εξώφυλλο: Μάχη της Legnica _ απεικόνιση από τον θρύλο της Saint Hedwig: «Εδώ ο Δούκας Ερρίκος, ο γιος της Αγ. Χέντβιχ, μάχεται με τους Ταρτάρους στο πεδίο που λέγεται Βάλστατ«. See page for author / Public domain
copyright ©μετάφραση – επιμέλεια Χείλων
Η μάχη της Λέγκνιτσα (Πολωνικά: Legnicą) γνωστή και ως μάχη του Λίγκνιτζ (Γερμανικά: Liegnitz) ή μάχη του Βάλστατ (Γερμανικά: Wahlstatt), ήταν η σύγκρουση μεταξύ Μογγολικής Αυτοκρατορίας και Ευρωπαϊκών συμμαχικών δυνάμεων στο Λεγκνίτσκιε Πόλε (Wahlstatt) πλησίον της πόλης Λέγκνιτσα στην επαρχία Σιλεσίας του βασιλείου της Πολωνίας στις 9 Απριλίου 1241.
Οι συμμαχικές δυνάμεις Πολωνών, Μοραβιανών και Γερμανών υπό την διοίκηση του Πολωνού δούκα Ερρίκου Β’ του Ευσεβούς της Σιλεσίας, με την υποστήριξη φεουδαρχών αριστοκρατών και ελάχιστων ιπποτών από στρατιωτικά τάγματα που εστάλησαν από τον Πάπα, προσπάθησαν να ανακόψουν την Μογγολική εισβολή στην Ευρώπη. Η μάχη έλαβε χώρα δύο μέρες πριν την νίκη των Μογγόλων επί των Ούγγρων στην μάχη του Μόχι.
Παρά την Μογγολική νίκη, αυτό ήταν το πιο προχωρημένο σημείο που επιτεύχθηκε στην Ευρώπη, αφού η πολιτική αποσταθεροποίηση της Μογγολικής αυτοκρατορίας οδήγησε στην υποχώρησή της.

Ερρίκος ΙΙ ο Ευσεβής (1192 – 9 Απριλίου 1241)
Ήταν γιος του Ερρίκου Ι του Γενειοφόρου και της Αγίας Χέντβιχ της Σιλεσίας. Το 1216 παντρεύτηκε την Άννα, κόρη του Ότο Ι της Βοημίας και το 1238 έγινε δούκας Κρακοβίας, Σιλεσίας και Πολωνίας.
Το 1222, υποστήριξε τον πατέρα του στην προσπάθεια να ενώσει την Πολωνία για να πολεμήσει ενάντια σε έναν από τους ιστορικούς εχθρούς της τον Κόνραντ Ι της Μαζόβια. Τον χειμώνα του 1233 μέχρι το 1234, συμμετείχε σε σταυροφορία κατά των Πρώσων με την ελπίδα ότι ο πατέρας του θα του παραχωρούσε τον έλεγχο της Μεγάλης Πολωνίας. Tον Ιούνιο του 1235 με το πέρας της εκστρατείας, ο Πάπας Γρηγόριος ΙΧ πήρε τον Ερρίκο ΙΙ υπό την προστασία του και τον διόρισε επίσημα διάδοχο του πατέρα του.
Μετά το θάνατο του πατέρα του στις 19 Μαρτίου 1238, χρίζεται δούκας της Κρακοβίας, Σιλεσίας και Μεγάλης Πολωνίας, κληρονομώντας μια τεράστια περιοχή, το μέγεθος της οποίας τον ανησυχούσε όσον αφορά στην διατήρηση της ενότητας. Για να γίνει αυτό, προσπάθησε με κάθε τρόπο να έχει πάντα στο πλευρό του την αριστοκρατία, αφού χωρίς αυτούς, η ενωτική πολιτική που ξεκίνησε ο πατέρας του δεν θα μπορούσε υλοποιηθεί.
Ενάντια στις γειτονικές δυνάμεις, ξεκίνησε μια επεκτατική πολιτική η οποία το 1239, απέδωσε καρπούς με την επανάκτηση του Λούμπους και του Σάντοκ τα οποία είχε απολέσει το προηγούμενο έτος υπέρ του Βανδεμβούργου. Την ίδια χρονιά, εκδήλωσε την υποστήριξή του στον Πάπα που συμμετείχε στη σύγκρουση κατά του Φρειδερίκου ΙΙ, χωρίς να σταματήσει να επεκτείνει περαιτέρω τα εδάφη του.
Στα τέλη όμως του 1239 έχασε και πάλι το Σάντοκ αφού ηττήθηκε προηγουμένως στο Λούμπους και το 1241 σκοτώθηκε στη μάχη της Λέγκνιτσα από τους Μογγόλους εισβολείς. Με το θάνατό του ξεκίνησε μια σειρά από τοπικές εξεγέρσεις και το όνειρό του για ενοποίηση της Πολωνίας έληξε άδοξα.
Παρά την σύντομη βασιλεία, στην Πολωνική ιστορία ο Ερρίκος ΙΙ ο Ευσεβής εξακολουθεί να θεωρείται ως παράδειγμα αγνού Χριστιανού Ιππότη, του οποίου τα λαμπρά επιτεύγματα διακόπηκαν από απρόσμενο θάνατο.

Όρντα Χαν (1204 – 1280)
Ο Όρντα Ίχεν ήταν Χαν της Μογγολικής Αυτοκρατορίας, μεγάλος στρατηγός, στρατιωτικός ηγέτης, ιδρυτής του Χανάτου της Λευκής Ορδής και μεγαλύτερος γιος του Τζότσι Χαν πρεσβύτερου γιου του Τζένγκις Χαν. Υπηρέτησε ως στρατηγός κατά την μεγάλη επέκταση της Μογγολικής αυτοκρατορίας και μετά το θάνατο του πατέρα και του παππού του κληρονόμησε τεράστιες περιοχές και στρατούς ανατολικά του Βόλγα. Ξεκινώντας από τη λίμνη Μπαλκάς ίδρυσε το Χανάτο της Λευκής Ορδής μαζί με τον μικρότερο αδερφό του Μπατού Χαν, ο οποίος αφού κληρονόμησε τα εδάφη δυτικά του ποταμού Βόλγα, σχημάτισε το Χανάτο της Μπλέ Ορδής κατά τη διάρκεια εφόδων στην Ευρώπη.
Στην εισβολή που είχε προγραμματιστεί το 1235 από τον Μεγάλο Χαν Ογκεντέι Όρντα, ηγήθηκε της Λευκής Ορδής, υπηρετώντας τον Μπαϊντάρ Χαν και τον Καϊντού Καν. Οι έφοδοι του ξεκίνησαν το 1241 στην Κρακοβία και την Λιθουανία, ισοπεδώνοντας πόλεις από την περιοχή της Βαλτικής στη Βοημία. Μετά τη νίκη στην Λέγκνιτσα οι κατακτήσεις ήταν όλο και πιο παρακινδυνευμένες, αφού είχαν υψηλό ανθρώπινο κόστος, ειδικά στην Ουγγαρία και την Μοράβια για την αντιμετώπιση του Μπέλα IV. Κατόπιν κατευθύνθηκε νότια στην Κροατία κυνηγώντας τον βασιλιά Μπέλα, ο οποίος είχε βρει καταφύγιο σε ένα μυστικό φρούριο στη Δαλματία. Μετά τη λεηλασία κάποιων πόλεων της Κροατίας και αφού έφτασε στις ακτές της σημερινής Αλβανίας, αποφάσισε να επιστρέψει στο Καρακορούμ λόγω θανάτου του Ογκεντέι για την διαδικασία ανάδειξης του Μεγάλου Χαν από το Κουρουλτάι.

Η επέκταση της Μογγολίας μετά τον θάνατο του Τζένγκις Χαν
Όταν πέθανε το 1227 ο Τεμουτζίν (Τζίνγκις Χαν σε παράφραση=Τζένγκις Χαν) η αυτοκρατορία της Μογγολίας εκτεινόταν από την Κασπία Θάλασσα, μέχρι την θάλασσα της Ιαπωνίας, ενώ η Καμπούλ ήταν το νοτιότερο σημείο και η Σιβηρία το βορειότερο. Είναι αξιοσημείωτο ότι όταν ο Τεμουτζίν εκλέχτηκε Μέγας Χαν, οι νομάδες τον ονόμασαν Τζίνγκις, που σημαίνει «Ωκεανός» για να τονίσουν το μεγαλείο του και το εύρος της εξουσίας του που εκτεινόταν από την λίμνη Βαϊκάλη και την έρημο Γκόμπι και επιπλέον ήταν η πρώτη φορά που ο νομαδικός λαός της Μογγολίας ήταν ενωμένος, σε ένα κυρίαρχο έθνος, το Μογγολικό, το οποίο μέχρι τότε ήταν μια ασήμαντη εθνότητα μεταξύ πολλών άλλων στη βορειοανατολική Ασία.
Αυτό ήταν μόνο η αρχή, αφού τις επόμενες δύο δεκαετίες, ο Τζένγκις Χαν θα ενσωμάτωνε κατά σειρά τους Κιργίσιους, τους Ουιγούρους, τους Ταγκούτ και τους Θιβετιανούς, το Χρυσό Βασίλειο του Τσίν στη βόρεια Κίνα, την Περσική Χορασμία και τα Μουσουλμανικά βασίλεια του Ιρανικού οροπεδίου. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, οι στρατηγοί του Σουμπουτάι και Γκέμπε προχώρησαν πέρα από τα σύνορα των χωρών της Δύσης: στο βορειοδυτικό Ιράν έφτασαν στο Χαμαντάν, την αρχαία Αχαιμενιδική πρωτεύουσα Εκβάτανα, επιβάλλοντας την απότιση τιμών στον Χαλίφη της Βαγδάτης. Στη νότια Ρωσία, πέτυχαν το 1223 αποφασιστική νίκη επί των Κουμάνων Τούρκων και των Ρώσων στην Καλκά και το επόμενο έτος στο Δνείπερο.

Για πρώτη φορά δεν υπήρξε μείωση στην έκταση της Μογγολίας μετά το θάνατο του ιδρυτή της. Ο Τζένγκις Χαν είχε αρκετό χρόνο για να ρυθμίσει τα θέματα διαδοχής και παρά τα πολλά παιδιά και εγγόνια, δεν υπήρξαν εμφύλιοι πόλεμοι για να στερήσουν δύναμη και πόρους. Κληρονόμος της ανώτατης εξουσίας ήταν ο τρίτος γιος, ο Ογκεντέι Χαν, ενώ οι άλλοι ανέλαβαν από ένα τμήμα της αυτοκρατορίας, που ήταν μια μεγάλη Συνομοσπονδία Κρατών υπό την εξουσία του Μεγάλου Χαν.
Ο Τολούι πήρε τη Μογγολία, ο Τσαγκατάι την Υπερωξιανή και την Κασγκαρία, ενώ ο Μπατού (γιος του Τζότσι του μεγαλύτερου γιου του Τζένγκις Χαν ο οποίος πέθανε λίγο πριν τον πατέρα του) πήρε τα περισσότερα δυτικά εδάφη (δυτικά του σύγχρονου Καζακστάν). Πέρα από την εξάπλωση, η Μογγολική κυριαρχία, η οποία βασιζόταν σε ενσωματώσεις εδαφών μέσω επιδρομών, εξελίχθηκε σε μια πραγματική παγκόσμια αυτοκρατορία με κεντρική διοίκηση, ενθαρρύνοντας τη συνοχή και αποτρέποντας τον σχηματισμό σατραπειών και αποσχιστικών τάσεων. Το εν λόγω κατόρθωμα είναι αξιοσημείωτο τόσο από πολιτικής όσο και στρατιωτικής άποψη, αφού οι αξιωματούχοι και οι διοικητές υπηρετούσαν σε μέρη απομακρυσμένα από την χώρα καταγωγής.
Αποφάσεις του Κουρουλτάι
Αμέσως μετά την κατάκτηση του Βασιλείου του Τσιν, που είχε μείνει ημιτελής από τον Τζένγκις, το 1235 αποτέλεσε την δεύτερη σημαντικότερη ημερομηνία στην ιστορία των Μογγόλων και του Συμβουλίου των Μογγόλων (Κουρουλτάι) μετά το 1206 όταν είχε εκλεγεί ο Τζένγκις Χαν. Η νέα συγκέντρωση των Χαν σηματοδότησε την αρχή μιας νέας μαζικής επεκτατικής φάσης, που περιλάμβανε τέσσερεις βασικούς άξονες: προς την Κορέα, την Νότια Κίνα, την Μέση Ανατολή και την Ανατολική Ευρώπη.
Στην Κορέα, οι Μογγόλοι εγκαταστάθηκαν το 1241, μετά από πέντε χρόνια πολέμου, ενώ στη Μέση Ανατολή ανέλαβαν την εξουσία εντός της Καυκάσιας ζώνης το 1239, αφαιρώντας την Γεωργία και την Αρμενία από τους παρακμάζοντες Σελτζούκους Τούρκους. Ωστόσο, εναντίον της δυναστείας Σόνγκ (Νότια Κίνα) θα χρειαστούν περισσότερα από 40 χρόνια αγώνα για να κατακτηθεί. Η επέκταση δυτικά ανατέθηκε στον Μπατού, στον οποίο δόθηκε ο μεγαλύτερος στρατός της Μογγολίας που συγκεντρώθηκε ποτέ αποτελούμενος από 140.000 άνδρες διαιρεμένους σε δεκατέσσερις τούμεν/tumen (Μογγολικές μεραρχίες των 10.000 πολεμιστών εκάστη). περισσότερες από τις μισές δυνάμεις αποτελούνταν από Τούρκους και Μογγόλους, οι οποίοι τελούσαν υπό Μογγολική διοίκηση. Οι άλλοι τρεις Χαν συμμετείχαν στην αποστολή αποστέλλοντας το ένα πέμπτο της δύναμής τους και τα παιδιά τους ως διοικητές του στρατιωτικού σώματος, ενώ η γενική διοίκηση ανατέθηκε στον Σουμπουτάι/Subutai βετεράνο και έμπειρο στρατηγό του Τζένγκις Χαν.

Η Μογγολική επέλαση
Οι Μογγολικές επιχειρήσεις ξεκίνησαν το 1236, με την κατάκτηση του Τουρκο-Μουσουλμανικού Βασιλείου της Μεγάλης Βουλγαρίας και των Ουκρανικών εδαφών του Κιπτσιάκ και του Κουμάν, για να εξασφαλίσουν τα νώτα τους και να διατηρήσουν επαφή με την Ανατολή. Το κύριο σώμα, με επικεφαλής τον Μπατού και τον Σουμπουτάι, ηγείτο της εκστρατείας προς την Βόρεια Ρωσία, της οποίας οι πλούσιες επαρχίες ήταν το δέλεαρ της περιοχής και επιπλέον ήταν και ταλαιπωρημένες από συνεχείς πολέμους. Ο Μπατού επιχείρησε κυρίως το χειμώνα, για να επισπεύσει την προώθηση του ιππικού του, διαβαίνοντας τα παγωμένα ποτάμια, «μια απόφαση που μόνο ένας Μογγόλος θα μπορούσε να έχει λάβει» σύμφωνα με τον ιστορικό Στέφεν Τέρνμπουλ.
Το στρατηγικό και αμυντικό κέντρο της περιοχής ήταν το Βλαντιμίρ, έδρα του Μεγάλου Δούκα Γιούρι ΙΙ. Το Δεκέμβριο οι Μογγόλοι λεηλάτησαν και κατέστρεψαν ολοσχερώς το Ριαζάν σε σημείο όπου «δεν έμεινε κανένα μάτι ανοιχτό για να θρηνήσει τους νεκρούς» και την Μόσχα (εκείνη την εποχή ήταν λίγο μεγαλύτερη από ένα χωριό) ενώ ο Γιούρι ΙΙ είχε οχυρωθεί στο Σιτ, εμπιστευόμενος τις ισχυρές οχυρώσεις της πρωτεύουσας. Το Βλαντιμίρ κατέληξε να πέσει το Φεβρουάριο του 1237 μετά από μια εβδομάδα πολιορκίας, κατά τη διάρκεια της οποίας «οι πέτρες έπεφταν σαν νερό από τον ουρανό» και στην σφαγή που ακολούθησε βρήκαν το θάνατο τα μέλη της οικογένειας του Μεγάλου Δούκα.
Μεταξύ των σημαντικών πόλεων, αυτή η οποία «άντεχε» ήταν μόνο το Νόβγκοροντ, από το οποίο οι Μογγόλοι, απείχαν λιγότερο από 100 χλμ., αλλά δεν είχαν χρόνο να φτάσουν πριν ξεπαγώσει το έδαφος το οποίο δυσχέραινε την κίνηση του ιππικού. Το μόνο σημαντικό γεγονός κατά την απόσυρση προς Νότο ήταν η διάρκειας επτά εβδομάδων πολιορκία του Κοζέλσκ στην Καλούγκα. Όπως επισημάνθηκε, ωστόσο, η χειμερινή εκστρατεία του Μπατού στη Ρωσία παραμένει η μόνη επιτυχημένη σε ένα δύσκολο και αντίξοο περιβάλλον.
Ο Μπατού αποσύρθηκε στη λεκάνη του Ντον, όπου ενώθηκε με τις δυνάμεις που ηγείτο ο γιος του Τολούι, Μανγκού, ο οποίος επιχειρούσε μεταξύ Βόλγα και Ντον. Οι επιχειρήσεις σταμάτησαν για λίγο, κυρίως λόγω εσωτερικών αντιδράσεων που σχετίζονταν με την αμφισβήτηση εξουσίας του Μπατού, από τον Κουγιούκ γιο του μεγάλου Χαν στην Μογγολία.
Η νέα επίθεση το 1240, η οποία διεξήχθη από τον Μανγκού, είχε ως στόχο τον νότιο τομέα και απέφερε την κατάκτηση του Τσέρνικοφ στο Βόρειο Κίεβο. Έπειτα ήταν η σειρά του Κιέβου να αλωθεί από τον Μπατού στις 6 Δεκεμβρίου 1240, μετά από πολιορκία. Η σφαγή που ακολούθησε ήταν τέτοια που ο χρονογράφος Τζον Πιάν ντελ Κάρπιν, που βρέθηκε έξι χρόνια αργότερα στα ερείπια μιας από τις πιο όμορφες πόλεις της Ρωσίας, ισχυρίστηκε ότι είδε «τα κρανία και τα οστά των νεκρών στους δρόμους». Η πτώση του ήταν το τέλος του μακρόχρονου και ευημερούντος Πριγκιπάτου που ιδρύθηκε τρεις αιώνες νωρίτερα από Σουηδούς Βίκινγκς, τους λεγόμενους Βαράγγους. Ο Μπατού ξεχειμώνιασε στα βορειοανατολικά των Καρπαθίων στη Γαλικία, επιλέγοντας τον επόμενο στόχο της επίθεσης.

Πτώση του Κιέβου και Μογγολική εισβολή (1169 – 1242)
Η Ουγγαρία ήταν πολύ κοντά και ανέκαθεν αποτελούσε το δυτικό όριο κατακτήσεων των νομαδικών αυτοκρατοριών, από τους Ούνους έως τους Μαγυάρους, αλλά ταυτόχρονα αποτελούσε προωθημένη βάση από την οποία ξεκινούσαν περαιτέρω κατακτήσεις στην Κεντρική Ευρώπη. Ήταν φυσικό επακόλουθο η πορεία που θα ακολουθούσαν οι Μογγόλοι, επειδή η εισβολή τους προκάλεσε κύμα προσφύγων στην Πολωνία, αλλά κυρίως στην Ουγγαρία, αφού ο Κουμάνος Χαν Κοτιάν είχε φέρει μαζί του 200.000 ψυχές, τις οποίες οι Μογγόλοι θεωρούσαν υπηκόους τους. Ο βασιλιάς Μπέλα IV είχε καλωσορίσει όχι μόνο τους Ρώσους πρίγκιπες που δεν είχαν αποδεχθεί την επικυριαρχία της Μογγολίας, αλλά και τους νομάδες φυγάδες, αποσκοπώντας στον εκχριστιανισμό τους. Επιπρόσθετα, η χώρα είχε αποδυναμωθεί λόγω ρήξης με τον Παπισμό και δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τους εισβολείς.
Στην Ευρώπη επικράτησε πανικός. Οι Μογγόλοι φαίνονταν ανίκητοι διαθέτοντας μοναδική ταχύτητα προέλασης, ικανότητες στην πολιορκία και αποτελεσματική στρατιωτική δομή, που ισοπέδωνε κάθε αντίπαλο που τολμούσε να τους αντιμετωπίσει σε μάχη. Επιπλέον, πραγματική δύναμη των Μογγόλων ήταν ο προσεκτικός σχεδιασμός των εκστρατειών και το στρατηγικό όραμα, που κληρονόμησαν από τον Τζένγκις Χαν.
Η φιλοξενία που δόθηκε από τους Ούγγρους στον Κοτιάν και τους Κουμάνους, προσέφερε στον Μπατού το πρόσχημα για εισβολή. Η διέλευση των Καρπαθίων από τον κύριο όγκο των Μογγόλων, αναμενόταν το χειμώνα και είχε ως στόχο την κατάληψη της Πέστ, ενώ ένα δεύτερο τμήμα με επικεφαλής τους Καϊντού και Τσαγκατάι είχε ως αποστολή την προστασία της δεξιάς πλευράς, εισβάλλοντας αιφνιδιαστικά στην Πολωνία, αφού οι Ευρωπαίοι δεν περίμεναν να εμφανισθεί στρατός στον παγωμένο Βιστούλα. Τέλος ένα άλλο τμήμα θα δρούσε βόρεια στην Λιθουανία και την Ανατολική Πρωσία. Οι Μογγόλοι επιτέθηκαν στο Σάντομιρ και συνέλαβαν τόσους πολλούς αιχμαλώτους που προκειμένου να μην διακινδυνεύσουν την επιχείρηση, προτίμησαν να επιστρέψουν στα σύνορα για να τους παραδώσουν και στη συνέχεια να συνεχίσουν την προέλαση.

Αυτή η υποχώρηση έδωσε στον Βοεβόδα της Κρακοβίας, που ενεργούσε για λογαριασμό του πρίγκιπα Μπόλεσλαφ του Αγνού, την ευκαιρία να συγκεντρώσει ένα μικρό στρατό και με επικεφαλής βαρύ ιππικό, να επιτεθεί αιφνιδιαστικά στον αντίπαλο. Όταν οι Μογγόλοι αντελήφθησαν ότι αντιμετώπιζαν ένα μικρό άγημα αντεπιτέθηκαν, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι οι αντίπαλοι Ιππότες είχαν εν τω μεταξύ διασκορπιστεί σε αναζήτηση λεηλασίας. Στο τέλος της ημέρας η νίκη ήταν για τους Μογγόλους οι οποίοι μπορούσαν πλέον ανενόχλητοι να συνεχίσουν στον ποταμό Βιστούλα.
Έχοντας υποστεί απώλειες από τις μάχες οι Μογγόλοι ενισχύονται και επιστρέφουν στην Πολωνία με μεγαλύτερο στρατό. Ενώ οι εισβολείς έφτασαν στο Σάντομιρ, οι Πολωνοί σταμάτησαν στο Χμελνίτσι/Chmielnick στο δρόμο προς την Κρακοβία. Οι Μογγόλοι επιτέθηκαν την αυγή στις 18 Μαρτίου 1241, ξεκινώντας μια σκληρή μάχη που κράτησε αρκετές ώρες, αλλά η συνεχής αναπλήρωση δυνάμεων των Μογγόλων κατέβαλλε τους εξουθενωμένους Πολωνούς οι οποίοι αναγκάστηκαν σε υποχώρηση και όπως αναφέρει ο χρονικογράφος Γιάν Ντλούγκοζ: «Κάποιοι έφτασαν στην κάλυψη που προσέφεραν τα δάση και γνωρίζοντας το έδαφος δραπέτευσαν, αλλά η πλειονότητα βρήκε ένδοξο θάνατο υπερασπιζόμενη την χώρα και την πίστη τους».
Ο δρόμος για την Κρακοβία ήταν ανοιχτός για τους Μογγόλους, που μπήκαν στην Παλμ στις 24 Μαρτίου, χωρίς να συναντήσουν αντίσταση αφού η πόλη ήταν άδεια. Ο πρίγκιπας και η οικογένειά του είχαν φύγει στην Ουγγαρία, ενώ οι κάτοικοι ήταν κρυμμένοι στους βάλτους και τα δάση. Οι Μογγόλοι αφού πυρπόλησαν την πόλη συνέχισαν δυτικά καταλαμβάνοντας Πολωνικά εδάφη. Το επόμενο εμπόδιο ήταν ο ποταμός τον οποίο διέσχισαν μαζικά με σχεδίες ή κολυμπώντας, εστιάζοντας πλέον στο Βρόκλαβ.
Η εμπροσθοφυλακή των Μογγόλων αρχικά αιφνιδιάστηκε από ένα άγημα του Δούκα του Μιέτσισλαβ, αλλά η άφιξη του μεγαλύτερου μέρους των Μογγολικών δυνάμεων ανάγκασε τους Χριστιανούς να αναδιπλωθούν και να ενωθούν με τις δυνάμεις του Ερρίκου ΙΙ, ο οποίος είχε εγκαταλείψει την πρωτεύουσα Βρόκλαβ/Wroclaw προκειμένου να συγκροτήσει έναν συνασπισμό από τις σημαντικότερες δυνάμεις για να αντιμετωπίσουν τους Μογγόλους. Σε αυτόν προσχώρησαν τα στρατεύματα της Σιλεσίας, της Πολωνίας και της Μοραβίας, καθώς και Τεύτονες Ιππότες. Για να ενισχύσει δε περαιτέρω το στρατό του, στρατολόγησε μεταλλωρύχους από τα χρυσωρυχεία της περιοχής και κατόπιν μετέβη στην Λέγκνιτσα όπου ανέμενε τις δυνάμεις του Βεντσεσλάβου της Βοημίας, που αριθμούσαν 50.000 άνδρες.
Όπως στην Κρακοβία, οι Μογγόλοι βρήκαν το Μπρέσλαου όχι μόνο χωρίς κατοίκους, αλλά και χωρίς οτιδήποτε θα μπορούσε να τους φανεί χρήσιμο. Οι κάτοικοι, στην πραγματικότητα, είχαν κάψει ολόκληρη την πόλη και όσοι δεν είχαν δραπετεύσει είχαν οχυρωθεί στο κάστρο. Η πιθανότητα να επιτεθούν στο τελευταίο απορρίφθηκε μόλις πληροφορήθηκαν τις κινήσεις του Ερρίκου στη Δύση. Ο τελευταίος ήλπιζε να συναντήσει τον Βεντσεσλάβο πριν την άφιξη των Μογγόλων, οπότε ήταν αναγκασμένος να παραμείνει στο πεδίο, ενόσω οι Μογγόλοι συγκέντρωναν τις δυνάμεις τους.

Το Πολωνικό ιππικό
Είναι γνωστό ότι βασικό όπλο των Ευρωπαίων ιπποτών ήταν το ξίφος και το δόρυ. Εκτός όμως από αυτά, το οπλοστάσιο περιελάμβανε μια σειρά από μικρά όπλα όπως ξιφίδια, τσεκούρια, σφυριά, και πολλά άλλα. Το Πολωνικό ιππικό δεν διέφερε πολύ στον εξοπλισμό από εκείνον της υπόλοιπης Ευρώπης και το ξίφος που χρησιμοποιείτο ήταν ίσιο, με λεπίδα μήκους 80-120 εκ. και βάρος 1,0-1,8 κιλά, ενώ το δόρυ, είχε μήκος 3,5 – 4,5 μέτρα, γωνιακή αιχμή και αντίβαρο στο πίσω άκρο. Ο αμυντικός εξοπλισμός περιλάμβανε την πανοπλία η οποία προστάτευε ολόκληρο το σώμα του ιππότη και ενίοτε το άλογό του.
Την παραμονή της μάχης με τους Μογγόλους, η διάταξη και ο ρόλος του Πολωνικού ιππικού στην Πολωνία δεν είχε σημαντικές αλλαγές. Για να κατανοήσει ο αναγνώστης την εικόνα του στρατού εκείνης της εποχής, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τις λειτουργίες συγκεκριμένων κοινωνικών τάξεων καθώς και το καθεστώς της στρατιωτικής θητείας. Ο πρώτος τύπος θητείας ανήκε στους στρατιώτες (ευγενείς όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη) ενώ οι άλλοι δύο στους πολίτες και αγρότες. Αυτή η περίοδος έχει μελετηθεί ελάχιστα από τους ιστορικούς, αλλά η μάχη της Λέγκνιτσα είναι τόσο πλούσια σε εικονογραφία που μπορούμε να κάνουμε μερικές εκτιμήσεις. Η πανοπλία ενός απλού στρατιώτη είχε αλλάξει ελάχιστα, αλλά η αντίστοιχη των ιπποτών ενισχύθηκε με στοιχεία από σίδηρο και μεγάλα διακοσμημένα κράνη. Επί παραδείγματι ο Λέσεκ ΙΙ ο Μέλας/Leszek Czarny, ο οποίος πέθανε το 1288, απεικονίζεται στην ταφόπλακα του στην Κρακοβία με πλήρη πανοπλία.
Οι Πολωνικές τακτικές στο πεδίο της μάχης ήταν απλές. Οι Ιππότες παρέμεναν σε κλειστό σχηματισμό με το πεζικό πλευρικά και μετά την αρχική βολή από τους τοξότες άρχιζαν την επίθεση. Σε περίπτωση που ο επικεφαλής έχανε τον έλεγχο της μονάδας του η πιθανότητα πανικού ήταν μεγάλη και η μάχη μπορούσε να χαθεί.
Η μάχη στην Λέγκνιτσα εμπλούτισε τον στρατηγικό ορίζοντα του Πολωνικού ιππικού, το οποίο ωστόσο είχε κατανοήσει την σημασία της κινητικότητας στους πολεμικούς σχηματισμούς, προσπαθώντας να μην παρεκκλίνει από τις τακτικές της Δυτικής Ευρώπης, επιχειρώντας ένα μείγμα τακτικής, το οποίο δεν διερευνήθηκε πλήρως από τους ιστορικούς.

Οι αντίπαλες δυνάμεις
Οι σύγχρονοι ιστορικοί ισχυρίζονται ότι «υπήρχαν πολλές Μογγολικές μονάδες, καθεμία από τις οποίες από μόνη της, ήταν μεγαλύτερη αριθμητικά από ολόκληρο τον Πολωνικό στρατό». Αλλά στην πραγματικότητα, οι Μογγόλοι ήταν λιγότεροι και είναι πιθανό ότι αν έφθανε ο Βεντσεσλάβος, δεν θα είχαν καμία ελπίδα. Επιπλέον, ο Ντλούγκοζ γράφει ότι ο Όρντα ανέπτυξε το στρατό του σε τέσσερις γραμμές. Η πραγματική δύναμη του Ερρίκου ήταν μέχρι 10.000 άνδρες, αριθμός ο οποίος δεν παρείχε καμία εγγύηση μπροστά στις Μογγολικές μεραρχίες (τούμεν) ειδικά σε μια τοποθεσία, όπως η περιοχή που απροσδόκητα επέλεξε ο Πρίγκηπας, η οποία ευνοούσε την δυναμική του Μογγολικού ιππικού.
Το γεγονός ότι οι Πολωνοί ήταν περισσότεροι, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ξεκίνησαν την μάχη με κατά μέτωπο επίθεση, κάτι που δεν θα τολμούσαν αν υστερούσαν αριθμητικά. Σύμφωνα με το χρονικό ενός Φραγκισκανού μοναχού, το οποίο βρέθηκε το 1960, ο στρατός υπό τις διαταγές του Όρδα δεν υπερέβαινε τους 10.000 άνδρες.
Ανάπτυξη δυνάμεων
Στις 9 Απριλίου, ο Αρχιδούκας έφτασε στην Λέγκνιτσα συνοδευόμενος από έναν ζοφερό οιωνό, καθώς μια πέτρα ξεκόλλησε από μια εκκλησία και παραλίγο να τον χτυπήσει. Κινήθηκε προς την πόλη και παρατάχθηκε με τον στρατό του Βάλστατ/Wahlstatt αναπτύσσοντάς τον, σύμφωνα με τον Ντλούγκοζ, σε τέσσερις συνεχόμενες γραμμές κατά μήκος του ποταμού Νίσα. Στην πρώτη σειρά βρίσκονται οι μαχητές από τη Γερμανία και άλλα μέρη της Ευρώπης, με την υποστήριξη μερικών τμημάτων μεταλλωρύχων υπό τον Μπόλεσλαβ της Μοραβίας. Οι δυο επόμενες γραμμές σχηματίστηκαν από τους Πολωνούς ιππότες της Κρακοβίας υπό τον Σουλισλάβο και το σώμα στρατού από το Οπόλε υπό τον Μιέσκο, ακολούθησαν οι Τεύτονες Ιππότες, ενώ ο Ερρίκος παρατάχθηκε στις εφεδρείες μαζί με τους ιππότες της Σιλεσίας και ενός μικρού αγήματος μισθοφόρων.
Οι Μογγόλοι, από την πλευρά τους, επέλεξαν σχηματισμό «Τ» στον οποίο οι αποστάσεις μεταξύ των τμημάτων μικτού του ελαφρού ιππικού και ιπποτοξοτών ήταν μεγάλες έτσι ώστε να επιτρέπουν τους κυκλωτικούς ελιγμούς, τυπικό στοιχείο της τακτικής τους. Επικεφαλής των Μογγόλων ήταν ο Όρντα Χαν, ο Μπαϊντάρ γιός του Τσαγκατάι Χαν και ο Καντάν γιός του Ογκεντέι Χαν.

Η μάχη
Σύμφωνα με την περιγραφή της μάχης από τον Τζέιμς Τσέιμπερς, το Σιλεσιανό ιππικό ξεκίνησε την μάχη με την εμπροσθοφυλακή (manguadai) του Μογγολικού στρατού. Αφού οι Σιλεσιανοί αποκρούστηκαν, το ιππικό της Μεγάλης Πολωνίας, υπό τον Σουλισλάβο και το ιππικό από το Οπόλε επιτέθηκαν στους Μογγόλους. Η εμπροσθοφυλακή των Μογγόλων υποχώρησε, παρακινώντας το συμμαχικό ιππικό να τους καταδιώξει, διαχωρίζοντας τους από το Πολωνικό πεζικό. Παρόλο όμως που η εμπροσθοφυλακή διέφυγε, το ελαφρύ ιππικό των Μογγόλων υπερφαλάγγισε τις Πολωνικές δυνάμεις, χρησιμοποιώντας προπέτασμα καπνού για να αποκρυφτούν οι κινήσεις των Μογγόλων και να προκληθεί σύγχυση στους Ευρωπαίους. Ενόσω το Μογγολικό ελαφρύ ιππικό πραγματοποιούσε επιθέσεις πλευρικά και το βαρύ ιππικό μετωπικά, οι τοξότες του Μογγολικού στρατού επιτίθεντο στις Πολωνικές δυνάμεις με βέλη.
Ο Έρικ Χίλτινγκερ σημειώνει πως ο στρατός του Μπόλεσλαβ ηγήθηκε της επίθεσης, αντί των Σιλεσιανών. Προσθέτει πως όταν το Πολωνικό ιππικό ξεκίνησε την καταδίωξη ενόσω οι Μογγόλοι προσποιούνταν υποχώρηση, ένας ιππότης φώναξε «Τρέξτε! Τρέξτε!» (στα Πολωνικά) στις Πολωνικές δυνάμεις, μπερδεύοντας τον Μιέσκο, ο οποίος διέταξε το σώμα του Οπόλε να υποχωρήσει από την μάχη. Αυτή η υποχώρηση ανάγκασε τον Ερρίκο να διατάξει τις δυνάμεις του και το ιππικό να προχωρήσουν στην μάχη.

Οι Μογγόλοι πέτυχαν σε μεγάλο βαθμό στην μάχη εξαιτίας των προσποιήσεων τους. Όταν οι Ευρωπαίοι ιππότες αποσπάστηκαν από το κύριο σώμα των συμμαχικών δυνάμεων για να καταδιώξουν τους διαφυγόντες Μογγόλους, οι εισβολείς είχαν την δυνατότητα να διαχωρίσουν τους ιππότες από το πεζικό των Ευρωπαίων και να τους νικήσουν έναν προς έναν.
Η μάχη περιγράφεται και στα Χρονικά του Γιαν Ντλούγκοζ, αν και αυτά γράφηκαν τον 15ο αιώνα. Ο στρατός του Ερρίκου ΙΙ καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά – ο Ερρίκος και ο Μπόλεσλαβ της Μοραβίας σκοτώθηκαν και οι υπολογισμοί των απωλειών υπολογίζονται μεταξύ 2.000 και 40.000, κατ’ ουσία ολόκληρος ο στρατός. Ο Μέγας Επικεφαλής των Ναϊτών Πονς ντ’ Αμπόν ανέφερε στον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΧ της Γαλλίας πως ο στρατός έχασε 500 άνδρες, τόσο στη Λέγκνιτσα όσο και σε μεταγενέστερες εκστρατείες σε τρία χωριά Ναϊτών και δύο «πύργους» μεταξύ αυτών εννέα αδελφοί, τρεις ιππότες, και δύο λοχίες. Σε αυτό τον αριθμό πιθανώς περιλαμβάνονταν και χωρικοί. Οι απώλειες των Μογγόλων είναι άγνωστες, αλλά ήταν αρκετές για να τους αποτρέψουν να επιτεθούν στον στρατό της Βοημίας.
Οι Μογγόλοι έκοψαν το δεξί αυτί από κάθε ηττημένο Ευρωπαίο για να μετρήσουν τους νεκρούς. Υποθετικά γέμισαν εννέα σάκους, αν και η αξιοπιστία του συμβάντος είναι η ίδια με τις Ευρωπαϊκές αναφορές για τον αριθμό των Μογγόλων. Ο Ερρίκος χτυπήθηκε και αποκεφαλίστηκε ενώ προσπαθούσε να ξεφύγει από το πεδίο της μάχης μαζί με τρεις φρουρούς του και οι Μογγόλοι παρέλασαν με την κεφαλή του σε κοντάρι στην πόλη της Λέγκνιτσα.

Στην περιοχή, οι Μογγόλοι δεν προχώρησαν περαιτέρω, κατευθυνόμενοι προς τη Μοραβία για να επανενταχθούν στον στρατό του Μπατού. Βασικός στόχος της προώθησης προς δυσμάς ήταν η Ουγγαρία η οποία εκείνη την εποχή είχε μεταφέρει τον κύριο όγκο στρατού, στον ποταμό Βιστούλα κοντά στο Χαλίζ. Στην πορεία προς το Πέστ, ο Μπατού είχε χωρίσει το στρατό του σε τέσσερα τμήματα, δύο ακραίες πτέρυγες προς Βορρά και Νότο και δύο κεντρικά τμήματα, αντίστοιχα μέσω Γαλικίας, Μολδαβίας και Τρανσυλβανίας. Συγκεντρωμένοι κοντά στην πρωτεύουσα, οι Μογγόλοι ήλθαν σε επαφή με τον στρατό αρωγής του Μπέλα, αλλά αυτός απέφυγε την σύγκρουση οπισθοχωρώντας ανατολικά. Εννέα ημέρες αργότερα και σύμφωνα με την παράδοση, δύο ημέρες μετά τη μάχη της Λέγκνιτσα, κοντά στο χωριό Μόχι οι Ούγγροι «πιάστηκαν» στον ύπνο από τους Μογγόλους και ακολούθησε σφαγή, από την οποία μετά βίας δραπέτευσε ο βασιλιάς. Μετά το Πέστ ο Μογγολικός στρατός σταμάτησε για ανεφοδιασμό και ανασυγκρότηση πριν βαδίσει προς την Βιέννη που ήταν ο επόμενος στόχος.
Κατά την διάρκεια της Μογγολικής ανάπαυλας, ο Μπέλα δεν κατόρθωσε, παρά τις προσπάθειές του, να συνεγείρει τον Χριστιανισμό σε μια σταυροφορία για να αντιμετωπίσει τους εισβολείς. Ο Πάπας ήταν απασχολημένος στις διαμάχες του με τον αυτοκράτορα αρνούμενος να συμμετάσχει σε μια σταυροφορία για μια περιοχή που δεν ήταν Ιταλική, αφού θεωρούσε ως πραγματικό εχθρό της πίστης τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο ΙΙ. Η έκκληση απευθύνθηκε στους Τεύτονες Ιππότες, αλλά αυτοί προτίμησαν να επιλέξουν έναν εχθρό θεωρητικά πιο συμβατό με τα συμφέροντά τους στην περιοχή της Βαλτικής – Νόβγκοροντ της Ρωσίας. Τελικά, υπέστησαν μια μεγαλοπρεπή ήττα στη μάχη της λίμνης Πέιπους από τον πρίγκιπα Νέβσκι.

Μετά την ένωση του με τον Καϊντού, η μόνη έννοια του Μπατού για τον χειμώνα ήταν το πάγωμα του Δούναβη για να συνεχίσει την εκστρατεία. Ο Χαν αφίχθηκε στο Ζάγκρεμπ και κατέστρεψε σχεδόν τα πάντα στις ακτές της Αδριατικής Θάλασσας, κοντά στο Σπλιτ, στην προσπάθειά του να φτάσει στον Ούγγρο βασιλιά, ενώ η δεξιά του πτέρυγα πίεζε προς την κατεύθυνση της Βιέννης. Αλλά τον Φεβρουάριο του 1242 ήρθαν τα νέα για το θάνατο του μεγάλου Χαν Ογκεντέι που πέθανε τον περασμένο Δεκέμβριο, γεγονός που άνοιξε το ζήτημα της διαδοχής. Ο Μπατού έπρεπε να παρουσιαστεί στο Κουρουλτάι και δεν είχε άλλη επιλογή από το να εγκαταλείψει τις βλέψεις του για την Ευρώπη.
Οι φιλοδοξίες του, ωστόσο διαψεύστηκαν από την εκλογή του Γκουγιούκ, τον οποίο ο Μπατού ουδέποτε αναγνώρισε, προτιμώντας να επιστρέψει στη διοίκηση των αυτόνομων Δυτικών Εδαφών, στα οποίες περιλαμβάνονταν πλέον οι Ρωσικές ηγεμονίες με πρωτεύουσα το Σαράι στο Βόλγα. Το Μογγολικό Κράτος ονομάστηκε από τους Ευρωπαίους Χρυσή Ορδή, από το χρώμα των Μογγολικών σκηνών. Πέρα από τα Ρωσικά εδάφη, περιελάμβανε μια μεγάλη περιοχή που αντιστοιχεί στο σημερινό Καζακστάν, το οποίο σταδιακά εντάχθηκε στο Τουρκικό και το Ισλαμικό κράτος. Διοικούμενο σωστά επί έναν αιώνα, αντιμετωπίζοντας την επιστροφή του Δουκάτου της Μοσκοβίας και την επιθετικότητα του Ταμερλάνου, με την πάροδο του χρόνου, κατέληξε να διασπαστεί σε διάφορες Ορδές, οι οποίες βρίσκονταν συχνά σε πόλεμο μεταξύ τους και τελικά απώλεσε τον έλεγχο στα Ρωσικά εδάφη, τα οποία κατέληξαν να γίνουν ανεξάρτητα. Στην αυγή της σύγχρονης εποχής, ο Ιβάν IV ο Τρομερός επέφερε το τελικό πλήγμα στη μεγάλη Ορδή και τους Τατάρους της Κριμαίας όντας ο μοναδικός, από τον οποίο οι Μογγόλοι πήραν μια μικρή εκδίκηση επανακτώντας προσωρινά την πρωτεύουσα Μόσχα το 1571 όπου το Χανάτο της Κριμαίας επιβίωσε μέχρι το 18ο αιώνα, μέχρι τελικά να ενσωματωθεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Πηγές
http://www.arsbellica.it/pagine/medievale/Liegnitz/liegnitz_eng.html
PeterJackson «The Mongols and the West» 2005
The Annals of Jan Dlucosz