εξώφυλλο: Σκίτσο του Άλαμο Unknown author, Public domain, via Wikimedia Commons
copyright © επιμέλεια – μετάφραση Χείλων
Μεταξύ των ετών 1820 – 1830 περίπου 25.000 Αμερικανοί είχαν εγκατασταθεί στη βόρεια Mεξικανική επαρχία του Τέξας. Αρχικά η Mεξικανική κυβέρνηση ενθάρρυνε τη μετανάστευση πιστεύοντας ότι οι έποικοι θα καλλιεργούσαν την άγονη γη και θα πολεμούσαν τις εχθρικές φυλές Ινδιάνων. Αλλά οι Αμερικανοί σύντομα «έγιναν ενοχλητικοί» επιλέγοντας να αγνοούν την πολιτική των κυβερνήσεων του Μεξικού κατά της δουλείας και απαίτησαν ευρύτερα δικαιώματα για αυτοδιοίκηση.
Το 1830 το Μεξικό απαγόρευσε οιαδήποτε μετανάστευση στο Τέξας και το 1835 η κυβέρνηση που ήταν υπό τον έλεγχο του στρατηγού Αντόνιο Λόπεζ ντε Σάντα Άννα/Antonio Lopez de Santa Anna, προσπάθησε να επανακτήσει το Τέξας μεταφέροντας στρατιωτική φρουρά.

Ο Σάντα Άννα απαίτησε την απομάκρυνση όλων των ξένων και προς τούτο έστειλε δύναμη 1200 στρατιωτών με επικεφαλής τον κουνιάδο του Μαρτίν Περφέτο ντε Κοζ/Martin Perfecto De C’os με εντολή να απομακρυνθούν όλοι οι μη Μεξικανοί δια της βίας. Μέχρι τον Οκτώβριο ο Kοζ είχε καταφέρει να καταλάβει την πόλη του Σαν Αντόνιο και να τη θέσει υπό αυστηρό στρατιωτικό καθεστώς.
Στις 5 Δεκεμβρίου 200 εθελοντές Τεξανοί υπό τον Μπεν Μίλαμ/Ben Milam σε μια προσπάθεια να ανακαταλάβουν το Σαν Αντόνιο πραγματοποίησαν αιφνιδιαστική επίθεση. Οι οδομαχίες ήταν άγριες – αιματηρές και μαίνονταν από σπίτι σε σπίτι με αποτέλεσμα οι Μεξικανοί να παραδίδονται ομαδικώς.
Την 9 Δεκεμβρίου μετρώντας περισσότερους από 300 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες ο Kοζ δεν είχε άλλη επιλογή παρά να παραδοθεί. Η νίκη των Τεξανών ήταν πλήρης, με ελάχιστες απώλειες περίπου 40 ανδρών, αλλά μεταξύ αυτών και του διοικητή Μπεν Μίλαμ.
Η συνθηκολόγηση του Σαν Αντόνιο ανάγκασε τον υπόλοιπο στρατό του Μεξικού να οπισθοχωρήσει στον ποταμό Ρίο Γκράντε. Η νίκη επέδρασσε ψυχολογικά μεταξύ των Αμερικανών εποίκων οι οποίοι πλέον ήταν αποφασισμένοι περισσότερο από ποτέ για την επίτευξη ανεξαρτησίας από τη Μεξικανική διοίκηση.
Η παράδοση εξόργισε τον Σάντα Άννα ο οποίος συγκέντρωσε αμέσως στρατό από 8.000 άνδρες και βάδισε βόρεια αποφασισμένος να συντρίψει την εξέγερση και να διεκδικήσει εκ νέου το Τέξας ως επαρχία του Μεξικού.

Την 17η Ιανουαρίου 1836 ανέλαβε τη διοίκηση των επαναστατικών δυνάμεων ο στρατηγός Σαμ Χιούστον/Sam Houston, στέλνοντας τον συνταγματάρχη Τζιμ Μπόουι/Jim Bowie με 30 άνδρες στο Σαν Αντόνιο με διαταγή να καταστρέψει τις οχυρώσεις στο Άλαμο.
Όταν έφτασε ο Μπάουι τόσο ο ίδιος όσο και ο τοπικός διοικητής Τζέιμς Κλίντον Νίλ/James Clinton Neil, συζήτησαν τη διαταγή του Χιούστον και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι θα ήταν ανοησία να εγκαταλείψουν μια τόσο αξιόλογη αμυντική θέση – κατασκευή.
Οι δύο άνδρες γνώριζαν ότι ο Χιούστον χρειάζεται χρόνο προκειμένου να συγκεντρώσει στρατό ικανό να αντιμετωπίσει τον Σάντα Άννα επί ίσοις όροις. Ο Νιλ όμως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει λόγω ασθενείας αφήνοντας έτσι στον Μπάουι τη διοίκηση, ο οποίος ασχολήθηκε με την ενίσχυση του Άλαμο αναμένοντας την επίθεση του Μεξικού.
Στις 2 Φεβρουαρίου, έφτασε στο Άλαμο ο αντισυνταγματάρχης Ουίλλιαμ Τράβις/William Travis με δύναμη ιππικού υπό τον Ντέιβιντ Κρόκετ/David Crockett και ακολούθησαν εθελοντές από το Τεννεσσί μία εβδομάδα αργότερα.
Στις 23 Φεβρουαρίου ο Σάντα Άννα κατέλαβε χωρίς δυσκολία το Σαν Αντόνιο και στη συνέχεια έστειλε αντιπροσωπεία στο Άλαμο ζητώντας την παράδοση άνευ όρων . Οι Τεξανοί απάντησαν με ομοβροντίες πυροβολικού, καθιστώντας σαφές στον Σάντα Άννα ότι ο μόνος τρόπος να καταλάβει το Άλαμο ήταν η βία.
Στις 25 Φεβρουαρίου διέταξε δύο τάγματα πεζικού με 500 άνδρες να προωθηθούν στη νοτιοδυτική γωνία του κάστρου. Οι Τεξανοί παρέμειναν ακίνητοι και όταν η δύναμη του εχθρού πλησίασε στα πενήντα μέτρα άνοιξαν ομαδικό πυρ κατά των Μεξικανικών δυνάμεων.

Τα κανόνια του Άλαμο προξένησαν τεράστια κενά στις τάξεις του εχθρικού σχηματισμού με αποτέλεσμα να χάσει γρήγορα τη συνοχή του και όταν το Μεξικανικό πεζικό αποφάσισε να ανασυνταχθεί ήταν πλέον αργά. Οι Τεξανοί τους είχαν αιφνιδιάσει πλήρως με αποτέλεσμα να τους αφανίσουν μέχρις ενός.
Ο Σάντα Άννα όντας έξω φρενών με αυτή την αποτυχία, επέλεξε σοφά να μην εξαπολύσει άλλη επίθεση αλλά να οργανώσει πολιορκία. Μόλις ολοκληρώθηκαν οι προετοιμασίες διέταξε το πυροβολικό του να βάλλει κατά των υπερασπιστών επί δώδεκα μέρες και νύχτες, ενώ ο στρατός ήταν σε αναμονή γύρω από το οχυρό.
Την νύχτα της 2 Μαρτίου η τελευταία ομάδα ενισχύσεων (30 άτομα) έσπασε τις γραμμές των Μεξικανών και ενώθηκε με τους υπερασπιστές, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό στους 180 άνδρες.
Τα πυροβολικό των Μεξικανών συνέχισε να βομβαρδίζει τους υπερασπιστές και το βράδυ της 5 Μαρτίου, ο Σάντα Άννα κάλεσε όλους τους ανώτερους διοικητές στο αρχηγείο του, ενημερώνοντάς τους για την απόφασή του να συντρίψει το Άλαμο με μία τελική μαζική επίθεση.
Από τα μεσάνυχτα και μετά οι δυνάμεις του Μεξικού άρχισαν σιγά – σιγά να λαμβάνουν θέσεις επίθεσης και ακριβώς λίγο πριν την 17:00 οι σαλπιγκτές σάλπισαν και με κραυγές «Βίβα Σάντα Άννα» έδωσαν το σύνθημα για επίθεση. Ταυτόχρονα τέσσερις στοίχοι αριθμώντας συνολικά 3000 άνδρες ενώθηκαν και προωθήθηκαν προς τα τείχη του Άλαμο.
Μετά την προώθηση του Μεξικανικού πεζικού τα κανόνια του οχυρού άνοιξαν πυρ επιφέροντας απώλειες στις τάξεις τους, αλλά παρ’ όλα αυτά συνέχισαν να προωθούνται προς τα τείχη. Παρά το γεγονός ότι οι Τεξανοί προκαλούσαν απώλειες στον εχθρό σύντομα έγινε προφανές ότι αν οι Μεξικανοί πλησίαζαν περισσότερο τα κανόνια ήταν αδύνατον να συνεχίσουν να βάλλουν εναντίον τους διότι πλέον θα βρίσκονταν εκτός βολής.
Δεδομένου ότι οι Μεξικανοί είχαν προσεγγίσει τα τείχη του φρουρίου τα κανόνια ήταν πλέον άχρηστα, αναγκάζοντας τους υπερασπιστές να μετακινηθούν στην κορυφή των τειχών προκειμένου να χρησιμοποιήσουν τυφέκια και πιστόλια για να αποκρούσουν την επίθεση. Σε αυτό το σημείο ο συνταγματάρχης Τράβις σκοτώθηκε από σφαίρα που τον πέτυχε στο κεφάλι.

Το Μεξικανικό πεζικό άρχισε πλέον κατά κύματα να αναρριχάται στα τείχη, με αποτέλεσμα οι υπερασπιστές μη διαθέτοντας αρκετό χρόνο να οπλίσουν τα τυφέκια, χρησιμοποιούσαν τσεκούρια, φτυάρια, ή οτιδήποτε πρόχειρο προκειμένου να αποκρούσουν τον εχθρό.
Αφού υπέστη βαριές απώλειες το Μεξικανικό πεζικό κατάφερε τελικά να παραβιάσει την βόρεια πύλη και να ορμήσει στον ανοιχτό χώρο εντός του οχυρού. Οι υπερασπιστές μετακίνησαν γρήγορα τα κανόνια στο σημείο εισβολής και έβαλλαν κατά του εχθρού προξενώντας βαρύτατες απώλειες.
Καθώς τα στρατεύματα του Μεξικό εισέβαλαν από τα τείχη και από την κεντρική πύλη, οι μάχες μέσα στο οχυρό έγιναν πιο έντονες και «απελπισμένες». Οι υπερασπιστές προσπάθησαν γενναία να συγκρατήσουν τα κύματα πεζικού του εχθρού αλλά τελικά κατέρρευσαν λόγω της αριθμητικής υπεροχής των Μεξικανών.

Ο σοβαρά τραυματισμένος συνταγματάρχης Μπάουι που νοσηλευόταν στο νοσοκομείο του οχυρού σκοτώθηκε μαζί με άλλους τραυματίες όταν εισέβαλαν οι Μεξικανοί και τους κατέσφαξαν. Αδυνατώντας να συγκρατήσει τον εχθρό ο Ντέιβιντ Κρόκετ και όσοι είχαν απομείνει από τους εθελοντές του Τεννεσσί κατέφυγαν στην εκκλησία. Πολλοί υπερασπιστές άρχισαν να πηδούν από τα τείχη σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ξεφύγουν από το μακελειό, αλλά ήταν εύκολοι στόχοι για το Μεξικανικό ιππικό το οποίο τους κατέσφαξε.
Οι επιζώντες υπερασπιστές μέσα στο Άλαμο αναζήτησαν καταφύγιο από τις ορδές του Μεξικανικού πεζικού που απλωνόταν στο εσωτερικό του οχυρού. Συστηματικά ψάχνοντας δωμάτιο με δωμάτιο οι Μεξικανοί ανακάλυπταν τους Τεξανούς και αφού πρώτα γκρέμιζαν το καταφύγιο με βολές πυροβολικού κατόπιν τους σκότωναν με τα όπλα ή τις ξιφολόγχες.

Το τελευταίο κτίριο που στεκόταν όρθιο ήταν η εκκλησία όπου ο Ντέιβιντ Κρόκετ και 15 άνδρες παρέμεναν αμυνόμενοι. Ο συνταγματάρχης Μοράλες διέταξε όλα τα κανόνια να τοποθετηθούν στο μπροστινό μέρος της εκκλησίας. Χωρίς να δώσει την ευκαιρία στους πολιορκούμενους να παραδοθούν, διέταξε τα κανόνια να ανοίξουν πυρ. Με ένα βροντερό χτύπημα το μπροστινό μέρος του ναού διαλύθηκε και το πεζικό έσπευσε να αποτελειώσει τους τελευταίους υπερασπιστές.
Ένας από τα τελευταίους επιζώντες προσπάθησε να ανατινάξει την αποθήκη πυρομαχικών του οχυρού, όπου ήταν αποθηκευμένα εκατοντάδες κιλά πυρίτιδας, αλλά σκοτώθηκε λίγα μέτρα πριν την αποθήκη. Με αυτή την πράξη αυτοθυσίας σταμάτησαν οι συμπλοκές και η μάχη κρίθηκε περίπου στις 6:30 το πρωί.
Κατά την πολιορκία του οχυρού που διήρκεσε δεκατρείς ημέρες, σκοτώθηκαν περίπου 181 Τεξανοί υπερασπιστές και 600 στρατιώτες του Μεξικανικού στρατού.
Πηγές:
Groneman, Bill (1990), Alamo Defenders, A Genealogy: The People and Their Words, Austin, TX: Eakin Press
Groneman, Bill (1996), Eyewitness to the Alamo, Plano, TX: Republic of Texas Press