλαβονίας) της Τρανσυλβανίας, της Κροατίας και της Σλαβονίας. Ένα τμήμα των επιστρεφόμενων εδαφών επανεντάχθηκε στο Βασίλειο της Ουγγαρίας. Τα υπόλοιπα οργανώθηκαν ως ξεχωριστές οντότητες εντός της Μοναρχίας των Αψβούργων, όπως το Πριγκιπάτο της Τρανσυλβανίας και τα Κροατικά Στρατιωτικά Σύνορα. Οι Τούρκοι κράτησαν το Βελιγράδι και τη Σερβία, η Σάβα έγινε το βορειότερο όριο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η Βοσνία συνοριακή επαρχία. Η νίκη τελικά επισημοποίησε την πλήρη αποχώρηση των Τούρκων από την Ουγγαρία και σηματοδότησε το τέλος της Οθωμανικής κυριαρχίας στην Ευρώπη.
Πηγές – βιβλιογραφία
https://en.wikipedia.org/wiki/Battle_of_Zenta
Tony Robinson «Battles that Changed History: Epic Conflicts Explored and Explained» (2018)
Το έργο με τίτλο Μάχη της Ζέντα από τον δημιουργό Χείλων διατίθεται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές.