Μάχη του Αούστερλιτς (2 Δεκ. 1805)

στις

εξώφυλλο: Ο Ναπολέων στη μάχη του Άουστερλιτς  François Gérard, Public domain, via Wikimedia Commons

copyright © μετάφραση – επιμέλεια Χείλων

Η μάχη του Αούστερλιτς ή μάχη των Τριών Αυτοκρατόρων, απετέλεσε μια από τις εντυπωσιακότερες νίκες του Ναπολέοντα, επιφέροντας συντριπτική ήττα στον Αυστρο-Ρωσικό στρατό, με αποτέλεσμα την αποχώρηση της Αυστρίας από τον Πόλεμο του Γ’ Συνασπισμού.

Γ’ Συνασπισμός

Το 1803 ο Ναπολέων Βοναπάρτης, ως Πρώτος Ύπατος της Γαλλικής Δημοκρατίας, υπέγραψε συμφωνία με τον πρόεδρο των Η.Π.Α, Τόμας Τζέφερσον, η οποία παραχωρούσε στις τελευταίες κάποιες Γαλλικές αποικίες στον Καναδά, με αντάλλαγμα 3.000.000 φράγκων. Το ίδιο έτος το Ηνωμένο Βασίλειο κήρυξε τον πόλεμο στη Γαλλία, και ο Ναπολέων με τα χρήματα που παραχωρήθηκαν δημιούργησε τον Στρατό της Αγγλίας, με τον οποίο σχεδίαζε να εισβάλει στη Μεγάλη Βρετανία και να την υποχρεώσει σε συνθηκολόγηση υπό τους όρους του. Ωστόσο ο πρωθυπουργός Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας, Ουίλιαμ Πιτ ο Νεότερος, γνωρίζοντας την πολύ άσχημη κατάσταση του Βρετανικού Στρατού, ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την Αυστρία, την Πρωσία, τη Ρωσία και τη Σουηδία, προσπαθώντας να τις στρέψει κατά της Γαλλίας. Ύστερα από σχεδόν ένα χρόνο η Ρωσική και Αυστριακή Αυτοκρατορία, μαζί με το Βασίλειο της Σουηδίας, κήρυξαν τον πόλεμο στον Ναπολέοντα, ο οποίος λίγους μήνες πριν είχε στεφθεί Αυτοκράτορας των Γάλλων. Ο τελευταίος αναγκάστηκε ν’ αναβάλει προσωρινά τα σχέδιά του και να στραφεί προς την Κεντρική Ευρώπη, μετονομάζοντας την στρατιωτική του δύναμη του σε Μεγάλη Στρατιά/Grande Armée.

Η Ευρωπαϊκή στρατηγική κατάσταση το 1805 The Department of History, United States Military Academy, Public domain, via Wikimedia Commons

Από την αρχή οι Αυστριακοί και οι Ρώσοι προετοιμάστηκαν για επιχειρήσεις ευρείας κλίμακας. Το μεγαλύτερο τμήμα του Αυστριακού στρατού, υπό τον Αρχιδούκα Κάρολο, στάλθηκε στην Ιταλία όπου ο Ναπολέων είχε πετύχει μεγάλες νίκες και αναμενόταν να επιστρέψει το 1805. Ένα μικρότερο τμήμα υπό τον στρατηγό Μακ/Mack, προωθήθηκε δυτικά κατά μήκος του Δούναβη για να εισβάλει στη Βαυαρία και κατέληξε στο Ουλμ, ενώ Ρωσικά στρατεύματα κατευθύνονταν στην Αυστρία και αναμένονταν να φτάσουν σύντομα.

Ο Ναπολέων ενήργησε ανορθόδοξα αποφασίζοντας να επιτεθεί κατά μήκος του Ρήνου με την ελπίδα να νικήσει το στρατό του Μακ πριν φτάσουν οι Ρώσοι και μετά να εξοντώσει τους Ρώσους πριν επιστρέψει ο Κάρολος από την Ιταλία. Το πρώτο μέρος του σχεδίου ήταν μια μεγάλη επιτυχία. Οι Γάλλοι διέσχισαν τον Ρήνο και σάρωσαν τη Γερμανία, φτάνοντας στις πηγές του Δούναβη ανατολικά του Ουλμ. Ο Μακ είχε αρκετές ευκαιρίες να διαφύγει από την παγίδα αφού όλες εκτός από μία μεραρχία του Γαλλικού στρατού μετακινήθηκαν στη νότια όχθη του ποταμού, αλλά ο Ναπολέων διόρθωσε το λάθος και στις 20 Οκτωβρίου ο Μακ και το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του παραδόθηκαν στην Ουλμ.

Ο Ναπολέων δέχεται την παράδοση του στρατηγού Μακ και του Αυστριακού στρατού στο Ουλμ. Πίνακας του Charles Thévenin. Charles Thévenin, Public domain, via Wikimedia Commons

Τον θρίαμβο στο Ουλμ ακολούθησε η πρώτη αποτυχία του Ναπολέοντα. Ο πρώτος από τους Ρωσικούς στρατούς, υπό τον αρχιστράτηγο Κουτούζοφ/Koutouzov, διέσχισε τελικά το Δούναβη και προχωρούσε δυτικά προς την Ουλμ όταν παραδόθηκε ο Μακ. Ο Κουτούζοφ ήταν ο επόμενος στόχος του Ναπολέοντα, αλλά οι Ρώσοι κατάφεραν να προλάβουν τους Γάλλους και πέρασαν στη βόρεια όχθη του Δούναβη δυτικά της Βιέννης. Οι Γάλλοι κατέλαβαν την Αυστριακή πρωτεύουσα και μια στρατηγικής σημασίας γέφυρα κατά μήκος του Δούναβη, αλλά ο Κουτούζοφ κατάφερε να διαφύγει βόρεια στο Όλμουτς, όπου ενώθηκε με μια δεύτερη Ρωσική δύναμη υπό τον στρατηγό Μπουξοεβέντεν/Buxhoeveden και μερικές διάσπαρτες Αυστριακές δυνάμεις. Μαζί του ήταν επίσης ο Τσάρος Αλέξανδρος A’ και ο Αυστριακός αυτοκράτορας Φραγκίσκος B’. Ο Ναπολέων ακολούθησε τους Ρώσους βόρεια από τη Βιέννη, προτού σταματήσει την καταδίωξη και σταματήσει για ανάπαυση στο Μπρουν, νοτιοδυτικά της συμμαχικής θέσης. Oι Γάλλοι όμως είχαν διασπαρθεί έχοντας προωθηθεί πέρα από το Αούστερλιτς, το οποίο κατέλαβε το πεζικό υπό τον στρατάρχη Σούλτ/Soult την 21 Νοεμβρίου.

Ο Ναπολέων βρισκόταν σε πολύ επικίνδυνη θέση, διότι ο στρατός του ήταν κουρασμένος απέχοντας εκατοντάδες μίλια μακριά από την βάση εντός εχθρικού εδάφους και επιπλέον έπρεπε να διαθέσει ισχυρές δυνάμεις για να προστατεύσει τα πλευρά του, ενώ οι αντίπαλοί του ανέμεναν μεγάλες ενισχύσεις. Ο Αρχιδούκας Φερδινάνδος πλησίαζε από βορειοδυτικά, οι Αρχιδούκες Κάρολος και Ιωάννης έρχονταν από την Ιταλία, αν και πιθανότατα θα έφταναν πολύ αργά. Πλησιέστερα ήταν 4.000 Αυστριακοί υπό τον στρατηγό Μέρβελντ/Merveldt και 12.000 Ρώσοι υπό τον υποστράτηγο Έσσεν/Essen, οι οποίοι εντάχθηκαν στον ηττημένο συμμαχικό στρατό δύο και τέσσερις ημέρες αντίστοιχα μετά τη μάχη. Ο Ναπολέων υστερούσε σε δυνάμεις και η κατάσταση θα μπορούσε να επιδεινωθεί. Συνειδητοποίησε ότι η καλύτερη ευκαιρία να αποφύγει μια δυνητικά καταστροφική υποχώρηση ήταν να κερδίσει μια συντριπτική νίκη στο πεδίο της μάχης, αφού ακόμα και μια τυπική νίκη δεν θα ήταν αρκετή, με τις εχθρικές ενισχύσεις καθ’ οδόν από κάθε κατεύθυνση.

Ο Ναπολέων με τα στρατεύματά του την παραμονή της μάχης. Πίνακας του Louis-François, Baron Lejeune Louis-François, Baron Lejeune, Public domain, via Wikimedia Commons

Σχεδιασμός Ναπολέοντα

Ο Γαλλικός στρατός ήταν αρκετά διασκορπισμένος. Οι εφεδρείες ιππικού του στρατάρχη Μουρά και το 4ο Σώμα του στρατάρχη Σούλτ ήταν ανατολικά του Μπρούν αντιμετωπίζοντας τους Συμμάχους. Η Φρουρά και ο στρατάρχης Λαν/Lannes με το 5ο Σώμα ήταν στο Μπρούν. Το 1ο Σώμα του στρατάρχη Μπερναντότ/Bernadotte ήταν βορειοδυτικά του Μπρούν για να αντιμετωπίσει τον Αρχιδούκα Φερδινάνδο. Το 3ο Σώμα του στρατάρχη Νταβού/Davout ήταν κοντά στη Βιέννη, αλλά τμήμα του θα έφτανε εγκαίρως στο πεδίο για να λάβει μέρος στις μάχες. Ο ακριβής αριθμός στρατευμάτων σε κάθε πλευρά δεν είναι απολύτως εξακριβωμένος, αλλά εκτιμάται ότι οι Σύμμαχοι είχαν περίπου 85.000, ενώ ο Ναπολέων περίπου 73.000 άνδρες.

Άλλες δυνάμεις του Ναπολέοντα δεν ήταν αρκετά κοντά για να λάβουν μέρος στη μάχη καθότι το 8ο Σώμα του στρατάρχη Μορτιέ/Mortier παρέμεινε πέριξ της Βιέννης, το 2ο Σώμα του στρατάρχη Μαρμόν/Marmont έλεγχε τις Άλπεις και το 6ο Σώμα του στρατάρχη Νε/Ney ήταν στην Καρινθία.

Αφού κατέλαβε το Μπρούν ο Ναπολέων εξέτασε το έδαφος στο οποίο επρόκειτο να πολεμήσει. Στις 21 Νοεμβρίου επισκέφθηκε το χώρο που θα γινόταν το πεδίο μάχης του Αούστερλιτς, όπου εστίασε στο όρος Σαντόν κοντά στο δρόμο και διέταξε οι ανατολικές πλαγιές του να καταστούν απροσπέλαστες και στην κορυφή να τοποθετηθούν 14-20 Αυστριακά ελαφρά πυροβόλα που είχαν αποκτηθεί ως λάφυρα. Εξέτασε επίσης τα υψώματα Πράτσεν και τις κοιλάδες γύρω τους.

Από αριστερά: Στρατάρχης Λαν – στρατάρχης Νταβού – στρατάρχης Μουρά

Το βασικό περίγραμμα του σχεδίου του Ναπολέοντα ήταν απλό. Ήλπιζε να ξεγελάσει τους Συμμάχους να κινηθούν νότια για να επιτεθούν στη δεξιά πτέρυγα, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του θα συγκεντρωνόταν στην αριστερή πλευρά. Μόλις οι Σύμμαχοι παρατάσσονταν δεξιά, η αριστερή πτέρυγα θα κινείτο γύρω από τη βόρεια πλευρά τους (τη συμμαχική δεξιά). Το σώμα του Νταβού, που προέλαυνε από τη Βιέννη, θα επιτίθετο στη νότια πλευρά των Συμμάχων (αριστερά). Ολόκληρος ο συμμαχικός στρατός θα παγιδευόταν ανάμεσα σε τρεις γαλλικές δυνάμεις, θα αποκοπτόταν από τις προμήθειες στο Όλομοουτς και θα αναγκαζόταν να παραδοθεί.

Δεν συνέβη αυτό κατά τη διάρκεια της μάχης διότι δεν υλοποιήθηκαν δύο στοιχεία από το αρχικό σχέδιο του Ναπολέοντα. Πρώτον, οι Σύμμαχοι δεν μετακίνησαν ολόκληρο το στρατό τους νότια, αλλά άφησαν μια ισχυρή δύναμη υπό τον Ρώσο στρατηγό Μπαγκράτιον/Bagration να φυλάσσει την δεξιά τους πτέρυγα. Αυτό εμπόδισε τον Ναπολέοντα να ξεκινήσει τη μεγάλη αναδίπλωση από το βορρά. Δεύτερον, παρά την εντυπωσιακή πορεία, το σώμα του Νταβού δεν έφτασε εγκαίρως ή με αρκετή δύναμη για να σχηματίσει τη νότια πτέρυγα της προγραμματισμένης αναδίπλωσης.

Αυτές οι δύο εξελίξεις ανάγκασαν τον Ναπολέοντα να υιοθετήσει νέο σχέδιο μετά την έναρξη των συγκρούσεων. Το σώμα του Σουλτ, στο κεντροδεξιό τμήμα του Γαλλικού μετώπου, κατάφερε να καταλάβει τα υψώματα Πράτζεν, στο κέντρο της συμμαχικής γραμμής. Αφού αντιμετώπισαν ισχυρές συμμαχικές αντεπιθέσεις, οι Γάλλοι από τα υψώματα έστρεψαν δεξιά και επιτέθηκαν στην απομονωμένη αριστερή πλευρά του συμμαχικού στρατού. Αυτή η κίνηση επέτρεψε στον Ναπολέοντα να κερδίσει συντριπτική νίκη, αν και δεν ήταν τόσο καταστροφική όσο ήλπιζε αρχικά. Μετά τη μάχη ισχυρίστηκε ότι η επίθεση στο συμμαχικό κέντρο ήταν από την αρχή το σχέδιό του.

Τα λεπτομερή σχέδια του Ναπολέοντα πέρασαν από τρεις εκδοχές. Στην πρώτη προέβλεπε την πλήρη κύκλωση των συμμαχικών στρατών. Η κύρια επίθεση από το βορρά επρόκειτο να κατευθυνθεί στα μετόπισθεν, ενώ ο Νταβού ερχόμενος από τη Βιέννη θα ολοκλήρωνε την παγίδα.

Μέγας Ναπολέων Andrea Appiani, Public domain, via Wikimedia Commons

Η δεύτερη εκδοχή υιοθετήθηκε όταν έγινε σαφές ότι οι Σύμμαχοι κινούνταν νοτιότερα από το αναμενόμενο, ενώ ο Νταβού ήταν πιο αργός και οι άνδρες του κουρασμένοι. Ο ρόλος του Νταβού ήταν να βοηθήσει στην υπεράσπιση της γραμμής στο ρέμα Ψίσκα/Říčka, ο Σούλτ επρόκειτο να οδηγήσει την κύρια επίθεση, υποστηριζόμενος από την υπόλοιπη αριστερή πτέρυγα.

Η τρίτη εκδοχή υιοθετήθηκε τη νύχτα της 1-2 Δεκεμβρίου, όταν οι Σύμμαχοι απείλησαν το Τέλνιτς/Telnitz στο νότιο άκρο της Γαλλικής γραμμής. Ο Ναπολέων πήγε να επιθεωρήσει την κατάσταση και μετά από επιθεώρηση με δάδες, επινόησε το τρίτο σχέδιο. Το Σώμα του Σούλτ είχε πλέον αποστολή να υπερασπιστεί το ρέμα Ψίσκα, ενώ δύο από τις ταξιαρχίες του επρόκειτο να σχηματίσουν τη δεξιά πλευρά της Γαλλικής επίθεσης, υποστηριζόμενες αριστερά από τη Γαλλική αριστερή πτέρυγα. Αυτό ήταν το σχέδιο που τέθηκε σε εφαρμογή στις 2 Δεκεμβρίου, αν και όπως θα δούμε έπρεπε να τροποποιηθεί κατά τη διάρκεια της μάχης.

Κανένα από αυτά τα λεπτομερή σχέδια δεν θα είχε αξία αν οι Σύμμαχοι είχαν ενεργήσει λογικότερα. Οι Γάλλοι ήταν απομονωμένοι και απίθανο να λάβουν ενισχύσεις, ενώ νέα στρατεύματα προέλαυναν για να ενταχθούν στον συμμαχικό στρατό. Ακόμα και μια καθυστέρηση τεσσάρων ημερών θα άλλαζε σημαντικά την ισορροπία δυνάμεων, επιτρέποντας την άφιξη 16.000 επιπλέον συμμαχικών στρατευμάτων. Ο Ναπολέων γνώριζε ότι έπρεπε να ξεγελάσει τους Συμμάχους να του επιτεθούν, κάτι που πέτυχε με ένα απλό σχέδιο εξαπάτησης. Δύο από τα Γαλλικά Σώματα παρατάχθηκαν σε απόσταση από το τελικό πεδίο μάχης – ο Μπερναντό βορειοδυτικά για να παρακολουθεί τον Αρχιδούκα Φερδινάνδο και ο Νταβού νότια στη Βιέννη. Έτσι οι Σύμμαχοι θεώρησαν ότι ο Γαλλικός στρατός ήταν μικρότερος απ’ ότι στην πραγματικότητα. Τις ημέρες πριν τη μάχη ο Ναπολέων εγκατέλειψε τις πιο προωθημένες θέσεις του, οι οποίες εκτείνονταν πέρα από την πόλη Αούστερλιτς προς το Συμμαχικό στρατόπεδο. Έστειλε επίσημα στους Συμμάχους ως απεσταλμένο τον στρατηγό Σαβαρί/Savary, με αποστολή να διαπραγματευτεί ανακωχή, αλλά στην πραγματικότητα να κατασκοπεύσει και να προσπαθήσει να τους πείσει ότι ο Ναπολέων φοβόταν την μάχη. Τέλος, την 1η Δεκεμβρίου ο Ναπολέων διέταξε τους άνδρες του να προσποιηθούν «πανικόβλητη» υποχώρηση από τα φαινομενικά στρατηγικά υψώματα Πράτσεν.

Στρατηγός Μιχαήλ Κουτούζοφ R.M. Volkov (Roman Maksimovich Volkov), Public domain, via Wikimedia Commons

Συμμαχικός σχεδιασμός

Όλες αυτές οι προσπάθειες λειτούργησαν τέλεια και στη Συμμαχική ανώτατη διοίκηση επικρατούσε χάος. Ο Κουτούζοφ ήταν επίσημα ο αρχιστράτηγος, αλλά ο Τσάρος Αλέξανδρος είχε τον πραγματικό έλεγχο του στρατού. Επηρεαζόταν από μια ομάδα νεαρών φίλων, των οποίων η συμπεριφορά ήταν επιθετική. Ο Κουτούζοφ συνειδητοποίησε ότι ο καλύτερος τρόπος να νικήσει τον Ναπολέοντα ήταν απλά να τον περιμένει σε ανοικτό χώρο, αλλά ο Τσάρος άκουσε τους φίλους του και όχι τον έμπειρο αρχιστράτηγο. Ο Αυστριακός αυτοκράτορας Φραγκίσκος ήταν παρών στο στρατό, αλλά μετά την ήττα στο Ούλμ οι Ρώσοι είχαν χαμηλή εκτίμηση για τον Αυστριακό στρατό και ο Φραγκίσκος είχε ελάχιστη επιρροή.

Το Συμμαχικό σχέδιο ήταν σχεδόν ακριβώς αυτό που ανέμενε ο Ναπολέων. Στόχος τους ήταν να μεταφέρουν το μεγαλύτερο μέρος του Συμμαχικού στρατού στη Γαλλική δεξιά πλευρά, να υπερφαλαγγίσουν τον Ναπολέοντα και να κόψουν τις γραμμές επικοινωνίας του με τη Βιέννη. Οι Γάλλοι μπορεί να υποχωρούσαν χωρίς μάχη, αλλά αν δεν το έκαναν οι Σύμμαχοι θα συνέτριβαν τη δεξιά πλευρά τους. Για να προστατεύσουν τη δεξιά πλευρά και το δρόμο της επιστροφής στο στρατόπεδο, οι Σύμμαχοι αποφάσισαν να τοποθετήσουν τον στρατηγό Μπαγκράτιον και την εμπροσθοφυλακή στα δεξιά τους, φρουρώντας τον κεντρικό δρόμο. Αυτό σήμαινε ότι ο Μπαγκράτιον θα αντιμετώπιζε το κύριο τμήμα της Γαλλικής αριστερής πτέρυγας, σε μια περιοχή όπου ο Ναπολέων δεν περίμενε να συναντήσει εχθρικά στρατεύματα.

Εάν και τα δύο σχέδια λειτουργούσαν όπως αναμενόταν, τότε οι δύο στρατοί ίσως κατέληγαν να περιστρέφονται προς μια κατεύθυνση (δεξιόστροφα) γύρω από το κέντρο του πεδίου μάχης, αλλά τελικά δεν υπήρξε η αναμενόμενη πρόοδος από τις επιθέσεις αμφοτέρων των πλευρών.

Από αριστερά: Στρατηγός Μπαγκράτιον – υποστράτηγος Λανζερόν -υποστράτηγος Ντοκτόροφ πηγή wikimedia commons

Η κύρια Συμμαχική επίθεση επρόκειτο να εκδηλωθεί από τέσσερις φάλαγγες στρατευμάτων. Αριστερά υπήρχε μια μικρή Αυστριακή δύναμη υπό τον Αυστριακό στρατηγό Κινμάγιερ/Kienmayer ο οποίος διέθετε περίπου 7.000 άνδρες με ίση αναλογία πεζικού και ιππικού.

Δίπλα του ήταν η 1η Φάλαγγα υπό τον υποστράτηγο Ντοκτόροφ/Doctorov. Οι τρεις φάλαγγες στα αριστερά των Συμμάχων αποτελούνταν κυρίως από πεζικό – ο Ντοκτόροφ ο οποίος είχε 13.240 πεζικό και μόνο 250 ιππικό, θα διέσχιζε το ρέμα Ψίσκα στο Τέλνιτς και μετά θα έστρεφε δεξιά.

Την 2η Φάλαγγα διοικούσε οο Γάλλος μετανάστης υποστράτηγος Λανζερόν/Langeron, με 11.250 πεζικό και 300 ιππικό. Αποστολή του ήταν να διασχίσει το ρέμα μεταξύ Τέλνιτς και Σόκολνιτς.

Η 3η Φάλαγγα, υπό τον υποστράτηγο Πρεμπισέφσκι/Prebyshevsky, ήταν μικρότερη, με μόνο 7.700 πεζικό και αποτελείτο από Αυστριακά και Ρωσικά στρατεύματα. Αποστολή του ήταν να καταλάβει το οχυρό στο Σόκολνιτς και να προχωρήσει πέρα από αυτό. Οι τρεις αυτές φάλαγγες ήταν υπό τη γενική διοίκηση του στρατηγού Μπουξχάουντεν/Buxhowden.

Η 4η Φάλαγγα ήταν υπό την κοινή διοίκηση των υποστράτηγων Μιλοράντοβιτς/Miloradovich και Κίλοραθ/Killowrath. Ήταν πολύ ισχυρή με 23.900 πεζικό και επρόκειτο να διασχίσει το ρέμα βόρεια του Σόκολνιτς.

Πρίγκιπας Γιόχαν φον Λιχτενστάιν Johann Baptist von Lampi the Elder, Public domain, via Wikimedia Commons

Στα δεξιά του στρατού στον κεντρικό δρόμο παρατάχθηκε ο υποστράτηγος Μπαγκράντιον με 9.200 πεζικό και 4.500 ιππικό της εμπροσθοφυλακής. Πίσω αριστερά παρατάχθηκε η Ρωσική Αυτοκρατορική Φρουρά υπό τον Μέγα Δούκα Κωνσταντίνο, η μόνη εφεδρική δύναμη. Αριστερά ήταν η Πέμπτη (Ιππικό) Φάλαγγα, την οποία διοικούσε ο υποστράτηγος Πρίγκιπας Γιόχαν φον Λιχτενστάιν/Johann von Lichtenstein, με αποστολή να αντιμετωπίσει το Γαλλικό ιππικό και να προστατεύσει τις τέσσερις πρώτες φάλαγγες καθώς κινούνταν νότια.

Το συμμαχικό σχέδιο δεν ήταν άσχημο, αλλά είχε δύο σοβαρές αστοχίες. Πρώτον, υπέθετε ότι οι Γάλλοι θα είχαν ήδη ηττηθεί και ως εκ τούτου δεν θα πρόβαλλαν σοβαρή αντίσταση στο ρέμα Ψίσκα, ούτε θα εξαπέλυαν επίθεση και δεύτερον, ο Συμμαχικός στρατός ήταν ικανός να πραγματοποιήσει έναν τόσο περίπλοκο ελιγμό. Ακόμα κι αν η διοίκηση του στρατού ήταν ικανή, οι ενέργειες για μετάφραση των οδηγιών από τα Γερμανικά στα Ρωσικά δεν ξεκίνησαν μέχρι τις 3 π.μ. την ημέρα της μάχης και ορισμένοι διοικητές έλαβαν τις εντολές μετά την έναρξη των μαχών!

Αρχικές κινήσεις

Την 24 Νοεμβρίου οι Σύμμαχοι αποφάσισαν να επιτεθούν στον Ναπολέοντα. Αρχικά, ήλπιζαν να ξεκινήσουν την επόμενη μέρα, αλλά επειδή δεν ήταν οργανωμένοι, άρχισαν να κινούνται στις 27 του μηνός. Το Βισάου/Wischau, βορειοανατολικά του Αούστερλιτς και τα υψώματα του Ράουσνιτς/Raussnitz καταλήφθηκαν στις 28 Νοεμβρίου. Προκειμένου να ενθαρρύνει την επίθεση των Συμμάχων, ο Ναπολέων διέταξε τον Μουρά και τον Σούλτ να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους γύρω από το Αούστερλιτς και να λάβουν νέα θέση δυτικά του ρέματος Ψίσκα. Την ίδια ημέρα ο Μπερναντό και ο Νταβού διατάχθηκαν να επανενταχθούν στον κύριο στρατό.

Στις αρχές της 29ης Νοεμβρίου, ο Μουρά και ο Σούλτ έλαβαν τις νέες θέσεις. Η Φρουρά και η Μεραρχία Γρεναδιέρων κινήθηκαν βόρεια για να ενωθούν μαζί τους, σχηματίζοντας μια ισχυρή αριστερή πτέρυγα, ενώ την ίδια ημέρα οι Σύμμαχοι μετακινήθηκαν 4-5 μίλια νότια. Την ημέρα εκείνη ο Ναπολέων συναντήθηκε επίσης με τον πρίγκιπα Ντολγκορούκι, Ρώσο απεσταλμένο και αλαζονικό μέλος του πολεμικού κόμματος.

Την 1 Δεκεμβρίου οι Σύμμαχοι κατέλαβαν τα υψώματα Πράτσεν. Η πρόοδός τους φαινόταν εντυπωσιακή, αλλά στο τέλος της ημέρας η 4η φάλαγγα ήταν πολύ κοντά στην 3η και το ιππικό ήταν πολύ μακριά προς τα πίσω, γεγονός που θα προκαλούσε σύγχυση πριν την έναρξη της μάχης. Καθώς οι Σύμμαχοι κατευθύνθηκαν προς τον Μουρά, αυτός διατάχθηκε να σκηνοθετήσει μια πανικόβλητη υποχώρηση από τα υψώματα, με την ελπίδα ότι θα δελέαζε τους Συμμάχους να συνεχίσουν νότια στην παγίδα του Ναπολέοντα.

Μέχρι το τέλος της 1ης Δεκεμβρίου οι περισσότεροι άνδρες του Ναπολέοντα είχαν λάβει τις θέσεις τους. Το 5ο Σώμα του Λαν ήταν στα αριστερά, κοντά στο Σαντόν με περίπου 12.700 άνδρες. Το 1ο Σώμα του Μπερναντό με περίπου 13.000 άνδρες ήταν πίσω από το 5ο Σώμα, αθέατο από τους Συμμάχους.

Στρατάρχης Ζαν Μπατίστ Μπεσιέρ Henri-François Riesener, Public domain, via Wikimedia Commons

Δεξιά ήταν οι 5.500 άνδρες της Αυτοκρατορικής Φρουράς υπό τον στρατάρχη Μπεσιέρ/Bessières, οι 5.700 άνδρες της Μεραρχίας Γρεναδιέρων υπό τον στρατηγό Ουντινό/Oudinot και οι ισχυρές εφεδρείες ιππικού του Μουρά.

Το κέντρο και το δεξιό τμήμα της Γαλλικής γραμμής αποτελούνταν από το 4ο Σώμα του Σουλτ, το μεγαλύτερο του Γαλλικού στρατού με 23.600 άνδρες. Ο Σουλτ διέθετε τρεις μεραρχίες πεζικού και ένα ελαφρύ τμήμα ιππικού. Οι άντρες του ήταν διασκορπισμένοι κατά μήκος του ρέματος Ψίσκα ενώ δύο από τις τρεις μεραρχίες του διατέθηκαν για την κύρια επίθεση στα υψώματα Πράτσεν.

Νοτιότερα πλησίαζε το 3ο Σώμα του Νταβού από τη Βιέννη, αλλά δεν έφτασαν όλα τα στρατεύματα του Νταβού στο πεδίο της μάχης εγκαίρως για να πολεμήσουν. Η 2η Μεραρχία Πεζικού του στρατηγού Φριάν/Friant και η 4η Μεραρχία Δραγώνων του αντιστράτηγου Μπουρσιέ/Bourcier, όπως και τμήμα της 1ης Μεραρχίας, προσέθεσαν στον Νταβού περίπου 6.300 άνδρες. Ο κύριος ρόλος του ήταν να υποστηρίξει τη δεξιά πτέρυγα του Σουλτ στο ρέμα Ψίσκα.

Πεδίο μάχης

Το πεδίο μάχης ξεχωρίζει από δύο χαρακτηριστικά – την κοιλάδα του ρέματος Ψίσκα και τα υψώματα Πράτσεν, ενώ βόρεια συνορεύει με τη Μοραβία (Ελβετία) μια περιοχή με χαμηλούς δασώδεις λόφους. Το βόρειο άκρο του πεδίου ξεχώριζε από τον δρόμο που συνέδεε το Μπρούν και το Όλμουτζ. Αυτό εκτεινόταν ανατολικά-δυτικά κατά μήκος του μεγαλύτερου τμήματος του πεδίου μάχης, στη συνέχεια χωριζόταν στα δύο πλησίον της βορειοανατολικής γωνίας του πεδίου, με ένα τμήμα να κατευθύνεται βορειοανατολικά προς το Όλμουτζ και το άλλο νοτιοανατολικά στο Αούστερλιτς.

Ακριβώς βόρεια του δρόμου, στην ανατολική πλευρά του ρέματος, υπήρχε ένας μικρός λόφος γνωστός στους Γάλλους ως Σαντόν. Ο Ναπολέων εξέτασε αυτό το σημείο πολύ πριν από τη μάχη και διέταξε τους άνδρες του να εκβαθύνουν την ανατολική πλευρά, που «έβλεπε» προς τον συμμαχικό στρατό.

Το ρέμα Ψίσκα αποτέλεσε τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο στρατών στην αρχή της μάχης. Έρεε νότια από τη Μοραβία της Ελβετίας και διερχόταν μέσα από μια χαμηλή κοιλάδα πριν ενωθεί με τoν ποταμό Λίταβα ανάμεσα σε μια σειρά λιμνών (Σατσάν και Μενίτζ). Στο τέλος της μάχης αυτές οι λίμνες έγιναν τόπος ενός από τους μεγάλους θρύλους του Αούστερλιτς, αφού το δελτίο της Μεγάλης Στρατιάς αναφέρει ότι όταν τα Γαλλικά κανόνια έσπασαν τον πάγο, πνίγηκαν περίπου 20.000 συμμαχικά στρατεύματα ενώ προσπαθούσαν να διαφύγουν μέσα από τις παγωμένες λίμνες. Αυτό όμως ήταν ψευδές. Παρά το γεγονός ότι ορισμένοι ίσως πνίγηκαν στις λίμνες, μετά τη μάχη ανακτήθηκαν μόνο δύο πτώματα και επιπλέον μόνο 5.000 περίπου συμμαχικά στρατεύματα βρίσκονταν στην περιοχή!

Το ρέμα περιβαλλόταν από χωριά. Τα νοτιότερα εξ’ αυτών ήταν σημαντικά στη εξέλιξη της μάχης. Πρώτα ήταν το Τέλνιτς/Tellnitz, που ήταν κοντά στις λίμνες. Επόμενο ήταν το Σόκολνιτς/Sokolnitz, με ένα κάστρο και ένα περιφραγμένο αγρόκτημα στο βορρά. Τελευταίο από τα χωριά του ποταμού ήταν το Κόμπελνιτς/Kobelnitz.

Στα ανατολικά βρίσκονται τα υψώματα Πράτσεν, ένα τριγωνικό οροπέδιο με στενό άκρο στο νότο, που διευρύνεται προς τα βόρεια. Στο δυτικό άκρο του οροπεδίου ρέει ένα ρέμα κοντά στο Κόμπελνιτς προς το χωριό Πράτσεν,. Το οροπέδιο είχε δύο κορυφές που διαδραμάτισαν ρόλο στις μάχες – το Στάρε Βινοράντι/Staré Vinohrady βόρεια και το Πράτσεμπεργκ/Pratzeberg νότια. Η πόλη Αούστερλιτς βρίσκεται ακριβώς μετά το ανατολικό άκρο του πεδίου μάχης.

Συμμαχική (κόκκινη) και Γαλλική (μπλε) παράταξη την 1η Δεκεμβρίου 1805 The Department of History, United States Military Academy

Η παγίδα

Η νύχτα της 1ης – 2ας Δεκεμβρίου ήταν ομιχλώδης. Αυτό ευνόησε τους Γάλλους, κρύβοντας την ανάπτυξη του στρατού, αλλά πρόσθεσε σε μεγάλη σύγχυση στη Συμμαχική πλευρά. Η 4η φάλαγγα των Συμμάχων δεν κινήθηκε μέχρι να διατάξει ο Τσάρος, περίπου μία ώρα μετά την πρώτη μάχη. Η φάλαγγα του ιππικού κινήθηκε κατά μήκος του στρατού, περνώντας μπροστά από την 4η φάλαγγα, χωρίζοντας πιθανόν στα δύο μια άλλη φάλαγγα.

Η πρώτη μάχη έλαβε χώρα στο Τέλνιτς, όπου οι Αυστριακοί του Κινμάγιερ έφτασαν εγκαίρως. Πέντε τάγματα επιτέθηκαν στους Γάλλους, αλλά οι Αυστριακοί απωθήθηκαν. Ο Μπουξχάουντεν έκανε μια από τις λίγες θετικές ενέργειες στη μάχη, διατάζοντας την 1η φάλαγγα να επιτεθεί στο Τέλνιτς. Οι Γάλλοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, αλλά αντί οι Σύμμαχοι να προχωρήσουν προς την πλευρά του Ναπολέοντα, ο Ντοκτόροφ αποφάσισε να περιμένει να φτάσει η 2η φάλαγγα στα δεξιά του και όταν έφτασε, ήρθαν αντιμέτωποι με τμήματα του σώματος του Σούλτ.

Ενώ οι Σύμμαχοι κινούνταν απότομα νότια ο Ναπολέων και ο Σούλτ περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να επιτεθούν. Γύρω στις 8:45 π.μ. ο Ναπολέων ρώτησε τον Σούλτ πόσο καιρό χρειαζόταν για να φτάσει στην κορυφή των υψωμάτων Πράτσεν. Ο Σούλτ απάντησε «σε λιγότερο από 20 λεπτά» και έτσι ο Ναπολέων αποφάσισε να περιμένει ακόμα 15 λεπτά. Οι δύο επιθετικές μεραρχίες του Σούλτ (στρατηγός Σεντ Ιλαίρ/Saint-Hilaire και στρατηγός Βαντάμ/Vandamme) ήταν κρυμμένες στην ομίχλη στο βάθος της κοιλάδας και ο Ναπολέων περίμενε μέχρι να απομακρυνθεί όλος ο συμμαχικός στρατός από τα υψώματα.

Στρατάρχης Ζαν ντι Ντιέ Σούλτ Eberhard Georg Friedrich von Wächter, Public domain, via Wikimedia Commons

Περίπου στις 9 π.μ. ο Σούλτ διατάχθηκε να προχωρήσει. Η μεραρχία του Σεντ Ιλαίρ ήταν στα δεξιά και επρόκειτο να καταλάβει την κορυφή του Πράτσεμπεργκ ενώ η μεραρχία του Βαντάμ επρόκειτο να καταλάβει το Βινοράντι, ένα μίλι βορειότερα. Ο Ναπολέων ήλπιζε ότι ο Σούλτ θα προχωρούσε πίσω από τους προωθούμενους Συμμάχους, αν και οι ήχοι των σκληρών μαχών από το βορρά έδειχναν ότι δεν πήγαιναν όλα όπως είχαν προγραμματιστεί. Στην πραγματικότητα, οι άνδρες του Σούλτ προχώρησαν στο κενό μεταξύ 3ης και 4ης Συμμαχικής φάλαγγας, απέχοντας μερικές εκατοντάδες μέτρα από τον Τσάρο και τον Κουτούζοφ.

Οι Γάλλοι σάρωσαν το χωριό Πράτσεν, στέλνοντας κατά κύματα τα ηττημένα Ρωσικά στρατεύματα πίσω στον Τσάρο και τον Κουτούζοφ. Ο δεύτερος επιχείρησε να αποκαταστήσει τη ζημιά, διατάσσοντας την 4η φάλαγγα, η οποία είχε μόλις κατέβει από τα υψώματα, να γυρίσει πίσω και να λάβει θέση βόρεια του Πράτσεν, ενώ το ιππικό του Λιχτενστάιν παρατάχθηκε στα υψώματα. Κανένα από αυτά τα στρατεύματα δεν μπόρεσε για να αποτρέψει την κατάληψη του Πράτσεμπεργκ ή του Βινοράντι από τους Γάλλους, δίνοντάς τους τον έλεγχο των υψωμάτων Πράτσεν, αλλά οι Σύμμαχοι δεν είχαν ηττηθεί πλήρως – ο Κουτούζοφ είχε την 4η φάλαγγα, τη Ρωσική Αυτοκρατορική Φρουρά και μέρος της φάλαγγας του Λανζερόν για να επιτεθεί στον Σούλτ, ενώ νοτιότερα οι τρεις πρώτες συμμαχικές φάλαγγες είχαν την ευκαιρία να αποκαταστήσουν την ισορροπία – αν διέσχιζαν το ρέμα Ψίσκα και κινούνταν βόρεια ώστε να εγκλωβιστεί ο Σούλτ στο οροπέδιο.

Στο τέλος της πρώτης φάσης η ανώτατη διοίκηση των Συμμάχων είχε ουσιαστικά διαλυθεί. Ο Τσάρος είχε απομονωθεί από το προσωπικό του και αποτελούσε μια μοναχική φιγούρα. Ο Κουτούζοφ ήταν σε καλύτερη μοίρα, αλλά παρασύρθηκε σε μια σειρά ατομικών μαχών και δεν είχε καμία συνεισφορά στη συνολική εξέλιξη της μάχης.

Ρωσική λιθογραφία που αναπαριστά μάχη μεταξύ του Ρωσικού Τσαρικού ιππικού και του Ιππικού της Γαλλικής αυτοκρατορικής φρουράς στο Austerlitz. Unknown authorUnknown author, Public domain, via Wikimedia Commons

Η μάχη

Τα υψώματα

Σε αυτό το στάδιο οι Γάλλοι ήταν σε καλή θέση, αλλά όχι τόσο καλή όσο ήλπιζε ο Ναπολέων, ο οποίος περίμενε ότι ο Συμμαχικός στρατός θα περνούσε από το Πράτσεν, επιτρέποντας στην ισχυρή αριστερά πλευρά και το κέντρο του να κινηθούν από πίσω τους. Αντ’ αυτού, η Γαλλική πλευρά είχε καθυστερήσει λόγω του Μπαγκράτιον. Ο Σούλτ είχε καταλάβει με επιτυχία τα υψώματα, αλλά τώρα θα αντιμετώπιζε μια σκληρή και απρόσμενη μάχη προκειμένου να διατηρήσει τη θέση του.

Η πρώτη μάχη έλαβε χώρα όταν μέρος της 2ης Φάλαγγας επιτέθηκε σε τμήμα της μεραρχίας του Σεντ Ιλαίρ. Αυτή η επίθεση αποκρούστηκε με τη βοήθεια της υπόλοιπης μεραρχίας, η οποία έφτασε σε ενίσχυση στο πεδίο της μάχης. Στη συνέχεια, μια Αυστριακή δύναμη επιχείρησε να πλησιάσει εκμεταλλευόμενη την ομοιότητα μεταξύ των λευκών στολών τους και εκείνων των Βαυαρών συμμάχων του Ναπολέοντα. Αυτό το τέχνασμα απέτυχε όταν οι δήθεν «Βαυαροί» εθεάθησαν να επικοινωνούν με τους Ρώσους και οι Αυστριακοί απωθήθηκαν μετά από μια σκληρή μάχη μισής ώρας.

Ο στρατηγός Λανζερόν ηγήθηκε της επόμενης επίθεσης στα υψώματα, αλλά το σύνταγμα Κούρσκ/Kursk συνετρίβη και το σύνταγμα Ποντόλια/Podolia υποχώρησε πίσω στην κοιλάδα Ψίσκα. Τότε ο Τσάρος διέφυγε ανατολικά, ενώ ο Κουτούζοφ τραυματίστηκε και αναγκάστηκε να υποχωρήσει στην ασφάλεια μιας Αυστριακής μονάδας.

Ο Νότος

Ενώ οι Γάλλοι κέρδιζαν τη μάχη στα υψώματα οι Σύμμαχοι δυσκολεύονταν στην κοιλάδα Ψίσκα. Η μεραρχία του Φριάν που ανήκε στο Σώμα του Νταβού έφτασε τελικά στο πεδίο της μάχης και ενώ έφτανε ταυτόχρονα στο ποτάμι η 2η Συμμαχική φάλαγγα μαζί με ακόμη τρείς φάλαγγες, μια Γαλλική αντεπίθεση τους απώθησε προσωρινά έξω από το Τέλνιτς αλλά λόγω αριθμητικής υπεροχής οι Σύμμαχοι κατόρθωσαν να ανακαταλάβουν το χωριό.

Η συμμαχική 2η φάλαγγα (Λανζερόν) επιτέθηκε στο Σόκολνιτς, ακολουθούμενη από την 3η φάλαγγα (Πρεμπισέφσκι) η οποία επιτέθηκε βόρεια του χωριού, με στόχο το κάστρο και το αγρόκτημα. Η 1η φάλαγγα σταμάτησε περιμένοντας να τελειώσει η μάχη στο Σόκολνιτς. Περίπου στις 10 π.μ. οι Ρώσοι είχαν αναγκάσει την 26η Ελαφρά ταξιαρχία να εγκαταλείψει το χωριό, αλλά αυτή ήταν μια πρόσκαιρη νίκη. Περίπου στις 10 π.μ. η 2η και η 3η ταξιαρχία της μεραρχίας του Φριάν ξεκίνησαν αντεπίθεση που εξελίχθηκε σε μάχη διαρκείας γύρω από το χωριό. H 48η Γραμμή μάχης έμεινε στο Σόκολνιτς, ενώ ο Φριάν επιτέθηκε στην 3η φάλαγγα των Συμμάχων. Η μάχη σε αυτό το μέρος του πεδίου κατέληξε σε αδιέξοδο, με ισχυρές συμμαχικές δυνάμεις να μην μπορούν να περάσουν το ρέμα Ψίσκα. Οι Ρώσοι και οι Αυστριακοί δεν κατάφεραν να απωθήσουν τους Γάλλους από το Ψίσκα και η κύρια Συμμαχική προέλαση σταμάτησε.

Γαλλικό ιππικό (cuirassiers) Jean-Louis-Ernest Meissonier, CC0, via Wikimedia Commons

Ο Βορράς

Μια εντελώς διαφορετική μάχη διεξήχθη στο βόρειο τμήμα, όπου η εμπροσθοφυλακή του Μπαγκράτιον αντιμετώπισε τους Λαν, Μπερναντό και μια μεγάλη δύναμη ιππικού. Καθώς οι μάχες ξεκινούσαν νοτιότερα, οι Γάλλοι είχαν την κάλυψη ελαφρού ιππικού. Ακολουθούσαν δύο μεραρχίες βαρέος ιππικού στις δύο πλευρές του κεντρικού δρόμου, με τους Λαν και Μπερναντό ακριβώς πίσω και την εφεδρεία ιππικού του Μουρά στο πίσω μέρος. Στη Ρωσική πλευρά ο Μπαγκράτιον είχε το πεζικό στα δεξιά και αριστερά, δύο γραμμές ιππικού στην κεντροδεξιά και πεζικό στην κεντροαριστερά. Το ιππικό του πρίγκιπα Λιχτενστάιν ήταν στα αριστερά του και η Ρωσική Αυτοκρατορική Φρουρά ακόμη πιο πίσω (νοτιοανατολικά). Τα περισσότερα από αυτά τα τμήματα θα εμπλακούν τελικά στη μάχη των υψωμάτων.

Οι μάχες στο βορρά ξεκίνησαν όταν ο Μπαγκράτιον έστειλε 4.000 ιππείς να επιτεθούν στον Λαν. Αυτή η πρώτη επίθεση ιππικού απωθήθηκε από τα πυρά του Γαλλικού πυροβολικού, αλλά ο Μέγας Δούκας Κωνσταντίνος Ουλάν επέμενε να κάνει μια ανυποστήρικτη επίθεση στην οποία υπέστη 400 απώλειες, χάνοντας το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής του.

Ακολούθησε μια σειρά επιθέσεων στο τμήμα του Κέλερμαν. Η δεύτερη από αυτές τις επιθέσεις βρήκε τον Μουρά και τους άνδρες του να εγκλωβίζονται και η κατάσταση σώθηκε όταν το βαρύ ιππικό του στρατηγού Νανσουτί/Nansouty εισήλθε στη μάχη.

Ακολούθησε μια Γαλλική επίθεση πεζικού προς το χωριό Μπλάζοβιτς/Bläsowitz, νότια του δρόμου. Μετά από μια πρόσκαιρη επιτυχία οι Ρώσοι εγκατέλειψαν τo χωριό, το οποίο πλέον απειλείτο προς νότο από τα Γαλλικά στρατεύματα που βρίσκονταν στα υψώματα Πράτσεν,.

Στην απέναντι πλευρά οι άνδρες του Μπαγκράτιον επιτίθονταν προς το Μπόσενιτς, από όπου απειλούσαν το ύψωμα Σαντόν. Οι Γάλλοι αντεπιτέθηκαν από το ύψωμα και απώθησαν τους Ρώσους πίσω.

Περίπου το μεσημέρι ο Λαν επιτέθηκε. Ο Μπαγκράτιον αναγκάστηκε να υποχωρήσει πίσω από τον κόμβο του δρόμου και υπήρχε κίνδυνος να απομακρυνθεί βορειοανατολικά και να απομονωθεί από τον υπόλοιπο στρατό. Ευτυχώς όμως έφτασε εγκαίρως Αυστριακό πυροβολικό και σταμάτησε τη Γαλλική προέλαση. Η πτέρυγα του Μπαγκράτιον ηττήθηκε, αλλά δεν αποκόπηκε από τον υπόλοιπο στρατό.

Στις 14:00, ο Συμμαχικός στρατός είχε διασπαστεί επικίνδυνα. Ο Ναπολέων είχε πλέον την επιλογή να χτυπήσει σε μια από τις πτέρυγες, και επέλεξε την αριστερή, καθώς οι υπόλοιποι εχθρικοί τομείς είχαν ήδη εξουδετερωθεί ή υποχωρούσαν. user:Kirill Lokshin, Public domain, via Wikimedia Commons

Συμμαχική ήττα

Το σκηνικό είχε στηθεί για την πιο σημαντική φάση της ημέρας. Περίπου το μεσημέρι ο Ναπολέων αποφάσισε να κινηθεί προς τα υψώματα Πράτσεν. Ταυτόχρονα, διατάχθηκαν να προχωρήσουν προς την ίδια κατεύθυνση η Αυτοκρατορική Φρουρά, η Μεραρχία Γρεναδιέρων και το σώμα του Μπερναντό.

Από Συμμαχικής πλευράς η Ρωσική Αυτοκρατορική Φρουρά, υπό τη διοίκηση του Δούκα Κωνσταντίνου Παύλοβιτς αδελφού του Τσάρου, ήταν έτοιμη να αναλάβει δράση, διότι καθώς οι μάχες μαίνονταν στα υψώματα ο Τσάρος ζήτησε βοήθεια. Αποφάσισε λοιπόν να συναντήσει την 4η φάλαγγα και έτσι γύρω στις 11.30 η Ρωσική Φρουρά άρχισε να κινείται κατά μήκος της βορειοανατολικής πλευράς του Βινοράντι.

Η Ρωσική Φρουρά κινήθηκε στο Κρζένοβιτς, ανατολικά των υψωμάτων. Εκεί δέχθηκε πυρά από το πυροβολικό του Βαντάμ στο Βινοράντι. Ο Κωνσταντίνος απάντησε αναπτύσσοντας τις δυνάμεις του στην ανατολική πλευρά του υψώματος με το σύνταγμα Σεμενόφσκι/Semenovsky στα αριστερά, το σύνταγμα Πρεομπραζένσκι/Preobrazhensky στα δεξιά, το σύνταγμα Γιάγκερ/Jaeger στα πλευρά και το ιππικό εξωτερικά. Οι διαταγές ήταν να καθαρίσουν την ανατολική πλευρά του λόφου, αλλά να μην εκδηλώσουν επίθεση πλήρους κλίμακας στους Γάλλους.

Η κατάσταση άλλαξε όταν οι προελαύνοντες Ρώσοι δέχθηκαν επίθεση από την 3η Ταξιαρχία του Σίννερ της Μεραρχίας του Βαντάμ, και γύρω στις 1 μ.μ. ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να διατάξει επίθεση πλήρους κλίμακας στο Βινοράντι.

Κατάσχεση λαβάρου του Γαλλικού συντάγματος από το ιππικό της Ρωσικής φρουράς Bogdan Willewalde, Public domain, via Wikimedia Commons

Η επίθεση ξεκίνησε καλά. Μια δύναμη 3.000 Ρώσων Γρεναδιέρων διέσπασε την πρώτη Γαλλική γραμμή, αλλά τους σταμάτησαν πυρά πυροβολικού πριν φτάσουν στη δεύτερη. Οι Ρώσοι αποσύρθηκαν για ανασυγκρότηση και ο Ναπολέων διέταξε τον Βαντάμ να ασκήσει πίεση. Κατά τη διάρκεια αυτής της κίνησης η αριστερή πλευρά του Βαντάμ εκτέθηκε και ο Κωνσταντίνος διέταξε το ιππικό του να επιτεθεί. Η Γαλλική 4η Γραμμή παρατάχθηκε σε τετράγωνους σχηματισμούς, αλλά οι Ρώσοι σταμάτησαν απότομα, αποκάλυψαν έξι ελαφρά πυροβόλα και βομβάρδισαν τους σχηματισμούς. Το Ρωσικό ιππικό κατάφερε τότε να εισβάλει στους Γαλλικούς σχηματισμούς, παρά την προσπάθεια του 24ου Συντάγματος Ελαφρού Ιππικού να τους σταματήσει. Οι Ρώσοι κατάσχεσαν τον Αετό (λάβαρο) της 4ης Γραμμής, το μοναδικό Γαλλικό τρόπαιο που κατέκτησαν οι Σύμμαχοι κατά τη διάρκεια της μάχης. Το 24ο Σύνταγμα Ιππικού σχημάτισε μια γραμμή άμυνας αλλά έσπασε και οι διαφυγόντες από τα δύο συντάγματα πέρασαν μπροστά από τον Ναπολέοντα (αναφωνώντας καθώς περνούσαν «Ζήτω ο αυτοκράτορας»!).

Το κενό στη Γαλλική γραμμή καλύφθηκε από το ιππικό της Γαλλικής Αυτοκρατορικής Φρουράς με αποτέλεσμα να ξεσπάσει αιματηρή μάχη μεταξύ των δύο Αυτοκρατορικών Φρουρών. Στην αρχή οι Ρώσοι είχαν το πλεονέκτημα, αλλά η άφιξη μιας ταξιαρχίας πεζικού από το 1ο Σώμα επέτρεψε στους Γάλλους να ενισχυθούν και η μάχη έληξε με μεγάλη Γαλλική νίκη. Κατά τη διάρκεια αυτής της μάχης, το Ρωσικό Σύνταγμα Φρουράς, που αποτελείτο από ευγενείς, υπέστη βαρύτατες απώλειες.

Ο Ναπολέων είχε τώρα πλεονέκτημα, αλλά έπρεπε να αποφασίσει τι θα κάνει στη συνέχεια. Το αρχικό του σχέδιο, για εγκλωβισμό ολόκληρου του Συμμαχικού στρατού, δεν ήταν πλέον εφικτό. Από τη θέση του στα υψώματα Πράτσεν συνειδητοποίησε ότι ο Μπαγκράτιον ήταν πολύ μακριά για να καταστραφεί εύκολα και έτσι αποφάσισε να στρέψει την προσοχή του νότια.

Οι αποφασιστικές επιθέσεις στο κέντρο των Συμμάχων από τους Σεντ Ιλαίρ και Βαντάμ διέσπασαν στα δύο τον συμμαχικό στρατό και έφεραν τους Γάλλους σε πλεονεκτική θέση για να κερδίσουν τη μάχη. The Department of History, United States Military Academy

Το κύριο βάρος της νέας επίθεσης έπεσε στον Σεντ Ιλαίρ και τον Βαντάμ, υποστηριζόμενους από τη μεραρχία του Λεγκράν. Το 1ο Σώμα του Μπερναντό, το οποίο δεν είχε μεγάλη συμμετοχή στις μάχες, διατάχθηκε να κρατήσει τα υψώματα. Ο Σεντ Ιλαίρ, υποστηριζόμενος από μια ταξιαρχία του Βαντάμ και με τον Λεγκράν στα δεξιά του προχώρησε προς το Σόκολνιτς, ενώ ο Βαντάμ με τις δύο εναπομείνασες ταξιαρχίες του μετακινήθηκε στο νότιο άκρο των υψωμάτων, από όπου θα μπορούσε να απειλήσει τη γραμμή υποχώρησης του Μπουξχάουντεν.

Η Γαλλική επίθεση έπληξε τις τρεις πρώτες Συμμαχικές φάλαγγες. Μέχρι τότε ήταν σαφές στους Συμμάχους ότι η μάχη είχε χαθεί και αντί να προσπαθήσουν να συντονίσουν μια άμυνα οι διοικητές επικεντρώθηκαν στην προσπάθεια διαφυγής από την παγίδα. Κάποιοι ήταν πιο τυχεροί από άλλους. Ο Λανζερόν με τα 8ο Σύνταγμα Γιάγκερ και Σύνταγμα Βίμποργκ διέφυγε νότια. Η Σωματοφυλακή Πέρμ και το 7ο Σύνταγμα Γιάγκερ πιεζόμενα βορειοδυτικά, επιχείρησαν να υπερασπιστούν το κάστρο Σόκολνιτς και έκαναν άλλη μια στάση βορειότερα πριν παραδοθούν. Τα Συντάγματα της Γαλικίας και του Μπατίρσκ με τμήματα από άλλες μονάδες κινήθηκαν βορειότερα και παραδόθηκαν στο Σόκολνιτς όπου μεταφέρθηκαν 4.000 αιχμάλωτοι.

Στα νότια τμήματα του Λανζερόν, οι δυνάμεις του Ντοκτόροφ και του Κινμάγιερ αποκόπηκαν και δέχθηκαν επίθεση από τρεις πλευρές. Αρκετοί εξ’ αυτών κατάφεραν να διαφύγουν στο νότο, με μερικούς να διασχίζουν τις παγωμένες λίμνες Σατσάν και Μενίτζ, όπου διαδραματίστηκε ένας από τους μεγαλύτερους μύθους του Αούστερλιτς, σύμφωνα με τον οποίον οι Γάλλοι πυροβολούν και σπάνε τον πάγο των λιμνών. Το δελτίο της Μεγάλης Στρατιάς αναφέρει ότι πνίγηκαν 20.000 Ρώσοι. Μετά τη μάχη οι λίμνες αποστραγγίστηκαν και βρέθηκαν 38 όπλα και 130 άλογα, αλλά μόνο δύο άνδρες, ενώ αξίζει να αναφερθεί ότι μόνο 5.000 συμμαχικά στρατεύματα βρίσκονταν στην περιοχή. Είναι πιθανό ορισμένοι όντως να πνίγηκαν στις λίμνες, αν και ήταν πολύ ρηχές, αλλά ο περιβόητος μαζικός πνιγμός δεν συνέβη ποτέ.

Επίλογος

Η μάχη έληξε με μεγαλειώδη και συντριπτική Γαλλική νίκη. Οι Γαλλικές απώλειες ήταν περίπου 9.000, αλλά οι Σύμμαχοι έχασαν 27.000 άνδρες – 30.000 αιχμαλώτους, οι υπόλοιποι νεκροί και τραυματίες έμειναν στο πεδίο της μάχης. Το ένα τρίτο του Συμμαχικού στρατού είχε χαθεί.

Τα επιζώντα Συμμαχικά στρατεύματα υποχώρησαν ανατολικά, ενώ οι Γάλλοι έμειναν στο πεδίο της μάχης. Τη νύχτα της 2-3ης Δεκεμβρίου ο πρίγκιπας Λιχτενστάιν εμφανίστηκε στο Γαλλικό στρατόπεδο με σημαία ανακωχής και κανόνισε συνάντηση μεταξύ του Ναπολέοντα και του αυτοκράτορα Φραγκίσκου, στις 4 Δεκεμβρίου. Αυτό ήταν σαφής ένδειξη ότι οι Αυστριακοί επρόκειτο να αποχωρήσουν από τον Γ’ Συνασπισμό.

Ενώ ο Φραγκίσκος ετοιμαζόταν να συνθηκολογήσει, ο Τσάρος Αλέξανδρος ετοιμαζόταν να υποχωρήσει στην Ουγγαρία. Εν τω μεταξύ αφίχθηκαν οι ενισχύσεις – την 4η Δεκεμβρίου 4.000 Αυστριακοί υπό τον Μέρβελντ και στις 6 του μηνός 12.000 Ρώσοι υπό τον Έσσεν, αλλά ο Αλέξανδρος και ο Κουτούζοφ αρνήθηκαν να συνεχίσουν τον πόλεμο στην Αυστρία.

Ο Ναπολέων και ο Φραγκίσκος Β’ μετά τη μάχη του Άουστερλιτς Antoine-Jean Gros, Public domain, via Wikimedia Commons

Ο Ναπολέων και ο Φραγκίσκος συναντήθηκαν στις 14 Δεκεμβρίου 2 μ.μ.. Η συνάντηση διήρκεσε δύο ώρες και ο Αυστριακός αυτοκράτορας προφανώς έφυγε ικανοποιημένος αλλά τελικά η συνθήκη ειρήνης του Πρέσμπουργκ/Pressburg απεδείχθη καταστροφική για την Αυστρία. Η Γαλλία κατέλαβε μεγάλο μέρος της ανατολικής ακτής της Αδριατικής, συμπεριλαμβανομένης της Τεργέστης, των Κροατικών ακτών και της Δαλματίας. Τα Δουκάτα του Κλέβ/Cleves και Μπέργκ/Berg στην ανατολική όχθη του Ρήνου πήγαν επίσης στη Γαλλία. Στη Βαυαρία δόθηκε το Τιρόλο και το Βούρτσμπουργκ. Ο Δούκας της Βυρτεμβέργης έλαβε την Σουαβία. Σε μια προσπάθεια να κρατηθεί η Πρωσία μακριά από τον πόλεμο της δόθηκε το Αννόβερο. Σε αυτό ο Ναπολέων απέτυχε διότι η Πρωσία σύντομα εντάχθηκε στον πόλεμο, πριν ηττηθεί στην Ιένα (14 Οκτωβρίου 1806). Η Ρωσία παρέμεινε στον πόλεμο, αλλά συνθηκολόγησε μετά τη μάχη του Φρίντλαντ/Friedland (14 Ιουνίου 1807). Για μερικά χρόνια ο Ναπολέων κυριαρχούσε στην Ευρώπη, αν και η Βρετανική νίκη στη ναυμαχία του Τραφάλγκαρ, η οποία συνέβη στις 21 Οκτωβρίου, την επομένη του Ουλμ, εμπόδισε την ολοκλήρωση του θριάμβου του.


Πηγές – βιβλιογραφία

https://en.wikipedia.org/wiki/Battle_of_Austerlitz

http://www.historyofwar.org/articles/battles_austerlitz.html

Robert Goetz «1805: Austerlitz: Napoleon and the Destruction of the Third Coalition» 2005

Jean-Baptiste Antoine Marcelin Marbot «The Battle of Austerlitz», «Napoleon: Symbol for an Age, A Brief History with Documents» ed. Rafe Blaufarb 2008.

 


Το έργο με τίτλο μάχη του Αούστερλιτς από τον δημιουργό Χείλων διατίθεται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές.

2 Σχόλια

  1. Καλή Χρονιά. Πάντα οι αναρτήσεις σας έχουν φοβερό ενδιαφέρον!

    Μου αρέσει!

    1. Ο/Η Xείλων λέει:

      Αντεύχομαι Καλή και ευλογημένη χρονιά. Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια και ανταποδίδω.

      Αρέσει σε 1 άτομο

Τα σχόλια έχουν κλείσει.