Η συμμαχία των βασιλέων του Πόντου Μιθριδάτη ΣΤ᾽ και της Αρμενίας Τιγράνη Β᾽ (94-96 π.Χ.)

Αρμενία, το πλούσιο ορεινό βασίλειο ανατολικά της Ανατολίας, που από τη μία ο νησιωτικός χαρακτήρας και από την άλλη η γεωμορφολογία της, με τα υψίπεδα και τις οροσειρές να ορθώνονται από 400 ως και πάνω από 4000 μέτρα, συνέτειναν στην απομόνωσή της από τις όμορες χώρες. Τραχύ έδαφος, ορεινά περάσματα και φυλασσόμενες είσοδοι σε κάθε κατεύθυνση. Περί το έτος 190 π.Χ. ο Αρταξίας, ιδρυτής της δυναστείας των Αρταξιδών και βασιλέας της Αρμενίας, άρχισε ν’ αποκτά εδάφη από Μήδους, Ίβηρες και Σύριους, ενώ είχε αναμετρηθεί με τον Πόντο και την Καππαδοκία, συγκρούσεις που ακολουθήθηκαν από τη συνθήκη του 181 π.Χ. η οποία ευνόησε τους βασιλιάδες της Ανατολίας έναντι του Φαρνάκη του Πόντου, παππού του Ευπάτορα, Μιθριδάτη ΣΤ᾽, ο οποίος είχε διεκδικήσει τον έλεγχο της Καππαδοκίας. Οι αρχές του 120 π.Χ. βρίσκουν την Παρθία να εξουσιάζει την Αρμενία ως υποτελή χώρα.

Φιλικές σχέσεις μεταξύ Πόντου και Αρμενίας, καθιερώθηκαν κατά τη διάρκεια των επικαλυπτόμενων βασιλειών του Μιθριδάτη ΣΤ´ του Πόντου (134-63 π.Χ.) και του Τιγράνη Β´ της Αρμενίας. Όπως η Αρμενία έτσι και ο Πόντος αποτελούσε κάποτε σατραπεία της Περσικής Αυτοκρατορίας. Περί το 119 π.Χ. ο Ευπάτωρ κληρονόμησε βασίλειο με πολύ ισχυρές Περσικές πολιτισμικές και θρησκευτικές παραδόσεις, ιδιαίτερα στην ενδοχώρα, μολονότι η νέα Ποντική πρωτεύουσα στη Σινώπη και άλλα λιμάνια στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας είχαν καλυφθεί από πατίνα Ελληνικής επιρροής.

Αμφότερες οι περιοχές Πόντου και Αρμενίας, είχαν συμπεριληφθεί στις μη στρατιωτικές κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου τον 4ο αι. π.Χ., αλλά μετά το θάνατό του και τους πολέμους των διαδόχων του, η Αρμενία ποτέ δεν υιοθέτησε αξιοσημείωτα Ελληνιστικά χαρακτηριστικά, ενώ ο Μιθριδάτης αξιοποίησε τόσο την Μακεδονική κληρονομιά του όσο και το Περσικό του υπόβαθρο. Οι εξωτερικές πολιτικές των Μιθριδατιδών ήταν κατά παράδοση στραμμένες δυτικά, προς Βιθυνία, Παφλαγονία, Καππαδοκία, τα παράλια του Αιγαίου, Ελλάδα και Ρώμη.