γράφει ο Χείλων
Στις 18 Ιουνίου 1812, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξέπληξαν τους πάντες όταν κήρυξαν πόλεμο στην Μεγάλη Βρετανία. O στρατός της Βρετανίας εκείνη τη χρονική περίοδο ευρίσκετο στην Ιβηρική χερσόνησο, υποστηρίζοντας τους συμμάχους Ισπανούς και Πορτογάλους, που μάχονταν κατά του Ναπολέοντα . Ο πόλεμος διεξήχθη από τον Ιούνιο του 1812 έως την άνοιξη του 1815, παρ’ όλο που η συνθήκη ειρήνης υπεγράφη στην Ευρώπη τον Δεκέμβριο του 1814. Οι κύριες μάχες του πολέμου έλαβαν χώρα κατά μήκος των Καναδικών συνόρων, στην περιοχή Chesapeake Bay και κατά μήκος του Κόλπου του Μεξικού καθότι υπήρξε μεγάλη δραστηριότητα και εμπλοκή των ναυτικών δυνάμεων.
Αίτια – αφορμές
Μετά το τέλος της Αμερικανικής Επανάστασης το 1783, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ενοχληθεί από την απροθυμία των Βρετανών να αποσυρθούν από την Αμερικανική επικράτεια κατά μήκος των Μεγάλων Λιμνών, την υποστήριξη στους Ινδιάνους στα σύνορα της Αμερικής και την απροθυμία τους να υπογράψουν εμπορικές ευνοϊκές συμφωνίες. Η Αμερικανική δυσαρέσκεια αυξήθηκε κατά την διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης (1792-1802) και των Ναπολεόντειων Πολέμων (1803-1815) όπου Βρετανία και Γαλλία ήταν οι κύριοι εμπλεκόμενοι. Ο επαναστατικός πόλεμος τελείωσε το 1783 με τη Συνθήκη των Παρισίων. Σύμφωνα με τους όρους, η Μεγάλη Βρετανία παρέδωσε την βορειοδυτική περιοχή στις Ηνωμένες Πολιτείες και παρά την απώλεια δεκατριών αποικιών που παρεδόθησαν στον George Washington και τους Αμερικανούς επαναστάτες είκοσι πέντε χρόνια νωρίτερα, η Αγγλία, όπως και πολλοί άλλοι στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, δεν είχαν αξιολογήσει σοβαρά τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των προμηθειών της Βρετανίας για τους Ναπολεόντειους πολέμους προήρχετο από την Αμερική και τον Καναδά (βόειο κρέας για να τραφεί ο στρατός του Δούκα του Ουέλινγκτον και ξυλεία από βελανιδιά για να συντηρηθεί ο Βρετανικός στόλος) η Βρετανία βρέθηκε αντιμέτωπη με έναν πόλεμο, που επιμελώς προσπαθούσε να αποφύγει. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήσαν ενοχλημένες από την αλαζονεία του Βρετανικού ναυτικού στην ανοικτή θάλασσα. Προσπαθώντας απελπισμένα να βρει ναυτικούς για να επανδρώσει έναν στόλο με περισσότερα από χίλια πλοία, η Μεγάλη Βρετανία δεν δίσταζε να σταματά Αμερικανικά πλοία και να αναζητά ναυτικούς, υποσχόμενη καλύτερες συνθήκες από αυτές του Αμερικανικού στόλου.
Επιπλέον η Αγγλία δεν δίσταζε να κατάσχει Αμερικανικά πλοία τα οποία συμμετείχαν σε εμπορικές συναλλαγές με την Ναπολεόντειο Γαλλία. Αυτές οι τακτικές προκάλεσαν τεράστια αναταραχή στο Αμερικανικό Κογκρέσο και τελικά οι Ηνωμένες Πολιτείες διέκοψαν όλες τις συναλλαγές με την Ευρωπαϊκή ήπειρο και σύμφωνα με τα ιστορικά αρχεία, ήθελαν περισσότερα θαλάσσια δικαιώματα, καθώς και το υπόλοιπο ήμισυ της Βόρειας Αμερικής το οποίο τελούσε υπό την δικαιοδοσία του βασιλιά της Αγγλίας. Το 1778, κατά τη διάρκεια της Αμερικανικής Επανάστασης, οι Αμερικανοί προσπάθησαν να καταλάβουν τον Καναδά και τελικά κατέλαβαν το Μόντρεαλ. Η εκστρατεία, ωστόσο υπό την αρχηγία των στρατηγών Richard Montgomery και Benedict Arnold, απέτυχε λόγω ψύχους και των πανύψηλων τειχών του φρουρίου στο Κεμπέκ.
Το 1812 οι Αμερικανοί ήταν αποφασισμένοι να κάνουν άλλη μια προσπάθεια για την εξάλειψη της Βρετανικής παρουσίας στη Βόρεια Αμερική και να διευθετήσουν «το ζήτημα των Ινδιάνων» άπαξ δια παντός. Μια τέτοια εκστρατεία υποσχέθηκε ο Τόμας Τζέφερσον, δηλώνοντας ότι θα ήταν περίπατος. Στο Κογκρέσο οι υπέρμαχοι του πολέμου υποστήριξαν αυτή τη θέση και απαίτησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες να ολοκληρώσουν την ανεξαρτησία από τη Βρετανία για την οποία είχαν αγωνισθεί τόσο σκληρά.
Όταν η Μεγ. Βρετανία συνειδητοποίησε ότι η Αμερική θα προχωρήσει σε πόλεμο για το θέμα της στρατολόγησης ναυτικών, ανακάλεσε τα σχετικά διατάγματα, όμως ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος Στη θάλασσα το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ κέρδισε μια σειρά από μάχες σε επίπεδο φρεγατών. Οι Βρετανικές φρεγάτες ήταν γενικά μικρότερες και υστερούσαν σε επάνδρωση – οπλισμό και δυνατότητα ελιγμών από τις αντίστοιχες Αμερικανικές. Σε μία μόνο περίπτωση, αυτήν του HMS Shannon και USS Chesapeake επικράτησε το Βρετανικό ναυτικό και ο νικητής έφερε το άτυχο Chesapeake στο λιμάνι Χάλιφαξ.
Παρά τις αποτυχίες, το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό διαθέτοντας περισσότερα πλοία από το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ κατόρθωσε να επιβάλλει ναυτικό αποκλεισμό στις ΗΠΑ και να μεταφέρει Βρετανικά στρατεύματα στα Αμερικανικά εδάφη. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του πολέμου και από τις δύο πλευρές ήταν η κατάληψη των εμπορικών πλοίων του εχθρού ως βραβεία. Αξιοσημείωτο είναι ότι στα ηπειρωτικά δημιουργήθηκαν σημαντικές περιουσίες προερχόμενες από την πώληση αυτών των πλοίων και των φορτίων τους. Όσον αφορά στις απώλειες σε έμψυχο και άψυχο δυναμικό, δεν μπορούν να γίνουν ακριβείς υπολογισμοί. Οι επίσημες εκθέσεις αναφέρουν στις Βρετανικές απώλειες 8.600 νεκρούς – τραυματίες & αγνοούμενους, ενώ οι Αμερικανοί υπέστησαν συνολικά περίπου 11.300 απώλειες.
Ως προς το ερώτημα ποιος ήταν ο νικητής ;………..Ο μεγάλος ηττημένος σε αυτή τη σύγκρουση υπήρξαν οι ιθαγενείς της Βόρειας Αμερικής. Το καλοκαίρι του 1815, οι Ηνωμένες Πολιτείες υπέγραψαν δεκαπέντε συνθήκες με τις φυλές, οι οποίες εγγυόταν το καθεστώς του 1811. Παρ’ όλα αυτά δεν επεστράφη ούτε ένα στρέμμα γης και το όνειρο για την ύπαρξη Ινδιάνικου κράτους ουδέποτε υλοποιήθηκε. Μπορεί να θεωρηθεί ως νίκη του Καναδά, καθότι οι Ηνωμένες Πολιτείες κήρυξαν τον πόλεμο στη Μεγάλη Βρετανία με στόχο να ενσωματώσουν τον Καναδά στα κράτη της Ένωσης. Παρά ταύτα δέκα Αμερικανικές στρατιές διέσχισαν τα Καναδικά σύνορα με αυτήν την αποστολή και οι δέκα εκδιώχθηκαν.