εξώφυλλο: Αθανάσιος Διάκος πίνακας του Διονύσιου Τσόκου Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Dionysios Tsokos, Public domain, via Wikimedia Commons
μετάφραση – επιμέλεια Χείλων
Ο Αθανάσιος Διάκος υπήρξε από τους πρωταγωνιστές ήρωες – οπλαρχηγούς του πρώτου έτους της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και έδρασε στη Στερεά Ελλάδα. Σύμφωνα με μια εκδοχή, το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Γραμματικός ή κατ’ άλλους Αθανάσιος Μασσαβέτας. Στα Οθωμανικά müsvedde (مسوده) σημαίνει σχέδιο και γραμματέας/γραμματικός και επομένως είτε Μασσαβέτας στα Οθωμανικά, είτε Γραμματικός στα Ελληνικά, το επώνυμο ήταν το ίδιο, προερχόμενο προφανώς από την ιδιότητα που είχαν οι πρόγονοί του. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1818 και το 1820 έγινε αρματολός στη Λιβαδειά. Τον Απρίλιο του 1821 σε συνεργασία με άλλους οπλαρχηγούς κατέλαβε το φρούριο της Λιβαδειάς και χρησιμοποιώντας το ως ορμητήριο, έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες. Κατέλαβε την γέφυρα της Αλαμάνας και στις 23 Απριλίου 1821 έδωσε μάχη με τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη. Στη μάχη αυτή συνελήφθη και αφού μεταφέρθηκε στη Λαμία δολοφονήθηκε με ανασκολοπισμό (λογοτεχνικά αναφέρεται ότι σουβλίστηκε) από τους Τούρκους στις 24 Απριλίου 1821.
Καταγωγή – νεανικά χρόνια
Το πραγματικό επώνυμο του Αθανάσιου Διάκου δεν είναι βέβαιο. Είναι γνωστό ότι ο πατέρας του ονομαζόταν Νικόλαος Γραμματικός και ήταν γιος του κλέφτη Αθανασίου Γραμματικού. Γεννήθηκε είτε στην Άνω Μουσουνίτσα (σημερινή ονομασία Αθανάσιος Διάκος) είτε στην Αρτοτίνα. Την εκδοχή ότι γεννήθηκε στην Αρτοτίνα υποστηρίζουν η πρώτη βιογραφία του Αθανασίου Διάκου που γράφτηκε από τον Ρόδιο το 1835, τα «Ελληνικά» του Ιακ. Ραγκαβή (1853) το γενεαλογικό δένδρο του Διάκου όπως το κατέγραψε το 1883 ο ιστορικός Κρέμος και το πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης που εκδόθηκε το έτος 1865 από τον Δήμο Κροκυλείου στον οποίο υπαγόταν η Αρτοτίνα. Την εκδοχή ότι γεννήθηκε στην Άνω Μουσουνίτσα υποστηρίζουν μαρτυρίες του Γκούρα, του Φιλήμονος, του Περραιβού και ξένων όπως του Finley και του Bartholdy αλλά και του Hertsberg. Μεταξύ των δύο χωριών υπάρχει μακροχρόνια έριδα σχετικά με την γενέτειρά του.
Ο Διάκος είχε έφεση στη θρησκεία και σε ηλικία 12 ετών στάλθηκε από τη μητέρα του στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στην Αρτοτίνα Φωκίδας για την εκπαίδευσή του. Έγινε μοναχός σε ηλικία δεκαεπτά ετών και λόγω της αφοσίωσής του στη χριστιανική πίστη και της ιδιοσυγκρασίας του, έγινε πολύ γρήγορα διάκος.

Οι ιστορικοί διαφωνούν ως προς τον χρόνο και τον τόπο γέννησης του Αθανασίου Διάκου. Τοποθετούν τη γέννησή του περί το 1788 ή το 1791 στην Άνω Μουσουνίτσα Παρνασσίδας ή στην Αρτοτίνα Δωρίδας. Πιθανότατα γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αρτοτίνα, όπως και όλα τα αδέλφια του. Είχε δύο αδελφές, την Καλομοίρα και τη Σοφία, που παντρεύτηκαν με τους Αρτοτινούς Κώστα Σταμάτη και Κώστα Κούστα αντίστοιχα και δύο αδελφούς, τον Απόστολο και τον Κωνσταντίνο (τον επονομαζόμενο και Μασσαβέτα, που εσφαλμένα αναφέρεται μερικές φορές ως «Δήμος» ή «Μήτρος»). Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε στην Αρτοτίνα και σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Άνω Μουσουνίτσα, όταν υιοθετήθηκε από την άτεκνη θεία του Στάμω, σύζυγο του Γιάννη Μασσαβέτα.
Η πλευρά της Αρτοτίνας παραθέτει, στην κατηγορία των επίσημων στοιχείων και κατά χρονολογική σειρά, την επίσημη αναφορά, προς το Υπουργείο Παιδείας του Ηπειρώτη δασκάλου Φ. Παπαδόπουλου (1858) το Πιστοποιητικό του Δημάρχου Κροκυλίου, τις μαρτυρίες στον ιστορικό Κρέμο και τις αναμνήσεις του γιατρού Κώστα Κούστα (1858-1946), εγγονού της αδελφής του ήρωα Σοφίας. Ο νεαρός Κούστας αναζητήθηκε και βρέθηκε. Ως απόγονος του Αθανασίου Διάκου προσκλήθηκε στην Αθήνα όπου σπούδασε με δαπάνη του κράτους και άλλαξε το επώνυμο σε Διάκος, προς διάσωσή του. Ο γιατρός Κώστας Διάκος έζησε στην Αρτοτίνα μέχρι το τέλος της ζωής του.

Όλα τα επίσημα στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Αρτοτίνα είναι ο τόπος όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης Αθανάσιος Διάκος. Βέβαια ο μεγάλος αυτός άνδρας ανήκει σε ολόκληρη την Ελλάδα και όπως υποστηρίζει ο Παπαρρηγόπουλος: «…ανήκει εις την παράδοσιν άμα και την ιστορίαν και είναι κτήμα του λαού μάλλον ή της επιστήμης».
Σύμφωνα με τους συγγενείς του Διάκου, ο Αθανάσιος ήταν 16 ή 17 ετών όταν ο πατέρας του τον πήγε στο μοναστήρι του Ιωάννου του Προδρόμου για να μελετήσει, κοντά σε έναν γραμματισμένο μοναχό, την Οκτώηχο και το Ψαλτήρι. Εκείνη την εποχή τα παιδιά μάθαιναν γράμματα από τα θρησκευτικά βιβλία. Μια μέρα έτυχε να περιοδεύσει σε εκείνα τα μέρη ο δεσπότης του Λιδωρικίου και άκουσε τον Αθανάσιο να εκφωνεί τον Απόστολο κατά τη λειτουργία, όπως έκανε τακτικά. Ο ιεράρχης εντυπωσιάστηκε από το ήθος και τη γλυκύτατη φωνή του και του πρότεινε να τον χειροτονήσει διάκο, πρόταση την οποία αποδέχθηκε με μεγάλη χαρά. Έμεινε στο μοναστήρι και αφιερώθηκε στη διακονία.
Κλέφτης και Αρματολός
Κάποια Κυριακή, γινόταν γάμος στην Αρτοτίνα στον οποίο γλεντούσαν και πυροβολούσαν, όπως συνηθιζόταν. Εκεί παρευρίσκονταν και ο Διάκος με την τσάγκρα του (μονόκαννο όπλο) όταν μια αδέσποτη σφαίρα σκότωσε τον γιό της Κοντογιάννενας, που καταγόταν από ισχυρή οικογένεια της Κοσταρίτσας. Ο φόνος καταλογίστηκε στον Διάκο και ας μην ήταν βέβαιο πως εκείνος άθελά του, ήταν ο δολοφόνος. Έτσι αναγκάστηκε να κρυφτεί στα περίχωρα, επειδή τον αναζητούσαν τα Τουρκικά αποσπάσματα. Τον Δεκαπενταύγουστο, την γιορτή της Παναγίας, οι Τούρκοι έστησαν ενέδρα και συνέλαβαν τον Διάκο και μαζί του κάποιον Καφέτζο που καταζητούσαν. Τους πήγαν δεμένους στον διοικητή του Λιδωρικίου και εκείνος τους έριξε σε μια μικρή φυλακή (ως το 1890 σώζονταν τα ερείπιά της). Ο Διάκος παρατήρησε πως τα ξύλινα «κάγκελα» της φυλακής ήταν σάπια και την νύκτα έσπασε δύο σανίδες και πήδηξε έξω. Ο Καφέτζος, όμως, δεν μπορούσε να γλιστρήσει από το μικρό άνοιγμα. Χρειάστηκε να τον τραβήξει ο Διάκος και να σπάσει τα δεσμά του, δείχνοντας για πρώτη φορά το θάρρος του. Οι δύο άνδρες ανέβηκαν στα βουνά και έφθασαν στο λημέρι του ξακουστού κλέφτη της Δωρίδας Τσαμ Καλόγερου (Χρήστος Καλογήρου) ο οποίος διέθετε ένα σώμα 70 ανδρών και μεταξύ αυτών δύο πρωτοπαλίκαρα, τον Γούλα και τον Δήμο Σκάλτσα ή Σκαλτσοδήμο.

Οι δύο δραπέτες ζήτησαν από τους κλέφτες να τους δεχθούν στην ομάδα τους. Ο Διάκος δεν άργησε να αποδείξει τη δύναμη και την ανδρεία του. Στη Ζελίτσα, ένα μικρό χωριό στα Κράβαρα, έγινε μεγάλη συμπλοκή με τους Τούρκους όπου οι κλέφτες διασκορπίστηκαν επειδή ο εχθρός διέθετε πολύ μεγαλύτερη δύναμη. Ο καπετάνιος, πληγωμένος βαριά στο πόδι, θα έπεφτε στα χέρια των Τούρκων αν ο Διάκος δεν έμενε κοντά του να τον υπερασπιστεί. Με το σπαθί στο χέρι μπόρεσε να τον σηκώσει και να τον μεταφέρει ως τη Γραμμένη Οξυά, μια ψηλή ράχη, δύο ώρες από την Αρτοτίνα. Εκεί έφθασαν σε λίγο και οι άλλοι κλέφτες. Μπροστά τους ομολόγησε ο Τσαμ Καλόγερος την παληκαριά του Διάκου λέγοντας: «Αν πεθάνω, αυτός πρέπει να γίνει καπετάνιος σας». Σε λίγο οι κλέφτες αναγκάστηκαν να χωριστούν σε μπουλούκια (μικρές ομάδες) λόγω της καταδίωξης των Τούρκων. Ένα μπουλούκι δημιουργήθηκε από τον Διάκο, τον Γούλα και τον Σκαλτσοδήμο από την Αρτοτίνα, για τον οποίο οι ντόπιοι έλεγαν πως δεν προσκύνησε ποτέ τους Τούρκους.
Εκείνο τον καιρό ο Διάκος πληροφορήθηκε ότι είχαν πεθάνει ο πατέρας του και ένας από τους αδελφούς του, ο Απόστολος. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω ο Διάκος είχε δύο αδελφούς, τον Απόστολο και τον Κωνσταντίνο και δύο αδελφές, την Καλομοίρα και τη Σοφία. Ο πατέρας του με τον Απόστολο και τον Κωνσταντίνο είχαν επιλέξει τη ζωή του βοσκού και εκείνη τη χρονική περίοδο βρίσκονταν με τα κοπάδια τους στα χειμαδιά. Τουρκικό απόσπασμα, καταδιώκοντας κάποιους κλέφτες, έφθασε στην καλύβα, συνέλαβε τον πατέρα και τον γιό και τους οδήγησαν δεμένους στο Πατρατσίκι, τη σημερινή Υπάτη (ο Κωνσταντίνος έτυχε να απουσιάζει και σώθηκε). Οι δύο άνδρες βρήκαν τον θάνατο στη φυλακή την ίδια νύκτα. Έκτοτε ο Διάκος ορκίστηκε να εκδικηθεί και αποδεκάτιζε όποιο Τουρκικό απόσπασμα έβρισκε στον δρόμο του. Από τότε άρχισε να επιδιώκει το αρματολίκι της περιοχής.
Μια μέρα οι κλέφτες, εφορμώντας στα Μπαΐρια, θέση κοντά στην Αρτοτίνα, άρπαξαν την όμορφη Κρυστάλλω, κόρη του Μπαμπαλή, κοτζαμπάση της Δωρίδας. Οι κλέφτες την μετέφεραν στην Καρυά, στο λημέρι τους και ζήτησαν από τον Μπαμπαλή, αν την ήθελε πίσω, να πάει στο Λιδορίκι και να ενεργήσει για να τους δώσει το αρματολίκι.
Οι κλέφτες σεβάστηκαν την Κρυστάλλω και έπειτα από δύο εβδομάδες ο πατέρας της κατάφερε να αναγνωρίσουν επίσημα οι Τούρκοι, στο Λιδορίκι, τους κλέφτες ως αρματολούς. Η αρχηγία δόθηκε στον Σκαλτσοδήμο, ως μεγαλύτερο και πιο σεβαστό, ο οποίος πήρε την περιοχή προς τις εκβολές του Μόρνου. Ο Γούλας και ο Διάκος πήραν τις περιοχές που ακολουθούν το ρεύμα του ποταμού από τις δύο πηγές του, στις δύο πλευρές των Βαρδουσίων. Επί τρία χρόνια περίπου ζούσαν ήσυχοι ο καθένας στην περιοχή του και με σεβασμό στον Σκαλτσοδήμο, αναγνωρίζοντας την υπεροχή του. Υπήρχε όμως πάντα η έχθρα με τους Τούρκους και ήταν αδύνατο να μην εμπλέκονται κάθε τόσο με τα Τουρκικά αποσπάσματα. Ο Σκαλτσοδήμος και οι αγάδες του Λιδορικίου συνεννοήθηκαν ώστε τα αποσπάσματα να φυλάσσουν τα περάσματα και τα στενά και να μη συναντώνται με τους αρματολούς. Πολύ συχνά οι αρματολοί έμεναν στη θέση τους και οι Τούρκοι φρόντιζαν να φεύγουν δίνοντας τόπο στην οργή.

Εκείνη την περίοδο ο Αλή πασάς, στα Ιωάννινα, άρχισε να εξυφαίνει σχέδια εναντίον του Σουλτάνου και κάλεσε στην έδρα του όλους τους καπετάνιους, Αρβανίτες και Χριστιανούς, για να εξακριβώσει τι μπορούσε να ελπίζει από αυτούς. Μεταξύ των άλλων κάλεσε και τον Σκαλτσοδήμο, ως αντιπρόσωπο των αρματολών του Λιδωρικίου. Εκείνος έστειλε στη θέση του τον Διάκο. Ο Διάκος υπηρέτησε επί δύο χρόνια, ως το 1816, στην Αυλή του Αλή πασά, στο μεγάλο αυτό στρατιωτικό σχολείο των οπλαρχηγών του 1821. Έλαβε σημαντικά διδάγματα για την κατοπινή αρματολική του σταδιοδρομία και είχε την ευκαιρία να γνωριστεί με πολλούς από τους κορυφαίους Έλληνες αρματολούς και κλέφτες οι οποίοι σε λίγο θα τίθεντο επικεφαλής του μεγάλου αγώνα. Γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, ο οποίος τον έκρινε άξιο να γίνει αργότερα, πρωτοπαλίκαρό του. Ταίριαζε σε πολλά με αυτόν τον αρχηγό, αλλά διέφερε στην αγαθότητα της ψυχής. Μέσα στην εξαχρείωση, τη σκληρότητα και τη διαφθορά που μάστιζαν το περιβάλλον του εκφυλισμένου πασά, ο Διάκος μπόρεσε να διατηρήσει την αγνότητα της ψυχής του. Ο Αλής συστηματικά συνήθιζε να ρίχνει στη λάσπη κάθε αγνή ψυχή και να βεβηλώνει και υποπτεύθηκε την ευγενή στάση του Διάκου. Λέγεται πως ζήτησε μυστικά από τον Οδυσσέα να τον δολοφονήσει αλλά ο Ανδρούτσος, παίρνοντας πάνω του την ευθύνη, ούτε τον Διάκο δολοφόνησε, ούτε του μίλησε ποτέ γι’ αυτή την υπηρεσία που του είχε προσφέρει.
Όταν ο Ανδρούτσος έφυγε από τον Αλή πασά και διορίστηκε αρχηγός στο αρματολίκι της Λιβαδειάς, ο Διάκος είχε κάπου να καταφύγει σε περίπτωση που ερχόταν σε σύγκρουση με τον Σκαλτσοδήμο, κάτι που έγινε πολύ γρήγορα. Ο Διάκος, φεύγοντας από τον Αλή πασά, επέστρεψε στη Δωρίδα και από τους πρώτους μήνες φάνηκε η υπεροχή του, αφού Χριστιανοί και Τούρκοι τον αγαπούσαν και τον σέβονταν. Οι προεστοί στα χωριά επαινούσαν τους αψεγάδιαστους τρόπους του και την ανδρεία του ενώ τα παλληκάρια του ήταν αφοσιωμένα, έτοιμα να θυσιαστούν στο όνομά του. Ο Σκαλτσοδήμος, επηρεασμένος από ραδιούργους, φοβήθηκε πως ο Διάκος ήθελε να τον σκοτώσει. Μετά από συνάντησή τους κατά την εορτή της Παναγίας, τον Αύγουστο του 1819, ο Διάκος αποφάσισε να φύγει παίρνοντας μαζί του τον Περλίγκα. Ο Ανδρούτσος, που είχε το αρματολίκι της περιοχής, τον δέχθηκε εγκάρδια και αναγνωρίζοντας την αξία του τον τοποθέτησε αμέσως πρώτο ανάμεσα στα επτά πρωτοπαλίκαρά του.

Το 1818 ο Ανδρούτσος έδωσε τον όρκο των Φιλικών και την ίδια εποχή ο Κωνσταντίνος Σακελλίωνος Κοκοσιώτης κατήχησε τον Διάκο και έδωσε κι εκείνος τον όρκο «Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» των Φιλικών. Όταν έγινε φανερή και οξύτατη η αντίθεση του Αλή πασά με τον σουλτάνο, ο Οδυσσέας δεν μπορούσε να μείνει στο αρματολίκι της Λιβαδειάς. Τα σουλτανικά στρατεύματα θα περνούσαν από την περιοχή του και βρίσκοντάς τον στον δρόμο τους θα τον κτυπούσαν. Εκτός από αυτόν τον ουσιαστικό λόγο, υπήρχε και κάτι άλλο που επέβαλλε τον χωρισμό του Οδυσσέα από τον Διάκο. Στον φάκελο του Διάκου, στα αρχεία του κράτους, υπάρχει αποδελτιωμένη μαρτυρία για μια έντονη ρήξη ανάμεσά τους, έξω από ένα χωριό στη θέση Γεφυράκι. Ο Διάκος τιμούσε και θαύμαζε τον Ανδρούτσο, ωστόσο αγανακτούσε κάθε φορά που εκείνος επέβαλλε αυστηρές ή απάνθρωπες τιμωρίες σε όσους θεωρούσε εμπόδιο στη δράση του. Η αγαθή ψυχή του Διάκου δεν συγχωρούσε τις σκληρές πράξεις και μια μέρα ξέσπασε. Ο Οδυσσέας, ασυνήθιστος να ακούει την αλήθεια, τράβηξε το όπλο να τον κτυπήσει. Ατάραχος ο Διάκος του είπε: «Τράβα μωρέ Τουρκόπιστε και αν με σκοτώσεις, χαλάλι σου. Αλλιώς γλυτώνουμε από έναν τυραννόπιστο». Η ρήξη θα έφθανε σε βιαιότητες ίσως, αν δεν εμπλέκονταν ο Καλύβας, ο Μπακογιάννης και άλλα παλληκάρια. «Ε, μωρέ σύντροφοι!», φώναξε ο Διάκος, «Εγώ δεν μπορώ να κάνω πια με αυτόν τον μπόγια. Όποιος από σας θέλει, ας έρθει κοντά μου». Ο Οδυσσέας έφυγε με τέσσερις. Όλοι οι άλλοι έμειναν με τον Διάκο και τον ανακήρυξαν ομόφωνα οπλαρχηγό της Λιβαδειάς. Οι προεστοί αναγνώρισαν πρόθυμα την εκλογή του και οι Τούρκοι την επικύρωσαν. Χαρακτηριστική ήταν η σφραγίδα του Διάκου, ως καπετάνιου, στο αρματολίκι που παρέλαβε. Είχε σχήμα ωοειδές, με τον δικέφαλο αετό των Βυζαντινών αυτοκρατόρων και τον Τίμιο Σταυρό με τα τέσσερα κεφαλαία γράμματα Ο.Θ.Ν.Κ. (= Ο Θεός νικά).
Το τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου του 1821, πλήθαιναν οι φήμες για επικείμενες μεγάλες εξελίξεις. Έγινε σύσκεψη του Διάκου, του Λογοθέτη, του Λάμπρου Νάκου και του Φίλωνα. Αποφάσισαν να στείλουν άνθρωπο στον Μοριά και να πληροφορηθούν την ημέρα που επρόκειτο να ξεκινήσει η Επανάσταση. Στις 24 Μαρτίου έστειλαν τον έμπιστο Βασίλη Μπούσγο, ο οποίος όταν πληροφορήθηκε όσα έγιναν στην Πάτρα, στην Καλαμάτα και σε άλλα μέρη, αποφάσισε να επιστρέψει στην Αράχωβα. Εκεί πληροφόρησε τους προκρίτους για τα γεγονότα στον Μοριά. Τα μεσάνυκτα της 25ης προς 26ης Μαρτίου στο στενό του Ζεμενού, στο ομώνυμο χάνι, σκότωσε έναν Τούρκο τάταρη (ταχυδρόμο) και έναν Τουρκαλβανό, που είχαν σταλεί από Τούρκους των Σαλώνων στους Τούρκους της Λιβαδειάς για ενημέρωση σχετικά με τα γεγονότα στον Μοριά.
Φθάνοντας στη Λιβαδειά ο Μπούσγος ειδοποίησε τον Διάκο και τους προεστούς. Ο βοεβόδας της Λιβαδειάς, Χασάν αγάς, τους κάλεσε στο σαράι το πρωί της 26ης Μαρτίου. Ο Διάκος έδωσε θάρρος στους προεστούς και αφού πήρε μαζί του τον Μπούσγο τους συνόδευσε στο σαράι. Ο βοεβόδας, αντικρίζοντας τον Μπούσγο, είπε αγριεμένος: «Πώς τολμάτε να έρχεστε εδώ με τον Μπούσγο, που χθες σκότωσε τον τάταρη και τον Αρβανίτη στο χάνι;». Ο Διάκος τότε μπήκε μπροστά: «Αυτά είναι ψέματα, βοεβόδα μου, που αραδιάζουν οι εχθροί για να βάζουν σε υποψίες την κυβέρνηση. Έμαθα όμως ότι ο Λυσσέος (Οδυσσέας Ανδρούτσος) βγήκε στον Μοριά με δέκα χιλιάδες και αν έρθει κατά ‘δω αλλοίμονο στον κόσμο, Τούρκους και Ρωμιούς». Ο βοεβόδας ταράχτηκε. «Καλά, εσύ δεν θα τον χτυπήσεις;» του είπε. «Και πώς μπορώ να τον χτυπήσω, αγά μου, με εκατό στρατιώτες που έχω;», αποκρίθηκε ο Διάκος. «Οι χωριάτες όλοι έχουν άρματα», συνέχισε ο βοεβόδας. «Άρματα μπορώ να συνάξω, μα πρέπει να έχω και μπουγιουρντί», απάντησε ο Διάκος. Ο βοεβόδας προθυμοποιήθηκε να του δώσει το μπουγιουρντί (έγγραφη άδεια). Έτσι ο Διάκος, εφοδιασμένος με διαταγή για εξοπλισμό των χωρικών, βγήκε αμέσως από την πόλη και άρχισε να στρατολογεί, φανερά πλέον, τους χωριάτες. Παράλληλα έστειλε ανθρώπους στα πιο μακρινά μέρη της επαρχίας, με την εντολή οι ένοπλοι να συγκεντρωθούν στη Μονή Λυκούρεση, μιάμιση ώρα έξω από τη Λιβαδειά.
Έτσι άρχισε να εξοπλίζεται η επαρχία, ενώ έφθαναν και οι πρώτες ειδήσεις από τα Σάλωνα για τους επαναστατημένους Έλληνες και τις ταραχές που γίνονταν εκεί. Πανικόβλητοι ο βοεβόδας και οι Τούρκοι της Λιβαδειάς κλείστηκαν στο κάστρο, μαζί με 40 Αρβανίτες, γυναίκες και παιδιά. Κάποιοι άλλοι με τον πρώην βοεβόδα, Καρά Ισμαήλ αγά, κλείστηκαν στην ορεινή θέση της Ώρας. Ο Σουλεϊμάν Ποταμάς, ο Ιμπραήμ αγάς, ο Ζαήμ αγάς και άλλοι, που δεν ήθελαν να φύγουν ή δεν πρόλαβαν, έμειναν και οχυρώθηκαν στα σπίτια τους. Τα όπλα των Τούρκων της Λιβαδειάς ήταν 800. Ο βοεβόδας Χασάν αγάς, πήρε στο κάστρο ομήρους και τους προεστούς Γιάννη Λογοθέτη και Νικόλαο Νάκο, για να μη κινηθούν οι Έλληνες της Λιβαδειάς.

Μετά τα γεγονότα στα Σάλωνα ο Πανουργιάς (Δημήτριος Ξηρός) παρακινούσε τον Διάκο να μη καθυστερήσει την επανάσταση στη Βοιωτία και παρακαλούσε να του στείλει βοήθεια το συντομότερο. Τότε συγκεντρώθηκαν στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά ο Διάκος, ο δεσπότης Σαλώνων Ησαΐας, οι περισσότεροι από τους προκρίτους των χωριών και ο επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος. Μετά από συμβούλιο ο Διάκος συνέστησε στους αρματωμένους χωρικούς να σκοτώσουν αμέσως τους Τούρκους σουμπασήδες (ενοικιαστές προσόδων) που βρίσκονταν στα χωριά τους. Ο ίδιος, πηγαίνοντας στο Δίστομο, συνέλαβε τον αδελφό του βοεβόδα της Λιβαδειάς, που ήταν εκεί ζαμπίτης (αστυνόμος) με όλα τα όργανά του. Ακόμα έστειλε στον Πανουργιά 200 Αραχωβίτες, για βοήθεια, με αρχηγό τον καπετάν Αναγνώστη Λαζαρή.
Τα μεσάνυκτα της 28ης προς την 29ης Μαρτίου ο Διάκος κατέλαβε την τοποθεσία στον λόφο του προφήτη Ηλία, απέναντι από το κάστρο της Λιβαδειάς, για να είναι έτοιμος για την εφόρμηση. Κάτω από τα μάτια των Τούρκων οι επαναστάτες έσφαζαν τους μουσουλμάνους των Θηβών που βρέθηκαν στη Λιβαδειά. Ο Διάκος αρχικά απελευθέρωσε τους ομήρους Νάκο και Λογοθέτη, ανταλλάσσοντάς τους με τον αδελφό του βοεβόδα και τη συνοδεία του. Τα μεσάνυκτα της 30/31 Μαρτίου μαζί με τον Λογοθέτη, τον Φίλωνα και τον Νάκο μπήκαν στα κυριότερα μέρη της πόλης. Μπροστά από τον Διάκο προχώρησαν ο Μπούσγος και ο Νικόλαος Σιμαρέσης, κρατώντας τη σημαία του Αγίου Γεωργίου. Με αυτούς ενώθηκαν και οι πολίτες της Λιβαδειάς, με τις σημαίες των συνοικιών τους, της Παναγίας, του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Νικολάου. Αμέσως έγινε στενός αποκλεισμός των Τούρκων στο κάστρο και των άλλων στο οχυρό της Ώρας, όπως και εκείνων που είχαν κλειστεί στα σπίτια τους.
Ο υπαρχηγός του Διάκου, Μπούσγος, πληγώθηκε όταν όρμησε στο σπίτι του Σουλεϊμάν Ποταμά, ενώ ο Θανάσης Αντάρας έπεσε νεκρός. Τη νύκτα ο Τριαντάφυλλος Βουγιουκλής και ο Ανδριτσάκος Βέργος ανέβηκαν στο κάστρο, από το μονοπάτι του Μαντείου του Τροφωνίου. Κατά τη συμπλοκή πληγώθηκε ο Βουγιουκλής. Τελικά οι Αρβανίτες που φυλούσαν την κάτω μικρή πύλη του κάστρου, υποσχέθηκαν να την παραδώσουν στον Διάκο και στον Λογοθέτη, αν και εκείνοι τους παρέδιδαν τον Δεμήρμπεη Κοστούρη που ήταν κλεισμένος στο οχυρό της Ώρας. Ο Λογοθέτης και ο Διάκος συμφώνησαν για την ανταλλαγή. Οι Αρβανίτες παρέδωσαν την πύλη και βγήκαν ελεύθεροι και αρματωμένοι, φιλοξενούμενοι του Λογοθέτη. Αποκλεισμένοι στενά πλέον οι Τούρκοι του κάστρου και της Ώρας, χωρίς δυνατότητα τροφοδοσίας, παραδόθηκαν στις 31 Μαρτίου.

Η Λιβαδειά, ελεύθερη πλέον, σήκωσε τη σημαία της επανάστασης στις 4 Απριλίου στο κάστρο και στην Ώρα. Έγινε μεγάλο γλέντι στην Αγία Παρασκευή. Ο μητροπολίτης Διονύσιος έφθασε από την Αθήνα για να ευλογήσει το πανηγύρι της λευτεριάς συνοδευόμενος από τους δεσπότες Νεόφυτο της Αταλάντης και Ησαΐα των Σαλώνων. Έφθασε εκεί και ο Διάκος. Πήδηξε από το άλογο, ασπάστηκε τα χέρια των δεσποτών και στάθηκε για τον αγιασμό. Παρόντες ήταν επίσης οι απόστολοι της Φιλικής Εταιρείας Θανάσης Ζαρείφης και Δήμος Αντωνίου, που σύμφωνοι με τους προεστούς και τους δεσπότες διόρισαν «κονσόλους» της Ανατολικής Ελλάδος τον Νικόλαο Νάκο, τον Γιάννη Λογοθέτη και τον Γιάννη Φίλωνος. Ο Διάκος έγινε «κολονέλος» της Λιβαδειάς και «πεντακοσίαρχοι» έγιναν οι Βασίλης Μπούσγος, Γιάννης Λάππας, Μήτρος Τριανταφυλλίνας και Νικόλαος Σιμαρέσης. Οι Τούρκοι αφέθηκαν ελεύθεροι στην πόλη, ενώ οι ανώτεροι από αυτούς έμειναν με τις οικογένειές τους στα σπίτια των προεστών, για να είναι ασφαλισμένοι. Τα όπλα τους διανεμήθηκαν στα παλληκάρια του Διάκου.
Πρώτο μέλημα του Διάκου στη συνέχεια ήταν να εξασφαλίσει την άμυνα του δρόμου που κατέβαινε από τη Λαμία στη Λιβαδειά. Οι εκεί Τούρκοι πήραν τα γυναικόπαιδα και κατευθύνθηκαν στο κάστρο της Χαλκίδας. Ο εξάδελφος του Διάκου, Αντώνης Κουντουσόπουλος, κατέβηκε στην Αταλάντη και πολιόρκησε τους Τούρκους και τους χάρισε τη ζωή όταν παραδόθηκαν. Έτσι ο Διάκος ξεκαθάρισε εκείνη την περιφέρεια και ήταν εξασφαλισμένος από τον νότο.

Μάχη της Αλαμάνας
Μόλις έγιναν γνωστές οι λεπτομέρειες του ξεσηκωμού στη Στερεά Ελλάδα, οι Τουρκικές δυνάμεις στην Ήπειρο ήταν έτοιμες να εξορμήσουν μετά την επικείμενη εξόντωση του Αλή πασά,. Εκείνες που θα στέλνονταν στην Πελοπόννησο προς ενίσχυση της πολιορκούμενης Τριπολιτσάς και των άλλων φρουρίων, θα διέρχονταν από τη Στερεά Ελλάδα. Ο Δράμαλης εξορμώντας από τη Λάρισα διασκόρπισε τους επαναστάτες της Θεσσαλίας και του Πηλίου. Ο Χουρσίτ πασάς, εντεταλμένος του σουλτάνου για την Ελλάδα, διέταξε τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ, δύο από τους ικανότερους στρατηγούς του, να εκστρατεύσουν με αντικειμενικό σκοπό την κατάπνιξη της επανάστασης σε Φθιώτιδα – Φωκίδα και Αττική – Βοιωτία και κατόπιν να εισβάλουν στην Πελοπόννησο. Ανέθεσε την αρχηγία στον Κιοσέ Μεχμέτ (ο Ομέρ Βρυώνης ήταν ικανότερος στρατηγός, αλλά η φιλία του με τον Αλή πασά ενέπνεε δυσπιστία). Ο Χουρσίτ στηριζόταν στις ικανότητες του Ομέρ Βρυώνη και όχι άδικα. Ο Αλβανικής καταγωγής πασάς του Βερατίου, ήταν πραγματικός στρατηγός και γνώριζε πολύ καλά τα εδάφη και τους Έλληνες οπλαρχηγούς, τους περισσότερους εκ των οποίων είχε γνωρίσει στην Αυλή του Αλή πασά. Μαζί με τους παραπάνω ήταν και οι Αρβανίτες αρχηγοί Τελεχάμπεης, Χασάν Τομαρίτσας και Μεχμέτ Τσαπάρας.
Ο Διάκος και ο Δυοβουνιώτης, πηγαίνοντας στο χάνι της Αλαμάνας, κοντά στο ιστορικό γεφύρι, κάλεσαν τον οπλαρχηγό του Πατρατσικίου, Δημήτρη Κοντογιάννη, να ενωθεί μαζί τους και να επιτεθούν κατά της Λαμίας, που ήταν σωστή «Τουρκόπολη», όπως παρατηρεί ο Φιλήμων στο δοκίμιό του. Εκεί είχαν συγκεντρωθεί και οι πρώτοι στρατολογημένοι Τούρκοι από τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, την Αλβανία και τη Μακεδονία. Ο Κοντογιάννης, παλαιός αρματολός με αδιάκοπες και στενές σχέσεις με τους Τούρκους, σκεπτόταν μόνο να σώσει το αρματολίκι του και αρνήθηκε να ενωθεί με τους άλλους οπλαρχηγούς, αφήνοντας τους Τούρκους της Υπάτης να κινούνται ελεύθερα. Η αδράνειά του ζημίωσε πολύ εκείνες τις στιγμές του αγώνα.
Οι οπλαρχηγοί της ανατολικής ηπειρωτικής Ελλάδας πληροφορήθηκαν πως οι Τούρκοι στρατηγοί βάδιζαν εναντίον τους με δύναμη 8.000 πεζών και 1.000 ιππέων. Αντιλήφθηκαν πως ο κίνδυνος για την επανάσταση ήταν σοβαρός και αποφάσισαν να αναχαιτίσουν την προελαύνουσα Τουρκική δύναμη αναμένοντας τον εχθρό σε στενές διαβάσεις, όπου το ατομικό θάρρος και η ορμή θα εκμηδένιζαν την αριθμητική υπεροχή του. Θεώρησαν κατάλληλη θέση το στενό της Αλαμάνας, που δημιουργείται από τον Σπερχειό ποταμό. Πρόκειται για το ιστορικό στενό των Θερμοπυλών. Μολονότι οι γεωλογικές μεταβολές και οι μέθοδοι διεξαγωγής του πολέμου τότε περιόριζαν την παλαιά σημασία του, το στενό εξακολουθούσε να αποτελεί στρατηγική πύλη. Για να μπορέσουν απερίσπαστοι να αντιμετωπίσουν την Τουρκική δύναμη, αποφάσισαν να απαλλαγούν από κάθε παράλληλη απειλή των Τούρκων. Γι’ αυτό επιτέθηκαν κατά του Πατρατσικίου, το οποίο εξακολουθούσε να κατέχεται από δύναμη 800 Τούρκων.
Παρά τις εφόδους των Ελλήνων οι αμυνόμενοι, οχυρωμένοι στα σπίτια, κρατούσαν την πόλη. Στις 18 Απριλίου αποφάσισε να συμπράξει μαζί τους και ο Κοντογιάννης, όταν είδε να τον εγκαταλείπουν όλοι, ακόμα και τα ίδια του τα παλληκάρια, λόγω της αρνητικής του στάσης. Ήταν όμως πολύ αργά. Όταν οι Έλληνες πληροφορήθηκαν πως είχαν καταφθάσει οι Κιοσέ Μεχμέτ και Ομέρ Βρυώνης, εγκατέλειψαν το Πατρατσίκι και έλυσαν την πολιορκία, χωρίς να επιτύχουν να εκμηδενίσουν την εκεί Τουρκική δύναμη.

Οι τρεις οπλαρχηγοί της ανατολικής ηπειρωτικής Ελλάδας, Διάκος, Πανουργιάς και Δυοβουνιώτης (Γιάννης Ξύκης) στις 20 Απριλίου συσκέφθηκαν στους Κομποτάδες. Η δύναμή τους ανερχόταν σε 1.500 άνδρες. Ο Δυοβουνιώτης πρότεινε να μείνουν ενωμένοι και να αντιμετωπίσουν τον εχθρό στο στενό των Θερμοπυλών. Ο Διάκος εισηγήθηκε να καταληφθούν οι τρεις δίοδοι του στενού και η γνώμη του έγινε αποδεκτή. Στις 23 Απριλίου ο Πανουργιάς κατέλαβε το Μουσταφάμπεη (σημερινή Ηράκλεια) με 600 άνδρες. Ο Διάκος κατέλαβε τη γέφυρα της Αλαμάνας και την οδό προς τις Θερμοπύλες με 500 άνδρες, ενώ ο Δυοβουνιώτης, με 400 άνδρες, ανέλαβε την υπεράσπιση της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Μόλις κατέλαβαν τις θέσεις τους και πριν προλάβουν να οργανωθούν, φάνηκε ο Τουρκικός στρατός να πλησιάζει από το Λιανοκλάδι. Ήταν η δύναμη του Ομέρ Βρυώνη, που κινήθηκε γοργά για να κτυπήσει τους Έλληνες και ιδιαίτερα τον Διάκο. Για να είναι το κτύπημα αποτελεσματικό, έπρεπε πρώτα να διαλυθούν τα τμήματα του Πανουργιά και του Δυοβουνιώτη, που υπερασπίζονταν τα δύο πλευρά. Ο Δυοβουνιώτης, αντιλαμβανόμενος πως ήταν αδύνατο να αντισταθεί στην επερχόμενη μεγάλη δύναμη πεζικού και ιππικού, υποχώρησε ταχύτατα και κατέλαβε φύσει οχυρές θέσεις, όπου λόγω του ανώμαλου εδάφους θα ήταν αδύνατο να δράσει το Τουρκικό ιππικό.
Ο Βρυώνης πλησίασε στο Μουσταφάμπεη και έστειλε τον Χασάν Τομαρίτσα και τον Μεχμέτ Τσαπάρα να επιτεθούν στους οχυρωμένους στο χωριό. Οι αξιωματικοί του Πανουργιά, παπα-Ανδρέας και Τράκας, είχαν οχυρωθεί στα σπίτια και στην εκκλησία και κρατούσαν γερά. Ο ίδιος ο Πανουργιάς με άλλη δύναμη είχε καταλάβει τη Χαλκομάτα. Ο Βρυώνης έκρινε ότι η επίθεση στο Μουσταφάμπεη θα ήταν επιζήμια και δεν κινήθηκε αποφασιστικά, από φόβο μήπως αλλοιωθεί το γενικό σχέδιο της μάχης. Προτίμησε να στραφεί προς τη Χαλκομάτα, όπου βρισκόταν ο Πανουργιάς και προς τη γέφυρα της Αλαμάνας, πριν καταφθάσει ο Μεχμέτ και κερδίσει αυτός τη μάχη. Διαίρεσε τη δύναμή του σε τρία τμήματα. Το ένα επιτέθηκε κατά της Χαλκομάτας, το άλλο κατά της Αλαμάνας, ενώ το τρίτο κατέλαβε θέσεις στα διπλανά υψώματα για να καταδιώξει τους Έλληνες όταν θα αναγκάζονταν να υποχωρήσουν.
Η δύναμη του Πανουργιά κάμφθηκε μπροστά στην επίθεση των υπέρτερων εχθρικών δυνάμεων, ενώ ο ίδιος, μαχόμενος στην πρώτη γραμμή, τραυματίστηκε σοβαρά. Έτσι οι υπερασπιστές της Χαλκομάτας αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μαχόμενοι, με πολλές απώλειες. Εκεί βρήκε ηρωικό θάνατο, ανάμεσα στα άλλα παλληκάρια, και ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας και ο αδελφός του Παπαγιάννης. Το τμήμα του Δυοβουνιώτη δέχθηκε τόσο ισχυρή επίθεση ώστε δεν μπόρεσε να αντέξει. Τα παλληκάρια λύγισαν και διασκορπίστηκαν άτακτα προς το Δέμα.

Στην Αλαμάνα διεξαγόταν σκληρή μάχη, με σφοδρές αντεπιθέσεις. Μετά την εξουδετέρωση του Πανουργιά, ο Βρυώνης ενέπλεξε όλες του τις δυνάμεις κατά των υπερασπιστών της Αλαμάνας. Στο μεταξύ κατέφθασε και η δύναμη του Κιοσέ Μεχμέτ. Ο Διάκος μαχόταν με 500 άνδρες, ενώ 200 από τους οποίους υπό τον Μπακογιάννη και τον Καλύβα βρίσκονταν στη γέφυρα. Ο ίδιος με τους υπόλοιπους κατείχε τα ποριά (περάσματα) εξαπολύοντας επιθέσεις κατά του εχθρού για να ανακουφίσει τους μαχόμενους στην Αλαμάνα. Ο Κιοσέ Μεχμέτ ξεχύθηκε κατά των δυνάμεων του Καλύβα και του Μπακογιάννη αλλά παρατάχθηκε απέναντι τους εκτός βολής, για να τους κρατά στις θέσεις τους και έτσι να μη μπορούν να δώσουν βοήθεια στον Διάκο. Η πίεση του εχθρού γινόταν συνεχώς εντονότερη. Οι άνδρες του Διάκου τον συμβούλευσαν να υποχωρήσει επειδή η συνέχιση της μάχης θα σήμαινε την καταστροφή όλων. Ο Δυοβουνιώτης είχε αποσυρθεί και η δύναμη του Πανουργιά είχε συντριβεί. Η εμμονή σήμαινε αυτοκτονία. Ο φίλος του Διάκου, Βασίλης Μπούσγος, τον παρακαλούσε να συλλογιστεί την αξία της ζωής του για τον αγώνα και διέταξε να φέρουν το άλογο του Διάκου, για να φύγει ο αρχηγός. «Ο Διάκος δεν φεύγει, ούτε εγκαταλείπει τους συντρόφους του», είπε υπερήφανα ο ήρωας. Στη γέφυρα πολλοί έπεφταν από τα εχθρικά πυρά, ενώ άλλοι άρχισαν να φεύγουν. Στον Διάκο απέμεναν πλέον 48 παλληκάρια, αποφασισμένα να πεθάνουν μαζί του.
Τότε έπεσε και ο αδελφός του Διάκου, ο Κωνσταντίνος (ο επονομαζόμενος Μασσαβέτας). Ο ήρωας της Αλαμάνας δεν έπαψε να μάχεται. Χρησιμοποιώντας για κάλυψη το σώμα του αδελφού του, κατόρθωσε να φθάσει μέχρι τα Μανδροστάματα στη μονή της Δαμάστας, όπου υπήρχαν βράχοι για να οχυρωθεί. Ωστόσο του έμεναν μόνο δέκα άνδρες. Οι υπόλοιποι ήταν νεκροί. Οι ελάχιστοι επιζώντες Έλληνες αντιμετώπισαν με αφάνταστο ηρωισμό αναρίθμητους εχθρούς ο καθένας, σε μια συμπλοκή σώμα με σώμα, έως ότου έπεσαν δίπλα στον ηρωικό αρχηγό τους. Ο Διάκος, με αχρηστευμένο δεξί χέρι λόγω τραυματισμού στην κλείδωση του ώμου, κρατούσε το σπασμένο σπαθί του με το αριστερό και μαχόταν με πείσμα. Δεν του έμενε παρά μόνο η λαβή. Τότε έπεσαν πάνω του οι Αλβανοί. Συνελήφθη και αναγνωρίστηκε. Από τη δύναμη του Διάκου διέφυγε μεταξύ άλλων και ο Βασίλης Μπούσγος, ενώ στο πεδίο της μάχης παρέμειναν ο Καλύβας και ο Μπακογιάννης με δύο άνδρες, οχυρωμένοι σε ένα χάνι. Ο Διάκος τους αντιλήφθηκε ενώ μεταφερόταν δέσμιος από τους Τούρκους και φώναξε: «Καλύβα, Μπακογιάννη, 10.000 με κρατούν». Οι τέσσερις γενναίοι άνδρες άνοιξαν την πόρτα, τράβηξαν τα σπαθιά τους και όρμησαν διά μέσου των Τούρκων προς τον αρχηγό τους, για να πέσουν σχεδόν αμέσως νεκροί.

Ο Διάκος μεταφέρθηκε στο Ζητούνι (Λαμία) όπου οδηγήθηκε μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη και ακολούθησε ο παρακάτω διάλογος:
Βρυώνης: Εσύ είσαι ο Διάκος;
Διάκος: Εγώ.
Βρυώνης: Πώς σε έπιασαν ζωντανό;
Διάκος: Αν ήξερα ότι δεν θα σκοτωνόμουν, θα κρατούσα ένα φουσέκι για τον εαυτό μου.
Κιοσέ Μεχμέτ: Ποιος είναι ο σκοπός που πιάσατε τα άρματα;
Διάκος: Όλοι οι χριστιανοί έχουν ξεσηκωθεί να ελευθερωθούν ή να πεθάνουν.
Ο Βρυώνης και ο Μεχμέτ θαύμασαν τη γενναιότητα του Διάκου και πρότειναν να του χαρίσουν τη ζωή και να τεθεί στην υπηρεσία τους. «Ούτε σε δουλεύω, ούτε σε ωφελώ, αν σε δουλέψω», απάντησε ο Διάκος στον Μεχμέτ. Προσφέρθηκαν να του δώσουν βαθμό ανώτερου αξιωματικού του Οθωμανικού στρατού, αν ασπαζόταν το Ισλάμ. Εκείνος αρνήθηκε. «Πάτε κι εσείς και η πίστη σας, Μουρτάτες, να χαθείτε. Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω». Όταν τον απείλησαν πως θα τον θανατώσουν, ο ήρωας της Αλαμάνας απάντησε: «Η Ελλάς έχει πολλούς Διάκους». Ο Ομέρ Βρυώνης μίλησε με συμπάθεια στον Μεχμέτ για τον Διάκο, επειδή μπορούσε να τους φανεί χρήσιμος στο δοβλέτι (κυβέρνηση). Εκείνη τη στιγμή όμως επενέβη ο πρόκριτος της Λαμίας Χαλήμπεης, εξορκίζοντάς τον να θανατώσει τον αρχηγό της ανταρσίας. «Χάλασε τον πασά μου. Είναι αυτός που έδωσε διαταγή να σφάξουν όλους τους Τούρκους σε αυτό το βιλαέτι, αφού τάχα τους άφησε ελεύθερους και υπέγραψαν συμφωνία και έδωσαν τα άρματά τους. Χάλασέ τον να γίνει παράδειγμα».
Οι Τούρκοι αποφάσισαν να τον θανατώσουν με ανασκολοπισμό. Μάλιστα έδωσαν στον ίδιο να κρατάει τον πάσσαλο. Τότε, όπως μας παραδίδεται, ο Διάκος αυτοσχεδίασε λέγοντας τους εξής στίχους: «Για ιδές καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γη χορτάρι…». Αναλογίστηκε για μια στιγμή το μαρτύριο που τον περίμενε και στρεφόμενος προς τους Αρβανίτες που τον συνόδευαν είπε: «Δεν βρίσκεται ανάμεσά σας κανένα παλληκάρι να με σκοτώσει με μια πιστολιά, να με γλυτώσει από τους Χαλδούπηδες;». Η φοβερή θανατική ποινή εκτελέστηκε στο Ζητούνι στις 24 Απριλίου, την επομένη της μάχης στην Αλαμάνα και μετά τον θάνατό του οι Τούρκοι πέταξαν το πτώμα σε κοντινό χαντάκι. Οι Χριστιανοί βγήκαν κρυφά τη νύκτα και τον έθαψαν, στον χώρο όπου αρχίζει σήμερα η οδός Ησαΐα. Ο τόπος της ταφής του είχε ξεχαστεί και ανακαλύφθηκε από τον αντισυνταγματάρχη Ρούβαλη το 1881. Το 1886 έγινε το πρώτο μνημόσυνο και τοποθετήθηκε η προτομή που διατηρείται ως σήμερα. Σημειώνεται εδώ ότι η Επιτροπή Εκδουλεύσεων παλαιότερα τον είχε αναγνωρίσει ως ανώτατο αξιωματικό πρώτης τάξεως και είχε επιδικάσει ισόβια μηνιαία σύνταξη στην αδελφή του (απεβίωσε το 1873).

Η μάχη της Αλαμάνας αποτελεί σταθμό για την Επανάσταση του 1821 και τον νεότερο Ελληνισμό. Διεξήχθη στην τοποθεσία της μάχης των Θερμοπυλών και υπήρξε όπως και εκείνη, παράδειγμα ηρωισμού και αυτοθυσίας. Ο Διάκος είχε τη δυνατότητα και τον χρόνο να διαφύγει, αλλά θυσιάστηκε στον βωμό του χρέους. Η απόφασή του να μείνει και να πολεμήσει μέχρι τέλους, βοήθησε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, που πολιορκούσε την Τριπολιτσά, να κερδίσει χρόνο, αφού ο Ομέρ Βρυώνης καθυστέρησε την προέλαση μέχρι τις 7 Μαΐου, για να ανασυντάξει και να ενισχύσει με νέα δύναμη τον στρατό του. Ο τελευταίος είχε πληροφορηθεί ότι υπήρχε μεγαλύτερη δύναμη Ελλήνων στον Μοριά και αντιλήφθηκε, μετά το ηρωικό παράδειγμα του Διάκου, πως η κατάσταση ήταν πλέον σοβαρή και δεν επρόκειτο για μικρά κινήματα αλλά για γενικευμένη επανάσταση.
Πατρίς, νά μακαρίζης γενικώς όλους τούς Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν διά σένα νά σ’ αναστήσουνε, νά ξαναειπωθής άλλη μίαν φορά ελεύτερη πατρίδα, οπού ήσουνα χαμένη καί σβησμένη από τόν κατάλογον τών εθνών. Όλους αυτούς νά τούς μακαρίζης. Όμως νά θυμάσαι καί νά λαμπρύνης εκείνους οπού πρωτοθυσιάστηκαν εις τήν Αλαμάνα, πολεμώντας μέ τόση δύναμη Τούρκων, κ’ εκείνους οπού αποφασίστηκαν καί κλείστηκαν σέ μίαν μαντρούλα μέ πλίθες, αδύνατη, εις τό χάνι τής Γραβιάς, κ’ εκείνους οπού λυώσανε τόση Τουρκιά καί πασσάδες εις τά Βασιλικά.»
Απομνημονεύματα Στρατηγού Μακρυγιάννη
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος εμφανίστηκε μετά τη μάχη της Αλαμάνας, επειδή δεν πρόλαβε ή για κάποιον άλλο λόγο. Πρέπει να ληφθεί υπόψιν και η ρήξη του με τον Διάκο παλαιότερα, αλλά και η κακή σχέση με τον Πανουργιά (όταν ο Ανδρούτσος ήταν υπό τις διαταγές του Αλή πασά, τον μετέφερε δέσμιο στα Ιωάννινα, ζητώντας από τον Αλή να του χαρίσει τη ζωή). Η έχθρα μεταξύ τους φαίνεται πως έσβησε μετά τη μάχη της Αλαμάνας. Έτσι αντιστάθηκαν μαζί επί μια ολόκληρη ημέρα στο Χάνι της Γραβιάς, καθυστερώντας περισσότερο την προέλαση του Ομέρ Βρυώνη στην Πελοπόννησο. Το παράδειγμα του Διάκου, θα ακολουθούσε και ο Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας) κατά την ηρωική αντιμετώπιση του Ιμπραήμ στο Μανιάκι, στις 20 Μαΐου 1825.
Πηγές – βιβλιογραφία
https://stratistoria.wordpress.com/2007/04/16/1821_athanasios_diakos/
https://el.wikipedia.org/wiki/athanasios_diakos
Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου» Ιωάννου Πασσά, Αθήνα, 1975.
Κων/νου Παπαρρηγόπουλου: «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» Εκδόσεις Ελευθερουδάκη, Αθήνα.
«Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» Εκδόσεις Χάρη Πάτση, Αθήνα 1967.
«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» Εκδοτική Αθηνών Αθήνα 197
Ιωάννης Φιλήμων: «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» Αθήνα 1959-61.
«Ευρετήριο Πολεμικών Γεγονότων του Ελληνικού Έθνους» ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήνα, 1989.
Ν. Διαμαντόπουλος – Α. Κυριαζόπουλος: «Ελληνική Ιστορία των Νεότερων Χρόνων» ΟΕΔΒ, 1980.
David Brewer: «The Greek War of Independence» The Overlook Press, 2001.
Peter H. Paroulakis: «THE GREEKS: THEIR STRUGGLE FOR INDEPENDENCE» Hellenic International Press, 1984.