Στο εξώφυλλο: Οικόσημο των Βοργία
γράφει ο Χείλων
Πριν αναφερθούμε στον οίκο των Βοργία, κρίνεται αναγκαία μια σύντομη αναφορά στην πολιτική διάρθρωση της Ιταλίας κατά την Αναγεννησιακή εποχή, οπότε και δραστηριοποιήθηκε ο εν λόγω οίκος, όπως και άλλοι τους οποίους έχουμε παρουσιάσει (Μέδικοι – Σφόρτσα).

Η Αναγέννηση ξεκίνησε στην Ιταλία, η οποία ήταν οργανωμένη σε πόλεις – κράτη – δουκάτα. Τα σημαντικότερα αστικά κράτη περιελάμβαναν την Φλωρεντία, την Βενετία, την Νάπολι, το Μιλάνο και την Ρώμη (Παπικό κράτος). Οι κυβερνητικές ενέργειες σε αυτές(α) επηρεάζονταν έντονα από ισχυρές, πλούσιες οικογένειες. Οι εν λόγω πόλεις ήσαν άκρως ανταγωνιστικές και οι πόλεμοι μεταξύ τους αποτελούσαν κοινή πρακτική επίλυσης διαφορών – απόκτησης εξουσίας.
Τα πλούτη που αποκτήθηκαν από το εμπόριο και τις επιτυχημένες κατακτήσεις χρησιμοποιήθηκαν για αμοιβές καλλιτεχνών, μουσικών και μελετητών, καθώς και την ανέγερση περίτεχνων ανακτόρων (palazzo) ναών και δημοσίων κτιρίων. Οι ηγέτες των κυβερνώντων οικογενειών υπήρξαν ταυτόχρονα σημαντικοί ηγέτες στην Καθολική Εκκλησία, η οποία συμμετείχε ενεργά στη λειτουργία της δημόσιας ζωής.
Υπήρχαν περισσότερες από 20 πόλεις – κράτη στην Ιταλία, όπου το καθένα εκτελούσε ανεξάρτητες λειτουργίες δημόσιας διοίκησης εκδίδοντας το δικό του νόμισμα. Η μετατροπή των χρημάτων που χρησιμοποιήθηκαν για την εμπορία μαλλιού και άλλων αγαθών από το νόμισμα των αγοραστών σε αυτό των πωλητών ήταν σημαντική δραστηριότητα. Οι τραπεζίτες, όπως η οικογένεια των Μεδίκων της Φλωρεντίας, συγκέντρωναν μεγάλες περιουσίες εκτελώντας αυτές τις ανταλλαγές και χρεώνοντας τέλη για τις υπηρεσίες τους.

Η οικογένεια Βοργία στην Νάπολη, ήταν η πλέον διαβόητη οικογένεια της Αναγεννησιακής Ιταλίας και η ιστορία της περιστρέφεται γύρω από τέσσερα άτομα – κλειδιά: τον Πάπα Κάλλιστο ΙΙΙ (Pope Calixtus III) τον ανεψιό του Πάπα Αλέξανδρο VI (Pope Alexander VI) τον γιο του Καίσαρα (Cesare Borgia) και την κόρη του Λουκρητία (Lucrezia Borgia). Χάρη στις ενέργειες του μεσαίου ζεύγους, το όνομα της οικογένειας ταυτίσθηκε με την απληστία, την δύναμη, την λαγνεία και την δολοφονία.
Αλφόνσο Βοργία/Alfons Borja (1378 – 1458) – Η άνοδος
Η άνοδος της οικογένειας Βοργία ξεκινά με τον Αλφόνσο Βοργία από την Βαλένθια, γιό μιας μέσης οικογένειας. Ο Αλφόνσο σπούδασε αστικό δίκαιο, όπου επέδειξε κλίση και μετά την αποφοίτηση άρχισε να ανέρχεται κοινωνικά μέσω της τοπικής Εκκλησίας. Αφού διετέλεσε εκπρόσωπος της τοπικής Επισκοπής σε εθνικά θέματα, ο Αλφόνσο διορίζεται γραμματέας του βασιλέα Αλφόνσου V της Αραγονίας και εμπλέκεται στην πολιτική, ενεργώντας ως απεσταλμένος του μονάρχη. Σύντομα γίνεται αντιβασιλέας και κυβερνά όταν ο βασιλέας εκστρατεύει για να κατακτήσει την Νάπολη. Επέδειξε ιδιαίτερες δεξιότητες ως κυβερνήτης, αλλά ταυτόχρονα προώθησε την οικογένειά του, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την παρέμβαση σε δίκη για δολοφονία, προκειμένου να διασφαλίσει την αθώωση συγγενή του.
Όταν επέστρεψε ο βασιλέας, ο Αλφόνσο προΐσταται των διαπραγματεύσεων με τον Πάπα Ευγένιο V, εξασφαλίζοντας μια εύθραυστη συμφωνία, η οποία όμως εντυπωσίασε την Ρώμη, με αποτέλεσμα να γίνει ιερέας και επίσκοπος. Λίγα χρόνια αργότερα, μεταβαίνει στην Νάπολη – την οποία κυβερνούσε ο βασιλέας της Αραγονίας και αναδιοργανώνει την κυβέρνηση. Το 1439 εκπροσωπεί την Αραγονία σε συμβούλιο, με αντικείμενο την ένωση Ανατολικών και Δυτικών εκκλησιών, όπου αποτυγχάνει, αλλά κάνει αισθητή την παρουσία του.
Όταν ο Ισπανός βασιλέας διαπραγματευόταν την Παπική έγκριση για την κτήση της Νάπολης (σε αντάλλαγμα για την υπεράσπιση της Ρώμη, έναντι εξεγέρσεων της κεντρικής Ιταλίας) ο Αλφόνσο κλείνει την συμφωνία και ως ανταμοιβή χρίζεται το 1444 Καρδινάλιος. Έτσι το 1445 μετακομίζει στην Ρώμη, σε ηλικία 67 ετών και αλλάζει το όνομά του σε Βοργία, από την πόλη καταγωγής Borija.
Παραδόξως για την ηλικία του ο Αλφόνσο δεν υπήρξε πλουραλιστής, αφού διατήρησε μόνο ένα εκκλησιαστικό αξίωμα, ενώ παράλληλα ήταν ειλικρινής και νηφάλιος. Η επόμενη γενιά των Βοργία όμως ήταν πολύ διαφορετική και ήδη τα ανίψια του κατέφθαναν στη Ρώμη. Ο νεότερος, Ροδερίγο/Rodrigo de Borgia προοριζόταν για την εκκλησία και σπούδασε νομικά στην Ιταλία, όπου εδραίωσε φήμη ως «αγαπητός των κυριών». Ένας μεγαλύτερος ανιψιός, ο Πέδρο Λουίς/Pedro Luis de Borgia, προοριζόταν για στρατιωτική σταδιοδρομία.

Στις 8 Απριλίου 1455, λίγο μετά το χρίσμα ως Καρδινάλιος, ο Αλφόνσο εκλέγεται Πάπας με το όνομα Κάλλιστος ΙΙΙ (Calixtus III) κυρίως επειδή δεν ανήκε σε κάποια φατρία και η θητεία του επρόκειτο να είναι σύντομη λόγω ηλικίας (ήταν ήδη 77 ετών). Επειδή ως Ισπανός, είχε ήδη πολλούς εχθρούς στην Ρώμη, άρχισε να διοικεί προσεκτικά, προσπαθώντας να αποφεύγει τις φατρίες της Ρώμης, έστω και αν η πρώτη επίσημη τελετή διακόπηκε λόγω επεισοδίων. Επιπλέον διέκοψε τις σχέσεις του με τον Ισπανό βασιλέα Αλφόνσο, όταν ο τελευταίος αγνόησε το αίτημά του για την δημιουργία Σταυροφορίας.
Επιπλέον ο Κάλλιστος αρνήθηκε να ευνοήσει τον γιό του βασιλέα Αλφόνσου, ενώ ευνοούσε την δική του οικογένεια, αφού ο νεποτισμός ήταν σύνηθες φαινόμενο στον Παπισμό, καθότι επέτρεπε στους Πάπες να δημιουργούν ομάδες υποστηρικτών. Ο Ροδερίγος έγινε καρδινάλιος στα 25, όπως και ο μεγαλύτερος αδελφός του, ενέργειες που σκανδάλισαν την Ρώμη λόγω του νεαρού της ηλικίας, σε συνδυασμό με φαινόμενα ακολασίας. Παρόλα αυτά όταν στάλθηκε σε μια δύσκολη περιοχή ως Παπικός Λεγάτος, απεδείχθη ικανός και επιτυχημένος στην αποστολή του.
Στον Πέδρο ανατέθηκε στρατιωτική διοίκηση, συνοδευόμενη από αξιώματα όπως Δούκας του Σπολέτο & Μαρκήσιος της Σιβιταβέκια, αλλά και πλούτος. Ο Ροδερίγος κατέστη δεύτερος στην εκκλησιαστική ιεραρχία, ενώ η υπόλοιπη οικογένεια στελέχωσε άλλες διοικητικές θέσεις. Όταν πέθανε ο βασιλέας Αλφόνσος, ο Πέδρο στάλθηκε να ανακτήσει την Νάπολη, η οποία είχε «στραφεί» στην Ρώμη. Ωστόσο, προέκυψαν ζητήματα που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει την αποστολή και το 1458 πεθαίνει από ελονοσία, ενώ το ίδιο έτος αποβιώνει και ο Πάπας Κάλλιστος ΙΙΙ. Φημολογείται ότι ο Πάπας Κάλλιστος ήθελε να χρίσει τον Πέδρο «αυτοκράτορα της Κων/πολης» μετά την ανάκτησή της από τους Τούρκους
Ροδερίγος Βοργία/Rodrigo de Borgia (1431 – 1503)
Στο Κονκλάβιο που συνήλθε μετά τον θάνατό του, ο Ροδερίγος ήταν ο νεώτερος Καρδινάλιος, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στην εκλογή του νέου Πάπα Πίου ΙΙ – έναν ρόλο που απαιτούσε θάρρος – θράσος, διακινδυνεύοντας ταυτόχρονα την καριέρα του.
Η κίνησή του στέφθηκε με επιτυχία και ο νεαρός ξένος ο οποίος είχε χάσει τον προστάτη του, βρήκε ανέλπιστο σύμμαχο στο πρόσωπο του νέου Πάπα, ο οποίος τον έχρισε αντικαγκελάριο. Ο Ροδερίγος ήταν άνθρωπος με μεγάλες ικανότητες και απολύτως ικανός για αυτήν την θέση, αλλά ταυτόχρονα αγαπούσε τις γυναίκες, τον πλούτο και την δόξα. Έτσι εγκατέλειψε το παράδειγμα του θείου του και απαιτούσε υλικά αγαθά και γη ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών, προκειμένου να ενισχύσει την θέση του. Με αυτόν τον τρόπο κάστρα, ενορίες και χρήμα «εισέρρεαν» στο χαρτοφυλάκιό του, αλλά ταυτόχρονα άρχισαν και οι επίσημες επιπλήξεις από τον Πάπα για την ροπή του στα υλικά αγαθά. Αντί μεταμέλειας όμως ο Ροδερίγο φρόντιζε να καλύπτει καλύτερα τα ίχνη του. Απέκτησε πολλά παιδιά, μεταξύ των οποίων ένα γιό τον Καίσαρα/Cesare το 1475 και μια κόρη την Λουκρητίας/Lucrezia το 1480, στα οποία έδωσε καίριες θέσεις.

Στην συνέχεια, αφού επιβιώνει μιας επιδημίας, απολαμβάνει της φιλίας του Πάπα, παραμένοντας Αντικαγκελάριος. Στο επόμενο κονκλάβιο, ο Ροδερίγος είναι αρκετά ισχυρός ώστε να επηρεάζει την εκλογή και στέλνεται ως Παπικός λεγάτος (διπλωματικός τίτλος ο οποίος όριζε τους εκπροσώπους του Πάπα) στην Ισπανία με την εξουσιοδότηση να εγκρίνει, ή να απορρίψει τον γάμο Φερδινάνδου και Ισαβέλλας και κατά συνέπεια την Ένωση της Αραγονίας με την Καστίλλη. Η έγκριση του γάμου και οι προσπάθειες που κατέβαλλε προκειμένου να γίνει αποδεκτός από τους Ισπανούς, αποφέρουν την υποστήριξη του βασιλιά Φερδινάνδου. Επιστρέφοντας στη Ρώμη, τηρεί χαμηλούς τόνους, καθώς ο νέος Πάπας γίνεται κέντρο συνωμοσίας και ίντριγκας στην Ιταλία. Συνεχίζοντας τα φαινόμενα νεποτισμού…………ο πρωτότοκος γιος του γίνεται δούκας, ενώ οι κόρες του παντρεύονται με σκοπό την δημιουργία συμμαχιών.
Το Παπικό κονκλάβιο του 1484 διστάζει να χρίσει τον Ροδερίγο, αλλά ο ηγέτης των Βοργία είχε ήδη εστιάσει στον θρόνο και εργαζόταν σκληρά προκειμένου να εξασφαλίσει συμμάχους, θεωρώντας ότι ήταν η τελευταία του ευκαιρία, με αποτέλεσμα να προκληθεί βία και χάος. Το 1492, με το θάνατο του Πάπα, ο Ροδερίγο «ρίχνει στην μάχη» όλα τα όπλα μαζί με ένα τεράστιο ποσό δωροδοκιών και τελικά καταφέρνει να εκλεγεί Πάπας ως Αλέξανδρος VI. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ως ο Πάπας που αγόρασε τον Παπισμό.
Ο Αλέξανδρος είχε ευρεία λαϊκή υποστήριξη, καθότι ικανός διπλωμάτης, αλλά ταυτόχρονα έρεπε στην λαγνεία, την επιδειξιμανία και διαπλοκή.

Ενώ αρχικά προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από την οικογένεια, τα παιδιά του άρχισαν να επωφελούνται, προσπορίζοντας τεράστιο πλούτο. Ο Καίσαρας το 1493 γίνεται Καρδινάλιος, ενώ άλλοι συγγενείς καταφθάνουν στην Ρώμη στελεχώνοντας κυβερνητικές – κρατικές θέσεις και η οικογένεια Βοργία σύντομα καθίσταται ενδημική στην Ιταλία. Ενδίδοντας στον νεποτισμό, προωθεί τα παιδιά του και διατηρεί σχέσεις με πολλές ερωμένες, γεγονός που πυροδοτεί αρνητικά σχόλια.
Ο Αλέξανδρος αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να ασχοληθεί με τα εμπόλεμα κράτη και τις οικογένειες που τον περιβάλλουν. Αρχικά προσπάθησε να αποκτήσει συγγενικές σχέσεις, συμπεριλαμβανομένου του γάμου της 12χρονης Λουκρητίας με τον Τζιοβάννι Σφόρτσα, σημειώνοντας ορισμένες επιτυχίες οι οποίες όμως ήσαν βραχύβιες. Εν τω μεταξύ ο σύζυγος της Λουκρητίας έρχεται σε αντιπαράθεση με τον Πάπα, με αποτέλεσμα να χωρίσουν. Ο λόγος του διαζυγίου δεν είναι γνωστός, αλλά ορισμένοι εστιάζουν στις φήμες περί αιμομιξίας του Αλεξάνδρου και της Λουκρητίας.

Εκείνο το χρονικό διάστημα εμφανίζεται στο προσκήνιο η Γαλλία, όταν ο βασιλέας Κάρολος VIII έχοντας κληρονομικά δικαιώματα στο βασίλειο της Νάπολης (λόγω της γιαγιάς του Μαρίας του Ανζού) κατόπιν προτροπής του δούκα του Μιλάνου Λουδοβίκο Σφόρτσα εισβάλλει στην Ιταλία. Αφού σύναψε δυσμενείς για τη Γαλλία συνθήκες με την Αυστρία και την Αγγλία, για να αποφύγει τις εντάσεις μαζί τους, συγκρότησε μεγάλο στρατό με τον οποίο εισέρχεται στην Νάπολη τον Φεβρουάριο του 1495, όπου αφού εξόρισε τον βασιλέα Αλφόνσο Β΄, στέφεται βασιλέας ο ίδιος. Αρχικά σχεδιάζει να δημιουργήσει συνασπισμό ενάντια στην Δημοκρατία της Βενετίας εμπλέκοντας τον Πάπα, τον Λουδοβίκο Σφόρτσα και την Αυστρία αλλά ηττάται στο Φόρνοβο τον Ιούλιο του 1495.
Ο Κάρολος αναχωρεί για την Γαλλία αφήνοντας στην Νάπολη μία μικρή φρουρά και η πόλη ανακαταλαμβάνεται από τους Αραγονέζους. Τα επόμενα χρόνια επιχείρησε να συγκροτήσει νέο στρατό αλλά δεν μπόρεσε λόγω χρεών, ενώ απέρριψε κάθε σκέψη για ανακατάληψη των χαμένων Ιταλικών περιοχών.
Τζιοβάννι Βοργία/Giovanni Borgia (1476 – 1497)
Ο Τζιοβάννι Βοργία ήταν νόθος γιος του Ροδρίγο και της ερωμένης του Vanozza Dei Cattenei. Ηλικιακά ήταν μικρότερος του Καίσαρα και μεγαλύτερος του Τζιόφρε/Joffre και της Λουκρητίας. Διετέλεσε Gonfaloniere της Εκκλησίας (πολιτικο-στρατιωτικός τίτλος του Παπικού κράτους) και Γενικός Αρχηγός των Παπικών στρατευμάτων, θέσεις τις οποίες εποφθαλμιούσε ο αδελφός του Καίσαρας.

Όταν ο πατέρας του χρίσθηκε Πάπας, απένειμε στον Τζιοβάννι τον τίτλο του 2ου δούκα της Γκάντια και τον έθεσε επικεφαλής του Παπικού Στρατού. Η σχέση του με τα αδέλφια του, συγκεκριμένα τον Καίσαρα και την Λουκρητία, χαρακτηρίζεται από την αντιπαλότητα για την αγάπη του πατέρα τους και την προστασία της οικογένειας. Ο Τζιοβάννι έπασχε από ανεστραμμένο σνομπισμό. Παρόλο που η μητέρα του ήταν από αγροτική οικογένεια, αυτός τους αντιμετώπιζε με μεγάλη σκληρότητα, συμπεριλαμβανομένης της επίθεσης στον πρώην σύζυγο της μητέρας του, ο οποίος ανήκε επίσης στην αγροτική τάξη.
Ο Αλέξανδρος ενσωματώνει στους Βοργίες την οικογένεια Ορσίνι η οποία παρέμενε πιστή στους Γάλλους και η αρχηγία δίδεται στον Τζιοβάννι, που ανακαλείται από την Ισπανία, όπου είχε αποκτήσει φήμη γυναικοκατακτητή, ενώ η Ρώμη συνεχίζει να βοά από τα σκάνδαλα των τέκνων Βοργία. Ο Αλέξανδρος σχεδίαζε να δώσει στον Τζιοβάννι πρώτα τα εδάφη που ανήκαν στους Ορσίνι και στην συνέχεια τα Παπικά, αλλά αυτός δολοφονείται σε ηλικία 20 ετών και το πτώμα του ρίχνεται στον Τίβερη, ενώ ως δράστης φέρεται (φήμες) ο αδελφός του Τζιόφρε λόγω παράνομης σχέση του φονευθέντος με την σύζυγό του Sancha της Αραγονίας.

Καίσαρας Βοργία/Cesare Borja (1475 – 1507)
Ήταν νόθος γιός του Πάπα Αλεξάνδρου VI και της Βανότσα ντε Κατανέϊ/Vannozza dei Cattanei. Ο Τζιοβάννι όσο ζούσε ήταν ο αγαπημένος του Αλεξάνδρου και μετά τον θάνατό του η εύνοια δίδεται στον Καίσαρα/Cesare, ο οποίος όμως επιθυμούσε να παραιτηθεί από Καρδινάλιος και να παντρευτεί. Ο Αλέξανδρος θεωρούσε ότι αυτός εκπροσωπούσε το μέλλον της οικογένειας, επειδή τα άλλα αρσενικά τέκνα των Βοργία ήταν είτε ετοιμοθάνατοι, είτε αδύναμοι. Ο Καίσαρας εκκοσμικεύεται πλήρως το 1498 και σε αντάλλαγμα για τις Παπικές πράξεις και την συνδρομή του στην απόκτηση του Μιλάνου, του δίδονται πλούτη και ο τιμητικός τίτλος του Δούκα του Valentinois από τον Γάλλο βασιλέα Λουδοβίκο ΧΙΙ. Πέραν αυτών παντρεύεται την Καρλότα του Άλμπρετ/Charlotte of Albret, αδελφή του βασιλέα της Ναβάρρας Ιωάννη ΙΙΙ και αποκτά στράτευμα. Η γυναίκα του μένει έγκυος πριν αναχωρήσει για την Ιταλία, αλλά έκτοτε ούτε αυτή, ούτε το παιδί τον είδαν ξανά. Όντας επιτυχημένη η θητεία του Λουδοβίκου, ο Καίσαρας σε ηλικία μόλις 23 ετών, διαγράφει μια αξιοθαύμαστη στρατιωτική σταδιοδρομία, διαθέτοντας πυγμή και ηγετικές ικανότητες.

Οι πόλεμοι
Ο Αλέξανδρος αφού ασχολήθηκε με την κατάσταση των Παπικών εδαφών, τα οποία τελούσαν υπό διάλυση μετά την πρώτη Γαλλική εισβολή, αποφάσισε να αναλάβει στρατιωτική δράση. Έτσι διέταξε τον Καίσαρα, που ήταν στο Μιλάνο με το στρατό του, να προσαρτήσει μεγάλες περιοχές της κεντρικής Ιταλίας για την οικογένεια Βοργία. Ο Καίσαρας είχε ορισμένες επιτυχίες, αλλά όταν μεγάλο τμήμα του Γαλλικού σώματος επέστρεψε στη Γαλλία, χρειάσθηκε νέο στράτευμα και έτσι επέστρεψε στη Ρώμη. Οι εν λόγω επιτυχίες του προσέδωσαν κύρος με αποτέλεσμα να έχει περισσότερη επιρροή από τον πατέρα του, σε σημείο ώστε οι πολίτες στις Παπικές συναντήσεις και πράξεις να αναζητούν τον γιο αντί τον πατέρα.

Ο Καίσαρας γίνεται αρχιστράτηγος των Παπικών στρατευμάτων και αναδεικνύεται σε κυρίαρχη προσωπικότητα της κεντρικής Ιταλίας. Tον Ιούλιο του 1498 η αδελφή του Λουκρητία παντρεύεται, για πολιτικούς σκοπούς, τον Αλφόνσο ντι Μπιντέλια/Alfonso di Bedelia, νόθο γιο του βασιλέα της Νάπολι Αλφόνσου Β’ της Αραγωνίας, αλλά και αυτός ο γάμος ήταν ατυχής. Μεσούσης της προσπάθειας των Βοργία να καθυποτάξουν το βασίλειο της Νάπολι με την βοήθεια του βασιλέα της Γαλλίας Λουδοβίκου ΧΙΙ, την επομένη της εορτής του Ιωβηλαίου του 1500 που γιόρταζε όλη η οικογένεια του Ποντίφικα, ο Μπιντέλια δέχεται επίθεση από τέσσερις προσωπιδοφόρους κοντά στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου όπου τραυματίζεται σοβαρά. Κατόπιν αυτού μεταβαίνει στην οικία του, όπου δέχεται τις φροντίδες της συζύγου του Λουκρητίας, ενώ ο Πάπας διέθεσε 14 άνδρες για τη φρούρησή του.
Κάποια στιγμή που ο Καίσαρας Βοργίας πήγε να επισκεφθεί τον ημιθανή τραυματία φέρεται να δήλωσε: «ό,τι δεν γίνεται στο γεύμα, μπορεί να γίνει στο δείπνο». Έτσι στις 18 Αυγούστου του 1500 αφού εισήλθε στη κρεβατοκάμαρα του γαμπρού του και απομάκρυνε την αδελφή του, στραγγάλισε τον Αλφόνσο με τη βοήθεια του σωματοφύλακά του, Μικελόττο. Σημειώνεται ότι οι δολοφονίες απετέλεσαν κοινή πρακτική στην Ρώμη, ενώ πολλοί αδιευκρίνιστοι θάνατοι αποδόθηκαν στην οικογένεια Βοργία και ειδικά στον Καίσαρα.
Η παρακμή
Καθώς η υφιστάμενη συμμαχία με τη Γαλλία «φρέναρε» τον Καίσαρα, καταστρώθηκαν σχέδια, έγιναν συμφωνίες, δαπανήθηκαν χρήματα, δολοφονήθηκαν αντίπαλοι, προκειμένου να απεγκλωβισθεί, αλλά στα μέσα του 1503 ο Αλέξανδρος πεθαίνει από ελονοσία. Ο Καίσαρας χάνει τον ευεργέτη του, πριν διαμορφώσει την δική του σφαίρα επιρροής, ενώ ταυτόχρονα παραμένουν οι μεγάλες ξένες δυνάμεις σε βορρά και νότο και ο ίδιος είναι βαριά άρρωστος. Με τον Καίσαρα αδύναμο, οι εχθροί του επιστρέφουν από την εξορία για να διεκδικήσουν τα εδάφη του και όταν αποτυγχάνει να ελέγξει το Παπικό κονκλάβιο, αποχωρεί από τη Ρώμη.
Πείθει τον νέο Πάπα να τον επαναφέρει με ασφάλεια, αλλά ο Ποντίφικας πεθαίνει μετά από 26 ημέρες και ο Καίσαρας αναγκάζεται να ξαναφύγει. Υποστηρίζει τότε έναν μεγάλο αντίπαλο των Βοργία, τον Καρδινάλιο Ντε Λα Ροβέρε, ως Πάπα Ιούλιο ΙΙΙ, αλλά με τα εδάφη του κατακτημένα και τις διπλωματία του εξουδετερωμένη λόγω έλλειψης υποστηρικτών, ο Ιούλιος δυσφορεί και συλλαμβάνει τον Καίσαρα. Οι Βοργίες εκδιώκονται από τις θέσεις τους, ή αναγκάζονται σε αδράνεια. Οι εξελίξεις επιτρέπουν την απελευθέρωση του Καίσαρα, ο οποίος μεταβαίνει στην Νάπολη, αλλά συλλαμβάνεται από τον Φερδινάνδο της Αραγονίας και φυλακίζεται. Δραπετεύει μετά από δύο χρόνια, αλλά σκοτώνεται σε αψιμαχία το 1507 σε ηλικία μόλις 31 ετών.
Λουκρητία Βοργία/Lucrezia Borgia (1480 – 1519)
Η Λουκρητία Βοργία ήταν δούκισσα της Φερράρας, πασίγνωστη για την ομορφιά της, τους σκανδαλώδεις έρωτες, αλλά και για τα εγκλήματα στα οποία φέρεται αναμεμιγμένη. Ήταν φυσική κόρη του Ροδερίγου Βοργία, του μετέπειτα Πάπα Αλέξανδρου ΣΤ’ και της Βανότσα Κατανέι και αδελφή των Καίσαρα Βοργία, Ιωάννη Βοργία και Τζόφρη ή Γοδεφρείδου Βοργία.

Γεννήθηκε στο Σουμπιάκο, στα περίχωρα της Ρώμης στις 18 Απριλίου του 1480 και πέθανε στη Φεράρα στις 24 Ιουνίου του 1519. Τα νεανικά της χρόνια τα πέρασε στην αυλή των Βοργιών ονομαστή για τις ραδιουργίες και τα εγκλήματά της. Η ίδια διέθετε εξαιρετική ομορφιά και πολλές χάρες, ενώ ο ήπιος χαρακτήρας και η ιδιαίτερη ευφυΐα της τη βοήθησαν στο ρόλο τον οποίο ίσως ασυναίσθητα διαδραμάτισε. Οι αλλεπάλληλοι γάμοι της υπήρξαν σκόπιμοι προκειμένου να ικανοποιήσουν τη φιλοδοξία του πατέρα της και την αύξηση της δύναμης του αδελφού της.
Σε πολύ νεαρή ηλικία αρραβωνιάστηκε διαδοχικά δύο Ισπανούς ευγενείς, τον Δον Χερουβίν ντε Σεντέλλος και τον Γασπάρντο ντε Προσίντα. Όταν όμως ο πατέρας εξελέγη Πάπας προκειμένου να εξυπηρετήσει τις πολιτικές του βλέψεις, διέλυσε τους αρραβώνες της Λουκρητίας και την πάντρεψε με τον Τζιοβάνι Σφόρτσα, νόθο γιο του Αλέξανδρου Σφόρτσα, κόμη του Μιλάνου.
Αργότερα, όταν ο αδελφός της αντελήφθη ότι αδυνατούσε να προσπορίσει οικονομικά οφέλη από τον γάμο της αδελφής του αποπειράθηκε να δολοφονήσει το γαμπρό του μέσα στη κρεβατοκάμαρα της αδελφής του.
Οι χρονικογράφοι της εποχής εκείνης του Πέζαρο αφηγούνται την απόπειρα εκείνη, από την οποία διέφυγε τελικά ο Σφόρτσα, ως εξής (ελεύθερη μετάφραση):
«Ένα βράδυ ο Τζακουΐνο, θαλαμηπόλος του Ιωάννη Σφόρτσα βρισκόταν στον κοιτώνα της Λουκρητίας όταν μπήκε σ’ αυτόν ο αδελφός της Καίσαρ. Πριν όμως μπει, η Λουκρητία τον διέταξε να κρυφτεί πίσω από ένα ανάκλιντρο. Μπαίνοντας ο αδελφός της, ανακοίνωσε ότι έδωσε εντολή να σκοτώσουν τον σύζυγό της. Έτσι μόλις έφυγε ο Καίσαρας Βοργίας η Λουκρητία έστειλε τον αυτήκοο μάρτυρα θαλαμηπόλο να ειδοποιήσει τον Ιωάννη Σφόρτσα. Τότε αυτός ιππεύοντας ένα άλογο έφθασε στο Πέζαρο μετά από 24 ώρες όπου φθάνοντας το άλογο έπεσε νεκρό από τον συνεχή καλπασμό».
Μετά από αυτόν τον έντεχνο χωρισμό ο πατέρας της, ο Πάπας, ακύρωσε τον γάμο της κόρης του με τον Σφόρτσα, μετά τον οποίο η Λουκρητία κατέφυγε σε Μοναστήρι καλογραιών του αγίου Σίξτου.
Τον Ιούλιο του 1498 η Λουκρητία παντρεύεται, πάλι για πολιτικούς σκοπούς, τον Αλφόνσο ντι Μπιντέλια όπως περιγράφηκε προηγουμένως.
Μετά τον θάνατο του δεύτερου συζύγου της η Λουκρητία κατέφυγε στο πύργο του Νέππι. Τότε ξέσπασε το σκάνδαλο για αιμομικτικές σχέσεις που μπορεί να είχε με τον πατέρα της και τον αδελφό της. Αφορμή αυτού ήταν το γεγονός ότι το 1498 η Λουκρητία είχε γεννήσει κατά τον 2ο γάμο ένα βρέφος άρρεν. Το 1501 φέρεται και με δεύτερο βρέφος με το όνομα Τζοβάνι (Ιωάννη) το οποίο και ανέτρεφε και για το οποίο ο Πάπας εξέδωσε δύο αναγνωριστικές βούλες που φυλάσσονταν στα αρχεία της Μόντενα. Στη μεν μία εξ αυτών ο Πάπας αναγνώριζε το βρέφος ως τέκνο του Καίσαρα Βοργία, στη δε άλλη ως τέκνο δικό του. Η διπλή αυτή αναγνώριση της πατρότητας του παιδιού ενισχύει παρά συσκοτίζει ακόμη περισσότερο τις κατηγορίες των χρονικογράφων της εποχής για τις πιθανές αισχρές και οργιώδεις σχέσεις πατέρα, αδελφού και κόρης. Βέβαια σ΄ αυτό το σημείο έδωσε λαβή να υποστηρίζεται και η ενεργή συμμετοχή της Λουκρητίας σε όλες τις οργιώδεις εορτές που συνήθιζε ο Πάπας στα ποντιφικά ανάκτορα.
Το 1501, ένα χρόνο μετά τη δολοφονία του 2ου συζύγου της η Λουκρητία παντρεύεται τον Αλφόνσο της Έστης, Δούκα της Φερράρας, τον οποίο και ακολούθησε στη Φεράρα. Εκεί η Λουκριτία δημιούργησε γύρω της σπουδαίο κύκλο ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Πιέτρο Μπέμπο/Pietro Bembo, ο οποίος χάρη στην Λουκρητία έγινε καρδινάλιος και ο Λουδοβίκος Αριόστο/Ludovico Ariosto ο οποίος εξύμνησε τις αρετές της Λουκρητίας σε ένα οκτάστιχο που αναφέρεται στο έργο του «Μαινόμενος Ρολάνδος». Μέσα σ΄ ένα τέτοιο κύκλο και πλήθος τίτλων από τους γάμους της συνέχισε να ζει η Λουκρητία στην ίδια πόλη μέχρι τον θάνατό της το 1519. Σημαντικότεροι των τίτλων που έφερε ήταν Πριγκίπισσα του Σαλέρνο, Δούκισσα της Μόντενα, του Ρέτζιο και της Φερράρας, Δούκισσα της Βισκεγλίας και Λαίδη του Πέζαρο και της Γραδάρας. Σημειώνεται ότι τότε οι κληρονομικοί τίτλοι φέρονταν κατά σειρά από τον νεότερο προς τον αρχαιότερο αποκτηθέντα και όχι κατά την σύγχρονη αξιωματική σειρά από ανώτερο προς κατώτερο.
Οι σύγχρονοι χρονικογράφοι της απέδωσαν πλήθος κατηγοριών. Αντίθετα οι νεότεροι ιστοριοδίφες εξετάζοντας τα πολιτικά πάθη και τις θρησκευτικές έριδες της εποχής εκείνης στέκονται απέναντι από το πρόσωπό της με περισσότερο σεβασμό. Συγκεκριμένα ο Φερδινάνδος Γρηγορόβιος καίτοι αναγνωρίζει την Λουκρητία ως φιλήδονη γενικά, δεν δέχεται ότι είχε εγκληματική φύση, θεωρώντας πως όλα είναι κατηγορίες των εχθρών των Βοργιών. Βέβαια υπήρξαν και συγγραφείς που προσπάθησαν να την εξαγνίσουν από κάθε κατηγορία.
Κατά την ασφαλέστερη κρίση η Λουκρητία δεν ήταν τύπος ανήθικου ανθρώπου (immorale), αλλά μάλλον εξωηθική (amorale) που όμως μπορούσε να διακρίνει τα όρια μεταξύ της ηθικής και της ανηθικότητας. Όπως σημειώνει ο Εμίλ Γκέμπχαρτ/Émile Gebhart.
Όλα της ήταν φευγαλέα, ακαθόριστα, αμφίρροπα, άτολμα, τόσο στο πνεύμα όσο και στην έκφρασή της και προπάντων ο χαρακτήρας της. Κατέστη κοντά στον πατέρα της και τους φιλόδοξους αδελφούς της «ευμάλακτος κηρός», «χαρίεσσα σκλάβα», που όμως η εκπαίδευσή της δεν μόρφωσε την αιδώ, ούτε τον λεπτοφυή γυναικείο αυτοσεβασμό.
Έτσι ως γλυκύτατη γυνή προετοιμάστηκε να δεχτεί χωρίς αντιστάσεις τις σκανδαλωδέστερες περιπέτειες του Οίκου των Βοργίων τις οποίες κάποια ψυχική αναισθησία τις καθιστούσες λιγότερο οδυνηρές για την ίδια. Συνήθισε στο πόνο, (συνεχίζει ο Γκέμπχαρτ) όπως συνήθισε τα παράξενα θεάματα της παπικής αυλής».
Σε κάποια δε επιστολή της, λίγο πριν πεθάνει, προς τον Πάπα Λέοντα Χ διαφαίνεται το παράπονο μιας πικραμένης ύπαρξης στην οποία το παρελθόν, είχε αφήσει μάλλον μελαγχολικές παρά φρικιαστικές αναμνήσεις.
Μέλη του οίκου Βοργία
Πέραν των ανωτέρω, άλλα επιφανή μέλη της οικογένειας Βοργία ήσαν οι κάτωθι:
Πέδρο Λουίς ντε Βοργία/Pier Luigi de Borgia (1458 – 1488). 1ος Δούκας της Κάντια .
Ινίγο ντε Βοργία ι Βελάσκο/Íñigo de Borja y Velasco (1575 – 1622). Ισπανός ευγενής, στρατιωτικός και διοικητής του τάγματος του Σαντιάγο.

Χουάν ντε Βοργία ι Κάστρο/Juan de Borja y Castro (1533 – 1606). Ισπανός ευγενής, στρατιωτικός & διπλωμάτης, γιός του Φραγκίσκου Βοργία και της συζύγου του Λεονόρ Κάστρο/Leonor Castro.

Φραγκίσκος Βοργία ι Αραγκόν/Francisco de Borja y Aragón (1581 – 1658). 3ος Κόμης του Mayalde, Αντιδήμαρχος του βασιλικού οίκου και Πρίγκιπας του Esquilache.
Ροδερίγος ντε Βοργία/Rodrigo de Borja (1349 – ?). Ισπανός ευγενής από το βασίλειο της Βαλένθια (να μην συγχέεται με τον ομώνυμο Πάπα Αλέξανδρο VI).

Τζιόφρε Βοργία/Gioffre Borgia (1482–1516). Γιος του Πάπα Αλεξάνδρου VI και νεότερος αδελφός των Καίσαρα και Λουκρητίας Βοργία. Παντρεύτηκε την Σάντσα/Sancha της Αραγονίας, κόρη του Αλφόνσου ΙΙ της Νάπολης, αποκτώντας ως προίκα τόσο το Πριγκιπάτο της Σκίλιας/Squillace (1494) όσο και το Δουκάτο του Αλβίττου/Alvito (1497). Αργότερα παντρεύτηκε την Μαρία ντε Μίλα/της Αραγονίας, με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Φραγκίσκο Βοργία/Francesco Borgia.

Ανγκέλα Βοργία/Angela Borgia (1486 – 1522). Λαίδη του Σασουόλο/Sassuolo.
Φραγκίσκος Βοργία/Francis Borgia 4ος Δούκας της Γκάντια (1510-1572), δισέγγονος του Πάπα Αλεξάνδρου VI. Αναδιοργάνωσε την Εταιρεία του Ιησού (θρησκευτικό καθολικό τάγμα γνωστό ως Ιησουίτες) και ονομάσθηκε άγιος από τον Πάπα Κλημέντιο Χ στις 20 Ιουνίου 1670.
Γασπάρ ντε Βοργία ι Βελάσκο/Gaspar de Borja y Velasco (1580–1645). Γεννήθηκε στο Villalpando της Ισπανίας και σε αντίθεση με πολλούς από τους συγγενείς του, προτιμούσε την Ισπανική γραφή του ονόματος Borja αντί Borgia. Υπηρέτησε ως Προκαθήμενος της Ισπανίας, Αρχιεπίσκοπος της Σεβίλλης και Αρχιεπίσκοπος και αντιβασιλέας της Νάπολι.
Αρθούρος Βοργία Πέρεζ/Arturo Borja Pérez (1892 – 1912). Ποιητής από το Εκουαδόρ και μέλος της φιλολογικής ομάδας Generación decapitada (Αποκεφαλισμένη Γενεά).
Ρόζα Βοργία ι Υκάζα/Rosa Borja de Ycaza (1889 – 1964). Συγγραφέας, δοκιμιογράφος, θεατρική συγγραφέας, κοινωνιολόγος, ποιήτρια, μυθιστοριογράφος, φεμινίστρια και ακτιβίστρια από το Εκουαδόρ.
Λούζ Ελίζα Βοργία Μαρτίνεζ/Luz Elisa Borja Martínez (1903–1927). Ποιήτρια, πιανίστρια ζωγράφος και γλύπτρια του Εκουαδόρ.

Ροδερίγος Βοργία Σεβάλλος/Rodrigo Borja Cevallos (1935). Πρώην Πρόεδρος του Εκουαδόρ.
Επιμύθιο
Ουδείς από την οικογένεια Βοργία υπήρξε τόσο ισχυρός όσο ο Αλέξανδρος, ενώ άλλα μέλη κατείχαν ισχυρές θρησκευτικές και πολιτικές θέσεις, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό του Φραγκίσκου/Francis Βοργία ο οποίος μετά τον θάνατό του το 1572, ανακηρύχθηκε άγιος. Μετά τον Φραγκίσκο η δύναμη της οικογένειας άρχισε να εξασθενεί και μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα είχε εκλείψει.
Ο Αλέξανδρος και η οικογένεια Βοργία υπήρξαν διαβόητοι για την διαφθορά, την σκληρότητα και τις δολοφονίες που διέπραξαν. Τα έργα του Αλέξανδρου ως Πάπα ήσαν πρωτοποριακά, ανάγοντας τον θεσμό σε άλλα επίπεδα, ενώ ο Καίσαρας ήταν η υπέρτατη έκφραση εξουσίας που υπήρξε στην ιστορία της Ευρώπης. Ο Καίσαρας μάλιστα απετέλεσε σημείο αναφοράς του Μακιαβέλλι, ως παράδειγμα άσκησης της εξουσίας.
Ο Νίκκολο Μακιαβέλλι συναντήθηκε με τον Δούκα σε μια διπλωματική αποστολή, ως γραμματέας της καγκελαρίας της Φλωρεντίας. Ο Μακιαβέλλι βρισκόταν στην αυλή των Βοργία από τις 7 Οκτωβρίου 1502 μέχρι τις 18 Ιανουαρίου 1503. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου απέστειλε αρκετές επιστολές στους ανωτέρους του στην Φλωρεντία, πολλές από τις οποίες σώζονται και δημοσιεύονται στο σύγγραμμα του «Συλλογικά Έργα». Στο έργο του «Πρίγκιπας» ο Μακιαβέλλι χρησιμοποιεί τον Καίσαρα ως παράδειγμα στην διακυβέρνηση ενός πριγκηπάτου. Παρόλο που ο Καίσαρας αντλούσε την δύναμή του από τον πατέρα του ο οποίος του έδωσε την εξουσία, εν τούτοις κυβερνούσε βασιζόμενος ως επί το πλείστον στην ικανότητα και μεθοδικότητά του. Ωστόσο, όταν πέθανε ο πατέρας του και εμφανίσθηκε αντίπαλος στην παπική έδρα, ο Καίσαρας ανατράπηκε μέσα σε λίγους μήνες.
Ο Μακιαβέλι αναφέρει δύο περιστατικά με τον Καίσαρα: την μέθοδο με την οποία αποκτήθηκε η Ρομάνια (περιφέρεια της Ιταλίας) την οποία περιγράφει ο Μακιαβέλι στο κεφάλαιο VII του Πρίγκηπα και την δολοφονία των επικεφαλής του την Πρωτοχρονιά του 1502 στην Σενιγκαλιά.
Οι αναφορές στον Βοργία από τον Μακιαβέλλι αποτελούν σημείο αντιπαράθεσης. Ορισμένοι μελετητές βλέπουν στον Βοργία του Μακιαβέλλι τον πρόδρομο των κρατικών εγκλημάτων του 20ου αιώνα. Άλλοι, συμπεριλαμβανομένων των Macaulay και Λόρδου Acton, έχουν ιστοριοποιήσει τον Βοργία του Μακιαβέλλι, εξηγώντας την βία ως αποτέλεσμα της γενικής εγκληματικότητας και διαφθοράς της εποχής.
Εν κατακλείδι…………η οικογένεια Βοργία ως πρίγκιπες της Αναγέννησης, δεν ήσαν χειρότεροι από ό,τι πολλοί σύγχρονοί τους.
Βιβλιογραφία
Εγκυκλοπαίδεια Britannica
Clemete Fusero «The Borgias» 1966
Gerald J. Meyer «The Borgias: The Hidden History» 2013