Αγκαίος … ο πρώτος βασιλιάς της Σάμου (1360 πΧ)

στις
Γιάννης Ρίτσος

Μες στα χαλάσματα

Πώς έμεινε τούτο το σπίτι ανέγγιχτο μες στα χαλάσματα,
με το τεράστιο του προαύλιο στρωμένο ολόκληρο
μ’ άσπρα και μαύρα απαστράπτοντα πλακάκια; Και στο βάθος
να φέγγει ολόχρυσο, κατάντικρυ στο λιόγερμα, όρθιο
το πήλινο άγαλμα, με το μακρύ χιτώνα,
ίσως του Αγκαίου, ή, όπως έλεγαν παλιότερα, του Ανκαίου.

Γιάννης Ρίτσος. 1966. Μαρτυρίες. Σειρά δεύτερη. Αθήνα: Κέδρος.
Γιάννης Ρίτσος. 1989. Ποιήματα Θ΄ (1958-1967). Αθήνα: Κέδρος.

πηγή: Ψηφίδες για την Ελληνική γλώσσα

επιμέλεια Πυθεύς

Όλοι συμφωνούνε πως εκείνος πού καταπιάνεται να γράψει για μια εποχή πού δεν είναι ιστορική αλλά μάλλον μυθολογική, αντιμετωπίζει τεράστιες δυσκολίες γιατί είναι υποχρεωμένος να ψάχνει ανάμεσα στα παραμύθια για να διαλέξει τα στοιχεία εκείνα πού έχουνε κάποια υπόσταση. Αυτή δε τη δυσχέρεια ο μελετητής την αισθάνεται περισσότερο όταν πρόκειται για τον Αγκαίο, αφού με το ίδιο όνομα παρουσιάζονται δύο πρόσωπα, ένα μυθολογικό κι ένα ιστορικό των οποίων συγχέονται ο βίος και τα έργα. Γι᾽ αυτό και από τούς συγγραφείς άλλοι μεν ιστορήσανε δυό Αγκαίους, άλλοι δε παραδέχονται μονάχα έναν τον Αγκαίο τον πρώτο βασιλιά τής Σάμου.

Όσο δε για τη γέννηση και την πατρίδα τού Αγκαίου, οι αρχαίοι πλάσανε ένα σωρό μύθους. Ο Άσιος ο ποιητής, κατά τον Παυσανία, λέει ότι ο Φοίνικας παντρεύτηκε την κόρη τού Οινέα, την Περικτυόνη και γέννησε από αυτή την Αστυπάλαια και την Ευρώπη, η πρώτη από τις οποίες συνευρέθη με τον Απόλλωνα και γέννησε τον Αγκαίο, ο οποίος έγινε ο πρώτος βασιλιάς των Λελέγων. Ο δε Απολλώνιος ο Ρόδιος λέει πως πατέρας τού Αγκαίου ήταν ο Ποσειδώνας. 

Screen Shot 2018-01-13 at 2.43.54 PM

και προσθέτει πως γέννησε αυτό η Αστυπάλαια δίπλα στον ποταμό Ίμβρασο.

Screen Shot 2018-01-13 at 2.45.50 PM

Ο Υγίνος μυθολογεί πως ο Αγκαίος ήταν γιος τού Ποσειδώνα και τής Άλτης, τής κόρης τού Καθιστού. Ο σχολιαστής τού Λυκόφρονα λέει πως ήτανε γιος τού Άκτορα τού γιού τού Φόρβαντα και άλλοι τον γενεαλογούνε διαφορετικά. Σε μάς φαίνεται πιό αξιόπιστος ο Απολλόδωρος που γράφει ότι ο Αγκαίος είχε μητέρα την Ευρυνόμη ή Κρεοφίλη, πατέρα δε τον Λυκούργο το γυιό τού Αλεού, τού Αφείδαντα, τού Αρκάδα, τού Λυκάονα, τού Πελασγού και ότι γεννήθηκε στην Αρκαδία.

Μετά το θάνατο τού αδερφού του Επόχου, ο Αγκαίος, ίσως να ήρθε σε προστριβές με τον πατέρα του· πήρε λοιπόν μαζί του πολλούς Αρκάδες, στους οποίους πιθανόν να προστεθήκανε και μερικοί Ηλείοι και Ίωνες από την Αιγιαλεία και πέρασε στην Κεφαλληνία, την οποία ίσως να μετονόμασε σε Σάμη από την Σάμη της Ίλιδας. Δεν παρέμεινε δε στην Κεφαλληνία πολύ χρόνο, επειδή ένας χρησμός τού Απόλλωνα τού επέβαλε τα εξής:

Screen Shot 2018-01-13 at 21.38.27

συγκέντρωσε λοιπόν αρκετούς άποικους από την Κεφαλληνία, την Αρκαδία και τη Θεσσαλία, έστειλε και μάζεψε τέτοιους και από την Αθήνα, την Επίδαυρο και τη Χαλκίδα και ήρθε και κατοίκησε στη Σάμο.

Αλλά επειδή συγκεντρώθηκαν πολλοί άποικοι στη Σάμο, ένα μέρος από αυτούς έφυγαν και κατοικήσανε στα κοντινά νησιά Κω και Αστυπάλαια.

7324971.jpg
πηγή

Ο Αγκαίος έμεινε στη Σάμο 10 περίπου χρόνια, έπειτα δε, καθώς λέει ο ποιητής, επειδή κατείχε και τη ναυτική και την πολεμική τέχνη, συνόδεψε τους Αργοναύτες στην εκστρατεία τους στην Κολχίδα (1350 π.Χ) για την αρπαγή τού χρυσού δερματιού… Τότε δε, φάνηκε ο πιό ωφέλιμος από κάθε άλλον, γιατί με τη μεγάλη του ενεργητικότητα και με την εμπειρία του, βοήθησε και είχε καλό τέλος η εκστρατεία. Ο κυβερνήτης τής Αργώς, ο Τίφυς, σκοτώθηκε από ένα αγριογούρουνο κοντά στο Λύκο ποταμό. Οι Αργοναύτες τότες άρχισαν να κλαίνε γιατί δεν είχαν ιδέα γιά τα ναυτικά και φοβηθήκανε πως δεν θα ξαναδούνε πατρίδα. Σ᾽ αυτή την κατάσταση ο Αγκαίος προσπάθησε να εμπνεύσει θάρρος στους απελπισμένους. Παρατηρώντας δε τον Πηλέα, ο οποίος, φοβούμενος το παραπέρα ταξίδι, συμβούλευε τούς συντρόφους του να μην μπούνε στο πλοίο, είπε:

 

Screen Shot 2018-01-13 at 21.48.09
Screen Shot 2018-01-13 at 21.48.20

Έπειτα στράφηκε προς τούς κλαίοντας συντρόφους και τούς είπε τα παρήγορα αυτά λόγια:

Screen Shot 2018-01-13 at 21.50.00

Τα λόγια αυτά ξαναφέρανε την ελπίδα στη καρδιά τών απελπισμένων Αργοναυτών, οι οποίοι και αναθέσανε στον Αγκαίο την διακυβέρνηση τής Αργώς, εφόσον αυτός

Screen Shot 2018-01-13 at 21.52.04

Αυτός τους πήγε με το καλό στην Κολχίδα. Έχτισε δε ο Αγκαίος κοντά στο Τιείο τη πόλη Σήσαμο, της οποίας το όνομα έχει πολύ μεγάλη σχέση με τ᾽ όνομα της Σάμου, στις όχθες του Παρθενίου ποταμού, ο οποίος επίσης μάς φέρνει στη μνήμη το πρώτο όνομα του ποταμού Ίμβρασου. Αλλά κατά το γυρισμό από την εκστρατεία, όταν βρήκε την Αργώ δυνατή φουρτούνα κοντά στα νησιά Εχινάδες, τότε ο Αγκαίος απελπίστηκε κι άρχισε να κλαίει και να χτυπιέται για το σίγουρο χαμό τους, λέγοντας:

Screen Shot 2018-01-13 at 21.58.12Screen Shot 2018-01-13 at 21.58.29

Ωστόσο οι φόβοι τού Αγκαίου δεν επαληθεύσανε και η Αργώ ξέφυγε από τον κίνδυνο και τερμάτισε το ταξίδι της, φέρνοντας πίσω στα σπίτια τους τούς ήρωες που πήρανε μέρος στην πολυθρύλητη εκείνη εκστρατεία.

Καθώς υπάρχουνε πολλές γνώμες σχετικά με τη γέννηση τού Αγκαίου, έτσι και για το θάνατό του έχουνε γραφτεί πολλά και αντιφατικά μεταξύ τους. Κατά τον Αριστοτέλη, καθώς λέει ο σχολιαστής Απολλωνίου τού Ροδίου, ο Αγκαίος όταν επανήλθε στη Σάμο ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την καλλιέργεια των κτημάτων του και με πολλή δραστηριότητα έσπρωχνε τούς δούλους στη δουλειά. Γι᾽ αυτό, ένας από τούς αμπελουργούς του, βαριεστημένος από τον αυστηρό του κύριο, τον καταράστηκε κι έκαμε την προφητεία ότι ο Αγκαίος δεν θα πιεί κρασί από τ᾽ αμπέλι που φύτεψε. Και τότε μεν ο Αγκαίος κορόιδεψε το δούλο για την προφητεία εκείνη. Όταν δε έφθασε η εποχή τού τρυγητή, ο Αγκαίος έστυψε ένα σταφύλι μέσα σε μια κούπα κι αφού κάλεσε κοντά του το δούλο που είχε κάμει την προφητεία, τού είπε, ενώ ετοιμαζότανε να πιεί το ζουμί: «Ακόμα ζω και ο καρπός ωρίμασε και τώρα θα πιώ· βλέπεις το κρασί στην κούπα». Σ᾽ αυτά ο δούλος αποκρίθηκε ότι είναι μεγάλη η απόσταση ανάμεσα στο ποτήρι και στα χείλια. Ενώ δε ο Αγκαίος έφερνε προς το στόμα το ποτήρι, ξάφνου άλλος δούλος έφτασε τρέχοντας και τον ειδοποίησε πως μπήκε μέσα στ᾽ αμπέλι ένας φοβερός κάπρος και κάνει μεγάλη ζημιά. Μόλις εκείνος τ᾽ άκουσε αυτά παράτησε το ποτήρι πριν ακόμα να γευτεί το κρασί του αμπελιού του κι έτρεξε για να κυνηγήσει τον κάπρο. Και τότε επαλήθεψε η προφητεία τού δούλου, αφού τον Αγκαίο

Screen Shot 2018-01-13 at 22.14.20

Έτσι ο μεν Αγκαίος μεταφέρθηκε στο σπίτι του νεκρός, από το γεγονός δε αυτό βγήκε η παροιμία: «πολλά μεταξύ πέλει κύλικος και χείλεος άκρου» δηλαδή: μεγάλη  απόσταση χωρίζει το ποτήρι από την άκρη των χειλιών

Κατά τον Φερεκύδη και τον Απολλόδωρο και τον Παυσανία, ο Αγκαίος είχε διαφορετικό τέλος. Ο Οινέας ο βασιλιάς της Καλυδώνας —λένε οι αναφερόμενοι συγγραφείς— προσφέροντας στους θεούς τούς πρώτους καρπούς που ωρίμαζαν κάθε χρόνο, παράλειψε να κάμει προσφορά και στην θεά Άρτεμη. Γι᾽ αυτό η θεά εξοργίστηκε και έστειλε ένα φοβερό κάπρο, ο οποίος κατάστρεφε τις βοσκές και τους ανθρώπους τού βασιλιά. Ο Μελέαγρος δε ο γιος του, θέλοντας ν’ απαλλάξει τον τόπο από τις καταστροφές που προξενούσε το θηρίο, προσκάλεσε όλους τούς διαλεχτούς κυνηγούς της Ελλάδας μεταξύ των οποίων και τον Αγκαίο, για να βγούνε όλοι μαζί να κυνηγήσουν τον κάπρο. Ο Αγκαίος δέχτηκε την πρόσκληση τού Μελέαγρου κι ήρθε στην Καλυδώνα, όπου συναθροιστήκανε πολλοί ήρωες. Βγήκανε λοιπόν στο κυνήγι, πετύχανε το θηρίο κι αρχίσανε να το τοξεύουνε.

Ο ήρωας Μελέαγρος και το κυνήγι του Καλυδωνίου κάπρου_page10_image4.jpg
πηγή

Πρώτη η Αταλάντη, η κόρη τού Ιάσου και τής Κλυμένης, η οποία ήτανε ξακουστή κυνηγός και γι αυτό πήγε μαζί με τους ήρωες, σημάδεψε και πλήγωσε με το τόξο της τον κάπρο. Όταν το είδε αυτό ο Αγκαίος ενθουσιάστηκε, σήκωσε το δίκοπο τσεκούρι του που το χρησιμοποιούσε στις μάχες και φώναξε: «Μάθετε παλληκάρια μου πόσο τα ανδρικά βέλη υπερέχουνε από τα γυναικεία και παραχωρείστε μου τη θέση σας για να χτυπήσω εγώ. Γιατί ακόμα κι αν η ίδια η Άρτεμη με τα δικά της όπλα υπερασπίζεται αυτόν τον κάπρο και παρά την θέλησή της εγώ θα τον σκοτώσω με το δεξί μου χέρι». Αφού τα είπε αυτά τα καυχησιάρικα λόγια, ετοιμάστηκε να χτυπήσει το θηρίο, πατώντας στα δάχτυλα των ποδαριών του. Τότες όμως ο κάπρος χύμηξε και δάγκασε το Αγκαίο στην κοιλιά, από την πληγή δε που τού άνοιξε, χύθηκαν τα έντερά του και στράγγιξε το αίμα του. Στο ναό της Αλέας Αθηνάς στη Τεγέα σωζότανε στην εποχή του Παυσανία μιά εικόνα, που παρίστανε το κυνήγι του Καλυδωνίου κάπρου και τον Αγκαίο να τραυματίζεται και να ρίχνει στη γη το τσεκούρι που κρατούσε στο χέρι του. Και ο Αριστοφόντας δε, ο αδελφός του Πολύγνωτου, ζωγράφισε σε πίνακα τον Αγκαίο τραυματισμένο από τον κάπρο και κοντά του τη μάνα του, την Αστυπάλαια, να κλαίει το χαμό του. 

05.jpg

Αυτά είναι κείνα που μυθολογήσανε οι αρχαίοι για το θάνατο τού Αγκαίου· επειδή δε και κατά τις δυο διηγήσεις λέγεται πως τον σκότωσε ο κάπρος, να τι υποθέτουμε εμείς για το θάνατό του. Τότε δρούσε στην Αιτωλία ένας περιβόητος ληστής, γιος της Φαιάς, ο οποίος από τη ζωή που έκανε πήρε τ᾽ όνομα «Κρομμυόνιος Συς». Αυτός μάζεψε πολλούς συντρόφους και με τη συμμορία του κατέστρεφε τη χώρα. Ίσως δε με την πρόσκληση τού Μελεάγρου, οι ήρωες τής εποχής ανταμώσανε και βγήκανε να εξοντώσουν τούς ληστές. Ο Αγκαίος δε, όντας ενθουσιώδης και ριψοκίνδυνος, πήρε μέρος στην εκστρατεία όπου και σκοτώθηκε.

Ο Αγκαίος παντρεύτηκε τη κόρη τού Μαιάνδρου, τη Σαμία, η οποία τού γέννησε τον Περίλαο, τον Ένουδο τον Σάμο, τον Αλιθέρση και την Παρθενόπη, η οποία από τον Απόλλωνα γέννησε τον Λυκομήδη. Επίσης λένε πως ήτανε γιος του Αγκαίου ο Αγαπήνορας, ο οποίος έγινε βασιλιάς των Αρκάδων και ο οποίος πήρε μέρος στον Τρωϊκό πόλεμο μαζύ με τους άλλους Έλληνες. Μετά δε την καταστροφή τής Τροίας, επιστρέφοντας στην πατρίδα του, έχτισε την Πάφο στην Κύπρο, όπου αναγκάστηκε να καταφύγει από την κακοκαιρία.

 

Screen Shot 2017-11-12 at 20.46.15

 

Screen Shot 2018-01-13 at 2.28.29 PM