Φάλαρις … ο τύραννος του Ακράγαντα

Ο Περίλαος είχε φιλοτεχνήσει ομοίωμα ταύρου από χαλκό, προσαρμόζοντας λεπτούς αυλούς για την μεταφορά ήχων από την κοιλιά του ζώου προς τα ρουθούνια του και είχε ανοίξει κάτι σαν πόρτα σ᾽ ένα από τα πλευρά του. Στη συνέχεια το μετέφερε σαν δώρο προς τον Φάλαρι ο οποίος τον καλοσώρισε και έδωσε εντολές για την αφιέρωση του κατασκεύασματος στους θεούς.

Γ’ Καρχηδονιακός πόλεμος (149 – 146 π.Χ)

Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά την μάχη της Ζάμα και την ήττα του Αννίβα στον Β’ Καρχηδονιακό πόλεμο, η Ρώμη και η Καρχηδόνα διατήρησαν εκατέρωθεν μια εύθραυστη σχέση κατακτητή – κατακτημένου. Η Ρώμη συνέχισε να επεκτείνεται στην Ανατολή, ενώ ταυτόχρονα αντιμετώπιζε τα εμφανιζόμενα προβλήματα στα νεοαποκτηθέντα Ισπανικά εδάφη. Επίσης συνέχισε να υποστηρίζει τον Μασινίσσα, ενθαρρύνοντας διακριτικά τις επιδρομές των Νουμιδών στα Καρχηδονιακά εδάφη, ενώ η Καρχηδόνα παρακαλούσε για Ρωμαϊκή παρέμβαση.

B’ Καρχηδονιακός πόλεμος (218 – 201 π.Χ)……μέρος 2ο

Οι Κάννες υπήρξαν το κομβικό σημείο στην εκστρατεία του Αννίβα, η οποία διήρκεσε επιπλέον δεκατρία χρόνια και σημείωσε πολλές επιτυχίες πριν τελικά επιστρέψει στην Αφρική. Το σχέδιό του παρέμεινε το ίδιο – να επιφέρει ήττες στο Ρωμαϊκό στρατό ελπίζοντας να διασπάσει το σύστημα των συμμαχιών και να τους αναγκάσει να συνθηκολογήσουν. Αυτό είχε αποδώσει καρπούς στο βόρειο τμήμα της Ιταλίας, όπου ο Αννίβας είχε τη δυνατότητα να στρατολογεί Κελτικά στρατεύματα και μετά τις Κάννες άρχισε να αποδίδει στη νότια Ιταλία, όπου μια σειρά από πόλεις άλλαξε στρατόπεδο, με σημαντικότερη την Κάπουα, η οποία ακολούθησε τον Αννίβα αμέσως μετά τις Κάννες.

B’ Καρχηδονιακός πόλεμος (218 – 201 π.Χ)……μέρος 1ο

Η λήξη του A’ Καρχηδονιακού πολέμου βρήκε την Καρχηδόνα αποδυναμωμένη. Η Ρώμη κατείχε πλέον την Σικελία, ενώ ο Μισθοφορικός πόλεμος (η επανάσταση των μισθοφορικών στρατευμάτων της Λιβύης κατά της Καρχηδόνας για χρηματικούς λόγους) άφησε την Καρχηδόνα ευάλωτη στην Αφρική.

Α’ Καρχηδονιακός πόλεμος (264 – 241 π.Χ)

Τα κράτη της Μεσογείου πριν την έναρξη των Καρχηδονιακών πολέμων τελούσαν ακόμη υπό την «σκιά του Μεγ. Αλεξάνδρου» μετά το θάνατο του οποίου (323 π.Χ) η αυτοκρατορία κατέρρευσε και οι στρατηγοί «έδιναν μάχες για λάφυρα». Τότε εμφανίσθηκαν τρία μεγάλα διάδοχα κράτη, η Αίγυπτος, η Συρία και η Μακεδονία, ενώ οι Ελληνικές πόλεις επανέκτησαν την ανεξαρτησία τους και η Ελλάδα περιελάμβανε αποικίες στη Νότια Ιταλία, Σικελία και στις νότιες ακτές της Γαλλίας και της Ισπανίας. Η ενδοχώρα της Γαλλίας και της Ισπανίας κυριαρχείτο από φυλετικές ομάδες κυρίως Κέλτες (Γαλάτες και Ίβηρες) οι οποίοι ήσαν ακόμα σε μεγάλο βαθμό πολεμοχαρείς, αν και η Ελληνική επιρροή είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή σε ορισμένους τομείς.

Η μάχη της Ιμέρας (Σεπτέμβριος 480 π.Χ)

Οι Καρχηδόνιοι, έχοντας συμφωνήσει με τους Πέρσες να προσπαθήσουν την ίδια εποχή να καταβάλουν τους Έλληνες της Σικελίας, πραγματοποίησαν μεγάλες προπαρασκευές ως προς τα χρειώδη του πολέμου. Όταν ετοιμάστηκαν τα πάντα όπως έπρεπε, εξέλεξαν στρατηγό τον Αμίλκα, προτιμώντας τον άνθρωπο που εκτιμούσαν περισσότερο. Αυτός, αφού παρέλαβε μεγάλες δυνάμεις πεζικού και ναυτικού, απέπλευσε από την Καρχηδόνα, έχοντας δύναμη πεζικού όχι μικρότερη από τριακόσιες χιλιάδες άντρες και περισσότερα από διακόσια πολεμικά πλοία, χώρια το πλήθος των φορτηγών πλοίων που μετέφεραν εφόδια, τα οποία ήταν περισσότερα από τρεις χιλιάδες. Αφού διέσχισε το Λιβυκό πέλαγος, έπεσε σε τρικυμία με αποτέλεσμα να χάσει τα πλοία που μετέφεραν τους ιππείς και τα άρματα. Όταν κατέπλευσε στη Σικελία στο λιμάνι του Πανόρμου είπε ότι είχε τελειώσει με τον πόλεμο, διότι είχε φοβηθεί πως η θάλασσα θα έσωζε τους Σικελιώτες από τους κινδύνους της μάχης.