Χριστουγεννιάτικα ποιήματα

στις

επιμέλεια Ιωάννης Τζάνος πτυχ. Φιλοσοφικής Α.Π.Θ

Το άρθρο περιλαμβάνει έμμετρες αναφορές στις άγιες ημέρες των Χριστουγέννων.

Ρωμανός ο Μελωδός

«Κοντάκιο Χριστουγέννων»

Προοίμιον

Ἡ παρθένος σήμερον * τὸν ὑπερούσιον τίκτει,

καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον * τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει·

ἄγγελοι μετὰ ποιμένων * δοξολογοῦσι,

μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος * ὁδοιποροῦσι·

δι᾿ ἡμᾶς γὰρ * ἐγεννήθη

παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

Οἶκοι

Τὴν Ἐδὲμ Βηθλεὲμ * ἤνοιξε, δεῦτε ἴδωμεν·

τὴν τρυφὴν ἐν κρυφῇ * ηὕραμεν, δεῦτε λάβωμεν

τὰ τοῦ παραδείσου * ἐντὸς τοῦ σπηλαίου·

ἐκεῖ ἐφάνη * ῥίζα ἀπότιστος * βλαστάνουσα ἄφεσιν,

ἐκεῖ ηὑρέθη * φρέαρ ἀνόρυκτον,

οὗ πιεῖν Δαυὶδ * πρὶν ἐπεθύμησεν·

ἐκεῖ παρθένος * τεκοῦσα βρέφος

τὴν δίψαν ἔπαυσεν εὐθὺς * τὴν τοῦ Ἀδὰμ καὶ τοῦ Δαυίδ·

διὰ τοῦτο πρὸς τοῦτο * ἐπειχθῶμεν ποῦ ἐτέχθη

παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

Ὁ πατὴρ τῆς μητρὸς * γνώμῃ υἱὸς ἐγένετο,

ὁ σωτὴρ τῶν βρεφῶν * βρέφος ἐν φάτνῃ ἔκειτο·

ὃν κατανοοῦσα * φησὶν ἡ τεκοῦσα·

«Εἰπέ μοι, τέκνον, * πῶς ἐνεσπάρης μοι * ἢ πῶς ἐνεφύης μοι·

ὁρῶ σε, σπλάγχνον, * καὶ καταπλήττομαι,

ὅτι γαλουχῶ * καὶ οὐ νενύμφευμαι·

καὶ σὲ μὲν βλέπω * μετὰ σπαργάνων,

τὴν παρθενίαν δὲ ἀκμὴν * ἐσφραγισμένην θεωρῶ·

σὺ γὰρ ταύτην φυλάξας * ἐγεννήθης εὐδοκήσας

παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

Ὑψηλὲ βασιλεῦ, * τί σοι καὶ τοῖς πτωχεύσασι;

Ποιητὰ οὐρανοῦ, * τί πρὸς γηΐνους ἤλυθας;

Σπηλαίου ἠράσθης * ἢ φάτνῃ ἐτέρφθης;

Ἰδοὺ οὐκ ἔστι * τόπος τῇ δούλῃ σου * ἐν τῷ καταλύματι·

οὐ λέγω τόπον, * ἀλλ᾿ οὐδὲ σπήλαιον,

ὅτι καὶ αὐτὸ * τοῦτο ἀλλότριον·

καὶ τῇ μὲν Σάῤῥᾳ * τεκούσῃ βρέφος

ἐδόθη κλῆρος γῆς πολλῆς, * ἐμοὶ δὲ οὐδὲ φωλεός·

ἐχρησάμην τὸ ἄντρον * ὃ κατῴκησας βουλήσει,

παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.»

Κωστής Παλαμάς

«Χριστούγεννα»

Να ‘μουν του σταύλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι

την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.

Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,

το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.

Να λάμψω από τη λάμψη του κι’ εγώ σαν διαμαντάκι

κι’ από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.

Να μοσκοβοληθώ κι’ εγώ από την ευωδία,

που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.

Να ‘μουν του σταύλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι

την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.

«Αστέρι Θεϊκό»

Τι φως και χρώμα κι ομορφιά να σκόρπιζε το αστέρι

όπου στην κούνια του Χριστού τους Μάγους έχει φέρει;

Ποιος άγγελος το διάλεξε για τέτοιο ταχυδρόμο;

Τα άλλα τα αστέρια θάβλεπαν το φωτεινό του δρόμο

κι από τη ζήλια θάτρεμαν…

Αστέρι, σε ποια χώρα του απέραντου σου ουρανού να

λαμπυρίζεις τώρα;

Η παντοδύναμη φθορά μην έσβησε το φως σου ή μήπως είσ’ αθάνατο κι εσύ, σαν

το Χριστό σου;

Δεν κατεβαίνει η λάμψη σου εδώ στα χώματα μας;

Για όλα τα άστρα αλίμονο! δεν είναι η ματιά μας…

Τι φως και χρώμα κι ομορφιά να σκορπίζει το αστέρι,

όπου την κούνια του Θεού τους

Μάγους έχει φέρει;

Τέλλος Άγρας (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ιωάννου)

«Χριστούγεννα»

Όξω πέφτει αδιάκοπα και πυκνό το χιόνι,

κρύα και κατασκότεινη κι αγριωπή η νυχτιά.

Είναι η στέγη ολόλευκη, γέρνουν άσπροι κλώνοι,

μες το τζάκι απόμερα ξεψυχά η φωτιά.

Τρέμει στα εικονίσματα το καντήλι πλάγι

και φωτάει στη σκυθρωπή, στη θαμπή εμορφιά.

Να η φάτνη, οι άγγελοι κι ο Χριστός κι οι Μάγοι

και το αστέρι ολόλαμπρο μες στη συννεφιά!

Κι οι ποιμένες, που έρχονται γύρω από τη στάνη

κι η μητέρα του Χριστού στο Χριστό μπροστά.

Το μικρό το εικόνισμα όλ’ αυτά τα φτάνει,

μαζεμένα όλα μαζί και σφιχτά-σφιχτά.

Πέφτει ακόμη αδιάκοπο κι άφθονο το χιόνι,

όλα ξημερώνονται μ’ άσπρη φορεσιά

στον αγέρα αντιλαλούν του σημάντρου οι στόνοι,

κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει η εκκλησιά.

Κώστας Κρουστάλλης

«Ξημέρωναν Χριστούγεννα»

Ξημέρωναν Χριστούγεννα. Οι εκκλησιές σημαίνουν,

κουνιούνται τα καμπαναριά, κι οι φωνές που βγαίνουν

απ’ το βαθύ και δίπλα το κάθε καμπάνας στόμα,

μοιάζουν χερουβικούς ψαλμούς, σαν απ’ το ουράνιο δώμα.

Χιλιάδες τα Χριστούγεννα τα τραγουδούν οι άγγελοι,

και κάθε αχτίδα από ψηλά, που κάθε αστέρι στέλλει,

μοιάζει αγγελική ματιά. Θρησκεία! Γλυκιά μάνα,

τι όμορφη δίνεις εσύ λαλιά και στην καμπάνα,

και πόσο εκείνη η λαλιά σαλεύει την καρδιά μας!

Πόσες εκείνος ο σταυρός απ’ τα καμπαναριά μας

στην αντιλιάδα χύνοντας, τόσες χρυσές αχτίδες,

χύνει βαθιά μας στην ψυχή, γλυκές χρυσές ελπίδες!

Κ’ οι δυο εκείνες χαραυγές που οι άγγελοι κατεβαίνουν

μες’ απ’ τον ουρανό ψηλά κι έρχονται και σημαίνουν

Χριστούγεννα κι ανάσταση, ω! τι μυστήριο χύνουν.

Τι χαραυγούλες είναι αυτές, πόση ζωή μας δίνουν!

Λάμπουνε τ’ ασυγνέφιαστατα ουράνια Σα ζαφείρια,

Σαν μάτια π’ αγρυπνήσανε φέγγουν τα παραθύρια.

Χαρούμενες και σιγανές μιλιές σμίγονται γύρα,

και από κάθε θύραπου ανοίγεται,

βγάνουν μορφές γελούμενες, λουσμένες,

γλυκές , καλοντυμένες.

Κρατούν στα χέρια τους κεριά λαμπάδες .Στη ματιά τους

λάμπ’ η χαρά που νιώθουνε βαθιά μες στις καρδιά τους.

Ξημέρωσαν Χριστούγεννα! Θύρες ολούθε ανοίγουν

κι ολούθε τώρα οι Χριστιανοί στις εκκλησιές μας σμίγουν.

Γεώργιος Δροσίνης

«Νύχτα Χριστουγεννιάτικη»

Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη

λυγούν τα πόδια

και προσκυνούν γονατιστά στη φάτνη τους

τα άδολα βόδια.

Κι ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα

σταυροκοπιέται

και λέει με πίστη απ’ της ψυχής τ’ απόβαθα

Χριστός γεννιέται!

Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη

κάποιοι ποιμένες

ξυπνούν από φωνές ύμνων μεσούρανες

στη γη σταλμένες.

Κι ακούοντας τα Ωσαννά απ΄ αγγέλων στόματα

στον σκόρπιο αέρα

τα διαλαλούν σε χειμαδιά λιοφώτιστα

με την φλογέρα.

Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη

ποιος δεν το ξέρει

των μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα

λάμπει το αστέρι.

Κι όποιος το βρει μες στ΄ άλλα αστέρια ανάμεσα

και δεν το χάσει,

σε μια άλλη Βηθλεέμ ακολουθώντας το

μπορεί να φτάσει.

Άγγελος Σικελιανός

«Η Γέννηση»

Αργά, σαν παίρνει το ξερό κομμάτι απ’ το ταγάρι,

κι απλώνεται ξανάσαση στο σπλάχνο του γλυκιά,

ο βοϊδολάτης που έσπρωξε στον όργο το ζευγάρι,

τ’ αλέτρι του γυρίζοντας για τη στερνή αυλακιά,

τι, πια, όσο σπόρον έριξεν, η γη τον έχει πάρει,

κ΄είν΄η ψυχή του αγνάντια της βουβή και δεητικιά,

λογιάζοντας και μέσα του κάποιο αγαθό να εσπάρει,

την ώρα που μιαν άμετρη γαλήνη μυστικιά

κρατεί τα πάντα ατάραχα, κι ουδέ κλαδί σαλεύει,

ουδ΄ ανασαίνει αντίφωνο στα βάθη του βραδιού,

μ΄ από τα βάθη τ΄ ουρανού κάτι λευκό παλεύει

να βγει, κ΄ είναι το χνότο του σαν του μικρού παιδιού,

κ΄είναι η ανάσα του Θεού, π’ απ΄ την αρχή στοιχειώνει,

κάθε φορά τον άμετρον αγώνα του Παντός,

για να χυθεί η αγάπη Του στα πάντα με το χιόνι,

που ‘ναι κουνιά και σάβανο, σεντόνι και ξαντός,

κι ότι στον κύκλο της βαθιά έχ’ η ζωή μας θρέψει

το ξαναφέρνει ολάκερο στην άμετρη σιγή,

για να ξανοίξει μέσα του μιαν υπερούσια γέψη,

στην πρωτινήν ανέκφραστη γυρίζοντας πηγή,

κι ο Ιωσήφ και η Μαριάμ, μες στο γαλήνιο νέφος

που τους τυλίγει απέραντο, μηδέ λογιάζουν πως

οι μέρες πάει να κλείσουνε που μέσα της το Βρέφος

με τη σιγήν εκρέμασεν ολάκερος καρπός…

Συχνά πυκνά κι αν έβλεπαν, στα χειμαδιά, απ΄ τη γέννα

ακόμα με κρεμάμενο τ΄ αφάλι του τ΄ αρνί,

κι απ΄ την αρνάδα ολόγυρα τα χόρτα ματωμένα,

συχνά κι αν όλη φάνταζεν η πλάση πως πονεί,

απ΄ όλα Εκείνη λόγιαζε τα πλάσματα πως σ΄ Ένα

ποτάμια οι πόνοι ετρέχανε κι αστέρευτοι κρουνοί,

κι αν ήτανε τα σπλάχνα της ν΄ ανοίξουν ματωμένα

πως ματωμένοι θ΄ άνοιγαν μαζί τους κ΄ οι ουρανοί.

Μα η άυλη μέσα της φωτιά, που ακέρια τηνε γλείφει,

στο κατασάρκι είναι χαρά, κι η πύρινη θροφή,

που τη στυλώνει ανύμφευτη μέσα στην έρμο νύφη,

τη ντει απ΄ τα νύχια ολάκερην ως πάνω απ΄την κορφή,

και δεν πασκίζει τη φωτιά που τήνε καίει να κρύψει:

της ξεχειλάει στο πάτημα, στο νέμα, στα μαλλιά,

με φλόγα νέα τα μάτια της αστράφτουνε προς τα ύψη,

κ΄ είναι βαρύ το σπλάχνο της σαν καρπισμένη ελιά…

Και να! σαν, τέλος, ξαφνικά κινάει , βουβό το χιόνι

κι ουδέ καθίζει απάνω της, μα γύρω της πετά

καθώς στο πέλαο πέφτοντας, που πριν τ΄ αγγίξει λιώνει.

Κι ο Ιωσήφ στ΄ αχνάρια της ξοπίσω περπατά,

τα μάτια απάνω σκώνοντας αργά, σα θαμπωμένα,

θαρρεί τον τόπο κ΄ έκλεισεν εφτάκλειστο Ιερό,

τα μακρινά, τα γύρα του, κρυφά συμμαζεμένα,

σα να ζυγιάζουν διάπλατον, απάνεμο φτερό.

Κι αν είναι δείλι ή χάραμα, στο νου του δε λογιάζει,

αν ειν΄ ηλιοβασίλεμα, σκοτάδι, ανατολή,

όλα ένας τόπος τα κρατεί βαθιά του, και τ΄ αγιάζει,

σ΄ όλα μια σκέπη απλώνεται, μια λάμψη, μια βουλή.

Θαρρεί τα δέντρα ασάλευτα, τα πρόβατα σκυμμένα,

μακριά, μα δίχως ν΄ ακουμπάν το στόμα στο νερό,

θωρεί στο νου του το βοσκό που με μαρμαρωμένα

κοπάδια στέκει απ΄ άμετρον , αγνάντια του, καιρό.

Τι μια βουλή είναι γύρα του που σ΄ όλα μέσα λάμπει,

κ΄ είναι μπροστά του η πύρινη κολόνα που οδηγεί,

κ΄ είναι η αδάμαστη ψυχή που στη χαρά της να μπει

ζητά, κι απ΄ τα τρισκότιδα, κι απ΄τ΄ άστρα , κι απ΄ τη γη.

Τόπος τα σύμπαντα φριχτός, αιώνιος, κ΄ ευωδάτος!

Πέφτει το χιόνι ασίγητα, μα αξαίνει κ΄ η φωτιά,

πέφτει το χιόνι ατέλειωτα, μα μέσα του είν΄ η Βάτος

που τ΄ αναλιώνει αδιάκοπα και το φωτάει πλατιά!

Γύρα του θάμπος τα έλατα, τα γκρέμνα, οι λόγγοι, οι βράχοι,

μακριά, βαβίζουνε πολύ στις στάνες τα σκυλιά….

Μα η Μαριάμ, ως προχωρεί τη στράτα της μονάχη,

αιφνίδια βλέπει, ορθάνοιχτη μπροστά της, τη Σπηλιά!

 

Καλά Χριστούγεννα με υγεία – προκοπή – σύνεση

Πηγή

https://antonispetrides.wordpress.com/2013/12/25/modern_greek_christmas_poems/

 


Το έργο με τίτλο Χριστουγεννιάτικα ποιήματα από τον δημιουργό Ιωάννη Τζάνο διατίθεται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές.

4 Σχόλια

  1. Ο/Η theTempestAhead λέει:

    Καλά Χριστούγεννα με υγεία και γαλήνη στις καρδιές όλων.

    Μου αρέσει!

    1. Ο/Η Xείλων λέει:

      Καλά Χριστούγεννα με υγεία – ευτυχία και σύνεση.

      Αρέσει σε 1 άτομο

  2. Ο/Η Sofia Kioroglou λέει:

    Καλά Χριστούγεννα με αγάπη και υγεία.

    Αρέσει σε 1 άτομο

    1. Ο/Η Xείλων λέει:

      Καλά Χριστούγεννα με υγεία – αγάπη – προκοπή.

      Αρέσει σε 2 άτομα

Τα σχόλια έχουν κλείσει.