εξώφυλλο: Η ναυμαχία του Ναβαρίνου_ ελαιογραφία του Ιβάν Αϊβαζόφσκι Public domain, via Wikimedia Commons
copyright © γράφει ο Χείλων
Οι ναυμαχίες της Ναυπάκτου και του Ναβαρίνου (σημερινή Πύλος) ήταν δύο μάχες που καθόρισαν τον έλεγχο της Μεσογείου. Η ναυμαχία στην Ναύπακτο το 1571 αναχαίτισε την ναυτική υπεροχή των Μουσουλμανικών δυνάμεων και επέφερε ισορροπία με τις Χριστιανικές δυνάμεις, ενώ στο Ναβαρίνο ο Μουσουλμανικός στόλος καταστράφηκε γεγονός που επέδρασσε καταλυτικά στην έκβαση της Ελληνικής Επανάστασης.
Ιστορικό
Στα τέλη του 1826 ολόκληρη η Δυτική Ελλάδα είχε καταληφθεί από τους Τούρκους και η Ελληνική κυβέρνηση μεταφέρθηκε στα νησιά, εν μέσω διαφωνιών, αντιδικιών και διχασμού.
Στις 18 Μαρτίου 1827 η Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας εκλέγει κυβερνήτη της Ελλάδας τον Ιωάννη Καποδίστρια και κατόπιν πρότασης του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (27-31 Μαρτίου 1827) διορίζει τον στρατηγό Ρίτσαρντ Τσωρτς/Sir Richard Church Αρχιστράτηγο των κατά Ξηράν Δυνάμεων.

Στις 3 Απριλίου η ίδια Εθνοσυνέλευση διορίζει τον Λόρδο Τόμας Κόχραν/Thomas Cochrane, αρχιναύαρχο του Ελληνικού στόλου στη θέση του ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη, ο οποίος του παρέδωσε τη φρεγάτα «Ελλάς» και πρόθυμα τάχθηκε υπό τις διαταγές του Άγγλου ναυάρχου. Η Τετραρχία (τράπεζα Ρικάρντο/Ricardo – Ελις/Ellice – Χομπχάους/Hobhouse και Μπαρντέτ/Burdett) έπεισε την Ελληνική αντιπροσωπεία να υπογράψει συμβόλαιο με τον Κόχραν, σύμφωνα με το οποίο θα εισέπραττε αμοιβή 37.000 λιρών. Ο Κόχραν δέχτηκε την πρόσκληση και ορίστηκε ναύαρχος του ξένου επικουρικού στόλου (ο όρος επικουρικός αποδόθηκε για διπλωματικούς λόγους, καθώς ο στόλος περιλάμβανε ατμοκίνητα πλοία τα οποία ναυπηγούνταν στην Αγγλία).
Το 1827 ο Κόχραν κατέπλευσε στον Πόρο, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Αφού ορκίστηκε, ανέλαβε τα καθήκοντα του στολάρχου, αλλά τελικά δεν μπόρεσε να σημειώσει αξιόλογες επιτυχίες κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα.
Η συμπεριφορά του, προς την Ελληνική κυβέρνηση υπήρξε ανάρμοστη και αλαζονική, αφού δεν συμμορφωνόταν με τις διαταγές της και δεν λάμβανε υπόψιν τη γνώμη των άλλων ναυάρχων. Επιπλέον, τον Δεκέμβριο του 1827 έφυγε απροειδοποίητα από την Ελλάδα προκειμένου να τακτοποιήσει οικονομικές υποθέσεις του και επέστρεψε μετά από έξι μήνες.
Πρώτη αποστολή των Κόχραν – Τσώρτς ήταν η ενίσχυση του Καραϊσκάκη που μαχόταν στο Φάληρο και το Κερατσίνι για να λύσουν την πολιορκία της Ακρόπολης, κάτι που δεν κατάφεραν, με σημαντικές απώλειες για τους Έλληνες.
Για τους δύο Άγγλους στρατιωτικούς γράφει ο Σουλιώτης ιστορικός Λάμπρος Κουτσονίκας:
«Οι δύο ούτοι διορισθέντες αρχηγοί επί των κατά ξηράν και θάλασσαν Ελληνικών δυνάμεων, αντί να επιφέρουν όφελος, έφεραν βλάβην, μάλιστα ο του στόλου (εννοεί τον Κόχραν) έγινεν αίτιος της φθοράς τόσου στρατού και τόσων αρχηγών, ώστε τοσούτοι δεν εχάθησαν εν όλη τη επαναστάσει…..Ο Καραϊσκάκης μετά των Ελλήνων ήξευρε να πολεμή τους εχθρούς. Αυτός εδείχθη παντού νικητής, αλλ’ ατυχώς την εξουσία αυτού την ανέθεσαν εις άλλον και απ’ αυτόν πάλιν την εσφετερίσθη θαλάσσιον άπειρος των μαχών των Οθωμανών και ούτως απωλέσθησαν τόσοι άριστοι αρχηγοί της Ελλάδος, το άνθος του στρατού και η Ακρόπολις αυτή».
Οι Τουρκικές ενισχύσεις αφίχθηκαν στην Αθήνα, χωρίς καμία απολύτως αντίσταση καθιστώντας δυσκολότερη την προσπάθεια για την τελική επικράτηση. Εν τω μεταξύ οι Ελληνικές δυνάμεις ενισχύθηκαν στην ξηρά με στρατεύματα υπό τον στρατηγό Ρίτσαρντ Τσωρτς και στην θάλασσα υπό τον Λόρδο Κόχραν. Μέχρι την 1η Μαΐου, το σύνολο των Ελληνικών στρατευμάτων, δύναμης 10.000 ανδρών, παρατάχθηκε έμπροσθεν των τειχών της Αθήνας, αλλά οι Βρετανοί επικεφαλής σύντομα αντιλήφθηκαν ότι δεν θα υπήρχε αποτέλεσμα με δυνάμεις τόσο απείθαρχες και πλήρως αναξιόπιστες. Εν τω μεταξύ τα στρατεύματα του Καραϊσκάκη έχασαν τον ηγέτη τους και πολεμώντας ακέφαλοι υπέστησαν καταστροφές, ενώ μετά από αλλεπάλληλα σφάλματα η κατάσταση έγινε απελπιστική.

Περί την ανατολή του ηλίου, το σώμα της προφυλακής των Ελλήνων είχε φτάσει μπροστά στο λόφο του Μουσείου, ενώ οι γραμμές του έφτασαν ως το Φάληρο σε έκταση 8 χιλιομέτρων. Ο Καρλ Μέντελσον – Μπαρτόλντι αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Ο Κιουταχής, που αρχικά δεν μπορούσε να πιστέψει την αφέλεια των Κόχραν και Τσωρτς, δεν άφησε ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία και επιτέθηκε εναντίον των Ελληνικών προφυλακών ανάμεσα στο λόφο Μουσείου και τον ναό του Ολυμπίου Διός».
Ακολούθησε φοβερή καταστροφή και οι Έλληνες τράπηκαν σε φυγή διωκόμενοι από το εχθρικό ιππικό. Ο Κόχραν και ο Τσωρτς μόλις πρόλαβαν να πηδήξουν στις βάρκες, ενώ το πλήθος του στρατού συνωθούνταν στην παραλία και μόλις μετά βίας κατορθώθηκε, με την προστασία των πυροβόλων, να το επιβιβάσουν στα πλοία. Η ήττα αυτή ήταν από τις πιο αιματηρές των Ελλήνων κατά τη διάρκεια του αγώνα, δεδομένου ότι χάθηκαν 1.500 μαχητές, μεταξύ αυτών οι Νοταράς, Βέικος, Τζαβέλλας, Φωτομάρας και Ιγγλέσης.
Ενώ ο πόλεμος του Κολοκοτρώνη μαινόταν στο Μοριά, ο Κόχραν θέλησε να εξαλείψει την αποτυχία του στην Αττική μ’ ένα τολμηρό κατόρθωμα, σύμφωνα με τον Καρλ Μέντελσον –Μπαρτόλντι. Αποφάσισε λοιπόν να πλεύσει στην Αλεξάνδρεια και να χτυπήσει τον ναύσταθμο του Μεχμέτ Αλή. Συγκέντρωσε 22 πλοία και 8 πυρπολικά και με ναυαρχίδα την «Ελλάδα» σάλπαρε στις 10 Ιουνίου. Το βράδυ της 16ης έφτασε στην Αλεξάνδρεια και ύψωσε την Αυστριακή σημαία για να ξεγελάσει τη φρουρά της βάσης. Στην αρχή το στρατήγημα πέτυχε, αλλά μόλις εισήλθε στο λιμάνι και είδε ότι δεν τον ακολουθούσαν τα υπόλοιπα Ελληνικά πλοία, δείλιασε και ανέκρουσε πρύμνα για τον Πόρο, καταδιωκόμενος από τον Αιγυπτιακό στόλο. Ύστερα απ’ αυτή την αποτυχία, ο Κόχραν έχασε, σύμφωνα με τον ιστορικό και το τελευταίο ίχνος υπόληψης.

Ο πασάς της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή, από κοινού με τον Τούρκο σουλτάνο Μαχμούτ Β’ οργάνωσαν έναν τεράστιο στόλο από 90 πλοία, ο οποίος ενισχύθηκε με πλοία από Τυνησία και Αλγερία. Ο Αιγύπτιος πασάς είχε καταφύγει σέ σκληρή φορολογία για να καταφέρει να συγκεντρώσει τα ποσά πού χρειαζόταν και να ναυπηγήσει τις μεγάλες Γαλλικές φρεγάτες. Τα ναυπηγεία τής Μασσαλίας προμήθευσαν μέσα σέ σύντομο χρονικό διάστημα τον πιο σύγχρονο στόλο τής εποχής, ο οποίος δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από τούς αντίστοιχους στόλους τής Ευρώπης. Καθώς έβλεπε με καμάρι από τα παράθυρα τού παλατιού του τα πλοία να αναχωρούν για την Ελλάδα έγραφε στον γιο του Ιμπραήμ:
«Υιέ μου, ιδού πού με τή βοήθεια τού Αλλάχ αποκτήσαμε τον ωραιότερο στόλο πού είχε ποτέ Μουσουλμανικό έθνος. Με αυτόν τον στόλο θα θέσετε τέρμα στο ολέθριο Ελληνικό ζήτημα και θα ξαναγυρίσεις δοξασμένος στην Αίγυπτο».
Αποκλειστικός στόχος τού ενωμένου Μουσουλμανικού στόλου ήταν οι Σπέτσες και η Ύδρα. Με την εξουδετέρωση των ναυτικών ορμητηρίων των Ελλήνων, οι επαναστάτες θα αποκλείονταν τελείως από τη θάλασσα και θα αναγκάζονταν να παραδοθούν. Ο Μουσουλμανικός στόλος κατέφθασε στις 26 Αυγούστου 1827 στον κόλπο τού Ναβαρίνου. Τον αποτελούσαν 2 δίκροτα, 1 φρεγάτα των 64 πυροβόλων, 4 φρεγάτες των 60 πυροβόλων, 5 φρεγάτες των 50 πυροβόλων, 20 κορβέτες των 20 πυροβόλων, δεκάδες μπρίκια, γολέτες, μεταγωγικά με στρατεύματα και 7 πυρπολικά. Ο Αιγυπτιακός στόλος είχε ναύαρχο τον Μουχαράμ Μπέη και υποναύαρχο τον Γάλλο Ζαν Μαρί Λετελιέ, τον οποίον ακολουθούσαν εκατοντάδες Ευρωπαίοι μισθοφόροι, ενώ ο Τουρκικός στόλος είχε επικεφαλής τον Ταχίρ Πασά. Τα εχθρικά πλοία τα παρακολουθούσε η «Ασπασία» τού Αδριανού Σωτηρίου πού έστελνε αναφορές για τίς κινήσεις τους στην Ύδρα. Ο τολμηρός Σπετσιώτης πλοίαρχος κατάφερε να καταλάβει δύο εχθρικά φορτηγά, το ένα με Τουρκική σημαία και το άλλο με Γαλλική και ανέφερε:
«Ο εχθρικός στόλος συνίσταται από πλοία ενενήκοντα εννέα, διοικούμενα από δύο αρχηγούς Μουχαράμπεην καί αξιωματικόν Τουρκογάλλον. Εις τα πλοία ενυπάρχουν ναύται Ευρωπαίοι, οπαδοί τού Τουρκογάλλου, χίλιοι ορκωμένοι νά υπερασπισθούν τον Μωχαμετανισμόν και να κατατρέξουν τον Χριστιανισμόν ως το εκήρυττον εις τούς καφενέδες τής Αλεξανδρείας αναφανδόν, οι δε λοιποί ναύτες είναι Άραβες τακτικοί θαλάσσιοι».
Την ίδια εποχή κατέφθαναν και οι στόλοι των Τριών Συμμάχων, οι οποίοι έπρεπε να επιβάλλουν τους όρους της Συνθήκης τού Λονδίνου στους δύο αντιμαχόμενους. Εν τω μεταξύ ο Έντουαρντ Κόδριγκτον/Sir Edward Codrington ζητούσε σαφείς οδηγίες από τον Βρετανό πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη Στράτφορντ Κάνινγκ/Stratford Canning, για τον τρόπο δράσης του, δεδομένης τής ασάφειας τής συνθήκης τού Λονδίνου. Πώς θα μπορούσε ο στόλος τής γηραιάς Αλβιώνας να επιβάλλει τη θέληση τής Βρετανικής κυβέρνησης χωρίς να προβεί σέ εχθροπραξίες; Ο Κόδριγκτον ήταν προβληματισμένος. Τον Αύγουστο συνάντησε στη Σμύρνη τον Γάλλο ναύαρχο Δεριγνί/Marie Henri Daniel Gauthier, comte de Rigny και κατέστρωσαν σχέδια, σύμφωνα με τίς οδηγίες που είχαν δοθεί από τούς πρέσβεις και οι οποίες τούς υποχρέωναν να εμποδίζουν οποιαδήποτε μεταφορά στρατευμάτων και εφοδίων στα λιμάνια τής Ελλάδος.
Ο Κόδριγκτον βρισκόταν στη Σμύρνη όταν έμαθε ότι ο Μουσουλμανικός στόλος είχε εισέλθει στον κόλπο τού Ναβαρίνου και έπλευσε ταχύτατα για να τον συναντήσει. Στο Νεόκαστρο συνάντησε τον Ιμπραήμ και τού γνωστοποίησε τις διαταγές τής κυβέρνησής του, οι οποίες απαιτούσαν την άμεση κατάπαυση πυρός και την διακοπή μετακινήσεων στρατευμάτων και εφοδίων. Ο συμμαχικός στόλος θα προσπαθούσε με ειρηνικά μέσα να επιβάλλει τη συνθήκη τού Λονδίνου, αλλά στην περίπτωση πού έστω και μία σφαίρα απειλούσε την Αγγλική σημαία τότε θα απαντούσε με κανονιοβολισμούς και θα κατέστρεφε τον Μουσουλμανικό στόλο. Ο Ιμπραήμ του απάντησε ότι θα περίμενε με τη σειρά του τίς διαταγές από τούς δικούς του ανωτέρους. Παρά τίς καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις τού Ιμπραήμ, Τουρκική μοίρα ξεκίνησε τελείως παραπλανητικά με προορισμό την Ύδρα. Ο Κόδριγκτον αντιλήφθηκε την κίνηση, αλλά δεν διέθετε ικανή δύναμη για να την σταματήσει. Όταν στις 21 Σεπτεμβρίου εμφανίστηκε ξαφνικά ο Δεριγνί, μερικές προειδοποιητικές βολές των Αγγλογάλλων ανάγκασαν τα Οθωμανικά πλοία να επιστρέψουν στη βάση τους.

Ο Ιμπραήμ όμως δεν είχε πειστεί για την αποφασιστικότητα των τριών Συμμάχων. Όταν έμαθε ότι Ελληνικά πλοία παρενοχλούσαν τίς παραθαλάσσιες φρουρές του Κορινθιακού, έστειλε στις 3 Οκτωβρίου 1827, 49 πολεμικά πλοία για να ενισχύσουν τη φρουρά τής Πάτρας και στη συνέχεια να καταδιώξουν τα Ελληνικά. Ο Κόχραν με τον Άστιγξ και τον Τόμας δρούσαν στην περιοχή με τα πλοία «Ελλάς» «Καρτερία» και «Σωτήρ» με την ελπίδα να απελευθερώσουν πόλεις της Ρούμελης, ώστε αυτές να συμπεριληφθούν στις περιοχές πού θα αποτελούσαν το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος. Όσο περισσότερα ήταν τα ελεύθερα εδάφη τόσο μεγαλύτερη θα ήταν και η έκταση τής αναγεννημένης Ελλάδος.
Ο Κόδριγκτον, εξοργίστηκε, διότι ο Ιμπραήμ τού είχε δώσει το λόγο του ότι δεν θα μετακινούσε κανένα πλοίο από το λιμάνι τού Νεοκάστρου, μέχρι να λάβει νεότερες οδηγίες. Ο Βρετανός ναύαρχος έδρασε μέ αποφασιστικότητα και προσπάθησε να σταματήσει τον Τουρκο-Αιγυπτιακό στόλο πάσει θυσία. Τα Αγγλικά πλοία συνάντησαν τα εχθρικά έξω από το ακρωτήριο του Πάπα (Άραξο) και ήταν μόλις 4 στον αριθμό με 170 πυροβόλα ενώ τα εχθρικά ήταν δεκαπλάσια και διέθεταν 1200 πυροβόλα. Η τόλμη τού Κόδριγκτον ήταν αξιοθαύμαστη αλλά και η όλη κατάσταση κωμικοτραγική, καθώς τα δεκάδες Τουρκο-Αιγυπτιακά πλοία ήταν ακινητοποιημένα από τα τέσσερα πλοία πού διέθετε ο Κόδριγκτον. Όταν η Αγγλική ναυαρχίδα «Ασία» ξεκίνησε σφοδρό κανονιοβολισμό στα ανοιχτά των Πατρών, όλα τα μουσουλμανικά πλοία ανέκρουσαν πρύμνα και κατευθύνθηκαν νότια. Στο μεταξύ κατέφθασε στο κόλπο της Μεσσηνίας και η Ρωσική μοίρα με τον ναύαρχο Ολλανδικής καταγωγής Λογγίνο Χέυδεν/Login Petrovich van der Heyden.
Όταν έφθασαν οι τρείς συμμαχικοί στόλοι στην Πύλο, επιχείρησαν να ξανασυναντήσουν τον Ιμπραήμ για να διαμαρτυρηθούν για τη στάση του και να τού υπενθυμίσουν τίς αποφάσεις τού Λονδίνου. Στις 5 Οκτωβρίου 1827 η Αγγλική φρεγάτα «Ντάρτμουθ/Dartmouth» υψώνοντας λευκή σημαία, εισήλθε στον κόλπο της Πίλου και επέδωσε επιστολή πού την είχαν συντάξει οι τρείς ναύαρχοι Κόδριγκτον, Δεριγνύ καί Χέϋδεν στούς εκπροσώπους τού Ιμπραήμ. Ο Ιμπραήμ όμως είχε ξεκινήσει νέα εκστρατεία γενοκτονίας των Χριστιανών τής Πελοποννήσου και όπως όλα έδειχναν δεν είχε σκοπό να ξανασυναντήσει τούς τρείς ναυάρχους. Γνώριζε πολύ καλά ότι οι Σύμμαχοι δεν είχαν τρόπο να εμποδίσουν τα πολεμικά του σχέδια στην ξηρά.
Οι Έλληνες παρακολουθούσαν με αυξημένο ενδιαφέρον τίς εξελίξεις. Ο Μανιάτης οπλαρχηγός Διονύσιος Μούρτζινος σε επιστολή του προς τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη τον ενημέρωνε για την επικείμενη εκστρατεία τού Ιμπραήμ στην ενδοχώρα λέγοντας:
«Η φρεγάτα οπού ήλθεν εις ταίς Κυτριαίς είναι ο κ. Άμιλτον, όστις έστειλε εδώ τόν δραγουμάνον (διερμηνέα) του καί μάς είπεν ότι αύριον τελειώνει η διορία οπού είχαν μέ τόν Ιμπραΐμη, ότι ή νά αναχωρήση μέ όλα του τά πλοία νά υπάγη εις τήν Αίγυπτον ή εις τήν Κωνσταντινούπολιν. Ήλθον καί εννέα καράβια ρωσσικά εις τό Νεόκαστρο συνεννοούμενα μέ τά αγγλικά καί τά γαλλικά, διά τούτο μάς είπε νά φυλάττωμεν τήν πατρίδα μας καλά, επειδή άν κάμη έφοδον κατ’ αυτής δέν έχουν όρδινον νά τούς βαρέσουν εις τήν ξηράν, τήν θάλασσαν όμως τού τήν κόπτουν. Επληροφορήθημεν προσέτι ότι ο Ιμπραΐμης έχει απόφασιν νά ορμήση κατά τής πατρίδος μας, καί τούτο θέλει τό κάμει αύριον ή μεθαύριον, όθεν όταν ιδήτε ένα τοιούτον κίνημα νά προφθάσετε εδώ γιά νά συμπολεμήσωμεν μαζί».
Η επιστολή τού Μούρτζινου επαληθεύτηκε. Ο Αιγύπτιος εξαπέλυσε εκ νέου τις Ισλαμικές ορδές και αυτές επιδόθηκαν σέ ένα νέο όργιο σφαγών και λεηλασιών. Τα δέντρα πού συναντούσαν τα έκοβαν από τη ρίζα με αποτέλεσμα κανένα καρποφόρο δέντρο να μην μείνει όρθιο από την Καλαμάτα μέχρι το Λεοντάρι. Τά αμπέλια τα ξερίζωναν και τούς αγρούς με τα κηπευτικά τούς έκαιγαν. Ο κυβερνήτης τού «Κάμπριαν» πλοίαρχος Χάμιλτον εξοργίστηκε από την συμπεριφορά των Μουσουλμάνων στρατιωτών και δεν σταμάτησε να στέλνει αναφορές για την προσπάθεια τού Ιμπραήμ να ερημώσει τελείως τη χώρα. Σύμφωνα με τίς αναφορές του φιλέλληνα Άγγλου αξιωματικού, γυναίκες και παιδιά σκλαβώνονταν, χωριά πυρπολούνταν, άνδρες σφαγιάζονταν και αν ο Ιμπραήμ παρέμενε και άλλο στην Ελλάδα, περισσότεροι από το 1/3 των κατοίκων θα λιμοκτονούσαν.
Οι τρείς ναύαρχοι Κόδριγκτον, Δεριγνί και Χέυδεν εκνευρισμένοι από τον εμπαιγμό του Άραβα συσκέφθηκαν στην Αγγλική ναυαρχίδα και αποφάσισαν ομόφωνα να εισέλθουν στον κόλπο τού Ναβαρίνου, όπως και έγινε.
«Ο μόνος τρόπος να σταματήσουν οι βαρβαρότητες τού Ιμπραήμ και να ευοδωθεί ο σκοπός τής συνθήκης είναι να αγκυροβολήσουμε στο λιμάνι τού Νεοκάστρου μαζί με τον Οθωμανικό στόλο». (Κόρδιγκτον προς Δεριγνύ).
Οι εντολές πού έδωσαν στους άνδρες τους οι τρείς ναύαρχοι ήταν να λάβουν θέσεις μάχης και να είναι έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο.
«Έπλεαν ήδη κατά τό Αιγαίον δύο μοίραι· η μέν αγγλική υπό τόν Κοδριγκτώνα, η δέ γαλλική υπό τόν Δεριγνήν, καί ανεμένετο καί ρωσσική. Τήν 5η Αυγούστου 1827 αφίχθησαν εις Ναύπλιον ο Κόδριγκτων καί ο Δεριγνής καί ανήγγειλαν ανεπισήμως τά τής συνθήκης συμβουλεύοντες τήν κυβέρνησιν νά καλέση τους λαούς εις ομόνοιαν καί ευταξίαν, νά τούς προετοιμάση εις παραδοχήν ανακωχής, καί νά μεταβή καί αύτη εις Αίγιναν εξ αιτίας τών εν Ναυπλίω εμφυλίων τότε ταραχών, ίνα σκέπτεται καί ενεργή εν ησυχία καί ανεπηρεάστως. Συνήνεσεν η κυβέρνησις, εξέδωκε τήν 9η Αυγούστου προκήρυξιν κατά τήν έννοιαν τών συμβουλών τών ναυάρχων, καί, απάρασα τήν 15η Αυγούστου από τού θαλασσοπύργου (Μπούρτζι Ναυπλίου), όπου έδρευε· εξ αιτίας τών εν τή πόλει ταραχών, κατήρε τήν 17η εις Αίγιναν. Μετέβη δ’ εκεί συγχρόνως καί η Βουλή, ής ο πρόεδρος, πέντε μέλη καί ο επί τών εξωτερικών γραμματεύς απετέλουν κατά τό εις ψήφισμα τής εν Τροιζήνι Συνελεύσεως τό συμβούλιον, εις ό ανετέθησαν τά τού συμβιβασμού. Τήν δέ 20η Αυγούστου 1827 ο Άγγλος Χάμιλτων, ο Γάλλος πλοίαρχος Χουγών καί ο σύμβουλος τής εν Κωνσταντινουπόλει ρωσσικής πρεσβείας Τιμώνης απήτησαν επισήμως παρά τών Ελλήνων ανακωχήν. Ό,τι απήτησαν αι Δυνάμεις παρά τών Ελλήνων ήτον ό,τι εζήτησαν οι Έλληνες παρά τών Δυνάμεων επί τής εν Επιδαύρω Συνελεύσεως· δι’ ό προθύμως συνήνεσαν.
Ο Κόδριγκτων, αφιχθείς πρώτος έμπροσθεν τού Νεοκάστρου, έστειλε τήν 7ην Σεπτεμβρίου 1827 επιστολήν πρός τόν καπητανάμπεην κοινοποιούσαν τά τής συνθήκης καί λέγουσαν, ότι κατ’ αυτήν απηγορεύετο πάσα κίνησις πλοίων καί στρατευμάτων καί πάσα μεταφορά πολεμοφοδίων εις βλάβην οποιουδήποτε μέρους τής στερεάς Ελλάδος καί των νήσων, καί ότι, άν μία κανονία ερρίπτετο επί τήν βρεττανικήν σημαίαν, θά κατεστρέφετο όλος ο στόλος του. Τήν 10ην Σεπτεμβρίου αφίχθη καί ο Δεριγνής, καί έγραψαν αμφότεροι αυθημερόν τώ Ιβραήμη τά αυτά. Τήν δ’ επαύριον επεσκέφθη ο Δεριγνής τόν Ιβραήμην συναινέσει καί τού Κοδριγκτώνος καί τόν ηύρεν εις άκραν αμηχανίαν περί τού πρακτέου, διότι ούτε τάς δυνάμεις του ήθελε νά ριψοκινδυνεύση, ούτε τάς διαταγάς τού σουλτάνου νά παρακούση· ηγνόει δέ καί τήν γνώμην τού πατρός του. Τήν δέ 11ην εξήλθαν εις επίσκεψίν του οι δύο ναύαρχοι, καί παρόντων τών αρχηγών τών στόλων επανέλαβαν όσα έγραψαν. Ο Ιβραήμης απεκρίθη εις επήκοον όλων, ότι δέν ήτον αυτεξούσιος, αλλ’ υπηρέτης τής Υψηλής Πύλης, καί ότι, διαταχθείς νά καταστρέψη τήν ελληνικήν επανάστασιν διά τής καταστροφής τής Ύδρας, χρέος του ενόμισε νά εκτελέση τήν θέλησιν τού κυρίου του· επειδή όμως ενδεχόμενον νά μή προείδεν ο κύριός του τήν νέαν φάσιν τών πραγμάτων, εθεώρει αναγκαίον νά ζητήση νέας διαταγάς, έτοιμος πάντοτε νά υπακούση, oποίαι καί αν ήσαν· αλλ’ υπέσχετο επί λόγω τιμής μηδένα έκπλουν νά επιτρέψη εν τώ μεταξύ τούτω. Οι ναύαρχοι τής συμμαχίας ευχαριστήθησαν καί ανεχώρησαν, ο μέν Κοδριγκτών εις Ζάκυνθον, ο δέ Δεριγνής εις Ελαφοννήσια, αφήσαντες ανά μίαν φρεγάταν έφορμον.
Τήν δέ 19ην Σεπτεμβρίου 1827, περί τό δειλινόν, ειδοποιήθη ο Κόδριγκτων, ότι 30 πλοία, τών εν Νεοκάστρω, πολεμικά καί φορτηγά, έπλεαν υπό επιτήδειον άνεμον πρός τάς Πάτρας εις τιμωρίαν, ως εγνώσθη μετά ταύτα, τών περί τόν Χάστιγγα καί εις επισιτισμόν τού στρατού. Ανήχθη επί τή αγγελία ταύτη η αγγλική ναυαρχίς, καί πρωίας γενομένης ευρέθη μεταξύ τού στόματος τού κόλπου καί τής τουρκικής ταύτης μοίρας παρακολουθουμένη υπό των φρεγατών Δαρτμούθης (Dartmouth) καί Ταλβότης (Talbot) καί τινος βρικίου. Ο Κόδριγκτων έσπευσε νά ειδοποιήση τόν αρχηγόν τής τουρκικής μοίρας, ότι παράβασιν τού λόγου τής τιμής τού γενικού αρχηγού εθεώρει τόν έκπλουν τής μοίρας ταύτης καί δεν επέτρεπε νά προχωρήση. Επί τή κοινοποιήσει ταύτη επόδισεν η μοίρα πρός τό Νεόκαστρον, καί τήν επαύριον απήντησεν άλλην παρακολουθούσαν εκ τού Νεοκάστρου, εν ή καί ο Ιβραήμης. Επόδισε καί αύτη πρός τό Νεόκαστρον μαθούσα τά τού Κοδριγκτώνος. Επανέπλευσαν τότε εις Ζάκυνθον τά αγγλικά πλοία. Σκότους δέ γενομένου, εστράφησαν αι δύο αιγύπτιαι μοίραι πρός τάς Πάτρας· αλλ’, επικρατούσης καθ’ όλην τήν νύκτα σφοδράς αντιπνοίας, ολίγον επροχώρησαν. Οι δέ περί τόν Κοδριγκτώνα, ιδόντες τήν επαύριον τά πλοία ταύτα, ανήχθησαν, καί θαλασσομαχούντες εξ αιτίας τής δεινής κακοκαιρίας, τά επρόφθασαν τό εσπέρας έμπροσθεν τού Πάπα (Άραξος), τά εκανονοβόλησαν καί τά ηνάγκασαν νά επαναπλεύσωσιν εις Νεόκαστρον. Εν τούτοις έφθασε καί η ρωσσική μοίρα υπό τόν υποναύαρχον Χεϋδένον (Heyden).
Αφ’ ού παρέβη ο Ιβραήμης τόν λόγον του, οι ναύαρχοι εσκέφθησαν, ότι δέν ησφαλίζοντο ειμή παραφυλάττοντές τον. Επί τώ σκοπώ τούτω συνήνωσαν τά πλοία των τήν 6 Οκτωβρίου 1827 έμπροσθεν τού Νεοκάστρου· αλλ’ επειδή εθεώρησαν καί βαρύ καί επικίνδυνον νά θαλασσομαχώσι παρά τήν δυσπαράπλευστον εκείνην ακτήν, απεφάσισαν νά εισπλεύσωσιν εν ειρηνικώ πνεύματι. Ηρεθισμένοι δέ διά τήν παράβασιν τού λόγου τού Ιβραήμη, ηρεθίσθησαν έτι μάλλον κατ’ αυτού ως δίς συμβουλεύσαντές τον πρό ολίγου νά μή καταστρέφη ως αγενής εχθρός τήν Μεσσηνίαν διά πυρός καί σιδήρου καί μή εισακουσθέντες. Ουδέν ήττον ηρεθισμένοι κατά τών ναυάρχων ήσαν καί οι Τούρκοι, βλέποντες τά μεγάλα σχέδιά των διασκεδαζόμενα καθ’ ήν ώραν εφαίνετο βεβαία η ευόδοσίς των, τούς τόσον αιματηρούς καί πολυδαπάνους αγώνας των ματαιουμένους, καί εαυτούς ενώπιον τών αποστατών εξευτελιζομένους. Υποπτεύοντες δέ μάχην προητοιμάσθησαν θέσαντες τά πλοία των εις σχήμα πετάλου επί δύο γραμμών αρχομένων από τής μίας άκρας τής εισόδου τού λιμένος, παρατεινομένων εις τό εν μέσω αυτού κείμενον νησίδιον τού Χελωνακίου καί εις τήν άλλην άκραν περατουμένων· τό σχήμα δέ τούτο έθετε τά εισπλέοντα πλοία υπό τήν πυροβολήν όλου τού στόλου.»
Σπυρίδων Τρικούπης, Ελληνική Επανάστασις 1821
Στις 5 Οκτωβρίου, ο Δεριγνί διέταξε τούς Γάλλους αξιωματικούς τού Αιγυπτιακού στόλου να αποσυρθούν, διότι θα βρίσκονταν στην ανάγκη να πολεμήσουν εναντίον της Γαλλικής σημαίας. Αυτοί υπάκουσαν και εγκατέλειψαν τα Αιγυπτιακά πλοία με εξαίρεση τον Λετελλιέ, ο οποίος παρέμεινε για να διευθύνει τίς επιχειρήσεις του Αιγυπτιακού στόλου. Όταν ξημέρωσε η 8η Οκτωβρίου 1827, τα Τουρκικά πλοία παρατάχθηκαν σε σχηματισμό πετάλου. Τα μεγαλύτερα κατέλαβαν το κέντρο και τα μικρότερα τις δύο πλευρές, οι οποίες υποστηρίζονταν από τα δύο πυροβολεία πού βρίσκονταν στην είσοδο τού όρμου, το ένα στο νησάκι Σφακτηρία και το άλλο στο φρούριο τού Νεοκάστρου. Η διάταξη των δυνάμεων τους σχεδιάστηκε από τον Λετελλιέ, ο οποίος είχε πείσει τον Ιμπραήμ ότι τα Γαλλικά πλοία δεν θα συμμετείχαν σέ ναυμαχία με τα Αιγυπτιακά πλοία, επειδή ήταν επανδρωμένα με Γάλλους ναύτες.

Η ναυμαχία
Τα συμμαχικά πλοία απέκλεισαν από το νότο τον κόλπο τού Ναβαρίνου με επικεφαλής τον Αγγλικό και Γαλλικό στόλο, ενώ ακολούθησε και ο Ρωσικός στόλος. Επικεφαλής τέθηκε η Αγγλική ναυαρχίδα τού Κόδριγκτον «Ασία» η οποία είχε 84 πυροβόλα και ακολουθούσαν τα πλοία «Τζένοα/Tzenoa» «Αλβιώνα/Albion» «Γλασκώβη/Glasgow» «Ντάρτμουθ/Dartmouth» «Τάλμποτ/Talbot» «Μπρισκ/Brisk» «Μουσκίτο/Musquito» «Ρόδο/Rose» «Κάμβρια/Cambrian» «Χίντ/Hind» και «Φιλομήλα/Philomel». Τα τρία πρώτα πλοία αγκυροβόλησαν πολύ κοντά στην Τουρκική ναυαρχίδα του Ταχίρ πασά. Τα Αιγυπτιακά πλοία πού σχημάτιζαν την αριστερή πτέρυγα, βρέθηκαν απέναντι από τη ναυαρχίδα τού Δεριγνί «Σειρήνα/Sirene» και τα Γαλλικά πλοία «Σκιπίων/Scipion» «Τρίαινα/Trident» «Μπρελό/Breslau» «Αλκυόνη/Alcyone» «Αρμίντ/Armide» και Δάφνη/Daphne». Η Ρωσική μοίρα πού αποτελείτο από τη ναυαρχίδα «Αζόφ» τού Χέυδεν και τα πλοία «Ιεζεκιήλ/Iezekiil» «Κωνσταντίνος/Constantine» «Έλενα/Elena» «Κάστωρ/Castor» «Ευκίνητος/Provornyi» «Γκανγκούτ/Gangut» και «Αλεξάντερ Νέφσκι/Alexander Nevsky» θα καταλάμβανε το κέντρο τής συμμαχικής διάταξης.
Στον αντίποδα αναπτύχθηκε ο Μουσουλμανικός στόλος αποτελούμενος από την ναυαρχίδα «Γκιούχ Ρουάν/Ghiuh Rewan» τα πλοία «Φάχτι Μπάχρι/Fahti Bahri» «Μπούρζ Ζαφέρ/Burj Zafer» «Ιχσάνια/Ihsanya» «Σούρια/Surya» «Λέων/Leone» «Φέβς/Fevz» «Νουσράτ/Nusrat» «Καίντ Ζαφέρ/Ka’íd Zafer» «Πολεμιστή/Guerrière» καθώς και 10 φρεγάτες, 30 κορβέτες και 28 μπρίκια.
Ο Μουχαράμ Μπέης έστειλε απεσταλμένο, ο οποίος ανακοίνωσε στον Κόδριγκτον ότι τα Αιγυπτιακά πολεμικά είχαν εντολές να μην ρίξουν κατά των συμμαχικών πλοίων. Με τη σειρά του, ο Κόδριγκτον έδωσε αυστηρές εντολές ώστε κανένα συμμαχικό πλοίο να μην ανοίξει πυρ, παρά μόνο εάν λάμβανε διαταγή ή εάν δεχόταν πυρά από εχθρικά πλοία.
Τον Χριστιανικό στόλο αποτελούσαν 12 Αγγλικά πολεμικά πλοία, 8 Ρωσικά και 7 Γαλλικά με δύναμη πυρός 1.300 πυροβόλων έναντι 65 πλοίων και 2.400 πυροβόλων πού διέθετε ο Μουσουλμανικός στόλος. Οι Μουσουλμάνοι υπερτερούσαν σέ αριθμό ανδρών αφού διέθεταν 22.000 ναύτες, αριθμό υπερδιπλάσιο από τούς ναύτες πού επάνδρωναν τα Ευρωπαϊκά πλοία. Ο Τούρκος ναύαρχος Ταχίρ μόλις είδε το Αγγλικό πολεμικό να πλέει κοντά στο δικό του πλοίο έστειλε σήμα στον Κόδριγκτον να μην προχωρήσει άλλο, αλλά εκείνος τού απάντησε: «Ήρθα να δώσω και όχι να πάρω διαταγές».
Ο κυβερνήτης του «Ντάρτμουθ» πλοίαρχος Φέλλοους/Fellowes παρατηρούσε το πλήρωμα ενός πυρπολικού να ετοιμάζεται για επιθετική ενέργεια. Ο Άγγλος κυβερνήτης κατέβασε μία λέμβο και την έστειλε στο πυρπολικό για να αποτρέψει τούς Τούρκους από τυχόν επιθετικές κινήσεις. Αυτοί πυροβόλησαν τη βάρκα σκοτώνοντας μερικούς ναύτες μεταξύ των οποίων ήταν και ο Άγγλος υποπλοίαρχος Φίτζροϋ/Fitzroy. Οι ναύτες τού «Ντάρτμουθ» άνοιξαν με τη σειρά τους πυρ για να προστατέψουν τη λέμβο τους, την οποία κάλυπτε και η φρεγάτα «Σειρήνα» τού Δεριγνύ πού είχε αγκυροβολήσει δίπλα στο Αγγλικό πλοίο. Τότε μία Τουρκική κορβέτα άνοιξε πυρ με τα πυροβόλα της σκοτώνοντας ναύτες από το Γαλλικό πλοίο και σε σύντομο χρονικό διάστημα η μάχη γενικεύτηκε.

Το «Ασία» ξεκίνησε τον κανονιοβολισμό συγκεντρώνοντας τα πυρά στην Τουρκική ναυαρχίδα πού βρισκόταν δεξιά του, με αποτέλεσμα να τη βυθίσει μέσα σέ λίγα λεπτά τής ώρας. Στη συνέχεια ο Κόδριγκτον έστειλε βάρκα στην Αιγυπτιακή ναυαρχίδα πού βρισκόταν στα αριστερά, για να επιβεβαιώσει την ουδετερότητά της, όπως είχε συμφωνηθεί, αλλά ένας Άραβας ναύτης πυροβόλησε και σκότωσε τον διερμηνέα Πέτρο Μικέλη.
«In the meantime, however, our excellent pilot, Mr. Peter Mitchell who went to interpret to Moharem my desire to avoid bloodshed, was killed by his people in our boat alongside, whether with or without his orders, I know not; but his ship soon afterwards fired into the Asia and was, consequently, effectually destroyed by the Asia’s fire, sharing the same fate as his brother admiral, on the starboard (δεξιά) side, and falling to leeward a mere wreck». Εν τω μεταξύ, ωστόσο, ο εξαιρετικός πιλότος μας, ο κ. Πέτρος Μικέλης, ο οποίος πήγε να μεταφέρει στο Μουχαράμ την επιθυμία μου να αποφύγω την αιματοχυσία, σκοτώθηκε από ανθρώπους του στο σκάφος μας, με ή χωρίς εντολή του, δεν ξέρω, αλλά το πλοίο του αμέσως μετά άνοιξε πυρ πρώτο κατά του πλοίου Ασία με συνέπεια να βυθιστεί από τα πυρά της Ασίας, έχοντας την ίδια μοίρα με την ναυαρχίδα, στην δεξιά πλευρά.
(Αναφορά τού Κόδριγκτον προς το Βρετανικό Ναυαρχείο)
Το ευτύχημα ήταν ότι οι δύο Μουσουλμανικές ναυαρχίδες δεν πολέμησαν το Αγγλικό πλοίο ταυτόχρονα. Έτσι όταν καταστράφηκε ολοσχερώς η Τουρκική ναυαρχίδα τού Ταχήρ πασά, τότε ξεκίνησε η Αιγυπτιακή ναυαρχίδα να κανονιοβολεί το «Ασία», το οποίο έστρεψε πλέον όλη τη δύναμη πυρός εναντίον της, με αποτέλεσμα να έχει και αυτή την ίδια μοίρα με την προηγούμενη. Η Αιγυπτιακή ναυαρχίδα, πού τόσο καμάρωνε όταν την έβλεπε στην Αλεξάνδρεια ο σατράπης τής Αιγύπτου, βρισκόταν βυθισμένη στον κόλπο τού Ναβαρίνου.

Το «Ασία» εξουδετέρωσε γρήγορα και τις υπόλοιπες εχθρικές φρεγάτες πού είχε απέναντί του έχοντας στο πλευρό του τα πλοία «Τζένοα» και Αλβιών». Το πλοίο «Σειρήνα» κινδύνεψε να καταστραφεί από τα τουρκικά παράκτια πυροβολεία ενώ τό Σκιπίων» βρέθηκε σέ πύρινο εναγκαλισμό με Τουρκικό πυρπολικό. Ο πλοίαρχος Πιέρ Μπερνάρ Μιλιού/Pierre Bernard Milius έπεισε τούς άνδρες του πού είχαν προς στιγμή δειλιάσει, να συνεχίσουν τη μάχη και τελικά κατάφερε να απαλλαγεί από το φλεγόμενο εχθρικό πυρπολικό με τη βοήθεια Αγγλικών πλοίων και να οδηγήσει το δικό του σέ ασφαλέστερο σημείο. Το Γαλλικό «Μπρεσλό» 84 πυροβόλων με κυβερνήτη τον Μποτρέλ ντε λα Μπρετονιέρ/Botherel de la Bretonniere κατάφερε να βυθίσει τρείς εχθρικές φρεγάτες και να προκαλέσει σημαντικές ζημιές σέ άλλες δύο, έχοντας όμως πολλές απώλειες σέ έμψυχο δυναμικό. Ο ηρωικός πλοίαρχος τραυματίστηκε σοβαρά στα πόδια και αποσύρθηκε από τη μάχη.
Το «Αζόφ» οδηγώντας τα Ρωσικά πολεμικά πλοία πού ακολουθούσαν εξουδετέρωσε πρώτα τα πυροβολεία τής Σφακτηρίας και τού Νεοκάστρου. Στη συνέχεια προχώρησε προς το εσωτερικό τού κόλπου και βρέθηκε περικυκλωμένο από 5 τουρκικά πλοία, τα οποία αντιμετώπισε επιτυχώς αλλά με βαρύτατες απώλειες. Αρχικά βύθισε δύο φρεγάτες και μία κορβέτα και στη συνέχεια έσπασε τα κατάρτια ενός πλοίου 60 πυροβόλων, αναγκάζοντάς το να εξοκείλει και να ανατιναχτεί από έκρηξη στην πυριτιδαποθήκη του.
Η συνεργασία των τριών συμμάχων ήταν αρίστη, καθώς υπήρχε μεταξύ τους ευγενής άμιλλα και αλληλοϋποστήριξη του ενός για τον άλλον, σε αντίθεση με τους Τουρκο-Αιγυπτίους, στους οποίους επικρατούσε αμοιβαία αντιπάθεια.
Η ναυμαχία διήρκησε τέσσερεις ώρες και μόλις διαλύθηκαν οι καπνοί από τις βολές φάνηκαν τα αποτελέσματα, τα οποία ήταν οδυνηρά για τον Μουσουλμανικό στόλο. Συνολικά 6.000 Τουρκο-Αιγύπτιοι κείτονταν νεκροί από τα πυροβόλα και άλλοι τόσοι ήταν οι τραυματίες πού αγωνίζονταν να σωθούν πάνω στις σχεδίες. Δεκάδες πλοία είχαν βυθιστεί και τα υπόλοιπα πυρπολούνταν από τα πληρώματά τους, για να μην πέσουν στα χέρια τού εχθρού. Πολλοί Έλληνες σκλάβοι πού υπηρετούσαν διά τής βίας στον Mουσουλμανικό στόλο βρέθηκαν νεκροί, δεμένοι χειροπόδαρα. Οι απώλειες των Ευρωπαίων ήταν 200 νεκροί και 500 τραυματίες, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο νεαρός γιός του Κόδριγκτον. Αξίζει να τονιστεί ότι κανένα συμμαχικό πλοίο δεν βυθίστηκε.

Οι εκρήξεις από τα πυρολυμένα πλοία συνεχίστηκαν για πολλές ώρες ακόμα και απείλησαν τα συμμαχικά πλοία, τα οποία αναγκάστηκαν να βγουν έξω από τον κόλπο τού Ναβαρίνου.
«Ο όρμος του Ναβαρίνου που κόχλαζε από τα βλήματα πού εκρήγνυνται και ήταν καλυμμένος από συντρίμμια στα οποία γαντζώνονταν απελπισμένοι Τούρκοι, δεν ήταν πια η μεγάλη ήρεμη υδάτινη έκταση, στην οποία ταλαντευόταν με ράθυμη μεγαλοπρέπεια το πρωϊνό της 20ης Οκτωβρίου ο επιβλητικός στόλος τού Ιμπραήμ». (Jurien de la Graviere).
Η νύκτα βρήκε τον κόλπο της Πύλου να λαμπαδιάζει από τίς φωτιές πού έκαιγαν τα πλοία και από τις εκρήξεις των πυρομαχικών. Η χαρά των Ελλήνων όταν έμαθαν για την καταστροφή τού εχθρικού στόλου ήταν μεγάλη αφού η ώρα πού ποθούσαν τόσους αιώνες είχε φτάσει και τα σύνορα πού ήθελαν και τα οποία θα τούς εξασφάλιζαν μία ελεύθερη και αξιοπρεπή ζωή ήταν πραγματικότητα. Ο αγωνιστής και ιστορικός Νικόλαος Κασομούλης έγραψε:
Αυτήν την ημέραν επεριμέναμεν όλοι οι γέροντες καί πατέρες μας. Σέ όλες τίς εκκλησίες έγιναν δοξολογίες για να γιορτάσουν όλοι οι πιστοί τη μεγάλη νίκη των Τριών Συμμάχων, η οποία οδηγούσε με βεβαιότητα στο τέλος τής πολύχρονης σκλαβιάς. Για πρώτη φορά έπειτα από αιώνες, ακούστηκαν στη λειτουργία επικλήσεις: «Πολυχρονίους ποιήσαι κύριος ο Θεός τους θεοσεβάστους καί φιλοχρήστους βασιλείς καί προστάτας τής Ελλάδος Γεώργιον τής Μεγάλης Βρεταννίας, Νικόλαον πασών τών Ρωσσιών και Κάρολον της Γαλλίας τόν Χριστιανικώτατον. Κύριε φύλαττε αυτούς εις πολλά έτη».

Ο Ιμπραήμ μόλις έφθασε στην Πύλο και είδε τον στόλο του κατεστραμμένο εξοργίστηκε και ξέσπασε στους αιχμαλώτους Έλληνες, τούς οποίους σούβλισε και έψησε σέ σιγανή φωτιά. Στην Κωνσταντινούπολη η είδηση τής συντριβής στο Ναβαρίνο έπεσε σαν βόμβα. Ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ μαινόμενος απειλούσε ότι θα κηρύξει τον πόλεμο κατά των τριών συμμαχικών Δυνάμεων, κάτι το οποίο δεν αποτόλμησε. Το μόνο μέτρο στο οποίο κατέφυγε ήταν να κατασχέσει το φορτίο όλων των ξένων πλοίων πού ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι τής Κωνσταντινούπολης και να κλείσει για λίγες ημέρες τα Δαρδανέλια. Οι τρείς πρέσβεις οργισμένοι από τίς απειλές τού Σουλτάνου αναχώρησαν από την Κωνσταντινούπολη και κατευθύνθηκαν στα Ιόνια νησιά για να διευθετήσουν το Ελληνικό ζήτημα. Ο Σουλτάνος έκανε γενική επιστράτευση και συγκέντρωσε στρατεύματα στην Αδριανούπολη για να αντιμετωπίσει ενδεχόμενο πόλεμο με τη Ρωσία.
«Μετά τη μάχη, οι Συμμαχικοί ναύαρχοι απέστειλαν στους Τούρκους επικεφαλής κοινή επιστολή, δηλώνοντας ότι οι μοίρες των Συμμαχικών δυνάμεων δεν εισήλθαν στο Ναβαρίνο με εχθρική πρόθεση, αλλά μόνο για να υπενθυμίσουν στους διοικητές του Τουρκικού στόλου τις προτάσεις που ήταν προς όφελος του ίδιου του Μεγάλου Σουλτάνου και ότι δεν ήταν στις προθέσεις τους να καταστρέψουν όσα πλοία του Οθωμανικού ναυτικού είχαν απομείνει, ειδικά τώρα που πήραν εκδίκηση για τους κανονιοβολισμούς κατά των Συμμαχικών πλοίων.
Στέλνουμε λοιπόν, έναν από τους Τούρκους πλοιάρχους, που έπεσε στα χέρια μας ως αιχμάλωτος, για να γνωστοποιήσουμε στους Ιμπραήμ Πασά, Μουχαράμ Μπέη, Ταχίρ Πασά και Καπιτάνι Μπέη, καθώς και σε όλους τους άλλους Τούρκους διοικητές, ότι εάν έστω ένα μουσκέτο, ή όπλο πυροβολήσει ξανά σε πλοίο ή σκάφος των συμμαχικών δυνάμεων, θα καταστρέψουμε αμέσως όλα τα εναπομείναντα σκάφη, καθώς και τα οχυρά του Ναβαρίνου και θα θεωρήσουμε την εν λόγω πράξη εχθρική ενέργεια και επίσημη κήρυξη πολέμου της Υψηλής Πύλης εναντίον των τριών συμμαχικών δυνάμεων, εξαιτίας της οποίας ο Μεγάλος Σουλτάνος και οι Πασάδες θα πρέπει να υποστούν τις τρομερές συνέπειες
Αλλά εάν οι Τούρκοι διοικητές, αναγνωρίζοντας την επιθετικότητα που εκδήλωσαν με την έναρξη των πυρών, απέχουν από οποιαδήποτε πράξη εχθρότητας, θα συνεχίσουμε τους όρους αλληλοκατανόησης που οι ίδιοι διέκοψαν. Σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να υψώσουν τη λευκή σημαία σε όλα τα οχυρά πριν το τέλος της ημέρας. Ζητήσαμε μια κατηγορηματική απάντηση, χωρίς αναβολή πριν από το ηλιοβασίλεμα».
Στη συνέχεια έγινε γνωστό μέσω των Γαλλικών εφημερίδων ότι ο Ιμπραήμ ύψωσε τη λευκή σημαία σε όλα τα φρούρια πριν τη δύση του ηλίου σύμφωνα με την παραπάνω εντολή. Λέγεται επίσης, ότι ο Ιμπραήμ δεν ήταν παρών στη μάχη του Ναβαρίνου, επειδή εκείνη την εποχή ασχολείτο με τον Μωριά, καταδιώκοντας τους Χριστιανούς στα βουνά της Μεσσηνίας, οργανώνοντας την εκτέλεση ιερέων, τους οποίους σταύρωνε σε ελαιόδεντρα, σκοτώνοντας τους φτωχούς αγρότες, καταστρέφοντας τη χώρα κ.λπ. Φαίνεται ότι ο Ιμπραήμ απολαμβάνει ιδιαίτερα τις δολοφονίες, τις καταστροφές και την σκληρότητα.
Σε επιστολή της Κέρκυρας αναφέρεται ότι η απειλή που εκτόξευσε η Υψηλή Πύλη κατά την παραλαβή της συνθήκης της 6ης Ιουλίου, ότι κάθε ένοπλη παρέμβαση στις υποθέσεις της Ελλάδας θα αποτύχει και θα οδηγήσει σε αιματοχυσία, φαίνεται να ισχύει πραγματικά. Μετά την αποτυχία να φύγει από το λιμάνι του Ναβαρίνο, ο Ιμπραήμ βαδίζει εναντίον της Μάνης και διαπράττει τρομακτικές καταστροφές. Δεκαπέντε χιλιάδες πεζικού και οκτακόσιοι ιππείς, διασχίζουν τη χερσόνησο, κραυγάζοντας «σκοτώστε τους απίστους».
Αφού ενημερώθηκε για την καταστροφή του στόλου του, ο Ιμπραήμ, όπως φαίνεται από μια επιστολή της Ανκόνα, επέστρεψε στην Κορώνη και σκότωσε ή βασάνισε όλους τους Έλληνες αιχμαλώτους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, που είχαν πέσει τα χέρια του τους προηγούμενους δεκαπέντε μήνες. Σύμφωνα με τις συνήθειες του, οι επίσκοποι σταυρώθηκαν ή ψήθηκαν σε σιγανή φωτιά. Τις λεπτομέρειες αυτών των τερατουργημάτων, ουδείς μπορεί να διαβάσει χωρίς τρόμο. Είναι πολύ σοκαριστικές για κάποιον ακόμα και να τις περιγράψει».
John Lee Comstock (1789-1858), History of the Greek revolution

Συνέπειες
Παρά τους πανηγυρισμούς, ο Σουλτάνος εξακολουθούσε να διαθέτει συνολικά περίπου 40.000 στρατεύματα στην κεντρική και νότια Ελλάδα, οχυρωμένους σε ισχυρά φρούρια. Η τελική απελευθέρωση της Ελλάδας ήταν ακόμη πολύ μακριά, εκτός εάν οι Οθωμανοί αποδέχονταν τη Συνθήκη του Λονδίνου.
Η αναμενόμενη κήρυξη πολέμου της Ρωσίας κατά των Οθωμανών έγινε τον Απρίλιο του 1828, ξεκινώντας τον 10ο Ρωσο-Τουρκικό πόλεμο (1828-1829). Ο Ρωσικός στρατός αποτελούμενος από 100.000 άνδρες κατέστρεψε τις Οθωμανικές δυνάμεις στα Ρουμανικά Πριγκιπάτα, διέσχισε τον Δούναβη και πολιόρκησε τη Σιλίστρα, τη Βάρνα και τη Σούμλα, τα Οθωμανικά προπύργια στην Ανατολική Ρωμυλία (Βουλγαρία).
Τον Αύγουστο του 1828, ο Μεχμέτ Αλή συμφώνησε στην απόσυρση των δυνάμεών του από την Πελοπόννησο. Ο Ιμπραήμ αρχικά αρνήθηκε να συμμορφωθεί με τις εντολές του πατέρα του, αλλά υποχώρησε μετά την άφιξη Γαλλικών στρατευμάτων (Εκστρατεία του Μοριά) περί τα τέλη Αυγούστου, κίνηση η οποία ενθάρρυνε τους Έλληνες στην εκστρατεία τους στον Μοριά. Οι Αιγύπτιοι έφυγαν τελικά τον Οκτώβριο του 1828, ένα χρόνο μετά την ναυμαχία. Οι Γάλλοι προχώρησαν στην απομάκρυνση των εναπομεινάντων Οθωμανικών φρουρών στην Πελοπόννησο, οι οποίες πρόβαλλαν αντίσταση μόνο στα τέλη του 1828. Τους επόμενους μήνες, με μια εκστρατεία αστραπή οι Ελληνικές δυνάμεις ανέκτησαν τον έλεγχο της κεντρικής Ελλάδας.

Τον Σεπτέμβριο του 1829, με τον Ρωσικό στρατό να απέχει μόλις 40 μίλια από το παλάτι του, ο Οθωμανός Σουλτάνος αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει. Με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης, αποδέχτηκε έναν μακρύ κατάλογο Ρωσικών απαιτήσεων, μία από τις οποίες ήταν η αναγνώριση της Ελληνικής αυτονομίας όπως οριζόταν στη Συνθήκη του Λονδίνου. Ωστόσο, η αποδοχή του Σουλτάνου δεν ήταν αρκετή για την Οθωμανική κυριαρχία στην Ελλάδα. Ενθουσιασμένοι από τις Οθωμανικές ήττες στην ξηρά και τη θάλασσα και τις δικές τους στρατιωτικές επιτυχίες, οι Έλληνες αρνήθηκαν να δεχτούν κάτι λιγότερο από την πλήρη ανεξαρτησία. Τέλος, στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830, οι Σύμμαχοι εγκατέλειψαν την πολιτική της Οθωμανικής κυριαρχίας και αποδέχτηκαν την Ελληνική ανεξαρτησία. Αργότερα το ίδιο έτος, ο Σουλτάνος αναγκάστηκε από τις Συμμαχικές δυνάμεις να υπογράψει τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (1832), αναγνωρίζοντας επίσημα το νέο Βασίλειο της Ελλάδας ως ανεξάρτητο κράτος.

Δυσμένεια του Κόδριγκτον
Μετά το Ναβαρίνο, ο Κόδριγκτον πίεσε για απόσυρση των Αιγυπτίων από την Πελοπόννησο, αλλά χρειάστηκε ένας χρόνος μέχρι να το επιτύχει. Η νίκη στο Ναβαρίνο ανέδειξε τον Κόδριγκτον ως ήρωα στα μάτια των Βρετανών, αλλά ορισμένοι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι φοβήθηκαν από το αποτέλεσμα της εκστρατείας του. Θεωρήθηκε ότι είχε υπερβεί κατά πολύ τις οδηγίες που είχαν δοθεί προκαλώντας αναμέτρηση με τον Οθωμανικό στόλο και οι ενέργειές του είχαν θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την Οθωμανική ικανότητα αντίστασης στη Ρωσική απειλή. Σε μια κοινωνική εκδήλωση, ο Άγγλος βασιλέας Γεώργιος IV αναφερόμενος στη μάχη τη χαρακτήρισε ως «ανεπιθύμητο γεγονός». Η πολιτική κατάσταση του Κόδριγκτον στο Λονδίνο έγινε ακόμη πιο επισφαλής με την επιστροφή του Ουέλλινγκτον στην κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 1828, αυτή τη φορά ως πρωθυπουργός επικεφαλής της κυβέρνησης των Τόρις. Η ταυτόχρονη έναρξη του πολέμου του Τσάρου Νικολάου κατά των Οθωμανών επιβεβαίωσε τους φόβους της Βρετανικής εξωτερικής πολιτικής και ενίσχυσε την δυσαρέσκεια έναντι του Κόδριγκτον.
Αρχικά, λόγω της τεράστιας δημοτικότητας του ναυάρχου στο κοινό, οι αντιδράσεις κατά του Κόδριγκτον ήταν περιορισμένες, όπως η άρνηση του Ναυαρχείου (Αρχηγείο Στόλου) παρά τα επανειλημμένα αιτήματα του Κόδριγκτον, να καταβάλλει στα πληρώματα τις προβλεπόμενες αμοιβές από τα λάφυρα των Οθωμανικών πλοίων. Εν τω μεταξύ, ο Ουέλλινγκτον κέρδιζε χρόνο μέχρι την στιγμή που θα ήταν πολιτικά ασφαλές να απομακρύνει τον Κόδριγκτον από το Μεσογειακό θέατρο επιχειρήσεων. Τελικά, τον Ιούνιο του 1828, το Ναυαρχείο ανακοίνωσε ότι απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του (αν και παρέμεινε στην θέση του μέχρι τον Αύγουστο με την άφιξη του αντικαταστάτη του). Παρόλο που ο βασιλιάς πιεζόμενος από την κοινή γνώμη απένειμε στον Κόδριγκτον το παράσημο του Μεγάλου Σταυρού, η άρνηση του Ναυαρχείου να του αναθέσει επιχειρησιακή διοίκηση την επόμενη δεκαετία μέχρι την αποστρατεία του, ήταν ενδεικτική της δυσμένειας στην οποία είχε υποπέσει.
Ο Κόδριγκτον στα τελευταία του χρόνια υπερασπίστηκε με πάθος τις ενέργειές του στην Ελλάδα. Οι αντίπαλοι του τον κατηγόρησαν ότι σκόπιμα σχεδίασε την καταστροφή του Οθωμανικού στόλου λόγω των φιλελληνικών συναισθημάτων του, μια κατηγορία που ο Κόδριγκτον αρνήθηκε έντονα. Η κατηγορία βασίστηκε στο σκεπτικό ότι εσκεμμένα οι κινήσεις του στον κόλπο του Ναβαρίνο επέφεραν την σύγκρουση. Τα στοιχεία είναι ασαφή αφού από τη μία πλευρά, υπάρχουν οι σαφείς εντολές στους κυβερνήτες του να εμπλακούν μόνο εάν δεχτούν επίθεση και από την άλλη υπάρχει η ιδιωτική αλληλογραφία, ιδίως προς την αδερφή του, όπου δήλωνε ότι θεωρούσε αναπόφευκτη μια στρατιωτική αναμέτρηση, γεγονός που ενισχύει την θέση του Κόδριγκτον αφού οι οποίοι προβληματισμοί και σκέψεις του υπολείπονται των διαταγών που είχε δώσει.

Μνημεία
Υπάρχουν πολλά μνημεία εις ανάμνηση της μάχης όπως στην κεντρική πλατεία της Πύλου, η οποία ονομάζεται «Πλατεία Τριών Ναυάρχων» όπου στο κέντρο υπάρχει μαρμάρινο μνημείο τριών όψεων, με προφίλ των Κόδριγκτον, Δεριγνί και Χέυδεν.
Μνημεία για τους νεκρούς των τριών συμμάχων βρίσκονται στα νησιά του κόλπου Χελωνάκι (Βρετανικό) Πύλο (Γαλλικό) και Σφακτηρία (Ρωσικό). Το Ρωσικό μνημείο είναι το πιο εντυπωσιακό, αφού αποτελείται από ένα μικρό ξύλινο παρεκκλήσι δείγμα Ρωσικής ορθόδοξης αρχιτεκτονικής. Επιπλέον, υπάρχει μνημείο για τον φιλέλληνα Σανταρόζα, που σκοτώθηκε σε προηγούμενη μάχη, στην Σφακτηρία.

Η μάχη τιμάται από το Δήμο Πύλου κάθε χρόνο στις 20 Οκτωβρίου με ολοήμερους εορτασμούς στην Πλατεία Τριών Ναυάρχων. Στον εορτασμό παρευρίσκονται επίσημες αντιπροσωπείες από Ρωσία, Γαλλία και Βρετανία, καθώς και Ρωσικό πολεμικό πλοίο.
Χάλκινα ευρήματα από τα βυθισμένα Οθωμανικά πλοία αγοράστηκαν από τον Anton Samassa στην Τεργέστη και το 1834 χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή της κεντρικής καμπάνας της εκκλησίας του Αγίου Τζούντοκ στο Σβέτι Γιόστ κοντά στο Κράνι της Καρνιόλα (σημερινή Σλοβενία). Η καμπάνα φέρει την επιγραφή του Σλοβένου ποιητή France Prešeren: «Ο χαλκός βρέθηκε στον πυθμένα της θάλασσας, όταν το βασίλειο της Τουρκίας τερματίστηκε στην Ελλάδα από το Ναβαρίνο».
Πηγές – βιβλιογραφία
https://historyweblog.com/2019/03/the-battle-of-navarino/
https://en.wikipedia.org/wiki/Battle_of_Navarino
http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis35.html
Διονύσιος Κόκκινος «Η Ελληνική Επανάστασις» τόμος 11 _ 1959
Christopher Montague Woodhouse, «The Battle of Navarino» 1965