εξώφυλλο: Η Ιωάννα της Λωρραίνης στη στέψη του Κάρολου Ζ΄». Πίνακας του 19ου αιώνα του Ζαν Ογκύστ Ντομινίκ Ανγκρ Jean Auguste Dominique Ingres [Public domain], via Wikimedia Commons
Η δημοσίευση βασίζεται σε άρθρο του Joshua J. Mark που δημοσιεύθηκε στο World History Encyclopedia στις 28 Μαρ. 2019.
copyright © μετάφραση – επιμέλεια Χείλων
Η Ιωάννα της Λωρραίνης (Ζαν ντ’ Άρκ) ή Παρθένος της Ορλεάνης ήταν μία χωρική του Μεσαίωνα που επικαλούμενη θεϊκά οράματα, επηρέασε την έκβαση του Εκατονταετούς Πολέμου υπέρ της Γαλλίας. Γεννήθηκε στο Ντομρεμύ της Γαλλίας σε μία αγροικία, αλλά σε ηλικία 13 ετών και ενώ στεκόταν στον κήπο της οικίας της «ο Θεός της αποκάλυψε» ότι έπρεπε να οδηγήσει τους Γάλλους σε νίκη επί των Άγγλων και να εξασφαλίσει ότι ο Κάρολος VII (βασ. 1422-1461 μ.Χ.) θα στεφόταν βασιλέας της Γαλλίας στην πόλη Ρέμς.
Η Ιωάννα το 1429 πέτυχε την άρση πολιορκίας της Ορλεάνης και ο Κάρολος στέφθηκε βασιλέας στην Ρέμς τον Ιούλιο του ίδιου έτους μετά την εκστρατεία του Λίγηρα. Το 1430 συνελήφθη από τους Βουργουνδούς που ήταν σύμμαχοι των Άγγλων και πωλήθηκε στους δεύτερους. Οι Άγγλοι όμως δεν μπορούσαν να διώξουν μια γυναίκα που ισχυριζόταν ότι υπηρετούσε τον Θεό, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν τον ισχυρισμό της ότι μιλούσε με τον Θεό, διότι αυτό θα σήμαινε ότι ο Θεός ήταν με το μέρος των Γάλλων. Τελικά την καταδίκασαν ως αιρετική και την εκτέλεσαν δια πυράς (auto da fe ) τον Μάιο του 1431.
Η αρχική δίκη της Ζαν ντ’ Άρκ η οποία επαναλήφθηκε το 1452 μ.Χ., θεωρήθηκε άκυρη, η Ιωάννα της Λωρραίνης αποκαταστάθηκε και το 1456 αναγορεύτηκε σε μάρτυρα, ενώ στις 16 Μαΐου 1920 ανακηρύχθηκε Αγία από την Καθολική Εκκλησία και έκτοτε θεωρείται προστάτιδα της Γαλλίας.

Ο Εκατονταετής πόλεμος
Ο Εκατονταετής Πόλεμος (1337-1453) ήταν μια σύρραξη μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας που αφορούσε στην νόμιμη διαδοχή του Γαλλικού θρόνου.
Ο Γουλιέλμος ο Κατακτητής επικεφαλής της Νορμανδικής κατάκτησης, κυβέρνησε την Αγγλία από το 1066 – 1087 εγκαθιδρύοντας Γαλλική μοναρχία. Οι μεταγενέστεροι βασιλείς της Αγγλίας εξακολουθούσαν να έχουν περιουσίες και συμφέροντα στην Γαλλία και περιοδικά προέβαιναν σε ανάλογες ενέργειες διεκδικώντας τα δικαιώματά τους, αγνοώντας ταυτόχρονα την πολιτική ή τις επιθυμίες του Γάλλου βασιλιά. Οι εν λόγω ενέργειες οδήγησαν την Γαλλική μοναρχία, να προσπαθήσει να καταργήσει την εξουσία της Αγγλίας στη χώρα τους, ενώ οι Άγγλοι προσπαθούσαν να αυξήσουν την ισχύ που είχαν ήδη εκεί.

Το 1328, ο Κάρολος IV της Γαλλίας (βασ. 1322-1328) πέθανε, χωρίς να ορίσει άρρενα κληρονόμο. Η αδελφή του η Ισαβέλλα της Γαλλίας, διεκδίκησε τον Γαλλικό θρόνο για τον γιο της, Εδουάρδο III της Αγγλίας (βασ.1327-1377) αλλά η διεκδίκηση απορρίφθηκε επειδή ήταν γυναίκα και δεν επιτρεπόταν σε γυναίκες να προβάλλουν τέτοιες αξιώσεις. Ο θρόνος πέρασε στον εξάδελφο του Καρόλου τον Φίλιππο VI της Γαλλίας (βασ. 1328-1350) και η αντιπαλότητα των δύο μοναρχών (Εδουάρδου & Φιλίππου) πυροδότησε τελικά τον πόλεμο το 1337.
Ο πόλεμος αυτός καθ’ εαυτός, δεν ήταν μια μακρά διαρκής σύγκρουση, αλλά μια σειρά εκστρατειών, που διεξήχθησαν κυρίως στο Γαλλικό έδαφος και οι οποίες αποτελούνταν από εχθροπραξίες, ακολουθούμενες από εκεχειρία και το αντίστροφο. Οι σύγχρονοι ιστορικοί για λόγους μελέτης, έχουν διαιρέσει τον πόλεμο σε τρεις περιόδους. Η Ιωάννα της Λωρραίνης εμφανίζεται στην τελευταία περίοδο, γνωστή ως Πόλεμος του Λάνκαστερ (1415-1453 μ.Χ.) λόγω του ομώνυμου οίκου που κυριαρχούσε εκείνη την περίοδο στην Αγγλία.

Ο πόλεμος του Λάνκαστερ ξεκίνησε με την θριαμβευτική νίκη του Ερρίκου V της Αγγλίας (βασ. 1413-1422) στο Αζενκούρ όπου επικράτησε έναντι των υπεράριθμων Γαλλικών στρατευμάτων. Σημειώνεται ότι κατά την διάρκεια του Εκατονταετούς πολέμου, οι Αγγλικές νίκες ήταν πολύ περισσότερες από εκείνες των Γάλλων και σε αυτή την τελευταία φάση του πολέμου, φαινόταν ότι θα συνεχιζόταν αυτό το καθεστώς. Ο Ερρίκος V παντρεύτηκε την Αικατερίνη του Βαλουά, κόρη του Φίλιππου της Βουργουνδίας, δούκα της Νορμανδίας, σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης της Τρουά (1420) και μπορούσε πλέον να διεκδικήσει τον θρόνο της Γαλλίας. Ωστόσο, ο υπάρχων Γάλλος βασιλέας, Κάρολος VI (βασ.1380-1422) είχε άρρενα διάδοχο, τον νόθο Κάρολο VII, ο οποίος διατήρησε το δικαίωμά του στο θρόνο και κατάφερε να εξασφαλίσει την απαιτούμενη υποστήριξη.
Οι Αγγλικές νίκες συνεχίζονταν, ενώ οι οπαδοί του Καρόλου VII προσπαθούσαν να απωθήσουν τους Άγγλους από την Γαλλία και να νομιμοποιήσουν την εξουσία του, στέλνοντάς τον στην Ρέμς, μια πόλη που έλεγχαν τότε οι Βουργουνδοί σύμμαχοι των Αγγλικών. Ο Κάρολος ήλεγχε την πόλη Σινόν και οι συρρικνωμένες δυνάμεις του ηττώντο σε κάθε μάχη που έδιναν. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου εμφανίζεται η Ιωάννα της Λωρραίνης ανατρέποντας την μοίρα του Καρόλου και ολόκληρης της Γαλλίας.

Εφηβεία και οράματα
Η Ζαν ντ’ Άρκ γεννήθηκε το 1412 στο χωριό Ντομρεμύ και ήταν κόρη της Ισαμπέλ Ρομέ (1377-1458) και του Ζακ ντ’ Άρκ (1380-1440) οι οποίοι κατάγονταν από την Λωρραίνη. Οι γονείς της οι οποίοι ήσαν αγρότες κατείχαν περίπου 500 στρέματα γης και ο πατέρας της συμπλήρωνε το οικογενειακό εισόδημα απασχολούμενος περιστασιακά ως υπάλληλος του χωριού, συλλέγοντας φόρους. Ζούσαν σε ένα απομονωμένο τμήμα της ανατολικής Γαλλίας που παρέμενε πιστό στο Γαλλικό στέμμα, παρότι περιβαλλόταν από Βουργουνδικά εδάφη. Κατά τα παιδικά της χρόνια η Ιωάννα υπήρξε μάρτυρας διάφορων επιδρομών στο χωριό το οποίο κάποια στιγμή μάλιστα πυρπολήθηκε. Από μικρή ήταν πολύ πιστή και φιλάνθρωπη και συχνά παραχωρούσε το κρεβάτι της σε άστεγους ενώ εκείνη κοιμόταν στο τζάκι. Ήταν αναλφάβητη και οι επιστολές που συνέγραψε προέκυψαν κατόπιν υπαγόρευσης σε κάποιον άλλον.
Είχε δύο μεγαλύτερους αδελφούς ονόματι Ζακ και Ζαν και έναν μικρότερο αδελφό, καθώς και μία αδελφή τους Πιέρ και Κατρίν αντίστοιχα.

Στην δίκη της, τα αρχεία της οποίας αποτελούν την κύρια πηγή πληροφοριών για την ζωή της, ισχυρίστηκε ότι μια μέρα σε ηλικία 13 ετών, έλαβε ένα όραμα από τον Θεό στο οποίο εμφανίστηκαν στον κήπο του πατέρα της η αγία Αικατερίνη, ο αρχάγγελος Μιχαήλ και η αγία Μαργαρίτα και της είπαν να διώξει τους Άγγλους από τη Γαλλία και να εξασφαλίσει ότι ο δελφίνος θα στεφθεί βασιλιάς στο Ρέμς.
Παρ’ όλο που η Ιωάννα ουδέποτε αμφέβαλλε για το όραμά της, εντούτοις πέρασαν τρία χρόνια πριν ξεκινήσει την αποστολή της. Πιθανώς η οικογένειά της να την απέτρεπε ή ίσως δεν ήξερε πώς έπρεπε να προχωρήσει, αλλά αυτό αποτελεί εικασία, καθώς δεν υπάρχουν στοιχεία για το εν λόγω χρονικό διάστημα (1425-1428).
Σε ηλικία 16 ετών (1428) ζήτησε από έναν συγγενή της να την πάει στην κοντινή πόλη Βοκουλέρ όπου ζήτησε από τον τοπικό στρατιωτικό διοικητή Ρομπέρ ντε Μποντρικούρ να της διαθέσει ένοπλη συνοδεία για να επισκεφθεί το παλάτι στη Σινόν και να ζητήσει ακρόαση από τον βασιλιά. Εκείνος αρνήθηκε και την περιγέλασε αλλά εκείνη δεν πτοήθηκε. Επέστρεψε τον επόμενο Ιανουάριο και τελικά κατάφερε να κερδίσει την υποστήριξη δύο στρατιωτών, του Ζαν ντε Μετζ και του Μπερτράν ντε Πουλενζί οι οποίοι έπεισαν τον Μποντρικούρ να την ακούσει. Σε αυτή την συνάντηση έκανε και μία πρόβλεψη που βγήκε αληθινή, αφού προέβλεψε την ατυχή έκβαση της μάχης του Ρουβρέ κοντά στην Ορλεάνη αρκετές ημέρες πριν φτάσει ο αγγελιοφόρος με το σχετικό μήνυμα. Τελικά ο Μποντρικούρ και οι δύο στρατιώτες συνόδευσαν την Ιωάννα στην πόλη Σινόν για να συναντηθεί με τον βασιλέα, πείθοντάς την να ντυθεί με αντρικά ρούχα για λόγους ασφαλείας, διότι το ταξίδι ήταν επικίνδυνο αφού απαιτούσε να διασχίσουν εχθρικές περιοχές υπό τον έλεγχο των Άγγλων και των Βουργουνδών.

Πολιορκία της Ορλεάνης
Ο Κάρολος VII είχε ενημερωθεί για την επίσκεψη της Ιωάννας και θέλοντας να δοκιμάσει τις ικανότητές της, εμφανίσθηκε ως αυλικός, ενώ στην θέση του τοποθέτησε έναν από τους υπηρέτες του, θεωρώντας πως εφόσον είχε θεϊκό χάρισμα θα αναγνώριζε τον πραγματικό δελφίνο. Όταν η Ιωάννα εισήλθε στο παλάτι, πήγε κατευθείαν στον Κάρολο και του απευθύνθηκε ως διάδοχο και όταν αυτός διαμαρτυρήθηκε προσπαθώντας να την ξεγελάσει, αυτή επέμεινε. Αργότερα κατ’ ιδίαν, λέγεται ότι τον έπεισε για την αυθεντικότητα των ικανοτήτων της, αναφέροντας λόγια που είχε πει στις προσευχές του.
Όντας δύσπιστος και θέλοντας να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν μάγισσα που προσπαθούσε να ασκήσει κάποιο ξόρκι ή αιρετική, την ρώτησε για θέματα θρησκείας και διέταξε να εξετασθεί από Επιτροπή Κληρικών στο Πουατιέ και να ερευνηθεί το παρελθόν της. Η πεθερά του Κάρολου, Γιολάνδη της Αραγωνίας, διαβεβαίωσε για την παρθενία της Ιωάννας και τον Απρίλιο του 1429 η επίσημη απόφαση ήταν ότι επρόκειτο για μία κοπέλα «με άμεμπτο βίο, καλή Χριστιανή που εμφορείται από τις αρετές της ταπεινότητας, ειλικρίνειας και απλότητας». Παρ’ όλο που οι θεολόγοι απέφυγαν να βεβαιώσουν την θεϊκή προέλευση των οραμάτων της Ιωάννας και αρκέστηκαν να διατυπώσουν απλά μια «θετική πρώτη εντύπωση», αυτό ήταν αρκετό για να πεισθεί ο Κάρολος.

Όμως οι θεολόγοι επέμεναν να περάσει η Ιωάννα από δοκιμασία και πρότειναν στον Κάρολο να της ζητήσει να πραγματοποιήσει το όραμα που είχε δεχτεί όταν ήταν 13ετών και να άρει την πολιορκία στην Ορλεάνη όπως είχε προβλέψει. Έτσι η Ιωάννα πήρε την άδεια να συμμετάσχει σε μία αποστολή προς την Ορλεάνη (μία από τις λίγες πόλεις που είχαν μείνει πιστές στον διάδοχο, την οποία πολιορκούσαν οι Άγγλοι) που οργάνωσε η Γιολάνδη της Αραγωνίας η οποία για λόγους προστασίας δώρισε στην Ιωάννα πανοπλία, άλογο, λάβαρο και άλλα αντικείμενα που μετέφερε η συνοδεία της.
Οι προφητείες που «κυκλοφορούσαν» στη Γαλλία επί χρόνια, ανέφεραν ότι μια παρθένα με πανοπλία, από την περιοχή της Λωρραίνης θα έσωζε την χώρα και στην προκειμένη περίπτωση η Ιωάννα εκπλήρωνε την προφητεία ταξιδεύοντας με τον στρατό στην Ορλεάνη ντυμένη με πανοπλία. Παρόλο που μέχρι τότε δεν είχε σχέση με μάχες και δεν είχε συμμετάσχει σε εκστρατεία, η προφητεία ταυτίσθηκε τόσο έντονα με την παρουσία της, ώστε η πόλη την υποδέχθηκε ως ηρωίδα. Η Ιωάννα και οι δυνάμεις της εισήλθαν στην πόλη μέσω ενός διαδρόμου στον ποταμό Λίγηρα λίγα μίλια ανατολικά της Ορλεάνης εκμεταλλευόμενοι έναν ελεύθερο διάδρομο, αφού η πολιορκία των Άγγλων δεν ήταν κλειστή και διεξάγετο με διακοπές.

Η πολιορκία της Ορλεάνης διαρκούσε πέντε μήνες και οι Γάλλοι δεν είχαν κατορθώσει να την αποκρούσουν. Οι ιστορικοί διαφωνούν όσον αφορά στον ρόλο που διαδραμάτισε η παρουσία της Ζαν ντ’ Αρκ στην άρση της, επικαλούμενοι τις νέες τακτικές που χρησιμοποιήθηκαν τον Μάιο του 1429 και τον τρόπο με τον οποίο αμύνονταν οι υπερασπιστές, θεωρώντας ότι η παρουσία της δεν είχε τόσο μεγάλο αντίκτυπο όσο οι ισχυρισμοί των μύθων. Αυτός όμως ο συλλογισμός είναι ευλογοφανής, διότι μπορεί και έχει υποστηριχθεί ότι η άφιξη της Ζαν ντ’ Αρκ στην Ορλεάνη (ως εκπλήρωση της προφητείας) ενέπνευσε την αλλαγή τακτικής και την ξαφνική πίστη στην νίκη. Πρέπει να τονισθεί ότι η Ορλεάνη ήταν μια κεντρική πόλη με τεράστια στρατηγική και συμβολική σημασία, διότι εάν καταλαμβάνονταν, οι Γάλλοι πιθανότατα θα έχαναν τον πόλεμο.
Η Ιωάννα ανταποκρίθηκε άμεσα στον ρόλο της ως ηρωίδα, απευθύνοντας χαιρετισμό στους πολίτες της πόλης, ενώ κυκλοφορούσε καθημερινά ανάμεσά τους για να τους ενθαρρύνει, να ανυψώσει το ηθικό και να παραδώσει τρόφιμα και προμήθειες. Οι άνδρες που ήσαν επιφορτισμένοι με την υπεράσπιση της πόλης προσπαθούσαν συνήθως να την κρατούν έξω από τα πολεμικά συμβούλια, αλλά αυτή επέμενε, ισχυριζόμενη ότι εφόσον δεν μπορούσε να συμμετέχει, μπορούσε τουλάχιστον να ακούει.

Στα εν λόγω πολεμικά συμβούλια, προέτρεπε συνεχώς για άμεση δράση εναντίον των βασικών σημείων της Αγγλικής γραμμής και αγνοείτο, αλλά υπομονετικά συνέχισε να επιμένει ενθαρρύνοντας ταυτόχρονα τους υπερασπιστές και τονώνοντας το ηθικό. Τελικά αφού κατόρθωσε να συγκεντρώσει στράτευμα ηγήθηκε επίθεσης κατά των Άγγλων στο Σεντ Λούπ η οποία ήταν επιτυχής και την επόμενη ημέρα, υποστηριζόμενη από πολιτοφύλακες που είχαν ανταποκριθεί στο κάλεσμά της ενεπλάκη σε μία ακόμη νικηφόρα σύγκρουση. Κατόπιν οι Γάλλοι επιτέθηκαν και κατέλαβαν ένα Αγγλικό φρούριο στο μοναστήρι Λες Ογκουστίν και το επόμενο πρωί, στις 7 Μαΐου 1429 επιτέθηκαν στο κύριο Αγγλικό οχυρό Λε Τουρέλ. Εκεί η Ιωάννα τραυματίστηκε από βέλος ενώ κρατούσε το λάβαρό της και απομακρύνθηκε για λίγο από την μάχη αλλά σύντομα επέστρεψε για να εμψυχώσει τους στρατιώτες πριν την τελική επίθεση που σήμανε και την κατάληψη του φρουρίου. Η Ιωάννα αναγνωρίσθηκε από τους σύγχρονους μελετητές ως η ηρωίδα της μάχης. Την επόμενη ημέρα οι Άγγλοι σταμάτησαν την πολιορκία της Ορλεάνης. Η άρση της πολιορκίας θεωρήθηκε απόδειξη για το θεϊκό χάρισμα της Ιωάννας και σημαντικοί Γάλλοι ιεράρχες άρχισαν να την υποστηρίζουν. Αντίθετα, για τους Άγγλους οι νίκες της Ιωάννας ήταν απόδειξη ότι είχε καταληφθεί από τον διάβολο.

Δράση
Μετά την απελευθέρωση της Ορλεάνης, η Ιωάννα εισηγήθηκε στον Κάρολο VII ένα παράτολμο σχέδιο. Του πρότεινε να συνεχίσει την επιθετική στρατηγική και να φτάσει μέχρι την Ρεμς, με συνοδεία στρατού υπό την διοίκηση του Ιωάννη του Αλανσόν και της ίδιας, όπου θα στέφονταν βασιλιάς με τον παραδοσιακό τρόπο. Το σχέδιο ήταν παράτολμο διότι η Ρεμς απείχε διπλάσια απόσταση από το Παρίσι και μεσολαβούσε εχθρικό έδαφος. Οι Άγγλοι ανέμεναν ότι ο Κάρολος θα επιχειρούσε να ανακαταλάβει το Παρίσι ή θα έκανε επίθεση στη Νορμανδία.
Ο Ιωάννης του Αλανσόν και άλλοι στρατιωτικοί διοικητές επικρότησαν το σχέδιό της και την υποστήριξαν. Ανάμεσά τους ήταν και ο Ιωάννης του Ντυνουά που βλέποντας την επίδοσή της στην Ορλεάνη είχε γίνει υποστηρικτής της. Λίγο αργότερα στην πολιορκία του Ζαρζώ η Ιωάννα θα κέρδιζε ακόμα μεγαλύτερη υποστήριξη από τον Ιωάννη του Αλανσό καθώς του έσωσε τη ζωή προειδοποιώντας τον ότι επρόκειτο να τον χτυπήσει κανόνι. Στην ίδια πολιορκία δέχτηκε κι εκείνη χτύπημα στο κράνος προερχόμενο από πέτρα τείχους που εκσφενδονίστηκε μετά από έκρηξη. Οι Γάλλοι κατέλαβαν το Ζαρζώ στις 11 Ιουνίου, το Μαν σουρ Λουάρ στις 15 Ιουνίου και το Μποζανσί στις 17 Ιουνίου.

Την επόμενη ημέρα οι Άγγλοι υποχώρησαν από την κοιλάδα του Λίγηρα και κατευθύνθηκαν βόρεια όπου συναντήθηκαν με ενισχύσεις υπό την διοίκηση του Τζον Φάστοφ. Η Ιωάννα οδήγησε τον Γαλλικό στρατό ενάντια στους Άγγλους στη μάχη του Πατέ και τους κατατρόπωσε ενώ οι περισσότεροι Άγγλοι αξιωματικοί σκοτώθηκαν ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Ο Φάστοφ κατάφερε να ξεφύγει με μία μικρή ομάδα στρατιωτών και επιστρέφοντας στην Αγγλία μετατράπηκε σε αποδιοπομπαίο τράγο της καταστροφής. Οι Γάλλοι αντίθετα υπέστησαν ελάχιστες απώλειες. Στις 29 Ιουνίου οι Γάλλοι ανακατέλαβαν το Ζιάν και στις 3 Ιουλίου την Οσέρ. Άλλες πόλεις αποφάσισαν να υποστηρίξουν τον Γάλλο δελφίνο χωρίς μάχη και μόνο το Τρουά, το μέρος όπου υπογράφηκε η ομώνυμη συνθήκη, που επιδιώκοντας να στερήσει από τον Κάρολο το κληρονομικό του δικαίωμα στον Γαλλικό θρόνο, πρόβαλλε μικρή αντίσταση και έπεσε μετά από πολιορκία μόλις τεσσάρων ημερών. Ο Κάρολος εισήλθε νικητής στη Ρεμς στις 17 Ιουλίου 1429 και στέφθηκε επίσημα βασιλιάς της Γαλλίας.
Μετά την στέψη του Καρόλου όμως ακολούθησε μία σειρά από στρατιωτικά λάθη τα οποία οι περισσότεροι ιστορικοί αποδίδουν στον Μέγα Αρχιθαλαμηπόλο Ζορζ ντε λα Τρεμουάλ. Η Ιωάννα και ο Ιωάννης του Αλανσόν προέτρεψαν τον νεοεστεμμένο βασιλιά να σπεύσει να καταλάβει το Παρίσι πριν προλάβουν να οργανωθούν οι Άγγλοι αλλά οι βασιλικοί σύμβουλοι τον έπεισαν να διαπραγματευθεί ανακωχή με τον Φίλιππο ΙΙΙ δούκα της Βουργουνδίας με αποτέλεσμα να χαθεί χρόνος και να οργανωθεί η άμυνα του Παρισιού. Ο στρατός του Καρόλου βάδισε προς το Παρίσι δεχόμενος την παράδοση διάφορων πόλεων χωρίς μάχη αλλά οι Άγγλοι προέβαλαν αντίσταση στις 15 Ιουλίου στη μάχη του Μοντεπιλουά που έληξε αμφίρροπη.
Στις 8 Σεπτεμβρίου οι Γάλλοι επιτέθηκαν στο Παρίσι. Η Ιωάννα τραυματίστηκε στο πόδι από βαλλίστρα αλλά παρέμεινε στο πλευρό των στρατιωτών μέσα σε τάφρο μέχρις ότου την απομάκρυνε ένας από τους διοικητές. Το επόμενο πρωί ο Γαλλικός στρατός έλαβε εντολή να υποχωρήσει καθώς η κατάληψη του Παρισιού κρίθηκε αδύνατη. Τον Οκτώβριο η Ιωάννα και ο βασιλικός στρατός της Γαλλίας κατέλαβαν το Σεντ Πιέρ λε Μουτιέ ενώ τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο επιχείρησαν χωρίς αποτέλεσμα να καταλάβουν το Λα Σαριτέ σουρ Λουάρ.
Στις 29 Δεκεμβρίου ο βασιλέας Κάρολος VII απένειμε τίτλο ευγενείας στην Ιωάννα και την οικογένειά της και της απέδωσε οικόσημο.

Η επιφανής ιστορικός του Μεσαίωνα Κριστίν ντε Πιζάν (1364 – περ. 1430) η οποία έγραψε την ιστορία της Ζαν ντ’ Αρκ για να γιορτάσει την απελευθέρωση της Ορλεάνης (το πρώτο και μοναδικό λογοτεχνικό έργο που γράφτηκε προς τιμήν της Ιωάννας) αναφέρει ότι ήταν περιχαρής για την στέψη του βασιλέα. Ιστορικές καταγραφές της εποχής καταδεικνύουν ότι υπήρχε υψηλό ηθικό και αισιοδοξία μεταξύ των Γάλλων, καθώς φαινόταν ότι τελικά οι συνθήκες είχαν αντιστραφεί και η Γαλλία μπορούσε να κερδίσει τον ατελείωτο πόλεμο ο οποίος διαρκούσε επί σχεδόν έναν αιώνα.
Σύλληψη – αιχμαλωσία
Τους επόμενους μήνες η Ιωάννα της Λωρραίνης παρέμεινε ανενεργή καθώς βρισκόταν σε ισχύ ανακωχή ανάμεσα στους Γάλλους και τους Άγγλους. Στις 23 Μαρτίου 1430 απέστειλε απειλητική επιστολή στους Χουσίτες που πρόσβαλαν την Καθολική της πίστη, ενώ αργότερα έστειλε επιστολή στους Άγγλους με την προτροπή να εγκαταλείψουν την Γαλλία και να την ακολουθήσουν στην Βοημία για να πολεμήσουν τους Χουσίτες. Οι επιστολές της δεν έλαβαν απάντηση.

Όταν τον Μάιο έληξε η ανακωχή με τους Άγγλους η Ιωάννα μετέβη στην Κομπιέν που βρισκόταν υπό πολιορκία για να βοηθήσει. Στις 23 Μαΐου 1430 πιάστηκε αιχμάλωτη από Βουργουνδούς μετά από ενέδρα ενώ βρισκόταν σε αποστολή κατάληψης του Αγγλικού στρατοπέδου στο Μαρνί βόρεια της Κομπιέν. Μετά από αιφνιδιαστική επίθεση ενισχυτικού σώματος Βουργουνδών 6.000 αντρών οι Γάλλοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν αλλά η Ιωάννα παρέμεινε με την οπισθοφυλακή. Ένας Βουργουνδός τοξότης την έριξε από το άλογό της και την αιχμαλώτισε. Οι Βουργουνδοί την φυλάκισαν στο κάστρο Μπορεβουάρ υπό την επίβλεψη της Ιωάννας του Λουξεμβούργου, που ήταν θεία του Κόμη του Λουξεμβούργου και η οποία προσπάθησε να βελτιώσει τις συνθήκες κράτησης της Παρθένου της Ορλεάνης. Ανεξάρτητα από αυτό όμως η Ιωάννα έκανε πολλές προσπάθειες απόδρασης (μία από τις οποίες περιλάμβανε άλμα από πυργίσκο που βρίσκονταν 21 μέτρα ψηλά) με αποτέλεσμα να μεταφερθεί στο Αράς. Παρά τις αντιρρήσεις της Ιωάννας του Λουξεμβούργου, οι Βουργουνδοί τελικά δέχτηκαν να την παραδώσουν στους Άγγλους έναντι 10.000 λιβρών τουρνουά (νόμισμα εποχής).

Οι Άγγλοι μετέφεραν την Ιωάννα στη Ρουέν που αποτελούσε το ορμητήριό τους στη Γαλλία. Τους επόμενους μήνες οι Γάλλοι έκαναν διάφορες απόπειρες να την φυγαδεύσουν ενώ ο Κάρολος VII απειλούσε πως θα εκδικηθεί τους Βουργουνδούς και τους Άγγλους «και τις γυναίκες της Αγγλίας» αλλά όλες οι προσπάθειες απέτυχαν.
Δίκη
Στη Ρουέν η Ιωάννα δικάστηκε από εκκλησιαστικό δικαστήριο με πολιτικά κίνητρα καθώς αποτελούνταν από Βουργουνδούς και Αγγλόφιλους κληρικούς που τελούσαν υπό την επίβλεψη Άγγλων διοικητών όπως ο Δούκας του Μπέντφορντ και ο Κόμης του Γουόργουικ. Παρ’ όλο που η σύζυγος του Δούκα του Μπεντφορντ, Άννα της Βουργουνδίας, προσπάθησε να βοηθήσει την Ιωάννα διαβεβαιώνοντας για την παρθενία της, ήταν ξεκάθαρο πως η δίκη αποσκοπούσε στο να θέσει εκτός μάχης την Ιωάννα προκαλώντας τον μεγαλύτερο δυνατό εξευτελισμό στους Γάλλους.
Η διαδικασία έπασχε σε πολλά σημεία, κάτι που αργότερα θα προκαλούσε την κριτική του ιεροεξεταστή που χρόνια αργότερα ερεύνησε την υπόθεση. Σύμφωνα με τον εκκλησιαστικό νόμο ο επίσκοπος Κοσόν, που είχε ορισθεί να προεδρεύσει στη δίκη από τους Άγγλους, δεν είχε τέτοια δικαιοδοσία. Επίσης η έλλειψη επαρκών στοιχείων παραβίαζε τους ιεροεξεταστικούς κανόνες. Ο ιερατικός γραμματέας Νίκολας Μπέιλι που είχε ορισθεί να συγκεντρώσει μαρτυρίες σε βάρος της Ιωάννας δεν κατάφερε να βρει επαρκή στοιχεία. Όλα αυτά συνεπάγονταν ότι δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί λόγος ύπαρξης της δίκης αυτής, η έναρξη της οποίας έτσι κι αλλιώς παραβίαζε τον εκκλησιαστικό νόμο διότι στερούσε το δικαίωμα από την Ιωάννα να παραστεί συνήγορός της. Επίσης, το εξ’ ολοκλήρου αποτελούμενο από Αγγλόφιλους ιερείς δικαστήριο παραβίαζε τις προϋποθέσεις για τις δίκες αιρέσεων που απαιτούσε την σύγκλιση αμερόληπτου ή εξίσου εκπροσωπούμενου δικαστηρίου.

Η δίκη ξεκίνησε στις 9 Ιανουαρίου 1431 και η Ιωάννα αμέσως αιτήθηκε να προσκληθούν στην δίκη και Γάλλοι ιερωμένοι προκειμένου να ενισχυθεί η αντικειμενικότητα του δικαστηρίου, αλλά το αίτημά της απορρίφθηκε. Ο αρχιεξεταστής της Βόρειας Γαλλίας Ζαν Λεμέτρ άσκησε ένσταση από την πρώτη στιγμή αλλά διάφοροι αυτόπτες μάρτυρες αργότερα είπαν πως αναγκάστηκε να αποσύρει την ένστασή του κατόπιν απειλών κατά της ζωής του. Αυτές οι απειλές αλλά και η επιρροή του δικαστηρίου από μία κοσμική κυβέρνηση παραβίαζαν τους εκκλησιαστικούς κανόνες σχετικά με τις δίκες αιρέσεων.
Σύμφωνα με μαρτυρίες του ακροατηρίου της δίκης η Ιωάννα προκάλεσε τον θαυμασμό του δικαστηρίου διότι ενώ ήταν αναλφάβητη αποδείχθηκε εξαιρετικά ικανή στο να αποφεύγει τις θεολογικές παγίδες που της είχαν στήσει οι κατήγοροί της. Χαρακτηριστική είναι η απάντησή της στο ερώτημα αν θεωρεί ότι διαθέτει θεία χάρη στο οποίο εκείνη απάντησε: «Αν δεν την διαθέτω, είθε ο Θεός να μου τη δώσει. Αν πάλι την έχω, είθε ο Θεός να συνεχίσει να μου την παρέχει». Το ερώτημα αποτελούσε θεολογική παγίδα διότι σύμφωνα με την Εκκλησία ουδείς μπορούσε να είναι σίγουρος πως διαθέτει θεία χάρη. Αν είχε απαντήσει θετικά θα είχε κατηγορηθεί για αίρεση, ενώ αν είχε απαντήσει αρνητικά θα είχε ομολογήσει την ενοχή της.

Ο αυλικός γραμματέας Μπουαγκιγιόμ αργότερα κατέθεσε πως ακούγοντας την απάντησή της, το δικαστήριο έμεινε έκπληκτο. Σχεδόν τέσσερις αιώνες αργότερα ο συγγραφέας Τζορτζ Μπέρναρντ Σω εντυπωσιασμένος με την απάντηση της Ιωάννας θα την περιλάμβανε αυτούσια στο θεατρικό του έργο «Η Αγία Ιωάννα». Οι έξυπνες απαντήσεις της εξανάγκασαν το δικαστήριο να συνεχίσει την διαδικασία κεκλεισμένων των θυρών ενώ αργότερα πολλά άτομα που συμμετείχαν στη δίκη κατέθεσαν ότι παραποιήθηκαν εις βάρος της διάφορα σημαντικά τμήματα των πρακτικών της δίκης.
Σύμφωνα με τους ιεροεξεταστικούς κανόνες κατά την διάρκεια της δίκης η Ιωάννα έπρεπε να κρατείται σε εκκλησιαστική φυλακή υπό την επίβλεψη γυναικών μοναχών, όμως οι Άγγλοι την κρατούσαν σε κοσμική φυλακή με δεσμοφύλακες άντρες. Αν και η Ιωάννα επιχείρησε να αιτηθεί σχετικά στο Συμβούλιο της Βασιλείας και στον Πάπα, ο επίσκοπος Κοσόν παρεμπόδισε την αίτησή της. Τα δώδεκα άρθρα που συνόψιζαν τις κατηγορίες εναντίον της έρχονταν σε αντίθεση με τα πρακτικά της δίκης που είχαν ήδη παραποιηθεί από τους δικαστές. Υπό τις απειλές άμεσης εκτέλεσης η αναλφάβητη κατηγορούμενη είχε εξαναγκαστεί σε έγγραφη ανάκληση των απόψεών της υπογράφοντας ένα έγγραφο που δεν γνώριζε τι περιείχε καθότι αναλφάβητη. Το δικαστήριο και σε αυτή την περίπτωση, παραποίησε τα πρακτικά της δίκης.
Κατηγορητήριο
Η αίρεση αποτελούσε σοβαρότατο αδίκημα (τιμωρείτο με θάνατο) μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες κάποια θρησκευτική παράβαση (άποψη ή συμπεριφορά) τελούνταν κατ’ εξακολούθηση. Έτσι λοιπόν, το δικαστήριο επεδίωξε να στοιχειοθετήσει το αδίκημα της αίρεσης με βάση καταθέσεις μαρτύρων ότι η Ιωάννα ντύνονταν κατ’ εξακολούθηση με αντρικά ρούχα. Όμως η Ιωάννα δεν αρνήθηκε να φορέσει γυναικεία ρούχα και αποκήρυξε την έως τότε ανδρική ενδυμασία της, γεγονός το οποίο δυσχέρανε το έργο των κατηγόρων της, αν και αρχικά έθεσε σε δεύτερη μοίρα το αίτημα να φορέσει γυναικεία ρούχα, δίνοντας προτεραιότητα στις επιθυμίες των δύο γυναικών που την είχαν βοηθήσει: την Ιωάννα του Λουξεμβούργου και την Γιολάνδη της Αραγωνίας. Είπε πως θα φορούσε γυναικεία ρούχα μόνο αν της το ζητούσαν αυτές οι δύο γυναίκες.
Σύμφωνα με μεταγενέστερες μαρτυρίες υποχρεώθηκε να φορά αντρικά ρούχα (δηλαδή στρατιωτικά) όσο βρίσκονταν στη φυλακή διότι της έδιναν τη δυνατότητα να δένει μεταξύ τους το παντελόνι της, τις μπότες της και το πανωφόρι της δυσχεραίνοντας πιθανή απόπειρα βιασμού. Για την ακρίβεια φοβόταν να εγκαταλείψει έστω και προσωρινά αυτήν την αμφίεση φοβούμενη πως θα κατασχεθεί από το δικαστήριο και θα αναγκαστεί να παραμείνει χωρίς προστασία. Λίγες μέρες μετά την υπογραφή της αποκήρυξης και από την ημέρα που είχε αρχίσει να φορά γυναικεία ρούχα, είπε σε κάποιο μέλος του δικαστηρίου ότι «κάποιος σημαντικός Άγγλος λόρδος μπήκε στο κελί της και επιχείρησε να της επιβληθεί με τη βία». Τελικά αναγκάστηκε να ξαναφορέσει αντρικά ρούχα, είτε ως προστασία σε πιθανή κακοποίηση, είτε διότι σύμφωνα με κατάθεση του Ζαν Μασιέ, οι δεσμοφύλακες της πήραν το φόρεμα και δεν είχε τι άλλο να φορέσει.
Αυτό θεωρήθηκε ως απόδειξη ότι υπέπεσε ξανά στο αδίκημα της αίρεσης να ντύνεται με αντρικά ρούχα, αν και αυτό θα το αμφισβητούσε αργότερα ο ιεροεξεταστής που προέδρευσε στη δίκη έφεσης που πραγματοποιήθηκε αργότερα μετά τον πόλεμο. Το Μεσαιωνικό καθολικό δόγμα προέβλεπε, σύμφωνα με την Σούμμα Θεολογική του Θωμά Ακινάτη, ότι η ενδυμασία με ρούχα του άλλου φύλου έπρεπε να κρίνεται εντός πλαισίου καθώς η ανάγκη θεωρούνταν επαρκής λόγος για κάτι τέτοιο. Αυτό περιλάμβανε και την χρήση αντρικών ρούχων ως προστασία ενάντια στον βιασμό.
Σύμφωνα με το δόγμα ήταν δικαιολογημένη που μεταμφιέστηκε σε άνδρα κατά την διάρκεια των μετακινήσεών της σε εχθρικό έδαφος όπως και όταν φορούσε πανοπλία στη μάχη και στρατιωτικά ρούχα στο στρατόπεδο και αργότερα στη φυλακή. Λέγεται πως όταν βρίσκονταν σε εκστρατεία, όταν δεν απαιτούνταν τα στρατιωτικά ρούχα, εκείνη φορούσε φόρεμα. Αργότερα ιερείς που κατέθεσαν στην δίκη έφεσης επιβεβαίωσαν πως φορούσε αντρικά ρούχα στη φυλακή για να αποφύγει την κακοποίηση και τον βιασμό.

Η Ιωάννα, σχετικά με το ζήτημα του ντυσίματος με αντρικά ρούχα, παρέπεμψε το δικαστήριο στην εκκλησιαστική έρευνα του Πουατιέ που είχε γίνει το 1429. Αν και τα πρακτικά της έρευνας στο Πουατιέ δεν έχουν διασωθεί, διαφαίνεται πως ο κλήρος εκεί είχε εγκρίνει το θέμα. Επίσης διατηρούσε τα μαλλιά της κοντά όσο βρίσκονταν σε εκστρατεία και στην φυλακή. Ο θεολόγος Ζαν Γκαρσόν υποστήριξε την επιλογή της αυτή για πρακτικούς λόγους, όπως και ο ιεροεξεταστής Μπρεάλ αργότερα κατά την δίκη έφεσής της.
Μετά τον θάνατό της, τα Λατινικά πρακτικά της αρχικής δίκης μεταγράφτηκαν με τέτοιον τρόπο ώστε να αποκρύπτουν την συντροφικότητα που ένιωθε η Ιωάννα με τις γυναίκες που την βοήθησαν. Την εμφάνισαν σαν να βρίσκονταν σε ανταγωνισμό με το υπόλοιπο γυναικείο φύλο. Για παράδειγμα, ενώ η Ιωάννα είχε δηλώσει πως η μητέρα της είχε μάθει να ράβει και ότι δεν πίστευε πως μπορούσε οποιαδήποτε άλλη γυναίκα στη Ρουέν να της μάθει περισσότερα για το ράψιμο, η δήλωσή της παρουσιάστηκε σαν να είχε πει πως «ναι, ήξερε να ράβει και να μπαλώνει και δεν φοβόταν καμία γυναίκα στη Ρουέν στον τομέα αυτόν».
Επίσης διαγράφηκε από τα πρακτικά η κατάθεσή της πως η Ιωάννα του Λουξεμβούργου είχε προσπαθήσει να εμποδίσει τη πώλησή της στου Άγγλους όπως επίσης και ότι είχε ζητήσει μετά την αποκήρυξη από την Ζαν ντ’ Αρκ του αντρικού ντυσίματος να της δοθεί μία υπηρέτρια. Αυτές οι αλλοιώσεις έγιναν με σκοπό να στηριχθεί η κατηγορία ότι η επιθυμία της Ιωάννας της Λωρραίνης να ντύνεται με αντρικά ρούχα ταυτίζονταν με την γενικότερη άρνηση του γυναικείου της φύλου. Ένα από τα τελευταία άρθρα της δίκης που επεξηγεί το κατηγορητήριο γράφει πως η Ιωάννα διατηρούσε τα μαλλιά της κοντά και φορούσε αντρικά ρούχα «χωρίς να αφήνει τίποτα στο σώμα της που να αποκαλύπτει το γυναικείο της φύλο… εκτός από όσα της είχε δώσει η φύση για να ξεχωρίζει το γυναικείο φύλο». Αυτή η υπέρβαση της γυναικείας ταυτότητας ήταν εκείνο που ενόχλησε περισσότερο από κάθε άλλο τους κατήγορους μέχρι του σημείου που ο Ζαν ντ’ Εστιβέ, ένας εξ’ αυτών, να την αποκαλέσει «πόρνη» και «κοινή» παρά το γεγονός ότι η παρθενία της είχε επιβεβαιωθεί επανειλημμένως.
Το 1431 η Ιωάννα καταδικάστηκε στην ποινή του θανάτου, με την κατηγορία της αίρεσης επειδή φορούσε κατ’ εξακολούθηση αντρικά ρούχα. Όμως η συγκεκριμένη συμπεριφορά (ανδρική ενδυμασία) εφόσον υπαγορεύονταν από λόγους ανάγκης, δεν συνιστούσε θρησκευτική παράβαση και συνεπώς δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της αίρεσης. Η υπέρτατη πράξη επιβολής εξουσίας του δικαστηρίου στην Ιωάννα ήταν να την εξαναγκάσει να πάει στην πυρά ντυμένη με φόρεμα. Η δίκη χαρακτηρίσθηκε τόσο άδικη που τα πρακτικά της χρησιμοποιήθηκαν κατά τον 20ο αιώνα ως αποδεικτικό στοιχείο για την αγιοποίησή της.

Εκτέλεση
Αυτόπτες μάρτυρες περιγράφουν την σκηνή της εκτέλεσης δια πυράς (auto da fe) στις 30 Μαΐου 1431 στη Ρουέν. Δεμένη σε έναν ψηλό στύλο ζήτησε από δύο ιερείς, τον Μαρτάν Λαντβενού και τον Ιζαμπάρ ντε λα Πιερ, να κρατούν μπροστά της έναν σταυρό. Ένας Άγγλος στρατιώτης επίσης έφτιαξε έναν μικρό σταυρό και τον έβαλε μπροστά από το φόρεμά της. Κατά την εκτέλεσή της μόνο ένας Άγγλος στρατιώτης τόλμησε να φωνάξει «Είμαστε χαμένοι, κάψαμε μια αγία».
Μετά τον θάνατό της οι Άγγλοι ξέθαψαν από τα κάρβουνα το απανθρακωμένο σώμα της ώστε να μην μπορεί κάποιος να ισχυρισθεί πως είχε δραπετεύσει. Μετά έκαψαν το σώμα άλλες δύο φορές μέχρι να μετατραπεί σε στάχτες ώστε να αποτρέψουν την συλλογή κειμηλίων και έριξαν ότι είχε απομείνει στον ποταμό Σηκουάνα. Ο εκτελεστής της Ζοφρό Τεράζ, κατέθεσε αργότερα ότι εκείνη «φοβόταν πάρα πολύ μήπως καταδικαστεί από τον Θεό».
Κατάσταση μετά θάνατον
Μετά τον θάνατό της ο Εκατονταετής Πόλεμος διήρκεσε 22 χρόνια. Η επιθετική χρήση του πυροβολικού και οι ευθείες επιθέσεις που χαρακτήρισαν τον τρόπο μάχης της Ιωάννας της Λωρραίνης επηρέασαν την τακτική των Γάλλων για το υπόλοιπο του πολέμου. Ο Κάρολος VII αναγνωρίσθηκε επίσημα βασιλιάς της Γαλλίας παρά το γεγονός ότι στις 16 Δεκεμβρίου 1431 ο δεκάχρονος τότε Ερρίκος VI στέφθηκε κι αυτός βασιλιάς της Γαλλίας στην Παναγία των Παρισίων.
Το 1435 η Αγγλία έχασε την συμμαχία με τη Βουργουνδία με την Συνθήκη του Αράς. Ο Δούκας του Μπέντφορντ, που βασίλευε για λογαριασμό του Ερρίκου VI πέθανε το ίδιο έτος και ο νεαρός Ερρίκος έγινε ο νεότερος βασιλιάς της Αγγλίας που κυβέρνησε μόνος του. Ο βασικότερος λόγος τερματισμού των εχθροπραξιών με τους Γάλλους ήταν κατά πάσα πιθανότητα η αδύναμη ηγεσία του.
Το 1452 πραγματοποιήθηκε έρευνα σχετικά με τις συνθήκες εκτέλεσης της Ιωάννας και η Εκκλησία δήλωσε πως όσοι πιστοί παρακολουθούσαν ένα θρησκευτικό έργο προς τιμήν της στην Ορλεάνη θα έπαιρναν προσωρινή άφεση αμαρτιών.

Επανάληψη της δίκης
Μετά το πέρας του πολέμου ο Πάπας Κάλλιστος ΙΙΙ, μετά από αίτημα του ιεροεξεταστή στρατηγού Ζαν Μπρεάλ και της μητέρας της Ιωάννας, Ιζαμπέλ Ρομέ, διέταξε να επαναληφθεί η δίκη της Ιωάννας της Λωρραίνης, γνωστή ως «ακυρωτική δίκη». Σκοπός ήταν να ερευνηθεί αν η πρώτη δίκη και καταδίκη της ήσαν δίκαιες και σύμφωνες με τον εκκλησιαστικό νόμο και προς τούτο ορίστηκε ομάδα θεολόγων η οποία ανέλυσε καταθέσεις από 115 μάρτυρες.
Ο Μπρεάλ ξεκίνησε έρευνα το 1452 και η διαδικασία ξεκίνησε με την ανάκριση του Γκιγιόμ Μπουγιέ, θεολόγου και πρώην πρύτανη του πανεπιστημίου του Παρισιού. Το Νοέμβριο του 1455 έγινε επίσημη έφεση από ιερωμένους από όλη την Ευρώπη και ακολούθησε η προβλεπόμενη νομική διαδικασία. Τον Ιούνιο του 1456 ο Μπρεάλ παρέδωσε το τελικό του συμπέρασμα στο οποίο περιέγραφε την Ιωάννα ως μάρτυρα και κατηγορούσε τον αποθανόντα Πιέρ Κοσόν ως αιρετικό επειδή καταδίκασε μία αθώα γυναίκα, εξαιτίας μίας κοσμικής διαμάχης με αφορμή έναν βιβλικό κανόνα ενδυμασίας. Η ακυρωτική δίκη αναίρεσε την καταδίκη εν μέρει διότι η διαδικασία δεν είχε λάβει υπόψιν τις εξαιρέσεις του δόγματος σχετικά με το θέμα. Το δικαστήριο την κήρυξε αθώα στις 7 Ιουλίου 1456.
Αγιοποίηση
Τον 16ο αιώνα η Ιωάννα της Λωρραίνης έγινε σύμβολο της Καθολικής Λίγκας, ένα καθολικό κόμμα που αποσκοπούσε στην καταπολέμηση των Προτεσταντών κατά την διάρκεια του Γαλλικού Θρησκευτικού Πολέμου. Όταν το 1849 ο Φελίξ Ντουπανλού έγινε επίσκοπος της Ορλεάνης, καθιέρωσε μεγάλη εορτή προς τιμήν της που προσέλκυσε τα φώτα της δημοσιότητας τόσο στην Γαλλία όσο και την Αγγλία και οδήγησε το 1909 στην μακαριωνυμία της.
Στις 16 Μαΐου 1920 ανακηρύχθηκε αγία από την Καθολική Εκκλησία και αναγορεύτηκε σε προστάτιδα της Γαλλίας.

Επίλογος
Ο Κάρολος VII, για τον οποίο η Ιωάννα έδωσε τη ζωή της, αποδείχτηκε ένας ανάξιος μονάρχης ο οποίος δεν άξιζε τις θυσίες που έγιναν για την άνοδό του στην εξουσία. Πραγματοποιήθηκαν αρκετές προσπάθειες για την απελευθέρωση της Ιωάννας, αλλά ουδεμία οργανώθηκε ή εξουσιοδοτήθηκε από τον Κάρολο. Η Γαλλία θα κέρδιζε τον Εκατονταετή πόλεμο το 1453 και αυτό οφείλεται στην έμπνευση που έδινε η Ιωάννα της Λωρραίνης περισσότερο από οποιαδήποτε στρατιωτική τακτική. Ακόμη και η απλούστερη έρευνα για την εξέλιξη του Εκατονταετούς Πολέμου πριν την εμπλοκή της Ιωάννας, φανερώνει ότι οι Γάλλοι έχαναν περισσότερες μάχες από όσες κέρδιζαν και οι «φερόμενες» ως επιτυχημένες τακτικές που άλλαξαν αυτόν τον συσχετισμό εμφανίζονται μετά την νίκη στην Ορλεάνη.

Λίγο μετά τον θάνατό της, οι αδελφοί της Πιέρ και Ζαν «υιοθέτησαν» μια γυναίκα, την Ζαν ντ’ Αρμουάζ και την παρουσίασαν στο κοινό ως Ζαν ντ’ Άρκ, ισχυριζόμενοι ότι είχε δραπετεύσει από τους κατακτητές την τελευταία στιγμή. Οι τρεις συνεργοί έκαναν πλούσια ζωή από την απάτη για έξι χρόνια έως ότου η φήμη της επιβίωσης έφτασε στον Κάρολο VII ο οποίος ζήτησε να την συναντήσει και η απάτη αποκαλύφθηκε όταν η ψευδο Ιωάννα δεν μπόρεσε να επαναλάβει την συζήτηση που είχαν το 1429. Ωστόσο, δεν υπήρξαν νομικές συνέπειες και οι αδελφοί οι οποίοι είχαν διωχθεί από τους Άγγλους το 1429 μαζί με κάθε μέλος της οικογένειας της Ιωάννας μετά την Ορλεάνη – συνέχισαν να ευημερούν και η Ζαν ντ’ Αρμουάζ παντρεύτηκε.Ο πατέρας της Ιωάννας πιστεύεται ότι πέθανε από θλίψη λίγο μετά την εκτέλεση της κόρης του, αλλά ιστορικά αρχεία δείχνουν ότι έζησε μέχρι το 1440. Η μητέρα της υπέβαλε συνεχώς αιτήματα στις αρχές για ακύρωση της καταδίκης κάτι που υλοποιήθηκε τελικά το 1456. Παρότι σύγχρονοι μελετητές και εμπειρογνώμονες προσπάθησαν να εξηγήσουν τα οράματά της – κυρίως ως ψυχική ασθένεια – ουδείς τα κατάφερε. Η Ιωάννα της Λωρραίνης συνεχίζει να εμπνέει τους ανθρώπους μέχρι σήμερα, όπως στην εποχή της και τιμάται ως προστάτιδα της χώρας που βοήθησε να σωθεί.
«Οι άνθρωποι πέντε αιώνες μετά τον θάνατό της είδαν σε εκείνη διάφορα πράγματα: μία δαιμονισμένη φανατική, μία πνευματική μύστρια, ένα αφελές και ποδηγετούμενο εργαλείο των ισχυρών, δημιουργό και μοντέλο του σύγχρονου λαϊκού εθνικισμού, μία λατρεμένη ηρωίδα, μία αγία. Εκείνη, ακόμα και υπό την απειλή βασανιστηρίων και αντιμέτωπη με θάνατο δια πυράς, επέμενε ότι την καθοδηγούσαν θεϊκές φωνές. Ανεξάρτητα όμως από το αν υπήρχαν φωνές ή όχι, τα επιτεύγματά της κάνουν όποιον γνωρίζει την ιστορία της να την θαυμάζει»
Stephen W. Richey (2000). «Joan of Arc – A Military Appreciation»
Πηγές
https://www.worldhistory.org/Joan_of_Arc/
https://en.wikipedia.org/wiki/Joan_of_Arc
http://archive.joan-of-arc.org/
The First Biography of Joan of Arc with The Chronicle Record of A Contemporary Account Translated and Annotated by Daniel Rankin and Claire Quintal.
Anton Kaiser (2017) «Joan of Arc: A Study in Charismatic Women’s Leadership» US: Black Hills Books. p. 194.
Anatole France «The Life of Joan of Arc» Vol. 1 and 2
Το έργο με τίτλο Ιωάννα της Λωρραίνης από τον δημιουργό Χείλων διατίθεται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική Χρήση – Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές Βασισμένο σε έργο στο https://www.worldhistory.org/Joan_of_Arc//.