εξώφυλλο: Μοντάζ εικόνων από τον Πόλεμο της Κορέας. Αμερικανοί πεζοναύτες υποχωρούν κατά τη διάρκεια της μάχης του Τσοσίν – Αμερικανικό μαχητικό F-86 Saber – απόβαση Ο.Η.Ε. στο Ιντσάν, Αμερικανοί πεζοναύτες, με επικεφαλής τον Υπολοχαγό Baldomeo Lopez, αποβιβάζονται στο Ιντσάν, Κορεάτες πρόσφυγες μπροστά από Αμερικανικό άρμα Μ-26 All photographs are works of the United States federal government, Public domain, via Wikimedia Commons.
copyright © μετάφραση – επιμέλεια Χείλων
Ο Πόλεμος της Κορέας διήρκεσε από τον Ιούνιο του 1950 μέχρι τον Ιούλιο του 1953, όταν η Κομμουνιστική Βόρεια Κορέα εισέβαλλε στην Δημοκρατική Νότια Κορέα. Με τη στήριξη των Ηνωμένων Εθνών και με στρατεύματα των Ηνωμένων Πολιτειών, η Νότια Κορέα αντιστάθηκε και οι μάχες ξέσπασαν σε ολόκληρη χερσόνησο μέχρι το μέτωπο να σταθεροποιηθεί βόρεια του 38ου Παραλλήλου. Ο Πόλεμος της Κορέας εντάσσεται στην προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών να περιορίσουν την επιθετικότητα και την εξάπλωση του Κομμουνισμού και περιλαμβάνεται στις συγκρούσεις του Ψυχρού Πολέμου.
Αίτια
Η Ιαπωνία κατέλαβε την Κορέα το 1895 μετά τον πρώτο πόλεμο με την Κίνα, επειδή διέθετε κοιτάσματα που την ενδιέφεραν στρατηγικά και τον Αύγουστο του 1910 εντάχθηκε πλήρως στην Ιαπωνική επικυριαρχία. Η Ιαπωνική κατοχή υπήρξε βάρβαρη και περιλάμβανε 2.600.000 εργάτες σε καταναγκαστική εργασία καθώς και υποχρεωτική πορνεία για μεγάλο αριθμό Κορεατισσών χάριν των στρατευμάτων κατοχής, ηθική κατηγορία η οποία εκκρεμεί μέχρι σήμερα, αλλά απορρίπτει η Ιαπωνία.
Λίγο πριν την πτώση της Ιαπωνίας, στις 6 Αυγούστου 1945 Ρωσικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Κορέα, ενώ και οι Αμερικάνοι είχαν εξουσία στα εδάφη της συνθηκολογημένης Ιαπωνίας. Τελικά Αμερική και Ρωσία συμφώνησαν πρόχειρα ότι η επιρροή τους διαχωρίζεται απ’ τον 38ο Παράλληλο. Παρά τη μεταξύ τους συμφωνία για αυτοδιάθεση των λαών στα δύο Κορεατικά διαμερίσματα, το Δεκέμβριο του 1945 οι δύο χώρες προώθησαν με δικές τους επιλογές πολιτικά πρόσωπα που θα εξασκούσαν την διακυβέρνηση. Οι Αμερικανοί λόγω καλής συνεργασίας μεταπολεμικά με τις Ιαπωνικές αρχές και λόγω της αποστρατείας μεγάλου αριθμού ανδρών που ακολούθησε το τέλος του πολέμου, εμπιστεύθηκαν την αστυνόμευση περιοχών της απελευθερωμένης Ασίας στις Ιαπωνικές αρχές.
Από το Βόρειο τμήμα προωθήθηκαν φιλοκομμουνιστικά στοιχεία, τα οποία ξεσήκωσαν τον λαό του Νότου, με αφορμή την παρουσία Ιαπώνων και πρώην συνεργατών τους στην αστυνομία. Ακολούθησαν αντιαμερικανικές διαδηλώσεις το χρονικό διάστημα μεταξύ Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου 1946 με αποτέλεσμα να υπάρξουν θύματα και νεκροί. Οι Αμερικανοί ζήτησαν να γίνουν πολιτικές εκλογές στα δύο Κορεατικά τμήματα για την επιλογή τοπικών αρχών, αλλά οι Σοβιετικοί αντέδρασαν. Στην συνέχεια στο Βόρειο τμήμα ο κομμουνιστής Κιμ Ίλ-Σουνγκ ανακήρυξε το κράτος της Βόρειας Κορέας με πρόεδρο τον ίδιο και πρωτεύουσα την Πιονγιάνγκ, ενώ στο Νότο με πρωτεύουσα τη Σεούλ, ανέλαβε πρόεδρος ο αντικομμουνιστής και φιλοαμερικανός πολιτικός Ρι Σούνγκ-Μαν, ιδρύοντας τη Νότια Κορέα.

«Αποκλεισμός του Βερολίνου» ως σπίθα ανάφλεξης
Αν και γεωγραφικά ασύνδετο με την Κορέα γεγονός, ο αποκλεισμός του Βερολίνου, μεταξύ 24 Ιουνίου 1948 και 11 Μαΐου 1949 έδρασε ως σπίθα ανάφλεξης για την σύρραξη στην Κορέα. Οι Σοβιετικοί, κατά πάσα πιθανότητα πιεζόμενοι και από τους Ευρωπαϊκούς δορυφόρους, προσπάθησαν να αποκόψουν κάθε επικοινωνία των Δυτικών με το τμήμα του Βερολίνου στο Σοβιετοκρατούμενο έδαφος της Ανατολικής Γερμανίας σε μια επίδειξη ισχύος. Καμία συμφωνία ελεύθερης χερσαίας διάβασης δεν είχε υπογραφεί με τους Δυτικούς, αλλά ουδείς αντίστοιχα περιορισμός δεν είχε προβλεφθεί από τον αέρα. Οι Ρώσοι θεώρησαν ότι τεχνικά ο ανεφοδιασμός του δυτικού Βερολίνου θα απαιτούσε 5.000 τόνους υλικού ημερησίως, κάτι αδύνατο για οποιαδήποτε εναέρια δύναμη του κόσμου. Τελικά οι Αμερικανοί κυρίως, αλλά Άγγλοι και Γάλλοι, οργάνωσαν αερογέφυρα κατορθώνοντας το ακατόρθωτο, ανεφοδιάζοντας όλον τον πληθυσμό του Δυτικού Βερολίνου με όλα τα αναγκαία αγαθά, από τρόφιμα ως καύσιμα, παρά τα πολλαπλά τεχνικά προβλήματα που αντιμετώπισαν.
Οι Ρώσοι προσπάθησαν να προβάλουν εμπόδια, αλλά οι Δυτικοί Σύμμαχοι μετακίνησαν στη Γερμανία σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις δείχνοντας έτοιμοι για εμπλοκή και απειλώντας τους Ευρωπαϊκούς δορυφόρους του Σοβιετικού Μπλοκ με γεωγραφική παραβίαση των συνόρων τους, που είχαν ορισθεί με προηγούμενες συμφωνίες πριν και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατηγορώντας ταυτόχρονα τους Σοβιετικούς ότι ήθελαν να τα μεταβάλουν. Αν και αυτό προκάλεσε έντονες διαμαρτυρίες για τις Αμερικανικές προθέσεις, εντούτοις, όπως αποδείχτηκε, φόβισε τα φιλοσοβιετικά Ευρωπαϊκά κράτη, τα οποία πρότειναν άμεση εγκατάλειψη του εγχειρήματος.

Ο Στάλιν θεωρώντας ότι περαιτέρω εμπλοκή θα του στοίχιζε προσωπικά σε αίγλη και μη θέλοντας να αλλάξει το μέτωπο κυριαρχίας του Σοβιετικού Μπλοκ στην Ευρώπη από το οποίο είχε προφανώς ωφεληθεί, εγκατέλειψε την επιχείρηση. Φοβούμενος όμως πλήγμα του γοήτρου του και λαμβάνοντας υπόψιν την εμμονή των συνεργατών του, κατέληξε ότι ήταν αναγκαία μια άλλη επίδειξη ισχύος για εσωτερικούς διπλωματικούς και οικονομικούς λόγους. Το σύνθημα ότι η ΕΣΣΔ ήταν η μεγάλη χώρα που εγγυάται την τύχη των δορυφόρων της έναντι της Αμερικανικής απειλής, ήταν η βασική θεωρητική γραμμή του Σοβιετικού στρατοπέδου και μια στάση που καλλιεργήθηκε μέχρι και την εποχή της κρίσης στην Κούβα.
Στρατηγικά λοιπόν το Σοβιετικό Μπλοκ έστρεψε την προσοχή του σε ένα χώρο μακριά απ’ την Ευρώπη αφενός και αφετέρου επέλεξε μια περιοχή όπου η Κομμουνιστική παρουσία ήταν πολυπληθέστερη σε σχέση με την Αμερικανική. Σε συνδυασμό μάλιστα με την προθυμία του Κινέζου ηγέτη Μάο Τσετούνγκ, ο οποίος ήθελε να κλονίσει την εμπιστοσύνη των Αμερικανών στην Εθνικιστική Κίνα, φαίνεται ότι στα τέλη του 1949 επελέγη η Ασία ως το θερμό μέτωπο του Ψυχρού Πολέμου. Στην Αμερική, οι ανώτατοι αξιωματικοί του επιτελείου και ειδικά ο Πτέραρχος Λε Μαίη που ήταν Αρχηγός Αεροπορίας – ήταν αποφασισμένοι να μην αφήσουν κανένα πλεονέκτημα σε παρόμοιες κινήσεις του Κομμουνιστικού Μπλοκ και μάλιστα είχαν επιλέξει ήδη στόχους ακόμα και για πυρηνικές επιθέσεις στα εδάφη Ρωσίας και Κίνας. Εντούτοις, η στρατιωτική κατάσταση στην Κορέα εκείνη την χρονική περίοδο ήταν απογοητευτική για τους Αμερικανούς. Το έμπειρο προσωπικό απ’ τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε αποστρατευθεί και το υπάρχον ήταν ανεκπαίδευτο, ενώ εφόδια λάμβαναν μόνο από τις βάσεις τους στην Ιαπωνία έχοντας μεγάλες οργανωτικές ελλείψεις σε τοπικό επίπεδο.

Πρώτες αψιμαχίες στον ποταμό Γιαλού/Yalu: 25 Ιουνίου 1950 – Οκτώβριος 1950
Μετά από πολλές συνοριακές αψιμαχίες, η Βόρεια Κορέα εισέβαλε στην Νότια στις 25 Ιουνίου 1950, ξεκινώντας τον πόλεμο. Καταδικάζοντας άμεσα την εισβολή της Βόρειας Κορέας, τα Ηνωμένα Έθνη ενέκριναν το Ψήφισμα 83, το οποίο προέβλεπε στρατιωτική βοήθεια για τη Νότια Κορέα. Υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, ο Πρόεδρος Χάρι Τρούμαν διέταξε τις Αμερικανικές δυνάμεις να μεταβούν στη χερσόνησο. Κατευθυνόμενοι νότια, οι Βορειοκορεάτες απώθησαν τους γείτονές τους και τους περιόρισαν σε μια μικρή περιοχή γύρω από το λιμάνι του Πουσάν. Ενώ μαίνονταν οι μάχες στο Πουσάν, ο διοικητής των δυνάμεων του ΟΗΕ, στρατηγός Ντάγκλας Μακ Άρθουρ, στις 15 Σεπτεμβρίου σχεδίασε μια παράτολμη επίθεση στο Ίνχον. Μαζί με την διαφυγή από το Πουσάν, η εν λόγω κίνηση διέλυσε την επίθεση της Βόρειας Κορέας και τα στρατεύματα του ΟΗΕ τους απώθησαν πίσω στον 38ο Παράλληλο. Προελαύνοντας βαθιά στη Βόρεια Κορέα, τα στρατεύματα του ΟΗΕ ήλπιζαν να τερματίσουν τον πόλεμο μέχρι τα Χριστούγεννα, παρά τις Κινεζικές προειδοποιήσεις για παρέμβαση.

Παρέμβαση Κίνας Οκτώβριος 1950-Ιούνιος 1951
Παρ’ όλο που όλο το φθινόπωρο η Κίνα προειδοποιούσε για παρέμβαση, ο Μακ Άρθουρ αγνοούσε τις απειλές. Τον Οκτώβριο, οι Κινεζικές δυνάμεις διέσχισαν τον ποταμό Γιαλού και εισήλθαν στον πόλεμο. Τον επόμενο μήνα, εξαπέλυσαν μαζική επίθεση και μετά από σφοδρές συγκρούσεις όπως η μάχη του Τσοσίν ανάγκασαν τις δυνάμεις του ΟΗΕ να αναδιπλωθούν νότια. Υποχρεωμένος να υποχωρήσει νότια της Σεούλ, ο Μακ Άρθουρ κατάφερε να σταθεροποιήσει το μέτωπο και να αντεπιτεθεί το Φεβρουάριο. Ανακαταλαμβάνοντας τον Μάρτιο τη Σεούλ, οι δυνάμεις του ΟΗΕ προωθήθηκαν για άλλη μια φορά βόρεια. Στις 11 Απριλίου, ο Μακ Άρθουρ, ο οποίος είχε συγκρουστεί με τον Τρούμαν, αντικαταστάθηκε από τον στρατηγό Μάθιου Ρίτζγουεϊ/Matthew Ridgway. Διασχίζοντας τον 38ο Παράλληλο, ο Ρίτζγουεϊ απέκρουσε μια Κινεζική επίθεση πριν σταματήσει ακριβώς βόρεια των συνόρων.
Αδιέξοδο: Ιούλιος 1951 – 27 Ιουλίου 1953
Με τον ΟΗΕ να σταματά βόρεια του 38ου Παράλληλου, ο πόλεμος κατέληξε σε αδιέξοδο. Οι διαπραγματεύσεις για την ανακωχή άρχισαν τον Ιούλιο του 1951 στο Κεσόνγκ/Kaesong πριν μεταφερθούν στο Πανμουντζόν/Panmunjom. Οι εν λόγω συνομιλίες συνάντησαν δυσκολίες από θέματα αιχμαλώτων πολέμου, καθώς πολλοί κρατούμενοι της Βόρειας Κορέας και της Κίνας δεν ήθελαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Στο μέτωπο, η αεροπορική δύναμη του ΟΗΕ συνέχισε να σφυροκοπά τον εχθρό, ενώ οι επιθέσεις στο έδαφος ήταν περιορισμένες. Οι συγκρούσεις εκείνη την περίοδο περιλάμβαναν τις μάχες του Heartbreak Ridge (1951) του White Horse (1952) του Triangle Hill (1952) και του Pork Chop Hill (1953) ενώ στον αέρα μαίνονταν αερομαχίες μεταξύ F- 86 και MIG-15.

Αρματομαχίες
Η αρχική επίθεση των δυνάμεων της Β. Κορέας υποστηρίχθηκε από περίπου 120 Σοβιετικά άρματα T-34-85 που ηγήθηκαν της εισβολής. Τα άρματα της Β. Κορέας αρχικά είχαν αρκετές επιτυχίες έναντι του Νοτιοκορεάτικου πεζικού και των ελαφρών Αμερικανικών αρμάτων M24 Chaffee. Οι αεροπορικές επιδρομές ήταν το μόνο μέσο για την ανάσχεση της επέλασης των αρμάτων της Β. Κορέας. Η κατάσταση αναστράφηκε υπέρ των δυνάμεων του ΟΗΕ τον Αύγουστο του 1950, όταν η Β. Κορέα υπέστη σημαντικές απώλειες τανκς κατά τη διάρκεια μαχών στις οποίες οι δυνάμεις του ΟΗΕ έφεραν βαρύτερο εξοπλισμό, συμπεριλαμβανομένων των αρμάτων M4A3 Sherman υποστηριζόμενα από βαρέα άρματα M26 και Βρετανικά Centurion, Churchill and Cromwell . Οι αποβάσεις στο Ινσόν στις 15 Σεπτεμβρίου διέκοψαν τις γραμμές τροφοδοσίας της Β. Κορέας, με αποτέλεσμα οι δυνάμεις αρμάτων και το πεζικό να ξεμείνουν από καύσιμα, πυρομαχικά και άλλες προμήθειες. Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με τη διάσπαση του μετώπου της Πουσάν είχε ως αποτέλεσμα να υποχωρήσουν οι Βορειοκορεατικές δυνάμεις και αρκετά Τ-34 και βαριά όπλα να εγκαταλειφθούν και όταν τελικά αποσύρθηκαν είχαν απωλέσει συνολικά 239 T-34 και 74 αυτοκινούμενα πυροβόλα SU-76. Μετά την αρχική επίθεση, οι αρματομαχίες περιορίστηκαν αφού το ορεινό, δασικό έδαφος, ειδικά στην ανατολική κεντρική ζώνη, εμπόδιζε την κινητικότητα των αρμάτων. Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών, τα άρματα των Ηνωμένων Εθνών χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό ως υποστήριξη πεζικού και κινητά πυροβόλα.

Ναυμαχίες
Ο πόλεμος δεν είχε πολλές ναυμαχίες, επειδή οι αντίπαλοι δεν διέθεταν σημαντικές ναυτικές δυνάμεις. Στις 2 Ιουλίου 1950 σημειώθηκε αψιμαχία μεταξύ Βόρειας Κορέας και της Διοίκησης των Ηνωμένων Εθνών. Το αμερικανικό καταδρομικό USS Juneau, το Βρετανικό καταδρομικό HMS Jamaica και η φρεγάτα HMS Black Swan αντιμετώπισαν τέσσερις τορπιλακάτους και δύο κανονιοφόρους, της Βόρειας Κορέας και τα βύθισαν, ενώ το USS Juneau αργότερα βύθισε αρκετά πλοία μεταφοράς πυρομαχικών. Η τελευταία ναυμαχία του Κορεατικού Πολέμου συνέβη στο Ίντσον, όταν το Νοτιοκορεάτικο πλοίο PC-703 βύθισε ένα ναρκοθετικό της Β. Κορέας στο νησί Haeju, κοντά στο Ίντσον. Τρία ακόμα πλοία εφοδιασμού βυθίστηκαν από το PC-703 δύο ημέρες αργότερα στην Κίτρινη Θάλασσα. Έκτοτε τα πλοία των Ηνωμένων Εθνών διατήρησαν τον θαλάσσιο έλεγχο για την Κορέα. Οι κανονιοφόροι χρησιμοποιήθηκαν για βομβαρδισμό στην ξηρά, ενώ τα αεροπλανοφόρα παρείχαν αεροπορική υποστήριξη στις επίγειες δυνάμεις.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, τα σκάφη του ΟΗΕ περιπολούσαν στις δυτικές και ανατολικές ακτές της Βόρειας Κορέας, βυθίζοντας τα πλοία εφοδιασμού και πυρομαχικών της Β. Κορέας αποκλείοντας τη δυνατότητα εφοδιασμού από τη θάλασσα. Εκτός από σποραδικές βολές πυροβολικού των ακτών, η κύρια απειλή για τα πλοία του ΟΗΕ ήταν οι μαγνητικές νάρκες. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, πέντε πλοία των ΗΠΑ βυθίστηκαν από τις εν λόγω νάρκες: δύο ναρκαλιευτικά, δύο συνοδευτικά και ένα ρυμουλκό. Νάρκες και βολές από το παράκτιο πυροβολικό της Βόρειας Κορέας έπληξαν άλλα 87 πολεμικά πλοία των ΗΠΑ, επιφέροντας ελαφρές έως μέτριες ζημιές.

Αερομαχίες
Ο πόλεμος ήταν ο πρώτος στον οποίο αεριωθούμενα αεροσκάφη διαδραμάτισαν βασικό ρόλο στις αερομαχίες. Παλαιότερα μαχητικά, όπως το P-51 Mustang, το F4U Corsair και το Hawker Sea Fury – όλα ελικοφόρα και σχεδιασμένα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου – παραχώρησαν τη θέση τους σε μια νέα γενιά ταχύτερων, αεριωθούμενων αεροσκαφών. Τους πρώτους μήνες του πολέμου, το P-80 Shooting Star, το F9F Panther, το Gloster Meteor και άλλα αεριωθούμενα αεροσκάφη υπό τη σημαία του ΟΗΕ επικράτησαν έναντι των ελικοφόρων της Κορεατικής Λαϊκής Πολεμικής Αεροπορίας (KPAF) δηλαδή των Σοβιετικών Yakovlev Yak-9 και Lavochkin La-9s. Στις αρχές Αυγούστου 1950, η δύναμη της KPAF είχε μειωθεί σε περίπου 20 αεροσκάφη.
Η Κινεζική επέμβαση στα τέλη Οκτωβρίου 1950 ενίσχυσε την KPAF με το MiG-15, ένα από τα πλέον προηγμένα μαχητικά στον κόσμο. Τα βαριά οπλισμένα MiG ήταν ταχύτερα από τα αεροσκάφη πρώτης γενιάς του ΟΗΕ και μπορούσαν να φτάσουν και να καταστρέψουν τα βομβαρδιστικά B-29 Superfortress των ΗΠΑ παρά τις συνοδείες μαχητικών. Με τις αυξανόμενες απώλειες B-29, η USAF αναγκάστηκε να στραφεί στον ασφαλέστερο αλλά μικρότερης ακριβείας νυχτερινό βομβαρδισμό.
Η Αμερικανική αεροπορία αντέδρασε στο MiG-15 στέλνοντας περισσότερες από τρεις μοίρες του καλύτερου μαχητικού της, F-86 Saber, οι οποίες έφτασαν το Δεκέμβριο του 1950. Το ΜiG είχε σχεδιασθεί να εκτελεί αποστολές αναχαίτισης βομβαρδιστικών. Είχε πολύ υψηλή επιχειρησιακή οροφή (50.000 πόδια) και έφερε πολύ βαρύ οπλισμό: ένα πυροβόλο 37 mm και δύο πυροβόλα 23 mm. Το F-86 είχε οροφή 42.000 πόδια και ήταν οπλισμένο με έξι πολυβόλα διαμετρήματος .50 (12,7 χιλ.), τα οποία είχαν εύρος προσαρμοσμένο από ραντάρ. Σε μεγαλύτερο ύψος το πλεονέκτημα πήγαινε στο MiG. Σε ίδιο επίπεδο πτήσης, αμφότερα τα αεροσκάφη είχαν συγκρίσιμες μέγιστες ταχύτητες περίπου 1.100 km/h (660 mph). Η MiG ανέβαινε γρηγορότερα, αλλά το Saber έστρεφε και ελισσόταν καλύτερα.
Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1951, τα υπολειπόμενα έναντι των MiG αεροσκάφη F-86 της 4ης Πτέρυγας αναχαίτισης της USAF (μόλις 44) συνέχισαν να μάχονται στο MiG Alley (προσωνύμιο=στενωπός των MiG) όπου ο ποταμός Yalu καθόριζε τα Κινεζικά σύνορα, κατά των Κινεζικών και Βορειοκορεατικών αεροπορικών δυνάμεων που διέθεταν περίπου 500 αεροσκάφη. Μετά από επικοινωνία του συνταγματάρχη Harrison Thyng με το Πεντάγωνο, η 51η Πτέρυγα Μάχης ενίσχυσε τελικά την 4η Πτέρυγα τον Δεκέμβριο του 1951 και για τον επόμενο ενάμιση χρόνο του πολέμου, συνεχίστηκαν οι αερομαχίες.

Σε αντίθεση με τον Πόλεμο του Βιετνάμ, στον οποίο η Σοβιετική Ένωση έστειλε επίσημα «συμβούλους«, στον Κορεατικό πόλεμο έδρασε το 64ο Σώμα Πολεμικής Αεροπορίας. Φοβούμενη να αντιμετωπίσει άμεσα τις ΗΠΑ, η Σοβιετική Ένωση αρνήθηκε τη συμμετοχή του προσωπικού της σε οτιδήποτε άλλο εκτός από συμβουλευτικό ρόλο, αλλά οι αερομαχίες ανάγκασαν τους Σοβιετικούς πιλότους να εγκαταλείψουν την κωδικοποιημένη επικοινωνία και να μιλήσουν ανοιχτά στα Ρωσικά. Η άμεση Σοβιετική συμμετοχή ήταν ένα casus belli που η Διοίκηση του ΟΗΕ σκόπιμα παρέβλεψε, για να μην επεκταθεί ο πόλεμος με τη Σοβιετική Ένωση και ενδεχομένως να εξελιχθεί σε ατομικό πόλεμο.
Μετά τον πόλεμο και μέχρι σήμερα, η USAF αναφέρει αποτελεσματικότητα των F-86 σε αναλογία άνω του 10:1, με 792 MiG-15 και 108 άλλα αεροσκάφη να καταρρίπτονται έναντι 78 F-86. Η Σοβιετική Πολεμική Αεροπορία ανέφερε περίπου 1.100 νίκες και 335 απώλειες μάχης MiG, ενώ η αντίστοιχη της Κίνας ανέφερε 231 απώλειες, κυρίως MiG-15, και 168 άλλων αεροσκαφών. Η Κορεατική Πολεμική Αεροπορία δεν ανέφερε στοιχεία, αλλά η Διοίκηση του ΟΗΕ εκτιμά ότι περίπου 200 Κορεατικά αεροσκάφη καταρρίφθηκαν στο πρώτο στάδιο του πολέμου και 70 επιπλέον αεροσκάφη μετά την Κινεζική επέμβαση. Η USAF αμφισβητεί τους ισχυρισμούς των Σοβιετικών και των Κινέζων για 650 και 211 αντίστοιχα, καταρρίψεις F-86. Ωστόσο, ιστορική πηγή ισχυρίζεται ότι η USAF ανέφερε πρόσφατα 224 απώλειες (περίπου 100 σε αερομαχίες) από τα 674 F-86 που αναπτύχθηκαν στην Κορέα.
Ανεξάρτητα από την πραγματική αναλογία, τα Sabre ήταν πολύ αποτελεσματικά στην αεροπορική υπεροχή πάνω από την Κορέα. Δεδομένου ότι κανένα άλλο μαχητικό του ΟΗΕ δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει το MiG-15, μόλις έφτασαν τα F-86 ανέλαβαν σε μεγάλο βαθμό τις αερομαχίες, υποβιβάζοντας άλλα αεροσκάφη σε επίγειες αποστολές. Παρά το γεγονός ότι υπολείπονταν (ο αριθμός των Sabre στο θέατρο δεν ξεπέρασε ποτέ τα 150 ενώ τα MiG-15 έφτασαν τα 900 στο αποκορύφωμα του πολέμου) σπάνια πετούσαν αεροσκάφη της Βόρειας Κορέας και της Κίνας νότια της Πιονγιάνγκ. Οι δυνάμεις του ΟΗΕ, οι γραμμές εφοδιασμού και οι υποδομές δεν δέχτηκαν επίθεση από τον αέρα και παρόλο που η Βόρεια Κορέα είχε 75 αεροδρόμια ικανά να υποστηρίξουν τα MiG, μετά το 1951 εγκαταλείφθηκε οποιαδήποτε προσπάθεια να λειτουργήσει κάποιο από αυτά. Αυτό περιόρισε τις περισσότερες αερομαχίες στο MiG Alley, δίνοντας στα αεροσκάφη του ΟΗΕ πλήρη έλεγχο των αποστολών βομβαρδισμού στο εχθρικό έδαφος χωρίς το φόβο αναχαίτισης. Παρόλο που οι αερομαχίες θεωρούνται βασικό τμήμα του Κορεατικού πολέμου, οι βομβαρδισμοί αποτελούσαν μόλις το 12% των αποστολών της Κορεατικής Πολεμικής Αεροπορίας, ενώ οι αποστολές υποστήριξης και εφοδιασμού ήταν τέσσερις φορές περισσότερες..

Επακόλουθα
Οι διαπραγματεύσεις στην Πανμουντζόν απέδωσαν τελικά καρπούς το 1953 και η ανακωχή τέθηκε σε ισχύ στις 27 Ιουλίου. Παρότι οι μάχες έληξαν, δεν συνήφθη επίσημη ειρηνευτική συνθήκη και αμφότερες οι πλευρές συμφώνησαν στη δημιουργία αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης κατά μήκος του μετώπου. Η εν λόγω ζώνη η οποία είχε μήκος 250 χιλιόμετρα και πλάτος 4 χιλιόμετρα, παραμένει ένα από τα πλέον στρατιωτικοποιημένα σύνορα στον κόσμο με αμφότερες τις πλευρές να επανδρώνουν πλήρως τις θέσεις τους. Οι απώλειες στις συγκρούσεις ανήλθαν σε περίπου 778.000 για τις δυνάμεις του ΟΗΕ – Νότιας Κορέας, ενώ η Βόρεια Κορέα και η Κίνα υπέστησαν περίπου 1,1 με 1,5 εκατομμύρια απώλειες, ενώ οι απώλειες των αμάχων ανέρχονται σε 2-3.000.000 άτομα. Στον απόηχο της σύγκρουσης, η Νότια Κορέα ανέπτυξε μια από τις ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου, ενώ η Βόρεια Κορέα παραμένει απομονωμένη.

Απώλειες
Περίπου 3 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στον πόλεμο της Κορέας, η πλειονότητα των οποίων ήταν άμαχοι, καθιστώντας τον ίσως τη πλέον θανατηφόρα σύγκρουση του Ψυχρού Πολέμου. Ο Samuel S. Kim θεωρεί τον Κορεάτικο πόλεμο ως τη πλέον θανατηφόρα σύγκρουση στην Ανατολική Ασία – την ίδια την περιοχή που επλήγη περισσότερο από ένοπλες συγκρούσεις που σχετίζονται με τον Ψυχρό Πόλεμο – από το 1945 έως το 1994, με 3 εκατομμύρια νεκρούς, περισσότερους από τον πόλεμο του Βιετνάμ και τον εμφύλιο πόλεμο στην Κίνα. Αν και υπάρχουν μόνο πρόχειρες εκτιμήσεις για τα θύματα αμάχων, μελετητές όπως ο Guenter Lewy και ο Bruce Cumings αναφέρουν ότι το ποσοστό θυμάτων των αμάχων στην Κορέα ήταν υψηλότερο από ό, τι στον Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο ή τον πόλεμο του Βιετνάμ, με τον Cumings να υπολογίζει τους αμάχους σε 2 εκατομμύρια και ο Lewy σε 2 έως 3 εκατομμύρια. Ο Cumings αναφέρει ότι οι πολίτες αντιπροσωπεύουν «τουλάχιστον» τα μισά θύματα του πολέμου, ενώ ο Lewy λέγει ότι το ποσοστό των νεκρών «μπορεί να έχει φτάσει το 70%«, σε σύγκριση με τις εκτιμήσεις του Lewy για 42% στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και 30 % –46% στον πόλεμο του Βιετνάμ.

Τα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν από το Ινστιτούτο Ερευνών Ειρήνης Όσλο (PRIO) απαριθμούν λιγότερο από 1 εκατομμύριο «θανάτους σε μάχες» κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κορέας (με εύρος 644.696 έως 1.5 εκατομμύρια) και μια εκτίμηση 3 εκατομμυρίων συνολικά (με εύρος από 1,5 έως 4,5 εκατομμύρια) αποδίδοντας τη διαφορά στην υπερβολική θνησιμότητα μεταξύ των αμάχων από μονόπλευρες σφαγές, πείνα και ασθένειες. Υπολογίζοντας την καταστροφή σε πολίτες, καταστράφηκαν σχεδόν όλες οι μεγάλες πόλεις στην Κορεατική Χερσόνησο . Σύμφωνα με τον Charles K. Armstrong τόσο ατομικά όσο και σε απόλυτους όρους, η Βόρεια Κορέα ήταν η χώρα που επλήγη περισσότερο, με αποτέλεσμα να απωλέσει περίπου 12% -15% του πληθυσμού της «αριθμός που πλησιάζει ή ξεπερνά το ποσοστό των Σοβιετικών πολιτών που σκοτώθηκαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο«. Ο βομβαρδισμός μεγάλων φραγμάτων της Βόρειας Κορέας τον Μάιο του 1953 απείλησε με λιμοκτονία εκατομμύρια Βορειοκορεάτες, η οποία αποφεύχθηκε χάρις στην βοήθεια που παρείχαν οι σύμμαχοι της Βόρειας Κορέας.

Συμμετοχή Ελλάδας
Το Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδας στην Κορέα (αρχικά ΕΚ.Σ.Ε.) (Νοέμβριος 1950 – Δεκέμβριος 1955), αποτελούσε την πρώτη Ελληνική συμμαχική αποστολή στα πλαίσια του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Τα Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδας περιελάμβανε δυνάμεις στρατού ξηράς και αεροπορίας. Συγκεκριμένα, αποτελούνταν από τάγμα συνολικής δύναμης 1.000 ατόμων και σμήνος της βασιλικής αεροπορίας από 67 άτομα, με 7 αεροσκάφη C-47 Ντακότα.
Το Ελληνικό σμήνος αποσύρθηκε από την Κορέα στις 8 Μαΐου 1955, με απόφαση της κυβέρνησης Αλέξανδρου Παπάγου στα τέλη Μαρτίου 1955. Το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα με μέγιστη δύναμη τους 2163 άνδρες, μειώθηκε τον Απρίλιο του 1955 στους 850 άνδρες και σταδιακά από τον Ιούλιο μέχρι το Δεκέμβριο 1955 στους 191 άνδρες. Από τον Ιανουάριο του 1956 μέχρι το Μάιο του 1958 παρέμεινε αντιπροσωπευτικό τμήμα αποτελούμενο από 1 Αξιωματικό και 9 οπλίτες.
Το ΕΚ.Σ.Ε. τιμήθηκε για την ηρωική του δράση στον Πόλεμο της Κορέας με εύφημο μνεία από τον πρόεδρο της Κορέας και τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Οι κυβερνήσεις Κορέας και Η.Π.Α. απένειμαν πλήθος παρασήμων και μεταλλίων.
Οι απώλειες των Ελλήνων ανήλθαν σε 186 νεκρούς και 566 τραυματίες. Επίσης απωλέσθηκαν και 4 αεροσκάφη C-47 Ντακότα. Η Νότια Κορέα προς τιμή της Ελληνικής συμμετοχής ανήγειρε στην κοιλάδα των ηρώων, κοντά στην Σεούλ, μνημείο για τους Έλληνες πεσόντες μαχητές.
Χρονολόγιο
25 Ιουνίου 1950: Η Βόρεια Κορέα εισβάλλει στη Νότια Κορέα.
28 Ιουνίου 1950: Δυνάμεις της Βόρειας Κορέας καταλαμβάνουν την Σεούλ.
30 Ιουνίου 1950: Οι ΗΠΑ διαθέτουν στρατεύματα στην προσπάθεια του ΟΗΕ για υπεράσπιση της Νότιας Κορέας.
15 Σεπτεμβρίου 1950: Στρατεύματα της Ν. Κορέας και του ΟΗΕ που απωθήθηκαν στην Πουσάν, αντεπιτίθενται – Εισβολή στην Ινχόν
27 Σεπτεμβρίου 1950: Στρατεύματα του ΟΗΕ ανακτούν τη Σεούλ.
9 Οκτ 1950: Στρατεύματα της Ν. Κορέας και του ΟΗΕ απωθούν την Β. Κορέα πίσω στον 38ο Παράλληλο, Νοτιοκορεάτες και σύμμαχοι εισβάλλουν στη Βόρεια Κορέα.
19 Οκτ 1950: Ν. Κορέα και ΟΗΕ καταλαμβάνουν την Πιονγιάνγκ.

26 Οκτ 1950: Νότια Κορέα και στρατεύματα του ΟΗΕ αναπτύσσονται κατά μήκος του ποταμού Γιαλού, στα σύνορα Βόρειας Κορέας/Κίνας.
27 Οκτ 1950: Η Κίνα κηρύσσει πόλεμο στην Νότια Κορέα, απωθεί τα στρατεύματα ΟΗΕ/Νότιας Κορέας.
27-30 Νοε 1950: Μάχη του Τσοσίν.
15 Ιανουαρίου 1951: Στρατεύματα της Βόρειας Κορέας και της Κίνας καταλαμβάνουν τη Σεούλ.
7 Μαρτίου – 4 Απριλίου 1951: Επιχείρηση Ripper, Ν. Κορέα και ΟΗΕ αποκρούουν εκ νέου συνδυασμένες Κομμουνιστικές δυνάμεις πάνω από τον 38ο Παράλληλο.
18 Μαρτίου 1951: Δυνάμεις του ΟΗΕ ανακτούν τη Σεούλ για ακόμη μια φορά.
10 Ιουλίου – 23 Αυγ. 1951: Διαπραγματεύσεις για εκεχειρία στη Κεσόνγκ εν μέσω αιματηρών συγκρούσεων.

27 Νοε 1951: Ορίζεται ο 38ος παράλληλος ως γραμμή οριοθέτησης.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του 1952: Αιματηρές μάχες και πόλεμος χαρακωμάτων.
23 Απριλίου 1953: Συνέχιση ειρηνευτικών συνομιλιών.
27 Ιουλίου 1953: ΟΗΕ, Βόρεια Κορέα και Κίνα υπογράφουν ανακωχή, τερματίζοντας τις συγκρούσεις.
Πηγές – βιβλιογραφία
https://www.thoughtco.com/the-korean-war-an-overview-2360860
https://en.wikipedia.org/wiki/Korean_War
Daniel Kraus (2013) «The Korean War» Booklist.
Clay Blair (2003) «The Forgotten War: America in Korea, 1950–1953» Naval Institute Press.