εξώφυλλο: απόσπασμα έργου του Rogier van der Weyden από το St. Columba Altarpiece. Ελαιογραφία σε δρύινο πάνελ_Παλαιά Πινακοθήκη Μονάχου, Public domain, via Wikimedia Commons
Η δημοσίευση βασίζεται σε άρθρο του Mark Cartwright, που δημοσιεύθηκε στο Ancient History Encyclopedia την 01 Δεκ. 2018.
copyright © μετάφραση – επιμέλεια Περικλής Λιβάς
Τα Χριστούγεννα στο Μεσαιωνικό ημερολόγιο ήταν από τις λαμπρότερες περιόδους, όχι μόνο για τους πλούσιους αλλά και για τις κατώτερες τάξεις. Κατά τη μεγαλύτερη σε διάρκεια γιορτή του έτους (συνήθως δώδεκα ημέρες) σταματούσαν οι αγροτικές εργασίες, τα σπίτια στολίζονταν και σύμφωνα με την παράδοση ένα κούτσουρο [Yule log] σιγόκαιγε στην εστία της οικογένειας. Οι άνθρωποι αντάλλασσαν δώρα, παρακολουθούσαν πανηγυρικές εκκλησιαστικές λειτουργίες και απολάμβαναν πλουσιοπάροχα εορταστικά γεύματα με καλύτερα και περισσότερα φαγητά από κάθε άλλη χρονική περίοδο. Τραγούδια, χοροί, παντομίμες και παιχνίδια, ζωντάνευαν την εορταστική ατμόσφαιρα. Για τους περισσότερους όπως και σήμερα ήταν η καλύτερη εποχή του χρόνου.

Στο Ευρωπαϊκό Μεσαιωνικό ημερολόγιο δεν έλειπαν οι γιορτές, αφού κάθε εποχή είχε δικό της Χριστιανικό εορτασμό, βασισμένο ενίοτε σε παλαιότερες παγανιστικές παραδόσεις. Οι αργίες του Μεσαίωνα ήταν ευκαιρία για ένα πολυπόθητο διάλειμμα από τον τυπικό καθημερινό μόχθο και οικογενειακές συγκεντρώσεις γύρω από τραπέζια, στα οποία το τυπικό μίζερο γεύμα των φτωχών αντικαθιστούσαν φαγητά που συνήθως σπάνιζαν, όπως κρέας και ψάρι, ενώ το τραπέζι των πλουσίων κοσμούσαν εξωτικά είδη όπως ψητό παγώνι.
Τα Χριστούγεννα ήταν με διαφορά η μεγαλύτερη σε διάρκεια γιορτή του χρόνου, από τη νύχτα της Παραμονής στις 24 Δεκεμβρίου έως τη Δωδεκάτη Ημέρα, των Θεοφανίων, στις 6 Ιανουαρίου. Στο μέσον του χειμώνα ήταν μια περίοδος χαλάρωσης των αγροτικών υποχρεώσεων και πολλοί εργάτες μπορούσαν, με την άδεια του αφεντικού τους, να απουσιάζουν για δύο ολόκληρες εβδομάδες. Χαρακτηριστικά της εποχής ήταν επίσης οι ανταλλαγές δώρων και η διακόσμηση των σπιτιών με γιρλάντες και στεφάνια από χειμερινά φυλλώματα. Όπως καταγράφεται σε μια περιγραφή του Λονδίνου τον 12ο αι. από τον Γουίλιαμ Φιτζτέφεν/William Fitzstephen:
Το σπίτι κάθε ανθρώπου, όπως και οι εκκλησίες της ενορίας τους, διακοσμούνταν με λιόπρινο, κισσό, δάφνη και οτιδήποτε πράσινο παρείχε η εποχή. (όπως αναφέρεται στο Gies, 100)

Ο ίληξ (λιόπρινο, αρκουδοπούρναρο, καθομ. ου) με τα γυαλιστερά σκουροπράσινα φύλλα και τους κατακόκκινους σφαιρικούς καρπούς, θεωρείτο από την αρχαιότητα ιδανικός χειμερινός στολισμός. Οι αρχαίοι Κέλτες δρυΐδες, πίστευαν ότι ήταν ιερό και κρατούσε μακριά τα κακά πνεύματα, ενώ οι Ρωμαίοι το δώριζαν σε ένδειξη εκτίμησης και καλής θέλησης. Ο ιξός [Mistletoe, καθομ. γκι με λευκούς καρπούς] είναι ακόμη ένα διαδεδομένο διακοσμητικό για το οποίο οι αρχαίοι πίστευαν ότι ήταν φορέας γονιμότητας, προστάτης της συγκομιδής και ξόρκι μαγισσών. Πολύ πριν καταστεί το Χριστουγεννιάτικο δέντρο επίκεντρο των εορταστικών εκδηλώσεων, τον 19ο αι., ένα διπλό στεφάνι από ιξό ήταν το βασικό διακοσμητικό πολλών σπιτιών, κάτω από το οποίο τα ζευγάρια αντάλλασσαν φιλιά, σκορπώντας κάθε φορά ολόγυρα τους σφαιρικούς καρπούς του που μοιάζανε με πολύτιμα πετράδια.
ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΕΟΡΤΩΝ ΓΙΝΟΝΤΑΝ ΠΙΟ ΠΕΡΙΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΑΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ.
Η Εκκλησία τα Χριστούγεννα
Όπως ήταν φυσικό, στις βαθιά θρησκευόμενες κοινότητες των μεσαιωνικών χρόνων, η τοπική εκκλησία ήταν ο κεντρικός άξονας των Χριστουγεννιάτικων εορτασμών και στις λειτουργίες παρευρίσκονταν όλες οι τάξεις. Με τον καιρό, οι παραδοσιακές λειτουργίες των μεγάλων Χριστιανικών εορτών γίνονταν πιο περίτεχνες και τα Χριστούγεννα δεν αποτέλεσαν εξαίρεση. Μια τέτοια εξέλιξη στη λογοτεχνική αισθητική, έρχεται από τον 9ο αιώνα περίπου, όταν οι τελετές εμπλουτίστηκαν με ποικίλους διαλόγους και ύμνους. Παράδειγμα αυτής της διεργασίας [του λεγόμενου αγγλ. Troping = χρήση περίτεχνων λογοτεχνικών εκφράσεων με προσθήκη καλολογικών στοιχείων, μεταφορών, σχημάτων λόγου και λόγιων λέξεων] ήταν ο τρόπος που παρουσιαζόταν ένα ερώτημα από τη χορωδία: Quem quaertitis in praesepe?/Ποιόν γυρεύεις στη φάτνη;. Η φράση τραγουδιόταν πρώτα από τους μισούς χορωδούς και μετά την επαναλάμβαναν οι υπόλοιποι μισοί.
Αυτό οδήγησε τελικά σε ένα είδος δραματοποίησης με ανεξάρτητους ομιλητές και ηθοποιούς, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα το ανέβασμα θεατρικών παραστάσεων της γέννησης, με τους Μάγους και τον βασιλιά Ηρώδη να διαδραματίζουν πρωταγωνιστικούς ρόλους. Άλλο έργο που υπήρξε δημοφιλές στις εκκλησιαστικές λειτουργίες της εορταστικής περιόδου ήταν «Οι Προφήτες», όπου ιερέας συνομιλούσε με διάφορους προφήτες όπως ο Ιερεμίας, ο Δανιήλ και ο Μωυσής και τα αγόρια της χορωδίας έπαιζαν τους ρόλους τους ντυμένα σαν γαϊδουράκια ή διάβολοι.

Η θρησκευτική επέτειος της Σφαγής των Νηπίων στις 28 του Δεκεμβρίου υπενθύμιζε ότι ο βασιλιάς Ηρώδης, διατάσσοντας την θανάτωση όλων των παιδιών κάτω των δύο ετών στη Βηθλεέμ, απέτυχε να σκοτώσει τον νεογέννητο Ιησού. Η εκκλησία εκείνη την ημέρα, αντιλαμβανόμενη πιθανώς παράδοξα την βαρύτητα της περίστασης, επιδιδόταν σε ένα είδος παραδοσιακού εορτασμού αντιστροφής ρόλων, με παιδιά της χορωδίας να παίρνουν τη θέση του επισκόπου και άλλων κληρικών του υψηλού ιερατείου, να παίζουν το ρόλο του προκαθήμενου σε λειτουργίες, ακόμα και να πρωτοστατούν σε λιτανείες με πυρσούς.
Ο εορτασμός της Περιτομής την 1η Ιανουαρίου, ήταν ακόμα πιο αλλόκοτος, γεγονός που εξηγεί την άλλη του ονομασία ως «Γιορτή των Τρελών» στον οποίο οι διάκονοι του ιερατείου φορούσαν ανάποδα τα ρούχα τους και οδηγούσαν ένα γάιδαρο στην εκκλησία όπου φτάνοντας στο βωμό, έκαιγαν θυμίαμα φτιαγμένο από παλιά παπούτσια, έτρωγαν λουκάνικα, έπιναν κρασί και μιμούνταν το ογκάνισμα του γαϊδάρου.
Οι ντόπιοι κληρικοί, εφόσον δεν ήταν προσκεκλημένοι στο κάστρο του κοντινότερου άρχοντα, γιόρταζαν στο σπίτι, με εξαιρετικά γεύματα σπάνιων εδεσμάτων. Στο μενού περιλαμβάνονταν κορυδαλλοί, πάπιες, σολομοί ή κάποιο ερίφιο και είναι γνωστό ότι ο ηγούμενος του Αβαείου Ράμσεϊ στην Αγγλία κρατούσε για τον εαυτό του ένα αγριογούρουνο ειδικά για το Χριστουγεννιάτικο δείπνο. Ακόμα και οι καλόγηροι απολάμβαναν ορισμένα εδέσματα τα Χριστούγεννα. Η διατροφή τους στα μεσαιωνικά μοναστήρια ήταν ήδη αρκετά καλή αλλά τα γεύματα των Χριστουγέννων περιλάμβαναν περισσότερο κρέας και ψάρι απ’ ό,τι συνήθως. Γνωρίζουμε επίσης ότι σε μοναστήρια όπως το Αβαείο του Κλυνύ/Cluny Abbey στη Γαλλία, τα Χριστούγεννα οι μοναχοί φορούσαν καινούριες ενδυμασίες κι έκαναν το ένα από τα δύο ετήσια μπάνια τους (δεν επιτρέπονταν περισσότερα).

Χριστούγεννα στα αρχοντικά
Μεταξύ των γαιοκτημόνων της αριστοκρατίας, στην άνεση των κάστρων και των αρχοντικών τους, ανταλλάσσονταν στις 25 Δεκεμβρίου Χριστουγεννιάτικα δώρα όπως εκλεκτά ρούχα και κοσμήματα για να φορεθούν εκείνη την περίοδο. Υπήρχε ένας ακόμα γύρος ανταλλαγής δώρων την 1η Ιανουαρίου. Τα λεγόμενα «πρώτα δώρα» τα θεωρούσαν οιωνούς για την ευημερία κάποιου τη χρονιά που ερχόταν. Ωστόσο, σχεδόν όπως σήμερα, η πραγματική χαρά των Χριστουγέννων για πολλούς, ήταν το φαγητό που προσφερόταν.
Συνήθως οργανωμένο στο Μεγάλη Σάλα των δεξιώσεων του κάστρου ή του αρχοντικού, το σκηνικό για το Χριστουγεννιάτικο γεύμα της αριστοκρατίας ήταν μεγαλοπρεπές με μεγάλους ξύλινους δοκούς στα ταβάνια και τουλάχιστον μια ζωηρή φωτιά να σπινθηρίζει. Η αίθουσα γινόταν ακόμα πιο εντυπωσιακή με εορταστικές γιρλάντες από λιόπρινο, κισσό και άλλα εποχιακά φυλλώματα. Τα τραπέζια ήταν εφοδιασμένα ως συνήθως με μαχαίρια, κουτάλια κι ένα παχύ στρογγυλό κομμάτι ξύλο ή φρέσκο ψωμί [trencher ή manchet = πιατέλα ή καρβέλι] πάνω στο οποίο σερβιριζόταν το κρέας. Στα Χριστουγεννιάτικα τραπέζια συμπεριφέρονταν με την πολυτέλεια της αλλαγής τραπεζομάντηλου μετά από κάθε πιάτο και υπήρχε μια λεκάνη για πλύσιμο των χεριών (τα πάντα εκτός από τα υγρά τρώγονταν με τα δάχτυλα) ένα βαθύ μπολ για σούπες και βραστά κι ένα μικρότερο για αλάτι.
ΕΝΑ ΠΙΑΤΟ ΠΟΥ ΕΤΟΙΜΑΖΑΝ ΟΙ ΜΑΓΕΙΡΕΣ ΕΙΔΙΚΑ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΣΟΥΝ ΤΟΥΣ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΥΣ ΠΕΡΙΕΛΑΜΒΑΝΕ ΚΕΦΑΛΗ ΑΓΡΙΟΓΟΥΡΟΥΝΟΥ ΣΕΡΒΙΡΙΣΜΕΝΗ ΣΕ ΠΙΑΤΕΛΑ Ή ΚΥΚΝΟ ΨΗΜΕΝΟ ΜΕ ΤΟ ΠΤΕΡΩΜΑ
Σερβιρισμένο νωρίς το μεσημέρι, το πρώτο πιάτο τυπικά ήταν σούπα ή ζωμός με λίγο βραστό. Το δεύτερο μπορούσε να είναι ζουμερά βραστά λαχανικά, συνήθως πολτοποιημένα πράσα και κρεμμύδια. Οι πλούσιοι ήταν αρκετά τυχεροί ώστε να έχουν κρέας και στο επόμενο πιάτο τους τις καθημερινές – κουνέλι, λαγό και κοτόπουλο για παράδειγμα – αλλά γνώριζαν ότι τα Χριστούγεννα έπρεπε να προσφέρουν στους καλεσμένους πιάτα με εκλεκτότερες λιχουδιές κρεάτων, ψαριών (σολομό, ρέγγα, πέστροφα κ.λπ.) και θαλασσινών (χέλια, στρείδια και καβούρια). Τα κρέατα ψήνονταν σε σούβλα πάνω από ανοικτή φωτιά. Πέρα από μηρούς βοδιών και εριφίων υπήρχε κρέας από μοσχάρι, ελάφι, χήνα, καπόνι, χοιρινό γάλακτος, πάπια, βροχοπούλι, κορυδαλλό, γερανό, κ.λπ.. Το πιάτο που ετοίμαζαν οι μάγειρες ειδικά για τα Χριστούγεννα ώστε να εντυπωσιάσουν τους καλεσμένους περιελάμβανε κεφαλή αγριογούρουνου σερβιρισμένη σε πιατέλα ή κύκνο ψημένο με το φτέρωμά του. Σε πολλά πιάτα η γεύση ενισχυόταν με σάλτσες πηγμένες με ψίχουλα ψωμιού που περιείχαν κρασί ή ξύδι, βότανα και μπαχαρικά.

Το επιδόρπιο περιλάμβανε παχύρευστες φρουτόκρεμες, γλυκίσματα, ξηρούς καρπούς, τυριά και φρούτα πολυτελείας όπως πορτοκάλια, σύκα και χουρμάδες. Επίσης, πριν σερβιριστεί το Χριστουγεννιάτικο επιδόρπιο, αλλά και σε άλλες γιορτές, προσφέρονταν ενδιάμεσα πιάτα [entremets] με διάφορες γευστικές μπουκιές διακοσμημένες με ζάχαρη και μέλι. Για να πιείς υπήρχε κόκκινο και λευκό κρασί (σε κούπα που την μοιραζόσουν με το ταίρι σου στο δείπνο) το οποίο δεν προλάβαινε να μείνει στο τραπέζι επειδή καταναλωνόταν γρήγορα. Το κρασί συχνά αναμειγνυόταν με νερό ή μέλι ή ζάχαρη. Εναλλακτικά υπήρχε μηλίτης και μπύρα (τύπου ale) παρότι η τελευταία φτιαγμένη από δημητριακά και ζυμωμένη με μαγιά, θεωρούνταν ποτό χαμηλότερης ποιότητας. Μπύρα από λυκίσκο θα εμφανιζόταν όχι νωρίτερα από τα τέλη του Μεσαίωνα. Το γλυκό ίσως συνοδευόταν από μια κανάτα αρωματισμένο κρασί. Την ώρα που συνέβαινε όλο αυτό το φαγοπότι, οι υπηρέτες του κάστρου δεν ήταν παραγκωνισμένοι αφού παραδοσιακά τα Χριστούγεννα τους προσφερόταν καλύτερο φαγητό όπως χήνες και κότες. Τέλος, τα περισσεύματα προσφέρονταν έξω στους φτωχούς που περίμεναν.

Η τραπεζαρία του αρχοντικού μπορεί να φιλοξενούσε κάποιους αναπάντεχους επισκέπτες καθώς οι δουλοπάροικοι του κτήματος είχαν τη δυνατότητα να ζήσουν τα Χριστούγεννα όταν σύμφωνα με την παράδοση τα αφεντικά τους προσκαλούσαν σε γεύμα στο αρχοντικό την ημέρα των Χριστουγέννων. Σε ορισμένα κτήματα οι προσκλήσεις περιορίζονταν σε δύο μόλις τυχερούς παραλήπτες, παραδοσιακά έναν από τους φτωχότερους κι έναν από τους πλουσιότερους αγρότες, οι οποίοι μπορούσαν να προσκαλέσουν επιπλέον δυο φίλους τους. Δυστυχώς, οι περισσότεροι χωρικοί που προσκαλούνταν στην κατοικία του τοπικού άρχοντα, έπρεπε να φέρουν τα δικά τους πιάτα και καυσόξυλα και βέβαια, όλα τα τρόφιμα που όπως και να ‘χει, είχαν παραχθεί από τους ίδιους. Ωστόσο, απολάμβαναν δωρεάν μπύρα, είχαν τουλάχιστον την ευκαιρία να δουν πώς ζούσαν οι άλλοι μισοί και να μετριάσουν τη μουντάδα του χειμώνα στην ύπαιθρο.
Τα Χριστούγεννα των χωρικών
Τα Χριστούγεννα των χωρικών υστερούσαν σε μεγαλοπρέπεια από εκείνα που απολάμβαναν οι άρχοντες στα σπίτια ή τα κάστρα τους και γι’ αυτούς η εποχή δεν άρχιζε καλά. Οι δουλοπάροικοι, ήδη επιβαρυμένοι από κάθε λογής παράξενο φόρο στη διάρκεια του χρόνου, όφειλαν τώρα να προσφέρουν και Χριστουγεννιάτικο δώρο στον άρχοντά τους, περισσότερο ψωμί, αυγά, ίσως ακόμα κι έναν πολύτιμο κόκορα ή δύο-τρία κοτόπουλα. Αντιθέτως, οι ελεύθεροι εργαζόμενοι στο κτήμα, ιδιαίτερα οι σημαντικοί όπως βοσκοί, χοιροβοσκοί και γελαδάρηδες, λάμβαναν δώρα από τον άρχοντα, συνήθως φαγητά, ποτά, ρούχα και καυσόξυλα. Πρόκειται για παράδοση που διαδόθηκε στους επόμενους αιώνες με τους οικιακούς βοηθούς να λαμβάνουν κουτιά με δώρα στις 26 Δεκεμβρίου και στην οποία οφείλεται το όνομα εκείνης της μέρας στη Βρετανία: Ημέρα του Κουτιού [Boxing Day]. Τα δώρα των ταπεινών γονιών προς τα παιδιά, περιλάμβαναν παιχνίδια όπως σβούρες, σφυρίχτρες, ξυλοπόδαρα, βόλους, κούκλες και φιγούρες φτιαγμένες από ξύλο ή πηλό.

Οι χωρικοί μπορούσαν να έχουν διακοσμημένα τα σπίτια τους σχεδόν όπως οι αριστοκράτες, με τα φυλλώματα όπως το λιόπρινο να είναι εύκολα διαθέσιμο σε όσους το αναζητούσαν. Μια παλιά, πιθανόν παγανιστική παράδοση συνεχιζόταν και ήταν το κάψιμο ενός κούτσουρου [Yule log = χριστουγεννιάτικο κούτσουρο]. Ένα ευμέγεθες κομμάτι από τον κορμό ενός δέντρου στην πραγματικότητα, το κούτσουρο παραδινόταν στις φλόγες της οικογενειακής εστίας την Παραμονή των Χριστουγέννων σε κάθε λογής σπίτι και το διατηρούσαν αναμμένο για όλο το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων. Στα ιδιαίτερα εορταστικά γεύματα, οι χωρικοί απολάμβαναν σπάνιες λιχουδιές όπως βραστό κρέας, κερνούσαν τους εαυτούς τους τυριά και αυγά, έτρωγαν κέικ και έπιναν μπύρα από κριθάρι, η οποία υπήρχε σε αφθονία καθώς η ζυθοποίηση τυπικά γινόταν από τις γυναίκες των αγροτών.
Η πρώτη Ιανουαρίου ήταν σημαντική καθώς οι άνθρωποι ήλπιζαν να είναι πιο τυχεροί τον ερχόμενο χρόνο. Μια δεισιδαιμονία εμφανίστηκε και όπως με τα δώρα που αντάλλαζαν οι πλούσιοι εκείνη την ημέρα, ήταν εξαιρετικά σημαντικό το ποιος θα ήταν ο πρώτος που θα επισκεπτόταν το σπίτι κάποιου άλλου την Πρωτοχρονιά. Για το αποκαλούμενο ποδαρικό/first-footing θεωρούνταν επιθυμητά ορισμένα χαρακτηριστικά του πρώτου επισκέπτη: άνδρας με σκουρόχρωμη επιδερμίδα, ίσως ξανθά μαλλιά και το καλύτερο απ’ όλα, με πλατιά και επίπεδα (χωρίς καμάρα) πέλματα.

Χριστουγεννιάτικη ψυχαγωγία
Την περίοδο των Χριστουγέννων προσφέρονταν όλα τα είδη διασκέδασης. Η κατανάλωση αλκοόλ ήταν η πιο δημοφιλής όλων και το γεγονός ότι το γλέντι μπορούσε εύκολα να γίνει ανεξέλεγκτο, επιβεβαιώνεται από την γνωστή συνήθεια των αρχόντων να πληρώνουν ειδικούς επιτηρητές για την ασφάλεια των ιδιοκτησιών τους σε περίπτωση εξεγέρσεων. Καταγραφή από ένα κτήμα πλησίον του Καθεδρικού ναού του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο μας πληροφορεί ότι οι φύλακες βρίσκονταν στις θέσεις τους από την Ημέρα των Χριστουγέννων μέχρι την Δωδεκάτη Νύχτα και ότι ανταμείβονταν με «μια δυνατή φωτιά στην αίθουσα, ένα καρβέλι λευκό ψωμί, ένα πιάτο μαγειρευτό φαγητό κι ένα γαλόνι μπύρα ale» (Gies, 208). Παρότι η κατανάλωση τόσο μεγάλων ποσοτήτων ήταν σχετικά συνηθισμένη και η μπύρα ale ήταν ελαφριά, με τεσσερισήμισι λίτρα να αναλογούν σε κάθε φρουρό, εντυπωσιάζει η έλλειψη ταραχών από τους πότες.
Στις πιο εκλεπτυσμένες εορταστικές διασκεδάσεις περιλαμβάνονταν οι περιφερόμενοι θεατρικοί θίασοι μοναχών που έδιναν παραστάσεις σε ιδιωτικές κατοικίες αφηγούμενοι σημαντικά εδάφια της Βίβλου, όπως αναμενόταν, κυρίως για εποχιακά θέματα όπως η Σφαγή των Αθώων από τον Ηρώδη. Ομοίως, στις πόλεις, μεσαιωνικές συντεχνίες διοργάνωναν δημόσιες παρελάσεις στις οποίες άμαξες γύριζαν στους δρόμους της πόλης μεταφέροντας ανθρώπους ντυμένους όπως οι χαρακτήρες της Βιβλικής Χριστουγεννιάτικης ιστορίας.

Ομάδες μασκοφορεμένων καλλιτεχνών παντομίμας γνωστοί ως γελωτοποιοί, ξεχύνονταν κι αυτοί στους δρόμους, συνοδευόμενοι από μουσικές μπάντες. Μερικές φορές περισσότεροι από 100 διασκεδαστές, ντύνονταν με εκκεντρικά κοστούμια σαν λόρδοι, καρδινάλιοι και ιππότες, πηγαίνοντας στα σπίτια του κόσμου για να χορέψουν και να παίξουν ζάρια. Λαμβάνοντας φαγητό και ποτό σε αντάλλαγμα της χαράς που προσέφεραν, οι γελωτοποιοί συχνά έδιναν σύντομες παραστάσεις όπου διαδραμάτιζαν περιστατικά γνώριμων θρύλων όπως του Αγίου Γεωργίου και του δράκου.
Διοργανώνονταν παιχνίδια με χαρτιά, ζάρια (τα οποία περιλάμβαναν και λίγο τζόγο) και στρατηγικής όπως σκάκι, ντάμα, τάβλι και τρίλιζα [Nine Men’s Morris, είδος τρίλιζας, εννεάδα ή εννιάπετρο]. Από τα παραδοσιακά Χριστουγεννιάτικα παιχνίδια ήταν ο «βασιλιάς του φασολιού» [king of the bean] με το οποίο επιτρεπόταν σ’ εκείνον που θα έβρισκε ένα κρυμμένο φασόλι στο ψωμί ή σε κάποιο ξεχωριστό κέικ, να γίνει ‹βασιλιάς› ή ‹βασίλισσα› της γιορτής. Το τιμώμενο πρόσωπο είχε μετά το δικαίωμα να φέρεται σαν ανώτερος όλων των άλλων οι οποίοι έπρεπε να μιμούνται οτιδήποτε έκαναν ο βασιλιάς ή η βασίλισσα στο τραπέζι. Το παιχνίδι παιζόταν παραδοσιακά την Δωδεκάτη Νύχτα και ήταν δοκιμασμένο παράδειγμα ευδιαθεσίας που προκύπτει από ανατροπή ρόλων, το οποίο παρέπεμπε πίσω στα Σατουρνάλια, τον παγανιστικό Δεκεμβριανό εορτασμό των Ρωμαίων.

Τα Χριστουγεννιάτικα γεύματα συνοδεύονταν από μεγαλύτερη κατανάλωση κρασιού και μπύρας, τραγούδια, κάλαντα και ομαδικούς χορούς με μουσική από αυλούς, φλάουτα, λαούτα και τύμπανα. Επαγγελματίες ακροβάτες και ζογκλέρ (μενεστρέλοι) επιδείκνυαν την επιδεξιότητά τους σε διάφορες δραστηριότητες και στους έμμετρους πνευματώδεις στίχους. Λέγονταν παραμύθια, εξωραΐζονταν και επαναλαμβάνονταν κάθε χρόνο, παίζονταν παραστάσεις με μαριονέτες και οι άνθρωποι συμμετείχαν σε ομαδικά παιχνίδια, πολλά από τα οποία επιβιώνουν στις μέρες μας, όπως η τυφλόμυγα [blind man’s buff] και η αμπάριζα [prisoner’s base]. Σ ένα άλλο τέτοιο παιχνίδι, ένα μέλος της ομάδας ντυνόταν άγιος, ενώ όλοι οι υπόλοιποι έπρεπε να του κάνουν προσφορές, δίχως όμως να γελάνε από τα αστεία του, διαφορετικά θα βρίσκονταν εκείνοι στη θέση του. Άλλο παιχνίδι ήταν ο ‹βασιλιάς που δεν λέει ψέματα› στο οποίο ο βασιλιάς της γιορτής έκανε ερώτηση σε κάποιον καλεσμένο κι εκείνος, εφόσον απαντούσε με ειλικρίνεια, είχε την ευκαιρία να του απευθύνει δικό του ερώτημα. Προφανώς, τέτοια παιχνίδια ευνοούσαν την ανάδειξη της οξύνοιας και του ταλέντου που διέθετε κάποιος στα λογοπαίγνια, ντροπιάζοντας βέβαια έναν φίλο του ή ανακαλύπτοντας τις τάσεις του αγαπημένου του προσώπου.

Για τους πιο δραστήριους υπήρχαν αθλήματα όπως επιδείξεις δύναμης, τοξοβολίας, πάλης, μπόουλινγκ, χόκεϊ και μεσαιωνικού ποδοσφαίρου, όπου στόχος ήταν να μετακινηθεί η μπάλα σε προκαθορισμένο σημείο με ελάχιστους, αν υπήρχαν, κανόνες. Η ολίσθηση σε παγωμένες λίμνες ήταν επίσης μια δημοφιλής χειμερινή δραστηριότητα. Εναλλακτικά, δένοντας λουριά από τις κνήμες ενός αλόγου στα πόδια τους και κρατώντας ένα κοντάρι για προώθηση, οι θαρραλέοι μπορούσαν να δοκιμάσουν το πατινάζ.

Το τέλος των εορτών
Η επιστροφή στην εργασιακή καθημερινότητα μετά την πολυήμερη αργία, θα πρέπει να ήταν κάποιου είδους σοκ για τους χωρικούς οι οποίοι ωστόσο γιόρταζαν και τότε την αυγή της πρώτης Δευτέρας μετά τα Επιφάνεια, γνωστή ως Δευτέρα του Αρότρου [Plough Monday] οργανώνοντας αγώνες με άροτρα και ακολουθούσε στις 7 Ιανουαρίου, η Ημέρα της Ρόκας [Saint Distaff’s Day] συμβάλλοντας κι αυτή στην ομαλή επιστροφή στη ρουτίνα. Ήταν «ημέρα καρναβαλιού, ευκαιρία για έκρυθμες καταστάσεις, για κωμικούς τσακωμούς μεταξύ των δυο φύλων, στους οποίους οι άντρες έβαζαν φωτιά στο λινάρι που έγνεθαν οι γυναίκες κι εκείνες φρόντιζαν να κάνουν μούσκεμα τους άντρες» (Leyser, 225).

Βιβλιογραφία
Mistletoe Traditions – mistletoe.org.uk
Blockmans, W. Introduction to Medieval Europe 300 -1500. Routledge, 2017
Gies, F. Life in a Medieval City. Harper Perennial, 2016
Gies, F. Life in a Medieval Village. Harper Perennial, 2016
Gies, J. Life in a Medieval Castle. Harper Perennial, 2015
Leyser, H. Medieval Women. W&N, 2018
Singman, J.L. The Middle Ages. Sterling, 2013
Το έργο με τίτλο Χριστούγεννα τον Μεσαίωνα από τον δημιουργό Περικλή Λιβά διατίθεται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική Χρήση – Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές. Βασισμένο σε έργο στο https://www.ancient.eu/article/1288/a-medieval-christmas/

