Ιοβιανός (331 – 364)….ο ανεπαρκής αυτοκράτωρ

στις

εξώφυλλο: Κεφαλή του αυτοκράτορα Ιοβιανού σε χρυσό Βυζαντινό σόλιδο.

copyright © επιμέλεια Χείλων

Ο Φλάβιος Κλαύδιος Ιοβιανός (Flavius Claudius Iovianus) γεννήθηκε περί το 331 στην περιοχή της Σιγγηδόνας (Singidunum, σημ. Βελιγράδι) στην Άνω Μοισία. Η οικογένειά του προερχόταν πιθανόν από νομαδικά φύλα που είχαν εγκατασταθεί στα αυτοκρατορικά εδάφη. Ο πατέρας του Βαρρονιανός διετέλεσε διοικητής της αυτοκρατορικής φρουράς του Κωνσταντίου Β’ (337-361). Ο Ιοβιανός περιγράφεται ως αθλητικός και ικανός στο τρέξιμο και είχε αδυναμία στο φαγητό, το ποτό και τις γυναίκες. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, νυμφεύθηκε την Χαριτώ θυγατέρα του magister militum Λουκιλλιανού (Lucillianus) με την οποία απέκτησε δύο γιούς τον Βαρρονιανό και έναν ακόμη αγνώστων στοιχείων. Η παιδεία του ήταν Χριστιανική, αλλά ο ίδιος ήταν μετριοπαθής και ανεκτικός απέναντι στους εθνικούς.

Ακολουθώντας το παράδειγμα του πατέρα του, σταδιοδρόμησε στο στράτευμα. Επί αυτοκράτορα Ιουλιανού (361-363) ήταν κόμης των δομεστίκων (comes domesticorum) δηλαδή διοικητής της αυτοκρατορικής φρουράς (protectores et domestici). Με την ιδιότητα αυτή, την άνοιξη του 363 ακολούθησε τον Ιουλιανό στην εκστρατεία εναντίον του Πέρση ηγεμόνα Σαπώρη Β’ (Shapur II, 309-379) στην περιοχή της Μεσοποταμίας. Αρχικά η εκστρατεία ήταν επιτυχημένη, ο Ιουλιανός νίκησε τον Περσικό στρατό και κατέλαβε αρκετά οχυρά. Ωστόσο, δεν τόλμησε να πολιορκήσει την Κτησιφώντα πρωτεύουσα των Σασσανιδών, με αποτέλεσμα να εγκλωβιστεί στην έρημο από τους Πέρσες και στη μάχη που ακολούθησε να τραυματιστεί θανάσιμα.

Μετά το θάνατο του Ιουλιανού (26 Ιουνίου 363) ο έπαρχος των πραιτορίων Σαλούστιος (Salustius) αρνήθηκε την πρόταση του στρατού να ανέλθει στο θρόνο και ο Ιοβιανός πρόβαλε στα μάτια των στρατιωτών ως ο πλέον ικανός να αναλάβει τα ηνία της αυτοκρατορίας, αλλά και τη δύσκολη αποστολή να αποσύρει τον στρατό από τα εδάφη της Μεσοποταμίας συνθηκολογώντας με τον Σαπώρη Β’ και περιορίζοντας έτσι τις απώλειες για τους Βυζαντινούς.

Επιστρέφοντας από τη Συρία στην Κωνσταντινούπολη, ο Ιοβιανός ακολούθησε την οδό μέσω της οροσειράς του Ταύρου προς τα Τύανα και από εκεί στην Άγκυρα, πρωτεύουσα της επαρχίας Γαλατίας. Πέθανε αιφνιδιαστικά στα Δαδάστανα της Βιθυνίας (17 Φεβρουαρίου 364) υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Σύμφωνα με τον ιστορικό Αμμιανό Μαρκελλίνο, τρεις ήταν οι πιθανότερες αιτίες θανάτου: δηλητηρίαση από μανιτάρια, αναθυμιάσεις ξυλάνθρακα που προήλθαν από την υγρασία στο κονίαμα των τοιχωμάτων του δωματίου ή δηλητηρίαση από πολιτικούς αντιπάλους.

Απεικόνιση του Ιοβιανού_Getty images

Πολιτικό έργο

Ως αυτοκράτορας, ο Ιοβιανός έπρεπε να αντιμετωπίσει το αρνητικό κλίμα στις τάξεις του στρατού, του οποίου το ηθικό ήταν χαμηλό μετά το θάνατο του Ιουλιανού και την ανεπιτυχή έκβαση της φιλόδοξης εκστρατείας του εναντίον των Σασσανιδών Περσών. Το στράτευμα είχε διεισδύσει σε μεγάλο βάθος στην περσική επικράτεια και είχε αποκοπεί από τα κέντρα ανεφοδιασμού του. Οι στρατιώτες ήταν κατάκοποι και ευάλωτοι σε ασθένειες, ενώ αντιμετώπιζαν δυσκολίες ανεφοδιασμού και είχαν ανεπαρκή γνώση του τόπου όπου βρίσκονταν.

Ο Ιοβιανός γνώριζε ότι προτεραιότητα είχε η εξεύρεση διπλωματικής λύσης, αποδεκτής και από τις δύο πλευρές, για τον τερματισμό της πολεμικής σύρραξης. Έτσι, έσπευσε να συνάψει συνθήκη ειρήνης με τον Σαπώρη. Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης, οι Βυζαντινοί υποχρεώνονταν να παραδώσουν την πόλη της Νισίβεως, τα Σίνγκαρα και το οχυρό Castra Maurorum (ο πληθυσμός και οι φρουρές θα εγκαθίσταντο στη Βυζαντινή επικράτεια) ενώ απαγορευόταν στον αυτοκράτορα να παρέχει κάθε είδους υποστήριξη στον ηγεμόνα της Αρμενίας. Από την άλλη, οι Πέρσες αναλάμβαναν την υποχρέωση να μην παρεμποδίσουν την επιστροφή του Βυζαντινού στρατού στα αυτοκρατορικά εδάφη.

Ο Ιοβιανός κατηγορήθηκε ότι ήταν ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας ο οποίος παρέδωσε επισήμως τμήμα της επικράτειας στους εχθρούς. Παρά το ότι οι όροι της συνθήκης ήταν ιδιαίτερα επαχθείς, ο ίδιος γνώριζε ότι ήταν η καλύτερη λύση προκειμένου να επιτύχει ειρήνη στο εξωτερικό και αναδιοργάνωση στο εσωτερικό μέτωπο.

Απεικόνιση του Φλάβιου Ιοβίνου _ απόσπασμα από Ρωμαϊκή σαρκοφάγο του 3ου αιώνα, του διοικητή του Ρωμαϊκού στρατού στη Γαλατία υπό τη βασιλεία του Βαλεντίνου Α’ (βασιλεία από το 364 έως το 375). Μουσείο Saint-Remi στη Ρεμς. Vassil, Public domain, via Wikimedia Commons

Περίοδος διακυβέρνησης

Μετά την υπογραφή της συνθήκης με τους Σασσανίδες, ο Ιοβιανός οδήγησε το εκστρατευτικό σώμα με ασφάλεια στη Συρία, όπου προχώρησε στην ανασύνταξη των στρατιωτικών δυνάμεών του προσφέροντάς τους μια περίοδο ξεκούρασης έξι εβδομάδων στην περιοχή της Αντιοχείας. Ωστόσο επιθυμούσε την ταχύτερη δυνατή αποχώρησή του από την Αντιόχεια, καθώς έπρεπε να εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να διασφαλίσει τη θέση του στο θρόνο. Οι ανησυχίες του για τις πολιτικές εξελίξεις στο Ευρωπαϊκό τμήμα της αυτοκρατορίας γρήγορα διασκεδάστηκαν, όταν έλαβε την επίσημη διαβεβαίωση των τοπικών διοικητών για την εκ μέρους τους αποδοχή του ως αυτοκράτορα. Ανέθεσε τη διοίκηση της Γαλατίας και του Ιλλυρικού στον Φράγκο Μαλάριχο και τον πεθερό του Λουκιλλιανό. Ωστόσο, μετά την άρνηση του Μαλάριχου να αναλάβει τα νέα του καθήκοντα και μετά το θάνατο του Λουκιλλιανού, ο Ιοβιανός ανέθεσε τη διοίκηση των ανωτέρω εδαφών στον μετριοπαθή και κοινώς αποδεκτό Φλάβιο Ιοβίνο (Jovinus).

Το σημαντικότερο εσωτερικό ζήτημα που κλήθηκε να χειριστεί ο Ιοβιανός ήταν η θρησκευτική διένεξη ανάμεσα στον ισχυρό Χριστιανικό κόσμο και τους υποστηρικτές του εθνικού πολιτισμικού παρελθόντος. Λόγω των προσωπικών του πεποιθήσεων και κατανοώντας το συσχετισμό δυνάμεων στην εσωτερική πολιτική σκηνή, ο Ιοβιανός συντάχθηκε με την προώθηση των Χριστιανικών θέσεων σε βάρος των εθνικών. Αναίρεσε άμεσα όλα τα αντιχριστιανικά διατάγματα του προκατόχου του και επέτρεψε να επιστρέψουν από την εξορία οι επιφανείς επίσκοποι Ρώμης Λιβέριος, Αλεξανδρείας Αθανάσιος και Αντιοχείας Μελέτιος. Αν και προσπάθησε να διατηρήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στις δύο πλευρές, προωθώντας τις Χριστιανικές θέσεις με μετριοπαθή τρόπο, εντούτοις δεν έλειψαν τα ακραία γεγονότα, όπως η καταστροφή ειδωλολατρικών ναών, η διακοπή λειτουργίας φιλοσοφικών σχολών και το κάψιμο της βιβλιοθήκης της Αντιόχειας.

Τα εν λόγω γεγονότα δεν ήταν αποτέλεσμα δικής του πρωτοβουλίας, αλλά ο Ιοβιανός δεν ήταν σε θέση να ελέγξει τις αντιδράσεις και τις ενέργειες των Χριστιανών, οι οποίοι θεωρούσαν ότι είχαν επανακτήσει την επιρροή τους στην πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας. Αναφορικά με την εν λόγω θρησκευτική – πολιτισμική διαμάχη, ο Ιοβιανός προσπάθησε ως ένα βαθμό να προστατεύσει τους εθνικούς από την πίεση των υποστηρικτών της Χριστιανικής θρησκείας. Διέταξε να γίνεται σεβαστό το δικαίωμα των εθνικών να διατηρούν τα ήθη και τα έθιμά τους σε σχέση με την αρχαία θρησκεία, αλλά καταδίκασε τη μαγεία. Με αυτόν τον τρόπο ο αυτοκράτορας κατόρθωσε να επιφέρει μια εύθραυστη ισορροπία στην εσωτερική θρησκευτική κατάσταση της αυτοκρατορίας, η οποία χαρακτηριζόταν από εκδικητική διάθεση των Χριστιανικών κύκλων μετά τη «φιλοπαγανιστική» πολιτική του Ιουλιανού.

Ο Ιοβιανός κυβέρνησε από 27 Ιουνίου 363 – 17 Φεβρουαρίου 364 και τον διαδέχθηκαν οι Βαλεντινιανός Α’ (Δύση) και Ουάλης (Ανατολή).

Πηγές – βιβλιογραφία

http://asiaminor.ehw.gr/

Ammianus Marcellinus, Res gestae, Seyfarth, W. (ed.), Ammiani Marcellini Rerum gestarum libri qui supersunt (Leipzig 1978)

T E. Gregory «Jovian» Kazhdan, A. (ed.),

The Oxford Dictionary of Byzantium 2 (New York– Oxford 1991) σελ. 1077.

Ζώσιμος «Ιστορία Νέα» (Paris 1979) σελ. 50.5-12.

Ευάγγελος Χρυσός «Some Aspects of Roman Persian Legal Relations», Κληρονομία 8 (1976) σελ. 28·

Κατερίνα Συνέλλη «Οι διπλωματικές σχέσεις Βυζαντίου και Περσίας έως τον 6ο αι.» (Ιστορικές Μονογραφίες 1, Αθήνα 1986) σελ. 42.