copyright © μετάφραση – επιμέλεια Χείλων
Σύνδρομο της Στοκχόλμης καλείται το ψυχολογικό φαινόμενο στο οποίο οι όμηροι εκδηλώνουν συμπάθεια – συμπόνοια και θετικά συναισθήματα προς τους απαγωγείς τους, μέχρις σημείου υπεράσπισης και ταύτισης. Αυτά τα συναισθήματα γενικά θεωρούνται παράλογα υπό το πρίσμα του κινδύνου ή ρίσκου που υπέστησαν τα θύματα, τα οποία θεωρούν την έλλειψη κακοποίησης από τους απαγωγείς ως πράξη καλοσύνης. Στατιστικά στοιχεία από τη Βάση Δεδομένων Ομήρων του F.B.I δείχνουν ότι περίπου το 8% των θυμάτων απαγωγής – ομηρείας παρουσιάζουν ενδείξεις Συνδρόμου της Στοκχόλμης.

Ονομασία
Ο όρος προήλθε μετά την απόπειρα ληστείας που έγινε τον Αύγουστο του 1973 σε υποκατάστημα της τράπεζας Κρέντιτμπανκεν/Kreditbanken στο Νόρμαλμστοργκ της Στοκχόλμης. Συγκεκριμένα δύο ένοπλοι άνδρες εισέβαλαν σε αυτήν και απήγαγαν τέσσερεις υπαλλήλους, τους οποίους κράτησαν ομήρους επί έξι μέρες στο θησαυροφυλάκιο της τράπεζας. Μετά τη σύλληψη των δραστών, οι όμηροι προσπάθησαν να συλλέξουν χρήματα, για να ενισχύσουν οικονομικά τον δικαστικό αγώνα των απαγωγέων τους και αρνήθηκαν να καταθέσουν εναντίον τους.
Ο όρος «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» καθιερώθηκε από το Σουηδό ψυχίατρο και εγκληματολόγο Νιλς Μπέγιεροτ/Nils Bejerot που βοήθησε την αστυνομία κατά τη διάρκεια της ληστείας.
Ιστορικό
Στις 23 Αυγούστου 1973 ο κατάδικος Γιάν Έρικ Όλσσον/Jan-Erik Olsson ενώ βρισκόταν σε άδεια από την φυλακή, εισήλθε στην Σουηδική τράπεζα Κρέντιτμπανκεν στην πλατεία Νόρμαλμστοργκ της Στοκχόλμης. Ήταν εξοπλισμένος με πολυβόλο, εκρηκτικά, σχοινί και ραδιόφωνο, επιχειρώντας μια ληστεία πρωτόγνωρη για τα Σουηδικά δεδομένα. Με Αμερικανική προφορά, ο Όλσσον ζήτησε από τις αρχές να του παραδώσουν 3.000.000 Σουηδικές κορώνες (710.000 $) μαζί με αυτοκίνητο διαφυγής, καθώς και τον φυλακισμένο φίλο του, Κλαρκ Όλοφσσον/Clark Olofsson. Εάν δεν ικανοποιούσαν τα αιτήματά του, θα σκότωνε τέσσερις υπαλλήλους της τράπεζας που είχε πάρει ομήρους και συγκεκριμένα τους: Ελίζαμπετ Όλντγκρεν, Κρίστιν Ένμαρκ, Μπιργκίτα Λούντμπλαντ και τον Σβεν Σάφστρομ. Η αστυνομία της Σουηδίας κλήθηκε αμέσως και δύο αστυνομικοί εισήλθαν στην τράπεζα, με αποτέλεσμα ο Όλσσον να ανοίξει πυρ και να τραυματίσει τον έναν από αυτούς, ενώ στον άλλον υπό την απειλή όπλου απαίτησε να τραγουδήσει ένα τραγούδι. Ο αστυνομικός επέλεξε το «Lonesome Cowboy» του Έλβις Πρίσλεϊ, υποθέτοντας ότι ο (φαινομενικά) Αμερικανός ληστής θα ηρεμούσε ακούγοντας μια οικεία μελωδία.
Κατόπιν ο Όλσσον τηλεφώνησε στον πρωθυπουργό Όλαφ Πάλμε απειλώντας ότι θα σκοτώσει τους ομήρους, ενώ κρατούσε μια εξ’ αυτών από το λαιμό, η οποία ακούστηκε να ουρλιάζει την ώρα που κατέβαζε το τηλέφωνο. Την επόμενη ημέρα, ο Πάλμε δέχθηκε τηλεφώνημα από την όμηρο Κρίστιν Ένμαρκ που δήλωνε δυσαρεστημένη με την συμπεριφορά του, ζητώντας να αφήσει τους ληστές και τους ομήρους να φύγουν.

Σημειώνεται ότι ο Όλοφσσον ενώ βρισκόταν στο θησαυροφυλάκιο σφύριζε την μελωδία της Ρομπέρτα Φλακ, «Killing me Softly». Στις 26 Αυγούστου, η αστυνομία άνοιξε μια οπή στο κύριο θησαυροφυλάκιο, μέσω διαμερίσματος που υπήρχε στον πάνω όροφο. Από εκείνη την τρύπα πάρθηκε από δημοσιογράφο η φημισμένη φωτογραφία του Όλοφσσον με τους ομήρους. Ο Όλοφσσον όμως πυροβόλησε μέσα από την τρύπα δύο φορές, με αποτέλεσμα την δεύτερη φορά να τραυματίσει έναν αστυνομικό στα χέρια και στο πρόσωπο.
Ο Όλσσον απείλησε να σκοτώσει τους ομήρους αν προσπαθούσαν να επέμβουν οι αστυνομικοί αλλά στις 28 Αυγούστου, οι αρχές επιτέθηκαν κάνοντας χρήση αερίων και μισή ώρα αργότερα οι Όλσσον και Όλοφσσον παραδόθηκαν. Ουδείς από τους ομήρους υπέστη μόνιμους τραυματισμούς.
Απαγγέλθηκαν κατηγορίες τόσο στον Όλσσον όσο και στον Όλοφσσον και καταδικάστηκαν σε πολυετή φυλάκιση για τη ληστεία. Ο Όλοφσσον παρόλα αυτά υποστήριξε ότι δεν βοήθησε τον Όλσσον αλλά προσπάθησε να σώσει τους ομήρους κρατώντας την κατάσταση ήρεμη. Στο εφετείο οι καταδίκες του Όλοφσσον ακυρώθηκαν. Μετά την ληστεία συνάντησε την όμηρο Κρίστιν Ένμαρκ αρκετές φορές και απέκτησαν οικογενειακές σχέσεις. Αργότερα διέπραξε ξανά εγκλήματα.
Ο Όλσσον καταδικάστηκε σε 10 χρόνια φυλάκιση. Έλαβε πολλά γράμματα θαυμασμού από γυναίκες που τον έβρισκαν ελκυστικό, και μετέπειτα αρραβωνιάστηκε μια από αυτές. Αφότου αφέθηκε ελεύθερος, συνέχισε μια νόμιμη ζωή. Καταζητούμενος από τις Σουηδικές αρχές για οικονομικά εγκλήματα, παραδόθηκε στην αστυνομία το 2006 για να μάθει ότι πλέον δεν διώκεται.

Οι όμηροι ισχυρίζονταν ότι ήταν περισσότερο φοβισμένοι από την αστυνομία παρά από τους ληστές κατά την διάρκεια της εξαήμερης ομηρίας τους. Είχαν σαφέστατα συμπαθήσει τους απαγωγείς τους, κάτι το οποίο έδωσε ακαδημαϊκό ενδιαφέρον στο ζήτημα. Οι κινήσεις των αστυνομικών και άλλων κυβερνητικών αρχών, σε συνδυασμό με την έλλειψη απειλητικής συμπεριφοράς από τον Όλοφσσον, θέτει υπό αμφισβήτηση την ευστοχία του όρου. Οι όμηροι, παρότι απειλήθηκαν από τον Όλσσον, δεν έδειξαν σημάδια εχθρότητας ούτε προς την αστυνομία, ούτε μεταξύ τους και επιπλέον δεν ταυτίστηκαν, ούτε συντάχθηκαν με τη λογική των απαγωγέων τους. Απλώς είχαν εκνευριστεί με τις απερίσκεπτες προσπάθειες της αστυνομίας για γρήγορη επίλυση της κατάστασης και ορισμένοι κατέθεσαν υπέρ του Όλοφσσον διότι δεν υπήρξαν μάρτυρες κάποιας απόδειξης ενοχής ή συνέργειας στο έγκλημα.
Από το 1996, ο Γιαν Έρικ Όλσσον ζει στη βορειοανατολική Ταϊλάνδη με την Ταϊλανδή γυναίκα του και τον γιο του. Η αυτοβιογραφία του με τίτλο Σύνδρομο Στοκχόλμης/Stockholms-syndromet εκδόθηκε στη Σουηδία το 2009.
Ο Κλαρκ Όλοφσσον, που από τα 19 του ήταν αναμειγμένος σε υπόθεση δολοφονίας εις βάρους αξιωματικού της αστυνομίας συνεχίζει να διάγει ταραχώδη βίο μπαινοβγαίνοντας στη φυλακή. Η τελευταία του σύλληψη ήταν το 2008 για υπόθεση ναρκωτικών, ενώ για ένα διάστημα είχε παρακολουθήσει μαθήματα στη Σχολή Δημοσιογραφίας της Στοκχόλμης.
Ανάλυση
Η αποκαλούμενη ληστεία Νόρμαλστοργκ έληξε με τους Όλσσον και Όλοφσσον να συλλαμβάνονται. Οι τέσσερεις όμηροι απελευθερώθηκαν, έχοντας φιλικά αισθήματα προς τον απαγωγέα τους, θεωρώντας ότι η αστυνομία ήταν εκείνη που έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή τους. Αυτή η ασυνήθιστη συμπάθεια ενέπνευσε τον όρο της ψυχολογίας «Σύνδρομο της Στοκχόλμης», μια έκφραση που χρησιμοποιήθηκε και σε άλλες περιπτώσεις – όπως στην περίφημη απαγωγή του 1974 της διάσημης κληρονόμου Πάττι Χέρστ/Patty Hearst η οποία μεταλλάχθηκε σε ληστή. Όμως η αρχική εκτίμηση των ομήρων της Στοκχόλμης αποκάλυψε πολύ περισσότερα: Λόγω της μοναδικής μεταμφίεσης του Όλσσον, η ληστεία «λειτούργησε» ως ο ορισμός του Αμερικανού παράνομου – και κατέδειξε τον τρόπο που παρερμηνεύθηκε η συμπεριφορά του ληστή.
Ο Όλσσον γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Σουηδία. Όταν στις 23 Αυγούστου εισήλθε στην τράπεζα, δεν μίλησε στη μητρική του γλώσσα και ανήγγειλε την παρουσία του στα Αγγλικά, αποκρύπτοντας την ταυτότητά του. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του δημοσιογράφου της εφημερίδας New Yorker Ντάνιελ Λανγκ/Daniel Lang, φορούσε «ένα ζευγάρι ψεύτικα γυαλιά και μια καφέ περούκα, ενώ τα μάγουλα, το μουστάκι και τα φρύδια του ήταν βαμμένα μαύρα.»
Αλλά η Αμερικανική προφορά αποδείχθηκε ίσως το πιο κρίσιμο στοιχείο της μεταμφίεσής του. Ανακοίνωσε την παρουσία του στους πελάτες και ταμίες πυροβολώντας προς την οροφή και φωνάζοντας: «Το πάρτι μόλις ξεκίνησε!». Όπως έγραψε ο Λάνγκ αυτή ήταν μια φράση που ο Όλσσον είχε αντιγράψει από μια Αμερικανική ταινία για έναν κατάδικο, αν και η ταινία δεν επαληθεύτηκε ποτέ. Δεν ήταν η μόνη παρανόηση της Αμερικάνικης κουλτούρας εκείνη την ημέρα.

Μέσω αυτής της ψεύτικης ταυτότητας, ο Όλσσον εκδήλωσε βίαιες τάσεις – κάτι που ήταν σε μεγάλο βαθμό ξένο προς τη Σουηδική κουλτούρα. Όπως αναφέρει η έκθεση του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης σχετικά με τα Σκανδιναβικά εγκλήματα από το 1950 έως το 2010, οι ληστείες στο τέλος της δεκαετίας του 1950 ήταν «λίγο πολύ ανύπαρκτες σε αυτές τις χώρες». Η ληστεία δεν ήταν ακόμα σύνηθες φαινόμενο στη Σουηδία μέχρι το 1973, αν και ανέβαινε δραματικά. Σύμφωνα με την έκθεση, ο αριθμός των ληστειών στη χώρα είχε αυξηθεί από 469 αδικήματα ανά 100.000 άτομα το 1960 σε 1.511 το 1970. Την επόμενη δεκαετία ο αριθμός αυτός θα ανερχόταν σε 3.427.
Αυτό ήταν μέρος της γενικότερης αύξησης του βίαιου εγκλήματος που εμφανίστηκε στη Σουηδία στα μέσα της δεκαετίας του 1960, αλλά αυτή η τάση δεν είχε ακόμη καταγραφεί πλήρως – ή τουλάχιστον ο Όλσσον δεν πίστευε ότι είχε. Αργότερα είπε στον Λανγκ από τη φυλακή ότι βασιζόταν στο αίσθημα βαθιάς αποστροφή προς την βία που επικρατούσε στη Σουηδία, ελπίζοντας ότι η αστυνομία προκειμένου να αποφύγει την αιματοχυσία θα του ικανοποιούσε τα αιτήματα. Αυτό δεν ήταν λάθος, αφού σύμφωνα με τις οδηγίες του Όλσσον, οι αρχές απελευθέρωσαν τον Όλοφσσον – ο οποίος εξέτιε ποινή φυλάκισης έξι ετών στην φυλακή Νόρκεπινγκ/Norrköping – και τον οδήγησαν στην τράπεζα, όπου θα ενεργούσε ως συνεργός του Όλσσον. Το μόνο σημείο στο οποίο δεν συμφώνησαν η αστυνομία και η Σουηδική κυβέρνηση ήταν οι τέσσερεις όμηροι. Ο Όλσσον τους ήθελε μαζί του στο αυτοκίνητο, με κράνη και αλεξίσφαιρα γιλέκα, αλλά η αστυνομία αρνήθηκε, με αποτέλεσμα την εξαήμερη αναβολή των διαπραγματεύσεων.
Η ληστεία είχε ως αποτέλεσμα να γίνει πρώτο θέμα στις ειδήσεις, σε έντυπα και τηλεόραση, όπου το λεγόμενο «τραπεζικό δράμα» κυριαρχούσε στις βραδινές εκπομπές. Σύμφωνα με τον Λανγκ, Σουηδοί πολίτες συγκεντρώνονταν έξω από την Kreditbanken, «προσπαθώντας να καταλάβουν τι πραγματικά συνέβαινε, προβληματισμένοι που η φιλήσυχη και πολιτισμένη χώρα τους, αποτελούσε πεδίο εξέλιξης ενός πρωτοφανούς επεισοδίου ομηρίας.» Αλλά αν οι πολίτες προσπαθούσαν να αντιληφθούν γιατί συνέβαινε αυτό το έγκλημα στη χώρα τους, εντούτοις θεωρούσαν φυσικό να συμβαίνει κάπου αλλού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ένας από τους ομήρους, η Κρίστιν Ένμαρκ/Kristin Ehnmark, που είπε στον Λάνγκ: «Πίστευα ότι έβλεπα κάτι που μπορούσε να συμβεί μόνο στην Αμερική.»

Τι φαντάζονταν η Ένμαρκ – και άλλοι Σουηδοί πολίτες – ότι συνέβαινε στην Αμερική;
Οι Η.Π.Α. απολάμβαναν μια φανταστική φήμη στο εξωτερικό, ως ένας τόπος με «χρυσό στους δρόμους, ευκαιρίες και απεριόριστη ελευθερία», όπως έγραψε το 1954 ο Φράνκλιν Ντ. Σκοτ, καθηγητής ιστορίας στο Northwestern University. Αλλά με τον πόλεμο του Βιετνάμ, το ξέσπασμα των πολιτικών δολοφονιών της δεκαετίας του 1960 και τη γενικότερη αναταραχή που αναπτύχθηκε μεταξύ αντικουλτούρας και εποίκισης, το Αμερικανικό όνειρο μετατράπηκε σε Αμερικανική ψευδαίσθηση. Αυτή η εκτίμηση έφερε επίσης στο φως σκοτεινότερες πτυχές της Αμερικανικής παράδοσης. Όπως γράφει το 1965 ο Τζόρτζ Λίλλιμπριτζ/George Lillibridge:
«Για μεγάλο τμήμα της ιστορίας μας και για πολλούς ανθρώπους, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Αμερική είχε μια εξωπραγματική, σχεδόν φανταστική αύρα» και συνεχίζει: «Ακόμα και φαινόμενα Αμερικανικής βίας όπως Ινδιάνοι στο μονοπάτι του πολέμου, πιστολέρο της Δύσης, γκάνγκστερ της πόλης, απέκτησαν μια ρομαντική διάσταση η οποία δεν δόθηκε, για παράδειγμα, στην Ισπανική Ιερά Εξέταση».
Ο χαρακτηρισμός «ρομαντική διάσταση» γίνεται ευκολότερα κατανοητός από τους λαϊκούς θρύλους που περιβάλλουν τον Τζέσε Τζέιμς/Jesse James, τον Μπίλι δε Κιντ/Billy the Kid, τον Σαμ Μπας/Sam Bass και τον Τσαρλς Άρθουρ «Όμορφο Αγόρι» Φλόιντ/Charles Arthur «Pretty Boy» Floyd. Αυτοί οι άνδρες ήταν πραγματικοί, αλλά οι μύθοι που τους περιβάλλαν τους μετέτρεψαν σε αγαπητούς, φανταστικούς χαρακτήρες που συμβόλιζαν τον Αμερικανικό ατομικισμό. Όπως αναφέρει ο λαογράφος Ρίτσαρντ Μάγιερ/Richard E. Meyer: «παράνομος είναι κάποιος που αψηφά το νόμο». Αλλά για να ισχύσει αυτό το μοναδικό Αμερικανικό αρχέτυπο, έπρεπε να ωραιοποιηθεί σε μια μορφή Ρομπέν των Δασών, ενός απλού ανθρώπου που δεν επιτίθεται στον λαό, παρά μόνο σε διεφθαρμένους καταπιεστές. Ακόμα και τότε ο παράνομος χρησιμοποιεί τη βία με φειδώ, ακολουθώντας έναν ασυνήθιστο αλλά άκαμπτο ηθικό κώδικα που σύμφωνα με τον Μάγιερ: «Μόνο ορισμένοι τύποι δραστηριοτήτων που δεν καλύπτει ο νόμος είναι αποδεκτοί».
Σύμφωνα με τον Μάγιερ: «όταν ο παραβάτης ξεπερνά αυτούς τους περιορισμούς παύει να είναι παράνομος και γίνεται εγκληματίας, δηλαδή, κάποιος που οι πράξεις του είναι κατακριτέες απ’ όλη την κοινωνία. Η ληστεία τραπεζών, τρένων ή χρηματαποστολών είναι παράνομη δραστηριότητα, η οποία όμως είναι αποδεκτή από το λαϊκό αίσθημα, το οποίο μπορεί ακόμη και να αποδεχθεί μια πιθανή ανθρωποκτονία, όταν λαμβάνει χώρα κατά την λεγόμενη εκτέλεση του καθήκοντος». Όμως εν ψυχρώ δολοφονίες, εγκλήματα κατά γυναικών και παιδιών, πράξεις σαδισμού και τρομοκρατίας, αποτελούν εγκληματική δραστηριότητα και οι υποστηρικτές των παράνομων ηρώων τους καταδικάζουν άμεσα όπως και όλη η κοινωνία».

Σύμφωνα με τον λαογράφο Κέντ Στέκμεσσερ/Kent Steckmesser, ο Τζέσε Τζέιμς «διέπραξε αρκετές εν ψυχρώ δολοφονίες», ενώ ο Μπίλι δε Κιντ και η συμμορία του σκότωσαν έναν σερίφη και τον βοηθό του στην πόλη Λίνκολν, σε μια πράξη που σαφώς δεν ήταν αυτοάμυνα. Αυτές οι ιστορικές λεπτομέρειες συνήθως απουσίαζαν από τις αφηγήσεις για να διατηρούν την εικόνα τους ως λαϊκοί ήρωες.
Σκεφτείτε την πρωτοποριακή ταινία του 1967 Μπόνι και Κλάιντ, που ανέδειξε το θρύλο της Μπόνι Πάρκερ και του Κλάιντ Μπάροου. Αυτοί οι εγκληματίες την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης (Κραχ) σχετίζονταν με μια σειρά από ληστείες τραπεζών, απαγωγές, φυλακίσεις και 13 δολοφονίες – και ενώ η ταινία αποκρύπτει κάποιες πτυχές της ιστορίας τους, δεν αποφεύγει τη βία που άσκησαν. Η Μπόνι και ο Κλάιντ πιστώνονται με ανταλλαγή πυροβολισμών με τις αστυνομικές αρχές, καθώς και τη σκληρή δολοφονία ενός πολίτη, όταν ο Κλάιντ πυροβολεί έναν ταμία στο πρόσωπο. Η Μπόνι και ο Κλάιντ τελικά σκοτώνονται μετά από καταιγισμό πυρών, σε μια σκηνή που σηματοδότησε μία από τις πρώτες σημαντικές χρήσεις των εφέ στην ιστορία του Χόλυγουντ. Η βία αποτελούσε τμήμα της ταινίας, οπότε ήταν αναπόφευκτο και το μήνυμα που συνοψίζεται στο στίχο:
«Είναι νέοι… είναι ερωτευμένοι… και σκοτώνουν ανθρώπους.»
Αυτό το είδος αντιήρωα – που αντιπροσώπευε μια ωραιοποιημένη έκδοση παράνομης λαϊκής φιγούρας, – έκανε όλο και πιο έντονη την παρουσία του στο Χόλυγουντ, καθώς μια νέα γενιά κινηματογραφιστών παρήγαγε πιο τολμηρές και βίαιες ταινίες, από την ιστορία των Η.Π.Α. Οι Μπούτς Κάσσιντι/Butch Cassidy και Σάντανς Κιντ/Sundance Kid αναβίωσαν από τους Paul Newman και τον Robert Redford ως διαβόητοι παράνομοι, οι οποίοι όπως οι Μπόννι και Κλάιντ, σκοτώθηκαν εν μέσω καταιγισμού πυρών. Αργότερα ακόμη και οι αστυνομικοί στις ταινίες άρχισαν να μοιάζουν με παράνομους, όπως ο Βρώμικος Χάρρυ/Dirty Harry που καθιέρωσε μια βίαιη και εντελώς ανορθόδοξη μορφή δικαιοσύνης.
Ενώ δεν είναι σαφές ποια Αμερικανική ταινία είδε ο Όλσσον πριν επιτεθεί στην Κρέντιτμπανκ, σαφώς είχε πολλές επιλογές. Αλλά τι συμβαίνει όταν κάποιος αντιγράφει μια παράνομη φιγούρα της Αμερικανικής ιστορίας, της λαογραφίας και της λαϊκής κουλτούρας και μεταφέρει αυτή την ιδέα σε μια εντελώς διαφορετική χώρα; Η ληστεία του Νόρμαλμστοργκ εξέπληξε τη Σουηδία και ελάχιστοι διέκριναν κάποιο «ηρωικό» ή λαϊκό στοιχείο στο έγκλημα του Όλσσον. Όπως αναφέρει ο Λάνγκ ο Κάι Χάνσσον/Kaj Hansson, ένας άλλος Σουηδός ληστής που η αστυνομία αρχικά πίστευε ότι ήταν πίσω από την ληστεία, κάλεσε την αστυνομία λέγοντας ότι δεν εμπλέκεται, συμπληρώνοντας ότι ουδέποτε θα χρησιμοποιούσε ομήρους.
Κατά τη διάρκεια των έξι ημερών, ο Όλσσον εγκατέλειψε την Αμερικανική καρικατούρα. Εγκατέλειψε την προφορά και την μεταμφίεση και καθώς οι ώρες μετατρέπονταν σε ημέρες, συνομιλούσε με τους αιχμάλωτους στα Σουηδικά. Αν και απείλησε επανειλημμένα να βλάψει τους τέσσερις υπαλλήλους της τράπεζας, δεν υλοποίησε καμία από τις απειλές του. Παρά τη βίαιη και εγκληματική συμπεριφορά, ο Όλσσον φαίνεται ότι διέθετε τουλάχιστον ένα τμήμα της «βαθιάς αποστροφής στη βία» που απέδωσε στην αστυνομία. Τελικά, δεν ήταν Αμερικανός παράνομος…….ήταν Σουηδός και δεν μπορούσε να το κρύψει.
Το σύνδρομο της Στοκχόλμης μπορεί να θεωρηθεί ως μια μορφή τραυματικής συγκόλλησης, η οποία δεν προϋποθέτει απαραιτήτως ένα σενάριο ομηρείας, αλλά περιγράφει ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς που αναπτύσσονται μεταξύ δύο ατόμων, όπου ένα πρόσωπο παρενοχλεί περιοδικά, χτυπά, απειλεί, κακοποιεί, ή εκφοβίζει το άλλο. Μια συχνά χρησιμοποιούμενη υπόθεση για να εξηγήσει το φαινόμενο του συνδρόμου της Στοκχόλμης, βασίζεται στη Φροϋδική θεωρία, η οποία θεωρεί ότι η σύνδεση (του θύματος με τον κακοποιό) είναι αντίδραση του ατόμου στο τραύμα του, αντίδραση στο να γίνει θύμα. Η ταύτιση με τον επιτιθέμενο είναι ένας τρόπος που το ίδιο το «εγώ» υπερασπίζεται τον εαυτό του. Όταν ένα θύμα πιστεύει τις ίδιες αξίες με τον επιτιθέμενο, αυτός παύει να γίνεται αντιληπτός ως απειλή.
Τα κοινά συμπτώματα του συνδρόμου είναι τα ακόλουθα:
-
Θετικά συναισθήματα από το θύμα προς το θύτη (άτομο που το κακοποιεί ή το ελέγχει).
-
Αρνητικά συναισθήματα από το θύμα προς την οικογένειά του, τους φίλους ή τις αρχές.
-
Θετικά συναισθήματα από το θύτη προς το θύμα.
-
Υποστηρικτική συμπεριφορά από το θύμα προς το θύτη.
-
Ανικανότητα του θύματος να καταστρέψει την «σχέση» του με το θύτη.
Διάσημες υποθέσεις
Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά το συμβάν στην τράπεζα της Στοκχόλμης, το σύνδρομο έγινε ευρέως γνωστό κυρίως λόγω της περίπτωσης της Πάττυ Χερστ/Patty Hearst και άλλων περιπτώσεων:

Πάττυ Χερστ/ Patty Hearst
Η Πατρίτσια Χέρστ, κόρη του μεγιστάνα του Τύπου Ράντολφ Χερστ σε ηλικία 19 ετών, απήχθη από τον Συμβιωτικό Απελευθερωτικό Στρατό/Symbionese Liberation Army (SLA). Δύο μήνες μετά την απαγωγή της, εμφανίστηκε σε φωτογραφίες να συμμετέχει σε ληστεία τράπεζας στο Σαν Φρανσίσκο. Αργότερα κυκλοφόρησε μια μαγνητοταινία με την ίδια (ψευδώνυμο SLA Τάνια) να εκφράζει την υποστήριξή της και τη δέσμευσή της στον SLA. Μετά τη σύλληψη της οργάνωσης, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας, κατήγγειλε τη ριζοσπαστική ομάδα.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο δικηγόρος υπεράσπισης απέδωσε τη συμπεριφορά της σε μια υποσυνείδητη προσπάθεια επιβίωσης, ταυτίζοντας την αντίδραση στην αιχμαλωσία με άλλα θύματα του συνδρόμου της Στοκχόλμης. Σύμφωνα με μαρτυρία, η Χερστ ήταν δεμένη, με καλυμμένα τα μάτια και κρατείτο σε ένα μικρό σκοτεινό ντουλάπι, όπου κακοποιήθηκε σωματικά και σεξουαλικά για εβδομάδες πριν από τη ληστεία της τράπεζας.

Τζέισι Λη Ντούγκαρτ/Jaycee Lee Dugard
Στις 10 Ιουνίου 1991, μάρτυρες ανέφεραν ότι είδαν έναν άνδρα και μια γυναίκα να απαγάγουν την 11χρονη Τζέισι Λη Ντούγκαρτ από μια στάση σχολικού λεωφορείου κοντά στο σπίτι της στη South Lake Tahoe της Καλιφόρνια. Η εξαφάνισή της παρέμεινε άλυτη μέχρι τις 27 Αυγούστου 2009, όταν παρουσιάστηκε η ίδια σε αστυνομικό τμήμα της Καλιφόρνια.
Επί 18 χρόνια κρατήθηκε αιχμάλωτη σε μια σκηνή πίσω από το σπίτι των απαγωγέων, του Φίλιπ και της Νάνσυ Γκαρίδο. Εκεί η Ντούγκαρντ γέννησε δύο παιδιά, τα οποία κατά την επανεμφάνισή της ήταν 11 και 15 ετών. Παρόλο που της δόθηκαν ευκαιρίες να δραπετεύσει καθ’ όλη τη διάρκεια της αιχμαλωσίας της, η Ντούγκαρντ συνδέθηκε με τους απαγωγείς προσπαθώντας να επιβιώσει.

Νατάσα Κάμπους/Natascha Kampusch
Τον Αύγουστο του 2006, η Νατάσα Κάμπους από τη Βιέννη ήταν 18 ετών όταν κατάφερε να δραπετεύσει από τον απαγωγέα της, Βόλφγκαγκ Πρίκλοπιλ/Wolfgang Priklopil, ο οποίος την κράτησε κλειδωμένη σε ένα μικρό δωμάτιο για περισσότερα από οκτώ χρόνια. Αρχικά για τους πρώτους έξι μήνες της αιχμαλωσίας της έμενε σε δωμάτιο χωρίς παράθυρο, εμβαδού 5 τετ. μέτρων. Με τον καιρό, της επιτράπηκε να κυκλοφορεί στο κυρίως σπίτι, όπου μαγείρευε και καθάριζε για τον Πρίκλοπιλ.
Μετά από αρκετά χρόνια αιχμαλωσίας, της επέτρεψε περιστασιακά να βγαίνει στον κήπο. Κάποια στιγμή παρουσιάστηκε στον επιχειρηματικό συνεργάτη του Πρίκλοπιλ, ο οποίος την χαρακτήρισε χαλαρή και χαρούμενη. Ο Πρίκλοπιλ έλεγχε την Κάμπους κρατώντας την νηστική για να την κάνει σωματικά αδύναμη, χτυπώντας την και απειλώντας να σκοτώσει αυτήν και τους γείτονες αν προσπαθούσε να δραπετεύσει. Όταν η Κάμπους δραπέτευσε, ο Πρίκλοπιλ αυτοκτόνησε πηδώντας μπροστά σε ένα τρένο. Όταν η Κάμπους έμαθε ότι ο Πρίκλοπιλ ήταν νεκρός, έκλαψε και άναψε ένα κερί γι’ αυτόν στο νεκροταφείο.
Σε ένα ντοκιμαντέρ βασισμένο στο βιβλίο της, 3096 Ημέρες η Κάμπους εξέφρασε τη συμπάθειά της για τον λέγοντας: «Νιώθω όλο και πιο λυπημένη γι’ αυτόν – είναι μια πονεμένη ψυχή». Οι εφημερίδες ανέφεραν ότι ορισμένοι ψυχολόγοι διέγνωσαν ότι υπέφερε από σύνδρομο της Στοκχόλμης, αλλά η ίδια δεν συμφωνεί. Στο βιβλίο της, γράφει ότι ο ισχυρισμός την προσβάλλει και δεν περιγράφει σωστά την περίπλοκη σχέση που είχε με τον Πρίκλοπιλ.
Ελίζαμπεθ Σμαρτ/Elizabeth Smart
Η Ελίζαμπεθ Σμαρτ απήχθη από το σπίτι της την νύχτα στις 5 Ιουνίου 2002 και κρατήθηκε αιχμάλωτη επί εννέα μήνες. Η απαγωγή σόκαρε τη κοινή γνώμη ειδικά μετά τις αρχικές αναφορές ότι είχε απαχθεί υπό την απειλή όπλου (αργότερα αποκαλύφθηκε ότι μαχαίρι).
Ορισμένοι πιστεύουν ότι η Σμαρτ έπεσε θύμα του συνδρόμου της Στοκχόλμης μετά από εννέα μήνες αιχμαλωσίας και κακοποίησης από τους απαγωγείς της, Μπράιαν Ντέιβιντ Μίτσελ/Brian David Mitchell και Γουάντα Μπάρζι/ Wanda Barzee. Η ίδια αρνείται ότι είχε αισθήματα συμπάθειας έναντι των απαγωγέων ή της αιχμαλωσίας της και εξήγησε ότι προσπαθούσε να επιβιώσει. Την απαγωγή της αφηγείται η ταινία Lifetime «I Am Elizabeth Smart» και περιγράφεται στα απομνημονεύματα της, «Η ιστορία μου».
Τώρα είναι σύμβουλος για την ασφάλεια των παιδιών και έχει ίδρυμα για να βοηθά όσους έχουν βιώσει τραυματικά γεγονότα.
Σύνδρομο Λίμα: Η άλλη πλευρά
Όταν οι απαγωγείς αναπτύσσουν αισθήματα συμπάθειας για τους ομήρους τους, κάτι που είναι πιο σπάνιο, ονομάζεται Σύνδρομο Λίμα. Το όνομα προέρχεται από ένα περιστατικό που συνέβη στο Περού το 1996 όταν αντάρτες εισέβαλλαν σε πάρτι γενεθλίων για τον Ιάπωνα αυτοκράτορα Ακιχίτο, που δινόταν στο σπίτι του Ιάπωνα πρέσβη. Σε λίγες ώρες, οι περισσότεροι όμηροι αφέθηκαν ελεύθεροι, καθώς και ορισμένοι υψηλόβαθμοι.
Πηγές
https://daily.jstor.org/stockholm-syndrome/
https://www.thoughtco.com/what-is-stockholm-syndrome-973324
https://en.wikipedia.org/wiki/Stockholm_syndrome
https://www.newyorker.com/magazine/1974/11/25/the-bank-drama
https://en.wikipedia.org/wiki/Norrmalmstorg_robbery
Neel Burton, M.D. «What Underlies Stockholm Syndrome?» Psychology Today.
Stacy Conradt . «The Bank Robbery Behind Stockholm Syndrome.» Mental Floss.
Elizabeth Smart «Biography.» Biography.com. A&E Television Networks.