μετάφραση – επιμέλεια – διασκευή: Ιωάννης Τζάνος πτυχ. Φιλοσοφικής Α.Π.Θ
O Stéphane Mallarmé (πραγματικό όνομα Étienne Mallarmé) ήταν Γάλλος ποιητής, που μαζί με τον Paul Verlaine, υπήρξαν από τους θεμελιωτές του Συμβολιστικού κινήματος στην Γαλλική ποίηση. Ο συμβολισμός εξελίχθηκε σε ένα από τα κυρίαρχα ποιητικά κινήματα του 19ου αιώνα όχι μόνο για τη Γαλλική λογοτεχνία, αλλά και για τους Άγγλους, Αμερικανούς και Ρώσους ποιητές οι οποίοι θα εφάρμοζαν τους κανόνες του Συμβολισμού στο ανερχόμενο κίνημα του Μοντερνισμού, ένα κίνημα που σφράγισε την λογοτεχνία του 20ου αιώνα.
Όντας ακραιφνής συμβολιστής, ο Mallarmé βαδίζει στα ίχνη της αλληγορικής ποίησης, ενός είδους με μακρά παράδοση. Αυτό που τον διακρίνει από τις ποιητικές γενιές και του προσδίδει το διακριτικό γνώρισμα του Συμβολιστή, είναι η πυκνότητα των εικόνων και των αλληγοριών που χρησιμοποιεί, η οποία μεταθέτει τον συμβολισμό στο προσκήνιο της ποιητικής γραφής, ενώ παράλληλα δίνεται λιγότερη έμφαση στην αφηγηματική λογική και την παραδοσιακή ποιητική μορφή και δομή.

Στην ποίησή του ο Mallarme, όπως ακριβώς ο Charles Baudelaire, μετέρχεται κάποιες σταθερές, βασικές εικόνες όπως αυτήν του άστρου, του ουρανού, μιας παρθένου και άλλα παρόμοια σύμβολα, τα οποία επανέρχονται ξανά και ξανά καθώς περιδιαβαίνουμε το ποίημα, όπου οι εικόνες χρησιμοποιούνται για να συμβολίσουν μια αφηρημένη διάσταση της ανθρώπινης νόησης. Αυτή η ροπή προς το αφηρημένο, κοινό στοιχείο στην Συμβολιστική ποίηση, καθιστά δύσκολη την μετάφραση ενός ποιήματος και ειδικά των ποιημάτων του Mallarme σε μεγάλο βαθμό, αφού ακόμη και η ανάγνωση του πρωτότυπου ποιήματος καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη.
Έναν αιώνα μετά το θάνατό του, θεωρείται ακόμη ένας από τους πιο δύσκολους ποιητές της Γαλλικής λογοτεχνίας. Κάθε ποίημά του βρίθει από αναφορές (μνείες) λογοπαίγνια και μεταφορές, οι ήχοι των λέξεων (το άκουσμά τους) είναι εξίσου σημαντικοί με την κυριολεκτική τους σημασία και ενώ αυτό το χαρακτηριστικό είναι πρόκληση για τον αναγνώστη, στον Mallarme λειτούργησε μάλλον ευεργετικά καθώς οι μουσικοί τον βρήκαν ιδιαίτερα ελκυστικό – και εκτός από ένα διάσημο ποίημα που μελοποίησε ο Claude Debussy, για τον συγκεκριμένο μουσικό το έργο του Mallarme αποτέλεσε πηγή έμπνευσης.

Το γεγονός ότι η ποίησή του αντιμετωπίζεται ως μια πρόκληση, πηγάζει από τις πολύπλοκες ποιητικές θεωρίες που εφαρμόζει. Ο Mallarme πίστευε ότι κάτω από την εμφάνιση, η πραγματικότητα είναι φτιαγμένη από σκότος και κενότητα. Εντούτοις, πίστευε ότι η ποίηση και η τέχνη, είναι ικανές να εξαλείψουν την σκοτεινότητα και να επαναφέρουν, έστω αμυδρά και για λίγο, το φως της δημιουργικότητας και της σκέψης. Αυτή η περιπλεγμένη και μάλλον αντιφατική θεωρία είχε ως είθισται, τους επικριτές της. Κάποτε ο ζωγράφος Edgar Degas είχε βγει αλλόφρων από μια αίθουσα, όπου ο Mallarme έδινε διάλεξη προσπαθώντας να εξηγήσει τις ιδέες του, φωνάζοντας «Δεν καταλαβαίνω! Δεν καταλαβαίνω». Παρόλα αυτά, αυτή ακριβώς η αντιφατική οπτική του κόσμου ήταν που ώθησε τον Mallarme να δημιουργήσει ποίηση για έναν παράδοξο κόσμο. Μολαταύτα, δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το αριστούργημά του, τις ιδέες του και τις ριζικές αλλαγές στο ποιητικό ύφος που είχε εισηγηθεί, οι οποίες θα άλλαζαν για πάντα την μορφή της λογοτεχνίας του 19ου και 20ου αιώνα.
Η ζωή και το έργο του
Ο Mallarme γεννήθηκε στο Παρίσι σε μια μεσοαστική οικογένεια η οποία διατηρούσε μακρά και διακεκριμένη παράδοση στο δημόσιο έργο. Τόσο ο παππούς όσο και ο πατέρας του είχαν κάνει καριέρα ως δημόσιοι υπάλληλοι, παράδοση την οποία αναμενόταν να ακολουθήσει κι ο Mallarme. Γι’ αυτόν τον λόγο γράφτηκε σ’ ένα υψηλού κύρους ιδιωτικό σχολείο, αλλά δεν τα πήγαινε καθόλου καλά, καθώς οι μόνοι καλοί βαθμοί που είχε ήταν στις ξένες γλώσσες.
O νεαρός Mallarme είχε περιγραφεί από την οικογένεια του και τους φίλους του ως ένα σκυθρωπό, μελαγχολικό και κυκλοθυμικό παιδί, κάτι το οποίο φαίνεται στα γραπτά και ειδικά στα σκοτεινά, πρώιμα ποιήματά του λόγω της έντονης δυστυχίας που βίωνε σαν παιδί. Υπέφερε πολύ από τον πρώιμο θάνατο της μητέρας του το 1847 όντας μόλις πέντε ετών, καθώς επίσης κι από τον θάνατο της αδερφής του το 1857. Τα νεανικά ποιήματα του τα έγραψε αφότου ανακάλυψε τον Victor Hugo και τον Charles Baudelaire και απηχούν την αίσθηση της ρομαντικής επιθυμίας για έναν ιδανικό κόσμο μακριά από την δυσοίωνη πραγματικότητα, η οποία, όπως αποδείχτηκε, θα γινόταν το κυρίαρχο θέμα της ώριμης ποίησής του, παρόλο που θα συνέχιζε να εξελίσσεται και να γίνεται ολοένα και περισσότερο διανοητικός και φιλοσοφικός.

Το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του, δυστυχώς, ήταν το ίδιο μίζερο για εκείνον όσο και τα παιδικά του χρόνια. Θεωρούμενος από την οικογένειά του ως λάθος, μετακινήθηκε στο Λονδίνο το 1863 προκειμένου να τελειοποιήσει τα Αγγλικά του. Εκεί παντρεύτηκε μία Αγγλίδα και επέστρεψε μαζί της στο Παρίσι, όπου ανέλαβε θέση ως καθηγητής Αγγλικών σε ένα επαρχιακό σχολείο, ένα λειτούργημα στο οποίο επρόκειτο να αφοσιωθεί για 30 ολόκληρα χρόνια. Δυστυχώς, ο Mallarme δεν ήταν ιδιαίτερα χαρισματικός δάσκαλος. Έβρισκε την ίδια του τη δουλειά εκνευριστική και εντελώς παράταιρη για αυτόν. Το πενιχρό εισόδημα που λάμβανε δημιούργησε μεγαλύτερα προβλήματα μετά την γέννηση των παιδιών του, Genevieve (1864) και Anatole (1871).
Καθ’ όλη την διάρκεια της μακρόχρονης και μη ικανοποιητικής πορείας του ως δάσκαλος, o Mallarme συνέχισε να γράφει ποίηση, αποκτώντας σταδιακά φήμη και αναγνώριση. Έναν χρόνο πριν φύγει για το Λονδίνο, αρκετά περιοδικά είχαν εκδώσει ποιήματά του, στα οποία κυριαρχούσε η εμμονή του στην θλίψη και την διαφυγή σε έναν ιδανικό αλλά ουτοπικό παράδεισο. Σ’ αυτά τα ποιήματα διακρίνεται ξεκάθαρα η επιρροή που άσκησε ο Baudelaire, τόσο στο περιεχόμενο, όσο και το ύφος.

Στα χρόνια που θα ακολουθούσαν μετά από αυτές τις εκδόσεις, θα προχωρούσε παραπέρα, με περισσότερη διανοητική αυστηρότητα από όσο είχε αποπειραθεί ο Baudelaire, ψάχνοντας για την αλήθεια μέσα στην τελματώδη πραγματικότητα. Για να επιτύχει αυτήν την κάθε άλλο παρά τρομακτική φιλοσοφική αναζήτηση, ο Mallarme άρχισε να συγγράφει δύο επικά ποιήματα, την Hérodiade (Herodias – Ηρωδιάδα) και το L’ Après – midi d’ un faune (The Afternoon of a Faun – Το απόγευμα ενός φαύνου=σάτυρου) τα οποία όμως θα παρέμεναν ημιτελή. Εντούτοις, το τελευταίο (Το απόγευμα ενός φαύνου) επρόκειτο να καταστεί ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα έργα του.
Τα ποιήματα εκείνης της περιόδου αποκαλύπτουν τον ώριμο πλέον τρόπο γραφής του Μallarme ως Συμβολιστή, αφού διαβάζονται όπως τα όνειρα και συγκαταλέγονται στα πιο δύσκολα ποιήματα από άποψη μετάφρασης καθώς οι λέξεις έχουν επιλεγεί περισσότερο για τη «μουσική» τους χροιά παρά για την σημασία τους. Το ακόλουθο απόσπασμα από το Απόγευμα ενός φαύνου έχει μεταφραστεί από τα Γαλλικά στα Αγγλικά από τους Henry Weinfeld και Mark
Ebden και επιχειρείται να διατηρηθεί η ομοιοκαταληξία του πρωτότυπου κειμένου:
These nymphs that I would perpetuate: so clear
And light, their carnation, that it floats in the air
Heavy with leafy slumbers.
Did I love a dream?
My doubt, night’s ancient hoard, pursues its theme
In branching labyrinths, which being still
The veritable woods themselves, alas, reveal
My triumph as the ideal fault of roses.
Consider…
whether the women of your glosses
Are phantoms of your fabulous desires!
Faun, the illusion flees from the cold, blue eyes
Of the chaster nymph like a fountain gushing tears:
But the other, all in sighs, you say, compares
To a hot wind through your fleece that blows at noon?
No! through the motionless and weary swoon
Of stifling heat that suffocates the morning,
Save from my flute, no waters murmuring
In harmony flow out into the groves;
And the only wind on the horizon no ripple moves,
Exhaled from my twin pipes and swift to drain
The melody in arid drifts of rain,
Is the visible, serene and fictive air
Of inspiration rising as if in prayer.
Ήδη από το 1868 ο Mallarmé είχε διατυπώσει την ποιητική του θεωρία. Σκοπός ήταν να δημιουργήσει κάτι από το τίποτα του κόσμου και να του δώσει «ζωή», ή όπως λέει ο ίδιος χαρακτηριστικά «l’ absente de tous bouquets», δηλ. το ιδανικό λουλούδι δεν βρίσκεται στο μπουκέτο. Από το 1868 κι έπειτα, αφιέρωσε όλες του τις δυνάμεις για να δημιουργήσει αυτήν την «ιδανική απουσία» ή «απούσα ιδανικότητα». Ήθελε να συνθέσει ένα επικό έργο το οποίο θα απηχούσε με τον καλύτερο τρόπο τις ιδέες του και θα το ονόμαζε Grand Oeuvre (Great Work – Μείζον Έργο) ή Le Livre (The Book-Το βιβλίο) κάτι όμως που δεν ολοκλήρωσε και κατά την γνώμη των λογίων ακαδημαϊκών, στην πραγματικότητα ουδέποτε είχε ξεκινήσει να επεξεργάζεται. Ό,τι ο Mallarme είχε ενδεχομένως στο μυαλό του αυτό το έργο, αποτελεί μια εικασία, αφού δεν υπάρχει κάποιο απόσπασμά του και οι ελάχιστες σημειώσεις που έχουν διασωθεί στα διάφορα τετράδιά του αποκαλύπτουν αμυδρά πως θα έμοιαζε εάν είχε ολοκληρωθεί.

Μία από τις εικασίες (ίσως η βασικότερη) που έχουν γίνει σχετικά με τον λόγο που ουδέποτε ολοκλήρωσε το Grand Oeuvre είναι επειδή, όντας σε αρκετά μεγάλη ηλικία, αποστράφηκε ουσιαστικά τις έντονες φιλοσοφικές οπτικές, που κατείχαν δεσπόζοντα ρόλο κατά τη διάρκεια της συγγραφικής του δραστηριότητας. Τελικά από τη δεκαετία του 1890 και εφεξής, σε σχετικά προχωρημένη ηλικία για ποιητή, έτυχε της αναγνώρισης που του άρμοζε. Διθυραμβικές κριτικές από τον φίλο του Paul Verlaine και αμέτρητοι έπαινοι προς το άτομό του από τον Joris-Karl Huysmans για το μυθιστόρημα À rebours (Αντιστρόφως) καθιέρωσαν τον Mallarme ως μια λογοτεχνική διασημότητα του Παρισιού.
Ζωγράφοι, ποιητές, συγγραφείς και πάτρωνες (σήμερα γνωστοί ως σπόνσορες) συνέρρεαν στο σπίτι του, όπου διοργανώνονταν εβδομαδιαία σουαρέ και συζητούσαν για τις ιδέες του πάνω στη τέχνη. Ορισμένες από τις μεγαλύτερες καλλιτεχνικές προσωπικότητες της Ευρώπης παρευρίσκονταν σ΄ αυτά τα σουαρέ, μεταξύ των οποίων οι Marcel Proust, W.B.Yeats, Paul Verlaine και Ranier Marie Rilke. Τα ποιήματα που έγραψε ο Mallarme κατά την διάρκεια της μεγάλης του επιτυχίας, εξέφραζαν μία όψη της πραγματικότητας που αντανακλούσε τον κόσμο όπως ακριβώς ήταν χαρακτηριζόμενη όμως από αίσθημα ικανοποίησης. Ένα χρόνο πριν τον θάνατό του έγραψε μια σειρά σονέτων που αφιέρωσε στην ερωμένη του και ειδικότερα το ποίημα Un Coup de dés (A Throw of the Dice – Η ζαριά) το οποίο θεωρείται ως το καλύτερό του, καθώς εξέφραζε το αίσθημα της ικανοποίησης και ευχαρίστησης.

Το συμπέρασμα του Mallarme είναι ότι παρόλη την διαπίστωση πως η αμφιβολία είναι πανταχού παρούσα και το τρομακτικό «κενό» είναι αυτό που χαρακτηρίζει τη πραγματικότητα, «η όλη σκέψη ομοιάζει με ένα πέταγμα του ζαριού» – και ως εκ τούτου, η όλη σκέψη διατρέχει το ρίσκο του κινδύνου αλλά όπως θριαμβευτικά καταλήγει, μπορεί εν τέλει να τελεσφορήσει.
Η όψιμη ποίηση του Mallarme αποτελεί ένα από τα πιο πρώιμα δείγματα αυτού που αποκαλούμε «συγκεκριμένη ποίηση», ήτοι την ποίηση που βασίζεται κυρίως στην σελίδα και στον ήχο των λέξεων της. Το έργο Un Coup de dés είχε σοκάρει ιδιαίτερα τους Γάλλους διανοούμενους του καιρού του, διότι συνιστούσε ένα από τα πρώτα δείγματα ελεύθερου στίχου στην Γαλλική γλώσσα και κατ’ επέκταση στην λογοτεχνία.
Η ενέργεια και η δημιουργικότητα του Mallarme, σε αυτό το τελευταίο στάδιο της επιτυχημένης καλλιτεχνικής του πορείας, το «πάθος» του για ζωή και η γλωσσοπλαστική του ικανότητα, θυμίζει σε μεγάλο βαθμό το έργο του Walt Whitman και δεν είναι καθόλου συμπτωματικό το γεγονός πως επί αρκετές δεκαετίες η αποδοχή του έργου του ήταν πιο ένθερμη από τους Αγγλόφωνους παρά τους Γαλλόφωνους αναγνώστες και η επιρροή που άσκησε στο Αγγλικό αναγνωστικό κοινό ήταν ισχυρότερη.
Πηγή: http://www.newworldencyclopedia.org/entry/Stephane_Mallarme
Εξαιρετικό αφιέρωμα
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Σας ευχαριστούμε.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!