εξώφυλλο: Τέταρτη επίθεση της μάχης Ντρε. Perrissin et Tortorel – 6 gravures concernant la bataille de Dreux (1562), Public domain, via Wikimedia Commons
copyright © γράφει ο Χείλων
Οι θρησκευτικοί πόλεμοι της Γαλλίας ξέσπασαν το δεύτερο ήμισυ του 16ου αιώνα, μεταξύ των ετών 1562 και 1594 περίοδο κατά την οποία οι Ουγενότοι (Γάλλοι Προτεστάντες) είχαν καταλάβει μεγάλο αριθμό πόλεων, οπότε και διεξήχθησαν πολυάριθμοι εμφύλιοι μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών. Εκείνη την ταραγμένη περίοδο, η Αικατερίνη των Μεδίκων, χήρα του Ερρίκου Β᾽, πάσχιζε απελπισμένα να διατηρήσει την εξουσία που βρισκόταν στα χέρια της δυναστείας των Βαλουά. Για να το πετύχει αυτό διέσπειρε διχόνοια στους κόλπους των αντιμαχόμενων θρησκευτικών φατριών.

Η μάχη της Ντρε, ήταν η μόνη μεγάλη σύρραξη κατά την οποία μάλιστα, αμφότεροι οι αντίπαλοι στρατηγοί αιχμαλωτίστηκαν. Ο στρατός των Καθολικών, υπό την διοίκηση των Φραγκίσκου του Γκιζ και Αν ντε Μονμορανσύ, επικράτησε των Προτεσταντών, τους οποίους διοικούσε ο Λουδοβίκος Α΄ Πρίγκηπας του Κοντέ, μετά από σκληρή μάχη.

Το 1562 το κίνημα των Ουγενότων, μελών της Προτεσταντικής Εκκλησίας, εκπροσωπούσαν ο Πρίγκηπας του Κοντέ Λουδοβίκος Α΄ και ο Γάλλος ναύαρχος Γκασπάρ Β’ ντε Κολινί. Αρχικά το κίνημα ταυτίστηκε με την εναντίωση στον απολυταρχισμό με τον οποίο ασκούσαν την εξουσία οι εκπρόσωποι της Καθολικής Εκκλησίας. Καθώς η διαμάχη αυξανόταν μακραίνοντας παράλληλα σε διάρκεια και με κάθε ειρηνευτική προσπάθεια να αποσκοπεί εναντίον της εκστρατείας των Ουγενότων, μετουσιώθηκε σε αγώνα επιβίωσης για τους στυλοβάτες της, ενώ η ιδεαλιστική της βάση, βαθμιαία διαλύθηκε.
Αυτό φανερώνεται κατά κάποιο τρόπο από το γεγονός ότι ο βασιλέας της Ναβάρρας και ακολούθως βασιλέας Ερρίκος Δ᾽ της Γαλλίας, ο οποίος ηγήθηκε της φατρίας των Ουγενότων προς το τέλος των πολέμων, πείστηκε τελικά να προβεί στην αποκήρυξή τους, κάτι το οποίο του επέτρεπε να επιστρέψει στους κόλπους του Καθολικισμού. Όταν ξεκίνησαν οι πόλεμοι, η Καθολική φατρία ή Κοινωνία όπως ήταν γνωστή, ελεγχόταν από την οικογένεια Γκιζ, τον Δούκα Φραγκίσκο και τον αδελφό του Κάρολο της Λωρραίνης. Για την Κοινωνία των Καθολικών όμως ίσχυε ότι καλός ήταν μόνο ο νεκρός Προτεστάντης και ήταν αποφασισμένοι να εξαλείψουν την αίρεση από την Γαλλία.
Η δολοφονία του Προτεσταντικού εκκλησιάσματος από τον Δούκα του Γκιζ, γνωστή ως Σφαγή του Βασσύ τον Μάρτιο του 1562, έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην έναρξη των πολέμων και την διάλυση της εύθραυστης συμμαχίας μεταξύ των αντιπάλων. Ένας άλλος σημαντικός παράγων που βοήθησε στην ανάφλεξη της έντασης, ήταν το γεγονός ότι οι Ιταλικοί πόλεμοι, που είχαν εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του Ερρίκου ΙΙ, μετά την ανακωχή της Νίκαιας το 1938 είχαν τελειώσει με αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός καλά εκπαιδευμένων στρατιωτών να μείνουν περιπλανώμενοι και ανεπάγγελτοι στο έδαφος της Γαλλίας χωρίς την μέριμνα κάποιου κρατικού μηχανισμού. Έτσι όταν ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις, αμφότεροι οι αντιμαχόμενοι είχαν στην διάθεση τους ετοιμοπόλεμο ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο δεν είχε κάποια εναλλακτική προοπτική πέραν της πολεμικής.

Οι Καθολικοί απήγαγαν την βασιλική οικογένεια της Γαλλίας προκειμένου να αποκτήσουν τον έλεγχο των στρατιωτικών πόρων της και ενώ οι δύο πλευρές βρίσκονταν σε αναμονή ενισχύσεων από τους αντίστοιχους αλλοδαπούς υποστηρικτές τους (Γερμανικά στρατεύματα για τους Προτεστάντες και Ισπανικά στρατεύματα από την Ολλανδία για τους Καθολικούς) ξέσπασαν αψιμαχίες και εχθροπραξίες μικρής έκτασης σε όλη τη χώρα.
Ο στρατός των Ουγενότων περιλάμβανε πολλούς από την κατώτατη τάξη των ευγενών και στην ουσία οι ελπίδες του βασίζονταν στο ιππικό. Μιας τέτοιας σύστασης στράτευμα ήταν πολύ δύσκολο να πειθαρχήσει, καθώς οι στρατιώτες ήταν απρόθυμοι να πολεμήσουν μακριά από τις πατρίδες τους τις οποίες προσπαθούσαν ενστικτωδώς να προασπίσουν από τις βλέψεις των Καθολικών γειτόνων τους. Η λιποταξία ήταν σύνηθες φαινόμενο με πολλούς αδικαιολογήτως απόντες να επιστρέφουν όποτε αυτοί ήθελαν. Η έλλειψη πειθαρχίας και προσήλωσης στις τάξεις του στρατού, προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στην αρχή της εκστρατείας, με πολλούς να αγνοούν τα δευτερεύοντα, σε σχέση με αυτά που αφορούσαν στο ιππικό, καθήκοντα που είχαν αναλάβει, θεωρώντας ότι η δόξα δεν κρυβόταν σε κοινότυπες δράσεις όπως ο προσκοπισμός!
Κατά την διάρκεια των πολέμων, τα Γερμανικά προτεσταντικά έθνη συγκέντρωσαν μεγάλο αριθμό ιππέων εξοπλισμένους με πανοπλίες, ξίφη και πυροβόλα όπλα για να υπηρετήσουν το σκοπό τους. Το πεζικό ήταν πάντα σε δεύτερη μοίρα στον στρατό των Ουγενότων, έως ότου ο Ερρίκος της Ναβάρρας αποκτήσει πρόσβαση στα εφόδια του βασιλικού στρατού, προς το τέλος της σύρραξης και μπορέσει να προσλάβει δυνάμεις πεζικού μεγάλης κλίμακας από την Ελβετία.

Οι ανάγκες των Καθολικών σε εξοπλισμό ειδικά στην αρχή, εξυπηρετούνταν από πόρους του βασιλικού θησαυροφυλακίου και το οπλοστάσιο του Παρισιού. Αυτό σήμαινε ότι υπερείχαν σε εξοπλισμό, παρά το γεγονός ότι στο πεδίο της μάχης, το πλεονέκτημα αυτό είχε περιορισμένα οφέλη σε σχέση με μεταγενέστερες εποχές όπως η Ναπολεόντειος. Το πεζικό τους ενισχύθηκε από Ισπανικές φάλαγγες Τέρθιο (μικτή φάλαγγα σαρισοφόρων, σπαθοφόρων) τις οποίες δανείστηκαν από την Ολλανδία και από Ελβετούς μισθοφόρους.

Αμφότερες οι πλευρές κατέφυγαν στην χρήση μισθοφορικών δυνάμεων και ταλανίζονταν από την διαρκή αναζήτηση κεφαλαίων για την πληρωμή τους. Το πλεονέκτημα ήταν στην πλευρά των Καθολικών, οι οποίοι μπορούσαν να διατηρήσουν για περισσότερο χρόνο την ενότητα του στρατεύματός τους, εξαιτίας της πρόσβασης που είχαν στο θησαυροφυλάκιο της Γαλλίας. Τον πληθυσμό των στρατιωτών, των βαριά οπλισμένων ιππέων και του πιο ελαφρά οπλισμένου ιππικού, ενίσχυε μια δύναμη έφιππων που δημιουργήθηκε από τους Γάλλους στην βάση δυνάμεων από την Αλβανία κατά την διάρκεια των Ιταλικών πολέμων. Ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες και είχαν αναλάβει υποχρεώσεις ελάσσονος σημασίας. Οι Αργουλέτοι ή Στρατιότι (Έλληνες μισθοφόροι ελαφρά οπλισμένοι) έφεραν αρκεβούζια (παλαιού τύπου πυροβόλα όπλα, πρόδρομοι του τυφεκίου) με τα οποία μπορούσαν να πυροβολούν, ίσως όχι τόσο αποτελεσματικά όταν ίππευαν.
Η μάχη της Ντρε, η οποία διεξήχθη στις 19 Δεκεμβρίου 1562, ήταν η μόνη γενικευμένη σύρραξη της περιόδου 1562 – 63, κατά τον Α’ Θρησκευτικό Πόλεμο. Η αυλαία ανοίγει σε δύο φάσεις, με τον βασιλικό στρατό να προελαύνει για την ανάκτηση της εξουσίας σε πόλεις που είχαν περιέλθει στην κατοχή των Ουγενότων, περιλαμβανομένης της Μπουρζ (ανακτήθηκε στις 31 Αυγούστου) και της Ρουέν (ανακτήθηκε στις 26 Οκτωβρίου). Μέχρι τότε οι Καθολικοί δεν είχαν επιδιώξει σύγκρουση με τους Ουγενότους, οι οποίοι τους προκαλούσαν διαρκώς κατά την διάρκεια της εκστρατείας τους στο Παρίσι.

Από την πλευρά των Ουγενότων ο Λουδοβίκος Α’ των Βουρβώνων, πρίγκηπας του Κοντέ βρισκόταν στην Ορλεάνη, ενόσω φίλια Γερμανικά στρατεύματα υπό την διοίκηση του Φραγκίσκου ντε Κολινί ντ’ Αντελότ προέλαυναν μέσω Αλσατίας, Λωρραίνης και Βουργουνδίας προς την Καμπανία. Στις 6 Νοεμβρίου ο Ντ’ Αντελότ έφθασε στην Ορλεάνη και την επόμενη ημέρα κινήθηκε προς το Παρίσι, επικεφαλής δύναμης δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ανδρών, με την ελπίδα να αποκλείσει την τροφοδοσία της πόλης. Εξ’ αιτίας του μάλλον αργού ρυθμού πορείας που ακολούθησαν, έφθασαν στα περίχωρα του Παρισιού στις 28 Νοεμβρίου.
Ωστόσο, μετά την δεύτερη στη σειρά νίκη τους στη Ρουέν, οι στρατηγοί του Βασιλικού και Καθολικού στρατού είχαν πιστέψει ότι οι επιχειρήσεις θα σταματούσαν τουλάχιστον για τον χρόνο εκείνο και απέσυραν το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων σε χειμερινά καταλύματα, αφήνοντας κάποιες μονάδες σε επιφυλακή στα περίχωρα της Ορλεάνης. Εν τω μεταξύ μια σειρά από αντιδικίες και κωλυσιεργίες στους κόλπους των Ουγενότων ηγετών, επέτρεψαν στον Φραγκίσκο του Γκιζ να φθάσει και να τους ενισχύσει.
Μετά από δύο εβδομάδες απραξίας, οι Ουγενότοι εκστράτευσαν προς τη Σαρτρ, αλλά στην πορεία λίγες ημέρες αργότερα, αποφάσισαν να μην διακινδυνεύσουν να επιτεθούν στην πόλη και να κινηθούν εναντίον των Άγγλων στην Νορμανδία. Όταν οι δυνάμεις των προτεσταντών κινήθηκαν προς την Χάβρη στις 9 Δεκεμβρίου 1562, ο Μονμορανσύ, στρατηγός της Γαλλίας και αρχηγός του στρατού των Καθολικών αποφάσισε τελικά να τους καταδιώξει. Ακολουθώντας τον αντίπαλό του από συντομότερη διαδρομή και διαπλέοντας τον ποταμό Ερώ, κατάφερε να προλάβει τους Ουγενότους πριν την πόλη Ντρε και να στρατοπεδεύσει απαρατήρητος ανάμεσα στα χωριά Μπλανβίλ και Επινέ ώστε να ανακόψει την επέλαση του Κοντέ.
Παρά την υπεροχή στο ιππικό, ο Κοντέ είχε αποτύχει να εμποδίσει την παρουσία του στρατού των Καθολικών και αιφνιδιάστηκε όταν τον βρήκε παρατεταγμένο μπροστά του. Στα αριστερά του στρατού των Καθολικών υπήρχαν δασώδεις εκτάσεις και πιο πέρα ο ποταμός Ερώ. Πίσω τους βρισκόταν το χωριό Μπλανβίλ και πιο μακριά το στρατόπεδο τους. Στα δεξιά τους υπήρχε το δάσος Μαρμούς και το οχυρωμένο χωριό Επινέ. Ανάμεσα στα δύο χωριά και με κατεύθυνση προς την Ντρε, βρισκόταν ο δρόμος στον οποίο ο Κοντέ είχε παρατάξει τον στρατό.

O Μονμορανσύ ανέπτυξε τον δικό του στρατό σε δυο διακριτά τμήματα. Ο άρχοντας του Σεν Αντρέ, Ζακ ντ’ Αλμπόν στρατάρχης της Γαλλίας, είχε την διοίκηση της εμπροσθοφυλακής, η οποία είχε παραταχθεί μέσα και γύρω από το Επινέ. Το γενικό πρόσταγμα και τον κύριο όγκο των στρατιωτών, που βρισκόταν ανάμεσα στα δύο χωριά, είχε αναλάβει ο Μονμορανσύ προσωπικά. Ο Κοντέ τοποθέτησε εμπροσθοφυλακή υπό την διοίκηση του Γκασπάρ ντε Κολινί, διατηρώντας αυτός τον έλεγχο του κύριου στρατεύματος.
Αντίθετα με τον Μονμορανσύ, ο Κοντέ ανέπτυξε τις δυνάμεις του σε πολλαπλές γραμμές, εξασφαλίζοντας παράλληλα τον ανεφοδιασμό τους. Ωστόσο, η αδυναμία των βοηθητικών ομάδων να συνδράμουν στην οργάνωση και επόπτευση του στρατεύματος, είναι πολύ πιθανό να οφείλεται στο ότι ο Κοντέ δεν γνώριζε για τις δυνάμεις που είχαν παραταχθεί γύρω από το χωριό Επινέ και από το ότι είχε τοποθετήσει τις δυνάμεις του μπροστά από το κύριο σώμα του στρατού των Καθολικών. Μπορεί να μην επεδίωκε να επιτεθεί στους προετοιμασμένους Καθολικούς, αλλά γνώριζε επίσης ότι δεν θα μπορούσε να οπισθοχωρήσει με ασφάλεια, καθώς βρισκόταν πολύ κοντά τους.
Αφού το πρωινό της 19ης Δεκεμβρίου αναλώθηκε άσκοπα, αντελήφθη ότι ούτε ο Μονμορανσύ ήταν διατεθειμένος να εγκαταλείψει τη θέση του για να επιτεθεί. Τις μεσημβρινές ώρες αποφάσισε να προσπαθήσει να κυκλώσει τους Καθολικούς από αριστερά, αλλά όταν αυτοί άρχισαν να προωθούνται, ο Κοντέ σταμάτησε τον ελιγμό και διέταξε κατά μέτωπο επίθεση.
Η μάχη ξεκίνησε με επιτυχή έφοδο του ιππικού των Ουγενότων, οι οποίοι σημειωτέων, αγνοούσαν την ύπαρξη οχυρώσεων στο Επινέ. Ο Κοντέ κατηύθυνε το αριστερό τμήμα του, επιτυγχάνοντας εντυπωσιακό πλήγμα στα Ελβετικά στρατεύματα των Καθολικών, τα οποία αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν χωρίς όμως να διασπαστούν. Ο Κολινί από τα δεξιά, εξαπέλυσε μια ακόμη πιο πετυχημένη έφιππη επίθεση, καταφέρνοντας να αιχμαλωτίσει τον βαριά τραυματισμένο από σφαίρα στο σαγόνι τον Μονμορανσύ, αφού πρώτα θανάτωσε το άλογό του.

Η νικηφόρα έφιππη εφόρμηση του Κολινί, η οποία συγκαταλέγεται στις καλύτερες όλων των εποχών, συνεχίστηκε ως το στρατόπεδο των Καθολικών που βρισκόταν λίγο πιο πίσω στο Μπλανβίλ, το οποίο και λεηλάτησαν. Ο Ζακ ντ’ Αλμπόν έστειλε για ενίσχυση δύο λόχους από Ζαντάρμ (βαριά οπλισμένοι έφιπποι) οι οποίοι θεωρούσαν τον εαυτό τους διάδοχο των μεσαιωνικών ιπποτών, αλλά οι Ράιτερ, έφιπποι με πυροβόλα όπλα που απάρτιζαν το ιππικό του Κοντέ, πρόλαβαν και τους συνέτριψαν. Μέχρι εκείνη την στιγμή όλα έδειχναν ότι η ζυγαριά της νίκης θα έγερνε προς το μέρος των Ουγενότων.
Σε αντίθεση με τον σχηματισμό πλήρους επίθεσης των Ζαντέρμ, οι Ράιτερ, παρατάσσονταν σε περισσότερα επίπεδα και συχνά αναγκάζονταν να τρέχουν για να διατηρήσουν την συνοχή τους. Επέλεγαν να εφαρμόζουν την τεχνική καρακόλ (προέρχεται από την ομώνυμη Ισπανική και σημαίνει σαλιγκάρι) που αφορά σε επαναλαμβανόμενο ελλειπτικό ελιγμό με πλήρες φορτίο, κατά τον οποίο οι έφιπποι του μετώπου της επίθεσης έχοντας κάνει χρήση των πυροβόλων τους, άνοιγαν την τροχιά τους προς τα δεξιά ή αριστερά αναλόγως της θέσης τους, παραχωρώντας την στην ετοιμοπόλεμη γραμμή που ακολουθούσε, ενώ οι ίδιοι ελάμβαναν την τελευταία θέση ώστε να έχουν χρόνο να επαναγεμίσουν τα όπλα τους. Παρ’ ότι φαινομενικά η μέθοδος αυτή παρείχε πάντα οπλισμένο μέτωπο, υπήρχε το ενδεχόμενο να αποδειχθεί ιδιαίτερα επικίνδυνη στην περίπτωση που οι βολές τους δεν κατάφερναν να ανακόψουν την επίθεση του εχθρού.

Η σθεναρή αντίσταση και η επιμονή που προέβαλαν οι Ελβετοί, απεδείχθη ανθεκτικότερη της ορμής του Κοντέ, ο οποίος τελικά κατελήφθη από ιδιαίτερη εμμονή με την διάσπαση του σχηματισμού τους. Διατάζοντας την επίθεση των μισθοφόρων Λάντσκνεχτς (Γερμανοί κατά πλειοψηφία, ένοπλοι μισθοφόροι με χρωματιστές στολές οι οποίοι έφεραν ακόντια και ξίφη και φημίζονταν για την αποτελεσματικότητα των επιθέσεών τους αλλά και για την ενίσχυση της δύναμης των πεζοπόρων τμημάτων) είχε προετοιμαστεί για μια αιματηρή σύγκρουση με τους άσπονδους εχθρούς του.
Το πεζικό αμφότερων των πλευρών ήταν εξοπλισμένο με συνδυασμό όπλων όπως ακόντια και πυροβόλα. Η ανεπάρκεια εφοδίων ταλάνιζε τα Προτεσταντικά στρατεύματα με συνέπεια την προσκόλλησή τους σε τμήματα Γάλλων Αρκεβούζιων, Ελβετών ή Γερμανών μισθοφόρων. Στον αντίποδα των δυσκολιών που αντιμετώπιζε το πεζικό των Ουγενότων, οι Καθολικοί όμοιοί τους, είχαν την ευχέρεια να επικαλεστούν τους λόχους των βετεράνων του πεζικού οι οποίοι είχαν υπηρετήσει τον Ερρίκο Β’ κατά την διάρκεια των Ιταλικών Πολέμων και επειδή μπορούσαν να τους πληρώνουν σε τακτική βάση, διατηρούσαν την συνοχή τους για πολύ μακρύτερο χρονικό διάστημα σε σχέση με ότι συνέβαινε στις τάξεις των Ουγενότων.
Στην βασική σύγκρουση μεταξύ Ελβετών και Γερμανών μισθοφόρων, οι πρώτοι αναδείχτηκαν νικητές και οι δεύτεροι υποχώρησαν. Ο Κοντέ μανιωδώς διέταξε την επίθεση των τελευταίων διαθέσιμων δυνάμεών του αλλά απέτυχε εκ νέου να διασπάσει τους Ελβετούς. Σε αυτό το σημείο, ο Ζακ ντ’ Αλμπόν συνοδευόμενος από τον Γκιζ, εξαπέλυσαν γενική επίθεση. Οι Γάλλοι πεζικάριοι διέφυγαν αμέσως ενώ οι Γερμανοί παραδόθηκαν. Ο Κοντέ, επικεφαλής ολιγομελούς ομάδας ιππικού, αντεπιτέθηκε αλλά αιχμαλωτίστηκε τροφοδοτώντας την πολεμική ιστορία με ένα ακόμη μοναδικό γεγονός κατά το οποίο στην ίδια μάχη, δύο αντίπαλοι στρατηγοί φυλακίζονται.

Εν τω μεταξύ ο Κολινί είχε κατορθώσει να περιμαζέψει κάποιους έφιππους που εξακολουθούσαν να πλιατσικολογούν στο στρατόπεδο των Καθολικών και προσπάθησε να επιτεθεί στις δυνάμεις του Ζακ ντ’ Αλμπόν οι οποίες αιφνιδιάστηκαν και υποχώρησαν. Ήταν η σειρά του Ζακ ντ’ Αλμπόν να αιχμαλωτιστεί και λίγο αργότερα να δολοφονηθεί. Το ιππικό του Κολινί, γνωστό με την ονομασία Σεβώ λεζέ, που σήμαινε ελαφρύ ιππικό, στην πραγματικότητα ήταν πολύ ισχυρό. Προερχόταν από τα κατάλοιπα των μεσαιωνικών ιπποτών και των μεταγενέστερων ακριβοπληρωμένων Ζαντάρμ, υπολειπόμενο ελάχιστα σε εξοπλισμό.
Παρά την επιτυχία αυτή, οι Ουγενότοι δεν κατάφεραν να διασπάσουν την οχύρωση των Καθολικών στο Epinay και αποσύρθηκαν από το πεδίο της μάχης. Στον απόηχο της μάχης, το επίκεντρο του πολέμου μεταφέρθηκε στην Ορλεάνη. Ο Κολινί κατόρθωσε να τοποθετήσει φρουρά στην πόλη, πριν φύγει και οργανώσει νέο στρατό. Ακολούθησε ο Γκιζ και ξεκίνησε η πολιορκία της Ορλεάνης. Ωστόσο δεν έμελλε να δει την λήξη της. Στις 18 Φεβρουαρίου 1563 πυροβολήθηκε από τον Ζαν ντε Πολτρό, κατά συρροή δολοφόνο Ουγενότων, με αποτέλεσμα να πεθάνει από αιμορραγία έξι μέρες αργότερα.
Με τρείς από τους τέσσερις κύριους ηγέτες των Καθολικών νεκρούς, η Αικατερίνη των Μεδίκων σύντομα κατάφερε να οργανώσει ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις και στις 19 Μαρτίου 1563 με το διάταγμα Αμπουάζ τερματίζεται o Α’ Θρησκευτικός Πόλεμος της Γαλλίας. Οι εκτιμήσεις για τα θύματα της Ντρε, παρουσιάζουν αποκλίσεις μεταξύ των ιστορικών πηγών. Οι Ουγενότοι παραδέχθηκαν επίσημα απώλειες της τάξης των τριών χιλιάδων (3.000) ανδρών και την αιχμαλώτιση χιλίων πεντακοσίων (1.500) Γερμανών. Οι απώλειες για τους Καθολικούς ήταν τουλάχιστον δύο χιλιάδες (2.000) στρατιώτες με τους μισούς να συγκαταλέγονται στα Ελβετικά στρατεύματα. Παρόμοιες δυσκολίες στον προσδιορισμό των αρχικών αντιμαχόμενων δυνάμεων, αποδίδονται στο Καθολικό πεζικό περίπου δεκαέξι χιλιάδων (16.000) ανδρών, δύο έως τρείς (2.000 – 3.000) χιλιάδες ιππείς και είκοσι δύο (22) κανόνια ενώ στους Ουγενότους, τέσσερις έως οκτώ χιλιάδες (4.000 – 8.000) έφιππους και πέντε έως οκτώ χιλιάδες (5.000 – 8.000) πεζικάριους, με τον συνολικό αριθμό να μην υπερβαίνει τις δώδεκα χιλιάδες (12.000) άνδρες.
Ήταν μια μάχη την οποία ο ηγέτης των Προτεσταντών Κοντέ, θα μπορούσε να είχε αποφύγει, αν είχε εκμεταλλευθεί καλύτερα την υπεροχή του ιππικού του και είχε εποπτεύσει κατάλληλα την περιοχή της σύγκρουσης. Σημαδεύτηκε επίσης από την αναποτελεσματική χρήση της υπεροχής των Καθολικών σε εφόδια και το σθένος των Ελβετών πεζικάριων οι οποίοι απέκρουσαν τις επιθέσεις του.

Ιστορικοί παραλληλισμοί
Η μάχη της Ντρε, είναι αξιομνημόνευτη εξαιτίας ορισμένων ασυνήθιστων περιστατικών, όχι τόσο κολακευτικών για τον Δούκα του Γκιζ, βάσει των οποίων κατηγορείται για ασυγχώρητη κωλυσιεργία των δυνάμεων που ήταν επικεφαλής. Συγκεκριμένα την ώρα που ο αρχηγός του στρατού εγκλωβιζόταν όλο και περισσότερο από το πυροβολικό του εχθρού, το τάγμα του οπισθοχώρησε και ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε, ενώ θα ήταν καλύτερα αν πλευροκοπούσε τον εχθρό, από το να παραμείνει στα μετόπισθεν και να υποστεί μια τόσο μεγάλη και σημαντική ήττα.
Όμως πέραν των όσων φανερώνει το εν λόγω γεγονός, εύκολα εξάγεται το συμπέρασμα ότι στόχο του στρατιωτικού ηγέτη, πρέπει να αποτελεί η νίκη με την ευρεία έννοια και σε καμία περίσταση όσο και αν αυτή εγγίζει τις προσωπικές του βλέψεις δεν πρέπει να παρεκκλίνει από το στόχο του.
Παρόμοιες μάχες σε σφοδρότητα, αριθμό δυνάμεων, αλλά και στρατιωτική συμπεριφορά ηγετών αποτελούν και οι κάτωθι μάχες της αρχαιότητας:
Κατά την μάχη της Μαντινείας (207 π.Χ) ο Φιλοποίμην ο Μεγαλοπολίτης πριν την μονομαχία του με τον Μαχανίδα, είχε αποστείλει επίλεκτη δύναμη από τοξότες και σφενδονιστές, προκειμένου να εμπλακούν σε αψιμαχίες.
Αυτοί μετά την συμπλοκή διέφυγαν καταδιωκόμενοι από τον εχθρό, ο οποίος εκμεταλλευόμενος στο έπακρο την υπεροπλία του, προσέγγισε το μέρος που βρισκόταν το τάγμα του Φιλοποίμενος, ο οποίος δεν έκρινε σκόπιμο να μετακινηθεί, ούτε να παραδοθεί στον εχθρό, αλλά υπομένοντας την καταδίωξη και τον κατακερματισμό, αντεπιτέθηκε όταν αντελήφθη το αμυντικό κενό του ιππικού και παρά το γεγονός ότι ήταν Λακεδαιμόνιοι τους σφυροκόπησε ανελέητα και όταν άρχισαν να εγκαταλείπουν τους σχηματισμούς τους, κατεδίωξε τον Μαχανίδα. Η ηρωική στάση του Φιλοποίμενος παραπέμπει σε αυτήν του Δούκα του Γκιζ, ως παράδειγμα προς αποφυγήν. Εξ’ άλλου δεν είναι τυχαίος ο χαρακτηρισμός που αποδόθηκε στον Φιλοποίμενα ως ο έσχατος των Ελλήνων.
Μια άλλη παρόμοια μάχη σε σφοδρότητα, αποτελεί η μάχη της Κορώνειας (394 π.Χ.) ανάμεσα στον βασιλέα της Σπάρτης Αγησίλαο ΙΙ και συνασπισμό αντιλακωνικών δυνάμεων αποτελούμενων κυρίως από Αργείους και Θηβαίους, την οποία ο Ξενοφών ως αυτόπτης μάρτυρας περιγράφει ως την πλέον σκληρή από όσες είχε δει. Στην εν λόγω μάχη ο Αγησίλαος δεν επωφελήθηκε του πλεονεκτήματος να επιτεθεί στην οπισθοφυλακή του εχθρού εκ του ασφαλούς, διότι θεώρησε ότι η νίκη θα ήταν αποτέλεσμα περισσότερο χειρισμού παρά ανδρείας και ως εκ τούτου επέλεξε να επιτεθεί κατά μέτωπο, δίνοντας μάχη σώμα με σώμα και πετυχαίνοντας νίκη έστω και πύρρεια.
Ανδρείος ο περί τον καλόν θάνατον αδεής.
ανδρείος είναι εκείνος που δεν φοβάται τον τιμημένο θάνατο….Αριστοτέλης

Βιβλιογραφία – πηγές
Monsieur de Montagne – Essays – Chapter XLV – Of the battle of Dreux.
R.J. Knecht, The French Civil Wars, Pearson Education Limited, 2000.
Ξενοφώντος Ελληνικά (4.3.10 – 4.3.23)
https://en.wikipedia.org/wiki/Battle_of_Dreux

Το έργο με τίτλο Μάχη της Ντρε από τον δημιουργό Χείλων διατίθεται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική Χρήση – Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές

