Ιουστίνος Α’ (450-527)…ο ικανός αυτοκράτωρ

στις

εξώφυλλο: Απεικόνιση του Ιουστίνου Α’_ χαλκογραφία χαρακτική στο έργο του Abraham Bogaert De Roomsche Monarchy, The Roman Monarchy, Francois Salma, Ουτρέχτη 1697 τόμος Α’ σελ. 301 

copyright © επιμέλεια – μετάφραση Χείλων

O Φλάβιος Ιουστίνιος Αύγουστος ή Ιουστίνος Α’ γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου του 450 στο Ταυρήσιο (20 χλμ. ΝΑ των Σκοπίων) από ζευγάρι αγροτών και έμελλε να υπηρετήσει την αυτοκρατορία που θα έφερνε την ειρήνη στην περιοχή του. Κατά τη διάρκεια των εισβολών των Οστρογότθων στα μέσα του 5ου αιώνα μ.Χ., αυτός και δύο φίλοι κατέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη, ενώ ο τότε αυτοκράτορας Λέων συμφιλιώθηκε με τους Οστρογότθους. Οι τρεις νεαροί διαθέτοντας τα κατάλληλα σωματικά προσόντα εντάχθηκαν στο νεοσύστατο σώμα αυτοκρατορικής φρουράς, τους Εξκουβίτορες (λατ. excubitores) που δημιουργήθηκαν από τον αυτοκράτορα Λέοντα για να αντισταθμίσουν την επιρροή του Γοτθικού στοιχείου. Μετά την ένταξή του ο Ιουστίνος ανήλθε στην κλίμακα ιεραρχίας και έγινε διοικητής αποκτώντας το αξίωμα του Κόμη των Εξκουβιτόρων, περίπου κατά την περίοδο θανάτου του αυτοκράτορα Αναστάσιου Α’ το 518, όταν οι Εξκουβίτορες ήταν το μοναδικό στρατιωτικό σώμα στην πόλη.

Απεικόνιση Εξκουβίτορα

Σε ηλικία 68 ετών ο Ιουστίνος συναντήθηκε με τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους της πόλης στο κεντρικό παλάτι για να επιλέξουν διάδοχο, με τον ίδιο να βρίσκεται σε προνομιακή θέση, αφού οι στρατιώτες του ήταν πρόθυμοι να πολεμήσουν για να εγγυηθούν το αξίωμά του. Ωστόσο αρχικά, οι αξιωματούχοι πρότειναν διαφορετικούς υποψηφίους, όπως ο Υπάτιος (Magister militum=στρατιωτικός διοικητής Ανατολής) αλλά δεν επιλέχθηκε διότι το εν λόγω χρονικό διάστημα απουσίαζε από την Κωνσταντινούπολη. Υπό την απειλή κοινωνικής εξέγερσης, οι αξιωματούχοι κατέληξαν στον Ιουστίνο, ο οποίος μετέβη στο Ιπποδρόμιο, ντυμένος με την αυτοκρατορική ενδυμασία και απευθύνθηκε στο πλήθος. Κατόπιν εξασφάλισε την υποστήριξη του στρατού δίνοντας πέντε νομίσματα και ένα κιλό ασήμι σε κάθε στρατιώτη.

Η σύζυγός του Λουπικίνα χρίστηκε αυτοκράτειρα με το όνομα Ευφημία. Το όνομα επιλέχθηκε για λόγους σεβασμού, αφού Ευφημία ονομαζόταν Χριστιανή μάρτυρας κατά τη διάρκεια των Διώξεων του Διοκλητιανού. Ήταν τοπική αγία της Χαλκηδόνας και το Συμβούλιο της Χαλκηδόνας (451) διεξήχθη σε καθεδρικό ναό που έφερε το όνομά της. Η επιλογή του ονόματος ήταν μια πρώτη ένδειξη ότι ο Ιουστίνος και η Λουπικίνα υπήρξαν ένθερμοι οπαδοί της Χαλκηδόνας.

Ο Ιουστίνος εδραίωσε τη θέση του δολοφονώντας επίδοξους αντιπάλους, ειδικά τους αντι Χαλκηδόνιους υποστηρικτές του Αναστάσιου, όπως οι Αμάντιος και Θεόκριτος που εκτελέστηκαν εννέα ημέρες μετά την στέψη. Όντας επαγγελματίας στρατιώτης με ελάχιστη γνώση πολιτικής, ο Ιουστίνος όρισε έμπιστους συμβούλους. Ο πλέον διακεκριμένος από αυτούς ήταν ο ανιψιός του Φλάβιος Πέτρος Σαββάτιος, τον οποίο υιοθέτησε ως γιο του με το όνομα Ιουστινιανός.

Η θητεία του ως αυτοκράτορα ξεκίνησε το 518 και έληξε με το θάνατό του το 527.

Ιουστίνος Α’ σε ξυλογραφία του Michael Wolgemut ή του Wilhelm Pleydenwurff στο χρονικό του Hartmann Schedel, Νυρεμβέργη 1493

Θρησκευτική πολιτική

Τα προηγούμενα έτη, η Αυτοκρατορία είχε χωριστεί λόγω της διαμάχης θρησκευτικών φατριών, κυρίως μεταξύ Μονοφυσιτών και της Χαλκηδόνιων Ορθοδόξων. Ο Αναστάσιος ήταν διώκτης της Συνόδου της Χαλκηδόνας, ενώ ο Ιουστίνος υποστήριζε την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Αμέσως μετά την άνοδό του στον θρόνο, ο Ιουστίνος εγκατέλειψε την θρησκευτική πολιτική των προκατόχων του, τάχθηκε επισήμως με το μέρος των οπαδών της Συνόδου της Χαλκηδόνας και άρχισε σκληρούς διωγμούς κατά των Μονοφυσιτών. Αποκατέστησε τις σχέσεις του με τη Ρώμη και τερματίσθηκε η διαφωνία τής Δυτικής προς την Ανατολική Εκκλησία από το Ακακιανό Σχίσμα που ξεκίνησε την εποχή τού Ενωτικού του Ζήνωνος.

Χάλκινο άγαλμα του Θεοδώριχου (1512/13) του Peter Vischer. στο Ίνσμπρουκ statue: Peter Vischer the Elder; photo: James Steakley, CC BY-SA 3.0, via Wikimedia Commons

Εξωτερική πολιτική

Όταν ο Ιουστίνος επιχείρησε να αποκαταστήσει τις σχέσεις με τον Πάπα οι Οστρογότθοι εξέφρασαν επιφυλάξεις. Κατά τη βασιλεία του Αναστάσιου, οι Οστρογότθοι είχαν συνάψει συμφωνία με τους Ρωμαίους, σύμφωνα με την οποία κυβερνούσαν στην Ιταλία ως αναπληρωτές του αυτοκράτορα. Αυτή η συμφωνία λειτούργησε όταν ο αυτοκράτορας ήταν Μονοφυσίτης, αλλά τώρα που κυβερνούσε Ορθόδοξος, ο οποίος είχε ανακτήσει την αφοσίωση των υπηκόων του στην Ιταλία, η κατάσταση είχε αντιστραφεί. Ο Θεοδώριχος, άρχοντας του Οστρογοτθικού βασιλείου, ήταν επιφυλακτικός προς τους Ρωμαίους και αμφέβαλλε ότι θα παρέμεναν υπό τον έλεγχό του. Επιχείρησε να ενισχύσει τις σχέσεις με τον Ιουστίνο, αλλά καθώς οι αντιαιρετικές πολιτικές του δεύτερου προκάλεσαν τη δίωξη των Οστρογότθων Αρειανών, ο Θεοδώριχος δεν μπορούσε να διατηρήσει φιλικές σχέσεις. Εκτέλεσε τον Μάγιστρο των Οφφικίων (προσωπάρχη) Βοήθιο, τον οποίο υποπτευόταν ότι επικοινωνούσε με την αυτοκρατορική αυλή στην Κωνσταντινούπολη. Επιπλέον, απείλησε να διώξει τους Καθολικούς Χριστιανούς στην Ιταλία μέσω του Πάπα Ιωάννη I, ο οποίος πέθανε στη φυλακή μετά την επιστροφή του στη Ραβένα (πιθανώς λόγω παράνοιας του Θεοδώριχου). Προτού επιδεινωθούν περαιτέρω οι σχέσεις, ο Θεοδώριχος πέθανε το 526, αφήνοντας το βασίλειό του στον εγγονό του Αθαλάριχο ή Αταλάριχο και έτσι αποφεύχθηκε ο πόλεμος μεταξύ Οστρογότθων και Ρωμαίων.

Πάπας Ιωάννης Ι Artaud de Montor, Alexis François, Public domain, via Wikimedia Commons

Στα ανατολικά προέκυψαν και άλλα προβλήματα με τις συγκρούσεις μεταξύ Ρωμαίων και Περσών. Ο Πέρσης βασιλέας Καβάδης Ι έγινε εχθρικός έναντι του Ιουστίνου, ο οποίος προσπάθησε να συμβιβαστεί επικαλούμενος την καλή του θέληση. Αρχικά τα κατάφερε, αλλά ο Καβάδης έφερε τον Ιουστίνο σε δύσκολη θέση ζητώντας του να υιοθετήσει έναν από τους γιους του, τον Χοσρόη, για να διασφαλίσει την διαδοχή του Περσικού θρόνου, γεγονός που θα έδινε στον Χοσρόη δικαίωμα τόσο για τον Περσικό όσο και για τον Βυζαντινό θρόνο, μια κατάσταση που ο Ιουστίνος δεν μπορούσε να επιτρέψει. Κατόπιν τούτου, ο Ιουστίνος προσφέρθηκε να υιοθετήσει το Χοσρόη σύμφωνα με το Βαρβαρικό έθιμο, κάτι που οι Πέρσες δεν αποδέχτηκαν. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των αυτοκρατοριών απέτυχαν και ξέσπασε πόλεμος, με αποτέλεσμα η Ιβηρία, ένα Χριστιανικό βασίλειο στη σημερινή Αρμενία, να αποκλειστεί από τους Πέρσες, καθώς ο Ιουστίνος δεν έστειλε επαρκή δύναμη για να υπερασπιστεί την Ιβηρική βασιλική οικογένεια.

Όντας καταβεβλημένος λόγω γήρατος και ενός παλαιού τραύματος, ο Ιουστίνος ενέκρινε το 526 επίθεση στην Περσική Αρμενία (πιθανότατα παρακινούμενος από τον Ιουστινιανό) χωρίς επιτυχία, ενώ ένας άλλος στρατός στάλθηκε στη Μεσοποταμία για αναγνώριση, αλλά μετά από λίγο αποσύρθηκε. Φαίνεται ότι πίσω από αυτές τις προσπάθειες ήταν ο Ιουστινιανός που προσπαθούσε να «μετρήσει» τις Περσικές δυνάμεις.

Βασιλέας Καλέμπ ή Ελλεσβόας

Ενώ εξελίσσονταν όλα αυτά, πολλοί Χριστιανοί κάτοικοι μιας πόλης της Αραβίας με το όνομα Ναζράν/Najran (κέντρο του Χριστιανισμού στην περιοχή) σφαγιάστηκαν από έναν Εβραίο ονόματι Ντου Νουβάς/Dhu Nuwas, ηγέτη της περιοχής Χιμιάρ/Himyar (σύγχρονη Υεμένη). Είναι δύσκολο να διακρίνουμε τι πραγματικά συνέβη, αλλά φαίνεται ότι ένας Χριστιανός από τη Ναϊράνη δραπέτευσε στην Αβησσυνία (σημερινή Αιθιοπία) και ενημέρωσε το βασιλιά, Καλέμπ του Αξούμ ή εξελλ. Ελλεσβόα, για τη σφαγή. Ο Καλέμπ θα έστελνε στρατεύματα να βοηθήσουν, αλλά επειδή δεν είχε τρόπο να τους μεταφέρει στη Χιμιάρ, ενημέρωσε μέσω του πατριάρχη της Αλεξάνδρειας, τον Ιουστίνο για την κατάσταση, με αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας να στείλει πλοία μεταφοράς για τον Αιθιοπικό στρατό. Μετά από δύο εκστρατείες ο Καλέμπ κατέκτησε την πρωτεύουσα Χιμιάρ, σκότωσε τον Ντου Νουβάς και όρισε Χριστιανό κυβερνήτη. Ωστόσο, η κατάσταση στην Υεμένη παρέμεινε εύθραυστη και ασταθής. Το 570-572, μετά το θάνατο του Ιουστίνου, η Περσία κατέλαβε την περιοχή.

Χρυσός σόλιδος με τον Ιουστίνο Α’ και την επιγραφή D N IVSTI NVS P P AVC Classical Numismatic Group, Inc. http://www.cngcoins.com, CC BY-SA 2.5, via Wikimedia Commons

Απολογισμός

Ο Ιουστίνος ήταν στρατιώτης καριέρας από προσωπική επιλογή, με φυσικό επακόλουθο να μην έχει πολιτική εμπειρία όταν στέφθηκε αυτοκράτορας. Ωστόσο, αποδεχόμενος τις εισηγήσεις έμπιστων συμβούλων και εφαρμόζοντας την κοινή λογική του στρατιώτη, υπήρξε ικανός αυτοκράτορας και αντίθετα με τη λαϊκή πεποίθηση δεν ήταν αναλφάβητος. Μεγάλο διάστημα της βασιλείας του επισκιάζεται από το ανερχόμενο άστρο του Ιουστινιανού και αρκετοί δεν διακρίνουν τη διαφορά μεταξύ των βασιλειών τους λόγω της φήμης ότι ο Ιουστινιανός κυβερνούσε στο όνομα του θείου του για μεγάλο μέρος της βασιλείας του Ιουστίνου, γεγονός που δεν αληθεύει, καθώς ο Ιουστινιανός διετέλεσε συν αυτοκράτορας του Ιουστίνου ένα χρόνο πριν το θάνατό του, ενώ μέχρι τότε ήταν στενός σύμβουλός του. Είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι ο Ιουστινιανός χρησιμοποίησε την βασιλεία του Ιουστίνου ως γέφυρα και η κατάργηση του νόμου που απαγόρευε σε Βυζαντινό ευγενή να παντρευτεί γυναίκα από κατώτερη κοινωνική τάξη, επέτρεψε στον Ιουστινιανό να παντρευτεί τη Θεοδώρα, που αργότερα θα γινόταν η διαβόητη αυτοκράτειρα.

Ιουστινιανός Α’ όπως απεικονίζεται σε ψηφιδωτό στην εκκλησία του San Vitale, Ραβέννα, Ιταλία

Ο Ιουστίνος έφυγε από την πατρίδα του φορώντας μόνο τα ρούχα του και κατέληξε σε ένα από τα υψηλότερα αξιώματα του κόσμου. Είχε μια επιτυχημένη στρατιωτική καριέρα και κυβέρνησε την αυτοκρατορία με σύνεση. Πρέπει να λάβουμε υπόψιν ότι αν ο Ιουστίνος είχε παραμείνει στην Δαρδανία ή δεν είχε στεφθεί, ο γιος της αδερφής του (Φλάβιος Πέτρος Σαββάτιος, γνωστός ως Ιουστινιανός) δεν θα είχε γίνει αυτοκράτορας και η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ουδέποτε θα είχε βιώσει τις μεταρρυθμίσεις και τους ένδοξους πολέμους του Ιουστινιανού.

Ο Ιουστίνος Α’ είναι ο ιδρυτής της Ιουστινιάνειας δυναστείας στην οποία ανήκουν ο Ιουστινιανός, ο Ιουστίνος Β’, ο Τιβέριος Β’ και ο Μαυρίκιος. Η πόλη της Καισαρείας στην Κιλικία μετονομάστηκε σε Ιουστινόπολη το 525, όταν καταστράφηκε από σεισμό και ανοικοδομήθηκε με εντολή του Ιουστίνου. Το όνομα διατηρήθηκε μέχρι τον 12ο αιώνα όταν ο Θόρος Α’, βασιλιάς της Αρμενικής Κιλικίας, την έκανε πρωτεύουσα και την μετονόμασε σε Ανάζαρβο.

Πηγές – βιβλιογραφία

https://www.unrv.com/bio/justin-I.php

Αλέξανδρος Αλεξάντροβιτς Βασίλιεφ «Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας»

Stephen Mitchell «A History of the Later Roman Empire» Oxford 2007