εξώφυλλο: Ο Ραμσής ΙΙ σκοτώνει έναν εχθρό ενώ ποδοπατά άλλον στη μάχη του Καντές. https://commons.wikimedia.org/
copyright © μετάφραση – επιμέλεια Χείλων
Η μάχη του Καντές – ή Κίντζα, στη Χεττιτική γλώσσα, διεξήχθη το 1274 π.Χ. στις όχθες του ποταμού Ορόντη, στη σημερινή Συρία, μεταξύ βασιλείου της Αιγύπτου του Ραμσή και βασιλείου των Χετταίων του Μουβατάλις ΙΙ. Αποτέλεσε την τελευταία πράξη μιας μακράς σειράς πολέμων μεταξύ των δύο βασιλείων και ήταν η μάχη όπου συμμετείχαν τα περισσότερα ιππήλατα πολεμικά άρματα (περίπου 5.000). Ήταν επίσης η πρώτη μάχη της ιστορίας που υπήρξε τόσο τεκμηριωμένη, ώστε να καταστεί δυνατή η ανασύνθεση κάθε σταδίου της.
Αντίπαλοι

Ραμσής ΙΙ
«Ούσερ-μαατ-ρε Σέτεφ-εν-ρε Ραμσής II, βασιλιάς ενός εκ ων δύο Γερακιών, γιος του Ρα, βασιλιάς Άνω και Κάτω Αιγύπτου» αυτός ήταν ο πλήρης τίτλος του νεαρού βασιλιά Ραμσή. Στο 5ο έτος της βασιλείας του οδήγησε τον Αιγυπτιακό στρατό σε μάχη κάτω από το φρούριο Καντές ενάντια στους Χετταίους. Ο Ραμσής ένας από τους διασημότερους Αιγύπτιους Φαραώ ήταν γιος του Σέτι Ι, ενός άλλου μεγάλου βασιλέα και από παιδί ζούσε σε στρατιωτικό περιβάλλον, συμμετέχοντας, πιθανότατα μαζί με τον πατέρα του στην εκστρατεία της Συρίας.
Ίσως ο Ραμσής ήταν παρών στη κατάληψη του Καντές, τις τελευταίες δεκαετίες του 14ου αιώνα, και υπέστη την ταπείνωση της ήττας του, λίγο πριν το θάνατο του πατέρα του. Όταν ο Σέτι σκοτώθηκε απροσδόκητα, περί το 1304 π.Χ., ο Ραμσής ήταν ένας νεαρός άνδρας που ήθελε να φτάσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του πατέρα του και να βάλει τη δική του σφραγίδα στην ανακατάληψη των Συριακών εδαφών που είχαν κοστίσει τόσο πολύ αίμα στην Αίγυπτο.
Ως άρχων των δύο βασιλείων, ήταν ένας από τους ισχυρότερους κυβερνήτες της εποχής του και διέθετε τις ικανότητες να ανακαταλάβει την Συρία και να κλείσει τους λογαριασμούς με τους Χετταίους.

Μουβατάλις
Ο αντίπαλος του Ραμσή στο Καντές, ο εχθρός που καθόταν στο θρόνο του «Μεγάλου Ήλιου» ήταν ο βασιλιάς Μουβατάλις. Ο Μουβατάλις ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά του Μουρσίλις ΙΙ, του βασιλιά που πολέμησε εναντίον του Σέτι Ι στις Συριακές εκστρατείες. Ο θάνατος του μεγαλύτερου αδελφού του οδήγησε τον βασιλιά Μουβατάλι στο θρόνο περίπου τέσσερα χρόνια πριν τη στέψη του Ραμσή, δίνοντας στο λαό του έναν ισχυρό και ικανό κυβερνήτη και έναν έξυπνο στρατιωτικό ηγέτη.
Η αναδιοργάνωση του κράτους της Ανατολίας και η έξυπνη πολιτική συμμαχιών που διεξήγαγε ο Μουβατάλις στη Συρία και Μεσοποταμία, του επέτρεψαν να αντιπαρατάξει κατά των Αιγυπτίων τον μεγαλύτερο στρατό που είχε συγκεντρωθεί ποτέ από την Αυτοκρατορία των Χετταίων. Η αποφασιστικότητα του βασιλιά περιγράφεται σε ένα τμήμα της προσευχής του στους θεούς: «…στην οποία η Μεγαλειότητά μου θα αγωνιά και αν εσείς θεοί μου με βοηθήσετε και κατακτήσω τη γη του Αμούρρου- είτε πάρετε με τη δύναμη των όπλων είτε με τη δύναμη της ειρήνης – και αν εντάξω στη δύναμή μου τον βασιλιά του Αμούρρου, τότε θα σας ανταμείψω πλουσιοπάροχα, ω Θεοί μου…».

Πεδίο μάχης
Όποιος ακολουθήσει τη ροή του ποταμού Ορόντη στην πλατιά κοιλάδα που περικλείεται μεταξύ Λιβάνου και του Αντι-Λιβάνου, στο βόρειο τμήμα της χώρας, αμέσως μετά τη διέλευση των συνόρων της Συρίας συναντά μια τυπική πόλη της Μέσης Ανατολής, με χαμηλά κτίρια από τσιμέντο και τούβλα η οποία είναι η σύγχρονη πόλη Καντές. Λίγα χιλιόμετρα βόρεια του Καντές και μερικές εκατοντάδες μέτρα από τη δεξιά όχθη του ποταμού, στη μέση μιας απέραντης περιοχής που καλλιεργείται, υπάρχει ένα τεχνητό ανάχωμα που συμπληρώνεται από τα ερείπια ενός μεσαιωνικού Τουρκικού οχυρού.
Συνεχίζοντας βόρεια, κατά μήκος των όχθεων του ποταμού, το έδαφος γίνεται βαλτώδες· αυτά είναι τα υδάτινα λιβάδια που περιβάλλουν την απέραντη αλλά ρηχή λίμνη της Χομς, τη μεγαλύτερη λεκάνη γλυκού νερού στην περιοχή. Από οποιοδήποτε μέρος του λόφου, τα ερείπια του παλαιού Τουρκικού φρουρίου παραμένουν σε πλήρη θέα και σήμερα είναι εύκολο να κατανοήσουμε τη στρατηγική θέση του Καντές, που έλεγχε τις εμπορικές οδούς της εποχής.
Σε εκείνο το λόφο, χτίστηκε πριν τρεις χιλιάδες χρόνια, το φρούριο του Καντές, που οι Χιτίτες ονόμαζαν Κίνζα. Στη πεδιάδα, που οριοθετείται από τους βάλτους της λίμνης Χομς και διασχίζεται από τον ποταμό Ορόντη και τον παραπόταμό του, πριν από περίπου 3.300 χρόνια δόθηκε η μεγάλη μάχη του Καντές.
Η μάχη στην πραγματικότητα, ήταν η τελευταία πράξη ενός δράματος του οποίου οι προηγούμενες σκηνές εκτυλίχθηκαν αρκετές γενιές νωρίτερα. Κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα π.Χ., έλαβαν χώρα συγκρούσεις μεταξύ του βασιλείου των Φαραώ και των δυνάμεων της Ανατολίας, του βασιλείου του Μιτάννι πριν τους Χετταίους, οι οποίες αποσκοπούσαν στον έλεγχο της Συρίας. Ο λόγος αυτής της διαμάχης μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητός αν εξετάσουμε έναν χάρτη της Μέσης Ανατολής, ακολουθώντας τη διαδρομή που οι ιστορικοί ονόμασαν εύφορο μισοφέγγαρο, δηλαδή την κοιλάδα του Νείλου μέσω της Μεσοποταμίας στην κοιλάδα του Ινδού.
Η Συρία ήταν και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να είναι, ένας ζωτικός κόμβος για όσους θέλουν να αποκτήσουν τον έλεγχο στην περιοχή. Διέθετε μεγάλες συγκομιδές και πολλά βασικά υλικά όπως ο χαλκός, απαραίτητα για την παραγωγή μπρούντζου και ήταν ο στυλοβάτης της ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ των διαφόρων περιοχών την εποχή του χαλκού, ήταν ο πολιτισμένος κόσμος. Η διαδρομή των καραβανιών συνέδεε τη Μεσοποταμία και την κοιλάδα του Ινδού με τη Μεσόγειο και τα μικρά βασίλειά της, πόλεις-κράτη, τα οποία εμπλουτίστηκαν χάρη στον φόρο που επιβλήθηκε στην εμπορική κυκλοφορία, αν και δεν είχαν καταφέρει να αποφύγουν να γίνουν υποτελείς κάποιου από τους γείτονες της Μεγάλης Ανατολίας ή της Αιγύπτου.
Τόσο τα συμφέροντα του Φαραώ όσο και του μεγάλου βασιλιά των Χετταίων (ο οποίος, καθ’ όλη τη διάρκεια του 14ου αιώνα, είχε εδραιώσει τη δύναμή του στην ανατολική χερσόνησο) συγκλίνουν προς τον έλεγχο της Συριακής περιοχής. Η μάχη του Καντές, γύρω στο 1300 π.Χ., ήταν η τελική πράξη μιας μακράς σειράς πολέμων μεταξύ των δύο βασιλείων, μια αιματηρή πράξη που ήταν καθοριστική.

Προϊστορία
Κατά τη διάρκεια της 2ης χιλιετίας π.Χ. η Μέση Ανατολή υπήρξε τόπος μακράς και μερικές φορές βίαιης αντιπαράθεσης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Στόχος αυτής της αντιπαράθεσης ήταν η περιοχή της Συρίας και ο έλεγχος των εμπορικών οδών που διέρχονται από αυτήν. Τις περισσότερες φορές, εκτός ίσως από τη θρησκευτική κρίση με το βασίλειο του Ακενατόν, τον αιρετικό Φαραώ, η Αίγυπτος ασκούσε πάντα πολιτική ενδιαφέροντος προς τη Συρία, ενδιαφέρον που είχε οδηγήσει σε σύγκρουση πρώτα με το Ανατολικό Βασίλειο του Μιτάννι και αργότερα από τα μέσα του 14ου αιώνα με την διάδοχη αυτοκρατορία των Χετταίων.
Το Αιγυπτιακό ενδιαφέρον για την περιοχή πιστοποιείται από την αρχαιότητα αφού εντοπίζονται ίχνη εμπορίου με την περιοχή της Βίβλου, στη βόρεια ακτή του Λιβάνου, που χρονολογούνται από την πρώτη δυναστεία των Φαραώ, αλλά προέρχονται από την απελευθέρωση της χώρας από την κυριαρχία των Υξώς, ένδειξη ότι η Αίγυπτος ξεκίνησε πολιτική ενεργού παρέμβασης στις κοιλάδες της Ιορδανίας και του Ορόντη.
Πιθανώς, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, ο Αιγυπτιακός σχεδιασμός ήταν σαφώς αμυντικός και η δημιουργία μιας σειράς υποτελών βασιλείων, Χαναάν, Αμούρου και Συρίας, θεωρήθηκε χρήσιμο εργαλείο κατά της διείσδυσης οποιουδήποτε άλλου Σημιτικού λαού, όπως οι Ύξώς και εγγύηση ανεξαρτησίας και ασφάλειας στην κοιλάδα του Νείλου. Αυτό το είδος πολιτικής, το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί στρατιωτικά μινιμαλιστικό, συνεχίστηκε σε όλο το νέο βασίλειο (περ. 1565-1085 π.Χ.). Στα μικρά υποτελή κράτη δινόταν με αντάλλαγμα συμμαχίες και φόρους, η ευκαιρία να συνεχίσουν την τοπική πολιτική τους, ακόμη και να διεξάγει τους δικούς τους εσωτερικούς πολέμους, εφόσον δεν αμφισβητείτο η Αιγυπτιακή κυριαρχία στην περιοχή.
Αλλά η άνοδος των Χετταίων, οι οποίοι ήταν περισσότερο επικίνδυνοι από το βασίλειο των Μιτάννι, ανέτρεψε την ισορροπία στην περιοχή. Η πίστη του υποτελούς βασιλιά δοκιμάστηκε από την ανατολική επιρροή και από τα μέσα του 14ου αιώνα πολλοί από τους τοπικούς κυβερνήτες, άρχισαν να αλλάζουν στρατόπεδο, ανάλογα με τα συμφέροντα των διεκδικητών.
Η στρατιωτική δομή του Αιγυπτιακού βασιλείου, δεν ήταν αρκετά ισχυρή για να αντέξει συνεχή και οργανωμένη παρουσία σε μια περιοχή περισσότερο από χίλια χιλιόμετρα μακριά από την κοιλάδα του Νείλου. Η επιφυλακτικότητα των Φαραώ της 18ης δυναστείας να διατηρήσουν τα όρια που είχαν καθιερωθεί με τη συνθήκη που υπογράφηκε έναν αιώνα πριν από την Τούθωση IV με τον βασιλιά της Μιτάνης, αντιπροσωπεύει μια απόσυρση από την επιθετικότητα των νέων Βασιλιάδων Χιτίτη.
Μόνο με την έλευση των Φαραώ της 19ης δυναστείας, η Αίγυπτος κατάφερε να διεισδύσει στη Συρία. Οι εκστρατείες του Σέτι ήταν επιθετικές και καλά σχεδιασμένες, με σαφή στόχο να φέρουν την επικράτηση των Φαραώ στα χαμένα εδάφη της Συρίας. Η αναγεννημένη Αιγυπτιακή επιθετικότητα προκάλεσε την αντίδραση των Χετταίων, προκαλώντας μαζική δέσμευση οικονομικών και στρατιωτικών πόρων από το βασίλειο της Ανατολίας στα νότια σύνορά του. Η τελική πράξη συγκρούσεων δύο γενεών παίχτηκε από τον βασιλιά Μουβατάλι και τον γιο του Σέτι Ι, Ραμσή τον Μέγα, στο Καντές.

Δυνάμεις
Οι στρατοί που πολέμησαν στο Καντές, από πολλές απόψεις, ήταν παρόμοιοι καθότι βασίζονταν στα άρματα. Στην πραγματικότητα, το άρμα των Χετταίων ήταν ελαφρώς διαφορετικό από το Αιγυπτιακό, αφού ήταν πιο ισχυρό, ικανό να μεταφέρει δύο πολεμιστές και τον ηνίοχο, ενώ το Αιγυπτιακό έφερε μόνο δύο άνδρες και χρησιμοποιείτο περισσότερο ως πολιορκητικό όπλο.
Στο άρμα των Χετταίων βασικό όπλο ήταν το τόξο αλλά και ένα μακρύ δόρυ που χρησιμοποιείτο για μάχη εκ του σύνεγγυς αλλά και ως όπλο ρίψης. Το Αιγυπτιακό άρμα, ήταν ελαφρύτερο και κύριο όπλο του μαχητή ήταν το τόξο.
Μπορούμε να πούμε ότι οι Χετταίοι διέθεταν βαρύ ιππικό, οι Αιγύπτιοι ελαφρύ ιππικό, ενώ σε αμφότερους το πεζικό είχε βοηθητικό ρόλο. Ακόμα κι αν υπήρχαν Αιγυπτιακές μονάδες βαρέος πεζικού ικανές να επέμβουν στη σύγκρουση, η μάχη κρινόταν μεταξύ των αρμάτων.
Συμμετέχοντες
Αξίζει να αναφερθούν ορισμένες διαφορές στην οργάνωση των δύο στρατών. Ο στρατός των Χετταίων βασιζόταν σε μόνιμη βάση στη βασιλική φρουρά, τοποθετημένη στα άρματα τα οποία σε περίπτωση εκστρατειών, ενισχύονταν από πεζοπόρα τμήματα προερχόμενα από υποτελείς επαρχίες. Αυτό καθιστούσε τον στρατό των Χετταίων δυσκίνητο στο πεδίο και παρότι δεν γνωρίζουμε αρκετά για την οργανωτική δομή του στρατού, εκτιμάται ότι δεν υπήρχαν διοικήσεις τμημάτων γεγονός που θα έδινε ευελιξία στο πεδίο της μάχης.
Η Αιγυπτιακή περίπτωση ήταν πολύ διαφορετική. Από την εποχή του Σέτι, ο στρατός είχε αναδιοργανωθεί σύμφωνα με την αρχή της ημι-μονιμότητας, η οποία επέτρεπε μια καλή εσωτερική οργάνωση. Ο στρατός του Ραμσή, στη μάχη του Καντές, ήταν δομημένος σε τέσσερις μόνιμες μεραρχίες, εκτός από τη βασιλική φρουρά, οι οποίες είχαν ονόματα από Αιγύπτιους θεούς: Ρα, Άμμων, Σεθ, Πτα. Κάθε μία από αυτές τις μεραρχίες σχηματίζονταν από όλα τα στρατιωτικά τμήματα. Έτσι, υπήρχαν άρματα, τοξότες, βαρύ και ελαφρύ πεζικό καθώς και τμήματα εφοδιασμού και μεταφορών.
Αυτή η δομή προσέδιδε στον Αιγυπτιακό στρατό ευκινησία και αποτελεσματικότητα κατά τη διάρκεια των εκστρατειών και επέτρεπε με την έναρξη της μάχης να εκτελεί ελιγμούς που εκείνη την εποχή ήταν αδύνατοι για τους περισσότερους στρατούς. Όσον αφορά στον αριθμό των πολεμιστών που συμμετείχαν στη μάχη του Καντές, σύμφωνα με πηγές οι δυνάμεις των Χετταίων ήταν 40.000 πεζικό και 3.700 άρματα, ενώ των Αιγυπτίων περίπου 30.000 πεζικό και 2.500 άρματα.
Αναλυτικά οι δυνάμεις φαίνονται στους παρακάτω πίνακες:
Χετταίοι
Βασίλειο |
Αρχηγός |
Σύνθεση |
Χετταίοι | Μουβατάλις | 500 άρματα και 5.000 πεζοί |
Ακπίς | Χατουσίλις | 500 άρματα και 5.000 πεζοί |
Πιτάσσα (Πήδασος) | Μιτταναμουβάς | 500 άρματα και 5.000 πεζοί |
Βιλούσα (Τροία), Μίρα και Απάλλα | Πιγιάμα-Ιναράς (Πρίαμος;) | 500 άρματα και 5.000 πεζοί |
Μάσα, Καρκάσα (Καρκισσός) και Αραουάνα | Άγνωστος | 200 άρματα και 4.000 πεζοί |
Κιζουβάντνα | Άγνωστος | 200 άρματα και 2.000 πεζοί |
Καρκεμίς | Σαουρουνουβάς | 200 άρματα και 2.000 πεζοί |
Μιττάνι | Σαττουάρα | 200 άρματα και 2.000 πεζοί |
Ουγκαρίτ | Νικμέπα | 200 άρματα και 2.000 πεζοί |
Χαλέπι | Τάλμι-Σαρούμα | 200 άρματα και 2.000 πεζοί |
Καντές | Νικμ Άμπου | 200 άρματα και 2.000 πεζοί |
Λούκκα (Λυκία) | Άγνωστος | 100 άρματα και 2.000 πεζοί |
Χώρα του Ποταμού Σεχά | Μαστουρίς | 100 άρματα και 1.000 πεζοί |
Νουχάσε | Άγνωστος | 100 άρματα και 1.000 πεζοί |
Σύνολο | 3.700 άρματα και 40.000 πεζοί |
Στρατιωτική μονάδα |
Ονομασία |
Έμβλημα |
Έδρα |
Πρώτο σώμα | Ισχύς των Τόξων | Άμμων | Θήβαι |
Δεύτερο σώμα | Περίσσια Γενναιότητα | Ρα | Ηλιούπολις |
Τρίτο σώμα | Δύναμη των Τόξων | Σεθ | Πι-Ραμσής |
Τέταρτο σώμα | Άγνωστη | Πτα | Μέμφις |
Σύνολο | 2.500 άρματα και 30.000 πεζοί |
Η εκστρατεία που κορυφώθηκε με τη μάχη του Καντές ξεκίνησε από τον πολιτικό ελιγμό ενός υποτελή ηγεμόνα. Ο ηγεμόνας του Αμούρου, που βρίσκεται περίπου στη Βόρεια Κεντρική Ακτή του σημερινού Λιβάνου, εγκατέλειψε τη συμμαχία με τον Μουβατάλι και τάχθηκε στο πλευρό των Αιγυπτίων του Ραμσή. Ο Μουβατάλι κινητοποίησε αμέσως τις δυνάμεις του, τους υποτελείς και τα αγήματα μισθοφόρων, για να τιμωρήσει τον αποστάτη βασιλιά και να ανακτήσει τον έλεγχο στην περιοχή.
Πληροφορημένος ότι ο στρατός των Χετταίων κινείται νότια, ο Ραμσής σκέφτηκε ότι ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να ανακτήσει το χαμένο έδαφος στη Συρία και να αποκαταστήσει μια για πάντα το Αιγυπτιακό κύρος στο βόρειο τμήμα της Ιορδανίας. Μόλις συγκεντρώθηκε ο στρατός στη σημερινή Παλαιστίνη, θεωρώντας ότι η Χαναάν ήταν πιστός υποτελής, ο Ραμσής ήταν πεπεισμένος, ότι τα στρατεύματα των Χετταίων βρίσκονταν ακόμα στον βορρά και το φρούριο του Καντές, υποχρεωτικό σημείο διέλευσης για τη Συρία, δεν ήταν επανδρωμένο. Ενθυμούμενος την ταπείνωση των Αιγυπτίων κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα του, όταν χωρίς μάχη αναγκάστηκαν να αφήσουν το Καντές στον εχθρό, ο πειρασμός να ξεπλύνει την ντροπή, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα, μια καλή βάση για τη συνέχιση των επιχειρήσεων ήταν ισχυρό κίνητρο.
Αφού έστειλε αγγελιοφόρους για να κινητοποιήσουν τις δυνάμεις του Αμούρου κατά μήκος της ακτής, ο Ραμσής ηγήθηκε των τεσσάρων μεραρχιών προς την πεδιάδα. Μόλις έφτασε μπροστά από το Καντές, με τη φρουρά του και τη μεραρχία Άμμων, κατασκήνωσε στην άλλη όχθη του ποταμού Ορόντη, περιμένοντας τις υπόλοιπες μεραρχίες που ακολουθούσαν σε απόσταση μισής ημέρας. Αλλά οι πληροφορίες στα χέρια των Αιγυπτίων ήταν λανθασμένες, γεγονός που θα κόστιζε ακριβά.



Η μάχη
Έξυπνα σκεπτόμενος ο Μουταβάλι άφησε τον Ραμσή να πιστεύει ότι ο στρατός του ήταν ακόμα στο βόρειο Καντές, αλλά ο ίδιος ήταν κρυμμένος στο ποτάμι και το λόφο και ο στρατός των Χετταίων γύρω από το φρούριο. Όταν η μεραρχία Ρα διέβη το ποτάμι και ξεκίνησε πορεία για να φτάσει στο Αιγυπτιακό στρατόπεδο, δύναμη αρμάτων των Χετταίων διέσχισε αιφνιδιαστικά το ποτάμι και επιτέθηκε στα πλευρά των Αιγυπτίων τρέποντάς τους σε φυγή. Ο Ραμσής είχε πέσει στην παγίδα, με τις υπόλοιπες δύο μεραρχίες να είναι ακόμα μακριά και τα άρματα των Χετταίων να μπλοκάρουν τον δρόμο της πεδιάδας του Καντές, η κατάσταση ήταν δραματική για τους Αιγύπτιους.
Οι Χετταίοι εξαπολύουν επίθεση εναντίον του Αιγυπτιακού στρατοπέδου, το οποίο υπερασπιζόταν μόνο η Βασιλική Φρουρά και η μεραρχία του Άμμωνα, που αναπτύχθηκαν αμέσως για να υπερασπιστούν τον Φαραώ, ο οποίος κινδύνευε να σκοτωθεί ή ακόμη χειρότερα να αιχμαλωτιστεί. Η περιγραφή αυτής της φάσης της μάχης έχει παραδοθεί από τα ανάγλυφα του Ραμσή στο Λούξορ. Ακόμη και αν θεωρήσουμε αυτό το στοιχείο προπαγανδιστικό μνημείο που ανεγέρθηκε προς τιμή του Ραμσή, μπορεί να μας δώσει χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τη διεξαγωγή των φάσεων στη μάχη του Καντές. Εν τω μεταξύ τα άρματα του Άμμωνα και η Βασιλική Φρουρά, με επικεφαλής τον Ραμσή, αντεπιτέθηκαν, ενώ το πεζικό που προοριζόταν για τη φύλαξη του στρατοπέδου, θα απέκρουε την επίθεση των Χετταίων.
Πιθανώς αυτό ήταν το αποφασιστικό σημείο της μάχης, όπου ο Μουβατάλι είχε την ευκαιρία να κερδίσει μια αποφασιστική νίκη. Δυστυχώς ο Χετταίος βασιλιάς παρέμεινε όλη την ημέρα κλεισμένος στους τοίχους του Καντές, μια ασφαλή τοποθεσία μη δυνάμενος να κατανοήσει τη σημασία της στιγμής. Όντας ανίκανος να διαβάσει την πορεία της μάχης, συνέχισε να κρατά το μεγαλύτερο μέρος του στρατού, με το πεζικό, προστατευμένο στο Καντές, αντί να ενισχύσει την επίθεση των αρμάτων για να καταβάλλει τη μικρή Αιγυπτιακή αντίσταση και να πετύχει αποφασιστική νίκη.
Εν τω μεταξύ οι Αιγυπτιακές μεραρχίες οπισθοφυλακής έφταναν από το Νότο στο στρατόπεδο, ενώ βορειοδυτικά, το τμήμα του Αμούρρου, ενημερωμένο για τις προθέσεις του Ραμσή, έμπαινε στην πεδιάδα του Καντές. Ηττημένοι οι Χετταίοι διέσχισαν και πάλι το ποτάμι, επιστρέφοντας με ασφάλεια πίσω από το άθικτο πεζικό. Την επομένη, με την ανάπτυξη και των δύο στρατών, ο Μουβατάλι και ο Ραμσής συνειδητοποίησαν ότι η πιθανότητα για μια ξεκάθαρη νίκη είχε απομακρυνθεί και για ακόμη μια φορά εκτιμούν ότι μια συνθήκη ήταν η τελική λύση της μάχης.
Όπως για όλες τις μάχες της αρχαιότητας, ακόμη και του Καντές είναι δύσκολο να υπολογιστούν οι απώλειες που υπέστησαν οι δύο πλευρές, πιθανότατα, κάθε ένας από τους δύο στρατούς υπολόγιζε μεταξύ 5.000 και 10.000 άνδρες που σκοτώθηκαν στη σύγκρουση, αλλά αυτές είναι υποθέσεις που δεν στηρίζονται σε αξιόπιστες πηγές.

Συνέπειες
Τα ανάγλυφα στο Ραμσείο (νεκρικός ναός του Ραμσή II) και το ποίημα Ραμσσίδα, γραμμένα σε πάπυρο, μας πληροφορούν για τη νίκη του μεγάλου Φαραώ επί των Χετταίων στο Καντές. Αλλά η συνθήκη ειρήνης που υπέγραψαν οι δύο αυτοκρατορίες λίγους μήνες μετά τη μάχη χαραγμένη σε πήλινη πινακίδα, δείχνει μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Το Βασίλειο του Αμούρρου επέστρεψε στην επιρροή των Χετταίων, ενώ το φρούριο του Καντές δεν θα έβλεπε ποτέ στις πολεμίστρες τα διακριτικά των δύο βασιλείων του Νείλου. Στη συνθήκη οι δύο βασιλείς συμφώνησαν να διατηρήσουν το status quo ante (κατάσταση πριν τον πόλεμο) πριν τη μετάβαση στους Αιγύπτιους από τους Αμουρρίτες.
Συγκρινόμενα με τις φιλοδοξίες και τους στόχους του Ραμσή, τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν με τη συνθήκη, μετά τη μάχη του Καντές, είναι πραγματικά θλιβερά. Στους Αιγύπτιους παρέμεινε ο έλεγχος της Χαναάν και της Παλαιστίνης, αλλά τα σύνορα με τη Συρία παρέμειναν κλειστά για τους Φαραώ. Εξαντλημένοι μετά από δύο γενιές πολέμου και ανήσυχοι από την αυξανόμενη Ασσυριακή δύναμη στην Ανατολή, Χετταίοι και Αιγύπτιοι κωδικοποίησαν την υπάρχουσα κατάσταση, αφήνοντας άθικτες τις αιτίες πολέμου, ενώ λίγο αργότερα προέκυψε η εισβολή των «Λαών της θάλασσας», η οποία έσβησε από τον χάρτη την αυτοκρατορία των Χετταίων και βύθισε την Αίγυπτο σε μια κρίση από την οποία δεν ανέκαμψε ποτέ.

Το αρχαίο άρμα
Στις αρχές της δεύτερης Χιλιετίας π.Χ. οι μεγάλες πολιτισμένες περιοχές που αναπτύχθηκαν στις κοιλάδες μεγάλων ποταμών, όπως ο Νείλος, ο Τίγρης, ο Ευφράτης, ο Ινδός, συγκλονίστηκαν από μια σειρά επιθέσεων και εισβολών. Οι εισβολείς πληθυσμοί Ινδοευρωπαϊκών και Σημιτικών εθνοτικών ομάδων, που ζούσαν στις παρυφές του πολιτισμού μέχρι εκείνη την εποχή, κατάφεραν να ανατρέψουν τα αρχαία γεωργικά κράτη που είχαν εγκατασταθεί στις όχθες μεγάλων ποταμών.
Τι κοινό είχαν αυτοί εισβολείς όπως οι Ακκαδιανοί, που εισήλθαν στη Μεσοποταμία, οι Υξώς που εγκατέστησαν τη δυναστεία τους στην Αίγυπτο και οι Αρυανοί που κατέλαβαν την κοιλάδα του Ινδού; Και ποιο όπλο τους επέτρεψε τόσο γρήγορη επιτυχία; Η απάντηση είναι πολύ απλή: ήταν ποιμένες που πολεμούσαν με ένα νέο και αποτελεσματικό όπλο, το άρμα.
Η εκτροφή αλόγων και η επιλογή των καλύτερων φυλών ίππων, ήταν πάντα χαρακτηριστικό των περιφερειακών περιοχών όπου η ύπαρξη μεγάλων περιοχών είχε ευνοήσει, μαζί με την νομαδική ή ημι-νομαδική εκτροφή προβάτων, την ανάπτυξη μιας κοινωνίας όπου κυριαρχούσαν η επιθετικότητα και κινητικότητα σε σύγκριση με την ειρηνική & ήρεμη ζωή των κατοίκων των εύφορων περιοχών.
Στις παραμεθόριες περιοχές μεταξύ κέντρου και παρυφών του πολιτισμού, οι νομαδικοί βοσκοί, συνεργαζόμενοι εμπορικά με τους αγρότες, ήταν σε θέση να εισάγουν τα τεχνολογικά στοιχεία για την ανάπτυξη ελαφρού ιππήλατου άρματος από ζεύγος αλόγων. Ήταν ένα εργαλείο που αποδείχθηκε ζωτικής σημασίας για την παρακολούθηση και προστασία της αγέλης αλλά και ένα τέλειο πολεμικό εργαλείο. Όταν ολοκληρώθηκε το άρμα, οι λαοί της στέπας, οι οποίοι είχαν έντονο ενδιαφέρον για τις πλούσιες περιοχές ποταμών, βρέθηκαν να διαθέτουν δύο όπλα: την επιθετικότητα και βία ως τρόπο ζωής και το άρμα, ένα όπλο τεχνικά και τακτικά πολύ ανώτερο από τα αντίστοιχα των γειτόνων τους.
Για τους Αιγύπτιους του παλαιού Βασιλείου, τους Σουμέριους και τους Βέδες στην Κοιλάδα του Ινδού, οι οποίοι πολεμούσαν τελετουργικά, στατικά και με βία χαμηλής έντασης, δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να αντισταθούν στην επιθετικότητα των αδίστακτων εισβολέων. Από αυτόν τον ανεμοστρόβιλο βίας, προέκυψε νέος πολιτισμός, από τη συγχώνευση διαφόρων λαών και στρατιωτικά εξαρτώμενος για μια ολόκληρη Χιλιετία από τη χρήση του άρματος ως κύριο όπλο. Τα τελευταία Περσικά πολεμικά άρματα, αφανίστηκαν από τη Μακεδονική φάλαγγα στην Ισσό και Γαυγάμηλα, αλλά ήταν απομεινάρια μιας άλλης εποχής.

Οι μαρτυρίες
Τα στοιχεία που υπάρχουν για τη μάχη με τη μορφή κειμένων και τοιχογραφιών είναι τα περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη στην αρχαία Εγγύς Ανατολή, αλλά σχεδόν όλα είναι από την Αιγυπτιακή οπτική γωνία. Η πρώτη επιστημονική αναφορά, από τον Τζέιμς Χένρι Μπρέστεντ το 1903, εξήρε τις πηγές που επέτρεψαν την πιστή αναπαράσταση της μάχης. Ωστόσο, μερικοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι στην καλύτερη περίπτωση η μάχη ήταν ισόπαλη και ο έλεγχος των Αιγυπτίων στο Αμούρου και το Καντές χάθηκε για πάντα.
Κύρια πηγή πληροφοριών αποτελούν τα Αιγυπτιακά αρχεία τα οποία σε γενικές γραμμές θεωρούνται ακριβή, παρά τα κάποια λάθη και την προπαγάνδα, καθώς η πομπώδης φύση της εκδοχής του Ραμσή έχει αναγνωριστεί εδώ και πολύ καιρό. Η Αιγυπτιακή εκδοχή της μάχης καταγράφεται σε δύο μορφές, γνωστές ως Ποίημα και Δελτίο. Το Ποίημα έχει αμφισβητηθεί ως πραγματικός στίχος, καθώς έρχεται σε αντίθεση με μία πεζή αναφορά παρόμοια με αυτή που καταγράφηκε από άλλους Φαραώ. Ομοίως, το Δελτίο είναι απλά μια επιγραφή που συνοδεύει τα ανάγλυφα. Οι επιγραφές επαναλαμβάνονται πολλές φορές (επτά για το Δελτίο και οκτώ για το Ποίημα, σε ναούς στην Άβυδο, το Ναό του Λούξορ, το Καρνάκ, το Αμπού Σιμπέλ και το Ραμσείο).
Εκτός από αυτές τις εκτενείς παρουσιάσεις, υπάρχουν επίσης πολλές μικρές επιγραφές που χρησιμοποιούνται για να επισημάνουν διάφορα στοιχεία της μάχης. Εκτός από τις επιγραφές, υπάρχουν κείμενα στον Πάπυρο Ραϊφέτ και τον Πάπυρο Σάλιερ III και μια απόδοση αυτών των γεγονότων σε μια επιστολή του Ραμσή προς τον Χατουσίλλι III που γράφτηκε ως απάντηση σε ένα χλευαστικό σχόλιο του Χατουσίλλι για τη νικηφόρα παρουσίαση της μάχης από τον Φαραώ.
Αναφορές των Χετταίων στη μάχη, συμπεριλαμβανομένης της παραπάνω επιστολής, έχουν βρεθεί στην Χαττούσα, αλλά δεν έχουν προσδιοριστεί χρονικά ώστε να την περιγράψουν ως μέρος μιας εκστρατείας. Αντίθετα, υπάρχουν αναφορές σε αυτή σε άλλα γεγονότα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον Χατουσίλλι III για τον οποίο η μάχη αποτέλεσε σημαντικό ορόσημο στην καριέρα του.
Πηγές
https://en.wikipedia.org/wiki/Battle_of_Kadesh
Richard Holmes «Battlefield. Decisive Conflicts in History» 2006
Joyce Tyldesley «Ramesses II: Egypt’s Greatest Pharaoh» 2000