Το άρθρο δημοσιεύεται κατόπιν αδείας του συγγραφέα κυρίου Θεόδωρου Λάγιου.
Ο αείμνηστος Παναγιώτης Κονδύλης, ένας από τους σημαντικούς φιλοσόφους και διανοητές των σύγχρονων καιρών, έγραψε ότι η Ιστορία, αιώνες τώρα καιροφυλακτεί, μη αναγνωρίζοντας νομοτέλειες, βάσει των οποίων κάποιος θα μπορούσε να μελλοντολογήσει. Οι εξελίξεις δε που διαφαίνονται εκ των υστέρων, ως διαδραστικές των τεκταινομένων, δεν έχουν ούτε καν ευθύγραμμη σχέση με τη πραγματική πορεία των συμβαινόντων κατά την εμφάνιση τους. Το δυτικό μοντέλο ζωής – όπως συνηθίζεται να καταγράφεται – από πολιτισμικής πλευράς είναι προϊόν μιας παλαιάς κληρονομιάς και από πολιτικής είναι μια σύνθεση εύθραυστης ισορροπίας της ατομικής ελευθερίας, της ισότητας των δικαιωμάτων και των επιθυμιών και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Στη προσπάθεια υπεράσπισης και προάσπισης αυτού του μοντέλου, αν δεν υπάρχει η σύνεση και το σθένος από τους άρχοντες, σεβόμενοι πάντα τη διαφορετικότητα του άλλου, τότε μπορεί να αφανιστεί όπως άλλωστε αφανίστηκαν στο διάβα της Ιστορίας οι μεγάλες αυτοκρατορίες. Αυτό που ιστορικά χαρακτηρίζει τους ηγέτες είναι ότι γνωρίζουν πώς να εισέλθουν σε ένα πόλεμο, δεν γνωρίζουν όμως πως θα τον τερματίσουν, για να εξέλθουν.
Αναπόφευκτα, ο Πρώσος θεωρητικός του πολέμου – Κarl Fon Clausewitz – γίνεται πολύ εύστοχος, σημειώνοντας «Θα πρέπει να πεισθούμε στην αναγκαιότητα, ότι κάθε πόλεμο θα πρέπει να τον βλέπουμε ως ενιαίο σύνολο, με αρχή και τέλος».

Ο κάθε ηγέτης – διοικητής προκειμένου να κάνει ένα βήμα μπροστά, θα πρέπει να έχει σχεδιάσει στο νου του το τέλος του πολέμου, προς το οποίο πρέπει να συγκλίνει κάθε προσπάθεια και κατεύθυνση. «Αν δεχθούμε ότι ο πόλεμος ανήκει στη δικαιοδοσία της ευκαιρίας και των απρόβλεπτων γεγονότων, πράγμα που σημαίνει ότι κανένας δεν μπορεί να προβλέψει, πως αυτός μπορεί να τελειώσει-όπως ανέφερε ένας από τους αρχηγούς της Αμερικανικής Επανάστασης, ο Thomas Paine – τότε υπάρχει πλήρης διάσταση με τη παραδοχή που κάνει ο Clausewitz, θεωρώντας τον πόλεμο ως πολιτικό όργανο. Εάν πιστεύουμε ότι ο πόλεμος προέρχεται από έναν πολιτικό σκοπό, τότε είναι πολύ φυσικό η ύπαρξη του να παραμείνει η κύρια αιτία μελέτης του.
Συνεπώς η κύρια και σπουδαιότερη σε έκταση πράξη κρίσης είναι να τοποθετηθούμε απέναντι στη δοκιμασία της επιλογής του είδους του πολέμου με το οποίο θέλουμε να εμπλακούμε. «Και όταν αναφερόμαστε σε δοκιμασία επιλογής θεωρούμε ότι ο πόλεμος είναι σκόπιμο όργανο της πολιτικής και ότι οι μορφές του πολέμου εξαρτώνται από τα κίνητρα που περιβάλλουν τις καταστάσεις. Σ’ αυτό το σημείο μπορεί να τονιστεί ότι ο πόλεμος μπορεί να εκληφθεί ως η εκμετάλλευση της ευκαιρίας που όμως πάντα θα δραστηριοποιείται και θα πραγματώνεται από την επιθυμία των πολιτικών-ηγετών.
Ευλόγως συμπεραίνεται, ότι οι πολιτικοί-ηγέτες θα σημειοδοτήσουν την προσδοκία τους από ένα πόλεμο και θα καταδείξουν τον τερματισμό του, στους διαχειριστές της έντασης, δηλαδή στους στρατιωτικούς ηγέτες. Διαφαίνεται ευθέως από τα προαναφερθέντα, η ανάγκη στοιχειοθεσίας και θέσπισης από την Πολιτική Αρχή, με όποιο σχήμα και αν εκφράζεται, η μορφή του τέλους του πολέμου (End State) και τα κριτήρια για τον τερματισμό του (Criteria of War Termination), τόσο για τους σχεδιαστές των πολεμικών σχεδίων όσο και για τους εκτελεστές αυτών (στρατιωτικοί διοικητές).
Με τον όρο End State (επιθυμητή μορφή κατάστασης μετά τον πόλεμο) εννοούμε τη μορφή που επιθυμεί η Πολιτική Ηγεσία μιας χώρας να έχει το πεδίο της μάχης και το περιβάλλον της άλλης χώρας στο πολιτικό γίγνεσθαι, όταν τελειώσει ο πόλεμος. Ενώ με τον όρο Criteria of war termination (κριτήρια τερματισμού πολέμου) εννοούμε τους στόχους που τίθενται από τις στρατιωτικές και διπλωματικές υπηρεσίες ώστε να επιτευχθεί ο τερματισμός του πολέμου.
Παρόλη, την πρόδηλη και αδήριτη ανάγκη θέσπισης τέτοιων κριτηρίων, αυτά δεν έχουν συστηματικοποιηθεί και κωδικοποιηθεί στους σχεδιασμούς των δογμάτων για την αντιμετώπιση κρίσεων ή έναρξης συγκρούσεων. Μέσα από την ενδελεχή μελέτη της Ιστορίας καταδεικνύεται η δυσκολία της επίτευξης του επιδιωκόμενου τέλους του πολέμου, καθώς επίσης ότι υπάρχει μία διασύνδεση μεταξύ της φάσης του πολέμου και της φάσης της ειρήνης και αυτή είναι η φάση του τερματισμού του πολέμου.
Είναι γεγονός ότι η έρευνα μέχρι σήμερα, περί τερματισμού του πολέμου, εστιάζεται κυρίως στην κατάπαυση των εχθροπραξιών, δηλαδή, στη μετάβαση από την κατάσταση του πολέμου σε αυτή της ειρήνης ή ακριβέστερα του μη πολέμου. Όμως η προβληματική περί τερματισμού του πολέμου έχει δύο προσεγγίσεις. Η πρώτη κατεύθυνση είναι προς την ανίχνευση του «πότε» και του «γιατί» ο πόλεμος τερματίζεται σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο διερευνώντας τη δυνατότητα πρόβλεψης αυτού του σημείου. Η δεύτερη προβληματική αποσκοπεί στην εμπειρική και συγκριτική προσέγγιση μέσα από τη γνώση της Ιστορίας, αξιών, κινήτρων οικονομικής και πολιτικής θεώρησης, δομής διεθνών σχέσεων.
Με αυτή την εργασία επιχειρείται να προσεγγιστεί ο τερματισμός του πολέμου, σύμφωνα με την πρώτη προβληματική και να ανιχνευθεί η δυνατότητα πρόβλεψης και επιλογής του τρόπου με τον οποίο τερματίζεται ένας πόλεμος. Η βασική προβληματική της θεωρητικής σπουδής του τερματισμού του πολέμου, είναι ο καθορισμός του βέλτιστου χρόνου κατάπαυσης των εχθροπραξιών ή της παράδοσης της μίας πλευράς στην άλλη.

Η λογική και θεωρητική προσέγγιση του προβλήματος προϋποθέτει ότι υπάρχουν διαθέσιμες επαρκείς πληροφορίες, ώστε να διενεργηθούν οι τυπικοί υπολογισμοί κέρδους-ζημίας και να ληφθούν οι ανάλογες αποφάσεις.
Ο C. V Clausewitz σημειώνει σχετικά, «Για την απόφαση περί ειρήνης, είναι γενική η επίδραση της θεώρησης της ήδη αναλωθείσης δυνάμεως καθώς και της περαιτέρω απαιτουμένης. Καθώς ο πόλεμος δεν είναι πράξη τυφλού πάθους, αλλά κυριαρχείται από τον πολιτικό αντικειμενικό σκοπό, η αξία του τελευταίου καθορίζει το μέτρο των ανεκτών θυσιών. Αυτό ισχύει όχι μόνο για την ένταση των θυσιών αλλά και για τη διάρκεια τους.»
Πως όμως μπορούμε να γνωρίσουμε το πραγματικό μέγεθος της αξίας των δαπανών εθνικής ισχύος, συγκριτικά με το μέγεθος του πολιτικού αντικειμενικού σκοπού;
Με ποιόν τρόπο και πότε θα παρέμβουμε για να επέλθει ο τερματισμός του πολέμου;
Η παρέμβαση θα πρέπει να γίνει βάσει σχεδιασμού ή ακολουθώντας τα συμβάντα;
Αυτά τα θεμελιώδη ερωτήματα απεικονίζονται στις ιστορικές πτυχές που εγκλείουν απόπειρες παρέμβασης τερματισμού του πολέμου, όπως αν ήταν λογική η απόφαση των Βρετανών να συνεχίσουν τον πόλεμο, μετά την παράδοση της Γαλλίας και χωρίς να έχουν ακόμη εμπλακεί οι ΗΠΑ και η Ρωσία;
Γιατί οι Γερμανοί και οι Σύμμαχοι κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισαν να συνομιλούν το 1918 και όχι το 1915 ή το 1914;
Γιατί ο πόλεμος στην Κορέα συνεχίσθηκε μέχρι το 1953 ενώ οι συνομιλίες άρχισαν το 1951;
Αν προσεγγίσουμε το φαινόμενο του πολέμου μέσα από την θεωρία της πολυπλοκότητας- μια διεπιστημονική κίνηση που αναπτύχθηκε στις δεκαετίες του 60 και του 70 στις λεγόμενες σκληρές επιστήμες (τεχνολογίες της πληροφορίας, βιολογία, γνωστικές επιστήμες, επιστήμες του περιβάλλοντος)- και θεωρήσουμε τον πόλεμο σαν ένα πολύπλοκο προσαρμοστικό σύστημα, ίσως αναδειχθεί η προοπτική ανάπτυξης μοντέλου προβλεπτικής αξίας με χρηστικότητα στη σχεδίαση των επιχειρήσεων.
Μολονότι, δεν υπάρχει το ενιαίο στη θεωρία της πολυπλοκότητας, έχει επιτευχθεί μια κατ’ αρχήν σύγκλιση στα γενικά χαρακτηριστικά των πολύπλοκων προσαρμοστικών συστημάτων. Τα πολύπλοκα προσαρμοστικά συστήματα είναι δίκτυα αλληλεξαρτημένων στοιχείων που διέπονται από ένα «θεσμικό πλαίσιο» απλών κανόνων, οι οποίοι επιτρέπουν την εξέλιξη του συστήματος δίχως έξωθεν παρέμβαση.
Κάνοντας μια αντιπαραβολή του ορισμού με το σύνθετο του πολέμου, διαπιστώνεται μια καθολική ομοιότητα στους μηχανισμούς που λειτουργούν για την τέλεση του πολέμου (στρατιωτικοί, πολιτικοί, οικονομικοί, τεχνολογικοί, κοινωνικοί, περιβαλλοντολογικοί). Λόγω της αλληλεξάρτησης, αφενός τα αποτελέσματα της αλληλεπίδρασης μεταξύ των μηχανισμών διαχέονται στο σύστημα και αφετέρου στο ίδιο το σύστημα αναδύονται πολυπλοκότερες μορφές με ιδιότητες μη αναγώγιμες σε αυτές των επιμέρους στοιχείων.
Μεγάλη και καθοριστική σημασία έχει η ικανότητα των μηχανισμών – στοιχείων για μάθηση, που τους επιτρέπει να αναδιαρθρώνουν ιδιότητές τους, έτσι ώστε να αντιμετωπίζουν τις αλλαγές του περιβάλλοντος. Συνεχίζοντας την αναγωγή της περιγραφής ενός πολύπλοκου συστήματος σε αυτό του πολέμου, εύκολα αναγνωρίζεται η αλληλεπίδραση μεταξύ των μηχανισμών που προαναφέρθησαν και η διάχυση της γνώσης που αναπτύσσει ο κάθε μηχανισμός στους άλλους.

Ακριβώς σε αυτή τη θεωρία της πολυπλοκότητας στηρίχθηκε ο φημισμένος οικονομολόγος, εμπνευστής και θεμελιωτής του φιλελευθερισμού, Φρίντιχ Χάγεκ (1899-1992) για να εξηγήσει την λειτουργία και τη δημιουργική της αγοράς, χωρίς σκόπιμες εξωτερικές παρεμβάσεις και να μοντελοποιήσει τη συστημική των αναδυομένων τάσεων που δημιουργούνται για την ανθρώπινη δράση.
Για τον Αυστριακό οικονομολόγο η ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων πρέπει να θεμελιωθεί, αφενός στο ότι τα άτομα είναι οι μόνοι δρώντες στην κοινωνία και αφετέρου στον κατανεμημένο χαρακτήρα των ανθρωπίνων γνώσεων.
Αν δεχθούμε το φαινόμενο του πολέμου σαν ένα κοινωνικό φαινόμενο, τότε ακολουθώντας το πλαίσιο του σκεπτικού του Χάγεκ, προσεγγίζουμε τον πόλεμο ως εξής:
Η οικοδόμηση μιας ορθολογικής πολεμικής τάξης δεν μπορεί να βασίζεται στην επίλυση ενός προβλήματος ανάλυσης πληροφοριών και κατανομής μέσων – πόρων, το οποίο προϋποθέτει την πλήρη πληροφόρηση, αφού οι απαιτούμενες γνώσεις είναι αδύνατον να συγκεντρωθούν σε έναν μοναδικό άνθρωπο ή υπολογιστή που θα επεξεργαστεί τις συνέπειες τους.
Αντιθέτως η πολεμικώς επιχειρησιακή γνώση είναι αποκεντρωμένη –και συχνά άρρητη – οι δε δρώντες μπορούν να δρουν αποτελεσματικά χωρίς να είναι σε θέση να εκφράσουν ότι γνωρίζουν, «μπορώ να κάνω ποδήλατο χωρίς να μπορώ να εξηγήσω πως τα καταφέρνω». Επομένως, αν δεν είναι δυνατό να συγκεντρωθεί αυτή η διάσπαρτη γνώση των ειδικών καταστάσεων σε κάποιο ολόκληρο σχήμα, το επιχειρησιακό πρόβλημα του πολέμου μετασχηματίζεται σε πρόβλημα εξασφάλισης της καλύτερης χρήσης των πληροφοριών και μέσων, τα οποία είναι γνωστά σε άτομα που μόνο αυτά γνωρίζουν τη σχετική σπουδαιότητα του.
Με άλλα λόγια, αυτή η γνώση δεν δίδεται, σε κανέναν, στο σύνολο της. Έτσι, οι επιμέρους ενέργειες – διαδικασίες συντονίζονται βαθμιαία κατά βάση μέσω του μηχανισμού της δοκιμής και του λάθους.
Παρά τις αντιρρήσεις που μπορούν να διατυπωθούν για την προσέγγιση αυτή (οι σύγχρονοι πολεμικοί μηχανισμοί βασίζονται σε ιεραρχικές οργανώσεις τουλάχιστον, τόσο όσο και οι αγορές), ο κεντρικός πυρήνας της είναι πραγματικός. Συνθέτοντας τις διασκορπισμένες γνώσεις και πληροφορίες σε διαδικασίες, περιορίζεται η πολυπλοκότητα των επιχειρησιακών φάσεων σε επεξεργάσιμα πλαίσια και επιτρέπει στους πολεμικώς δρώντες να ενεργούν σωστά, παρά τις περιορισμένες τους γνώσεις.
Ο πόλεμος όμως, δεν είναι μόνο αυτορυθμιζόμενο πολύπλοκο σύστημα μάθησης. Θεωρώντας, αφενός εσφαλμένη την ιδέα ότι οι κοινωνικοί θεσμοί θα υπηρετούν τις ανθρώπινες επιδιώξεις μόνο αν διαμορφώνονται προμελετημένα και αφετέρου, ίδιον της πρωτόγονης σκέψης την άποψη, ότι πίσω από κάθε διακρινόμενη κανονικότητα πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει ένα προσδιορίσιμο σκεπτόμενο ον – όπως οι φονταμενταλιστές κάθε τύπου αναζητούν έναν δημιουργό πίσω από κάθε δημιουργία – θα πρέπει ο πόλεμος να κατανοηθεί ως πολύπλοκο εξελισσόμενο σύστημα και όχι ως σερβομηχανισμός με κεντρική ρύθμιση και άρα με επιβληθείσα σκοπιμότητα.

Ακολουθώντας τη φιλοσοφική σκέψη του Χάγεκ, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η σύγχρονη σκέψη κινείται στο δίπολο φυσικό – τεχνητό. Οι αρχαίοι Έλληνες ανεγνώριζαν δύο κλάσεις φαινομένων «τα φύσει» και «τα νόμω» (με σύμβαση) ή «τα θέσει» (με προμελετημένη απόφαση).
Στα φυσικά φαινόμενα η τάξη είναι προϊόν της εξέλιξης, ενώ στα τεχνητά η τάξη είναι το αποτέλεσμα μιας εν προθέσει δράσης του ανθρώπου, δηλαδή είναι μια τάξη που έχει επιβληθεί εξωγενώς με προμελετημένη απόφαση.
Εν τούτοις κοινωνικοί θεσμοί ταξινομούνται πότε στη μια κατηγορία («τα φύσει») και πότε στην άλλη («τα νόμω» ή «τα θέσει»), ανάλογα με τα χρησιμοποιούμενα κριτήρια.
Ο πόλεμος, σαν ένας κοινωνικός θεσμός, μπορεί να ταξινομηθεί στα κατά «φύσει» φαινόμενα, αν δεχθούμε ότι η επικράτηση του ισχυρού είναι μια φυσική τάξη και ταυτόχρονα να ερμηνευθεί στα κατά «νόμω» ή στα κατά «θέσει» φαινόμενα αν δεχθούμε ότι είναι αποτέλεσμα εν προθέσει δράσης.
Αυτή η δυσχέρεια μπορεί να αντιμετωπισθεί αν αναγνωριστεί μια τρίτη κατηγορία φαινομένων, οι αυθόρμητες τάξεις (spontaneous orders) τα οποία είναι «αποτέλεσμα της δράσης του ανθρώπου αλλά όχι του σχεδιασμού του».
Η ανθρώπινη δράση προκαλεί συνέπειες που δεν υπήρχαν στις προθέσεις των δρώντων. Το άθροισμα αυτών των μη εκουσίων συνεπειών σε μεγάλο αριθμό ατόμων ή σε μεγάλη χρονική περίοδο έχει αποτέλεσμα την ανάδυση κανονικοτήτων που είναι κατανοήσιμες από το ανθρώπινο πνεύμα, αλλά δίνουν την εντύπωση ότι αποτελούν προϊόν κάποιου νοήμονος σχεδιαστή.
Έτσι λοιπόν, ο πόλεμος ως εξελισσόμενο σύστημα, δημιουργεί αυθόρμητες τάξεις που προκύπτουν από την εφαρμογή κανόνων, οι οποίοι υιοθετούνται μέσω μιας συγκριτικής διαδικασίας ως προς τα πλεονεκτήματα που διαφαίνονται από τους εμπλεκόμενους δρώντες και όχι από τους σχεδιαστές.
Καταληκτικά, η απάντηση στην πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει φαινόμενα όπως ο πόλεμος είναι οι αυθόρμητες τάξεις. Βεβαίως, δεν είναι αναγκαίο οι αυθόρμητες τάξεις να είναι πολυπλοκότερες από τα σχέδια των ανθρώπων. Όμως, τα εξαιρετικά πολύπλοκα συμβάντα παράγονται μόνο από δυνάμεις που οδηγούν στη διαμόρφωση αυθορμήτων τάξεων.
Ως εκ τούτου, είναι παντελώς αβάσιμο το επιχείρημα ότι οι σύγχρονοι πόλεμοι πρέπει να στηρίζονται σε σκόπιμες παρεμβάσεις διότι έγιναν εξαιρετικά πολύπλοκοι. Αναγνωρίζοντας την ύπαρξη αυθορμήτων τάξεων, οι απαντήσεις στα τεθέντα θεμελιώδη ερωτήματα περί τερματισμού του πολέμου διαμορφώνονται μέσα από το πρίσμα της γνώσης των μεγεθών δαπάνης εθνικής ισχύος και πολιτικού αντικειμενικού σκοπού, καθώς επίσης και μέσα από την ελαχιστοποίηση της έξωθεν παρέμβασης από του ίδιου του συστήματος του πολέμου.
Αυτό δε, που προέχει να υιοθετηθεί, είναι κάθε μηχανισμός που συμμετέχει σε ένα πολύπλοκο σύστημα πολέμου (πολιτικός, στρατιωτικός, οικονομικός, κοινωνικός, περιβαλλοντολογικός) να μπορεί να ευνοεί με τον αρχικό σχεδιασμό, την ανάπτυξη των αυθορμήτων τάξεων και την εκμετάλλευση του αποτελέσματος της δράσης. Αυτό συνεπάγεται ευελιξία φιλοσοφίας δόμησης του συστήματος πολέμου, εναλλακτικότητα σχεδίασης και ευκαμψίας δράσης.

Ο Πολ Βιριλιό, ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της μεταμοντέρνας σκέψης, στοχαστής με ιδιαίτερο στυλ και πλούσια αρθρογραφία σχετικά με τις ποικίλες απειλές πολέμου, σημείωνε εμφατικά σε μια συνέντευξη του στις 30 Σεπ. 2001 στην εφημερίδα «El Pais» πως ο πόλεμος που άρχισε στις 11 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους δεν είναι ένας πόλεμος «αλά Κλαούζεβιτς«. Δεν είναι θεμελιωμένος σε σαφή στηρίγματα με στρατούς, σημαίες, εχθρούς. Είναι ένας πόλεμος χαώδης, με την έννοια ότι τα πάντα είναι απρόβλεπτα, ο εχθρός ανώνυμος, ενώ οι πράξεις μοιάζουν με ατυχήματα.
Ο Κλαούζεβιτς ανησύχησε πολύ όταν ο Ναπολέων ηττήθηκε στην Ισπανία από τους αντιστασιακούς, διότι ανακάλυψε ότι ο πόλεμος όταν ξεφεύγει από τα όρια του κλασσικού πολέμου, δεν μπορεί να διεξαχθεί.
Η προσέγγιση αυτού του πολέμου, όπως τον περιέγραψε ο Βιριλιό μέσα από το πρίσμα της ηγεμονικής στρατιωτικής σκέψης, δηλαδή ο στρατιωτικός μηχανισμός του συστήματος του πολέμου να είναι ο μοναδικός ρυθμιστής της λειτoυργίας του όλου συστήματος, καθιστά τους στρατιωτικούς σχεδιαστές και εφαρμοστές απόλυτα ανίκανους ως προς την έναρξη του, την τέλεση του και τον τερματισμό του.
Απαιτείται άλλη οπτική προσέγγιση και φιλοσοφία δράσης, όχι απλά αντίδραση.
Στο ίδιο μήκος κύματος με τον Βιριλιό κινείται όμως και ο Θουκυδίδης, ο κλασσικός του πολέμου πριν από 2400 χρόνια. Στην Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου (Ιστορία Γ, Κεφ. 36 – 50) θέτει το δίλημμα της μορφής της τιμωρία που πρέπει να επιβάλλουν οι Αθηναίοι στην πόλη της Μυτιλήνης. Με τη μορφή δημηγοριών μεταξύ Κλέωνα και Διοδότου αναδεικνύει την πολυπλοκότητα του πολέμου είτε ως φαινόμενο δράσης είτε ως μέσο πολιτικής πίεσης. Και στις δύο περιπτώσεις αυτό που παραμένει απροσδιόριστο και εικοτολογούν αμφότεροι, είναι ο ίδιος ο τερματισμός του πολέμου.
Η διαδικασία τερματισμού του πολέμου είναι η γέφυρα μέσω της οποίας η ένοπλη σύγκρουση μεταβάλλεται σε πλέον ειρηνικούς τύπους αμοιβαίας δράσης. Το απροσδιόριστο της διάστασης του, επιχειρήθηκε να μορφοποιηθεί με την ανάπτυξη της θεωρίας των αυθορμήτων τάξεων.
Πολύ εύστοχα ο C. V. Clausewitz σημείωσε: «Ποτέ μη κάνεις το πρώτο βήμα εάν δεν έχεις σκεφτεί το τελευταίο».