Οβίδιος, Μεταμορφώσεις, Φιλήμων και Βαυκίς (8.616-724)

στις

kallipos-logo

 

Τίτλος: Οβίδιος Μεταμορφώσεις: Pietas humana
Συγγραφείς: Μιχαλόπουλος, Ανδρέας
Μιχαλόπουλος, Χαρίλαος

 

Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 3.0 Ελλάδα

Δίας και Ερµής στο σπίτι του Φιλήµονα και της Βαυκίδας. Hyacinthe Collin de Vermont (French, Versailles 1693–1761 Paris ) The Metropolitan Museum of Art URL [http://www.metmuseum.org/art/collection/search/382645]
Δίας και Ερµής στο σπίτι του Φιλήµονα και της Βαυκίδας.
Hyacinthe Collin de Vermont (French, Versailles 1693–1761 Paris )
The Metropolitan Museum of Art URL
[http://www.metmuseum.org/art/collection/search/382645]

Όλοι έμειναν άφωνοι και δεν ενέκριναν τέτοια λόγια. Προ πάντων ο Λέλεγας, που ήταν ώριμος στο θάρρος και τα χρόνια, έτσι μίλησε:

«Απεριόριστη και δίχως τέλος είναι η δύναμη των θεών και ό,τι οι επουράνιοι θεοί θελήσουν, έχει ήδη γίνει. Για να αμφιβάλλεις λιγότερο, μια φιλύρα και μια βελανιδιά γειτονεύουν σ’ έναν λόφο στη Φρυγία και είναι περιφραγμένες µε μέτριο τείχος. Το μέρος το έχω δει· γιατί ο Πιτθέας με έστειλε στις πεδιάδες του Πέλοπα, όπου κάποτε κυβερνούσε ο πατέρας του. Όχι μακριά από εκεί είναι ένα έλος, κάποτε ήταν κατοικήσιμο το μέρος, τώρα όμως είναι νερά, όπου συχνάζουν πουλιά της λίμνης και νερόκοτες. Εκεί ο Δίας ήρθε μεταμορφωμένος σε θνητό και μαζί µε τον πατέρα του ο Ατλαντιάδης µε το κηρύκειο, αφού πρώτα άφησε σε μια μεριά τις φτερούγες του.

»Σε χίλια σπίτια πήγαν αναζητώντας στέγη και ανάπαυση, χίλια σπίτια τους έκλεισαν την πόρτα. Ένα όμως τους δέχτηκε, το οποίο βέβαια ήταν μικρό κι είχε στέγη από άχυρα και καλάμια της λίμνης. Εκεί ζούσαν η ευσεβής γριά Βαυκίδα και ο συνομήλικός της Φιλήμων, από τα νεανικά τους χρόνια μαζί ενωμένοι, σ’ εκείνο το σπίτι γερνούσαν μαζί και τη φτώχεια τους ομολογώντας την έκαναν ελαφρότερη και δεν το θεωρούσαν ντροπή. Δεν έχει νόημα να ψάξεις εκεί να βρεις αφεντικά ή δούλους. Αυτοί οι δύο είναι όλο το σπιτικό· οι ίδιοι υπακούουν, οι ίδιοι διατάζουν.

»Αφού, λοιπόν, έφθασαν οι ουρανίωνες στο μικρό αυτό σπίτι, σκύβοντας εισήλθαν από τη χαμηλή πόρτα. Ο γέρος τους προέτρεψε να ξεκουράσουν τα µέλη τους τοποθετώντας πάγκους, τους οποίους η δραστήρια Βαυκίδα σκέπασε μ’ ένα ακατέργαστο ύφασμα. Στην πυροστιά ανακάτεψε τη μισοσβησμένη στάχτη και αναζωπύρωσε τη φωτιά της προηγούμενης μέρας και με φύλλα και ξερό φλοιό την τρέφει και με γεροντική ζέση ρίχνει στη φλόγα πολυσχισμένα δαδιά.

»Αφαιρεί από τη στέγη ξερά κλαδάκια, τα κόβει σε μικρά κομμάτια και τοποθετεί επάνω ένα μικρό χάλκινο σκεύος. Από το λάχανο που μάζεψε ο σύζυγός της από τον υγρό κήπο πιάνει και κόβει τα φύλλα. Χρησιμοποιώντας ένα δικράνι κατέβασε ένα βρώμικο κομμάτι από την πλάτη χοίρου, το οποίο κρεμόταν από ένα μαύρο δοκάρι, και κόβει από αυτό το κομμάτι της πλάτης, που φυλούσαν για καιρό, ένα μικρό κομμάτι και το ρίχνει μέσα στο καυτό νερό.

»Στο μεταξύ µε κουβέντες ξεγελούν τις ώρες που κυλάνε, κάνοντας έτσι να μη γίνεται αισθητή η αργοπορία. Υπήρχε εκεί μια λεκάνη από οξιά, με χερούλι σκληρό, που ήταν κρεμασμένη από ένα καρφί. Τη γεμίζουν µε χλιαρό νερό και εκεί πλένουν οι φιλοξενούμενοι τα πόδια τους. Στο μέσο υπήρχε ένα κρεβάτι µε ένα στρώμα από μαλακό άχυρο. Σκεπάζουν το στρώμα µε ένα κάλυμμα, που συνήθιζαν να στρώνουν µόνο στις γιορτές, αλλά και αυτό ήταν ευτελές και παλιό, αντάξιο ενός κρεβατιού από ιτιά. Έκατσαν οι θεοί.

»Ζωσμένη την ποδιά και τρέμοντας, η γριά στρώνει τραπέζι, όμως το τρίτο πόδι του ήταν άνισο. Με ένα κεραμίδι το ίσιωσε· αφού διορθώθηκε η κλίση, καθάρισε το ισιωμένο τραπέζι µε ένα ματσάκι χλωρή μέντα. Τοποθετεί δίχρωμες ελιές της αγνής Αθηνάς και φθινοπωρινά κράνα διατηρημένα σε τρυγία και ραδίκια και ρίζες και πηγμένο τυρί και αβγά γινωμένα σε χλιαρή στάχτη. Όλα τα πιάτα ήταν πήλινα. Αμέσως μετά φέρνουν έναν κρατήρα επιχρισμένο από τον ίδιο άργυρο αλλά και κοίλα κύπελλα από οξιά, επιχρισμένα µε ξανθό κερί.

»Δίχως καθυστέρηση βγάζουν το φαγητό από τη φωτιά και προσφέρουν ξανά κρασί, όχι παλαιωμένο και,αφού το έβαλαν στην άκρη, ετοιμάζουν χώρο για το δεύτερο πιάτο. Εκεί, καρύδια και ξερά σύκα ανακατωμένα µε ρυτιδιασμένους χουρμάδες και δαμάσκηνα και ευωδιαστά μήλα μέσα σε ευρύχωρες πιατέλες και πορφυρά σταφύλια που μάζεψαν από αμπέλια. Στη μέση βρίσκεται κατάλευκη κερήθρα µε μέλι.

»Πρωτίστως όμως τα πρόσωπά τους ήταν χαμογελαστά και η διάθεσή τους δεν ήταν ούτε νωχελική ούτε φτωχική. Στο μεταξύ, παρατηρούν ότι ο κρατήρας που τόσες φορές είχε αδειάσει ξαναγεμίζει από µόνος του και το κρασί αυξάνεται από µόνο του. Έκπληκτοι από το παράξενο αυτό συμβάν τρομάζουν και µε ανοιχτά τα χέρια προς τον ουρανό αρχίζουν προσευχές η Βαυκίδα και ο φοβισμένος Φιλήμονας και ζητούν την ευμένεια των θεών για το δείπνο και την ελάχιστη προετοιμασία.

»Είχαν και μια χήνα, που ήταν φύλακας του μικροσκοπικού σπιτιού τους. Αυτήν τα αφεντικά ετοίμαζαν να θυσιάσουν προς τιμήν των φιλοξενούμενων θεών. Εκείνη, όμως, γρήγορη µε τα φτερά της εξουθενώνει τους βραδείς από τα χρόνια,  ώρα τώρα τους ξεγελά και τελικά φάνηκε πως αναζήτησε καταφύγιο στους ίδιους τους θεούς.

»Οι θεοί απαγόρευσαν τη θυσία της και είπαν:

«Θεοί είμαστε, και οι ασεβείς γείτονές σας θα πληρώσουν τις ποινές που αρμόζουν. Σε σας θα δοθεί δώρο η απαλλαγή σας από αυτό το κακό. Μόνο εγκαταλείψτε το σπίτι σας και ακολουθώντας τα βήματά µας να ανεβείτε αμέσως στην κορυφή του βουνού».

»Υπακούνε και οι δύο και χρησιμοποιώντας μπαστούνια αγκομαχούν να φέρουν τα βήματά τους στη μεγάλη ανηφόρα. Τόσο απείχαν από την κορυφή, όσο ένα βέλος μπορεί να πάει μια φορά ριγμένο. Στρέφουν το βλέμμα και βλέπουν τα πάντα βυθισμένα στο νερό· µόνο το δικό τους σπίτι μένει.

»Ενώ θαυμάζουν αυτά και θρηνούν την τύχη των δικών τους, εκείνο το παλιό σπίτι, που ήταν μικρό για τους δυο ιδιοκτήτες του, μετατρέπεται σε ναό: τα υποστυλώματα έγιναν κολώνες, τα χόρτα της οροφής κιτρίνισαν, το χώμα του δαπέδου στρώθηκε µε μάρμαρο, οι πόρτες απέκτησαν σκαλίσματα και η οροφή έγινε χρυσή. Τότε ο Κρονίδης µε ήρεµο τρόπο τους λέει:

«Δίκαιε γέροντα και εσύ, άξια σύζυγε δίκαιου άνδρα, πείτε µου τι επιθυμείτε»

Και ο Φιλήμονας, αφού μίλησε για λίγο µε τη Βαυκίδα, αποκαλύπτει στους θεούς την κοινή τους γνώμη:

«Ζητούμε να γίνουµε ιερείς και να προσέχουμε τον ναό σας και, επειδή ζήσαμε τη ζωή µας µε ομοψυχία, η ίδια ώρα να πάρει και τους δύο και να µη δω ποτέ µου τον τάφο της συζύγου µου ούτε εκείνη να θάψει εµένα»

»Η πίστη ακολουθεί τις ευχές. Έγιναν φύλακες του ναού, για όσο διάστημα τους δόθηκε ζωή. Κι όταν τους βάρυναν τα πολλά χρόνια, καθώς έτυχε να κάθονται μπροστά στις σκάλες του ναού και να διηγούνται τις περιπέτειες εκείνου του τόπου, είδε η Βαυκίδα τον Φιλήμονα να βγάζει φύλλα και ο γερο-Φιλήμονας είδε την Βαυκίδα να βγάζει φύλλα.

»Κιόλας, καθώς πάνω στα δυο τους πρόσωπα ψήλωνε η κορυφή, όσο ήταν δυνατό, αντάλλαξαν αμοιβαία λόγια λέγοντας ταυτόχρονα «γεια σου, σύζυγε» και ταυτόχρονα ο φλοιός άπλωσε και τους σκέπασε τα πρόσωπα. Ακόμα και σήμερα ο Θύνιος κάτοικος δείχνει εκεί τους γειτονικούς κορμούς των δύο σωμάτων. Αυτά σε µένα αφηγήθηκαν όχι ψεύτες γέροντες (τι νόημα θα είχε αν ήθελαν να πουν ψέματα;). Κι εγώ βέβαια είδα στεφάνια να κρέμονται από τα κλαδιά και κρεμώντας ένα καινούργιο είπα:

«Θεοί θα ’ναι αυτοί που λάτρεψαν τους θεούς και όσοι λάτρεψαν θα λατρευτούν»

 

Πρωτότυπη δημοσίευση, κείμενο στα λατινικά, λεξιλόγιο μετάφραση: 

kallipos-logo

 

 

 

 

 

2 Σχόλια

  1. Ο/Η vequinox λέει:

    Reblogged στις Greek Canadian Literature.

    Μου αρέσει!

  2. Ο/Η Mrs Poetry λέει:

    Reblogged στις Poetry of gems.

    Μου αρέσει!

Τα σχόλια έχουν κλείσει.