Mάχη της Ραφίας (22 Ιουν. 217 π.Χ)

στις

copyright © μετάφραση – επιμέλεια Χείλων

Η μάχη της Ραφίας ή μάχη της Γάζας, διεξήχθη στις 22 Ιουνίου 217 π.Χ. μεταξύ των δυνάμεων του Πτολεμαίου Δ’ Φιλοπάτορα βασιλέα (Φαραώ) της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου και του βασιλέα της Συρίας Αντιόχου Γ’ της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών, κατά την διάρκεια των Συριακών πολέμων. Στην εν λόγω μάχη, γνωστή και ως «μάχη των ελεφάντων» επικράτησε ο Πτολεμαίος ο οποίος εξασφάλισε τον έλεγχο της Παλαιστινιακής περιοχής της Αιγύπτου.

Αντίοχος Γ’ Μέγας (223 – 187 π.Χ) βασιλέας της Συρίας

Προτομή του Αντιόχου Γ’ από το Μουσείο του Λούβρου

Ο Αντίοχος Γ’ ο επονομαζόμενος Μέγας για τις εκστρατείες του στην κοιλάδα του Ινδού (242-187 π.Χ.) ήταν βασιλέας της Συρίας (223-187 π.Χ.) γιος του Σελεύκου Β’ και αδελφός του Σελεύκου Γ’, τον οποίο διαδέχθηκε. Υπήρξε ο σημαντικότερος βασιλέας της δυναστείας των Σελευκιδών. Ανήλθε στην εξουσία το 221 π.Χ, έχοντας προγραμματίσει από την αρχή της βασιλείας του πόλεμο εναντίον των Αιγυπτίων, τον οποίον ξεκίνησε αφού εδραίωσε την στρατιωτική του υπεροχή στην Μικρά Ασία, με μια σειρά επιτυχημένων επιχειρήσεων.

Στα πλαίσια αυτών των εκστρατειών, ο Αντίοχος Γ’ μετέβη στην Ινδία, επέβαλε την υπεροχή του στους Άραβες και ανέλαβε τον έλεγχο όλων των διαδρομών των εξ’ ανατολών καραβανιών που μετέφεραν αγαθά στη χώρα του, εξασφαλίζοντας στην Συρία πλούτο και ευημερία. Όντας ηττημένος στην μάχη της Ραφίας (σημερινή Ράφα) από τον Πτολεμαίο Δ’, ο Αντίοχος θα μπορούσε να επωφεληθεί από μια Αιγυπτιακή δυναστική κρίση που προκλήθηκε από τον θάνατο του Πτολεμαίου και την διαδοχή του Πτολεμαίου Β’ και την εξασθένιση της μοναρχίας, αλλά εκείνη την εποχή, μια νέα δύναμη, η Ρώμη, επεκτεινόταν στην Ανατολική Μεσόγειο, καθιστάμενη κυρίαρχος παράγοντας, εις βάρος των Σελευκιδών. Η Αίγυπτος η οποία ήταν το πρώτο Ελληνιστικό κράτος που ζήτησε την Ρωμαϊκή παρέμβαση και επωφελήθηκε από αυτήν, αφού μπόρεσε να ξεκινήσει μια μακρά περίοδο ανοικοδόμησης – ανάπτυξης χάρη στην Ρωμαϊκή προστασία, κατορθώνοντας να αξιοποιήσει την παραγωγικότητα και τον πλούτο της οικονομίας της.

Πτολεμαίος Δ’ Φιλοπάτωρ (244 – 204 π.Χ) Ελληνιστικός Φαραώ της Αιγύπτου (221 – 204 π.Χ)

Προτομή Πτολεμαίου Δ’_ Φιλοπάτορα_μουσείο Λούβρου

Ο Πτολεμαίος Δ’ ήταν γιος του Πτολεμαίου Γ’ και της Βερενίκης Β’ και παντρεύτηκε, σύμφωνα με το έθιμο των Πτολεμαίων, την αδελφή του Αρσινόη Γ’ το 217 π.Χ. αργότερα, περιήλθε σε απαξίωση και πέθανε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του εμπόδισε τον Αντίοχο Γ’ της Συρίας να καταλάβει το τμήμα της Παλαιστίνης και της Συρίας. Ο Αντίοχος ηττήθηκε στην Ραφία (217 π.Χ.) κατά τη διάρκεια του 4ου Συριακού πολέμου. Ξεκινώντας από το 210 π.Χ., ο Πτολεμαίος Δ’ είχε χρήσει διάδοχο τον γιο του Πτολεμαίο Ε’, ο οποίος μετά τον θάνατο του πατέρα του, ανέλαβε το βασίλειο σε κλίμα σοβαρών αναταραχών.

Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η νίκη στην Ραφία αποτελεί σημαντικό επίτευγμα, διότι ο Πτολεμαίος ηγήθηκε Αιγυπτιακών στρατευμάτων αντί μισθοφόρων. Αυτή η πολιτική των ένοπλων αντιπαραθέσεων, παρά τις επιτυχίες στο τέλος του 3ου αιώνα, εξασθένησε την Αιγυπτιακή μοναρχία, η οποία βασιζόμενη ανέκαθεν σε εσωτερικούς πόρους και δομές, έπρεπε να ακολουθεί τις τάσεις της Αιγυπτιακής αριστοκρατίας, που υποστήριζε συντηρητικές και παραδοσιακές πολιτικές και δεν συμφωνούσε με στρατηγικές που τοποθετούσαν την Αίγυπτο στο πλαίσιο της Ανατολικής Μεσογείου, σε αντίθεση με την παραδοσιακή πολιτική της οικονομικής και πολιτιστικής εσωστρέφειας.

Ιστορικό

Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.Χ., η αυτοκρατορία που είχε κατακτήσει ο νεαρός βασιλέας, διασπάστηκε μεταξύ των επιγόνων του. Ο Αντίπαρος, ο Σέλευκος, ο Πτολεμαίος, ο Περδίκκας και άλλοι νεαροί αξιωματικοί του Μακεδονικού στρατού που είχε επιλέξει ο Αλέξανδρος για τις στρατιωτικές τους ικανότητες και την προσωπικότητά τους ξεκίνησαν σχεδόν αμέσως μια σειρά εμφυλίων πολέμων για τη διαδοχή του μεγάλου ηγέτη, που περιλάμβανε το Ανατολικό και το Περσικό τμήμα της αυτοκρατορίας.

Μετά από 40 έτη πολέμων, που πέρασαν στην ιστορία, ως πόλεμοι των Διαδόχων ή Επιγόνων, αναδείχθηκαν ορισμένες ισχυρές κρατικές οντότητες που διαμόρφωσαν τον επόμενο αιώνα, την σπονδυλική στήλη του Ελληνιστικού κόσμου, σε όλη την Μέση Ανατολή, πριν την άνοδο της Ρώμης. Μεταξύ αυτών, οι ισχυρότεροι, ήταν το βασίλειο της Συρίας που ίδρυσε ο Σέλευκος στο κεντρικό τμήμα των κατακτήσεων του Αλεξάνδρου και το βασίλειο της Αιγύπτου υπό τον Πτολεμαίο.

Βασίλεια διαδόχων Μεγ. Αλεξάνδρου το 300π.Χ. wikipedia

Μεταξύ των Πτολεμαίων της Αιγύπτου και των Σελευκιδών της Συρίας οι μάχες ήσαν στην ημερήσια διάταξη, προκειμένου να ορισθούν τα σύνορα στην Παλαιστινιακή περιοχή, παραδοσιακό σημείο τριβής για τους λαούς του Νείλου και τα βασίλεια της Μέσης Ανατολής από την εποχή του χαλκού. Περί τα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ., ορίσθηκε μια συνοριακή γραμμή, ή μάλλον μια ασταθής γραμμή, που διένειμε τις περιοχές επιρροής τους, στην περιοχή που βρίσκεται περίπου μεταξύ της χερσονήσου του Σινά και της μεσαίας ροής του Ιορδάνη. Η εν λόγω οριοθέτηση προκάλεσε τις συγκρούσεις μεταξύ Πτολεμαίων και Σελευκιδών, για τον έλεγχο της περιοχής.

Όταν ο βασιλέας της Συρίας Σέλευκος Γ’ ο Κεραυνός δολοφονήθηκε το 223 π.Χ. από δύο αξιωματικούς, τον διαδέχτηκε ο αδελφός του Αντίοχος Γ’ σε ηλικία μόλις 17 ετών. Η περίπλοκη δυναστική κατάσταση προκάλεσε επέμβαση στην Παλαιστίνη από την Αίγυπτο, αφού ο Πτολεμαίος Δ’ έχοντας εντοπίσει τους κλυδωνισμούς στο βασίλειο της Συρίας, ήλπιζε να ανακτήσει τα εδάφη που χάθηκαν από τον πατέρα του Πτολεμαίο Γ’.

Με προσεκτική πολιτική συμμαχιών και μετά την εξάλειψη της απειλής των Ατταλιδών της Περγάμου, ο Αντίοχος, ο οποίος μετά τις Ινδικές κατακτήσεις θα επονομαστεί Μέγας, μπόρεσε να εδραιωθεί στο θρόνο και το 217 π.Χ. εξεστράτευσε στην Παλαιστίνη, που ήδη κατείχαν οι Αιγύπτιοι, για να την ανακτήσει.

Πτολεμαίοι & Σελευκίδες

Η δυναστεία των Σελευκιδών, σε σύγκριση με αυτήν των Πτολεμαίων, είχε να αντιμετωπίσει σοβαρότερα προβλήματα, ιδιαίτερα στις διπλωματικές σχέσεις. Λίγο μετά τον θάνατο του Σελεύκου Α’, οι Σελευκίδες έπρεπε να αντιμετωπίσουν την Κελτική εισβολή στην Μικρά Ασία, η οποία ζημίωσε σοβαρά την αυτοκρατορία, εμποδίζοντας τον έλεγχο των στενών. Οι Σελευκίδες δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν τους Κέλτες να καταλάβουν στρατηγικές τοποθεσίες που αποτελούσαν διαβάσεις μεταξύ των πόλεων της Συρίας και του Βοσπόρου. Η δυναστεία των Σελευκιδών, δεν είχε κληρονομήσει μόνο τα προβλήματα της Περσικής αυτοκρατορίας στην Μικρά Ασία, αλλά είχε και το μειονέκτημα, σε σύγκριση με τους Πέρσες, να μην έχει μια ισχυρή εθνοτική ομάδα στην οποία να υπολογίζει, όπως η δυναστεία των Αχαιμενιδών, ενώ οι Πτολεμαίοι είχαν κληρονομήσει μια πανάρχαια διοικητική δομή με παραδοσιακές ρίζες αδιαχώριστες με την οικονομική ζωή της χώρας.

Βασίλειο Σελευκιδών -www.bu.edu

Η δυναστεία των Σελευκιδών αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει βία προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία, σε μεγαλύτερο βαθμό από τους Πτολεμαίους και αυτό αποτελούσε σοβαρή πηγή αδυναμίας, διότι τα Ελληνοποιημένα στοιχεία της Μικράς Ασίας αποσύρθηκαν από την Συριακή μοναρχία όταν ιδρύθηκε το βασίλειο της Περγάμου. Το εν λόγω βασίλειο αμιγώς Συριακό, ξεκίνησε το 262 π.Χ., ως υποτελές πριγκιπάτο της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών υπό τον έλεγχο του Ευμένη, αλλά σύντομα κατέστη ισχυρό τμήμα της Αιγυπτιακής πολιτικής, στρεφόμενο κατά της ίδιας της Συρίας. Χάρη σε αυτόν τον ανταγωνισμό, ο βασιλέας της Περγάμου κατάφερε να θέσει υπό την κατοχή του την Μυσία, την Λυδία, την Φρυγία, την Αιολίδα, κατακτώντας όλα τα Ελληνικά κέντρα, διεισδύοντας ακόμη και στην ενδοχώρα. Οι βασιλείς της Περγάμου ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο με τον δεύτερο βασιλέα, τον Άτταλο Α’, νικητή των Κελτών (Γαλάτες) και τώρα ανταγωνίζονταν τους Σύριους ως ο ισχυρότερος και πιο ενεργός εκπρόσωπος του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία.

Βασίλειο Περγάμου 189 π.Χ._wikipedia

Η δημιουργία του βασιλείου της Περγάμου, αφαίρεσε την μεγαλύτερη Ελληνική ομάδα από την Συριακή μοναρχία και αποδυνάμωσε την Συρία, η οποία αναγκάστηκε να εμπλακεί σε συνεχείς πολεμικές συρράξεις κατά της Αιγύπτου και των Γαλατών. Αυτές καρποφόρησαν, μετά από πολλά χρόνια πολέμου, προσφέροντας την κυριότητα της Κοιλάδας του Άλυ ποταμού και όλων των εδαφών της, συμπεριλαμβανομένων των περιοχών που στο μακρινό παρελθόν αποτελούσαν το κέντρο και την βάση εξουσίας των Χετταίων.

Ενώ οι Σελευκίδες προσπαθούσαν να επιβιώσουν στην Μικρά Ασία και αντιμετώπιζαν συνεχώς πολέμους κατά της Αιγύπτου και στα Ανατολικά σύνορα κατά των Βακτρικών σατραπειών και των Πάρθων, οι Πτολεμαίοι είχαν την πολυτέλεια να πολεμούν, κατόπιν επιλογής.

Πτολεμαϊκοί πόλεμοι

Οι Αιγυπτιακές προσπάθειες επέκτασης στην Ελλάδα και το Αιγαίο είχαν επίσης σημαντικά πλεονεκτήματα και θα έδιναν στους Πτολεμαίους την δυνατότητα νεών προοπτικών ανάπτυξης, ειδικά στον οικονομικό τομέα, ενώ στον αντίποδα οι Έλληνες είχαν τεράστια κέρδη από τις συναλλαγές με τους Αιγυπτίους, πουλώντας τεχνουργήματα, έναντι σίτου. Ο στόχος της Πτολεμαϊκής μοναρχίας ήταν, αντ’ αυτού, να εξαγάγει τον Αιγυπτιακό σίτο και να εισάγει εμπορεύματα ίσης αξίας, συμπεριλαμβανομένων μετρητών όταν μειωνόταν η ανάγκη για εισαγωγές. Ωστόσο, ορισμένοι από αυτούς τους στόχους, υπαγορεύονταν κυρίως από τις ανάγκες της Ελλάδας και δευτερευόντως από τους σχεδιασμούς των Πτολεμαίων της Αιγύπτου.

Ο Πτολεμαίος Β΄, Φιλαδελφος_ εικόνα χαραγμένη σε κόκκινο γρανίτη, μουσείο Μπρούκλιν_wikipedia

Στην πραγματικότητα, ήδη από τον Πτολεμαίο Β’ Φιλαδελφο, η Αιγυπτιακή πολιτική εστίασε το ενδιαφέρον της στα παραδοσιακά προβλήματα της Φαραωνικής και εξωτερικής πολιτικής, χωρίς να εγκαταλείψει το σύμπλεγμα των Νήσων του Αιγαίου που δημιούργησε ο πατέρας του και την ενίσχυσε περαιτέρω με την ένταξη της Σάμου. Ο Πτολεμαίος Β’ εστίασε το ενδιαφέρον του στις χώρες του Άνω Νείλου, της Κυρηναϊκής και ειδικότερα στην Συρία, εμπλεκόμενος για σε μακρόχρονους πολέμους κατά του Σελευκιδικού κράτους, προκειμένου να εδραιώσει μια μεγάλη κυριαρχία που περιλάμβανε τμήμα της Συρίας, μέρος της Κιλικίας και ορισμένες στρατηγικές θέσεις στην Παμφυλία, την Λυκία, την Καρία και την Κρήτη.

Ο πόλεμος για τη Συρία ανάλωσε μεγάλο μέρος της βασιλείας του Πτολεμαίου Β’, από το 275 έως το 253 π.Χ. και έληξε με ήττα των Αιγυπτίων και την απώλεια σχεδόν όλων των εδαφών που κατείχαν στην Μικρά Ασία, εξαιρουμένων εκείνων της Καρίας. Οι μεταγενέστεροι Πτολεμαίος Γ’ ο Ευεργέτης και Πτολεμαίος Δ’ ο Φιλοπάτωρ, συνέχισαν τις προσπάθειες επέκτασης εις βάρος της δυναστείας των Σελευκιδών. Ο πρώτος από τους δύο, διέθεσε όλες τις δυνάμεις του σε μια εκστρατεία που περιελάμβανε ολόκληρο το βασίλειο των Σελευκιδών και αναδιατύπωνε την πορεία του Μεγάλου Αλέξανδρου μέχρι τα σύνορα της Ινδίας, ενώ ο δεύτερος ήταν ο τελικός νικητής στην μάχη της Ραφίας.

Οι «Μακεδόνες» της Αιγύπτου

Η Μακεδονική στρατιωτική τάξη, η οποία αποτελούσε βάση της εξουσίας, άλλαξε πολιτική, ακολουθώντας επεκτατική τακτική, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο μια κατάσταση παρόμοια με την Ισπανική μετανάστευση στην Αμερική του 16ου αιώνα. Ξεκινώντας από τους ηγέτες που ανέλαβαν βασίλεια, ένα μέρος των Μακεδόνων αξιωματούχων ήδη από την εποχή του Αλεξάνδρου, είχε ξεκινήσει να αναλαμβάνει ευθύνες διοίκησης σε περιφέρειες ή στρατιωτικούς σχηματισμούς. Ωστόσο, ήταν συχνό το φαινόμενο, Μακεδόνες βετεράνοι που είχαν εγκατασταθεί ως άποικοι στις κατακτημένες πόλεις, να μετατρέπονται σε γαιοκτήμονες.

Οι Ελληνιστικοί στρατοί αποτελούσαν ευκαιρία ένταξης σε μόνιμες θέσεις, στοιχείων από τις διάφορες εθνοτικές ομάδες. Στον Πτολεμαϊκό στρατό που αγωνίστηκε στην Ραφία το 217 π.Χ., υπήρχε σημαντικός αριθμός τοπικών Αιγυπτιακών τμημάτων, αλλά δίπλα τους υπήρχε τμήμα Μακεδόνων στρατιωτών και μισθοφορικές μονάδες. Οι Μακεδόνες που ενσωματώθηκαν στο στρατό ήσαν επαγγελματίες στρατιώτες, αλλά κατέχοντας το Ελληνιστικό δόγμα πολέμου, ήταν σε θέση να ενσωματώσουν στην κεντρική διοίκηση, στρατιωτικά τμήματα με υψηλό βαθμό εκπαίδευσης. Τμήμα των Μακεδόνων, οι οποίοι υπηρέτησαν σε αυτόν τον νευραλγικό τομέα, προέρχονταν από Μακεδονικές οικογένειες εγκατεστημένες στην Αιγυπτιακή επικράτεια και είχαν ιδιαίτερα προνόμια. Οι λοιποί Μακεδόνες ήσαν εθελοντές που εισήχθησαν από άλλες περιοχές, καθώς δεν μπορούσαν να στρατολογηθούν στην πατρίδα τους που ήταν υπό τον έλεγχο άλλης δυναστείας.

Στρατιώτες Ελληνιστικών χρόνων_βασίλειο Πτολεμαίων_Αίγυπτος_λεπτομέρεια από το ψηφιδωτό του Νείλου_Παλαιστίνη_wikipedia

Με αυτόν τον τρόπο οι Μακεδόνες εξακολουθούσαν να θεωρούνται, τουλάχιστον όσον αφορά στο στρατιωτικό τομέα, μέλη μιας κυριαρχούσας ελίτ, αλλά η Αιγυπτιακή μοναρχία δεν ήταν ιδιαίτερα ανεκτική σε αυτές τις διακρίσεις. Η γλώσσα που χρησιμοποιείτο ήταν ως επί το πλείστον η Ελληνική, η εκπαίδευση βασιζόταν στις Ελληνικές παιδαγωγικές αρχές, ο πολιτισμός ήταν Ελληνικός και οι συνήθειες των Μακεδόνων ενσωματώθηκαν σε αυτές των ντόπιων. Ακόμα και στην μοναρχία των Σελευκιδών, το Μακεδονικό στοιχείο ξεχώριζε στο στρατό, όπου οι ειδικές δυνάμεις αποτελούνταν από Μακεδόνες, όπως στην Αίγυπτο.

Σχεδιάγραμμα τυπικής διάταξης Μακεδονικής φάλαγγας

Η περίφημη Μακεδονική Φάλαγγα, είχε αυστηρά παραδοσιακά Μακεδονικά συστήματα και εξοπλισμό, αποτελούμενη κυρίως από άνδρες της Μακεδονικής κοινότητας που εγκαταστάθηκαν στο έδαφος των Σελευκιδών, χωρίς να υπάρχει κάποιο αυστηρό κριτήριο αποκλεισμού. Ο στρατός του βασιλείου της Μακεδονίας διατήρησε τις τοπικές παραδόσεις, αλλά δεν διέθετε μεγάλες δυνατότητες τοπικής στρατολόγησης, επειδή η Μακεδονική κοινότητα ήταν φτωχή σε πληθυσμό, λόγω των εθελοντικών ή αναγκαστικών μεταναστεύσεων και ο στρατός της ουσιαστικά βασιζόταν σε ένοπλους μισθοφόρους εκπαιδευμένους στην τοπική στρατιωτική παράδοση. Ο στρατός από την άλλη πλευρά ήταν το μοναδικό περιβάλλον στο οποίο υπήρχε διάκριση μεταξύ Μακεδόνων και ντόπιων, όσον αφορά στις παραδοσιακές στρατιωτικές τακτικές, ενώ σε άλλες περιπτώσεις (κοινωνική θέση) δεν ίσχυε αφού οι χώρες στις οποίες υπήρχε έντονο Ελληνικό στοιχείο είχαν πλήρη Ελληνισμό όπως αυτός. Αυτοί οι πληθυσμοί δεν μπορούσαν πλέον να συγκριθούν εύκολα με τους λαούς των αποικιών και οι διαφορές μεταξύ τους, εξαιρουμένου του στρατιωτικού πεδίου, ήσαν αντιληπτές μόνο σε έμπειρους σε διοικητικά θέματα.

Το Ελληνιστικό στρατιωτικό σύστημα

Προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι σύγχρονες τακτικές που εισήγαγαν οι Θηβαίοι Επαμεινώνδας και Πελοπίδας και οι οποίες έρχονταν σε αντίθεση με την Οπλιτική Φάλαγγα, ο Φίλιππος Β’ ανανέωσε ριζικά την τακτική προσέγγιση των Ελληνικών στρατών στο πεδίο της μάχης. Θεσπίζοντας σύμφωνα με τις Μακεδονικές παραδόσεις το βαρύ ιππικό, ο βασιλέας αναδιαμόρφωσε το κλασικό σχήμα μάχης των οπλιτών. Εκείνη την εποχή οι τακτικές μάχης ήταν σίγουρα πιο εξελιγμένες από την απλή μετωπική σύγκρουση που χαρακτήριζε τις συγκρούσεις των Ελληνικών πόλεων. Στην Μακεδονία, ειδικά κατά τη διάρκεια των εκστρατειών του Αλεξάνδρου, η Φάλαγγα δεν ήταν πλέον το μόνο πλεονέκτημα που διέθετε ο διοικητής, αλλά ένα από τα στοιχεία του. Το βαρύ ιππικό λειτουργούσε έτσι ώστε να διασπά τα πλευρά του αντιπάλου και στη συνέχεια να κινείται σαν σφυρί στον άξονα σχηματισμού του εχθρού (το κέντρο) συνεπικουρούμενο από μονάδες πεζικού σε στενή διάταξη μάχης. Αυτό η τακτική εφαρμόστηκε αποτελεσματικά κατά των Περσικών στρατευμάτων στον Γρανικό και την Ισσό, εξασφαλίζοντας την νίκη.

Οι διάφορες συγκρούσεις, πρώτα μεταξύ των Διαδοχών και κατόπιν μεταξύ των Ελληνιστικών βασιλείων, αναδείκνυαν όλο και πιο εξελιγμένες τακτικές. Όλα τα στοιχεία των προηγούμενων ετών υπάρχουν και στους Ελληνιστικούς στρατούς που σχηματίζονταν από μεγάλες μάζες στρατιωτών προερχόμενων από διαφορετικούς στρατιωτικούς πολιτισμούς και συνήθειες, δίδοντας την δυνατότητα επιλογών στους διοικητές εκείνης της εποχής. Ενόσω η οπλιτική φάλαγγα υποβαθμίζεται, με το ρόλο της να περιορίζεται στην απόκρουση των εχθρικών δυνάμεων, αναβαθμίζεται ο ρόλος των στρατευμάτων που μάχονταν σε ανοικτή διάταξη, αφού θεωρούνται το κλειδί για την κύκλωση του εχθρού, γεγονός που συνέβη στην μάχη της Ραφίας, αλλά και στις άλλες μεγάλες μάχες της εποχής. Ο σχηματισμός και η κίνηση στο πεδίο μάχης είναι εύκολα, αλλά η σημαντική καινοτομία ήταν η χρήση ελεφάντων πολέμου.

Μάχη των ελεφάντων

Μεταξύ των πολλών στρατιωτικών τεχνικών και οπλικών συστημάτων που χρησιμοποιούνταν στα πεδία μάχης, ξεχώριζαν οι πολεμικοί ελέφαντες. Αυτά τα παχύδερμα, ειδικά εκπαιδευμένα για μάχες, με βαριά θωράκιση, που οδηγούντο από στρατιώτες οπλισμένους με ακόντιο ή τόξο, οι οποίοι κάθονταν σε μια μικρή ξύλινη οχύρωση που συνδεόταν στην πλάτη του ζώου, αποτελούσαν για περίπου δύο αιώνες, σημαντικό στοιχείο των στρατών του Ελληνιστικού κόσμου και αργότερα του Καρχηδονιακού στρατού.

Μετά τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου, ο Δυτικός κόσμος γνώρισε την χρήση πολεμικών ελεφάντων πολέμου. Στην πραγματικότητα ο νεαρός Μακεδόνας βασιλέας εντυπωσιάσθηκε ιδιαίτερα όταν τους αντιμετώπισε στην μάχη του Υδάσπη ποταμού (326 π.Χ.) ως αντίπαλος του Ινδού βασιλέα Πώρου.

Έκτοτε οι δυτικοί στρατοί χρησιμοποίησαν εκτεταμένα τους ελέφαντες στον πόλεμο, αλλά η δυσκολία στον έλεγχο των ζώων κατά τη διάρκεια της μάχης δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα παρά οφέλη. Ο Ελληνιστικός κόσμος, δηλαδή τα βασίλεια που ίδρυσαν οι διάδοχοι του Αλεξάνδρου μετά το θάνατό του, έκανε εκτεταμένη χρήση αυτού του στοιχείου. Η μοναρχία των Σελευκιδών, για παράδειγμα, θέσπισε ειδικά στρατιωτικά τμήματα χειρισμού ελεφάντων, ενώ άλλα Ελληνιστικά κράτη τα αναζήτησαν στην Αραβία και την Αφρική. Ο πολεμικός ελέφαντας είχε ως αποστολή, αφενός την προστασία του πεζικού από τον εχθρό και αφετέρου την βαριά επίθεση κατά των οχυρώσεων και των αντίπαλων στρατευμάτων.

Πολεμικοί ελέφαντες

Οι φυλές των ελεφάντων που χρησιμοποιούσαν εκείνη την εποχή ήταν κυρίως δύο: οι Ινδικοί, ως πιο ισχυροί και υπάκουοι και οι Αφρικανικοί οι οποίοι προέρχονταν από τα όρη Άτλας στη Βόρεια Αφρική, που ήσαν μικρότεροι, αλλά και πιο επιθετικοί και δυσκολότερα ελεγχόμενοι. Η πρώτη φυλή εξυπηρετούσε κυρίως τις ανατολικές δυνάμεις, όπως το Σελευκιδικό Βασίλειο της Συρίας ή της Μακεδονίας. η δεύτερη, αντίθετα, χρησιμοποιείτο από τις Δυτικές δυνάμεις, όπως οι Πτολεμαίοι της Αιγύπτου και οι Καρχηδόνιοι.

Στην Ραφία, κοντά στη σημερινή πόλη της Γάζας, οι Σύροι και οι Αιγύπτιοι χρησιμοποίησαν 176 πολεμικούς ελέφαντες και των δύο φυλών, σε μια από τις πιο σκληρότερες μάχες της Ελληνιστικής περιόδου.

Εκτός από τους ελέφαντες, στη Ραφία υπήρξαν και όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία του Ελληνιστικού Στρατού, όπως οι οπλιτικές φάλαγγες, το ελαφρύ και βαρύ ιππικό και το μισθοφορικό πεζικό διαφόρων εθνοτήτων και προελεύσεων. Σε κάθε περίπτωση μπορούμε να επιβεβαιώσουμε ότι η μάχη της Ραφίας, με την μάζα των ελεφάντων και των στρατών που αντιπροσώπευαν σχεδόν όλους τους πληθυσμούς του γνωστού κόσμου, ήταν μια αναπαράσταση του κοσμοπολιτισμού και γιγαντισμού που διέκρινε τον Ελληνιστικό κόσμο.

Οι αντίπαλες δυνάμεις

Στη Ραφία, ο Αιγυπτιακός στρατός, υπό τη διοίκηση του Πτολεμαίου Δ’, διέθετε περίπου 65.000 άνδρες, συμπεριλαμβανομένων 6.000 ιππέων και 25.000 φαλαγγιτών και 73 Αφρικανικούς ελέφαντες. Ο Αντίοχος Γ’, είχε στη διάθεσή του 6.000 Μακεδόνες και Ασιάτες ιππείς, 30.000 φαλαγγίτες, 103 Ινδικούς ελέφαντες πολέμου και 30.000 άνδρες διαφόρων εθνικοτήτων.

Η μάχη

Οι δύο στρατοί αναπτύχθηκαν σύμφωνα με τα Ελληνιστικά επιχειρησιακά μοντέλα. Η φάλαγγα στο κέντρο της μάχης με τα πλευρά να προστατεύονται από ελαφρά στρατεύματα και μισθοφορικές μονάδες και το ιππικό στα δύο άκρα. Ο Πτολεμαίος είχε αναπτύξει την Βασιλική Φρουρά στην αριστερή πλευρά, με τον Αντίοχο να έχει τοποθετήσει αντίστοιχα την δική του στην δεξιά πλευρά του στρατεύματος. Αμφότεροι είχαν τοποθετήσει τους ελέφαντες μπροστά από τις δύο πτέρυγες, έμπροσθεν του ιππικού.

Τα πρώτα στάδια της μάχης ήσαν υπέρ των Σελευκιδών. Ο Αντίοχος αρχικά επιτέθηκε με τους ελέφαντες στο δεξιό πλευρό. Οι Ινδικοί ελέφαντες ισχυρότεροι των Αφρικανικών του Πτολεμαίου, κατόρθωσαν να απωθήσουν τους δεύτερους, συνεπικουρούμενοι από μονάδες τοξοτών. Τα Αφρικανικά παχύδερμα κατά την υποχώρηση, καταπάτησαν στο πέρασμά τους την φρουρά και το ιππικό του Πτολεμαίου, αναγκάζοντας τον ίδιο τον βασιλέα να αναζητήσει ασφαλές καταφύγιο.

Σχεδιάγραμμα μάχης

Από την άλλη πλευρά η κατάσταση ήταν καλύτερη για τους Αιγυπτίους. Αν και οι ελέφαντες του Πτολεμαίου πιθανόν φοβισμένοι από τους θορύβους της μάχης, αρνούνταν επίμονα να κινηθούν εναντίον του εχθρού, ακυρώνοντας κάθε προσπάθεια των οδηγών, μια επίθεση του Ελληνικού και Κελτικού μισθοφορικού πεζικού άρχισε να απωθεί τις Συριακές μονάδες, οι οποίες αποτελούνταν κυρίως από Αραβικά στρατεύματα.

Πέραν τούτου το Αιγυπτιακό ιππικό στη δεξιά πλευρά κινήθηκε και έχοντας καταφέρει να αποφύγει τους ελέφαντες (εγκλωβισμένοι στο μέσον του πεδίου της μάχης) επιτέθηκε με κυκλική κίνηση, στο πλευρό του Συριακού ιππικού και καταδίωκε τους αντιπάλους.

Σε εκείνο το σημείο, ήταν προφανές ότι η μάχη θα κρινόταν στο κέντρο. Έχοντας στερηθεί την πλευρική προστασία των βοηθητικών μονάδων, αμφότερες οι φάλαγγες κινήθηκαν η μία εναντίον της άλλης, προς το κέντρο του πεδίου μάχης.

Η σύγκρουση τους ήταν μακρά και αιματηρή, αλλά η Πτολεμαϊκή φάλαγγα, ελαφρώς ισχυρότερη και ενισχυμένη από την παρουσία του Πτολεμαίου άρχισε να επικρατεί.

Οι Σύριοι, χωρίς την υποστήριξη του αρχηγού τους (ο Αντίοχος είχε ακολουθήσει το ιππικό, καταδιώκοντας το ιππικό του εχθρού) άρχισε να χάνει έδαφος και τελικά υποχώρησε. Ο Πτολεμαίος είχε νικήσει.

Στη μάχη, σύμφωνα με αρχαίες πηγές, ο Αντίοχος Γ’ έχασε 10.000 πεζικό, 1.000 ιππείς και 5 ελέφαντες. Οι απώλειες του Πτολεμαίου ήταν 1.500 πεζικό, 700 ιππείς και 16 ελέφαντες.

Συνέπειες

Η αμεσότερη συνέπεια της μάχης της Ραφίας ήταν η διατήρηση και εδραίωση της Πτολεμαϊκής κατοχής στην Παλαιστίνη. Για τον Αντίοχο, ωστόσο, τα προβλήματα ήσαν διαφορετικά. Όταν διαδόθηκε η φήμη της ήττας, ο εξάδελφός του Αχαιός, ανακήρυξε τον εαυτό του βασιλέα της Συρίας. Ο Αντίοχος αντέδρασε αμέσως και αφού συγκέντρωσε ότι απέμεινε από τον στρατό, συμμάχησε με τον πρώην εχθρό του Άτταλο, ο οποίος θεωρούσε τον Αχαιό επικίνδυνο, εισέβαλε στην Μικρά Ασία και πολιόρκησε τον Αχαιό στη Σάρδα, όπου τον σκότωσε, ενώ προσπαθούσε να δραπετεύσει από την πόλη. Αποκαθιστώντας την εξουσία του στη Συρία, ο Αντίοχος Β’ ξεκίνησε μια σειρά εκστρατειών στην Ανατολή, όπου σε επτά χρόνια, αναγνωρίστηκε ως βασιλέας από τους βασιλείς της Βακτρίας και την δυναστεία των Αρσακίδων της Παρθίας, ενώ με τον βασιλιά Σοφαγασένο στην Ινδία υπέγραψε συμμαχία και συμφωνία για προμήθεια πολεμικών ελεφάντων.

Εν τω μεταξύ ο Αντίοχος εκμεταλλευόμενος το νεαρό της ηλικίας του Πτολεμαίου Ε’, ο οποίος ανέβηκε στο θρόνο της Αιγύπτου μετά το θάνατο του πατέρα του το 205 π.Χ., κατέλαβε το φρούριο της Γάζας και το 201 π.Χ. νίκησε οριστικά τους Αιγυπτίους στη μάχη του Πανείου στην βόρεια Παλαιστίνη. Το 199 π.Χ. ο Πτολεμαίος Ε’ παραδόθηκε στους Σελευκίδες, παραχωρώντας όλη την ακτή της Παλαιστίνης και του Λιβάνου και συμφώνησε να παντρευτεί την κόρη του Αντιόχου, την Κλεοπάτρα. Ο γάμος τελέστηκε το 197 π.Χ., μετατρέποντας την Αίγυπτο, σε de facto προτεκτοράτο των Σελευκιδών. Ο Αντίοχος φάνηκε να είναι πολύ κοντά στο όνειρό του να ενώσει όλα τα εδάφη της Αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αλλά λίγο αργότερα μια άλλη δύναμη έκανε το ντεμπούτο της στη σκηνή της Μέσης Ανατολής…….η Ρώμη θα μείωνε την κυριαρχία του Αντιόχου στον Ελληνιστικό κόσμο, θέτοντας τα θεμέλια για την οικοδόμηση της δικής της αυτοκρατορίας.

Πηγές

http://www.arsbellica.it/pagine/antica/Raphia/Raphia_eng.html

Joseph Pietrykowski Great Battles of the Hellenistic World. Barnsley: Pen & Sword, 2009.

Polybius. The Histories of Polybius. Bloomington: Indiana University, 1962.

 

Το έργο με τίτλο Mάχη της Ραφίας από τον δημιουργό Χείλων διατίθεται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική Χρήση – Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές

Ένα Σχόλιο

  1. Ο/Η greeksoftheorient λέει:

    Το πιο ενδιαφέρον με την καλή παρουσίαση του μείζονος αυτού γεγονότος είναι ό,τι σχετίζεται με τα σημερινά κράτη Τουρκία, Ελλάδα και Σουδάν κατά κάποιο τρόπο.

    Όταν οι Έλληνες δημοσιογράφοι αναφέρθηκαν στην πρόσφατη Τουρκοσουδανική συμφωνία και συμμαχία κατά την οποία το Σουδάν εκχωρεί για 100 χρόνια στην Τουρκία παραθαλάσσια περιοχή στην Ερυθρά Θάλασσα, και πιο συγκεκριμένα στο Σουάκιν (ή και Σαουάκιν), όπου η Τουρκία και τις Ισλαμικές Οθωμανικές αρχαιότητες θα αναστηλώσει, και ναυπηγεία θα στήσει και βιομηχανική ζώνη θα εγκαινιάσει, ξέχασαν ότι αυτός ο τόπος – πριν γίνει το σημαντικότερο λιμάνι της Ερυθράς και πέρασμα προς την Τζέντα / Μέκκα για Αφρικανούς που διέσχιζαν την Σαχάρα από το Μαρόκο, την Αλγερία ή τη Νιγηρία για κάνουν το Χατζ (προσκύνημα) – ήταν και για πολλούς αιώνες μια Πτολεμαϊκή (κι έπειτα Ρωμαϊκή) αποικία στα παράλια του μεγάλου Αφρικανικού βασιλείου του Κους (που στα Ελληνικά αποδιδόταν ως Αιθιοπία και δεν είχε καμιά σχέση με τη σημερινή Αβησσυνία που ψευδώς ονομάζεται Αιθιοπία) του οποίου η μεγάλη πρωτεύουσα ήταν η παρανείλια Μερόη.

    Το κράτος αυτό ήταν ένα τεράστιο Αφρικανικό βασίλειο με μεγάλη ενδοχώρα στην Σαχάρα και καθοριστική εμπλοκή στο Αφρικανικό εμπόριο αλλά με ελάχιστη θαλάσσια δραστηριότητα. Ακριβώς επειδή η Μερόη δεν έλεγχε ούτε τα παράλια της Ερυθράς, οι Πτολεμαίοι ίδρυσαν εκεί μια αποικία που αποτελούσε για πολλούς αιώνες αναπόσπαστο τμήμα της Αιγυπτιακής επικράτειας κι ένα από τα νοτιότερα σημεία όπου ομιλούνταν Ελληνικά.

    Η αποικία αυτή είχε ως βασικούς στόχους το εμπόριο και το κυνήγι. Γι’ αυτό κι ονομάστηκε Πτολεμαΐς Θηρών κι είναι ακριβώς το Σουάκιν με τα παγκοσμίως μοναδικά γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά.

    Από κει (κι όχι από τον Άτλαντα) οι Πτολεμαίοι θήρευαν, αιχμαλώτιζαν και μετέφεραν διά θαλάσσης ελέφαντες στην Αρσινόη (Σουέζ) κι από κει σε στρατόπεδα όπου τους εκπαίδευαν για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις και τις μάχες.

    Παρά τον καίριο ρόλο του λιονταριού ως ιερού ζώου για τους Σουδανούς Αιθίοπες της Μερόης (ο βασικός θεός τους, Απαντέμακ αναπαρίσταται λεοντόμορφος), ο ελέφαντας ήταν επίσης ιερό ζώο κι αυτό φαίνεται από τη σημαντική θέση που κατέχει στις ανάγλυφες αναπαραστάσεις των ανακτόρων, των ναών και των άλλων κτηρίων της Μουσαουαράτ ας Σούφρα, μιας από τις μεγαλύτερες Μεροϊτικές πόλεις βαθειά μέσα στην σήμερα έρημη (αλλά στην αρχαιότητα καταπράσινη) περιοχή Μπουτάνα που ήταν το κέντρο του τεράστιου βασιλείου. Καθώς μάλιστα οι Σουδανοί Αιθίοπες χρησιμοποιούσαν τους ελέφαντες για εμπόριο και πόλεμο, είναι πιθανό να υπήρχε και συνεργασία των Ελλήνων και των Αιγυπτίων της Πτολεμαΐδος Θηρών με τους Σουδανούς Αιθίοπες της Μερόης στο κυνήγι ελεφάντων στα βουνά της Ανατολικής Αφρικής που προχωρούν από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατολικά και χωρίζουν τα παράλια από την ενδοχώρα και την Κοιλάδα του Νείλου.

    Οι ειρηνικές σχέσεις που ως επί το πλείστον είχαν Πτολεμαίοι και Μεροΐτες (οι οποίες συνεχίστηκαν στα Ρωμαϊκά χρόνια) περιλάμβαναν ένα είδος Αιγυπτομεροϊτικής συγκυριαρχίας στη Δωδεκάσχοινο (έκταση μήκους 12 σχοίνων νότια της Συήνης / Ασουάν) ενώ στο νότιο υπόλοιπο της Τριακοντασχοίνου ήταν αναγνωρισμένη η Μεροϊτική κυριαρχία. Συνεπώς είναι πιθανό ανάλογες καταστάσεις να υπήρχαν και στα όρια των συνόρων της Μερόης προς την Πτολεμαΐδα Θηρών στα βουνά της Ανατολικής Αφρικής.

    Περισσότερα για την ιστορία της περιοχής και τον ρόλο στο εμπόριο της Ρώμης και γενικότερα της Ανατολικής Μεσογείου με την Ανατολική Αφρική, Ινδία, Κεντρική Ασία, Ινδοκίνα-Ινδονησία και Κίνα στο βιβλίο του ανατολιστή καθ. Μουχάμαντ Σαμσαντίν Μεγαλομμάτη Περίπλους της Ερυθράς Θαλάσσης.

    Αρέσει σε 1 άτομο

Τα σχόλια έχουν κλείσει.